32 Ερωτήσεις Που Πρέπει Να Γίνουν

«Σε λίγο θα πρέπει να ξεκινήσουμε για το Λόφο της Σκοπιάς», ανακοίνωσε η Βέριν το επόμενο πρωί, όταν η αυγή μόλις είχε πάρει να ροδίζει τον ουρανό, «γι' αυτό μη χασομεράτε». Ο Πέριν, που έτρωγε κρύο πόριτζ, οήκωσε τα μάτια και αντάμωσε ένα αταλάντευτο βλέμμα· η Άες Σεντάι δεν σήκωνε κουβέντα. «Μη νομίζεις ότι θα σε βοηθήσω να κάνεις τίποτα ανόητο. Βλέπω τι κατεργαράκος είσαι. Σε μένα δεν περνούν αυτά», συνέχισε σκεφτική ύστερα από λίγο.

Ο Ταμ και ο Άμπελ κοντοστάθηκαν με το κουτάλι κοντά στο στόμα κι αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές· προφανώς, ως τώρα έπαιρναν αυτοί το δρόμο τους και οι Άες Σεντάι το δικό τους; Ύστερα από λίγο συνέχισαν να τρώνε, σμίγοντας τα φρύδια συλλογισμένα. Αν είχαν αντιρρήσεις, δεν τις ανέφεραν. Ο Τόμας, πάντως, που είχε ήδη καταχωνιάσει το μανδύα Προμάχου στα σακίδιά του, τους κοίταξε —όπως και τον Πέριν― με σκληρό βλέμμα, σαν να περίμενε αντιρρήσεις και να ήταν έτοιμος να τις καταπνίξει. Οι Πρόμαχοι έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να γίνει αυτό που ήθελε η Άες Σεντάι τους.

Σίγουρα η Βέριν ήθελε να ανακατευτεί στις δουλειές τους, φυσικά —έτσι έκαναν πάντα οι Άες Σεντάι― αλλά ο Πέριν προτιμούσε να την έχει μπροστά στα μάτια του, παρά πίσω από την πλάτη του. Ήταν σχεδόν αδύνατο να αποφύγεις κάθε ανάμιξη με τις Άες Σεντάι, όταν ήθελαν να χώσουν τη μύτη τους· ο μόνος τρόπος ήταν να τις εκμεταλλευτείς ενόσω σε εκμεταλλεύονταν, να τις παρακολουθείς και να είσαι έτοιμος να το σκάσεις, αν αποφάσιζαν να σε ρίξουν σε τρύπα λαγού σαν νυφίτσα, όπως ήταν ένας τρόπος κυνηγιού. Καμιά φορά, η τρύπα του λαγού ήταν φωλιά ασβού, κάτι που δεν ήταν καθόλου ευχάριστο για τη νυφίτσα.

«Μετά χαράς να έρθεις κι εσύ», είπε στην Αλάνα, όμως εκείνη του έριξε μια παγωμένη ματιά, που τον έκανε να μαρμαρώσει επιτόπου. Δεν είχε καταδεχτεί το πόριτζ και στεκόταν σε ένα από τα σαβανωμένα με κληματσίδες παράθυρα, κοιτάζοντας μέσα από τη σίτα που σχημάτιζαν οι φυλλωσιές.

Δεν ήξερε αν της είχαν αρέσει τα σχέδιά του για την αποστολή αναγνώρισης. Ήταν σχεδόν αδύνατο να διαβάσεις την έκφρασή της. Οι Άες Σεντάι υποτίθεται ότι ήταν η προσωποποίηση της αταραξίας και το ίδιο συνέβαινε με την Αλάνα, όμως μερικές φορές ξεσπούσε με φλογερά νεύρα ή απροσδόκητο χιούμορ εκεί που δεν το περίμενες, σαν αστραπή που τη μια στιγμή κροτάλιζε και την επομένη είχε χαθεί. Μερικές φορές τον κοίταζε με έναν τρόπο που, αν δεν ήταν Άες Σεντάι, ο Πέριν θα πίστευε ότι τον θαύμαζε. Άλλες φορές του φαινόταν ότι τον έβλεπε σαν πολύπλοκο μηχανισμό, που ήθελε να τον αποσυναρμολογήσει για να καταλάβει πώς λειτουργούσε. Ακόμα και η Βέριν ήταν προτιμότερη· συνήθως ήταν απλώς αδύνατο να την καταλάβεις. Μπορεί ώρες-ώρες να τον τάραζε αυτό, τουλάχιστον όμως δεν ήταν αναγκασμένος να αναρωτιέται αν ήξερε πώς μπαίνουν τα κομμάτια μαζί.

Μακάρι να μπορούσε να κάνει τη Φάιλε να μείνει εκεί ― όχι ότι ήθελε να την αφήσει πίσω, απλώς την προστάτευε από Λευκομανδίτες― αλλά εκείνη είχε πάρει μια πεισματάρικη έκφραση και τα γερτά μάτια της είχαν ένα επικίνδυνο φως. «Ανυπομονώ να δω τα μέρη σου. Ο πατέρας μου έχει πρόβατα». Ο τόνος της ήταν αποφασισμένος· θα έμενε εκεί μόνο αν την έδενε.

Παραλίγο να το σκεφτεί σοβαρά. Αλλά ο κίνδυνος από τους Λευκομανδίτες σίγουρα δεν θα ήταν τόσο μεγάλος· σήμερα ο Πέριν σκόπευε απλώς να ρίξει μια ματιά. «Νόμιζα ότι ήταν έμπορος», της είπε.

«Έχει και πρόβατα». Κόκκινα στίγματα άνθισαν στα μάγουλα της· μπορεί ο πατέρας της να ήταν φτωχός, να μην ήταν καν έμπορος. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί η Φάιλε ήθελε να υποκρίνεται πως δεν ήταν έτσι, αλλά αφού αυτό ήθελε, δεν θα τη σταματούσε. Πάντως, ασχέτως του αν ένιωθε ντροπή ή όχι, το πείσμα της δεν υποχωρούσε.

Αυτός θυμήθηκε τη μέθοδο του αφέντη Κώθον. «Δεν ξέρω τι θα δεις. Σε κάποιες φάρμες μπορεί να κουρεύουν τα πρόβατα. Μάλλον δεν είναι διαφορετικά απ' αυτά που κάνει ο πατέρας σου. Όπως και να έχει, θα χαρώ να είμαστε παρέα». Η έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό της Φάιλε, όταν κατάλαβε ότι ο Πέριν δεν θα της έφερνε αντιρρήσεις, άξιζε την ανησυχία που ένιωθε μέσα του επειδή θα ερχόταν μαζί του. Σαν να τα έλεγε σωστά ο Άμπελ.

Ο Λόιαλ ήταν άλλη υπόθεση.

«Μα θέλω να έρθω», διαμαρτυρήθηκε ο Ογκιρανός, όταν του είπε ότι δεν μπορούσε να πάει. «Θέλω να βοηθήσω, Πέριν».

«Θα είσαι σαν τη μύγα μες στο γάλα, αφέντη Λόιαλ», είπε ο Άμπελ. «Θέλουμε όσο γίνεται να αποφύγουμε να τραβήξουμε την προσοχή», πρόσθεσε ο Ταμ. Τα αφτιά του Λόιαλ κρέμασαν μελαγχολικά.

Ο Πέριν τον πήρε κατά μέρος, όσο πιο μακριά από τους άλλους γινόταν στο δωμάτιο. Τα πυκνά μαλλιά του Λόιαλ άγγιζαν τα δοκάρια της στέγης και ο Πέριν του έκανε νόημα να σκύψει. Ο Πέριν χαμογέλασε, σαν να ήθελε να τον μαλακώσει. Έλπισε να πίστευαν αυτό ακριβώς οι υπόλοιποι.

«Θέλω να έχεις το νου σου στην Αλάνα», είπε σχεδόν ψιθυριστά. Ο Λόιαλ τινάχτηκε και ο Πέριν έπιασε τον Ογκιρανό από το μανίκι, συνεχίζοντας να χαμογελά σαν βλάκας. «Χαμογέλα, Λόιαλ. Δεν μιλάμε για τίποτα σημαντικό, έτσι δεν είναι;» Ο Ογκιρανός κατάφερε να σκάσει ένα δειλό χαμόγελο. Από το τίποτα, καλό ήταν κι αυτό. «Οι Άες Σεντάι κάνουν ό,τι κάνουν για τους δικούς τους λόγους, Λόιαλ». Που μπορεί να ήταν αυτό που περίμενες λιγότερο απ' όλα, ή να μην είχε καμία σχέση με ό,τι πίστευες. «Ποιος ξέρει τι μπορεί να σκεφτεί; Με περίμεναν αρκετές εκπλήξεις από τότε που σηκώθηκα να έρθω σπίτι και δεν θέλω άλλες. Δεν περιμένω να τη σταματήσεις, μόνο να προσέξεις οτιδήποτε ασυνήθιστο».

«Σ' ευχαριστώ γι' αυτό», μουρμούρισε πικρόχολα ο Λόιαλ, ενώ τα αφτιά του τινάζονταν. «Δεν πιστεύεις ότι θα ήταν καλύτερα να αφήσεις τις Άες Σεντάι να κάνουν ό,τι θέλουν;» Γι' αυτόν δεν ήταν δύσκολο να πει κάτι τέτοιο· οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν σε στέντιγκ Ογκιρανών. Ο Πέριν απλώς έμεινε να τον κοιτάζει και ύστερα από λίγο ο Ογκιρανός αναστέναξε. «Μάλλον όχι. Πολύ καλά, λοιπόν. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έχει... ενδιαφέρον να είναι κανείς κοντά σου». Ίσιωσε το σώμα του, έτριψε με το χοντρό του δάχτυλο την περιοχή κάτω από τη μύτη του και μίλησε στους άλλους. «Μάλλον θα τραβώ τα βλέμματα. Τέλος πάντων, θα έχω λίγο χρόνο να δουλέψω τις σημειώσεις μου. Μέρες έχω να ασχοληθώ με το βιβλίο μου».

Η Βέριν και η Αλάνα αντάλλαξαν μια δυσανάγνωστη ματιά και ύστερα γύρισαν και κάρφωσαν τον Πέριν με τα μάτια. Δεν υπήρχε ο παραμικρός τρόπος να καταλάβεις τι σκέφτονταν.

Τα ζώα φόρτου φυσικά έπρεπε να τα αφήσουν πίσω. Σίγουρα θα προκαλούσαν σχόλια, κουβέντες για μεγάλα ταξίδια· ακόμα και όταν όλα πήγαιναν καλά, κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν ταξίδευε μακριά από το σπίτι του. Η Αλάνα είχε ένα ικανοποιημένο, αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο καθώς τους παρακολουθούσε να σελώνουν τα άλογά τους, πιστεύοντας, χωρίς αμφιβολία, ότι τα ζώα και τα καλαμοκάλαθα τον έδεναν σε εκείνο το παλιό αναρρωτήριο, στην ίδια και τη Βέριν. Την περίμενε μια έκπληξη, αν η κατάσταση εξελισσόταν έτσι. Από τότε που είχε φύγει από την πατρίδα του, τα είχε βγάλει πέρα πολλές φορές με μόνα εφόδια ό,τι είχε στη σέλα του. Για την ακρίβεια, τα είχε βγάλει πέρα με ό,τι είχε στο θύλακο της ζώνης του και στις τσέπες του σακακιού του.

Έσφιξε την ίγγλα του Γοργοπόδη, μετά ορθώθηκε και τινάχτηκε απότομα. Η Βέριν τον παρακολουθούσε με μια έκφραση κατανόησης, καθόλου αόριστη, σαν να ήξερε τι σκεφτόταν ο Πέριν και αυτό να τη διασκέδαζε. Ήταν ήδη άσχημο που έκανε το ίδιο πράγμα η Φάιλε, αλλά από μια Άες Σεντάι ήταν εκατό φορές χειρότερο. Φαινόταν, όμως, να την μπερδεύει το σφυρί που είχε δέσει ο Πέριν με την κουβέρτα και τα σακίδια της σέλας του. Χάρηκε που υπήρχε κάτι που την μπέρδευε. Από την άλλη μεριά, όμως, θα προτιμούσε να μην της κινεί το ενδιαφέρον. Τι το συναρπαστικό μπορεί να έβρισκε σ' ένα σφυρί μια Άες Σεντάι;

Μιας και είχαν να σελώσουν μόνο τα άλογα που θα ίππευαν, δεν άργησαν να ετοιμαστούν. Η Βέριν είχε ένα καφέ μουνούχι δίχως τίποτα το ιδιαίτερο, που σε ένα αγύμναστο μάτι ήταν απλό κι ασήμαντο όσο και τα ρούχα της, όμως είχε φαρδύ στέρνο και γερά καπούλια, το οποίο σήμαινε ότι είχε την ίδια αντοχή με τον ψαρή του Πρόμαχου, που ήταν ψηλός και λεπτός με φλόγα στα μάτια. Ο Γοργοπόδης ρουθούνισε προς τον άλλο επιβήτορα, ώσπου ο Πέριν του χάιδεψε το λαιμό. Το γκρίζο άλογο ήταν πιο πειθαρχημένο ― και εξίσου ετοιμοπόλεμο. Ο Πρόμαχος κουμαντάριζε το άλογό του τόσο με τα χαλινάρια όσο και με τα γόνατά του, και οι δύο έμοιαζαν να είναι ένα.

Ο αφέντης Κώθον κοίταζε με ενδιαφέρον το άλογο του Τόμας —σ' αυτά τα μέρη, ο κόσμος δεν έβλεπε συχνά άλογα γυμνασμένα για πόλεμο― όμως το άλογο της Βέριν κέρδισε το επιδοκιμαστικό βλέμμα του από την πρώτη στιγμή. Ο Άμπελ ήταν από τους καλύτερους κριτές αλόγων στους Δύο Ποταμούς. Σίγουρα αυτός είχε διαλέξει τα άλογα με το τραχύ τρίχωμα, τα οποία καβαλούσαν αυτός και ο αφέντης αλ'Θόρ· δεν ήταν τόσο ψηλά όσο τα άλλα άλογα, όμως ήταν δυνατά και είχαν δρασκέλισμα που έδειχνε ταχύτητα και αντοχή.

Οι τρεις Αελίτες προχώρησαν μπροστά όταν η ομάδα ξεκίνησε προς το βορρά, με μεγάλα βήματα, που γρήγορα τους βοήθησαν να χαθούν στο δάσος, ενώ οι σκιές του πρωινού ήταν έντονες και μακριές στη λαμπρότητα της ανατολής. Αραιά και πού φαίνονταν φευγαλέα κάτι γκρίζα και καφετιά χρώματα ανάμεσα στα δέντρα, μάλλον σκοπίμως, για να δείχνουν στους άλλους πού βρίσκονταν. Ο Ταμ και ο Άμπελ ήταν επικεφαλής, με τα τόξα στα ψηλά μπροστάρια των σελών τους, ο Πέριν και η Φάιλε έρχονταν από πίσω και η Βέριν με τον Τόμας αποτελούσαν την οπισθοφυλακή.

Ο Πέριν δεν ένιωθε ευχάριστα με το βλέμμα της Βέριν στη ράχη του. Το ένιωθε καρφωμένο ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Αναρωτήθηκε αν η Βέριν ήξερε για τους λύκους. Να μια στενόχωρη σκέψη. Υποτίθεται ότι οι Καφέ αδελφές ήξεραν πράγματα που αγνοούσαν τα υπόλοιπα Άτζα, είχαν γνώσεις ξεχασμένες, αρχαίες. Ίσως να ήξερε κι αυτό, πώς ο Πέριν μπορούσε να μη χάσει τον εαυτό του, να μη χάσει στους λύκους το ανθρώπινο στοιχείο του. Αν δεν έβρισκε τον Ιλάυας Ματσίρα, ίσως η Βέριν να ήταν η μόνη του ελπίδα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να την εμπιστευτεί. Ό,τι κι αν ήξερε η Βέριν, μάλλον θα το χρησιμοποιούσε, σίγουρα για να βοηθήσει το Λευκό Πύργο, πιθανότατα για να βοηθήσει τον Ραντ. Το άσχημο ήταν ότι, βοηθώντας τον Ραντ, δεν σήμαινε ότι το αποτέλεσμα θα ήταν αυτό που ήθελε ο Πέριν τώρα. Όλα θα ήταν απλούστατα χωρίς τις Άες Σεντάι.

Προχωρούσαν μέσα στη σιωπή, με εξαίρεση τους ήχους του δάσους ― τους σκίουρους, τους δρυοκολάπτες και κάποια αραιά κελαηδίσματα. Κάποια στιγμή η Φάιλε κοίταξε πίσω. «Δεν θα σε πειράξει», του είπε και ο απαλός τόνος της ερχόταν σε αντίθεση με τη φλόγα στα μαύρα μάτια της.

Ο Πέριν βλεφάρισε. Η Φάιλε σκόπευε να τον προστατεύσει. Από τις Άες Σεντάι. Δεν θα την καταλάβαινε ποτέ, δεν ήξερε τι να περιμένει απ' αυτήν. Η Φάιλε τον μπέρδευε όσο και οι Άες Σεντάι.

Βγήκαν από το Δυτικό Δάσος περίπου τέσσερα ή πέντε μίλια βόρεια του Πεδίου του Έμοντ, ενώ ο ήλιος είχε ξεπροβάλει ένα δάχτυλο πάνω από τα δέντρα στα ανατολικά. Υπήρχαν σκόρπιες συστάδες δέντρων ανάμεσα στο σημείο που βρίσκονταν τώρα και στο κοντινότερα περιφραγμένα χωράφια, που είχαν κριθάρι, βρώμη, ταμπάκ και ψηλό χορτάρι για σανό. Για έναν παράξενο λόγο δεν φαινόταν κανείς και δεν υψώνονταν καπνοί από τις καμινάδες των αγροικιών πέρα από τα χωράφια. Ο Πέριν ήξερε τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, ήταν οι αλ'Λόρα σε δύο σπίτια και οι Μπαρτσίρ στα υπόλοιπα. Εργατικοί άνθρωποι. Αν υπήρχε κόσμος σε εκείνα τα σπίτια, θα είχαν αρχίσει από πολλή ώρα τις δουλειές τους. Ο Γκαούλ του κούνησε το χέρι από την άκρη μιας συστάδας και ύστερα χάθηκε στα δέντρα.

Ο Πέριν πλησίασε με τον Γοργοπόδη τον Ταμ και τον Άμπελ. «Μήπως πρέπει να κρυβόμαστε όσο γίνεται; Έξι καβαλάρηδες δεν περνούν απαρατήρητοι». Αυτοί συνέχισαν με τα άλογα σε ήρεμο βηματισμό.

«Δεν είναι τόσο πολλοί εδώ για να μας προσέξουν, παλικάρι μου», αποκρίθηκε ο αφέντης αλ'Θόρ, «αρκεί να μην πλησιάσουμε το Βόρειο Δρόμο. Οι περισσότερες φάρμες έχουν εγκαταλειφθεί, απ' αυτές που είναι κοντά στα δάση. Πάντως κανένας δεν ταξιδεύει μοναχός αυτές τις μέρες, όταν είναι να πάει μακριά από το σπίτι του. Τώρα πια, δέκα άνθρωποι μαζεμένοι δεν είναι κάτι που του ρίχνεις δεύτερη ματιά, αν και οι περισσότεροι πάνε με κάρο, όταν είναι να πάνε κάπου».

«Κι έτσι ακόμα, θα κοντεύει να σκοτεινιάσει όταν φτάσουμε στο Λόφο της Σκοπιάς», είπε ο αφέντης Κώθον, «πού και να πάμε από τα δάση. Από το δρόμο θα ήταν λίγο πιο γρήγορα, αλλά εκεί είναι πιθανότερο να συναντήσουμε Λευκομανδίτες. Πιθανότερο να μας καταδώσει κανείς για την αμοιβή».

Ο Ταμ ένευσε. «Αλλά έχουμε φίλους και σ' αυτά τα μέρη. Λέμε να σταματήσουμε στη φάρμα του Τζιακ αλ'Σήν κατά το μεσημεράκι για να ξεκουραστούν λίγο τα άλογα και να ξεμουδιάσουμε. Θα φτάσουμε στο Λόφο της Σκοπιάς όσο έχει ακόμα φως για να βλέπουμε».

«Θα έχει αρκετό φως», είπε αφηρημένα ο Πέριν· γι' αυτόν υπήρχε πάντα αρκετό φως. Γύρισε στη σέλα, για να κοιτάξει τις αγροικίες πίσω. Ήταν εγκαταλειμμένες, όχι καμένες, και απ' όσο μπορούσε να διακρίνει, δεν τις είχε λεηλατήσει κανείς. Στα παράθυρα ακόμα κρέμονταν κουρτίνες. Τα παράθυρα ήταν άθικτα. Τους Τρόλοκ τους άρεσε να σπάνε πράγματα και τα άδεια σπίτια ήταν πρόκληση. Ανάμεσα στα κριθάρια και τη βρώμη ψήλωναν αγριόχορτα, όμως τα χωράφια δεν είχαν τσαλαπατηθεί. «Έχουν επιτεθεί οι Τρόλοκ στο χωριό καθαυτό;»

«Όχι», είπε με έναν τόνο ευγνωμοσύνης ο αφέντης Κώθον. «Δεν θα καλοπερνούσαν αν έρχονταν. Οι άνθρωποι έμαθαν να έχουν τα μάτια τέσσερα μετά την περασμένη Νύχτα του Χειμώνα. Υπάρχει ένα τόξο πλάι σε κάθε πόρτα, καθώς και δόρατα και τα σχετικά. Επίσης, οι Λευκομανδίτες κατεβάζουν περίπολα στο Πεδίο του Έμοντ κάθε λίγες μέρες. Δεν μου αρέσει που το παραδέχομαι, αλλά έχουν απωθήσει τους Τρόλοκ».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. «Έχετε ιδέα πόσοι Τρόλοκ υπάρχουν;»

«Κι ένας μόνο, πολύς είναι», μούγκρισε ο Άμπελ.

«Μπορεί καμιά διακοσαριά», είπε ο Ταμ. «Μπορεί και παραπάνω. Μάλλον παραπάνω». Ο αφέντης Κώθον φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Για σκέψου το, Άμπελ. Δεν ξέρω πόσους σκότωσαν οι Λευκομανδίτες, αλλά οι Πρόμαχοι ισχυρίζονται ότι αυτοί και οι Άες Σεντάι ξέκαναν καμιά πενηνταριά, καθώς και δύο Ξέθωρους. Αλλά δεν λιγόστεψαν έτσι οι πυρκαγιές σε σπίτια που μαθαίνουμε. Νομίζω ότι πρέπει να είναι περισσότεροι, αλλά κάνε το λογαριασμό μόνος σου». Ο άλλος ένευσε στενοχωρημένος.

«Τότε πώς και δεν επιτέθηκαν στο Πεδίο του Έμοντ;» ρώτησε ο Πέριν. «Αν έρχονταν διακόσιοι ή τριακόσιοι μέσα στη νύχτα, θα έκαιγαν όλο το χωριό και μέχρι να μάθουν το νέο οι Λευκομανδίτες πάνω στο Λόφο της Σκοπιάς, θα είχαν φύγει. Και θα τους ήταν ακόμα ευκολότερο να χτυπήσουν το Ντέβεν Ράιντ. Είπες ότι οι Λευκομανδίτες δεν κατεβαίνουν ως εκεί κάτω».

«Τύχη», μουρμούρισε ο Άμπελ, μα ήταν συλλογισμένος. «Αυτό είναι. Ήμασταν τυχεροί. Τι άλλο μπορεί να είναι; Τι θες να πεις, αγόρι μου;»

«Αυτό που θέλει να πει», είπε η Φάιλε πλησιάζοντας δίπλα τους, «είναι ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος». Η Σουώλοου ήταν τόσο ψηλότερη από τα άλογα των Δύο Ποταμών, που η Φάιλε μπορούσε να κοιτάζει τον Ταμ και τον Άμπελ ίσια στα μάτια, και τους κοίταξε με σιγουριά. «Είδα τι συμβαίνει μετά τις επιθέσεις των Τρόλοκ στη Σαλδαία. Ό,τι δεν καίνε το λεηλατούν, σκοτώνουν ή παίρνουν μαζί τους ανθρώπους και ζώα, οτιδήποτε έχει μείνει αφύλαχτο. Τις άσχημες χρονιές εξαφανίζονται ολόκληρα χωριά. Αναζητούν τα πιο αδύναμα σημεία, τα μέρη που μπορούν να σκοτώσουν τους περισσότερους. Ο πατέρας μου —» Δάγκωσε τη γλώσσα της, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Ο Πέριν είδε αυτό που έπρεπε να έχετε δει εσείς». Του άστραψε ένα περήφανο χαμόγελο. «Για μην έχουν επιτεθεί οι Τρόλοκ στα χωριά σας, θα έχουν κάποιο λόγο».

«Το σκέφτηκα», είπε χαμηλόφωνα ο Ταμ, «αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Μέχρι να το μάθουμε, μια απάντηση είναι η τύχη».

«Ίσως να είναι δόλωμα», είπε η Βέριν καθώς ερχόταν κοντά τους. Ο Τόμας ήταν λίγο πιο πίσω και τα μαύρα μάτια του έψαχναν την περιοχή που διέσχιζαν, με βλέμμα ανελέητο σαν Αελίτη. Ο Πρόμαχος παρακολουθούσε επίσης και τον ουρανό· υπήρχε πάντα η πιθανότητα να εμφανιστεί κάποιο κοράκι. Το βλέμμα της Βέριν, χωρίς να σταματήσει σχεδόν καθόλου, πέρασε από τον Πέριν στους δύο άλλους. «Τα νέα για διαρκή προβλήματα, τα νέα για τους Τρόλοκ, θα τραβήξουν την προσοχή στους Δύο Ποταμούς. Το Άντορ σίγουρα θα στείλει στρατιώτες και ίσως και οι άλλες χώρες, όταν μάθουν ότι υπάρχουν Τρόλοκ τόσο χαμηλά στο νότο. Αυτό, φυσικά, αν τα Τέκνα επιτρέπουν τα νέα να βγαίνουν παραέξω. Υποθέτω ότι οι Φρουροί της Βασίλισσας Μοργκέις δεν θα χαρούν βρίσκοντας είτε Λευκομανδίτες, είτε Τρόλοκ».

«Πόλεμος», μουρμούρισε ο Άμπελ. «Μπορεί να είναι άσχημη η κατάσταση που έχουμε, αλλά εσύ μιλάς για πόλεμο».

«Μπορεί να είναι έτσι», είπε η Βέριν με έναν κατευναστικό τόνο. «Μπορεί». Έσμιξε τα φρύδια με μια απασχολημένη έκφραση, έβγαλε από το θύλακο της μια ατσάλινη πένα κι ένα μικρό βιβλιαράκι ντυμένο με ύφασμα, και μετά άνοιξε μια μικρή, δερμάτινη θήκη στη ζώνη της, που είχε ένα μελανοδοχείο και ένα βαζάκι με άμμο. Σκούπισε αφηρημένα την πένα στο μανίκι της και άρχισε να γράφει στο βιβλίο, παρά τη δυσκολία του να γράφεις πάνω σε άλογο που προχωρά. Έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται την ανησυχία που ίσως είχε προκαλέσει. Μπορεί πραγματικά να μην την αντιλαμβανόταν.

Ο αφέντης Κώθον μουρμούριζε «πόλεμος», απορώντας, μέσα από τα δόντια του, ενώ η Φάιλε ακούμπησε παρηγορητικά το μπράτσο του Πέριν με θλιμμένο βλέμμα.

Ο αφέντης αλ'Θόρ απλώς μούγκρισε· είχε βρεθεί σε πόλεμο, έτσι είχε ακούσει ο Πέριν, αν και όχι πού ή πώς ακριβώς. Ήξερε απλώς ότι ήταν κάπου έξω από τους Δύο Ποταμούς, είχε φύγει παλικάρι και είχε επιστρέψει χρόνια αργότερα με σύζυγο και ένα παιδί, τον Ραντ. Ελάχιστοι Δυποταμίτες έφευγαν ποτέ. Ο Πέριν αμφέβαλε αν ήξερε κανείς τους τι στ' αλήθεια ήταν ο πόλεμος, εκτός από τα όσα άκουγαν από τους πραματευτές ή τους εμπόρους και τους σωματοφύλακές τους και τους οδηγούς των αμαξών τους. Αυτός όμως ήξερε. Είχε δει πόλεμο στο Τόμαν Χεντ. Ο Άμπελ είχε δίκιο. Μπορεί να ήταν άσχημη η κατάσταση, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με πόλεμο.

Κράτησε την ψυχραιμία του. Μπορεί η Βέριν να είχε δίκιο. Ή μπορεί απλώς να ήθελε να δώσει ένα τέλος στις υποθέσεις τους. Αν οι Τρόλοκ, που λυμαίνονταν τους Δύο Ποταμούς, ήταν δόλωμα για κάποια παγίδα, τότε η παγίδα ήταν για τον Ραντ και η Άες Σεντάι σίγουρα το ήξερε. Αυτό ήταν ένα από τα προβλήματα με τις Άες Σεντάι· σε γέμιζαν «ίσως» και «μπορεί», ώσπου στο τέλος νόμιζες ότι σου είχαν πει ευθέως αυτό που εκείνες απλώς είχαν υπαινιχθεί, Ε, λοιπόν, αν οι Τρόλοκ —ή όποιος τους είχε στείλει, ίσως κάποιος Αποδιωγμένος;― ήθελαν να παγιδεύσουν τον Ραντ, τότε θα έπρεπε να αρκεστούν στον Πέριν —ένα σιδερά αντί για τον Αναγεννημένο Δράκοντα― και αυτός δεν σκόπευε να πιαστεί σε καμία παγίδα.

Προχωρούσαν σιωπηλά όλο το πρωί. Σ' αυτή την περιοχή τα αγροκτήματα ήταν σκορπισμένα αραιά και μερικές φορές τα χώριζε απόσταση ενός μιλίου, ή μεγαλύτερη. Όλα ήταν εγκαταλειμμένα, τα χωράφια είχαν πνιγεί στα χορτάρια, οι πόρτες των στάβλων ανοιγόκλειναν στο αεράκι. Μόνο ένα είχε καεί και εκεί δεν είχε απομείνει τίποτα, παρά μόνο οι καμινάδες, σαν δάχτυλα βουτηγμένα στην καπνιά, που υψώνονταν από τις στάχτες. Οι άνθρωποι που είχαν πεθάνει εκεί —οι Αγιέλιν, ξαδέρφια των άλλων που ζούσαν στο Πεδίο του Έμοντ― είχαν θαφτεί κάτω από τις αχλαδιές, πέρα από το σπίτι. Οι λίγοι που είχαν βρεθεί. Ο Πέριν ζόρισε αρκετά τον Άμπελ για να μιλήσει και ο Ταμ δεν άνοιξε καθόλου το στόμα του. Νόμιζαν ότι θα τον τάραζαν. Αυτός ήξερε τι έτρωγαν οι Τρόλοκ. Ό,τι ήταν κρέας. Χάιδεψε αφηρημένα το τσεκούρι του, ώσπου η Φάιλε του έπιασε το χέρι. Για κάποιο λόγο φαινόταν αναστατωμένη. Ο Πέριν νόμιζε ότι η Φάιλε τα ήξερε αυτά για τους Τρόλοκ.

Οι Αελίτες κατάφερναν να μένουν αθέατοι ακόμα και ανάμεσα στις συστάδες, εκτός κι αν ήθελαν να φανούν. Όταν ο Ταμ έστριψε ανατολικά, ο Γκαούλ και οι δύο Κόρες έστριψαν μαζί τους.

Όπως είχε προβλέψει ο αφέντης Κώθον, η φάρμα των αλ'Σήν φάνηκε όταν ο ήλιος βρισκόταν λίγο πριν από το πιο ψηλό σημείο του. Δεν φαινόταν γύρω άλλο αγρόκτημα, αν και στα βόρεια και τα ανατολικά υψώνονταν αραιά γκρίζοι καπνοί από καμινάδες. Γιατί έμεναν εδώ, έτσι απομονωμένοι; Αν έρχονταν Τρόλοκ, η μόνη ελπίδα τους θα ήταν αν τύχαινε να βρίσκονται κοντά εκείνη την ώρα οι Λευκομανδίτες.

Όσο ακόμα η αγροικία φαίνονταν μικρή στην απόσταση, ο Ταμ τράβηξε τα χαλινάρια και έκανε νόημα στους Αελίτες να πλησιάσουν, προτείνοντας να βρουν ένα μέρος για να περιμένουν, μέχρι αυτός και οι υπόλοιποι να φύγουν από τη φάρμα. «Για τον Άμπελ κι εμένα δεν θα πουν τίποτα», είπε, «αλλά όση καλή θέληση κι αν έχουν, θα τα ξεφουρνίσουν όλα, όταν δουν εσάς τους τρεις».

Και λίγα έλεγε, με τα παράξενα ρούχα που φορούσαν οι Αελίτες και τα δόρατά τους, καθώς και το γεγονός ότι οι δύο ήταν γυναίκες. Ο καθένας είχε ένα λαγό κρεμασμένο δίπλα στη φαρέτρα του, αν κι ο Πέριν δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχαν προλάβει να κυνηγήσουν, ενώ ταυτόχρονα προπορεύονταν. Κι εκτός αυτού, έδειχναν λιγότερο κουρασμένοι από τα άλογα.

«Εντάξει», είπε ο Γκαούλ, «θα βρω ένα μέρος να φάω το φαγητό μου και θα προσέχω να δω πότε θα φύγετε». Γύρισε και έφυγε αμέσως τρεχάτος. Η Μπάιν και η Τσιάντ κοιτάχτηκαν. Ύστερα από μια στιγμή η Μπάιν σήκωσε τους ώμους και τον μιμήθηκαν.

«Δεν είναι μαζί;» ρώτησε ο πατέρας του Ματ, ξύνοντας το κεφάλι του.

«Είναι μεγάλη ιστορία», είπε ο Πέριν. Ήταν προτιμότερο από το να του πει ότι η Τσιάντ και ο Γκαούλ μπορεί να αλληλοσκοτώνονταν, εξαιτίας μιας βεντέτας αίματος. Έλπιζε να άντεχε ο όρκος ύδατος που είχαν δώσει. Αν θυμόταν, θα ρωτούσε τον Γκαούλ τι ήταν ο όρκος ύδατος.

Η φάρμα των αλ'Σήν ήταν από τις μεγάλες φάρμες των Δύο Ποταμών και είχε τρεις ψηλούς αχυρώνες και πέντε παράγκες, όπου ξέραιναν το ταμπάκ. Υπήρχε ένα μαντρί με πέτρινα τοιχία για τα μαυρομούτσουνα πρόβατα, που ήταν μεγάλο σαν χωράφι, και υπήρχαν μάντρες με μεταλλικά κάγκελα, οι οποίες κρατούσαν χωριστά τις αγελάδες με τις λευκές πιτσιλιές, που τις είχαν για άρμεγμα, από τα μαύρα βόδια, που τα είχαν για το κρέας τους. Τα γουρούνια έσκουζαν χαρούμενα στο λασπόλακκό τους, οι κότες τριγυρνούσαν παντού και υπήρχαν άσπρες χήνες σε μια μεγαλούτσικη λιμνούλα.

Το πρώτο παράξενο που πρόσεξε ο Πέριν ήταν τα αγόρια στις καλαμοσκεπές του σπιτιού και των αχυρώνων, οκτώ-εννιά, με τόξα και φαρέτρες. Φώναξαν αμέσως μόλις είδαν τους καβαλάρηδες και οι γυναίκες αμέσως μάζεψαν στο σπίτι τα παιδιά και μετά σήκωσαν το χέρι για να ρίξουν λίγη σκιά στα μάτια, ώστε να δουν ποιος ερχόταν. Οι άντρες συγκεντρώθηκαν στην αυλή, κάποιοι με τόξα κι άλλοι με δικράνια και τσουγκράνες, που τα κρατούσαν σαν όπλα. Ήταν πολλοί. Υπερβολικά πολλοί, ακόμα και για φάρμα τέτοιου μεγέθους. Ο Πέριν κοίταξε ερωτηματικά τον αφέντη αλ'Θόρ.

«Ο Τζιακ πήρε τον ξάδερφο του, τον Γουίτ, με τους δικούς του», εξήγησε ο Ταμ, «επειδή το αγρόκτημα του Γουίτ ήταν κοντά στο Δυτικό Δάσος, καθώς και τους ανθρώπους του Φλαν Λιούιν, όταν οι Τρόλοκ επιτέθηκαν στη φάρμα τους. Οι Λευκομανδίτες τους έδιωξαν πριν καούν κι άλλοι αχυρώνες, αλλά ο Φλαν είπε ότι ήταν πια καιρός να φύγει. Ο Τζιακ είναι καλός άνθρωπος».

Όταν μπήκαν στην αυλή και αναγνώρισαν τον Ταμ και τον Άμπελ, οι άντρες και οι γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω με χαμόγελα και καλωσορίσματα, ενώ αυτοί ξεπέζευαν. Όταν τα παιδιά το είδαν αυτό, ξεχύθηκαν από το σπίτι μαζί με τις γυναίκες που τα πρόσεχαν, καθώς και άλλες, που είχαν βγει μόλις από την κουζίνα και σκούπιζαν τα χέρια στις ποδιές τους. Όλες οι γενιές παρέλασαν μπροστά τους, από την ασπρομάλλα Αστέλ αλ'Σήν, που η μέση της ήταν λυγισμένη, αλλά το μπαστούνι το χρειαζόταν περισσότερο για να ανοίγει δρόμο, χτυπώντας μπροστά της, παρά για να στηρίζεται, μέχρι ένα φασκιωμένο μωρό στην αγκαλιά μιας σωματώδους νεαρής με λαμπερό χαμόγελο.

Ο Πέριν κοίταξε πέρα από τη νεαρή αυτή και ύστερα το βλέμμα του ξαναγύρισε απότομα πάνω της. Όταν είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς, η Λάιλα Ντηρν ήταν μια λυγερή κοπέλα, που μπορούσε να ξεκάνει τρία παλικάρια στο χορό. Μόνο το χαμόγελο και τα μάτια είχαν μείνει ίδια. Ανατρίχιασε. Κάποτε ονειρευόταν ότι θα παντρευόταν τη Λάιλα κι αυτή, ως ένα βαθμό, ανταποκρινόταν σ' αυτό το συναίσθημα. Η αλήθεια ήταν ότι αυτή το είχε πιστέψει περισσότερο απ' ό,τι ο ίδιος. Ευτυχώς, ήταν τόσο μαγεμένη από το μωρό της και τον ακόμα πιο ψωμωμένο τύπο στο πλευρό της, που δεν του έδωσε μεγάλη σημασία. Ο Πέριν αναγνώριζε και τον άντρα που ήταν δίπλα της. Ήταν ο Νάτλεϋ Λιούιν. Η Λάιλα, λοιπόν, είχε μπει στην οικογένεια των Λιούιν. Τι παράξενο. Ο Νατ δεν ήξερε από χορό. Ο Πέριν ευχαρίστησε το Φως που είχε γλιτώσει και κοίταξε γύρω για να βρει τη Φάιλε.

Τη βρήκε να χαϊδεύει ανέμελα τη Σουώλοου, ενώ η φοράδα της χάιδευε τον ώμο με τη μύτη. Δεν άδειαζε να προσέξει το άλογό της, όμως, επειδή χαμογελούσε με θαυμασμό στον Γουίλ αλ'Σήν, έναν ξάδελφο από τα μέρη του Ντέβεν Ράιντ, κι ο Γουίλ της ανταπέδιδε το χαμόγελο. Τι καλοκαμωμένο αγόρι ο Γουίλ. Ε, μπορεί να ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον Πέριν, αλλά η ομορφιά του του έδινε αγορίστικη όψη. Όταν ο Γουίλ ερχόταν στο Πεδίο του Έμοντ για το χορό, οι κοπελιές τον κοίταζαν και αναστέναζαν. Όπως έκανε τώρα η Φάιλε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν αναστέναζε, όμως το χαμόγελό της ήταν οπωσδήποτε επιδοκιμαστικό.

Ο Πέριν πλησίασε και την αγκάλιασε με το ένα χέρι, ακουμπώντας το άλλο στο τσεκούρι του. «Τι κάνεις, Γουίλ;» ρώτησε χαμογελώντας ευχάριστα. Δεν ήθελε να νομίσει η Φάιλε ότι ζήλευε. Όχι βεβαίως ότι ζήλευε.

«Μια χαρά, Πέριν». Τα μάτια του Γουίλ άφησαν τα δικά του και χαμήλωσαν στο τσεκούρι, ενώ μια έκφραση ναυτίας απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Μια χαρά». Απέφυγε να ξανακοιτάξει τη Φάιλε κι έτρεξε μαζί με τους άλλους γύρω από τη Βέριν.

Η Φάιλε κοίταξε τον Πέριν σουφρώνοντας τα χείλη και μετά του έπιασε τη γενειάδα με το ένα χέρι και του κούνησε το κεφάλι. «Πέριν, Πέριν, Πέριν», μουρμούρισε μαλακά.

Ο Πέριν δεν ήξερε τι εννοούσε και σκέφτηκε ότι σοφό θα ήταν να μη ρωτήσει. Έμοιαζε σαν να μην ήξερε ούτε η ίδια αν ήταν θυμωμένη ή... Ήταν δυνατό να το διασκεδάζει; Καλύτερα θα ήταν να μην την έκανε να αποφασίσει.

Ο Γουίλ δεν ήταν φυσικά ο μόνος που κοίταζε εμβρόντητος κι μάτια του. Απ' ό,τι φαινόταν, όλοι, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, ξαφνιάζονταν την πρώτη φορά που αντάμωναν το βλέμμα του. Η ηλικιωμένη αλ'Σήν τον πρόγκιξε με το μπαστούνι και τα γέρικα μαύρα μάτια της πλάτυναν από έκπληξη, όταν ο Πέριν μούγκρισε. Μπορεί να νόμιζε ότι δεν ήταν αληθινός. Κανένας, όμως, δεν είπε τίποτα.

Δεν άργησαν να τακτοποιήσουν τα άλογα σε ένα στάβλο —ο Τόμας πήγε μόνος το γκρίζο του· το ζώο δεν ήθελε άλλον να πιάνει τα γκέμια― και όλοι, εκτός από τα αγόρια στις στέγες, στριμώχτηκαν στο σπίτι και σχεδόν το ξεχείλισαν. Οι μεγάλοι γέμισαν το μπροστινό δωμάτιο, ανάκατα Λιούιν και αλ'Σήν, χωρίς ιδιαίτερη τάξη και ιεραρχία, με παιδιά στις αγκαλιές των μανάδων τους ή αφημένα να κοιτάζουν ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, που ήταν φρακαρισμένοι στις πόρτες και προσπαθούσαν να δουν μέσα.

Στους νεοαφιχθέντες προσφέρθηκε τσάι και καρέκλες με ψηλές ράχες, αν και η Βέριν και η Φάιλε πήραν επίσης και κεντημένα μαξιλαράκια. Η Βέριν, ο Τόμας και η Φάιλε ήταν πηγή αρκετής έξαψης. Το δωμάτιο είχε γεμίσει μουρμουρητά, σαν χήνες που φλυαρούσαν, και όλοι κοίταζαν αυτά τα τρία άτομα, λες και φορούσαν στέμμα, ή λες και ανά πάσα στιγμή θα έκαναν ταχυδακτυλουργικά. Στους Δύο Ποταμούς οι ξένοι πάντα προκαλούσαν περιέργεια. Ιδιαίτερα σχόλια προκάλεσε το σπαθί του Τόμας, με χαμηλούς ψιθύρους, τους οποίους ο Πέριν άκουγε με άνεση. Τα σπαθιά ήταν κάτι ασυνήθιστο εδώ, τουλάχιστον πριν από τον ερχομό των Λευκομανδιτών. Μερικοί πέρασαν τον Τόμας για Λευκομανδίτη, άλλοι για άρχοντα. Ένα αγοράκι, που έφτανε ως τη μέση του Πέριν, είπε κάτι για Πρόμαχους, αλλά οι μεγάλοι γέλασαν μαζί του κι αυτό σταμάτησε.

Μόλις βολεύτηκαν οι καλεσμένοι, ο Τζιακ αλ'Σήν στάθηκε μπροστά στο πλατύ, πέτρινο τζάκι. Ήταν ένας άντρας με στιβαρό κορμί, τετράγωνους ώμους και λιγότερα μαλλιά από τον αφέντη αλ'Βέρ, του οποίου ήταν εξίσου γκρίζα. Ένα ρολόι έκανε τικ-τακ στην κορνίζα του τζακιού πίσω από το κεφάλι του, ανάμεσα σε δύο μεγάλα, ασημένια κύπελλα, δείγμα ότι είχε προκόψει ως αγρότης. Το σούσουρο καταλάγιασε όταν σήκωσε το χέρι του, αν και ο ξάδερφός του, ο Γουίτ, με τον οποίο ήταν σαν δίδυμοι με μόνη διαφορά ότι εκείνος δεν είχε καθόλου μαλλιά, και ο Φλαν Λιούιν, ένας ροζιασμένος κοκαλιάρης με ψαρά μαλλιά, έκαναν κι αυτοί νόημα στους δικούς τους να σιωπήσουν.

«Κυρά Μάθχουιν, Αρχόντισσα Φάιλε», είπε ο Τζιακ, υποκλινόμενος αδέξια στην καθεμιά τους. «Είστε καλοδεχούμενες εδώ για όσο θέλετε. Πρέπει, όμως, να σας προειδοποιήσω. Ξέρετε τι μπελάδες έχουμε εδώ, στην ύπαιθρο. Το καλύτερο για σας θα ήταν να πάτε κατευθείαν στο Πεδίο του Έμοντ ή στο Λόφο της Σκοπιάς και να μείνετε εκεί. Είναι μεγάλα χωριά και αποκλείεται να έχουν φασαρίες. Θα σας συμβούλευα να αποφύγετε εντελώς τους Δύο Ποταμούς, αλλά απ' όσο ξέρω, τα Τέκνα του Φωτός δεν αφήνουν κανέναν να περάσει τον Τάρεν. Δεν ξέρω γιατί, μα έτσι είναι».

«Μα υπάρχουν τόσο καλές ιστορίες στην ύπαιθρο», είπε η Βέριν, παίζοντας ήρεμα τα ματόκλαδά της. «Θα τις έχανα όλες αν έμενα σε χωριό». Χωρίς να πει κάποιο ψέμα, κατάφερε να δώσει την εντύπωση ότι είχε έρθει στους Δύο Ποταμούς για να ψάξει για παλιές ιστορίες, όπως είχε κάνει και η Μουαραίν πριν από λίγο καιρό, που τώρα φάνταζε πολύ μακρινός. Το δαχτυλίδι με το Μεγάλο Ερπετό ήταν στο θύλακο της ζώνης της, αλλά ο Πέριν αμφέβάλε αν αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν τη σημασία του.

Η Ελίσα αλ'Σήν έσιαξε τη λευκή ποδιά της και χαμογέλασε σοβαρά στη Βέριν. Αν και τα μαλλιά της δεν ήταν τόσο γκρίζα όσο του συζύγου της, έμοιαζε μεγαλύτερη από τη Βέριν και το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της είχε μια μητρική έκφραση. Πιθανότατα αυτό να πίστευε, ότι ήταν μεγαλύτερή της. «Είναι τιμή μας να έχουμε μια λόγια κάτω από τη στέγη μας, αλλά ο Τζιακ έχει δίκιο», είπε σταθερά. «Είστε πράγματι ευπρόσδεκτες να μείνετε εδώ, αλλά όταν φύγετε, πρέπει να πάτε αμέσως σε κάποιο χωριό. Δεν είναι ασφαλές να ταξιδεύει κανείς εδώ γύρω. Το ίδιο ισχύει και για σένα, Αρχόντισσά μου», πρόσθεσε προς τη Φάιλε. «Οι γυναίκες δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν Τρόλοκ με μόνη προστασία μερικούς άντρες».

«Θα το σκεφτώ», είπε ήρεμα η Φάιλε. «Σε ευχαριστώ για την έγνοια σου». Ήπιε μια γουλιά τσάι, ανέμελη σαν τη Βέριν, η οποία είχε αρχίσει να γράφει στο βιβλιαράκι της και σήκωσε το κεφάλι μόνο για να χαμογελάσει στην Ελίσα και να μουρμουρίσει: «Υπάρχουν τόσες ιστορίες στην ύπαιθρο». Η Φάιλε δέχτηκε ένα κουλουράκι βουτύρου από μια νεαρή κοπέλα των αλ'Σήν, η οποία έκλινε το γόνυ και έγινε κατακόκκινη, ενώ κοίταζε τη Φάιλε με τα μάτια γουρλωμένα από το θαυμασμό.

Ο Πέριν χαμογέλασε. Όταν η Φάιλε φορούσε το πράσινο, μεταξωτό φόρεμα ιππασίας της, όλοι την έπαιρναν για αριστοκράτισσα· ο Πέριν παραδεχόταν ότι έπαιζε το ρόλο τέλεια. Όταν ήθελε. Η κοπελίτσα μπορεί να μην τη θαύμαζε αν την είχε πετύχει πάνω στα νεύρα της, όταν η γλώσσα της έγδερνε ακόμα και το τομάρι αμαξά.

Η κυρά αλ'Σήν στράφηκε προς το σύζυγό της, κουνώντας το κεφάλι· η Φάιλε και η Βέριν δεν πείθονταν. Ο Τζιακ κοίταξε τον Τόμας. «Μπορείς να τις πείσεις;»

«Πάω όπου μου λέει», απάντησε ο Τόμας. Παρ' όλο που καθόταν εκεί με ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι, ο Πρόμαχος έμοιαζε έτοιμος να ξιφουλκήσει.

Ο αφέντης αλ'Σήν αναστέναξε και έστρεψε αλλού την προσοχή του. «Πέριν, οι περισσότεροι σε έχουμε γνωρίσει κάτω, στο Πεδίο του Έμοντ. Σε ξέρουμε κατά κάποιον τρόπο. Τουλάχιστον σε ξέραμε πριν το σκάσεις πέρυσι. Ακούσαμε μερικά ανησυχητικά πράγματα, όμως φαντάζομαι ότι ο Ταμ και ο Άμπελ δεν θα ήταν μαζί σου, αν ήταν αληθινά».

Η σύζυγος του Φλαν, η Αντίνε, μια παχουλή γυναίκα με αυτάρεσκο βλέμμα, ξεφύσησε απότομα. «Άκουσα πράγματα και για τον Ταμ και τον Άμπελ. Για τα αγόρια τους, που έτρεξαν να φύγουν με Άες Σεντάι. Με Άες Σεντάι! Με καμιά δεκαριά από δαύτες! Όλοι θυμάστε τότε που το Πεδίο του Έμοντ κάηκε ολόκληρο. Το Φως μόνο ξέρει τι πήγαν και κάνουν. Άκουσα να λένε ότι απήγαγαν την κοπελίτσα των αλ'Βέρ». Η Φλαν κούνησε καρτερικά το κεφάλι και κοίταξε απολογητικά τον Τζιακ.

«Αφού το πίστεψες αυτό», είπε πικρόχολα ο Γουίτ, «τότε θα πιστεύεις ό,τι σου λέει ο καθένας. Μίλησα με τη Μάριν αλ'Βέρ πριν από δυο βδομάδες και είπε ότι το κορίτσι της έφυγε με τη θέληση του. Και ήταν μόνο μία Άες Σεντάι».

«Τι θες να πεις, Αντίνε;» Η Ελίσα αλ'Σήν στάθηκε με τις γροθιές στους γοφούς της. «Πες το καθαρά». Το τόνος της φωνής της έλεγε, «αν τολμάς».

«Δεν είπα ότι το πιστεύω», διαμαρτυρήθηκε έντονα η Αντίνε, «απλώς ότι το άκουσα. Υπάρχουν ερωτήσεις που πρέπει να γίνουν. Τα Τέκνα δεν ασχολήθηκαν μ' αυτούς επειδή τράβηξαν χαρτάκια με το όνομά τους από το καπέλο κάποιου ταχυδακτυλουργού».

«Αν άκουγες, αντί να μιλάς», είπε σταθερά η Ελίσα, «μπορεί να ήξερες μερικές απαντήσεις». Η Αντίνε άρχισε να σιάζει τα φουστάνια της, αλλά παρ' όλο που μουρμούριζε μόνη της, δεν είπε τίποτα παραπάνω.

«Θέλει κανένας να πει κάτι άλλο;» ρώτησε ο Τζιακ με ανυπομονησία που δεν κρυβόταν. Κανείς δεν μίλησε κι αυτός συνέχισε. «Πέριν, κανένας εδώ δεν σε νομίζει για Σκοτεινόφιλο, ούτε και τον Ταμ ή τον Άμπελ». Έριξε μια άγρια ματιά στην Αντίνε και ο Φλαν ακούμπησε τον ώμο της συζύγου του· αυτή δεν είπε τίποτα, όμως τα χείλη της σφίγγονταν μ' αυτό που δεν είχε πει. Ο Τζιακ μουρμούρισε κάτι μόνος του, πριν συνεχίσει. «Έστω κι έτσι, Πέριν, νομίζω ότι έχουμε δικαίωμα να μάθουμε γιατί οι Λευκομανδίτες λένε αυτά που λένε. Κατηγορούν εσένα, τον Ματ Κώθον και τον Ραντ αλ'Θόρ ότι είστε Σκοτεινόφιλοι. Γιατί;»

Η Φάιλε άνοιξε θυμωμένα το στόμα, αλλά ο Πέριν της έκανε νόημα να σωπάσει. Η υπακοή της τον ξάφνιασε και έμεινε να την κοιτάζει για μια στιγμή, πριν συνεχίσει. Μπορεί να ήταν άρρωστη. «Οι Λευκομανδίτες δεν θέλουν πολλά, αφέντη αλ'Σήν. Αν δεν σκύβεις το κεφάλι και δεν παραμερίζεις μπροστά τους, τότε πρέπει να είσαι Σκοτεινόφιλος. Αν δεν λες αυτό που θέλουν και δεν σκέφτεσαι αυτό που θέλουν, τότε πρέπει να είσαι Σκοτεινόφιλος. Δεν ξέρω γιατί περνούν για τέτοιους τον Ραντ και τον Ματ». Ήταν η καθαρή αλήθεια. Αν οι Λευκομανδίτες ήξεραν ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αυτό θα τους έφτανε, αλλά ήταν αδύνατο να το ξέρουν. Όσο για τον Ματ, ο Πέριν σήκωνε τα χέρια ψηλά. Σίγουρα ήταν έργο του Φάιν. «Όσο για μένα, σκότωσα μερικούς». Το παράξενο ήταν ότι οι κοφτές κραυγές που ήχησαν στο δωμάτιο δεν τον έκαναν να ζαρώσει μέσα του, ούτε και η σκέψη των πράξεων του. «Σκότωσαν ένα φίλο μου και θα σκότωναν και μένα. Δεν μπορούσα να τους αφήσω να το κάνουν. Αυτό είναι όλο».

«Καταλαβαίνω γιατί δεν τους άφησες», είπε αργά ο Τζιακ. Ακόμα και με τους Τρόλοκ τριγύρω, οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς δεν ήταν μαθημένοι να σκοτώνουν. Πριν από μερικά χρόνια μια γυναίκα είχε σκοτώσει το σύζυγό της, επειδή ήθελε έναν άλλο να την παντρευτεί· απ' όσο ήξερε ο Πέριν, ήταν η τελευταία φορά που είχε πεθάνει κάποιος από πράξη βίας στους Δύο Ποταμούς. Μέχρι τους Τρόλοκ.

«Τα Τέκνα του Φωτός», είπε η Βέριν, «ένα πράγμα ξέρουν να κάνουν καλά. Κάνουν ανθρώπους που ήταν μια ζωή γείτονες να υποψιάζονται ο ένας τον άλλο». Οι αγρότες την κοίταξαν και μερικοί ένευσαν ύστερα από μια στιγμή.

«Έμαθα ότι έχουν έναν άνθρωπο μαζί τους», είπε ο Πέριν. «Τον Πάνταν Φάιν. Τον πραματευτή».

«Το άκουσα», είπε ο Τζιακ. «Άκουσα ότι τώρα έχει πάρει άλλο όνομα».

Ο Πέριν ένευσε. «Ορντήθ. Είτε λέγεται Φάιν, είτε Ορντήθ, αυτός είναι Σκοτεινόφιλος. Σχεδόν το παραδέχτηκε, παραδέχτηκε ότι έφερε τους Τρόλοκ τη Νύχτα του Χειμώνα πέρυσι. Και είναι παρέα με τους Λευκομανδίτες».

«Εύκολα μπορείς να κατηγορήσεις», είπε κοφτά η Αντίνε Λιούιν. «Όποιον θέλεις τον βγάζεις Σκοτεινόφιλο».

«Ποιον θα πιστέψετε λοιπόν;» είπε ο Τόμας. «Αυτούς που ήρθαν πριν από λίγες βδομάδες, που αιχμαλώτισαν γνωστούς σας και έκαψαν τις φάρμες τους; Ή ένα νεαρό που μεγάλωσε εδώ πέρα;»

«Δεν είμαι Σκοτεινόφιλος, αφέντη αλ'Σήν», είπε ο Πέριν, «αλλά αν θέλεις να φύγω, θα φύγω».

«Όχι», έσπευσε να πει η Ελίσα, ρίχνοντας στο σύζυγό της μια ματιά με νόημα. Και στην Αντίνε μια άλλη, παγωμένη, που την έκανε να καταπιεί αυτό που ετοιμαζόταν να πει. «Όχι. Είσαι καλοδεχούμενος να μείνεις εδώ όσο θέλεις». Ο Τζιακ δίστασε και μετά συμφώνησε μ ένα νεύμα. Η Ελίσα ζύγωσε τον Πέριν και τον κοίταξε, ακουμπώντας τα χέρια στους ώμους του. «Λυπόμαστε πολύ», είπε μαλακά. «Ο πατέρας σου ήταν καλός άνθρωπος. Η μητέρα σου ήταν φίλη μου, είχαν να λένε γι' αυτήν. Ξέρω ότι θα ήθελε να μείνεις μαζί μας, Πέριν. Τα Τέκνα πολύ σπάνια έρχονται από αυτά τα μέρη, κι αν έρθουν, τα αγόρια στη στέγη θα μας δώσουν προειδοποίηση για να κρυφτείς στη σοφίτα. Εδώ θα είσαι ασφαλής».

Το εννοούσε. Στ' αλήθεια το εννοούσε. Όταν ο Πέριν κοίταξε τον αφέντη αλ'Σήν, εκείνος ένευσε ξανά. «Ευχαριστώ», είπε ο Πέριν και ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό. «Αλλά έχω... δουλειές. Έχω να τακτοποιήσω κάτι δουλειές».

Εκείνη αναστέναξε και τον χτύπησε απαλά. «Φυσικά. Κοίτα μόνο να μην πάθεις τίποτα μ' αυτές τις... δουλειές. Τουλάχιστον δεν θα σε ξεπροβοδίσω νηστικό».

Δεν υπήρχαν αρκετά τραπέζια στο σπίτι για να γευματίσουν όλοι καθιστοί κι έτσι μοίρασαν γαβάθες με βραστό από αρνί και κομμάτια τραγανό ψωμί, προειδοποιώντας να μη στάξουν κάτω, κι όλοι έφαγαν όπου στέκονταν ή κάθονταν. Πριν αποφάνε, ένα κοκαλιάρικο αγόρι, που οι καρποί του ξεπρόβαλλαν από τα μανίκια του, μ' ένα τόξο ψηλότερο από το ίδιο, ήρθε τρεχάλα. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι ήταν ο Γουίν Λιούιν, αλλά δεν ήταν σίγουρος· τα παιδιά μεγάλωναν γρήγορα σ' αυτή την ηλικία. «Είναι ο Άρχοντας Λουκ», είπε το αγοράκι ενθουσιασμένο. «Έρχεται ο Άρχοντας Λουκ».

Загрузка...