53 Το Τίμημα Μιας Αναχώρησης

Μόνο τρία κεριά και δυο λάμπες φώτιζαν την κοινή αίθουσα του Πανδοχείου της Οινοπηγής, μιας και υπήρχε έλλειψη τόσο στα κεριά όσο και στο λάδι. Τα δόρατα και τα άλλα όπλα είχαν εξαφανιστεί από τους τοίχους· το βαρέλι με τα παλιά σπαθιά είχε αδειάσει. Οι λάμπες βρίσκονταν πάνω σε δύο τραπέζια, τα οποία είχαν σπρώξει μαζί μπροστά στο ψηλό, πέτρινο τζάκι, όπου η Μάριν αλ'Βέρ, η Νταίζε Κόνγκαρ και άλλες του Κύκλου των Γυναικών ανέτρεχαν στους καταλόγους με τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν απομείνει στο Πεδίο του Έμοντ. Ο Πέριν προσπαθούσε να μην τις ακούει.

Σε ένα άλλο τραπέζι, η ακονόπετρα της Φάιλε έκανε ένα μαλακό, σταθερό φσστ-φσστ καθώς ακόνιζε ένα από τα μαχαίρια της. Είχε μπροστά της ένα τόξο και μια γεμάτη φαρέτρα στη ζώνη. Όπως είχε φανεί, ήταν καλή στο σημάδι, αλλά ο Πέριν έλπιζε να μην ανακάλυπτε ποτέ της ότι χρησιμοποιούσε παιδικό τόξο· δεν μπορούσε να λυγίσει το μακρύ τόξο των αντρών των Δύο Ποταμών, αν και αρνιόταν να το παραδεχτεί.

Παραμέρισε το τσεκούρι του για να μην του τρυπάει το πλευρό και προσπάθησε να συγκεντρωθεί ξανά σ’ αυτό που συζητούσε με τους άντρες γύρω του στο τραπέζι. Δεν είχαν όλοι την προσοχή τους εκεί που έπρεπε.

«Αυτές έχουν λάμπες», μουρμούρισε ο Τσεν, «κι εμείς τα κουτσοβολεύουμε με σπαρματσέτα». Ο ροζιασμένος γέρος αγριοκοίταξε τα δύο κεριά στα μπρούτζινα κηροπήγια.

«Δώσε τόπο στην οργή, Τσεν», έκανε κουρασμένα ο Ταμ, βγάζοντας τσιμπούκι και ταμπακοσακούλα από τη ζώνη του σπαθιού του. «Μια φορά δώσε τόπο στην οργή».

«Αν έπρεπε να διαβάσουμε ή να γράψουμε», είπε ο Άμπελ με φωνή πιο ανυπόνομη απ' όσο έδειχναν τα λόγια του, «θα είχαμε λάμπες». Είχε έναν επίδεσμο τυλιγμένο γύρω από τους κροτάφους του.

Ο Μπραν, σαν να ήθελε να θυμίσει στον καλαμοτεχνίτη ότι ήταν δήμαρχος, έστρωσε την ασημένια πλάκα που κρεμόταν στο στήθος του, η οποία έδειχνε μια ζυγαριά. «Να σκέφτεσαι τη δουλειά που έχουμε να κάνουμε, Τσεν. Δεν θέλω να τρως την ώρα του Πέριν».

«Είπα μόνο ότι έπρεπε να έχουμε λάμπες», παραπονέθηκε ο Τσεν. «Ο Πέριν θα μου έλεγε αν του έτρωγα την ώρα».

Ο Πέριν αναστέναξε· η νύχτα προσπαθούσε να του σφαλίσει τα βλέφαρα. Ευχήθηκε να ήταν κάποιου άλλου η σειρά να εκπροσωπήσει το Συμβούλιο του Χωριού, να ήταν ο Χάραλ Λούχαν, ή ο Γιον Θέην, ή ο Σάμελ Κρω ― οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Τσεν με την γκρίνια του. Επίσης, καμιά φορά ευχόταν να γυρνούσε ένας απ' αυτούς τους άντρες και να του έλεγε αυτά που θα ήθελε να ακούσει. «Νεαρέ μου, αυτό είναι δουλειά του Δημάρχου και τον Συμβουλίου. Γύρνα στο καμίνι σου. Θα σον πούμε τι να κάνεις». Αντιθέτως, ανησυχούσαν μήπως του σπαταλούσαν το χρόνο, τον αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Ο χρόνος. Πόσες επιθέσεις είχαν γίνει αυτές τις επτά μέρες μετά την πρώτη; Δεν ήταν σίγουρος πια.

Ο επίδεσμος στο κεφάλι του Αμπελ ενοχλούσε τον Πέριν. Τώρα οι Άες Σεντάι Θεράπευαν μόνο τις πιο σοβαρές πληγές· αν κανείς τα κατάφερνε χωρίς αυτές, τον άφηναν. Όχι ότι υπήρχαν ακόμα πολλοί βαριά τραυματισμένοι, αλλά, όπως επισήμανε πικρόχολα η Βέριν, ακόμα και οι Άες Σεντάι είχαν ένα όριο στη δύναμή τους· όπως φαινόταν, το κόλπο με τις πέτρες των καταπελτών τις κούραζε όσο και η Θεραπεία. Για μια φορά, δεν ήθελε να σκέφτεται τα όρια της δύναμης των Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολλοί οι βαριά τραυματισμένοι. Ακόμα.

«Πώς πάμε από βέλη;» ρώτησε. Αυτά τα πράγματα έπρεπε να σκέφτεται.

«Καλούτσικα», είπε ο Ταμ ανάβοντας την πίπα του με ένα σπαρματσέτο. «Ακόμα ξαναβρίσκουμε τα περισσότερα από τα χρησιμοποιημένα, τουλάχιστον τη μέρα. Τη νύχτα πολλούς νεκρούς τους σέρνουν αλλού —για να γεμίσουν τα καζάνια, φαντάζομαι― και εκείνα τα χάνουμε». Έβγαζαν και οι άλλοι τα τσιμπούκια τους τώρα, από θύλακες και από τσέπες των σακακιών τους. Ο Τσεν γκρίνιαξε ότι είχε ξεχάσει το θύλακό του. Ο Μπραν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, του έδωσε το δικό του, ενώ το φαλακρό κεφάλι του γυάλιζε στο φως των κεριών.

Ο Πέριν έτριψε το μέτωπό του. Τι ήθελε να ρωτήσει μετά; Τους πασσάλους. Τώρα, στις περισσότερες επιθέσεις η μάχη έφτανε στους πασσάλους, ειδικά τη νύχτα. Πόσες φορές οι Τρόλοκ παραλίγο να περάσουν; Τρεις; Τέσσερις; «Έχουν όλοι δόρυ ή κάποιο μακρύ όπλο; Τι έχει μείνει, ώστε να φτιάξουμε άλλα;» Του απάντησε η σιωπή και ο Πέριν κατέβασε το χέρι του. Οι άντρες τον κοιτούσαν αμίλητοι.

«Το ρώτησες χθες», είπε μαλακά ο Άμπελ. «Και ο Χάραλ σου είπε ότι δεν έχει απομείνει στο χωριό ούτε ένα δρεπάνι, ούτε ένα δικράνι που να μην το κάναμε όπλο. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε περισσότερα όπλα από χέρια».

«Ναι. Φυσικά. Μου διέφυγε». Τα αφτιά του έπιασαν ένα απόσπασμα της συζήτησης στον Κύκλο των Γυναικών.

«...δεν πρέπει να το μάθουν οι άντρες», έλεγε χαμηλόφωνα η Μάριν, σαν να επαναλάμβανε μια συχνή προτροπή.

«Και βέβαια όχι», ξεφύσησε η Νταίζε, μαλακά κι αυτή. «Αν οι ανόητοι μάθουν ότι οι γυναίκες τρώνε μισές μερίδες, θα επιμένουν να τρώμε τα ίδια και δεν μπορούμε...»

Ο Πέριν έκλεισε τα μάτια, προσπάθησε να κλείσει και τα αφτιά του. Φυσικά. Οι άντρες πολεμούσαν. Οι άντρες έπρεπε να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Απλό. Τουλάχιστον δεν είχε χρειαστεί ακόμα να πολεμήσουν οι γυναίκες. Εκτός από τις δύο Αελίτισσες, φυσικά, και τη Φάιλε, όμως αυτή τουλάχιστον ήταν έξυπνη και ήξερε να κάνει πίσω όταν κατέληγαν να λογχίζουν ανάμεσα στους πασσάλους. Αυτός ήταν ο λόγος που της είχε βρει το τόξο. Είχε καρδιά λεοπάρδαλης και θάρρος δύο αντρών μαζί.

«Νομίζω ότι είναι ώρα να πας για ύπνο, Πέριν», πρότεινε ο Μπραν. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι, να κοιμάσαι μια ώρα τώρα και μια ώρα μετά».

Ο Πέριν έξυσε με δύναμη τη γενειάδα του και προσπάθησε να δείξει ότι η προσοχή του ήταν ακόμα συγκεντρωμένη εκεί. «Θα κοιμηθώ αργότερα». Όταν θα τελείωναν όλα. «Κοιμούνται αρκετά οι άντρες; Είδα μερικούς να είναι όρθιοι, ενώ θα έπρεπε να —»

Η εξώπορτα άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα ο κοκαλιάρης Ντάνιλ Λιούιν με το τόξο στο χέρι, λαχανιασμένος. Φορούσε στη ζώνη ένα σπαθί από το βαρέλι· ο Ταμ έκανε μαθήματα όποτε πρόφταινε και μερικές φορές το ίδιο έκανε και κανένας Πρόμαχος.

Πριν ο Ντάνιλ ανοίξει το στόμα, η Νταίζε τον αποπήρε. «Σε στάβλο γεννήθηκες, Ντάνιλ Λιούιν;»

«Για πρόσεχε την πόρτα μου άλλη φορά». Το όλο νόημα βλέμμα της Μάριν απευθυνόταν τόσο στο λιγνό νεαρό, όσο και στην Νταίζε ― μια υπενθύμιση ότι η πόρτα ήταν δική της.

Ο Ντάνιλ έσκυψε το κεφάλι και ξερόβηξε. «Με συγχωρείς, κυρά αλ'Βέρ», έσπευσε να πει. «Με συγχωρείς, Σοφία. Συγνώμη που χώθηκα μέσα έτσι φουριόζος, αλλά έχω μήνυμα για τον Πέριν». Έτρεξε στο τραπέζι των αντρών, σαν να φοβόταν ότι οι γυναίκες θα τον σταματούσαν πάλι. «Οι Λευκομανδίτες έφεραν έναν που θέλει να σου μιλήσει, Πέριν. Δεν μιλάει σε κανέναν άλλο. Είναι άσχημα πληγωμένος, Πέριν. Τον έφεραν μόνο ως την άκρη του χωριού. Μου φαίνεται δεν θα άντεχε να φτάσει στο πανδοχείο».

Ο Πέριν σηκώθηκε όρθιος. «Πάω». Πάντως δεν ήταν άλλη επίθεση. Τη νύχτα ήταν χειρότερες.

Η Φάιλε άρπαξε το τόξο της και τον πλησίασε πριν αυτός φτάσει στην πόρτα. Σηκώθηκε και ο Άραμ επίσης, διστακτικά, από τις σκιές στη βάση της σκάλας. Μερικές φορές ο Πέριν ξεχνούσε ότι ο άλλος ήταν εκεί, τόσο ασάλευτος που καθόταν. Φαινόταν παράξενος με το σπαθί ζωσμένο στους ιμάντες στη ράχη του, πάνω από το λερωμένο σακάκι με τις κίτρινες ρίγες, με μάτια λαμπερά, που δεν έμοιαζαν να ανοιγοκλείνουν ποτέ, με το πρόσωπο ανέκφραστο. Ούτε ο Ράεν, ούτε η Ίλα είχαν μιλήσει στον εγγονό τους από τη μέρα που είχε πιάσει αυτό το σπαθί. Ούτε και στον Πέριν.

«Αν είναι να έρθεις, έλα», του είπε απότομα και ο Άραμ πήγε πίσω του. Ο νεαρός τον ακολουθούσε σαν κυνηγόσκυλο, όταν δεν τσιγκλούσε τον Ταμ, τον Ιχβον ή τον Τόμας να του μάθουν το σπαθί. Ήταν σαν να είχε αντικαταστήσει την οικογένεια και το λαό του με τον Πέριν. Ο Πέριν θα προτιμούσε να μην είχε αυτή την ευθύνη, αλλά να που την είχε.

Το φως του φεγγαριού έλαμπε στις καλαμοσκεπές. Όλα τα σπίτια είχαν φως το πολύ σε ένα παράθυρο, ελάχιστα σε περισσότερα. Το χωριό ήταν ασάλευτο. Περίπου τριάντα Σύντροφοι στέκονταν φρουροί έξω από το πανδοχείο με τα τόξα τους, ενώ όσοι είχα βρει σπαθιά τα φορούσαν· όλοι είχαν υιοθετήσει αυτό το όνομα και ο Πέριν έπιανε τον εαυτό του να το χρησιμοποιεί, κάτι που τον αηδίαζε χωρίς να το λέει. Ο λόγος για τους φρουρούς στο πανδοχείο, ή όπου αλλού πήγαινε ο Πέριν, βρισκόταν στο Δημόσιο Λιβάδι, που δεν ήταν πια γεμάτο πρόβατα και αγελάδες. Πλήθος φωτιές ήταν αναμμένες πάνω από την Οινοπηγή, πέρα από το σημείο που τώρα κρεμόταν νωθρά το ανόητο λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, λαμπερές λιμνούλες στο σκοτάδι, περικυκλωμένες από ανοιχτόχρωμους μανδύες, που έλαμπαν στο φεγγάρι.

Κανένας δεν ήθελε τους Λευκομανδίτες στο σπίτι του, τα οποία ήταν ήδη γεμάτα κόσμο, και ούτως ή άλλως ο Μπόρνχαλντ δεν ήθελε τους στρατιώτες του να χωριστούν. Ο άνθρωπος έμοιαζε να πιστεύει ότι το χωριό θα στρεφόταν εναντίον του ανά πάσα στιγμή· αφού ακολουθούσαν τον Πέριν, σίγουρα ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ακόμα και τα μάτια του Πέριν δεν διέκριναν πρόσωπα γύρω από τις φωτιές, αλλά του φάνηκε ότι ένιωθε τη ματιά του Μπόρνχαλντ, όλο αναμονή και μίσος.

Ο Ντάνιλ ετοίμασε δέκα Συντρόφους για να συνοδεύσουν τον Πέριν, με τα τόξα έτοιμα να τον προστατεύσουν ― όλοι τους νεαροί, που κανονικά θα έπρεπε να γελάνε και να γλεντάνε μαζί του. Ο Άραμ δεν πήγε μαζί με τον Ντάνιλ και τους υπόλοιπους, που προπορεύονταν στο σκοτεινό χωματόδρομο· ήταν με τον Πέριν, με κανέναν άλλο. Η Φάιλε ήταν στο πλευρό του Πέριν, με τα μαύρα μάτια της να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο, με το βλέμμα να χτενίζει τη γύρω περιοχή σαν να ήταν αυτή η μοναδική προστασία του.

Εκεί που ο Παλιός Δρόμος έμπαινε στο Πεδίο του Έμοντ, τα κάρα που τον έκλειναν είχαν παραμερίσει για να μπει η περίπολος των Λευκομανδιτών, είκοσι άντρες με χιονάτους μανδύες και λόγχες, καθισμένοι στα άλογά τους με στιλβωμένες πανοπλίες, ανυπόμονοι όσο και τα άλογά τους, που έσκαβαν με τα πόδια το έδαφος. Ξεχώριζαν μέσα στη νύχτα για όλα τα μάτια και οι Τρόλοκ στο σκοτάδι έβλεπαν καλά όσο κι ο Πέριν, αλλά οι Λευκομανδίτες επέμεναν να κάνουν περιπόλους. Μερικές φορές, οι ανιχνευτές τους είχαν φέρει προειδοποιήσεις στο χωριό και μπορεί οι αποστολές παρενόχλησης να τάραζαν λιγάκι τους Τρόλοκ. Θα ήταν καλό, πάντως, αν ήξερε τι έκαναν πριν το κάνουν.

Μια ομάδα χωρικών και αγροτών, που φορούσαν κομμάτια από παλιές πανοπλίες και σκουριασμένα κράνη, στέκονταν μαζεμένοι γύρω από έναν άντρα με σακάκι αγρότη, που κείτονταν στο δρόμο. Του άνοιξαν χώρο για να περάσει μαζί με τη Φάιλε και έσκυψε στο ένα γόνατο πλάι στον πεσμένο άντρα.

Η μυρωδιά του αίματος ήταν δυνατή· ο ιδρώτας γυάλιζε στο πρόσωπό του, που ήταν γεμάτο σκιές από το φεγγάρι. Από το στήθος του ξεπρόβαλλε ένα βέλος των Τρόλοκ, σαν μικρό δόρυ, χοντρό όσο αντίχειρας ανθρώπου. «Τον... Πέριν... τον... Χρυσομάτη», μουρμούρισε βραχνά, παλεύοντας να πάρει ανάσα. «Πρέπει... να... βρω... τον Πέριν... τον... Χρυσομάτη».

«Φώναξε κανείς σας μια Άες Σεντάι;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν, σηκώνοντας τον άντρα όσο πιο απαλά μπορούσε και αγκαλιάζοντας το κεφάλι του. Δεν περίμενε για την απάντηση· του φαινόταν ότι ο άντρας δεν θα άντεχε μέχρι να έρθει κάποια Άες Σεντάι. «Εγώ είμαι ο Πέριν».

«Ο Χρυσομάτης; Δεν... μπορώ να δω... καλά». Τα πλατιά, ορθάνοιχτα μάτια του ατένιζαν ίσια στο πρόσωπο του Πέριν· αν μπορούσε να δει, θα διέκρινε τα μάτια του Πέριν να λάμπουν χρυσά στο σκοτάδι.

«Είμαι ο Πέριν ο Χρυσομάτης», είπε απρόθυμα.

Ο άνθρωπος τον άρπαξε από το γιακά και του τράβηξε το πρόσωπο κοντά με αναπάντεχη δύναμη. «Ερχόμαστε. Με έστειλαν... να σου πω. Ερχ —» Το κεφάλι του έπεσε πίσω, με τα μάτια του να ατενίζουν το κενό.

«Το Φως να είναι μαζί με την ψυχή του», μουρμούρισε η Φάιλε, περνώντας το τόξο στην πλάτη της.

Ύστερα από μια στιγμή, ο Πέριν ξέσφιξε τα δάχτυλα του άλλου. «Τον ξέρει κανείς;» Οι Δυποταμίτες κοιτάχτηκαν και κούνησαν τα κεφάλια. Ο Πέριν σήκωσε το βλέμμα στους έφιππους Λευκομανδίτες. «Είπε τίποτα άλλο όσο τον φέρνατε; Πού τον βρήκατε;»

Ο Τζάρετ Μπάυαρ τον κοίταξε από κει πάνω, με πρόσωπο λιπόσαρκο και μάτια βαθουλωμένα, μια εικόνα του θανάτου. Οι άλλοι Λευκομανδίτες κοίταζαν αλλού, όμως ο Μπάυαρ πάντα ήθελε να αντικρίζει τα κίτρινα μάτια του Πέριν, ειδικά τη νύχτα, που έλαμπαν. Ο Μπάυαρ μούγκρισε χαμηλόφωνα —ο Πέριν άκουσε τη λέξη «Σκιογέννητος!»― και σπιρούνισε το άλογό του. Η περίπολος μπήκε καλπάζοντας στο χωριό, ανυπόμονη να απομακρυνθεί από τον Πέριν, σαν να ήθελε να ξεφύγει από Τρόλοκ. Ο Άραμ τους ακολούθησε με το βλέμμα ανέκφραστος, με ένα χέρι πάνω από τον ώμο να αγγίζει τη λαβή του σπαθιού.

«Είπαν ότι τον βρήκαν τρία-τέσσερα μίλια προς το νότο». Ο

Ντάνιλ δίστασε. «Λένε ότι οι Τρόλοκ είναι σκορπισμένοι σε μικρές ομάδες, Πέριν. Ίσως τελικά να τα παρατάνε», πρόσθεσε.

Ο Πέριν άφησε κάτω τον ξένο. Ερχόμαστε. «Οι σκοποί να έχουν το νου τους. Ίσως τελικά να έρχεται κάποια οικογένεια που προσπάθησε να κρατήσει το αγρόκτημά της». Δεν πίστευε ότι μπορεί να είχε επιζήσει κανείς εκεί έξω τόσον καιρό, αλλά ίσως να ήταν κι έτσι. «Μη ρίξετε σε κανέναν κατά λάθος». Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και η Φάιλε τον έπιασε από το μπράτσο.

«Είναι ώρα να πλαγιάσεις, Πέριν. Κάποια στιγμή θα πρέπει να κοιμηθείς».

Αυτός μόνο την κοίταξε. Έπρεπε να την είχε αναγκάσει να μείνει στο Δάκρυ. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε. Αν το είχε σκεφτεί σωστά, θα μπορούσε να το είχε κάνει.

Ένας αγγελιοφόρος, ένα σγουρομάλλικο αγόρι που τον έφτανε περίπου ως το στήθος, γλίστρησε ανάμεσα στους Δυποταμίτες και τράβηξε τον Πέριν από το μανίκι. Ο Πέριν δεν τον ήξερε· υπήρχαν πολλές οικογένειες που είχαν έρθει από τα αγροκτήματα. «Κάτι κινείται στο Δυτικό Δάσος, Άρχοντα Πέριν. Με έστειλαν να σου το πω».

«Μη με λες έτσι», του είπε κοφτά ο Πέριν. Αν δεν σταματούσε τα παιδιά, θα το έπιαναν με τη σειρά τους και οι Σύντροφοι. «Πήγαινε πες τους ότι έρχομαι». Το αγόρι έφυγε τρέχοντας.

«Πρέπει να πέσεις στο κρεβάτι σου», είπε αποφασισμένα η Φάιλε. «Ο Τόμας μπορεί να αντιμετωπίσει μια χαρά οποιαδήποτε επίθεση».

«Δεν είναι επίθεση, αλλιώς το αγόρι θα το έλεγε και κάποιος θα φυσούσε τη σάλπιγγα του Τσεν».

Εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο και προσπάθησε να τον τραβήξει προς το πανδοχείο, κι έτσι σύρθηκε μαζί του όταν αυτός ξεκίνησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ύστερα από μερικά λεπτά μάταιων προσπαθειών, τα παράτησε και προσποιήθηκε ότι απλώς τον κρατούσε από το μπράτσο. Αλλά μουρμούριζε μόνη της. Ακόμα φαινόταν να πιστεύει ότι, αν μιλούσε χαμηλόφωνα, δεν θα την άκουγε. Ξεκίνησε με λέξεις όπως «ανόητος», «ξεροκέφαλος» και «βόδι»· μετά το κλιμάκωσε. Ήταν σωστή πομπή, η Φάιλε να μουρμουράει, ο Άραμ να τον ακολουθεί κατά πόδας, ο Ντάνιλ και οι δέκα Σύντροφοι να τον περικυκλώνουν σαν τιμητικό άγημα. Αν δεν ήταν τόσο κουρασμένος, θα ένιωθε εντελώς γελοίος.

Υπήρχαν φρουροί παραταγμένοι σε μικρές ομάδες σ' όλο το μήκος του φράχτη με τους μυτερούς πασσάλους για να φυλάνε τη νύχτα κι η καθεμιά είχε ένα αγόρι για αγγελιοφόρο. Στο δυτικό άκρο του χωριού οι σκοποί είχαν κολλήσει στην εσωτερική μεριά του φράχτη, πιάνοντας τα δόρατα και τα τόξα τους καθώς κοίταζαν προς το Δυτικό Δάσος. Ακόμα και με το φως του φεγγαριού, σίγουρα αυτοί οι άντρες έβλεπαν ένα μαύρο όγκο αντί για δέντρα.

Ο μανδύας του Τόμας έμοιαζε εξαφανίζει μέσα στη νύχτα κάποια μέρη του σώματος του. Η Μπάιν και η Τσιόν ήταν μαζί του· για κάποιο λόγο, οι δύο Κόρες, από τότε που είχαν φύγει ο Λόιαλ και ο Γκαούλ, περνούσαν κάθε νύχτα σ' αυτή την άκρη του Πεδίου του Έμοντ. «Δεν θα σε ενοχλούσα», είπε ο Πρόμαχος στον Πέριν, «αλλά φαίνεται να είναι μόνο ένας εκεί πέρα και σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να...»

Ο Πέριν ένευσε. Όλοι ήξεραν για την όραση του, ειδικά στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών πίστευαν ότι ήταν κάτι ξεχωριστό, κάτι που τον έκανε ήρωα. Δεν είχε ιδέα τι σκέφτονταν οι Πρόμαχοι ή οι Άες Σεντάι. Απόψε ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να σκεφτεί. Επτά μέρες και πόσες επιθέσεις;

Η άκρη του Δυτικού Δάσους ήταν πεντακόσια βήματα παραπέρα. Ακόμα και για τα δικά του μάτια, τα δέντρα γίνονταν ένα με τις σκιές. Κάτι κινιόταν. Κάτι αρκετά μεγάλο για να είναι Τρόλοκ. Μια μεγάλη μορφή, που κουβαλούσε... Το φορτίο σήκωσε ένα χέρι. Έναν άνθρωπο. Μια ψηλή σκιά, που κουβαλούσε έναν άνθρωπο.

«Δεν θα ρίξουμε!» φώναξε. Ήθελε να γελάσει· για την ακρίβεια, συνειδητοποίησε ότι γελούσε. «Έλα! Έλα, Λόιαλ!»

Η αμυδρή μορφή προχωρούσε με κοπιαστικά βήματα, πιο γρήγορα απ' όσο μπορούσε να τρέξει άνθρωπος. Όταν εμφανίστηκε καθαρά, φάνηκε ότι ήταν ο Ογκιρανός, που πλησίαζε στο χωριό κουβαλώντας τον Γκαούλ.

Οι Δυποταμίτες φώναζαν ενθαρρυντικά, σαν να ήταν αγώνας δρόμου. «Τρέξε, Ογκιρανέ! Τρέξε!» Ίσως ήταν αγώνας δρόμου· δεν ήταν λίγες οι επιθέσεις που είχαν ξεκινήσει από εκείνο το δάσος.

Λίγο πριν από τους πασσάλους, ο Λόιαλ σταμάτησε απότομα· μόλις που έφτανε ο χώρος για να περάσουν τα χοντρά πόδια του πλαγίως ανάμεσα από τους πασσάλους. Όταν πέρασε το εμπόδιο και βρέθηκαν από την πλευρά του χωριού, άφησε τον Αελίτη κάτω και έπεσε στο έδαφος λαχανιασμένος και έγειρε την πλάτη στο φράχτη, με τα φουντωτά αφτιά του κρεμασμένα από την κούραση. Ο Γκαούλ χοροπήδησε στο ένα πόδι και μετά κάθισε κι αυτός, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ έπεσαν πάνω του για να περιποιηθούν τον αριστερό μηρό του, όπου το παντελόνι του ήταν σχισμένο και μαύρο από το ξεραμένο αίμα. Του είχαν μείνει μόνο δύο δόρατα και η φαρέτρα του ήταν άδεια. Το τσεκούρι του Λόιαλ έλειπε κι αυτό.

«Βλάκα Ογκιρανέ», γέλασε με συγκίνηση ο Πέριν. «Πού φεύγεις έτσι; Καλά που δεν βάζω την Νταίζε Κόνγκαρ να σε δείρει με τη βέργα. Τουλάχιστον είσαι ζωντανός. Τουλάχιστον γύρισες». Η φωνή του κόπηκε καθώς το έλεγε. Ζωντανός. Και πάλι πίσω στο Πεδίο του Έμοντ.

«Τα καταφέραμε, Πέριν», είπε ξέπνοος ο Λόιαλ μ' ένα κουρασμένο μπουμπουνητό. «Πριν από τέσσερις μέρες. Κλείσαμε την Πύλη. Τώρα, για να ξανανοίξει, θέλει τους Πρεσβύτερους ή μια Άες Σεντάι».

«Με κουβαλούσε σχεδόν σ' όλο το δρόμο από τα βουνά», είπε ο Γκαούλ. «Τις πρώτες τρεις μέρες μας κυνηγούσαν ένας Νυκτοδρομέας και πενήντα Τρόλοκ, μα ο Λόιαλ έτρεχε πιο γρήγορα». Προσπαθούσε να διώξει τις Κόρες, αλλά χωρίς επιτυχία.

«Κάτσε ακίνητος, Σάαραντ», τον μάλωσε η Τσιάντ, «αλλιώς θα πω ότι σε άγγιξα οπλισμένο και θα σε αφήσω να διαλέξεις τι θα κάνεις για την τιμή σου». Η Φάιλε γέλασε ενθουσιασμένη. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε, αλλά το σχόλιο έκανε τον ατάραχο Αελίτη να πανικοβληθεί. Επέτρεψε στις Κόρες να του φροντίσουν το πόδι.

«Είσαι καλά, Λόιαλ;» ρώτησε ο Πέριν. «Έχεις τραυματιστεί;»

Ο Ογκιρανός σηκώθηκε όρθιος με προφανή κόπο και για μια στιγμή λικνίστηκε σαν δέντρο έτοιμο να πέσει. Τα αφτιά του ακόμα κρέμονταν ασάλευτα. «Όχι, δεν είμαι τραυματισμένος, Πέριν. Μόνο κουρασμένος. Μην ανησυχείς για μένα. Πάει πολύς καιρός που λείπω από τα στέντιγκ. Δεν φτάνουν μερικές επισκέψεις». Κούνησε το κεφάλι του, σαν να είχαν λοξοδρομήσει οι σκέψεις του. Το πλατύ του χέρι έκρυψε τον ώμο του Πέριν. «Να κοιμηθώ λίγο και θα είμαι μια χαρά». Χαμήλωσε τη φωνή. Τη χαμήλωσε για τα μέτρα των Ογκιρανών· για τους ανθρώπους έμοιαζε με βαρύ βουητό μέλισσας. «Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα εκεί έξω, Πέριν. Συνήθως ήμασταν πίσω από τις τελευταίες ομάδες που κατέβαιναν. Κλειδώσαμε την Πύλη, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν ήδη αρκετές χιλιάδες Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς και ίσως πενήντα Μυρντράαλ».

«Δεν είναι έτσι», ανακοίνωσε μεγαλόφωνα ο Λουκ. Είχε έρθει καλπάζοντας με το άλογο από το Βόρειο Δρόμο, ακολουθώντας την τελευταία σειρά των σπιτιών. Σταμάτησε επιδεικτικά, τραβώντας τα χαλινάρια του μαύρου αλόγου του για να σηκωθεί στα πίσω πόδια, με τις οπλές των μπροστινών ποδιών να κλωτσάνε τον αέρα. «Σίγουρα ξέρεις να τραγουδάς τα δέντρα, Ογκιρανέ, αλλά είναι διαφορετικό να πολεμάς Τρόλοκ. Υπολογίζω ότι τώρα είναι λιγότεροι από χίλιοι. Επίφοβη δύναμη, βεβαίως, μα όχι κάτι που να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές οι γερές άμυνες και αυτοί οι γενναίοι άντρες. Άλλο ένα τρόπαιο για σένα, «Άρχοντα Πέριν Χρυσομάτη». Γελώντας, πέταξε ένα γεμάτο, υφασμάτινο σάκο στον Πέριν. Ο πάτος του σάκου γυάλιζε σκούρος και υγρός στο φεγγαρόφωτο.

Ο Πέριν τον έπιασε στον αέρα και τον πέταξε πέρα από τους πασσάλους, παρά το βάρος του. Σίγουρα ήταν τα κεφάλια τεσσάρων-πέντε Τρόλοκ και ίσως ενός Μυρντράαλ. Ο άνθρωπος έφερνε τα τρόπαια του κάθε βράδυ κι ακόμα έμοιαζε να περιμένει ότι θα τα έστηναν σε κοντάρια για να τα θαυμάζουν όλοι. Μερικοί από τους Κόπλιν και τους Κόνγκαρ του είχαν ετοιμάσει γλέντι τη βραδιά που είχε έρθει με δύο κεφάλια Ξέθωρων.

«Ούτε κι εγώ ξέρω από μάχες;» απαίτησε να μάθει ο Γκαούλ, ενώ σηκωνόταν όρθιος με κόπο. «Εγώ σου λέω ότι είναι αρκετές χιλιάδες».

Τα δόντια του Λουκ άστραψαν λευκά καθώς χαμογελούσε. «Πόσες μέρες έχεις περάσει στη Μάστιγα, Αελίτη; Εγώ πέρασα πολλές». Μπορεί να ήταν άγρια γκριμάτσα και όχι χαμόγελο. «Πολλές. Πίστεψε ό,τι θέλεις, Χρυσομάτη. Οι ατέλειωτες μέρες θα φέρουν ό,τι είναι να φέρουν, όπως πάντα». Ξανασήκωσε το άλογό του όρθιο, το έκανε να γυρίσει και έφυγε καλπάζοντας ανάμεσα στα σπίτια και τα δέντρα που κάποτε αποτελούσαν την άκρη του Δυτικού Δάσους. Οι Δυποταμίτες σάλεψαν ανήσυχα, άλλοι κοιτώντας τον να φεύγει κι άλλοι τη νύχτα.

«Κάνει λάθος», είπε ο Λόιαλ. «Ο Γκαούλ κι εγώ ξέρουμε τι είδαμε». Το πρόσωπό του είχε κρεμάσει από την κούραση, οι άκρες του μεγάλου στόματος του ήταν γυρισμένες προς τα κάτω, τα μακριά φρύδια του έπεφταν στα μάγουλα. Δεν ήταν παράξενο αυτό, αφού για τρεις ή τέσσερις μέρες κουβαλούσε τον Γκαούλ.

«Κάνατε πολλά, Λόιαλ», είπε ο Πέριν, «μαζί εσύ κι ο Γκαούλ. Κάτι σπουδαίο. Φοβάμαι ότι τώρα η κρεβατοκάμαρά σου φιλοξενεί πέντ' έξι Μάστορες, αλλά η κυρά αλ'Βέρ θα σου βάλει ένα στρώμα. Είναι ώρα να αναπληρώσεις τον ύπνο που σου λείπει».

«Το ίδιο και για σένα, Πέριν Αϋμπάρα». Τα περαστικά σύννεφα στο φεγγαρόλουστο ουρανό έριχναν παιχνιδιάρικες σκιές στην ανασηκωμένη μυτούλα και τα ψηλά ζυγωματικά της Φάιλε. Ήταν πολύ όμορφη. Μα η φωνή της ήταν σκληρή σαν πέτρα. «Αν δεν πας τώρα, θα βάλω να σε κουβαλήσει ο Λόιαλ. Δεν μπορείς καλά-καλά να σταθείς όρθιος».

Ο Γκαούλ δυσκολευόταν να περπατήσει με το πληγωμένο πόδι του. Η Μπάιν τον έπιασε από τη μια μεριά. Αυτός προσπάθησε να διώξει την Τσιάντ, που ήθελε να τον στηρίξει από την άλλη, όμως αυτή μουρμούρισε με έναν απειλητικό τόνο κάτι σαν «γκαϊ'σάιν»

και η Μπάιν γέλασε, οπότε ο Αελίτης τις άφησε και τις δύο να τον βοηθήσουν, μονολογώντας οργισμένος. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που του είχαν πει οι Κόρες, τον είχε ταράξει.

Ο Ταμ χτύπησε τον Πέριν στον ώμο. «Φύγε, άνθρωπέ μου. Όλοι θέλουν ύπνο». Εκείνος έμοιαζε ότι θα άντεχε ξύπνιος άλλες τρεις μέρες.

Ο Πέριν ένευσε.

Άφησε τη Φάιλε να τον οδηγήσει στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, με τον Λόιαλ, τον Αραμ και τους Αελίτες να τον ακολουθούν, ενώ ο Ντάνιλ και οι δέκα Σύντροφοι βάδιζαν σε έναν κύκλο γύρω του. Δεν κατάλαβε πότε οι άλλοι ακολούθησαν το δικό τους δρόμο, όμως στο τέλος βρέθηκε μόνος με τη Φάιλε στο δωμάτιό του, στον πρώτο όροφο του πανδοχείου.

«Ολόκληρες οικογένειες τα βολεύουν με τόσο χώρο και λιγότερο», μουρμούρισε. Ένα κερί έκαιγε στην πέτρινη κορνίζα του μικρού τζακιού. Άλλοι τα έβγαζαν πέρα χωρίς κερί, όμως η Μάριν του άναβε ένα μόλις σκοτείνιαζε, για να μην κάνει τον κόπο ο ίδιος. «Μπορώ να κοιμηθώ έξω, με τον Ντάνιλ, τον Μπαν και τους άλλους».

«Μην είσαι βλάκας», του είπε η Φάιλε με έναν τόνο που έκανε τη λέξη να ακουστεί τρυφερή. «Αφού η Αλάνα και η Βέριν έχουν καθεμιά το δικό της δωμάτιο, το ίδιο πρέπει κι εσύ».

Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι του είχε βγάλει το σακάκι και του έλυνε τα κορδόνια του πουκάμισου. «Δεν είμαι τόσο κουρασμένος ώστε να μην μπορώ να ξεντυθώ». Την έσπρωξε έξω μαλακά.

«Βγάλε τα όλα», τον διέταξε. «Όλα, μ' ακούς; Δεν μπορείς να κοιμηθείς καλά όταν είσαι ντυμένος, όπως νομίζεις».

«Αυτό θα κάνω», της υποσχέθηκε. Όταν έκλεισε την πόρτα, έβγαλε τις μπότες του πριν σβήσει το κερί και πέσει κάτω. Της Μάριν δεν θα της άρεσε να ανεβάζει τις βρώμικες μπότες του στα στρωσίδια.

Ήταν χιλιάδες, έτσι είχαν πει ο Γκαούλ και ο Λόιαλ. Όμως πόσους μπορούσαν να δουν οι δυο τους, που έτρεχαν για να επιστρέψουν και περνούσαν κρυμμένοι τα βουνά; Ήταν χίλιοι το πολλοί, ισχυριζόταν ο Λουκ, αλλά ο Πέριν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί αυτό τον άνθρωπο, όσα τρόπαια κι αν έφερνε. Ήταν σκορπισμένοι, κατά τους Λευκομανδίτες. Πόσο μπορεί να τους είχαν πλησιάσει με την αρματωσιά και τους μανδύες να λάμπουν στο σκοτάδι σαν φανάρια;

Ίσως υπήρχε τρόπος να το δει με τα μάτια του. Μετά την τελευταία επίσκεψη του, απέφευγε το λυκίσιο όνειρο· κάθε φορά που σκεφτόταν να ξαναγυρίσει, φούσκωνε μέσα του η λαχτάρα να κυνηγήσει αυτό τον Μακελάρη, αλλά οι ευθύνες του ήταν εδώ, στο Πεδίο του Έμοντ. Ίσως, όμως, τώρα... Ο ύπνος τον κατάπιε, ενώ ακόμα το συλλογιζόταν.


Στεκόταν στο Δημόσιο Λιβάδι λουσμένος στο χαμηλωμένο, απογευματινό ήλιο, ενώ μερικά λευκά σύννεφα έπλεαν αργά στον ουρανό. Δεν υπήρχαν πρόβατα ή γελάδια γύρω από το λευκό ιστό, όπου ένα αεράκι χάιδευε το κόκκινο λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, αν και μια γαλαζόμυγα βούιζε κοντά στο πρόσωπό του. Δεν υπήρχαν άνθρωποι ανάμεσα στα σπίτια με τις καλαμοσκεπές. Μικρές στοίβες στεγνά ξύλα πάνω σε στάχτες έδειχναν πού βρίσκονταν οι φωτιές των Λευκομανδιτών· σπανίως έβλεπε κάτι να καίγεται στο λυκίσιο όνειρο, μόνο ό,τι ήταν έτοιμο να καεί ή ήταν ήδη καρβουνιασμένο. Δεν υπήρχαν κοράκια στον ουρανό.

Καθώς κοίταζε μήπως δει τα πουλιά, ένα μέρος του ουρανού σκοτείνιασε κι έγινε παράθυρο σε κάτι άλλο. Η Εγκουέν στεκόταν ανάμεσα σε μερικές γυναίκες με φόβο στο βλέμμα· οι γυναίκες γονάτισαν αργά γύρω της. Μια απ' αυτές ήταν η Νυνάβε και επίσης του φάνηκε ότι είχε δει τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της Ηλαίην. Εκείνο το παράθυρο ξεθώριασε και έδωσε σε άλλο τη θέση του. Ο Ματ στεκόταν γυμνός και δεμένος, μουγκρίζοντας· ένα αλλόκοτο δόρυ με μαύρο κοντάρι ήταν βαλμένο οριζόντια ανάμεσα στην πλάτη και τους αγκώνες του. Ο Ματ χάθηκε και έγινε ο Ραντ. Έτσι του φάνηκε, πως ήταν ο Ραντ, που φορούσε κουρέλια και τριμμένο μανδύα, με έναν επίδεσμο να του δένει τα μάτια. Το τρίτο παράθυρο εξαφανίστηκε· ο ουρανός ήταν πια μόνο ουρανός, άδειος, εκτός από τα σύννεφα.

Ο Πέριν ανατρίχιασε. Αυτά τα οράματα του λυκίσιου ονείρου δεν έμοιαζαν να σχετίζονται με όσα ήξερε στην πραγματικότητα. Ίσως εδώ, που τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν τόσο γρήγορα, η ανησυχία που ένιωθε για τους φίλους του να γινόταν ορατή. Ό,τι κι αν ήταν, απλώς έχανε χρόνο ανησυχώντας γι' αυτά.

Δεν ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε ότι φορούσε ένα μακρύ, δερμάτινο γιλέκο σιδερά, χωρίς πουκάμισο, αλλά όταν έβαλε το χέρι στη ζώνη βρήκε το σφυρί, όχι το τσεκούρι του. Έσμιξε τα φρύδια και συγκεντρώθηκε στη μακριά, δρεπανοειδή λεπίδα με το χοντρό καρφί. Αυτό χρειαζόταν τώρα. Αυτό είδε. Το σφυρί άλλαξε αργά, σαν να αντιστεκόταν, όμως όταν τελικά είδε το τσεκούρι να κρέμεται στη χοντρή θηλιά, άστραφτε επικίνδυνα. Γιατί τον πολεμούσε τόσο; Ήξερε τί ήθελε. Μια γεμάτη φαρέτρα εμφανίστηκε στον άλλο γοφό του, ένα μακρύ τόξο στο χέρι και μια δερμάτινη χειρίδα στον αριστερό πήχη του.

Με τρεις δρασκελιές, που θόλωσαν τη γη κάτω από τα πόδια του από την ταχύτητα, έφτασε εκεί που υποτίθεται ότι βρίσκονταν τα πλησιέστερα στρατόπεδα των Τρόλοκ, τρία μίλια έξω από το χωριό. Το τελευταίο βήμα τον κατέβασε ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ψηλούς σωρούς ξύλα πάνω σε παγωμένες στάχτες, σε ένα τσαλαπατημένο χωράφι με κριθάρι· ανάμεσα στα κούτσουρα είδε σπασμένες καρέκλες και πόδια τραπεζιών, ακόμα και μια πόρτα αγροικίας. Μεγάλα, μαύρα, σιδερένια καζάνια στέκονταν έτοιμα να κρεμαστούν πάνω από τις φωτιές. Άδεια καζάνια, φυσικά, αν και ήξερε τι θα μπορούσαν να έχουν κομμένο μέσα τους, όπως και τι θα μπορούσε να είναι περασμένο στις χοντρές, σιδερένιες σούβλες που ήταν απλωμένες πάνω από μερικούς σωρούς ξύλων. Πόσους Τρόλοκ εξυπηρετούσαν αυτές οι φωτιές; Δεν υπήρχαν σκηνές και οι κουβέρτες που ήταν σκορπισμένες γύρω, λερωμένες, ζέχνοντας πολυκαιρισμένο ιδρώτα των Τρόλοκ, δεν βοηθούσαν· πολλοί Τρόλοκ κοιμόνταν σαν ζώα, ξεσκέπαστοι στο χώμα, καμιά φορά ανοίγοντας ένα λάκκο για να ξαπλώσουν μέσα.

Με μικρότερες δρασκελιές, που κάλυπταν το πολύ εκατό βήματα η καθεμία, ενώ η γη φαινόταν μόνο να σκοτεινιάζει για λίγο κάτω από τα πόδια του, έκανε τον κύκλο του Πεδίου του Έμοντ, από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, από λιβάδια σε χωράφια με κριθάρι και ταμπάκ, ανάμεσα σε σκόρπιες συστάδες δέντρων, ακολουθώντας καρόδρομους και μονοπατάκια, βρίσκοντας όλο και περισσότερες εστίες που περίμεναν τους Τρόλοκ, καθώς ακολουθούσε μια κυκλική διαδρομή που σταδιακά απλωνόταν προς τα έξω. Πάρα πολλές. Εκατοντάδες φωτιές. Αυτό σήμαινε αρκετές χιλιάδες Τρόλοκ. Πέντε χιλιάδες, δέκα χιλιάδες ή και διπλάσιοι αν ήταν ― δεν θα είχε σημασία για το Πεδίο του Έμοντ, αν όλοι επιτίθονταν μονομιάς.

Πιο πέρα, προς το νότο, τα ίχνη των Τρόλοκ εξαφανίζονταν. Τουλάχιστον τα ίχνη της πρόσφατης παρουσίας τους. Μερικές φάρμες ή στάβλοι στέκονταν απείραχτοι. Σκόρπια, καμένα κομμάτια γης ήταν τα απομεινάρια των χωραφιών με κριθάρι ή ταμπάκ· αλλού, μεγάλα κομμάτια είχαν ποδοπατηθεί από τα στρατεύματα που περνούσαν. Δεν υπήρχε λόγος άλλος γι' αυτό, πέρα από τη χαρά της καταστροφής· όταν είχαν γίνει αυτές οι λεηλασίες, οι άνθρωποι τα είχαν εγκαταλείψει προ πολλού. Κάποια στιγμή οι δρασκελιές του τον έφεραν πάνω σε ένα πλατύ μέρος γεμάτο στάχτες, ενώ μερικές καρβουνιασμένες ρόδες από κάποιες άμαξες είχαν ακόμα ίχνη από λαμπερά χρώματα εδώ κι εκεί. Η περιοχή όπου είχε καταστραφεί το καραβάνι των Τουάθα’αν του έφερε μεγαλύτερη οδύνη κι από τις αγροικίες. Η Οδός του Φύλλου κάπου θα έπρεπε να έχει μια ευκαιρία. Κάπου. Όχι εδώ. Αρνήθηκε να κοιτάξει άλλο και πήδηξε περίπου ένα μίλι προς το νότο.

Κάποια στιγμή έφτασε στο Ντέβεν Ράιντ, όπου οι καλαμένιες στέγες κύκλωναν ένα δημόσιο λιβάδι και μια λιμνούλα, την οποία γέμιζε μια πηγή περιτειχισμένη με πέτρα· τα αυλάκια όπου κυλούσε το νερό είχαν φθαρεί εδώ και καιρό και είχαν βαθύνει περισσότερο από τότε που τα είχαν φτιάξει. Το πανδοχείο στην άκρη του λιβαδιού, η Χήνα και ο Αυλός, είχε κι αυτό καλαμοσκεπή και ήταν μεγαλύτερο από το Πανδοχείο της Οινοπηγής, παρ' όλο που σίγουρα το Ντέβεν Ράιντ είχε λιγότερους επισκέπτες από το Πεδίο του Έμοντ. Το χωριό, πάντως, δεν ήταν μεγαλύτερο. Οι άμαξες και τα κάρα έξω από κάθε σπίτι έδειχναν ότι οι άνθρωποι από τις φόρμες είχαν έρθει εδώ με τις οικογένειές τους. Άλλα κάρα έκλειναν τους δρόμους και τους χώρους ανάμεσα στα σπίτια, μέχρι την άκρη του χωριού. Οι προφυλάξεις αυτές δεν θα σταματούσαν ούτε μία από τις επιθέσεις που είχε δεχτεί το Πεδίο του Έμοντ τις τελευταίες επτά μέρες.

Ο Πέριν έκανε τρεις βόλτες γύρω από το χωριό και βρήκε μόνο πέντ' έξι στρατόπεδα των Τρόλοκ. Ήταν αρκετά για να μαντρώσουν τον κόσμο στο χωριό. Να τον μαντρώσουν ώσπου να ξεμπερδέψουν με το Πεδίο του Έμοντ. Ύστερα οι Τρόλοκ θα ορμούσαν στο Ντέβεν Ράιντ όποτε θα είχαν διάθεση οι Ξέθωροι. Ίσως υπήρχε τρόπος να στείλει μήνυμα σ' αυτούς τους χωρικούς. Αν διέφευγαν προς το νότο, ίσως να έβρισκαν τρόπο να περάσουν το Λευκό Ποταμό. Θα ήταν προτιμότερο να διασχίσουν το ανεξερεύνητο Δάσος των Σκιών κάτω από τον ποταμό, παρά να περιμένουν να πεθάνουν.

Ο χρυσός ήλιος δεν είχε σαλέψει ούτε πόντο. Ο χρόνος ήταν αλλιώτικος εδώ.

Άρχισε να τρέχει βόρεια τόσο γρήγορα, ώστε ακόμα και το Πεδίο του Έμοντ πέρασε από κάτω του σαν θολούρα. Ο Λόφος της Σκοπιάς, που πρόβαλλε στρογγυλός, ήταν φραγμένος με κάρα και άμαξες ανάμεσα στα σπίτια, σαν το Ντέβεν Ράιντ. Ένα λάβαρο ανέμιζε τεμπέλικα στην αύρα, σε έναν ψηλό ιστό μπροστά από το Άσπρο Αγριογούρουνο στη ράχη του λόφου ― ένας κόκκινος αετός εν πτήσει, σε γαλάζιο φόντο. Ο Κόκκινος Αετός ήταν κάποτε το σύμβολο της Μανέθερεν. Ίσως η Αλάνα ή η Βέριν να είχαν αναφέρει αυτές τις αρχαίες ιστορίες όταν βρίσκονταν στο Λόφο της Σκοπιάς.

Κι εδώ, επίσης, βρήκε λίγα μόνο στρατόπεδα των Τρόλοκ, αρκετά για να κλειστούν μέσα οι χωρικοί. Εδώ είχαν πιο εύκολη διέξοδο από το να προσπαθήσουν να διασχίσουν το Λευκό Ποταμό με τα απέραντα, ορμητικά νερά του.

Έτρεξε βόρεια, προς το Τάρεν Φέρυ, στην όχθη του Ταρεντρέλε, που είχε μεγαλώσει λέγοντάς τον ποταμό Τάρεν, Εδώ υπήρχαν στενά σπίτια χτισμένα πάνω σε ψηλά, πέτρινα θεμέλια για να γλιτώνουν από την ετήσια πλημμύρα του Τάρεν, όταν τα χιόνια έλιωναν στα Όρη της Ομίχλης. Σχεδόν τα μισά απ' αυτά τα θεμέλια τώρα στήριζαν μόνο σωρούς στάχτης και καρβουνιασμένα δοκάρια, κάτω από εκείνο το αναλλοίωτο, απογευματινό φως. Δεν υπήρχαν άμαξες εδώ, κανένα ίχνος άμυνας. Και πουθενά στρατόπεδα των Τρόλοκ απ' όσο έψαξε. Μάλλον δεν είχαν απομείνει άνθρωποι εδώ.

Στην όχθη του ποταμού, τα νερά έγλειφαν μια γερή, ξύλινη προβλήτα κι ένα βαρύ σκοινί, που κύρτωνε καθώς περνούσε πάνω από το αφρισμένο ποτάμι. Το σκοινί κατέληγε στους σιδερένιους κρίκους ενός κοντού πλεούμενου με επίπεδο κατάστρωμα, το οποίο ήταν κολλημένο στην προβλήτα, Το πέραμα ήταν ακόμα εκεί, απείραχτο.

Μ' ένα άλμα διάβηκε το ποτάμι· στην απέναντι όχθη είδε χαραγμένα στο χώμα σημάδια από ρόδες και ολόγυρα να κείτονται τα πράγματα κάποιου νοικοκυριού. Καρέκλες και όρθιοι καθρέφτες, σεντούκια, μερικά τραπέζια, ακόμα και μια γυαλισμένη ντουλάπα με πουλιά σκαλισμένα στα φύλλα της, όλα τα πράγματα που είχαν προσπαθήσει να σώσουν πανικόβλητοι οι άνθρωποι και ύστερα τα είχαν εγκαταλείψει για να τρέξουν πιο γρήγορα. Θα διέδιδαν τα νέα γι' αυτά που είχαν συμβεί εδώ, όπως και γι' αυτό που συνέβαινε στους Δύο Ποταμούς. Κάποιοι θα είχαν πια φτάσει στο Μπάερλον, εκατό μίλια και παραπάνω προς το βορρά, και σίγουρα θα είχαν περάσει από τις φάρμες και τα χωριά ανάμεσα στο Μπάερλον και το ποτάμι. Τα νέα θα διαδίδονταν. Σ' ένα μήνα θα έφταναν στο Κάεμλυν, στη Βασίλισσα Μοργκέις και τους Φρουρούς της Βασίλισσας, με την εξουσία της να κινήσει στρατούς. Ένα μήνα, αν ήθελε η τύχη. Κι άλλο τόσο για να έρθουν, από τη στιγμή που θα το πίστευε η Μοργκέις. Πολύ αργά για το Πεδίο του Έμοντ. Ίσως πολύ αργά για όλους τους Δύο Ποταμούς.

Πάντως δεν ήταν λογικό να είχαν αφήσει οι Τρόλοκ να το σκάσει έστω κι ένας. Ή οι Μυρντράαλ, εν πάση περιπτώσει· οι Τρόλοκ δεν φαίνονταν να σκέφτονται πέρα από τη στιγμή. Αν ρωτούσες τον Πέριν, θα έλεγε ότι η καταστροφή του περάματος θα ήταν η πρώτη δουλειά των Ξέθωρων. Πώς ήταν σίγουροι ότι δεν υπήρχαν αρκετοί στρατιώτες στο Μπάερλον για να έρθουν εδώ;

Έσκυψε για να σηκώσει μια κούκλα με ζωγραφισμένο, ξύλινο πρόσωπο και ένα βέλος έσκισε τον αέρα στο σημείο που βρισκόταν πριν το στήθος του.

Τινάχτηκε αμέσως από το σημείο που είχε σκύψει και πήδηξε στην όχθη, μια θολούρα που διέγραψε μια θαμπή καμπύλη εκατό βήματα μάκρος, καθώς έφτανε στο δάσος και ζάρωνε κάτω από ένα ψηλό λέδερλιφ. Ολόγυρά του, το έδαφος του δάσους ήταν γεμάτο θάμνους, κληματσίδες και δέντρα πεσμένα από τις πλημμύρες.

Ο Μακελάρης. Ο Πέριν είχε το βέλος στη χορδή και αναρωτήθηκε αν το είχε βγάλει από τη φαρέτρα ή αν το είχε εμφανίσει εκεί με τη σκέψη. Ο Μακελάρης.

Ενώ ήταν έτοιμος να ξαναπηδήξει, κοντοστάθηκε. Ο Μακελάρης ήξερε πού περίπου βρισκόταν. Ο Πέριν είχε ακολουθήσει με σχετική άνεση τη θολή μορφή του άλλου την προηγούμενη φορά· εκείνη η μακρουλή θαμπάδα ήταν ολοφάνερη, αν ήσουν ακίνητος. Δυο φορές ως τώρα είχε παίξει το παιχνίδι του άλλου και παραλίγο να χάσει. Ας έπαιζε αυτή τη φορά ο Μακελάρης το παιχνίδι του Πέριν. Στάθηκε και περίμενε.

Κοράκια πέταξαν χαμηλά πάνω από τις κορφές των δέντρων, ψάχνοντας, κρώζοντας. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση που μπορεί να τον πρόδιδε· ούτε που σάλευε. Μόνο τα μάτια του κινούνταν, εξετάζοντας το δάσος γύρω του. Μια πνοή αέρα του έφερε μια παγερή οσμή, ανθρώπινη και παράλληλα όχι· ο Πέριν χαμογέλασε. Δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός από τα κοράκια· αυτός ο Μακελάρης ήξερε να παραμονεύει. Αλλά δεν είχε συνηθίσει να τον κυνηγούν. Τι άλλο είχε ξεχάσει ο Μακελάρης, εκτός από τις μυρωδιές; Σίγουρα δεν θα περίμενε τον Πέριν να μείνει στο ίδιο σημείο που είχε πατήσει αρχικά. Τα ζώα τρέχουν να ξεφύγουν από τον κυνηγό· ακόμα και οι λύκοι τρέχουν.

Μια υπόνοια κίνησης και για μια στιγμή ένα πρόσωπο φάνηκε πάνω από ένα πεσμένο πεύκο πενήντα βήματα πιο πέρα. Οι λοξές ακτίνες του ήλιου το φώτισαν καθαρά. Μαύρα μαλλιά και γαλανά μάτια, ένα πρόσωπο όλο σκληρές γραμμές και γωνίες, που έμοιαζε πολύ με το πρόσωπο του Λαν. Μόνο που σ' εκείνη τη φευγαλέα εικόνα ο Μακελάρης έγλειψε δυο φορές τα χείλη του· το μέτωπό του είχε γεμίσει ζάρες και το βλέμμα του τιναζόταν πέρα-δώθε ψάχνοντας. Ο Λαν δεν θα άφηνε την ανησυχία του να φανεί, ακόμα κι αν στεκόταν μόνος μπροστά σε χίλιους Τρόλοκ. Μόνο μια στιγμή και το πρόσωπο χάθηκε ξανά. Τα κοράκια χιμούσαν και στροβιλίζονταν από πάνω, σαν να ένιωθαν την αγωνία του Μακελάρη, και φοβούνταν να έρθουν κάτω από τα φυλλώματα.

Ο Πέριν περίμενε και παρακολουθούσε ακίνητος. Σιωπή. Μόνο η κρύα μυρωδιά του έλεγε ότι δεν ήταν μόνος με τα κοράκια εκεί ψηλά.

Το πρόσωπο του Μακελάρη εμφανίστηκε ξανά, καθώς κοιτούσε από πίσω από το χοντρό κορμό μιας βελανιδιάς στα αριστερά του. Τριάντα βήματα. Οι βελανιδιές σκότωναν τα περισσότερα φυτά που φύτρωναν κοντά τους· μόνο μερικά μανιτάρια και κάποια χορτάρια ξεπηδούσαν από το χαλί των πεσμένων, σαπισμένων φύλλων κάτω από τα κλαριά της. Ο άνθρωπος βγήκε αργά από την κρυψώνα του, χωρίς οι μπότες του να κάνουν τον παραμικρό ήχο.

Με μια κίνηση, ο Πέριν τράβηξε τη χορδή και εκτόξευσε το βέλος. Τα κοράκια στρίγκλισαν προειδοποιητικά και ο Μακελάρης έστριψε και δέχτηκε την πλατιά αιχμή στο στήθος, όχι όμως στην καρδιά. Ούρλιαξε και έσφιξε το βέλος με τα δύο χέρια· μαύρα φτερά έπεσαν βροχή από πάνω, καθώς τα κοράκια φτεροκοπούσαν μανιασμένα. Ο Μακελάρης άρχισε να σβήνει μαζί με την κραυγή του, θόλωσε, έγινε διάφανος, χάθηκε. Οι κραυγές των κορακιών χάθηκαν κι αυτές, σαν είχαν κοπεί με το μαχαίρι· το βέλος που είχε μεταμορφώσει τον άλλο άντρα έπεσε στο έδαφος. Και τα κοράκια, επίσης, είχαν χαθεί.

Με το δεύτερο βέλος σχεδόν τραβηγμένο, ο Πέριν άφησε την ανάσα του να βγει αργά και χαλάρωσε τη χορδή του τόξου. Έτσι πέθαινες εδώ; Απλώς ξεθώριαζες, χανόσουν για πάντα;

«Τουλάχιστον τον αποτελείωσα», μουρμούρισε. Αλλά στο μεταξύ η προσοχή του είχε περισπαστεί. Δεν ήταν ο Μακελάρης ο λόγος που είχε έρθει στο λυκίσιο όνειρο. Τουλάχιστον τώρα οι λύκοι ήταν ασφαλείς. Οι λύκοι ― ίσως και μερικοί άλλοι.

Βγήκε από το όνειρο...


...και ξύπνησε κοιτώντας το ταβάνι, με το πουκάμισο να κολλά πάνω του ιδρωμένο. Το φεγγάρι έστελνε λίγο φως από τα παράθυρα. Κάπου στο χωριό έπαιζαν βιολιά, ένα κεφάτο σκοπό των Μαστόρων. Δεν πολεμούσαν, αλλά είχαν βρει έναν τρόπο να βοηθήσουν, κρατώντας ψηλά το ηθικό.

Ο Πέριν ανακάθισε αργά, φορώντας τις μπότες του στο ημίφως. Πώς θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει; Θα ήταν δύσκολο. Έπρεπε να είναι πανούργος. Αλλά βέβαια δεν ήξερε αν είχε ποτέ υπάρξει πανούργος στη ζωή του. Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τα πόδια στο πάτωμα για να βολευτεί στις μπότες.

Οι ξαφνικές κραυγές απ' έξω και το ποδοβολητό κάποιου αλόγου που απομακρυνόταν τον έκαναν να τρέξει στο κοντινότερο παράθυρο και να σηκώσει το παντζούρι. Οι Σύντροφοι ήταν μαζεμένοι εκεί μπροστά. «Τι συμβαίνει εκεί κάτω;»

Τριάντα πρόσωπα γύρισαν πάνω του. «Ήταν ο Άρχοντας Λουκ, Άρχοντα Πέριν. Παραλίγο να πατήσει τον Γουίλ και τον Τελ. Νομίζω ότι δεν τους είδε καν. Ήταν καμπουριασμένος πάνω στη σέλα του, σαν να ήταν πληγωμένος, και σπιρούνιζε μ' όλη τη δύναμη το άτι του», του φώναξε ο Μπαν αλ'Σήν.

Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του. Ο Λουκ νωρίτερα δεν ήταν πληγωμένος. Ο Λουκ... και ο Μακελάρης; Ήταν αδύνατον. Ο μελαχρινός Μακελάρης έμοιαζε με αδελφό ή εξάδελφο του Λαν· ο Λουκ, με τα χρυσοκόκκινα μαλλιά του, είχε μια αχνή ομοιότητα με τον Ραντ μόνο. Οι δύο άντρες ήταν εντελώς ανόμοιοι. Κι όμως... Εκείνη η παγερή μυρωδιά. Δεν μύριζαν όμοια, αλλά είχαν και οι δύο μια κρύα μυρωδιά, που δεν ήταν σχεδόν καθόλου ανθρώπινη. Τα αφτιά του έπιασαν τον ήχο από κάρα που παραμέριζαν στον Παλιό Δρόμο, καθώς και φωνές που ζητούσαν από κάποιους να βιαστούν. Ακόμα κι αν έτρεχαν ο Μπαν και οι Σύντροφοι, τώρα δεν θα τον έπιαναν. Το ποδοβολητό απομακρύνθηκε προς τα νότια.

«Μπαν», φώναξε, «αν ξαναφανεί ο Λουκ, φρουρήστε τον και μην τον αφήσετε να πάει πουθενά». Κοντοστάθηκε. «Και μη με λέτε έτσι!» είπε πριν κατεβάζει με κρότο το παντζούρι.

Ο Λουκ και ο Μακελάρης· ο Μακελάρης και ο Λουκ. Πώς μπορεί να ήταν το ίδιο πρόσωπο; Ήταν αδύνατον. Αλλά βέβαια, πριν από λιγότερο από δύο χρόνια δεν πίστευε ιδιαίτερα σε Τρόλοκ ή Ξέθωρους. Θα είχε καιρό να ασχοληθεί μ' αυτό, αν ποτέ ξανάπιανε αυτό τον άνθρωπο στα χέρια του. Τώρα είχε το Λόφο της Σκοπιάς, το Ντέβεν Ράιντ και... Κάποιοι μπορούσαν να σωθούν. Δεν ήταν ανάγκη να πεθάνουν όλοι στους Δύο Ποταμούς.

Πηγαίνοντας στην κοινή αίθουσα, στάθηκε για μια στιγμή στο πλατύσκαλο. Ο Άραμ σηκώθηκε από το πρώτο σκαλί, κοιτώντας τον, θέλοντας να τον ακολουθήσει όπου τον οδηγούσε. Ο Γκαούλ ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν σε ένα στρώμα κοντά στο τζάκι, με ένα χοντρό επίδεσμο στον αριστερό μηρό του. Η Φάιλε και οι δύο Κόρες κάθονταν ανακούρκουδα στο πάτωμα κοντά του και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ένα πολύ μεγαλύτερο στρώμα βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, όμως ο Λόιαλ καθόταν σε έναν πάγκο με τα πόδια του απλωμένα ώστε να χωρούν κάτω από το τραπέζι, σχεδόν διπλωμένος στα δύο για να μπορεί να γράφει μανιασμένα με την πένα του στο φως ενός κεριού. Σίγουρα κατέγραφε ό,τι είχε συμβεί στο ταξίδι που είχαν κάνει για να κλείσουν την Πύλη. Κι ο Πέριν, ξέροντας τον Λόιαλ, ήταν σίγουρος ότι θα έβαζε τον Γκαούλ να τα έχει κάνει όλα, είτε ήταν έτσι, είτε όχι. Ο Λόιαλ αυτά που έκανε δεν τα θεωρούσε γενναία, ούτε ότι άξιζαν να καταγραφτούν. Εκτός απ' αυτούς, η κοινή αίθουσα ήταν άδεια. Ο Πέριν άκουγε τα βιολιά να παίζουν ακόμα. Του φάνηκε ότι αναγνώριζε το σκοπό. Δεν ήταν κάποιο τραγούδι των Μαστόρων. «Η Αγάπη Μου Είναι Ένα Τριαντάφυλλο Του Κάμπου».

Η Φάιλε σήκωσε τα μάτια όταν ο Πέριν έκανε το πρώτο βήμα και σηκώθηκε κομψά για να τον συναντήσει. Ο Άραμ ξαναπήρε τη θέση του, όταν είδε ότι ο Πέριν δεν ζύγωσε την πόρτα.

«Το πουκάμισό σου είναι μούσκεμα», τον μάλωσε η Φάιλε. «Πες μου, κοιμήθηκες φορώντας το, έτσι δεν είναι; Και με τις μπότες, είμαι σίγουρη. Ούτε μια ώρα δεν πέρασε από τότε που σε άφησα. Ανέβα πάνω, πριν σωριαστείς».

«Είδες τον Λουκ να φεύγει;» τη ρώτησε αυτός. Το στόμα της σφίχτηκε, αλλά μερικές φορές ο μόνος τρόπος ήταν να την αγνοεί. Όταν λογομαχούσε μαζί της, συχνά έβγαινε νικήτρια.

«Πέρασε φουριόζος από δω πριν από λίγα λεπτά και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα», του είπε τελικά. Αυτά ήταν τα λόγια της· ο τόνος της έλεγε ότι δεν είχαν τελειώσει με το θέμα του ύπνου.

«Φαινόταν... τραυματισμένος;»

«Ναι», είπε αυτή αργά. «Παραπατούσε και έσφιγγε κάτι στο στήθος κάτω από το σακάκι του. Επίδεσμο, ίσως. Η κυρά Κόνγκαρ είναι στην κουζίνα, αλλά απ' ό,τι άκουσα παραλίγο να τη ρίξει κάτω. Πού το ξέρεις;»

«Το ονειρεύτηκα». Τα γερτά μάτια της πήραν ένα επικίνδυνο φως. Πού είχε το μυαλό της; Ήξερε για το λυκίσιο όνειρο· περίμενε ότι ο Πέριν θα της εξηγούσε μπροστά στην Μπάιν και την Τσιάντ, μπροστά στον Αραμ και τον Λόιαλ; Ε, ο Λόιαλ δεν πείραζε· ήταν τόσο απορροφημένος στις σημειώσεις του, που δεν θα έδινε σημασία ακόμα κι αν εισέβαλλαν στην κοινή αίθουσα ένα κοπάδι πρόβατα. «Ο Γκαούλ;»

«Η κυρά Κόνγκαρ του έδωσε κάτι για να κοιμηθεί και του έβαλε κατάπλασμα στο πόδι. Το πρωί, όταν θα ξυπνήσουν οι Άες Σεντάι, κάποια θα τον Θεραπεύσει, αν κρίνουν ότι είναι σοβαρό».

«Έλα, κάθισε, Φάιλε. Θέλω να κάνεις κάτι για μένα». Εκείνη τον κοίταξε καχύποπτα, αλλά τον άφησε να την πάει σε μια καρέκλα. Όταν κάθισαν, ο Πέριν έσκυψε πάνω από το τραπέζι και προσπάθησε να μιλήσει με σοβαρή φωνή, αλλά χωρίς βιασύνη. Πάνω απ' όλα χωρίς βιασύνη. «Θέλω να πας ένα μήνυμα στο Κάεμλυν εκ μέρους μου. Πηγαίνοντας, πες στο Λόφο της Σκοπιάς πώς είναι η κατάσταση εδώ. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως θα ήταν καλύτερα να διασχίσουν τον Τάρεν, ώσπου να τελειώσουν όλα». Να που το είχε πει ήρεμα, όπως έπρεπε· σαν να μιλούσε αυθόρμητα. «Θέλω να ζητήσεις από τη Βασίλισσα Μοργκέις να στείλει μερικούς από τους Φρουρούς της Βασίλισσας. Ξέρω ότι είναι επικίνδυνο αυτό που σου ζητώ, αλλά η Μπάιν και η Τσιάντ μπορούν να σε πάνε ως το Τάρεν Φέρυ με ασφάλεια και το πέραμα είναι ακόμα εκεί». Η Τσιάντ ανασηκώθηκε, κοιτώντας τον ανήσυχα. Γιατί ήταν ανήσυχη;

«Δεν θα χρειαστεί να τον αφήσεις», της είπε η Φάιλε. Ύστερα από μια στιγμή, η Αελίτισσα ένευσε και ξανακάθισε στη θέση της πλάι στον Γκαούλ. Η Τσιάντ και ο Γκαούλ; Ήταν θανάσιμοι εχθροί. Απόψε τίποτα δεν είχε νόημα.

«Είναι μακρύς ο δρόμος για το Κάεμλυν», συνέχισε η Φάιλε χαμηλόφωνα. Το βλέμμα της ήταν στυλωμένο πάνω του, αλλά το πρόσωπό της ήταν τελείως ανέκφραστο. «Θα πάρει βδομάδες για να φτάσω εκεί με το άλογο, ύστερα όσος καιρός χρειαστεί για να παρουσιαστώ μπροστά στη Μοργκέις και να την πείσω, και μετά άλλες τόσες βδομάδες για να γυρίσω με τους Φρουρούς της Βασίλισσας».

«Μπορούμε άνετα να αντέξουμε τόσο», της είπε. Που να καώ, ξέρω να πω ένα ψέμα καλύτερα από τον Ματ! «Ο Λουκ είχε δίκιο. Αποκλείεται να υπάρχουν πάνω από χίλιοι Τρόλοκ εκεί έξω». Το όνειρο; Η Φάιλε ένευσε. Τουλάχιστον καταλάβαινε. «Μπορούμε να αντέξουμε αρκετό καιρό, στο μεταξύ, όμως, θα καίνε σπαρτά και ποιος ξέρει τι άλλο θα κάνουν. Θα χρειαστούμε τους Φρουρούς της Βασίλισσας για να τους ξεφορτωθούμε οριστικά. Είσαι η λογική επιλογή για να πας. Ξέρεις πώς να μιλήσεις σε μια βασίλισσα, αφού είσαι ξαδέρφη βασίλισσας και τα λοιπά. Φάιλε, ξέρω ότι αυτό που σου ζητώ είναι επικίνδυνο» —λιγότερο επικίνδυνο από το να παραμείνει εδώ― «αλλά όταν φτάσεις το πέραμα, ο δρόμος θα είναι ανοιχτός».

Δεν είχε ακούσει τον Ογκιρανό να πλησιάζει, παρά μόνο όταν ο Λόιαλ ακούμπησε τις σημειώσεις του μπροστά στη Φάιλε. «Κατά λάθος σας άκουσα, Φάιλε. Αν πας στο Κάεμλυν, μήπως θα μπορούσες να το πάρεις κι αυτό; Για να είναι ασφαλές μέχρι να έρθω να το πάρω». Ίσιωσε τον τόμο σχεδόν τρυφερά. «Τυπώνουν πολύ ωραία βιβλία στο Κάεμλυν. Συγχώρεσέ με για τη διακοπή, Πέριν», πρόσθεσε. Μα τα μάτια του, που ήταν μεγάλα σαν φλιτζάνια του τσαγιού, ήταν στραμμένα στη Φάιλε, όχι σ' αυτόν. «Το όνομα Φάιλε σου ταιριάζει. Πρέπει να πετάξεις ελεύθερη, σαν γεράκι». Χτύπησε τον Πέριν στον ώμο. «Πρέπει να πετάξει ελεύθερη», μουρμούρισε μ' ένα μπουμπουνητό και μετά ξαναγύρισε στο στρώμα του και ξάπλωσε γυρισμένος προς τον τοίχο.

«Είναι πολύ κουρασμένος», είπε ο Πέριν, προσπαθώντας να διασκεδάσει το σχόλιο του Λόιαλ. Ο ανόητος Ογκιρανός θα τα χαλούσε όλα! «Αν φύγεις απόψε, θα προλάβεις να φτάσεις στο Λόφο της Σκοπιάς με το χάραμα της μέρας. Θα πρέπει να πας από ανατολικά· εκεί οι Τρόλοκ είναι λιγότεροι. Είναι πολύ σημαντικό για μένα... εννοώ, για το Πεδίο του Έμοντ. Θα το κάνεις;»

Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή τόση ώρα, που ο Πέριν αναρωτήθηκε αν θα του απαντούσε. Τα μάτια της λαμπύρισαν· έπειτα σηκώθηκε και κάθισε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντάς του τη γενειάδα. «Θέλει περιποίηση. Μου αρέσει πάνω σου, αλλά δεν θέλω να φτάσει ως το στέρνο σου».

Ο Πέριν παραλίγο να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Η Φάιλε συχνά άλλαζε θέμα, αλλά το έκανε συνήθως όταν έχανε τη συζήτηση. «Φάιλε, σε παρακαλώ. Πρέπει να πας αυτό το μήνυμα στο Κάεμλυν».

Το χέρι της έσφιξε τη γενειάδα του· κούνησε το κεφάλι της σαν να διαφωνούσε με τον εαυτό της. «Θα πάω», είπε τελικά, «αλλά θέλω πληρωμή. Πάντα με βάζεις να κάνω πράγματα με το δύσκολο τρόπο. Στη Σαλδαία δεν θα αναγκαζόμουν να το ζητήσω εγώ. Το τίμημα που ζητώ είναι... Ένας γάμος. Θέλω να σε παντρευτώ», είπε προφέροντας βιαστικά τα τελευταία λόγια.

«Κι εγώ εσένα». Της χαμογέλασε. «Μπορούμε να δώσουμε τους όρκους του αρραβώνα μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών απόψε, φοβάμαι όμως ότι ο γάμος θα πρέπει να περιμένει ένα χρόνο. Όταν επιστρέψεις από το Κάεμλυν —» Η Φάιλε παραλίγο να του ξεριζώσει μια χούφτα τρίχες από τη γενειάδα του.

«Θα σε πάρω για σύζυγό μου απόψε», του είπε με φλογερή, χαμηλή φωνή, «αλλιώς δεν φεύγω μέχρι να συμφωνήσεις!»

«Αν υπήρχε τρόπος, θα το έκανα», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Η Νταίζε Κόνγκαρ θα μου έσπαγε το κεφάλι αν ήθελα να παραβιάσω το έθιμο. Για την αγάπη του Φωτός, Φάιλε, πήγαινε το μήνυμα και μόλις μπορέσω, θα σε παντρευτώ την ίδια μέρα». Θα το έκανε. Αρκεί να ερχόταν ποτέ αυτή η μέρα.

Ξαφνικά η Φάιλε προσηλώθηκε έντονα στη γενειάδα του, στρώνοντάς τη χωρίς να συναντά το βλέμμα του. Άρχισε να μιλά αργά και ύστερα τα λόγια της τάχυναν σαν φρενιασμένο άλογο. «Απλώς... έτυχε να αναφέρω... παρεμπιπτόντως... απλώς ανέφερα στην κυρά αλ'Βέρ ότι ταξιδεύαμε μαζί —δεν ξέρω πώς έγινε η νύξηκαι εκείνη είπε... και η κυρά Κόνγκαρ συμφώνησε μαζί της... —όχι ότι το έλεγα σε όλο τον κόσμο!― είπε ότι πιθανότατα —σίγουρα― θα μπορούσε σύμφωνα με τα έθιμά σας να θεωρηθεί ότι ήμασταν ήδη αρραβωνιασμένοι και ο χρόνος είναι για να βεβαιωθείς ότι πραγματικά τα πας καλά με τον άλλο —κάτι που συμβαίνει, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας― και να που τα λέω σταράτα, σαν γύναιο του Άραντ Ντόμαν ή σαν τις κοπελιές του Δακρύου —μην τυχόν ποτέ σκεφτείς καν την Μπερελαίν― αχ, Φως μου, μ' έπιασε η φλυαρία κι εσύ ούτε που —»

Τη σταμάτησε φιλώντας την όσο καλύτερα ήξερε.

«Θα με παντρευτείς;» της είπε ξέπνοα όταν σταμάτησε. «Απόψε;» Πρέπει να τα είχε καταφέρει καλύτερα στο φιλί απ' όσο νόμιζε· αναγκάστηκε να επαναλάβει τη φράση του έξι φορές, ενώ η Φάιλε γελούσε πνιχτά με το πρόσωπο στο λαιμό του και απαιτούσε να της το ξαναπεί, μέχρι να καταλάβει.

Κι έτσι βρέθηκε, ούτε μισή ώρα αργότερα, γονατισμένος αντίκρυ της, στην κοινή αίθουσα, μπροστά στην Νταίζε Κόνγκαρ και τη Μάριν αλ'Βέρ, την Άλσμπετ Λούχαν, τη Νέυσα Αγιέλιν και όλο τον Κύκλο των Γυναικών. Είχαν σηκώσει τον Λόιαλ για να σταθεί πλάι του μαζί με τον Άραμ, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ ήταν δίπλα στη Φάιλε. Δεν υπήρχαν λουλούδια για να βάλει στα μαλλιά της ή τα δικά του, αλλά η Μπάιν, με την καθοδήγηση της Μάριν, του πέρασε μια μακριά, κόκκινη, γαμήλια κορδέλα στο λαιμό και ο Λόιαλ πέρασε μια άλλη στα μαύρα μαλλιά της Φάιλε με τα χοντρά δάχτυλά του, που ήταν αναπάντεχα απαλά και επιδέξια. Τα χέρια του Πέριν έτρεμαν καθώς κρατούσαν τα δικά της.

«Εγώ, ο Πέριν Αϋμπάρα, σου αφιερώνω την αγάπη μου, Φάιλε Μπασίρ, για όσο θα ζω». Για όσο θα ζω, αλλά και μετά. «Ό,τι κατέχω στον κόσμο, σου το δίνω». Ένα άλογο, ένα τσεκούρι, ένα τόξο. Ένα σφυρί. Δεν είναι σπουδαία δώρα για μια νυφούλα. Σον δίνω ζωή, αγάπη μου. Είναι το μόνο που έχω. «Θα σε κρατώ και θα σε έχω, θα σε φροντίζω και θα σε νοιάζομαι, θα σε προστατεύω και θα σε φυλάω, για όλες τις μέρες της ζωής μου», Δεν μπορώ να σε κρατήσω· ο μόνος τρόπος για να σε προστατεύσω είναι να σε στείλω αλλού. «Είμαι δικός σου, παντοτινά και αιώνια και για πάντα». Όταν τελείωσε, ήταν ολοφάνερο πλέον ότι τα χέρια του έτρεμαν.

Η Φάιλε του έπιασε κι αυτή τα χέρια. «Εγώ, η Ζαρίν Μπασίρ» —αυτό ήταν έκπληξη· η Φάιλε μισούσε αυτό το όνομα― «σου αφιερώνω την αγάπη μου, Πέριν Αϋμπάρα...» Τα χέρια της δεν τρεμούλιασαν ούτε μια φορά.

Загрузка...