16 Αναχωρήσεις

Ξαπλωμένος στα μουσκεμένα από τον ιδρώτα σεντόνια και ατενίζοντας το ταβάνι, ο Πέριν κατάλαβε ότι το σκοτάδι είχε αρχίσει να γκριζάρει. Σε λίγο ο ήλιος θα ξεμύτιζε από τον ορίζοντα. Πρωί. Ήταν ο καιρός των καινούριων ελπίδων· η ώρα που θα σηκωνόταν να φύγει. Καινούριες ελπίδες. Παραλίγο να βάλει τα γέλια. Πόση ώρα ήταν ξυπνητός; Αυτή τη φορά σίγουρα είχε περάσει μια ώρα από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει. Έξυσε το κατσαρό γένι του και μόρφασε. Ο χτυπημένος ώμος του είχε μουδιάσει· ανακάθισε αργά και το πρόσωπό του γέμισε στάλες ιδρώτα καθώς κουνούσε το χέρι του. Συνέχισε μεθοδικά όμως, πνίγοντας τα βογκητά του, καταπίνοντας μερικές βλαστήμιες πού και πού, ώσπου στο τέλος μπορούσε να κουνήσει το χέρι ελεύθερα, αν και όχι άνετα.

Είχε καταφέρει να κοιμηθεί λίγο, όλο διακοπές και ένταση. Όταν ξυπνούσε έβλεπε το πρόσωπο της Φάιλε, τα μαύρα μάτια της να τον κατηγορούν κι ο πόνος που της είχε προκαλέσει τον σούβλιζε μέσα του. Όταν κοιμόταν, ονειρευόταν ότι ανέβαινε στο ικρίωμα και ότι η Φάιλε τον παρακολουθούσε, ή, ακόμα χειρότερα, προσπαθούσε να τον σταματήσει και τα έβαζε με Λευκομανδίτες, που κρατούσαν λόγχες και σπαθιά, ενώ ο Πέριν ούρλιαζε καθώς του περνούσαν μια θηλιά στο λαιμό, ούρλιαζε επειδή οι Λευκομανδίτες σκότωναν τη Φάιλε. Μερικές φορές η Φάιλε τους παρακολουθούσε να τον κρεμούν με ένα χαμόγελο θυμωμένης ικανοποίησης. Δεν ήταν παράξενο που αυτά τα όνειρα τον έκαναν να τινάζεται από τον ύπνο του. Μια φορά είχε ονειρευτεί λύκους να βγαίνουν τρέχοντας από το δάσος για να σώσουν τη Φάιλε και τον ίδιο — μόνο και μόνο για να τους καρφώσουν οι λόγχες των Λευκομανδιτών και τα βέλη των τόξων τους. Η νύχτα δεν είχε προσφέρει ιδιαίτερη ξεκούραση. Πλύθηκε και ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έφυγε από το δωμάτιό του, σαν να έλπιζε ότι θα άφηνε πίσω τη θύμηση των ονείρων.

Ελάχιστες εξωτερικές ενδείξεις απέμεναν από τη νυχτερινή επίθεση· εδώ ήταν ένα υφαντό που το είχε σχίσει μια σπαθιά, εκεί ένα σεντούκι που είχε την άκρη θρυμματισμένη από το χτύπημα κάποιου τσεκουριού, αλλού το πάτωμα είχε πιο ανοιχτή απόχρωση, επειδή είχαν μαζέψει ένα ματωμένο χαλάκι. Η ματζίρε είχε στείλει όλη τη δύναμη του υπηρετικού προσωπικού, αν και πολλοί είχαν επιδέσμους, και τώρα σκούπιζαν, σφουγγάριζαν, καθάριζαν και αντικαθιστούσαν τα πράγματα. Η ίδια τριγυρνούσε κουτσαίνοντας και γέρνοντας πάνω σ' ένα ραβδί· ήταν μια μεγαλόσωμη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, που ο επίδεσμος γύρω από το κεφάλι τα είχε σπρώξει προς τα πάνω, σαν στρογγυλό καπελάκι, ενώ φώναζε διαταγές με σταθερή φωνή, με σαφή σκοπό να αφαιρέσει κάθε ίχνος της δεύτερης καταπάτησης του Δακρύου. Είδε τον Πέριν και του έκανε μια ανεπαίσθητη γονυκλισία. Ούτε και οι Υψηλοί Άρχοντες δεν θα περίμεναν κάτι καλύτερο, ακόμα κι όταν δεν ήταν τραυματισμένη. Παρά το καθάρισμα και το τρίψιμο, κάτω από τη μυρωδιά των κεριών, των στιλβωτικών και των υγρών καθαρισμού, ο Πέριν διέκρινε ακόμα την αχνή οσμή του αίματος· το έντονο, μεταλλικό αίμα των ανθρώπων, το σάπιο αίμα των Τρόλοκ, το δριμύ αίμα των Μυρντράαλ με τη δυσωδία που του έκαιγε τα ρουθούνια. Θα χαιρόταν όταν θα ήταν μακριά απ' όλα αυτά.

Η πόρτα του δωματίου του Λόιαλ είχε πλάτος μια απλωσιά και ύψος δύο, με ένα πελώριο χερούλι σε σχήμα πλεγμένων κληματσίδων, που βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το κεφάλι του Πέριν. Η Πέτρα είχε μερικά δωμάτια για να φιλοξενούνται οι Ογκιρανοί, τα οποία σπάνια χρησιμοποιούνταν· η Πέτρα του Δακρύου ήταν παλαιότερη ακόμα και από την εποχή των λαμπρών έργων των Ογκιρανών, όμως ήταν ζήτημα κύρους να χρησιμοποιούν Ογκιρανούς λιθοξόους, τουλάχιστον κάποιες φορές. Ο Πέριν χτύπησε την πόρτα και όταν άκουσε μια φωνή, όμοια με αργή κατολίσθηση, να λέει «εμπρός», σήκωσε το χερούλι και υπάκουσε.

Το δωμάτιο είχε τις διαστάσεις που θα περίμενε κανείς από την πόρτα, όμως ο Λόιαλ, που στεκόταν στο κέντρο του χαλιού με τα ζωγραφιστά φύλλα και δάγκωνε μια μακριά πίπα, το έκανε να φαντάζει λες και είχε φυσιολογικό μέγεθος. Ο Ογκιρανός ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από Τρόλοκ και φορούσε μπότες φαρδιές στα δάχτυλα, οι οποίες του έφταναν ως τους μηρούς. Το σκούρο πράσινο σακάκι του ήταν κουμπωμένο ως τη μέση και μετά φάρδαινε κι έφτανε ως τις κορυφές από τις μπότες του, σαν κιλτ πάνω από φαρδύ παντελόνι· ο Πέριν δεν το έβρισκε πια περίεργο, αλλά μια ματιά αρκούσε για να δείξει στον καθένα ότι εδώ δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος σ' ένα συνηθισμένο δωμάτιο. Η μύτη του Ογκιρανού ήταν τόσο πλατιά που έμοιαζε με μουσούδα, τα φρύδια του ήταν σαν μακριά μουστάκια, που κρέμονταν πλάι σε μάτια μεγάλα σαν πιατάκια του τσαγιού. Τα φουντωτά αφτιά του ξεπρόβαλλαν μέσα από πυκνά, ανακατεμένα, μαύρα μαλλιά, που έπεφταν ως τους ώμους του. Όταν είδε τον Πέριν και χαμογέλασε με την πίπα σφιγμένη στα δόντια του, το πρόσωπό του φάνηκε να χωρίζεται στη μέση.

«Καλημέρα, Πέριν», μπουμπούνισε, βγάζοντας την πίπα από το στόμα. «Κοιμήθηκες καλά; Δεν θα ήταν εύκολο, έπειτα από τέτοια βραδιά. Εγώ ήμουν ξύπνιος ως τις μικρές ώρες και κατέγραφα τι συνέβη». Στο άλλο χέρι του κρατούσε μια πένα και τα δάχτυλα του, που ήταν χοντρά σαν λουκάνικα, είχαν λεκέδες από μελάνι.

Παντού υπήρχαν βιβλία ― στις καρέκλες, των οποίων το μέγεθος ήταν κατάλληλο για Ογκιρανούς, στο πελώριο κρεβάτι και στο τραπέζι που έφτανε ως το στήθος του Πέριν. Δεν αποτελούσαν έκπληξη όλα αυτά, τον ξάφνιασαν όμως τα λουλούδια. Λουλούδια όλων των ειδών, όλων των χρωμάτων. Βάζα με λουλούδια, καλάθια ολόκληρα, ματσάκια δεμένα με κορδέλες ή ακόμα και σπάγκο, μεγάλες αρμαθιές λουλούδια, που στέκονταν τριγύρω σαν φράχτες κάποιου κήπου. Ο Πέριν, πάντως, δεν είχε δει ποτέ του τόσα πολλά μέσα σε δωμάτιο. Η ευωδιά τους γέμιζε τον αέρα. Αυτό όμως που στ' αλήθεια τράβηξε την προσοχή του ήταν το πρησμένο καρούμπαλο στο κεφάλι του Λόιαλ, που ήταν μεγάλο σαν ανδρική γροθιά, καθώς και το χωλό του βήμα. Αν ο Λόιαλ ήταν άσχημα χτυπημένος και δεν μπορούσε να ταξιδέψει... Ντράπηκε για το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις του —ο Ογκιρανός ήταν φίλος του― αλλά έτσι έπρεπε.

«Τραυματίστηκες, Λόιαλ; Η Μουαραίν θα μπορούσε να σε Θεραπεύσει. Σίγουρα θα το κάνει».

«Α, μπορώ και κυκλοφορώ χωρίς πρόβλημα. Εξάλλου, υπάρχουν πολλοί που χρειάζονται στ' αλήθεια τη βοήθειά της. Δεν θα ήθελα να την ενοχλήσω. Δεν με εμποδίζει στη δουλειά». Ο Λόιαλ κοίταξε το τραπέζι, όπου ένα μεγάλο βιβλίο με υφασμάτινο κάλυμμα —μεγάλο για τον Πέριν, αλλά θα χωρούσε στις τσέπες του σακακιού του Ογκιρανού― ήταν ανοιχτό πλάι σε ένα μελανοδοχείο που είχε το καπάκι από φελλό κατεβασμένο. «Ελπίζω να τα σημείωσα όλα σωστά. Δεν είδα πολλά χθες το βράδυ, παρά μόνο προς το τέλος».

«Ο Λόιαλ», είπε η Φάιλε καθώς σηκωνόταν από πίσω από κάτι λουλούδια με ένα βιβλίο στα χέρια, «είναι ήρωας».

Ο Πέριν τινάχτηκε· τα λουλούδια είχαν κρύψει τελείως την οσμή της. Ο Λόιαλ της έκανε νοήματα να σωπάσει, ενώ τα αφτιά του σπαρταρούσαν από την αμηχανία. Ανέμισε τις χερούκλες του, όμως αυτή συνέχισε, με τη φωνή ψύχραιμη αλλά το βλέμμα να καίει το πρόσωπο του Πέριν.

«Μάζεψε όσα περισσότερα παιδιά μπορούσε —και κάποιες από τις μητέρες τους― σε μια μεγάλη αίθουσα και υπεράσπισε μόνος του την πόρτα από Τρόλοκ και Μυρντράαλ σ' ολόκληρη τη μάχη. Τα λουλούδια είναι από τις γυναίκες της Πέτρας, για να τιμήσουν το αταλάντευτο κουράγιο του και την αφοσίωση του». Έκανε τις λέξεις «αταλάντευτο» και «αφοσίωση» να ηχήσουν σαν καμτσικιές.

Ο Πέριν κατόρθωσε να μη μορφάσει, μετά βίας όμως. Αυτό που είχε κάνει ήταν σωστό, αλλά δεν περίμενε ότι η Φάιλε θα το καταλάβαινε. Έστω κι αν ήξερε το λόγο, δεν θα το καταλάβαινε. Έπρεπε να γίνει. Έπρεπε. Μακάρι να ένιωθε μέσα του καλύτερα για το όλο θέμα. Δεν ήταν σωστό να έχει δίκιο και από πάνω να νιώθει ότι είχε άδικο.

«Δεν ήταν τίποτα». Τα αφτιά του Λόιαλ τινάζονταν τρελά. «Απλώς τα παιδιά δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αυτό είναι όλο. Δεν είμαι ήρωας. Όχι».

«Ανοησίες». Η Φάιλε σημάδεψε τη σελίδα στο βιβλίο με το δάχτυλό της και πλησίασε τον Ογκιρανό. Δεν τον έφτανε ούτε ως το στέρνο. «Δεν υπάρχει γυναίκα στην Πέτρα που δεν θα σε παντρευόταν αν ήσουν άνθρωπος, αν και μερικές θα το έκαναν ούτως ή άλλως. Λόιαλ, καλά σε ονόμασαν έτσι[1], επειδή η φύση σου είναι η αφοσίωση. Κάτι που αγαπούν όλες οι γυναίκες».

Τα αφτιά του Ογκιρανού πάγωσαν από την κατάπληξη και ο Πέριν χαμογέλασε πλατιά. Προφανώς η Φάιλε είχε περάσει όλο το πρωί καλοπιάνοντας τον Λόιαλ για να την πάρει μαζί του, παρά την επιθυμία του Πέριν, αλλά τώρα τα είχε κάνει θάλασσα. «Κανένα νέο από τη μητέρα σου, Λόιαλ;» ρώτησε ο Πέριν.

«Όχι». Ο Λόιαλ κατάφερε να δείχνει συνάμα ανακουφισμένος και ανήσυχος. «Μα είδα τον Λάεφαρ στην πόλη χθες. Ξαφνιάστηκε που με είδε, όσο κι εγώ· δεν είμαστε συνηθισμένο θέαμα στο Δάκρυ. Ήρθε από το Στέντιγκ Σανγκτάι για να διαπραγματευθεί κάτι επισκευές σε κάποιες κατασκευές των Ογκιρανών σε ένα παλάτι. Δεν αμφιβάλω ότι οι πρώτες λέξεις που θα βγουν από το στόμα του, όταν επιστρέψει στο στέντιγκ, θα είναι “Ο Λόιαλ είναι στο Δάκρυ”».

«Αυτό είναι ανησυχητικό», είπε ο Πέριν και ο Λόιαλ ένευσε αποθαρρυμένος.

«Ο Λάεφαρ λέει ότι οι Πρεσβύτεροι με κήρυξαν φυγάδα και η μητέρα μου υποσχέθηκε να με παντρέψει και να με νοικοκυρέψει. Ήδη διάλεξε κάποια. Ο Λάεφαρ δεν ξέρει ποια. Τουλάχιστον έτσι λέει. Νομίζει ότι αυτά τα πράγματα είναι αστεία. Αυτή που διάλεξε η μητέρα μου μπορεί μέσα σ' ένα μήνα να έχει φτάσει εδώ».

Το πρόσωπο της Φάιλε έδειχνε τόση σαστισμάρα, που ο Πέριν παραλίγο να χαμογελάσει πάλι πλατιά. Νόμιζε ότι ήξερε πιο πολλά από τον Πέριν για τον κόσμο —η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι ήξερε― αλλά δεν ήξερε τον Λόιαλ. Το Στέντιγκ Σανγκτάι ήταν η πατρίδα του Λόιαλ, στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, και εφόσον μόλις είχε κεράσει τα ενενήντα, δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να έχει φύγει μόνος του. Οι Ογκιρανοί ζούσαν πολύ καιρό· με τα δικά τους κριτήρια, ο Λόιαλ δεν ξεπερνούσε σε ηλικία τον Πέριν, μπορεί να ήταν και μικρότερος. Ο Λόιαλ, όμως, το είχε πάρει απόφαση να δει τον κόσμο και ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν ότι η μητέρα του θα τον έβρισκε και θα τον έσερνε πίσω, στο στέντιγκ, για να παντρευτεί και να μην ξαναφύγει ποτέ.

Ενώ η Φάιλε προσπαθούσε να καταλάβει τι γινόταν, ο Πέριν έσπασε τη σιωπή που είχε πέσει. «Θέλω να γυρίσω στους Δύο Ποταμούς, Λόιαλ. Εκεί δεν θα σε βρει η μητέρα σου».

«Ναι. Αυτό είναι αλήθεια». Ο Ογκιρανός σήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Μα το βιβλίο μου. Η ιστορία του Ραντ. Και η δική σου και του Ματ. Έχω ήδη κρατήσει πολλές σημειώσεις, αλλά...» Προχώρησε γύρω από το τραπέζι, κοιτάζοντας το ανοιχτό βιβλίο με τις σελίδες που ήταν γεμάτες με τα κομψά γράμματά του. «Θα είμαι εκείνος που θα γράψει την αληθινή ιστορία του Αναγεννημένου Δράκοντα, Πέριν. Το μόνο βιβλίο γραμμένο από κάποιον που όντως θα έχει ταξιδέψει μαζί του, που θα τα έχει δει να εκτυλίσσονται όλα. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας τον Λόιαλ, γιου του Άρεντ, του γιου του Χάλαν, από το Στέντιγκ Σανγκτάι». Συνοφρυωμένος, έσκυψε πάνω από το βιβλίο και βούτηξε την πένα στο μελανοδοχείο. «Δεν είναι σωστό αυτό. Ορθότερα θα ήταν —»

Ο Πέριν άπλωσε το χέρι στη σελίδα όπου πήγαινε να γράψει ο Λόιαλ. «Δεν θα γράψεις κανένα βιβλίο αν σε βρει η μητέρα σου. Εν πάση περιπτώσει, αν γράψεις, δεν θα είναι για τον Ραντ. Και σε χρειάζομαι, Λόιαλ».

«Με χρειάζεσαι, Πέριν; Δεν καταλαβαίνω».

«Υπάρχουν Λευκομανδίτες στους Δύο Ποταμούς. Με κυνηγούν».

«Σε κυνηγούν; Μα γιατί;» Ο Λόιαλ φαινόταν εξίσου σαστισμένος με τη Φάιλε πριν. Η Φάιλε, από την άλλη μεριά, είχε πάρει μια αυτάρεσκη, αλαζονική έκφραση, που του προκαλούσε ανησυχία. Ο Πέριν, παρ' όλα αυτά, συνέχισε.

«Δεν έχουν σημασία οι λόγοι. Το ζήτημα είναι ότι με κυνηγούν. Μπορεί να βλάψουν ανθρώπους εκεί, την οικογένειά μου, ψάχνοντας για μένα. Και ξέροντας τους Λευκομανδίτες, γνωρίζω ότι αυτό θα κάνουν. Μπορώ να το προλάβω αν φτάσω εκεί γρήγορα, αλλά πρέπει να φτάσω γρήγορα. Το Φως μόνο ξέρει τι θα έχουν κάνει ήδη. Θέλω να με πας εκεί, Λόιαλ, από τις Οδούς. Μου είχες πει κάποτε ότι υπάρχει μια Πύλη εδώ και ξέρω ότι υπήρχε μια στη Μανέθερεν. Πρέπει να υπάρχει ακόμα, στα βουνά πάνω από το Πεδίο του Έμοντ. Τίποτε δεν μπορεί να καταστρέψει μια Πύλη, είπες. Σε χρειάζομαι, Λόιαλ».

«Μα φυσικά θα βοηθήσω», είπε ο Λόιαλ. «Οι Οδοί». Άφησε την ανάσα του να βγει δυνατά και τα αφτιά του κρέμασαν λιγάκι. «Θέλω να γράψω για περιπέτειες, όχι να τις ζήσω. Αλλά φαντάζομαι ότι άλλη μια φορά δεν πειράζει. Το Φως να δώσει», τελείωσε ευλαβικά.

Η Φάιλε ξερόβηξε ευγενικά. «Μήπως ξέχασες κάτι, Λόιαλ; Υποσχέθηκες ότι θα με πήγαινες στις Οδούς όποτε σου το ζητούσα και πριν πας εκεί οποιονδήποτε άλλο».

«Σου υποσχέθηκα να δεις μια Πύλη», είπε ο Λόιαλ, «και πώς είναι από μέσα. Αυτό μπορεί να γίνει όταν πάμε εκεί εγώ και ο Πέριν. Φαντάζομαι πως θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας, αλλά κανείς δεν αποφασίζει ελαφρά τη καρδία να ταξιδέψει στις Οδούς, Φάιλε. Εγώ δεν θα πήγαινα, αν δεν είχε ανάγκη ο Πέριν».

«Η Φάιλε δεν θα έρθει», είπε σταθερά ο Πέριν. «Θα είμαστε μόνο εγώ κι εσύ, Λόιαλ».

Η Φάιλε δεν του έδωσε σημασία και σήκωσε το κεφάλι, χαμογελώντας προς τον Λόιαλ. «Μου υποσχέθηκες κάτι παραπάνω από μια ματιά, Λόιαλ. Είπες ότι θα με πας όπου θέλω, όποτε θέλω και πριν από οποιονδήποτε άλλο. Το ορκίστηκες».

«Έτσι έγινε», διαμαρτυρήθηκε ο Λόιαλ, «αλλά μόνο επειδή αρνήθηκες να πιστέψεις ότι θα σου έδειχνα. Είπες ότι δεν θα με πίστευες, αν δεν ορκιζόμουν. Θα κάνω αυτό που σου υποσχέθηκα, σίγουρα όμως δεν θέλεις να παραμερίσεις την ανάγκη του Πέριν».

«Ορκίστηκες», είπε γαλήνια η Φάιλε. «Ορκίστηκες στη μητέρα σου και στη μητέρα της μητέρας σου, καθώς και στη μητέρα της μητέρας της μητέρας σου».

«Ναι, ορκίστηκα, Φάιλε, όμως ο Πέριν —»

«Ορκίστηκες, Λόιαλ. Θες να μου πεις ότι θα πατήσεις τον όρκο σου;»

Ο Ογκιρανός ήταν η προσωποποίηση της δυστυχίας. Οι ώμοι του καμπούριασαν και τα αφτιά του κρέμασαν, οι γωνιές του μεγάλου στόματός του κύρτωσαν προς τα κάτω και οι άκρες των μακριών φρυδιών του έφτασαν ως τα μάγουλά του.

«Σε κορόιδεψε, Λόιαλ». Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν οι άλλοι δύο άκουγαν το τρίξιμο των δοντιών του. «Σε κορόιδεψε εσκεμμένα».

Τα μάγουλα της Φάιλε κοκκίνισαν, όμως βρήκε το θράσος να μιλήσει. «Μόνο επειδή αναγκάστηκα, Λόιαλ. Μόνο επειδή ένας ανόητος πιστεύει ότι μπορεί να κουμαντάρει τη ζωή μου όπως τον βολεύει αυτόν. Ειδάλλως δεν θα το έκανα. Πρέπει να με πιστέψεις».

«Το ότι σε κορόιδεψε δεν παίζει ρόλο;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν και ο Λόιαλ κούνησε θλιμμένα το ογκώδες κεφάλι του.

«Οι Ογκιρανοί κρατάνε το λόγο τους», είπε η Φάιλε. «Και ο Λόιαλ θα με πάει στους Δύο Ποταμούς. Ή στην Πύλη της Μανέθερεν τουλάχιστον. Έχω την επιθυμία να δω τους Δύο Ποταμούς».

Ο Λόιαλ όρθωσε το κορμί του. «Μα αυτό σημαίνει ότι τελικά θα μπορέσω να βοηθήσω τον Πέριν. Φάιλε, γιατί τα έμπλεξες έτσι; Ακόμα και ο Φάελαρ δεν θα το έβρισκε αστείο». Είχε μια χροιά θυμού η φωνή του· δεν ήταν εύκολο να θυμώσεις έναν Ογκιρανό.

«Αν το ζητήσει», είπε εκείνη αποφασισμένα. «Υπήρχε κι αυτός ο όρος, Λόιαλ. Κανένας έξω από εμάς τους δύο, εκτός αν ερχόταν κάποιος να το ζητήσει. Πρέπει να μου το ζητήσει».

«Όχι», της είπε ο Πέριν, ενώ ο Λόιαλ έκανε να ανοίξει το στόμα. «Όχι, δεν θα σου το ζητήσω. Θα πάω πρώτος στο Πεδίο του Έμοντ. Θα πάω περπατώντας! Παράτα λοιπόν αυτές τις χαζομάρες. Ακούς εκεί, να κοροϊδεύεις τον Λόιαλ. Να χώνεσαι εκεί που... που δεν σε θέλουν».

Η γαλήνη της πνίγηκε στο θυμό. «Κι όταν επιτέλους φτάσεις εκεί, ο Λόιαλ κι εγώ θα έχουμε ξεμπερδέψει με τους Λευκομανδίτες. Όλα θα έχουν τελειώσει. Ζήτα το, βλάκα σιδερά. Αρκεί να το ζητήσεις και θα έρθεις μαζί μας».

Ο Πέριν συγκρατήθηκε. Δεν υπήρχε τρόπος να την πείσει με επιχειρήματα για την άποψή του, αλλά δεν θα της το ζητούσε. Η Φάιλε είχε δίκιο —με το άλογό του θα ήθελε βδομάδες για να φτάσει στους Δύο Ποταμούς· εκείνοι, από τις Οδούς, θα έφταναν ίσως σε δύο μέρες― αλλά δεν επρόκειτο να της το ζητήσει. Πήγε να κοροϊδέψει τον Λόιαλ και να με εκβιάσει! «Τότε θα ταξιδέψω μόνος στις Οδούς για τη Μανέθερεν. Θα ακολουθήσω εσάς τους δύο. Αν κρατάω απόσταση πίσω σας τέτοια που να μην είμαι μέρος της ομάδας σας, τότε δεν θα καταπατώ τον όρκο του Λόιαλ. Δεν μπορείς να με εμποδίσεις να σας ακολουθήσω».

«Αυτό είναι επικίνδυνο, Πέριν», είπε ανήσυχα ο Λόιαλ. «Οι Οδοί είναι σκοτεινοί. Αν σου ξεφύγει μια στροφή, αν πάρεις κατά λάθος άλλη γέφυρα, τότε ίσως καταλήξεις να περιπλανιέσαι χαμένος για πάντα. Ή μέχρι να σε προφτάσει το Μάτσιν Σιν. Ζήτα της το, Πέριν. Είπε ότι έτσι θα σε αφήσει. Ζήτα το».

Η βαθιά φωνή του Ογκιρανού τρεμούλιασε όταν ανάφερε το όνομα Μάτσιν Σιν κι ένα ρίγος διέτρεξε και τη ράχη του Πέριν. Το Μάτσιν Σιν. Ο Μαύρος Άνεμος. Ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν ήξεραν αν ήταν Σκιογέννημα ή κάτι που είχε αναπτυχθεί μέσα στον εκφυλισμό των Οδών. Το Μάτσιν Σιν ήταν ο λόγος που όποιος ταξίδευε στις Οδούς έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του· έτσι έλεγαν οι Άες Σεντάι. Ο Μαύρος Άνεμος έτρωγε ψυχές· ο Πέριν ήξερε ότι αυτό ήταν αλήθεια. Αλλά μίλησε με σταθερή φωνή και ανέκφραστο πρόσωπο. Που να καώ, δεν θα την αφήσω να νομίζει ότι φοβήθηκα. «Δεν μπορώ, Λόιαλ. Ή, μάλλον, δεν θα το κάνω».

Ο Λόιαλ έκανε μια γκριμάτσα. «Φάιλε, θα είναι επικίνδυνο για τον Πέριν αν προσπαθήσει να μας ακολουθήσει. Σε παρακαλώ, άλλαξε γνώμη και άφησέ τον —» Εκείνη τον διέκοψε απότομα.

«Όχι. Αν είναι τόσο ξεροκέφαλος ώστε να μην το ζητήσει, γιατί να τον αφήσω εγώ; Γιατί να με νοιάξει αν χάσει το δρόμο του;» Στράφηκε προς τον Πέριν. «Μπορείς να ταξιδεύεις κοντά μας. Όσο κοντά θέλεις, αρκεί να είναι φανερό ότι ακολουθείς. Θα τρέχεις ξοπίσω μου, σαν κουταβάκι, μέχρι να μου το ζητήσεις. Γιατί δεν το ζητάς;»

«Είστε πεισματάρηδες εσείς οι άνθρωποι», μουρμούρισε ο Ογκιρανός. «Βιαστικοί και πεισματάρηδες, ακόμα κι όταν η βιασύνη σάς ρίχνει στη σφηκοφωλιά».

«Θα ήθελα να φύγω σήμερα, Λόιαλ», είπε ο Πέριν χωρίς να κοιτάζει τη Φάιλε.

«Το καλύτερο είναι να πηγαίνουμε γρήγορα», συμφώνησε ο Λόιαλ, κοιτώντας με λύπη το βιβλίο στο τραπέζι. «Φαντάζομαι ότι θα μπορέσω τα τακτοποιήσω τις σημειώσεις μου όσο ταξιδεύουμε. Το Φως μόνο ξέρει τι θα χάσω, όντας μακριά από τον Ραντ».

«Με άκουσες, Πέριν;» είπε απαιτητικά η Φάιλε.

«Θα πάρω το άλογό μου και μερικές προμήθειες, Λόιαλ. Πριν μεσημεριάσει, θα είμαστε στο δρόμο».

«Που να καείς, Πέριν Αϋμπάρα, απάντησε μου!»

Ο Λόιαλ την κοίταξε ανήσυχα. «Πέριν, είσαι βέβαιος ότι δεν μπορείς να —»

«Όχι», τον διέκοψε μαλακά ο Πέριν. «Είναι ξεροκέφαλη και της αρέσουν τα παιχνίδια. Δεν θα χορεύω για τη διασκέδασή της». Αγνόησε τον ήχο που έβγαινε βαθιά από το λαιμό της Φάιλε, σαν γάτα που κοιτάζει ξένο σκυλί, έτοιμη να επιτεθεί. «Μόλις ετοιμαστώ, θα σου πω». Ξεκίνησε προς την πόρτα κι εκείνη φώναξε οργισμένη πίσω του.

«Το “πότε” είναι δική μου απόφαση, Πέριν Αϋμπάρα. Δική μου και του Λόιαλ. Μ' άκουσες; Κοίτα να είσαι έτοιμος σε δύο ώρες, αλλιώς θα σε αφήσουμε πίσω. Συνάντησέ μας στο στάβλο της Πύλης του Δρακοτείχους, αν είναι να έρθεις. Μ' άκουσες;»

Εκείνος την είδε με την άκρη του ματιού του να κινείται και έκλεισε πίσω του την πόρτα, τη στιγμή που κάτι έπεφτε πάνω της με ένα βαρύ γδούπο. Του φάνηκε πως ήταν βιβλίο. Ο Λόιαλ θα της τα έψελνε γι' αυτό. Καλύτερα να χτυπήσεις τον Λόιαλ στο κεφάλι, παρά να πειράξεις βιβλίο του.

Για μια στιγμή έγειρε πάνω στην πόρτα απελπισμένος. Είχε κάνει τόσα, είχε υπομείνει τόσα για να την κάνει να τον μισήσει και να που αυτή θα βρισκόταν εκεί, για να τον δει να πεθαίνει. Το μόνο καλό ήταν ότι έτσι ίσως να απολάμβανε το θέαμα του θανάτου του. Πεισματάρα, ξεροκέφαλη γυναίκα!

Όταν γύρισε για να φύγει, είδε έναν Αελίτη να πλησιάζει, έναν ψηλό, κοκκινομάλλη με πράσινα μάτια, που από την όψη θα μπορούσε να είναι ο μεγάλος ξάδελφος του Ραντ ή ένας νεαρός θείος του. Τον ήξερε αυτό τον άνθρωπο, τον Γκαούλ, και τον συμπαθούσε, επειδή ποτέ δεν είχε δείξει να προσέχει τα κίτρινα μάτια του. «Είθε να βρεις σκιά αυτό το πρωί, Πέριν. Η ματζίρε μου είπε ότι είχες έρθει κατά δω, αν και νομίζω ότι ανυπομονούσε να μου βάλει μια σκούπα στα χέρια. Ατίθαση σαν τις Σοφές μας αυτή η γυναίκα».

«Είθε να βρεις σκιά αυτό το πρωί, Γκαούλ. Όλες οι γυναίκες είναι ξεροκέφαλες, αν θες τη γνώμη μου».

«Μπορεί, αν δεν ξέρεις να τις φέρεις βόλτα. Άκουσα ότι θα ταξιδέψεις στους Δύο Ποταμούς».

«Φως μου!» μούγκρισε ο Πέριν, πριν ο άλλος προλάβει να συνεχίσει. «Όλη η Πέτρα το έμαθε;» Αν το ήξερε η Μουαραίν...

Ο Γκαούλ κούνησε το κεφάλι. «Ο Ραντ αλ'Θόρ με πήρε κατά μέρος για να μου μιλήσει και μου ζήτησε να μην το πω σε κανέναν. Νομίζω ότι μίλησε και με άλλους, αλλά δεν ξέρω πόσοι θα θέλουν να έρθουν μαζί σου. Είναι καιρός που είμαστε σ’ αυτή τη μεριά του Δρακοτείχους και πολλοί νοσταλγούν την Τρίπτυχη Γη».

«Να έρθουν μαζί μου;» Ο Πέριν σάστισε. Αν είχε Αελίτες μαζί του... Υπήρχαν πιθανότητες που πριν δεν είχε τολμήσει να τις σκεφτεί. «Σας ζήτησε ο Ραντ να έρθετε μαζί μου; Στους Δύο Ποταμούς;»

Ο Γκαούλ κούνησε πάλι το κεφάλι. «Είπε μόνο ότι θα πας και ότι υπάρχουν άνθρωπου που θα ήθελαν να σε σκοτώσουν. Εγώ όμως θέλω να σε συνοδεύσω, αν το επιθυμείς».

«Αν το επιθυμώ;» Ο Πέριν παραλίγο να γελάσει. «Το επιθυμώ. Σε λίγες ώρες θα είμαστε στις Οδούς».

«Στις Οδούς;» Η έκφραση του Γκαούλ δεν άλλαξε, όμως τα μάτια του πετάρισαν.

«Αλλάζει τίποτα αυτό;»

«Ο θάνατος έρχεται σε όλους τους ανθρώπους, Πέριν». Αυτή δεν ήταν μια απάντηση που ενέπνεε σιγουριά.


«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Ραντ είναι τόσο άσπλαχνος», είπε η Εγκουέν. «Τουλάχιστον δεν προσπάθησε να σε εμποδίσει», πρόσθεσε η Νυνάβε. Κάθονταν στο κρεβάτι της Νυνάβε και μοίραζαν το χρυσάφι που τους είχε φέρει η Μουαραίν. Τέσσερα χοντρά πουγκιά η καθεμιά, που θα τα μετέφεραν σε τσέπες ραμμένες κάτω από τα φουστάνια της Ηλαίην και της Νυνάβε, καθώς και άλλο ένα η καθεμιά, όχι τόσο μεγάλο ώστε να τραβά την προσοχή, που θα το είχαν στη ζώνη τους. Η Εγκουέν είχε πάρει το μικρότερο ποσό, αφού στην Ερημιά δεν θα είχε τόση ανάγκη το χρυσάφι.

Η Ηλαίην κοίταξε συνοφρυωμένη τα δύο δεματάκια και το δερμάτινο σακούλι που ήταν ακουμπισμένα πλάι στην πόρτα. Εκεί ήταν όλα της τα ρούχα, καθώς και άλλα πράγματα. Ένα μαχαίρι στη θήκη του και πιρούνι, βούρτσα μαλλιών και χτένα, βελόνες, καρφίτσες, κλωστή, δαχτυλήθρα, ψαλίδι. Ένα κουτί με ίσκα και τσακμακόπετρα, δεύτερο μαχαίρι, μικρότερο από το άλλο, στη ζώνη της. Σαπούνι, σκόνη μπάνιου και... Θα ήταν γελοίο να ανατρέξει πάλι στον κατάλογο. Ήταν έτοιμη να φύγει. Τίποτα δεν την κρατούσε.

«Όχι, δεν είναι». Η Ηλαίην ένιωσε περήφανη που η φωνή της έδειχνε τόση αταραξία και αυτοσυγκέντρωση. Φάνηκε ανακουφισμένος! Ανακουφισμένος! Κι αναγκάστηκα να του δώσω το γράμμα, να τον ανοίξω την καρδιά μου, σαν χαζή. Τουλάχιστον θα το ανοίξει μόνο μετά την αναχώρηση μου. Τινάχτηκε όταν ένιωσε τη Νυνάβε να της αγγίζει το μπράτσο.

«Ήθελες να σου ζητήσει να μείνεις; Ξέρεις τι απάντηση θα του έδινες τότε. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;»

Η Ηλαίην έσφιξε τα χείλη. «Φυσικά και το ξέρω. Μα δεν ήταν ανάγκη να φαίνεται κι ευχαριστημένος από πάνω». Η φράση της ξέφυγε, δεν σκόπευε να την πει.

Η Νυνάβε την κοίταξε με κατανόηση. «Οι άντρες είναι δύσκολοι, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση».

«Ακόμα δεν πιστεύω ότι θα ήταν τόσο... τόσο...» άρχισε να λέει η Εγκουέν θυμωμένη. Η Ηλαίην δεν έμαθε τι σκόπευε να πει, επειδή εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε διάπλατα τόσο δυνατά, που αναπήδησε στον τοίχο.

Η Ηλαίην αγκάλιασε το σαϊντάρ πριν ακόμα σταματήσει η σύσπαση του προσώπου της και ύστερα ένιωσε για μια στιγμή αμήχανη, όταν το πορτόφυλλο, μετά το αναπήδημα, χτύπησε το απλωμένο χέρι του Λαν. Μια στιγμή αργότερα αποφάσισε να κρατήσει λίγο ακόμα την Πηγή. Ο Πρόμαχος γέμιζε όλη την πόρτα με τους τεράστιους ώμους του, με πρόσωπο που θύμιζε καταιγίδα· αν τα γαλάζια μάτια του μπορούσαν στ' αλήθεια να πετάξουν τους κεραυνούς, όπως απειλούσαν να κάνουν, θα είχαν κάψει τη Νυνάβε. Η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλλε και την Εγκουέν επίσης, χωρίς να σβήσει.

Ο Λαν δεν φαινόταν να βλέπει καμία άλλη εκτός από τη Νυνάβε. «Με άφησες να πιστεύω ότι θα γυρνούσες στην Ταρ Βάλον», είπε βραχνά.

«Μπορεί εσύ να το πίστεψες», είπε αυτή γαλήνια, «αλλά εγώ ποτέ δεν το είπα».

«Ποτέ δεν το είπες; Ποτέ δεν το είπες! Είπες ότι θα έφευγες σήμερα και πάντα συσχέτιζες την αναχώρησή σου με εκείνες τις Σκοτεινόφιλες, που στέλνονται στην Ταρ Βάλον. Πάντα! Τι ήθελες να σκεφτώ;»

«Μα ποτέ δεν είπα —»

«Μα το Φως, γυναίκα!» βρυχήθηκε αυτός. «Μην παίζεις με τις λέξεις μαζί μου!»

Η Ηλαίην αντάλλαξε μια ανήσυχη ματιά με την Εγκουέν. Αυτός ο άνθρωπος είχε σιδερένιο αυτοέλεγχο, αλλά τώρα είχε φτάσει στο σημείο θραύσης. Η Νυνάβε συχνά άφηνε τα αισθήματά της να μαίνονται, όμως τώρα τον αντιμετώπιζε ψύχραιμα, με το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα γαλήνιο και τα χέρια ακίνητα πάνω στην πράσινη, μεταξωτή φούστα της.

Ο Λαν πάλεψε και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. Τώρα το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι πάλι σμιλεμένο σε πέτρα, έδειχνε κύριος του εαυτού του ― και η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι όλα αυτά βρίσκονταν στην επιφάνεια. «Δεν θα μάθαινα πού πας, αν δεν είχα ακούσει ότι ζήτησες άμαξα για να σε πάει σε ένα πλοίο που ξεκινά για το Τάντσικο. Δεν ξέρω γιατί η Άμερλιν σας επέτρεψε να φύγετε από τον Πύργο, γιατί η Μουαραίν σας ανέμιξε στην ανάκριση των Μαύρων αδελφών, αλλά είστε Αποδεχθείσες. Αποδεχθείσες, όχι Άες Σεντάι. Το Τάντσικο τώρα δεν είναι μέρος για καμία σας, παρά μόνο αν ήσασταν κανονικές Άες Σεντάι, με έναν Πρόμαχο να σας φυλά τα νώτα. Δεν θα σε αφήσω να μπλεχτείς εκεί!»

«Έτσι λοιπόν», είπε ανάλαφρα η Νυνάβε. «Αμφισβητείς τις αποφάσεις της Μουαραίν κι επίσης της Έδρας της Άμερλιν. Ίσως παρεξήγησα τους Προμάχους. Νόμιζα πως ορκίζεστε ότι, μεταξύ άλλων, θα αποδέχεστε και θα υπακούτε. Λαν, καταλαβαίνω την έγνοια σου και είμαι ευγνώμων —κάτι παραπάνω από ευγνώμων — όμως όλοι έχουμε δουλειές να κάνουμε. Εμείς θα φύγουμε· εσύ πρέπει να αποδεχθείς αυτό το γεγονός».

«Γιατί; Για το όνομα του Φωτός, πες μου τουλάχιστον γιατί! Στο Τάντσικο!»

«Αν δεν σου είπε η Μουαραίν», είπε μαλακά η Νυνάβε, «ίσως έχει τους λόγους της. Πρέπει να κάνουμε τις δουλειές μας, όπως κι εσύ πρέπει να κάνεις τις δικές σου».

Ο Λαν φάνηκε να τρέμει —πραγματικά να τρέμει!― και έσφιξε το σαγόνι του θυμωμένα. Όταν μίλησε, για έναν παράξενο λόγο ήταν διστακτικός. «Θα χρειαστείς κάποιον να σε βοηθήσει στο Τάντσικο. Κάποιον να προλάβει έναν κλέφτη Ταραμπονέζο στο δρόμο, πριν σου καρφώσει το μαχαίρι στο πλευρό για να σου πάρει το πουγκί. Το Τάντσικο ήταν τέτοιου είδους πόλη πριν ακόμα αρχίσει ο πόλεμος και απ' ό,τι ακούω, τώρα έχει χειροτερέψει. Θα μπορούσα... θα μπορούσα να σε προστατεύσω, Νυνάβε».

Τα φρύδια της Ηλαίην υψώθηκαν απότομα. Δεν μπορεί να πρότεινε... Δεν υπήρχε περίπτωση.

Η Νυνάβε δεν έδειξε με κανέναν τρόπο ότι ο Λαν είχε πει κάτι που ξέφευγε από τα συνηθισμένα. «Η θέση σου είναι πλάι στη Μουαραίν».

«Στη Μουαραίν». Το σκληρό πρόσωπο του Προμάχου είχε γεμίσει στάλες ιδρώτα· πάλεψε με τις λέξεις. «Μπορώ... πρέπει... Νυνάβε, εγώ... εγώ...»

«Θα μείνεις με τη Μουαραίν», είπε κοφτά η Νυνάβε, «μέχρι να σε απελευθερώσει από το δεσμό σου. Θα κάνεις ό,τι σου λέω». Έβγαλε ένα προσεκτικά διπλωμένο χαρτί από το θύλακό της και του το έχωσε στα χέρια. Εκείνος συνοφρυώθηκε, το διάβασε, έπαιξε τα μάτια και το ξαναδιάβασε.

Η Ηλαίην ήξερε τι έγραφε.

Αυτό που κάνει η κομίζουσα, το κάνει κατόπιν εντολής μου και με δίκη μου εξουσία. Υπάκουσε και σιώπησε, κατά διαταγή μου.

Σιουάν Σάντσε

Φύλακας των Σφραγίδων

Φλόγα της Ταρ Βάλον

Η Έδρα της Άμερλιν

Ένα παρόμοιο χαρτί ήταν στο θύλακο της Εγκουέν, αν και δεν ήξεραν σε τι θα τις βοηθούσε εκεί που πήγαιναν.

«Μα αυτό σου επιτρέπει να κάνεις ό,τι θελήσεις», διαμαρτυρήθηκε ο Λαν. «Μπορείς να μιλάς εν ονόματι της Άμερλιν. Γιατί το έδωσε σε μια Αποδεχθείσα;»

«Μην κάνεις ερωτήσεις που δεν μπορώ να απαντήσω», είπε η Νυνάβε. «Να ξέρεις μόνο ότι είσαι τυχερός που δεν σε αναγκάζω να χορέψεις», πρόσθεσε έτοιμη να χαμογελάσει.

Η Ηλαίην κατάπιε και το δικό της χαμόγελο. Από την Εγκουέν ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος γέλιου. Αυτό είχε πει η Νυνάβε όταν η Άμερλιν τους είχε πρωτοδώσει τις επιστολές. Μ' αυτό θα μπορούσα να βάλω έναν Πρόμαχο να χορέψει. Δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ποιον Πρόμαχο εννοούσε.

«Έτσι, ε; Εύκολα με ξεφορτώνεσαι. Ο δεσμός μου και οι όρκοι μου. Αυτό το γράμμα». Μια επικίνδυνη λάμψη είχε φανεί στα μάτια του Λαν και η Νυνάβε δεν φαινόταν να την έχει προσέξει, καθώς έπαιρνε το γράμμα και το έχωνε ξανά στο θύλακο στη ζώνη της.

«Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, αλ'Λάν Μαντράγκοραν. Θα κάνουμε αυτό που πρέπει, όπως κι εσύ».

«Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, Νυνάβε αλ'Μεάρα; Εγώ έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου;» Ο Λαν κινήθηκε τόσο γρήγορα προς τη Νυνάβε, που η Ηλαίην παραλίγο να τον τυλίξει σε ροές Αέρα πριν το σκεφτεί. Τη μια στιγμή η Νυνάβε στεκόταν εκεί, μόλις προλαβαίνοντας να κοιτάξει χάσκοντας τον ψηλό άντρα που χιμούσε πάνω της· την άλλη στιγμή τα παπούτσια της αιωρούνταν πάνω από το πάτωμα, καθώς εκείνος την είχε σηκώσει και τη φιλούσε φλογερά. Στην αρχή τον κλώτσησε στα καλάμια, τον σφυροκόπησε με τις γροθιές της και άφησε έξαλλους, οργισμένους ήχους διαμαρτυρίας. Μετά, όμως, το κλωτσοκόπημά της βράδυνε και έπαψε, και του κρατούσε τους ώμους και δεν διαμαρτυρόταν καθόλου.

Η Εγκουέν χαμήλωσε το βλέμμα από αμηχανία, αλλά η Ηλαίην έμεινε να παρατηρεί με ενδιαφέρον. Έτσι έδειχνε κι αυτή, όταν ο Ραντ... Όχι! Δεν πρόκειται να τον σκεφτώ. Αναρωτήθηκε αν είχε χρόνο να του γράψει άλλο ένα γράμμα, με το οποίο θα έπαιρνε πίσω ό,τι έλεγε στο πρώτο και θα τον πληροφορούσε ότι δεν μπορούσε να παίζει μαζί της. Αλλά ήθελε να τα πει αυτά;

Ύστερα από λίγο, ο Λαν άφησε τη Νυνάβε. Εκείνη ταλαντεύτηκε λιγάκι καθώς ίσιωνε το φόρεμά της και έσιαζε τα μαλλιά της με φούρια. «Δεν έχεις δικαίωμα...» άρχισε να του λέει ξέπνοα και ύστερα σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. «Δεν ανέχομαι να με τσουβαλιάζουν έτσι και να με βλέπει όλος ο κόσμος. Δεν το ανέχομαι!»

«Όχι όλος ο κόσμος», αποκρίθηκε ο Λαν. «Αλλά αφού είδαν, ας ακούσουν τώρα. Έχεις φτιάξει ένα μέρος στην καρδιά μου, εκεί που νόμιζα ότι δεν χωρά τίποτα άλλο. Έκανες λουλούδια να φυτρώσουν εκεί που καλλιεργούσα σκόνη και πέτρες. Αυτό να το θυμάσαι στο ταξίδι που επιμένεις να κάνεις. Αν πεθάνεις, δεν θα ζήσω πολύ μετά». Χάρισε στη Νυνάβε ένα από τα σπάνια χαμόγελά του. Μπορεί να μη μαλάκωνε το πρόσωπό του, αλλά το έκανε λιγότερο σκληρό. «Και επίσης μην ξεχνάς ότι δεν με προστάζουν πάντα τόσο εύκολα, ακόμα και με γράμματα από την Άμερλιν». Υποκλίθηκε κομψά· για μια στιγμή η Ηλαίην πίστεψε ότι θα γονάτιζε για να φιλήσει το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού της Νυνάβε. «Όπως προστάζεις», μουρμούρισε ο Λαν, «έτσι θα υπακούσω». Δεν μπορούσε να πει αν ο Λαν το εννοούσε χλευαστικά ή όχι.

Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω του, η Νυνάβε σωριάστηκε στο κρεβάτι, σαν να είχαν λυγίσει επιτέλους τα γόνατά της. Έμεινε να ατενίζει το πάτωμα συνοφρυωμένη, μ' ένα στοχαστικό βλέμμα.

«“Και το πιο δειλό σκυλί αν κεντρίζεις συχνά”», παρέθεσε η Ηλαίην, «“κάποτε θα σε δαγκώσει”. Όχι ότι ο Λαν είναι δειλός». Η Νυνάβε της έριξε μια άγρια ματιά και κλαψούρισε.

«Είναι ανυπόφορος», είπε η Εγκουέν, «μερικές φορές. Νυνάβε, γιατί το έκανες αυτό; Ήταν έτοιμος να έρθει μαζί σου. Ξέρω ότι αυτό που θέλεις πάνω απ' όλα είναι να τον απελευθερώσεις από τη Μουαραίν. Μην το αρνηθείς».

Η Νυνάβε δεν το αρνήθηκε. Αντίθετα, άρχισε να καταγίνεται με τα φορέματά της και να ισιώνει το κάλυμμα του κρεβατιού. «Όχι μ' αυτό τον τρόπο», είπε τελικά. «Θέλω να γίνει δικός μου. Ολόκληρος. Δεν θέλω να θυμάται συνεχώς ότι πάτησε τον όρκο του στη Μουαραίν. Δεν θέλω να μπει αυτό ανάμεσά μας. Τόσο γι' αυτόν, όσο και για μένα».

«Μα θα είναι διαφορετικό αν τον κάνεις να ζητήσει από τη Μουαραίν να τον απαλλάξει από το δεσμό του;» ρώτησε η Εγκουέν. «Ο Λαν είναι από τους ανθρώπους που δεν θα έβλεπαν διαφορά ανάμεσα στα δύο. Το μόνο που μένει είναι να την κάνουμε με κάποιον τρόπο να τον απελευθερώσει με δική της πρωτοβουλία. Πώς μπορείς να το καταφέρεις αυτό;»

«Δεν ξέρω». Η Νυνάβε μίλησε με πιο σταθερή φωνή. «Όμως αυτό που πρέπει να γίνει, μπορεί να γίνει. Πάντα βρίσκεται τρόπος. Αυτό δεν είναι του παρόντος. Έχουμε να κάνουμε δουλειά και σκάμε για τους άντρες. Εγκουέν, είσαι σίγουρη ότι έχεις πάρει ό,τι θα χρειαστείς στην Ερημιά;»

«Η Αβιέντα τα ετοιμάζει όλα», είπε η Εγκουέν. «Μπορεί ακόμα να μη δείχνει χαρούμενη, αλλά λέει ότι μπορούμε να φτάσουμε στο Ρουίντιαν σε ένα μήνα, αν είμαστε τυχερές. Εσείς, στο μεταξύ, θα έχετε φτάσει στο Τάντσικο».

«Ίσως και νωρίτερα», της είπε η Ηλαίην, «αν είναι αλήθεια όσα λένε για τους Θαλασσινούς. Θα προσέχεις, Εγκουέν; Ακόμα και με την Αβιέντα για οδηγό, η Ερημιά δεν είναι ασφαλής».

«Θα προσέχω. Να προσέχετε κι εσείς. Το Τάντσικο αυτή τη στιγμή δεν είναι πιο ασφαλές από την Ερημιά».

Ξαφνικά βρέθηκαν αγκαλιασμένες κι οι τρεις, να λένε και να ξαναλένε η μια στην άλλη να προσέχει, να επαναλαμβάνουν για σιγουριά το χρονοδιάγραμμα για τη συνάντηση στην Πέτρα του Τελ'αράν'ριοντ.

Η Ηλαίην σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Καλύτερα που έφυγε ο Λαν». Γέλασε μ' ένα ρίγος. «Θα μας περνούσε για ανόητες».

«Όχι, κάθε άλλο», είπε η Νυνάβε σηκώνοντας ψηλά τη φούστα της για να βάλει στην τσέπη ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι. «Μπορεί να είναι άντρας, αλλά δεν είναι εντελώς βλάκας».

Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι σίγουρα προλάβαινε να βρει χαρτί και πένα μέχρι να φτάσει στην άμαξα. Θα έβρισκε το χρόνο. Η Νυνάβε είχε δίκιο. Οι άντρες χρειάζονται αυστηρότητα. Ο Ραντ θα μάθαινε ότι δεν μπορούσε να της ξεφύγει τόσο εύκολα. Και δεν θα ξαναποκτούσε εύκολα την εύνοιά της, ο άθλιος.

Загрузка...