48 Μια Προσφορά Που Απορρίπτεται

«Τέτοιες γυναίκες σου αρέσουν;» είπε περιφρονητικά η Αβιέντα. Ο Ραντ την κοίταξε εκεί που προχωρούσε δίπλα στον αναβολέα του Τζήντ'εν, φορώντας χοντρή φούστα και έχοντας μια καφετιά εσάρπα τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της. Τα μεγάλα, πρασινογάλανα μάτια γύρισαν πάνω και τον αγριοκοίταξαν από τη σκιά της εσάρπας, σαν να ευχόταν να κρατούσε ακόμα το δόρυ που είχε πάρει στην επίθεση των Τρόλοκ, για το οποίο οι Σοφές την είχαν ψέξει.

Μερικές φορές ο Ραντ ένιωθε αμήχανα έτσι που η Αβιέντα περπατούσε ενώ αυτός ίππευε, αλλά είχε προσπαθήσει να περπατήσει πλάι της και τα πόδια του τον παρακαλούσαν να ξανανεβεί στο άλογο. Μερικές φορές —ελάχιστες― κατόρθωνε να την ανεβάσει πίσω του, στη σέλα, παραπονούμενος ότι του πιανόταν ο λαιμός έτσι που της μιλούσε. Όπως είχε αποδειχτεί, δεν ήταν απαράβατο το έθιμο να μην ανεβαίνει στο άλογο, όμως η Αβιέντα συνήθιζε να πηγαίνει κυρίως πεζή, νιώθοντας περιφρόνηση για εκείνους που δεν χρησιμοποιούσαν τα πόδια τους. Ένας Αελίτης να γελούσε, ειδικά μια Κόρη, ή έστω κάποιος να απέστρεφε το βλέμμα, και αυτό της έφτανε για να κατέβει αστραπιαία από τον Τζήντ'εν.

«Είναι μαλθακή, Ραντ αλ'Θόρ. Αδύναμη».

Ο Ραντ κοίταξε πίσω του τη λευκή άμαξα, σαν κουτί, που οδηγούσε το καραβάνι των πραματευτών, σχηματίζοντας ένα φίδι απλωμένο δεξιά κι αριστερά στο σκονισμένο, ανώμαλο τοπίο, που ο ήμερα το συνόδευαν πάλι οι Κόρες του Τζίντο. Η Ισέντρε ήταν μαζί με τον Καντίρ και τον αμαξά του, καθισμένη στη βαριά αγκαλιά του πραματευτή με το σαγόνι της στον ώμο του, ενώ αυτός κρατούσε μια μικρή, γαλάζια, μεταξωτή ομπρελίτσα για να την προφυλάγει —όπως και τον ίδιο― από τον καυτό ήλιο. Ο Καντίρ, παρ' όλο που φορούσε ένα λευκό σακάκι, σκούπιζε συνεχώς το μελαψό πρόσωπό του με ένα μεγάλο μαντίλι, υποφέροντας περισσότερο στον ήλιο απ' όσο αυτή, που φορούσε μια γυαλιστερή, κολλητή εσθήτα, η οποία ήταν ασορτί με το παρασόλι. Ο Ραντ δεν ήταν κοντά για να είναι σίγουρος, αλλά του φαινόταν ότι τα μάτια της, κάτω από την αιθέρια εσάρπα, που ήταν τυλιγμένη γύρω από το πρόσωπο και το κεφάλι της, ήταν στραμμένα πάνω του. Συνήθως φαινόταν να τον παρακολουθεί. Ο Καντίρ δεν έδειχνε να ενοχλείται.

«Δεν νομίζω ότι η Ισέντρε είναι μαλθακή», είπε χαμηλόφωνα στρώνοντας το σούφα γύρω από το κεφάλι του· κατά κάποιον τρόπο, τον προστάτευε από τον ήλιο που έκανε τον τόπο να βράζει. Είχε αρνηθεί να υιοθετήσει την πλήρη Αελίτικη ενδυμασία, παρ' όλο που ήταν πολύ πιο κατάλληλη γι' αυτό το κλίμα από το κόκκινο σακάκι του. Παρά το αίμα του, παρά τα σημάδια στους πήχεις, δεν ήταν Αελίτης και δεν θα προσποιούταν ότι είναι. Ό,τι κι αν αναγκαζόταν να κάνει, θα κρατούσε αυτό το ύστατο απομεινάρι της αξιοπρέπειάς του. «Δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο».

Στο κάθισμα του οδηγού, στη δεύτερη άμαξα, πάλι τσακώνονταν η χοντρή Κάιλι και ο βάρδος, ο Νατάελ. Ο Νατάελ κρατούσε τα γκέμια, αν και δεν οδηγούσε τόσο καλά όσο ο άντρας που έκανε συνήθως τη δουλειά. Μερικές φορές έριχναν κι αυτοί στον Ραντ κλεφτές ματιές, πριν ξαναπιάσουν τον καβγά. Αλλά βέβαια αυτό το έκαναν όλοι ― η μακριά φάλαγγα των Τζίντο, στην άλλη πλευρά του, καθώς και οι Σοφές παραπέρα, με τη Μουαραίν, την Εγκουέν και τον Λαν. Του φαινόταν ότι υπήρχαν κεφάλια που γυρνούσαν και τον κοιτούσαν ακόμα και από εκείνη την πιο μακρινή, χοντρή φάλαγγα των Σάιντο. Δεν τον ξάφνιαζε αυτό, ούτε τώρα, ούτε και όταν το είχαν κάνει την πρώτη φορά. Ήταν Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή. Όλοι ήθελαν να μάθουν τι θα έκανε. Σύντομα θα το μάθαιναν.

«Μαλθακή», μούγκρισε η Αβιέντα. «Η Ηλαίην δεν είναι μαλθακή. Ανήκεις στην Ηλαίην· δεν πρέπει να χαϊδεύεις με το βλέμμα αυτό το γύναιο, που έχει χέρια σαν γάλα». Κούνησε θυμωμένα το κεφάλι της, μονολογώντας χαμηλόφωνα. «Οι τρόποι μας την καταπλήσσουν. Δεν θα τους αποδεχόταν. Αλλά τι με νοιάζει κι αν τους δεχόταν; Δεν θέλω να ανακατευτώ! Δεν είναι δυνατόν! Αν μπορούσα, θα σε έκανα γκαϊ'σάιν και θα σε έδινα στην Ηλαίην».

«Γιατί να αποδεχτεί τους τρόπους των Αελιτών η Ισέντρε;»

Τον κοίταξε με γουρλωμένα τα μάτια, με μια τόσο έκπληκτη έκφραση, που αυτός γέλασε. Αμέσως εκείνη μούτρωσε, σαν να είχε κάνει κάτι που την είχε εξοργίσει. Δεν ήταν ευκολότερο να καταλάβεις τις Αελίτισσες απ' όσο τις άλλες γυναίκες.

«Εσύ, πάντως, δεν είσαι μαλθακή, Αβιέντα». Αυτό έπρεπε να το πάρει για κομπλιμέντο· τούτη η γυναίκα καμιά φορά ήταν σκληρή σαν ακονόπετρα. «Εξήγησέ μου πάλι για τις στεγοκυράδες. Αν ο Ρούαρκ είναι αρχηγός φατρίας του Τάαρνταντ και αρχηγός του Φρουρίου της Κρυόπετρας, τότε πώς το φρούριο ανήκει στη σύζυγό του και όχι σ' αυτόν;»

Εκείνη τον αγριοκοίταξε ακόμα μια φορά. Τα χείλη της άρχισαν να ανοιγοκλείνουν, καθώς μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της, και μετά απάντησε. «Επειδή είναι στεγοκυρά, ανόητε υδρόβιε. Ο άντρας δεν μπορεί να έχει στην κατοχή του στέγη, όπως δεν μπορεί να έχει και δική του γη! Καμιά φορά εσείς οι υδρόβιοι κάνετε σαν απολίτιστοι».

«Αλλά αν η Λίαν είναι στεγοκυρά της Κρυόπετρας επειδή είναι σύζυγος του Ρούαρκ —»

«Αυτό είναι διαφορετικό! Δεν μπορείς να το καταλάβεις; Κι ένα παιδί θα το καταλάβαινε!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και έστρωσε την εσάρπα γύρω από το πρόσωπο της. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, αν εξαιρούσες το γεγονός ότι συνήθως τον κοίταζε σαν να είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα σε βάρος της. Ποιο ήταν αυτό έγκλημα, ο Ραντ δεν ήξερε. Η ασπρομάλλα Μπάιρ, με το τραχύ, ηλιοψημένο πρόσωπο, η οποία ήταν πάντα απρόθυμη να συζητά για το Ρουίντιαν, του είχε πει τελικά, χωρίς να το θέλει, ότι η Αβιέντα δεν είχε επισκεφτεί τις γυάλινες κολώνες· αυτό θα το έκανε μόνο όταν θα ήταν έτοιμη να γίνει Σοφή. Γιατί λοιπόν τον μισούσε; Ήταν ένα μυστήριο στο οποίο θα ήθελε κάποια απάντηση.

«Θα στο θέσω από διαφορετική οπτική γωνία», του είπε. «Όταν μια γυναίκα είναι να παντρευτεί, αν δεν έχει ήδη στέγη, της φτιάχνει μία η οικογένειά της. Τη μέρα του γάμου της, ο καινούριος σύζυγος την παίρνει από την οικογένειά της στον ώμο του και οι αδελφοί του αποκρούουν τις αδελφές της, όμως στην πόρτα την κατεβάζει κάτω και ζητά την άδειά της για να μπει. Η στέγη είναι δική της. Μπορεί να...»

Αυτές οι διαλέξεις ήταν το πιο ευχάριστο πράγμα τις έντεκα μέρες και νύχτες μετά την επίθεση των Τρόλοκ. Όχι ότι η Αβιέντα στην αρχή ήταν πρόθυμη να μιλήσει, εκτός από ένα κήρυγμα που του είχε κάνει για την υποτιθέμενη κακομεταχείριση της Ηλαίην και μετά άλλο ένα, που τον έφερε σε αμηχανία, με το οποίο ήθελε να τον πείσει ότι η Ηλαίην ήταν η τέλεια γυναίκα. Η σιωπή σταμάτησε μόνο όταν ο Ραντ ανέφερε τυχαία στην Εγκουέν ότι, αν η Αβιέντα δεν ήθελε καν να του μιλά, τουλάχιστον ας σταματούσε να τον κοιτάζει. Μέσα σε μία ώρα, ένας γκαϊ'σάιν με άσπρη ρόμπα είχε έρθει για να πάρει την Αβιέντα.

Ο Ραντ δεν ήξερε τι της είχαν πει οι Σοφές, αλλά η Αβιέντα γύρισε έξαλλη και απαίτησε —απαίτησε!― να την αφήσει να του διδάξει για τα ήθη και τα έθιμα των Αελιτών. Το δίχως άλλο, έτρεφε την ελπίδα ότι θα καταλάβαινε τα σχέδια του από τις ερωτήσεις που θα της έκανε. Μετά τους φαρμακερούς, παρασκηνιακούς ελιγμούς των Δακρινών, η απροκάλυπτη κατασκοπεία των Σοφών ήταν αναζωογονητική. Πάντως ήταν συνετό να μάθει ό,τι μπορούσε και η συζήτηση με την Αβιέντα μπορούσε να γίνει ευχάριστη, ειδικά όταν αυτή ξεχνούσε ότι για κάποιο λόγο τον απεχθανόταν. Φυσικά, όποτε η Αβιέντα συνειδητοποιούσε ότι συζητούσαν σαν άνθρωποι και όχι σαν αιχμάλωτος και δεσμώτης, τότε την έπιαναν τα νεύρα της, σαν να την είχε παρασύρει σε κάποια παγίδα.

Αλλά έστω κι έτσι, οι συζητήσεις ήταν απολαυστικές κι ακόμα περισσότερο αν τις σύγκρινε με τις άλλες πτυχές του ταξιδιού τους. Άρχιζε, μάλιστα, να βρίσκει διασκεδαστικά τα νευράκια της, αν και ήταν αρκετά σοφός ώστε να μην της το αποκαλύψει. Τουλάχιστον ήταν τόσο απορροφημένη στο να αντικρίζει έναν άνθρωπο τον οποίο μισούσε, που δεν έβλεπε Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή, ή τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μόνο τον Ραντ αλ'Θόρ. Εν πάση περιπτώσει, η Αβιέντα ήξερε τι γνώμη είχε γι' αυτόν. Όχι σαν την Ηλαίην, που με το ένα γράμμα είχε κάνει τα αφτιά του να κοκκινίσουν και με το άλλο τον είχε κάνει να αναρωτηθεί αν η Κόρη-Διάδοχος είχε βγάλει μυτερά δόντια και κέρατα, σαν Τρόλοκ.

Η Μιν ήταν σχεδόν η μοναδική γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ η οποία δεν τον είχε κάνει να σκέφτεται χωρίς να βγάζει άκρη. Αλλά τώρα βρισκόταν στον Πύργο —τουλάχιστον εκεί ήταν ασφαλής― στο μέρος που ο Ραντ σκόπευε να αποφύγει. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι η ζωή θα ήταν πιο απλή αν ξεχνούσε τελείως τις γυναίκες. Τώρα η Αβιέντα είχε αρχίσει να τρυπώνει στα όνειρά του, λες και δεν έφταναν η Μιν και η Ηλαίην. Οι γυναίκες του έκαναν τα συναισθήματα ένα μπλεγμένο κουβάρι και τώρα έπρεπε να έχει καθαρό το μυαλό. Καθαρό και ψυχρό.

Συνειδητοποίησε ότι πάλι κοίταζε την Ισέντρε. Του κούνησε τα λεπτά δαχτυλάκια της πλάι στο αφτί του Καντίρ· ήταν σίγουρος ότι εκείνα τα σαρκώδη χείλη χαμογελούσαν. Α, βέβαια. Επικίνδυνη. Πρέπει να είμαι ψυχρός και σκληρός σαν ατσάλι. Κοφτερό ατσάλι.

Έντεκα μερόνυχτα, τώρα πλησίαζε το δωδέκατο, και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μέρες και νύχτες όλο αλλόκοτους σχηματισμούς βράχων, με μυτερές και επίπεδες κορυφές που ξεπρόβαλλαν από μια τσακισμένη, ραγισμένη γη, την οποία διέσχιζαν βουνά που έμοιαζαν σπαρμένα στην τύχη. Μέρες που ο ήλιος σε έψηνε και οι άνεμοι σε έγδερναν, νύχτες που το κρύο σου έσπαζε τα κόκαλα. Ό,τι φύτρωνε, έμοιαζε να έχει αγκάθια κι αν δεν είχε, τότε σε έπιανε έντονη φαγούρα όταν το άγγιζες. Μερικά φυτά η Αβιέντα έλεγε ότι ήταν δηλητηριώδη· ο κατάλογος αυτών έμοιαζε μεγαλύτερος από εκείνων που ήταν βρώσιμα. Το μόνο νερό βρισκόταν σε κρυμμένες πηγές, αν και του έδειξε φυτά που σήμαιναν ότι, αν άνοιγες μια βαθιά τρύπα εκεί, θα γέμιζε αργά με αρκετό νερό για να ζήσουν ένας ή δύο άνθρωποι, καθώς κι άλλα, τα οποία μπορούσες να μασήσεις αν ήθελες να γευτείς έναν ξινό, νερουλό πολτό.

Μια νύχτα τα λιοντάρια σκότωσαν δύο άλογα φόρτου των Σάιντο κι όταν τα έδιωξαν από τη λεία τους, εξαφανίστηκαν στους ξεροπόταμους αφήνοντας βρυχηθμούς στο σκοτάδι. Ένας αμαξάς ενόχλησε ένα καφετί φιδάκι, καθώς έστηναν τον καταυλισμό τους την τέταρτη βραδιά. Δυο-βήματα, έτσι το αποκάλεσε η Αβιέντα και αργότερα το φίδι δικαίωσε το όνομά του. Ο άνθρωπος τσίριξε και προσπάθησε να τρέξει προς τις άμαξες, παρ' όλο που είχε δει τη Μουαραίν να τον πλησιάζει βιαστικά με τη φοράδα της· έπεσε με τα μούτρα κάτω στο δεύτερο βήμα που έκανε, νεκρός, πριν η Άες Σεντάι ξεπεζέψει από τη λευκή φοράδα της. Η Αβιέντα του παρέθεσε καταλόγους με δηλητηριώδη φίδια, αράχνες και σαύρες. Δηλητηριώδεις σαύρες! Του βρήκε μια τέτοια κάποια στιγμή, μια χοντρή σαύρα εξήντα πόντους στο μάκρος, με κίτρινες ρίγες, οι οποίες κατηφόριζαν τις μπρουτζόχρωμες φολίδες της. Την ακινητοποίησε ανέμελα με τη μαλακιά μπότα της, της τρύπησε το πλατύ κεφάλι με το μαχαίρι και μετά τη σήκωσε για να δει ο Ραντ το διαυγές, ελαιώδες υγρό που κυλούσε από τις αιχμηρές, οστέινες, επιμήκεις προεξοχές στο στόμα της. Το γκάρα, του εξήγησε, μπορούσε με το δάγκωμα να τρυπήσει την μπότα· μπορούσε, επίσης, να σκοτώσει ταύρο. Φυσικά, υπήρχαν και χειρότερες. Το γκάρα ήταν αργό και όχι πολύ επικίνδυνο, παρά μόνο αν έκανες τη βλακεία να το πατήσεις. Όταν πέταξε την πελώρια σαύρα από τη λεπίδα της, το μπρούτζινο χρώμα έγινε ένα με το σκασμένο πηλό. Α, ναι. Μόνο μην κάνεις τη βλακεία να το πατήσεις.

Η Μουαραίν μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στις Σοφές και τον Ραντ, συνήθως προσπαθώντας, με το γνωστό τρόπο των Άες Σεντάι, να τον κάνει να της φανερώσει τα σχέδια του. «Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», του είχε πει μόλις το ίδιο πρωί με φωνή ψύχραιμη και ατάραχη, με το αγέραστο πρόσωπο γαλήνιο, αλλά με τα μαύρα μάτια της φλογισμένα, καθώς τον κοίταζε πάνω από το κεφάλι της Αβιέντα, «αλλά ο ανόητος μπορεί να πνιγεί στο Σχήμα. Πρόσεξε μην υφάνεις μια θηλιά για το λαιμό σου». Είχε πάρει έναν απλό μανδύα που αστραφτοκοπούσε στον ήλιο, λευκός σχεδόν όσο και των γκαϊ'σάιν, ενώ κάτω από την πλατιά κουκούλα είχε μια υγρή, χιονόλευκη μαντίλα τυλιγμένη γύρω από το μέτωπό της.

«Δεν φτιάχνω θηλιές για το λαιμό μου». Ο Ραντ γέλασε και εκείνη έστριψε την Αλντίμπ τόσο γρήγορα, που η φοράδα παραλίγο να ρίξει κάτω την Αβιέντα. Η Μουαραίν κάλπασε προς την ομάδα των Σοφών, με το μανδύα να ανεμίζει πίσω της.

«Είναι ανόητο να οργίζεις μια Άες Σεντάι», μουρμούρισε η Αβιέντα τρίβοντας τον ώμο της. «Δεν ήξερα ότι είσαι ανόητος».

«Ας περιμένουμε και θα δούμε αν είμαι ανόητος ή όχι», της είπε, ενώ του είχε κοπεί η διάθεση για γέλια. Ανόητος; Μερικούς κινδύνους έπρεπε να τους αναλάβει. «Ας περιμένουμε και θα δούμε».

Η Εγκουέν σπανίως έφευγε από τις Σοφές, περπατούσε μαζί τους όσο συχνά ίππευε την Ομίχλη και μερικές φορές έπαιρνε μαζί της, πίσω από τη σέλα, κάποια από τις Αελίτισσες. Ο Ραντ τελικά είχε καταλάβει ότι περνιόταν για κανονική Άες Σεντάι. Η Άμυς και η Μπάιρ, η Σεάνα και η Μελαίν έμοιαζαν να τη δέχονται χωρίς πρόβλημα, όπως την είχαν δεχτεί και οι Δακρινοί, αν και όχι όλες με τον ίδιο τρόπο. Μερικές φορές κάποιες καβγάδιζαν μαζί της τόσο δυνατά, που ο Ραντ σχεδόν καταλάβαινε τι φώναζαν από εκατό βήματα παραπέρα. Σχεδόν με τον ίδιο τρόπο φέρονταν και στην Αβιέντα, αν και αυτήν περισσότερο έμοιαζαν να τη φοβερίζουν παρά να τσακώνονται μαζί της. Επίσης, μερικές φορές έμοιαζαν να κάνουν παθιασμένες συζητήσεις και με τη Μουαραίν. Ειδικά η ηλιόξανθη Μελαίν.

Το δέκατο πρωινό η Εγκουέν είχε πια σταματήσει να χτενίζει τα μαλλιά της σε δύο κοτσιδάκια, αν και ήταν κάτι πολύ παράξενο. Οι Σοφές της μιλούσαν σε μια άκρη ώρα πολλή, ενώ οι γκαϊ'σάιν μάζευαν τις σκηνές και ο Ραντ σέλωνε τον Τζήντ'εν. Αν δεν την ήξερε καλά, θα έλεγε από την έκφραση της ότι προσπαθούσε να δείξει ταπεινότητα, αλλά αυτή η λέξη μπορούσε να εννοηθεί πάνω της μόνο σε σύγκριση με τη Νυνάβε. Ίσως και με τη Μουαραίν. Ξαφνικά η Εγκουέν χτύπησε παλαμάκια, γελώντας και αγκαλιάζοντας όλες τις Σοφές με τη σειρά πριν αρχίσει να λύνει βιαστικά τις κορδέλες.

Μόλις ρώτησε την Αβιέντα τι συνέβαινε —όταν ξύπνησε ο Ραντ, η Αελίτισσα καθόταν έξω από τη σκηνή του― αυτή μουρμούρισε ξινά την απάντησή της. «Αποφάσισαν ότι μεγάλωσε —» Σταμάτησε απότομα, τον κοίταξε αυστηρά σταυρώνοντας τα χέρια και συνέχισε με ήρεμη φωνή. «Είναι δουλειά των Σοφών, Ραντ αλ'Θόρ. Ρώτα αυτές, αν θέλεις, αλλά να ξέρεις ότι θα σου πουν ότι δεν σε νοιάζει».

Τι είχε μεγαλώσει η Εγκουέν; Τα μαλλιά της; Δεν έβγαζε νόημα. Η Αβιέντα δεν έλεγε κουβέντα άλλη γι' αυτό το ζήτημα· αντίθετα, έξυσε έναν γκρίζο λειχήνα από ένα βράχο και άρχισε να περιγράφει πώς μ' αυτόν φτιαχνόταν ένα κατάπλασμα για πληγή. Το κακό μ' αυτήν ήταν ότι μάθαινε πολύ γρήγορα τους τρόπους των Σοφών. Οι ίδιες οι Σοφές δεν φαίνονταν να του δίνουν προσοχή· δεν είχαν τέτοια ανάγκη, φυσικά, με την Αβιέντα κουρνιασμένη στον ώμο του, τρόπον τινά.

Οι υπόλοιποι Αελίτες, οι Τζίντο κυρίως, κάθε μέρα γίνονταν λιγότερο ακατάδεχτοι, ίσως επειδή δεν τους ανησυχούσε πια το νόημα που είχε γι αυτούς Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, αλλά η Αβιέντα ήταν η μόνη που του μιλούσε αρκετά. Κάθε απόγευμα έρχονταν ο Λαν και ο Ρούαρκ, ο ένας για να γυμναστεί ο Ραντ στο σπαθί και ο άλλος για να του δείξει τα δόρατα και τον παράξενο τρόπο που είχαν οι Αελίτες να πολεμούν με χέρια και με πόδια. Ο Πρόμαχος κάτι ήξερε γι' αυτό και συμμετείχε κι αυτός στην εξάσκηση. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους απέφευγαν τον Ραντ, ειδικά οι αμαξάδες, που είχαν μάθει ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ένας άντρας που μπορούσε να διαβιβάζει· όταν έπιανε έναν απ' αυτούς τους σκληροτράχηλους άντρες να τον κοιτάζει, ο άνθρωπος έκανε σαν να έβλεπε τον Σκοτεινό. Όχι όμως ο Καντίρ ή ο βάρδος.

Σχεδόν κάθε πρωί, καθώς ξεκινούσαν, ο πραματευτής ερχόταν μ' ένα μουλάρι από τις άμαξες που είχαν κάψει οι Τρόλοκ, με πρόσωπο ακόμα πιο μελαψό κόντρα στο μακρύ, λευκό σάλι που ήταν δεμένο γύρω από το κεφάλι του και κρεμόταν στο λαιμό. Έδειχνε σέβας στον Ραντ, αλλά τα ψυχρά, ασυγκίνητα μάτια του έκαναν τη σουβλερή μύτη του να μοιάζει πράγματι με αετού.

«Άρχοντα Δράκοντα», είχε αρχίσει να λέει το πρωί μετά την επίθεση και έπειτα είχε σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό του με το πανταχού παρόν μαντίλι του και είχε ανακαθίσει άβολα στη σχεδόν διαλυμένη, παλιά σέλα που είχε βρει κάπου για το μουλάρι. «Μπορώ να σε λέω έτσι;»

Τα καρβουνιασμένα συντρίμμια των τριών αμαξών χάνονταν στο βάθος, προς το νότο, και μαζί τους οι τάφοι δύο ανθρώπων του Καντίρ και πολλών ακόμα Αελιτών. Είχαν σύρει τους Τρόλοκ από τους καταυλισμούς και τους είχαν αφήσει να τους φάνε τα αγρίμια, κάτι πλάσματα με μεγάλα αφτιά που άφηναν ψιλά γαβγίσματα —ο Ραντ δεν ήξερε αν ήταν μεγάλες αλεπούδες ή μικρά σκυλιά· έμοιαζαν να έχουν κομμάτια και από τα δύο― και τα όρνια με τα κόκκινα στις άκρες φτερά, που μερικά ακόμα διέγραφαν κύκλους στον ουρανό, σαν να φοβούνταν να διαπεράσουν το στριμωξίδι των συντρόφων τους.

«Λέγε με ό,τι θέλεις», του είπε ο Ραντ.

«Άρχοντα Δράκοντα. Σκεφτόμουν αυτό που μου είπες χθες». Ο Καντίρ κοίταξε γύρω, σαν να φοβόταν ότι κρυφάκουγαν τα λόγια του, αν και η Αβιέντα ήταν με τις Σοφές και τα κοντινότερα αφτιά βρίσκονταν στο καραβάνι με τις άμαξές του τουλάχιστον πενήντα βήματα πιο πέρα. Χαμήλωσε καλού-κακού τη φωνή σε ψιθύρισμα και σκούπισε νευρικά το πρόσωπό του. Τα μάτια του, όμως, έμεναν απαθή. «Αυτό που είπες ότι η γνώση είναι πολύτιμη, ότι ανοίγει το δρόμο για τη μεγαλοσύνη. Είναι αλήθεια».

Ο Ραντ τον κοίταξε γι' αρκετή ώρα χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, με το πρόσωπο ανέκφραστο. «Εσύ το είπες, όχι εγώ», είπε στο τέλος.

«Ε, μπορεί και να το είπα. Αλλά είναι αλήθεια, έτσι δεν είναι, Άρχοντα Δράκοντα;» Ο Ραντ ένευσε και ο πραματευτή συνέχισε, ψιθυρίζοντας πάλι, με το βλέμμα να ψάχνει ωτακουστές. «Αλλά μπορεί να υπάρχει κίνδυνος στη γνώση, στο να δίνεις περισσότερα απ' όσα παίρνεις. Ο άνθρωπος που πουλάει γνώση πρέπει να παίρνει όχι μόνο το τίμημα που του αντιστοιχεί, αλλά και μέτρα ασφαλείας. Εγγυήσεις και εξασφάλιση για τις... επιπτώσεις. Δεν συμφωνείς;»

«Έχεις γνώση που θέλεις να... πουλήσεις, Καντίρ;»

Ο σωματώδης άντρας κοίταξε το καραβάνι του σμίγοντας τα φρύδια. Η Κάιλι, με τον όγκο της τυλιγμένο στα λευκά, είχε κατέβει για να περπατήσει λίγο, παρά τη ζέστη που δυνάμωνε, με μια λευκή, δαντελωτή εσάρπα πιασμένη από τις φιλντισένιες χτένες στα πυκνά, μαύρα μαλλιά της. Κάθε λίγο και λιγάκι κοίταζε τους δύο άντρες που προχωρούσαν μαζί, με μια έκφραση που δεν διακρινόταν απ' αυτή την απόσταση. Και πάλι φαινόταν παράξενο, ένα σώμα τόσο μεγάλο να κινείται τόσο ανάλαφρα. Η Ισέντρε είχε βγει στο κάθισμα του οδηγού της πρώτης άμαξας και τους παρακολουθούσε απροκάλυπτα, καθώς κρεμόταν στην άκρη της άσπρης άμαξας, που έγερνε και τρανταζόταν.

«Αυτή η γυναίκα θα με φάει», μουρμούρισε ο Καντίρ. «Ίσως μπορέσουμε να ξαναμιλήσουμε αργότερα, Άρχοντα Δράκοντα, αν δεν έχεις αντίρρηση». Κλώτσησε γερά το μουλάρι με τις μπότες του, έφτασε την πρώτη άμαξα και ανέβηκε στο κάθισμα του αμαξά με μια ευλυγισία που ξάφνιαζε, δένοντας τα γκέμια του μουλαριού σε ένα σιδερένιο κρίκο στη γωνιά της όμοιας με κουτί άμαξας. Μαζί με την Ισέντρε εξαφανίστηκαν μέσα και βγήκαν μόνο όταν το καραβάνι έκανε στάση για τη νύχτα.

Επέστρεψε την επόμενη μέρα, καθώς και τις άλλες, όταν έβλεπε ότι ο Ραντ ήταν μόνος, και πάντα άφηνε υπαινιγμούς για γνώσεις που ίσως πουλούσε για το κατάλληλο τίμημα, αν λαμβάνονταν ορισμένα μέτρα ασφαλείας. Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο να πει ότι τα πάντα —το έγκλημα, η προδοσία, οτιδήποτε― μπορούσαν να συγχωρεθούν με αντάλλαγμα τη γνώση και όσο ο Ραντ δεν συμφωνούσε μαζί του, τόσο πιο νευρικός γινόταν. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ήθελε να πουλήσει, προφανώς ήθελε την άνευ όρων κάλυψη του Ραντ για όποιο παράπτωμα μπορεί να είχε κάνει ποτέ.

«Δεν ξέρω αν θέλω να αγοράσω γνώσεις», του είπε ο Ραντ αρκετές φορές. «Υπάρχει πάντα το θέμα του τιμήματος, έτσι δεν είναι; Ίσως κάποια τιμήματα να μη θέλω να τα πληρώσω».

Ο Νατάελ πήρε παράμερα τον Ραντ το πρώτο εκείνο βράδυ, αφού είχαν ανάψει τις φωτιές και οι οσμές από τα φαγητά που μαγειρεύονταν απλώνονταν στις χαμηλές σκηνές. Ο βάρδος έμοιαζε σχεδόν εξίσου νευρικός με τον Καντίρ. «Σκέφτηκα πολύ για σένα», είπε κοιτάζοντας τον Ραντ με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. «Έπρεπε να έχεις ένα λαμπρό έπος, που να λέει την ιστορία σου. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή. Ο άνθρωπος από ποιος ξέρει πόσες προφητείες, σ' αυτή την Εποχή και άλλες». Τυλίχτηκε με το μανδύα του, ενώ τα πολύχρωμα μπαλώματα πετάριζαν στο αεράκι. Το σούρουπο δεν κρατούσε πολύ στην Ερημιά· η νύχτα και η παγωνιά έρχονταν γρήγορα και μαζί. «Πώς νιώθεις για τη μοίρα που σου έχει γίνει γνωστή από τις προφητείες; Πρέπει να μάθω, για να συνθέσω το έπος».

«Πώς νιώθω;» Ο Ραντ κοίταξε τον καταυλισμό τριγύρω του, τους Τζίντο που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στις σκηνές. Πόσοι θα πέθαιναν από τις αποφάσεις του; «Κουρασμένος. Νιώθω κουρασμένος».

«Κάθε άλλο παρά ηρωικό συναίσθημα», μουρμούρισε ο Νατάελ. «Αλλά αναμενόμενο, δεδομένης της μοίρας σου. Ο κόσμος βαραίνει στους ώμους σου, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να σε σκοτώσουν αν βρουν την ευκαιρία και οι υπόλοιποι είναι ανόητοι, που νομίζουν ότι θα σε εκμεταλλευτούν, ότι πατώντας πάνω σου θα βρουν εξουσία και δόξα».

«Τι είσαι εσύ, Νατάελ;»

«Εγώ; Εγώ είμαι ένας απλός βάρδος». Ο άνθρωπος σήκωσε την άκρη του μανδύα του ως απόδειξη. «Δεν θα έπαιρνα τη θέση σου, ό,τι και να μου έδιναν, με τη μοίρα αυτή. Θάνατος ή τρέλα, ή και τα δύο. “Το αίμα του στους βράχους του Σάγιολ Γκουλ... “ Έτσι δεν λένε ο Κύκλος της Κάρεδον, οι Προφητείες του Δράκοντα; Ότι πρέπει να πεθάνεις για να σώσεις ανόητους, που θα αφήσουν ένα στεναγμό ανακούφισης με το θάνατό σου. Όχι, δεν θα το δεχόμουν ούτε για όλη σου τη δύναμη κι ακόμα περισσότερα».

«Ραντ», είπε η Εγκουέν βγαίνοντας από το σκοτάδι που πύκνωνε, με τον ανοιχτόχρωμο μανδύα τυλιγμένο γύρω της και την κουκούλα σηκωμένη, «ήρθαμε να δούμε πώς είσαι μετά τη Θεραπεία και μία μέρα σ' αυτή τη ζέστη». Ήταν μαζί της και η Μουαραίν, με το πρόσωπο βυθισμένο στη βαθιά κουκούλα του λευκού μανδύα της, όπως και η Μπάιρ με την Άμυς, τη Μελαίν και τη Σεάνα, με τα κεφάλια τυλιγμένα στις σκούρες εσάρπες τους· τον παρακολουθούσαν, γαλήνιες και ψυχρές σαν τη νύχτα. Ακόμα και η Εγκουέν. Δεν είχε ακόμα την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι, αλλά είχε τα μάτια τους.

Στην αρχή δεν πρόσεξε την Αβιέντα, που ερχόταν πίσω από τις άλλες. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι διέκρινε συμπόνια στο πρόσωπό της, αλλά αν πράγματι ήταν κάτι τέτοιο εκεί, χάθηκε μόλις τον είδε να την κοιτάζει. Η φαντασία του. Ήταν πράγματι κουρασμένος.

«Μια άλλη φορά», είπε ο Νατάελ, μιλώντας στον Ραντ αλλά κοιτάζοντας τις γυναίκες με τον παράξενο, λοξό τρόπο του. «Θα μιλήσουμε μια άλλη φορά». Με μια ελαφριά υπόκλιση, έφυγε.

«Σε στενοχωρεί το μέλλον, Ραντ;» είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν όταν έφυγε ο βάρδος. «Οι προφητείες μιλούν με πλουμιστή, κρυμμένη γλώσσα. Δεν εννοούν πάντα αυτό που μοιάζουν να λένε».

«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», της είπε. «Θα κάνω αυτό που πρέπει. Μην το ξεχνάς, Μουαραίν. Θα κάνω αυτό που πρέπει». Αυτή φάνηκε ικανοποιημένη· ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς ένιωθαν οι Άες Σεντάι. Όταν η Μουαραίν μάθαινε τα πάντα, δεν θα ένιωθε καθόλου ικανοποιημένη.

Ο Νατάελ επέστρεψε το επόμενο βράδυ, καθώς και το μεθεπόμενο και τα κατοπινά, μιλώντας πάντα για το έπος που θα συνέθετε, αλλά πάντα επεδείκνυε μια μακάβρια διάθεση και ξεσκάλιζε να βρει πώς ο Ραντ θα αντιμετώπιζε την τρέλα και το θάνατο. Όπως φαινόταν, η ιστορία που ήθελε να αφηγηθεί θα ήταν μια τραγωδία. Ο Ραντ δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να φανερώσει τους φόβους του· ό,τι είχε στο νου και στην καρδιά του, θα έμενε θαμμένο εκεί. Στο τέλος ο βάρδος κουράστηκε να τον ακούει να λέει «θα κάνω αυτό που πρέπει» και έπαψε να έρχεται. Έμοιαζε να μη θέλει να συνθέσει το έπος του αν δεν ήταν γεμάτο με οδυνηρά συναισθήματα. Φαινόταν συγχυσμένος όταν έφευγε με μεγάλα βήματα την τελευταία φορά, με το μανδύα να πεταρίζει μανιασμένα πίσω του.

Ο άνθρωπος ήταν παράξενος, αλλά κρίνοντας από τον Θομ Μέριλιν, όλοι οι βάρδοι έτσι ήταν. Ο Νατάελ επιδείκνυε πολλά χαρακτηριστικά των άλλων βάρδων. Για παράδειγμα, είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Τον Ραντ δεν τον ένοιαζε αν θα τον προσφωνούσε ο άλλος με τίτλους, όμως ο Νατάελ απευθυνόταν στον Ρούαρκ, ακόμα και στη Μουαραίν, τις λίγες φορές που ήταν κοντά της, σαν να ήταν ίσος τους. Ήταν σαν τον Θομ, αλλά σε μια πιο τελειοποιημένη εκδοχή. Επίσης σταμάτησε να παίζει για τους Τζίντο και περνούσε πολλές ώρες κάθε νύχτα στο στρατόπεδο των Σάιντο. Οι Σάιντο ήταν περισσότεροι, εξήγησε στον Ραντ, σαν να ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. Μεγαλύτερο κοινό. Αυτό δεν άρεσε στους Τζίντο, αλλά ακόμα και ο Ρούαρκ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στην Τρίπτυχη Γη επέτρεπαν τα πάντα στους βάρδους, εκτός από φόνο, χωρίς να τους ζητούν εξηγήσεις.

Η Αβιέντα περνούσε τις νύχτες με τις Σοφές και μερικές φορές περπατούσε μαζί τους για καμιά ώρα κατά το διάστημα της μέρας, με όλες τους μαζεμένες γύρω της, ακόμα και τη Μουαραίν και την Εγκουέν. Αρχικά ο Ραντ νόμιζε ότι τη συμβούλευαν πώς να τον κουμαντάρει, πώς να ψαρεύει από το κεφάλι του αυτό που ήθελαν. Έπειτα, μια μέρα, με τον ήλιο να καίει από πάνω τους, μια πύρινη σφαίρα μεγάλη σαν άλογο εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά από την ομάδα των Σοφών και έφυγε στριφογυρίζοντας, κυλώντας μπροστά και σκάβοντας ένα αυλάκι στην ξερή γη, ώσπου τελικά ζάρωσε και έσβησε.

Μερικοί αμαξάδες τράβηξαν τα γκέμια των έκπληκτων ζώων τους, που ρουθούνιζαν, και στάθηκαν να δουν, φωνάζοντας ο ένας στον άλλο με ανάμικτο φόβο, σύγχυση και άγριες βλαστήμιες. Μουρμουρητά ακούστηκαν από τους Τζίντο και έμειναν να κοιτάνε, όπως και οι Σάιντο, αλλά οι δύο φάλαγγες των Αελιτών συνέχισαν το δρόμο τους σχεδόν χωρίς να κοντοσταθούν. Η αληθινή έξαψη επικρατούσε μεταξύ των Σοφών. Οι τέσσερις ήταν μαζεμένες γύρω από την Αβιέντα και μιλούσαν η μια πάνω στην άλλη, κουνώντας ξεσηκωμένες τα χέρια. Η Μουαραίν και η Εγκουέν, που τραβούσαν τα άλογά τους, προσπάθησαν να παρέμβουν· ο Ραντ, ακόμα και χωρίς να ακούει, κατάλαβε ότι η Άμυς τους έλεγε κατηγορηματικά, κουνώντας θυμωμένα το δάχτυλο, να μην ανακατευτούν.

Κοιτώντας την καρβουνιασμένη αυλακιά, που εκτεινόταν σε απόσταση μισού μιλίου, ο Ραντ ξανακάθισε στη σέλα του. Δίδασκαν την Αβιέντα να διαβιβάζει. Φυσικά. Να τι έκαναν. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με τη ράχη του χεριού του· ο ήλιος δεν είχε σχέση. Όταν η πύρινη μπάλα είχε κάνει την ξαφνική εμφάνισή της, ο Ραντ είχε απλώσει ενστικτωδώς στην Αληθινή Πηγή. Ήταν σαν να προσπαθούσε να πιει νερό με σχισμένο κόσκινο. Όσο και αν πάσχιζε να αρπάξει το σαϊντίν, ήταν σαν να έπιανε αέρα. Κάποια μέρα αυτό θα συνέβαινε εκεί που θα χρειαζόταν περισσότερο τη Δύναμη. Έπρεπε κι αυτός να μάθει, αλλά δεν είχε δάσκαλο. Έπρεπε να μάθει, κι όχι μόνο επειδή η Δύναμη θα τον σκότωνε πριν αντιμετωπίσει το πρόβλημα της τρέλας· έπρεπε να μάθει γιατί έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει. Έπρεπε να μάθει να τη χρησιμοποιεί· έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει για να μάθει. Έβαλε τόσο δυνατά γέλια, που κάποιοι Τζίντο τον κοίταξαν ανήσυχα.

Θα απολάμβανε την παρέα του Ματ τα έντεκα εκείνα μερόνυχτα, αλλά ο Ματ τον πλησίαζε το πολύ για ένα-δύο λεπτά. Είχε κατεβασμένο το πλατύγυρο καπέλο του για να του σκιάζει τα μάτια και ακουμπούσε το δόρυ με το μαύρο κοντάρι στο μπροστάρι της σέλας του Πιπς, εκείνο το κοντάρι με την αλλόκοτη αιχμή, τη σημαδεμένη με κοράκια και σφυρηλατημένη από τη Δύναμη, που έμοιαζε με κοντή, κυρτή λεπίδα σπαθιού.

«Αν ο ήλιος σου μαυρίσει κι άλλο το πρόσωπο, θα γίνεις τέλειος Αελίτης», του έλεγε γελώντας, ή «στ' αλήθεια θες να περάσεις όλη σου τη ζωή εδώ; Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος στην άλλη μεριά του Δρακοτείχους. Κρασί; Γυναίκες; Τα θυμάσαι αυτά;»

Όμως ο Ματ φαινόταν ανήσυχος· ήταν πιο απρόθυμος κι από τις Σοφές να μιλήσει για το Ρουίντιαν και γι' αυτό που του είχε συμβεί εκεί. Το χέρι του έσφιγγε το μαύρο κοντάρι ακόμα και με μια απλή αναφορά του ονόματος της πόλης με το θόλο από ομίχλη, ενώ ισχυριζόταν ότι δεν θυμόταν τίποτα από το ταξίδι του στο τερ'ανγκριάλ ― κι έπειτα αντίφασκε με τον εαυτό του, λέγοντας «μην μπεις σ' αυτό το πράγμα, Ραντ. Δεν είναι καθόλου σαν το άλλο, στο Δάκρυ. Σε εξαπατούν. Που να καώ, μακάρι να μην το είχα δει ποτέ μου!»

Τη μοναδική φορά που ο Ραντ είχε αναφέρει την Παλιά Γλώσσα, ο Ματ είχε ξεσπάσει. «Που να καείς, δεν ξέρω τίποτα για την καμένη την Παλιά Γλώσσα!» Και ύστερα είχε κάνει το άλογό του να καλπάσει μέχρι τις άμαξες των πραματευτών.

Εκεί περνούσε τον περισσότερο καιρό του ο Ματ, παίζοντας ζάρια με τους αμαξάδες —ώσπου κατάλαβαν ότι κέρδιζε πολύ περισσότερα απ' όσα έχανε, μ' όποιου τα ζάρια κι αν έπαιζε― κάνοντας μακριές συζητήσεις με τον Καντίρ ή τον Νατάελ κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία και κυνηγώντας την Ισέντρε. Ήταν φανερό τι είχε οίο νου του από την πρώτη φορά που της είχε χαμογελάσει και είχε ισιώσει το καπέλο του, το πρωί μετά την επίθεση των Τρόλοκ. Της μιλούσε σχεδόν κάθε απόγευμα όσο περισσότερο μπορούσε και μια φορά είχε τσιμπηθεί τόσο άσχημα στην προσπάθειά του να κόψει κάτι άσπρα μπουμπούκια από έναν αγκαθωτό θάμνο, που σχεδόν δύο μέρες δεν μπορούσε να κρατήσει τα γκέμια, αν και είχε αρνηθεί να τον Θεραπεύσει η Μουαραίν. Η Ισέντρε δεν τον ενθάρρυνε, αλλά βέβαια δεν είχε σκοπό να τον διώξει με το αργό, προκλητικό χαμόγελό της. Ο Καντίρ τα έβλεπε αυτά ― και δεν έλεγε λέξη, αν και μερικές φορές το αρπαχτικό βλέμμα του ακολουθούσε τον Ματ. Άλλοι, όμως, το σχολίαζαν.

Αργά ένα απόγευμα, καθώς ξέζευαν τα μουλάρια και έστηναν τις σκηνές, κι ενώ ο Ραντ ξεσέλωνε τον Τζήντ'εν, ο Ματ στεκόταν μαζί με την Ισέντρε στη μικρή σκιά της άμαξας με τη μουσαμαδένια σκεπή. Βρίσκονταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Ο Ραντ τον κοίταζε κουνώντας το κεφάλι, ενώ ξύστριζε το σταχτί, πιτσιλωτό άλογό του. Ο ήλιος έκαιγε χαμηλά στον ορίζοντα και τα ψηλά βράχια έριχναν μακριές σκιές στον καταυλισμό τους.

Η Ισέντρε έπιασε το διάφανο σάλι της σαν να σκεφτόταν αφηρημένα να το βγάλει, με τα σαρκώδη χείλη της προκλητικά σουφρωμένα, έτοιμα για φιλί. Ο Ματ, ενθαρρυμένος, χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση και τη ζύγωσε κι άλλο. Εκείνη κατέβασε το χέρι και κούνησε αργά το κεφάλι, αλλά το ενθαρρυντικό χαμόγελο δεν χάθηκε από τα χείλη της. Κανείς από τους δύο δεν άκουσε την Κάιλι να πλησιάζει, η οποία, παρά το μέγεθός της, αλαφροπατούσε σαν αίλουρος.

«Αυτό θέλεις, καλέ μου κύριε; Αυτήν;» Το ζευγάρι τινάχτηκε όταν άκουσε τη μελίρρυτη φωνή της Κάιλι, η οποία η γέλασε μελωδικά, κάτι παράξενο σε εκείνο το πρόσωπο. «Είναι ευκαιρία, Μάτριμ Κώθον. Με ένα μάρκο της Ταρ Βάλον είναι δική σου. Ένα τέτοιο γύναιο δεν μπορεί να αξίζει πάνω από δύο, σίγουρα λοιπόν είναι ευκαιρία».

Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα σαν να ευχόταν να βρισκόταν αλλού.

Η Ισέντρε, όμως, γύρισε αργά για να αντιμετωπίσει την Κάιλι, μια βουνίσια αγριόγατα που αντιμετώπιζε αρκούδα. «Το παρατράβηξες, γριά», είπε μαλακά, με το βλέμμα σκληρό κάτω από το πέπλο της. «Δεν θα ανεχτώ πια τη γλώσσα σου. Πρόσεξε. Εκτός αν θέλεις να μείνεις για πάντα εδώ, στην Ερημιά».

Η Κάιλι χαμογέλασε πλατιά, όμως τα μαύρα σαν τον οψιδιανό μάτια της δεν γελούσαν πάνω από τα χοντρά μάγουλα της. «Εσύ;»

Η Ισέντρε ένευσε αποφασιστικά. «Ένα μάρκο της Ταρ Βάλον», της είπε. Η φωνή της ήταν σαν από σίδερο. «Θα φροντίσω να έχεις ένα μάρκο της Ταρ Βάλον όταν σε αφήσω. Θα ήθελα μόνο να σε δω να προσπαθείς να το πιεις». Γύρισε την πλάτη και πήγε στην πρώτη άμαξα, χωρίς καθόλου να λικνίζεται μαυλιστικά, και χώθηκε μέσα.

Η Κάιλι την παρακολουθούσε με το στρογγυλό της πρόσωπο ανέκφραστο, ώσπου έκλεισε η άσπρη πόρτα και μετά, ξαφνικά, στράφηκε στον Ματ, που ήταν έτοιμος να απομακρυνθεί διακριτικά. «Ελάχιστοι άντρες έχουν απορρίψει κάποια προσφορά μου έστω και μια φορά, πόσο μάλλον δύο. Πρόσεξε να μην κάνω κάτι γι' αυτό. Γελώντας, του τσίμπησε το μάγουλο με τα παχουλά δάχτυλα της τόσο δυνατά, που το πρόσωπό του συσπάστηκε. Μετά στράφηκε προς την κατεύθυνση του Ραντ. «Πες του, Άρχοντα Δράκοντα. Έχω την αίσθηση ότι ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι να περιφρονείς μια γυναίκα. Η μικρούλα η Αελίτισσα που σε ακολουθεί αγριοκοιτάζοντας. Άκουσα ότι ανήκεις σε μια άλλη. Ίσως να νιώθει περιφρονημένη».

«Αμφιβάλλω, κυρά», της είπε ξερά. «Η Αβιέντα θα μου κάρφωνε το μαχαίρι στα πλευρά, αν πίστευε ότι κάνω τέτοιες σκέψεις γι' αυτήν».

Η ογκώδης γυναίκα γέλασε τρανταχτά. Ο Ματ μόρφασε καθώς άπλωνε πάλι το χέρι της, αλλά αυτή τη φορά απλώς του χάιδεψε το μάγουλο που του είχε τσιμπήσει πριν. «Βλέπεις, καλέ μου κύριε; Όταν περιφρονείς την προσφορά μιας γυναίκας, υπάρχει περίπτωση να μη δώσει σημασία, αλλά» —έκανε μια κοφτή κίνηση, σαν να λόγχιζε― «υπάρχει και το μαχαίρι. Ένα μάθημα για όλους τους άντρες. Έτσι, Άρχοντα Δράκοντα;» Λαχανιασμένη από το γέλιο, έφυγε βιαστικά για να επιβλέψει τους άντρες που περιποιούνταν τα μουλάρια.

Ο Ματ έτριψε το μάγουλό του. «Είναι όλες τρελές», μουρμούρισε πριν φύγει κι αυτός. Δεν σταμάτησε, όμως, να κυνηγά την Ισέντρε.

Έτσι είχε η κατάσταση έντεκα μέρες τώρα, μπαίνοντας στη δωδέκατη, εκεί στην κατάξερη, ψημένη γη. Δυο φορές είδαν κι άλλα καταφύγια ― μικρά, πέτρινα κτίρια σαν το Ίμρε Σταντ, σε σημεία που πρόσφεραν εύκολη άμυνα, κολλημένα στην απόκρημνη πλαγιά ενός μυτερού βράχου ή ενός μπιούτ. Το ένα είχε πάνω από τριακόσια πρόβατα, καθώς και ανθρώπους που ξαφνιάστηκαν εξίσου μαθαίνοντας για τον Ραντ και για τους Τρόλοκ στην Τρίπτυχη Γη. Το άλλο ήταν άδειο· δεν είχε δεχτεί επιδρομή, απλώς δεν το χρησιμοποιούσαν. Αρκετές φορές ο Ραντ διέκρινε κατσίκια, πρόβατα ή άσπρα γελάδια με μακριά κέρατα στο βάθος. Η Αβιέντα είπε ότι τα κοπάδια ανήκαν σε κοντινά φρούρια φυλών, αλλά ο Ραντ δεν έβλεπε ανθρώπους, ούτε και κάποιο κτίσμα που να αξίζει το όνομα φρούριο.

Κι ήρθε η δωδέκατη μέρα, με τις χοντρές φάλαγγες των Τζίντο και των Σάιντο δεξιά κι αριστερά από την ομάδα των Σοφών, τις άμαξες των πραματευτών να προχωρούν και να τραντάζονται, την Κάιλι και τον Νατάελ να τσακώνονται, και την Ισέντρε να κοιτάζει τον Ραντ από την αγκαλιά του Καντίρ.

«...κι έτσι είναι, λοιπόν», είπε η Αβιέντα νεύοντας. «Σίγουρα τώρα καταλαβαίνεις τι θα πει στεγοκυρά».

«Όχι ακριβώς», παραδέχτηκε ο Ραντ. Συνειδητοποίησε ότι εδώ και κάποια ώρα άκουγε τον ήχο της φωνής της, όχι τα λόγια της. «Είμαι βέβαιος, όμως, ότι όλα κυλούν ομαλά».

Εκείνη τον κοίταξε και μούγκρισε. «Όταν παντρευτείς», είπε με σφιγμένη φωνή, «με τους Δράκοντες στα χέρια να αποδεικνύουν το αίμα σου, θα ακολουθήσεις αυτό το αίμα ή θα απαιτήσεις να είναι δικά σου όλα, εκτός από το φόρεμα που φορά η σύζυγος σου, σαν απολίτιστος υδρόβιος;»

«Δεν είναι καθόλου έτσι», διαμαρτυρήθηκε αυτός, «και οι γυναίκες από τα μέρη μου θα έδερναν τον άντρα που θα το σκεφτόταν αυτό. Και τέλος πάντων, δεν νομίζεις ότι αυτό αφορά εμένα και όποια αποφασίσω να παντρευτώ;» Αυτή τον κοίταξε ακόμα πιο άγρια ― αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό.

Προς μεγάλη ανακούφιση του Ραντ, ο Ρούαρκ ήρθε τρέχοντας από την εμπροσθοφυλακή των Τζίντο. «Φτάσαμε», ανακοίνωσε ο Αελίτης με ένα χαμόγελο. «Το Φρούριο της Κρυόπετρας».

Загрузка...