Οι εωθινές σκιές κόνταιναν και ξεθώριαζαν, καθώς ο Ραντ και ο Ματ έτρεχαν στον κατάξερο, ακόμα σκοτεινό πυθμένα της κοιλάδας, αφήνοντας πίσω τους το Ρουίντιαν στο σάβανο της ομίχλης του. Η στεγνή ατμόσφαιρα μιλούσε για τη ζέστη που θα ερχόταν, όμως η ελαφριά αύρα δρόσιζε τον Ραντ έτσι που δεν φορούσε σακάκι. Αυτό δεν θα κρατούσε πολύ· σε λίγο θα τους έβρισκε το φως της μέρας και το λιοπύρι. Προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να το προλάβουν, όμως δεν πίστευαν πως θα τα κατάφερναν. Όσο γρήγορα κι αν έκαναν, δεν αρκούσε. Ο Ματ έτρεχε με συρτές, οδυνηρές δρασκελιές· μια σκούρα κόκκινη κηλίδα απλωνόταν στο μισό του πρόσωπο και το σακάκι του κρεμόταν ανοιχτό, αποκαλύπτοντας το πουκάμισό του με τα λυμένα κορδόνια, που κολλούσε στο στέρνο του από το ξεραμένο αίμα. Μερικές φορές άγγιζε φοβισμένα, μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του, το φαρδύ σημάδι ολόγυρα στο λαιμό του, το οποίο τώρα είχε σχεδόν μαυρίσει. Σκόνταφτε συχνά, πέφτοντας πάνω στο παράξενο δόρυ του με το μαύρο κοντάρι και πιάνοντας το κεφάλι του. Αλλά δεν παραπονιόταν, κάτι που ήταν κακό σημάδι. Ο Ματ ήταν άφταστος όταν ήταν να παραπονεθεί για ασήμαντες ενοχλήσεις· αφού τώρα ήταν βουβός, σήμαινε ότι πονούσε πολύ.
Την παλιά, σχεδόν γιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ έμοιαζε να την τρυπά κάτι και τα κοψίματα στο πρόσωπο και στο κεφάλι του τον έκαιγαν, όμως αυτός προχωρούσε ακόμα, μισοσκυμμένος πάνω από την πλευρά του που τον πονούσε, ενώ σχεδόν δεν σκεφτόταν τους δικούς του πόνους. Στην προσοχή του κυριαρχούσαν ο ήλιος, που ανέτελλε πίσω του, και οι Αελίτες, που περίμεναν στη γυμνή βουνοπλαγιά μπροστά του. Υπήρχαν νερό και σκιά εκεί πάνω, καθώς και βοήθεια για τον Ματ. Ο ανατέλλων ήλιος πίσω και οι Αελίτες μπροστά. Η αυγή και το Άελ.
Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή. Η Άες Σεντάι που είχε δει, ή που είχε ονειρευτεί ότι είχε δει πριν από το Ρουίντιαν, είχε μιλήσει σαν να είχε την Πρόβλεψη. Θα σας ενώσει. Θα σας γυρίσει πίσω και θα σας καταστρέψει. Λόγια ειπωμένα σαν προφητεία. Θα τους κατέστρεφε. Η προφητεία έλεγε ότι πάλι θα Τσάκιζε τον Κόσμο. Η ιδέα του προκαλούσε φρίκη. Ίσως κατόρθωνε να γλιτώσει απ' αυτό το μέρος της προφητείας τουλάχιστον, αλλά ο πόλεμος, ο θάνατος και ο όλεθρος ήδη τον ακολουθούσαν στα βήματα του. Το Δάκρυ ήταν το πρώτο μέρος εδώ και πολύ καιρό, ή τουλάχιστον του φαινόταν πολύς ο καιρός, στο οποίο δεν είχε αφήσει πίσω του το χάος, ανθρώπους να καίγονται και χωριά να καταστρέφονται.
Ευχήθηκε να μπορούσε να σκαρφαλώσει στο Τζήντ'εν και να τρέξει ως εκεί που θα άντεχε το άλογό του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το ευχόταν. Μα δεν μπορώ να τρέξω, σκέφτηκε. Πρέπει να το κάνω, επειδή δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί. Ή το κάνω, ή νικά ο Σκοτεινός. Άσπλαχνό πάρε-δώσε, μα δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Μα γιατί να καταστρέψω τους Αελίτες; Πώς;
Η τελευταία αυτή σκέψη τον έκανε να παγώνει. Ήταν σαν να αποδεχόταν ότι θα το έκανε, ότι έπρεπε να το κάνει. Δεν ήθελε να βλάψει τους Αελίτες. «Φως μου», είπε τραχιά, «δεν θέλω να καταστρέψω κανέναν». Πάλι ένιωθε το στόμα γεμάτο σκόνη.
Ο Ματ τον κοίταξε σιωπηλά. Το βλέμμα του ήταν επιφυλακτικό.
Ακόμα δεν τρελάθηκα, σκέφτηκε ο Ραντ σκοτεινά.
Πάνω στην πλαγιά, οι Αελίτες είχαν αρχίσει να σαλεύουν στα τρία στρατόπεδα. Ψυχρά, το γεγονός ήταν ότι τους χρειαζόταν. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε αρχίσει να το μελετά τότε, που είχε πρωτοανακαλύψει ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας και Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή ίσως να ήταν ένα και το αυτό. Ήθελε ανθρώπους που να μπορεί να τους εμπιστευτεί, ανθρώπους που θα τον ακολουθούσαν από κάτι άλλο, εκτός από το φόβο ή τη δίψα της εξουσίας. Ανθρώπους που δεν σκόπευαν να τον χρησιμοποιήσουν για δικούς τους σκοπούς. Είχε κάνει ό,τι του είχαν ζητήσει και τώρα θα τους χρησιμοποιούσε. Επειδή έπρεπε. Δεν είχε τρελαθεί ακόμα —έτσι νόμιζε― αλλά πολλοί αυτό θα πίστευαν, βλέποντας τις πράξεις του.
Το σκληρό φως του ήλιου τους πρόφτασε πριν αρχίσουν να αναρριχώνται στο Τσήνταρ κι η ζέστη ήταν σαν ρόπαλο. Ο Ραντ σκαρφάλωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην ανώμαλη πλαγιά, με τα βαθουλώματα, τα ψηλώματα και τις τραχιές προεξοχές της· το λαρύγγι του είχε ξεχάσει το τελευταίο νερό που είχε πιει και ο ήλιος στέγνωνε το πουκάμισό του, την ίδια στιγμή που το έβρεχε ο ιδρώτας. Ούτε ο Ματ είχε ανάγκη από παρακάλια. Υπήρχε νερό εκεί πάνω. Η Μπάιρ στεκόταν μπροστά στις χαμηλές σκηνές των Σοφών με ένα ασκί στο χέρι, που γυάλιζε από τη δροσιά. Γλείφοντας τα σκασμένα χείλη του, ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι το έβλεπε να γυαλίζει.
«Πού είναι; Τι του έκανες;»
Ο βρυχηθμός έκανε τον Ραντ να σταματήσει εκεί που ήταν. Ο άντρας με τα φλογάτα μαλλιά, ο Κουλάντιν, στεκόταν σε μια χοντρή προεξοχή από γρανίτη που ξεπρόβαλλε από το βουνό. Κι άλλοι της φατρίας Σάιντο ήταν μαζεμένοι γύρω από τη βάση της, κοιτάζοντας τον Ραντ και τον Ματ. Μερικοί φορούσαν το πέπλο τους.
«Για ποιον λες;» απάντησε δυνατά ο Ραντ. Η φωνή του ράγιζε από τη δίψα.
Τα μάτια του Κουλάντιν γούρλωσαν από την οργή. «Για τον Μουράντιν, υδρόβιε! Μπήκε μέσα δυο μέρες πριν από σένα, όμως εσύ βγαίνεις πρώτος. Δεν μπορεί να απέτυχε και να επέζησες εσύ! Το δίχως άλλο, τον σκότωσες!»
Του Ραντ του φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή από τις σκηνές των Σοφών, αλλά πριν προλάβει καν να βλεφαρίσει, ο Κουλάντιν τινάχτηκε σαν φίδι και του έριξε ένα δόρυ ίσια πάνω του. Δύο ακόμα ακολούθησαν το πρώτο, από τους Αελίτες στη βάση της γρανιτένιας προεξοχής.
Ενστικτωδώς, ο Ραντ άρπαξε το σαϊντίν και το σπαθί που ήταν σμιλεμένο από φλόγα. Η λεπίδα στριφογύρισε στα χέρια του —ο Ανεμοστρόβιλος Στο Βουνό· ταιριαστή ονομασία― κόβοντας στη μέση δύο δόρατα. Το περιστρεφόμενο, μαύρο δόρυ του Ματ παραμέρισε την τελευταία στιγμή το τρίτο.
«Η απόδειξη!» ούρλιαξε ο Κουλάντιν. «Μπήκαν οπλισμένοι στο Ρουίντιαν! Απαγορεύεται! Κοιτάξτε το αίμα πάνω τους! Σκότωσαν τον Μουράντιν!» Πριν σταματήσει να μιλά, είχε εξαπολύσει κι άλλο ένα δόρυ, το οποίο αυτή τη φορά ήταν ένα ανάμεσα σε δώδεκα.
Ο Ραντ βούτηξε στο πλάι και μόλις που διέκρινε τον Ματ να πηδά από την απέναντι πλευρά, όμως πριν αγγίξουν το έδαφος, τα δόρατα έπεσαν το ένα στο άλλο στο σημείο που στεκόταν ο Ραντ και αναπήδησαν. Όταν ξανασηκώθηκε, είδε ότι όλα τα δόρατα είχαν καρφωθεί στο βραχώδες έδαφος, σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο στο σημείο απ' όπου είχε πηδήξει. Για μια στιγμή, ακόμα και ο Κουλάντιν φάνηκε να μένει αποσβολωμένος κι ασάλευτος.
«Σταματήστε!» φώναξε η Μπάιρ, τρέχοντας μέσα σ' αυτό το τοπίο της ακινησίας. Η μακριά, φαρδιά φούστα της δεν την εμπόδιζε καθόλου· κατηφόριζε τρέχοντας την πλαγιά σαν κοπέλα, παρά τα άσπρα μαλλιά της, και μάλιστα εξοργισμένη κοπέλα. «Η ειρήνη του Ρουίντιαν, Κουλάντιν!» Η ψιλή φωνή της ήταν σαν σιδερένιο ραβδί. «Δυο φορές προσπάθησες να την παραβιάσεις. Άλλη μια φορά και θα κηρυχθείς εκτός νόμου! Σου δίνω το λόγο μου! Κι εσύ και όποιοι σηκώσουν χέρι!» Σταμάτησε μπροστά στον Ραντ, αντικρίζοντας τους Σάιντο με το ασκί υψωμένο, σαν να ήταν έτοιμη να τους δείρει μ' αυτό. «Όποιος με αμφισβητεί, ας σηκώσει το όπλο! Θα στερηθεί τη σκιά, σύμφωνα με τη Συμφωνία του Ρουίντιαν, και θα του αρνηθούν φρούριο, κρυψώνα και σκηνή. Η ίδια του η φυλή θα τον κυνηγήσει σαν αγρίμι».
Οι Σάιντο αποκάλυψαν βιαστικά τα πρόσωπά τους —κάποιοι απ' αυτούς― αλλά ο Κουλάντιν δεν αποθαρρύνθηκε. «Είναι οπλισμένοι, Μπάιρ! Πήγαν οπλισμένοι στο Ρουίντιαν! Είναι —!»
«Σιωπή!» Η Μπάιρ του κούνησε τη γροθιά. «Τολμάς να μιλάς για όπλα; Εσύ, που ήσουν έτοιμος να παραβιάσεις την Ειρήνη του Ρουίντιαν και να σκοτώσεις με το πρόσωπο ορατό σ' ολόκληρο τον κόσμο; Δεν πήραν όπλα μαζί τους· είμαι μάρτυρας». Του γύρισε την πλάτη, όμως η ματιά της, που στράφηκε στον Ραντ και τον Ματ, δεν ήταν πιο μαλακή από εκείνη που είχε ρίξει στον Κουλάντιν. Έκανε μια γκριμάτσα, βλέποντας το παράξενο δόρυ του Ματ με το σπαθί για αιχμή. «Το βρήκες στο Ρουίντιαν, μικρέ μου;» μουρμούρισε.
«Μου το έδωσαν, γιαγιά», μούγκρισε τραχιά ο Ματ. «Το πλήρωσα και θα το κρατήσω».
Εκείνη ξεφύσησε. «Και οι δύο δείχνετε σαν να κυλιόσασταν σε μαχαιρόχορτο. Τι...; Όχι, θα μου τα πείτε μετά». Κοίταξε το σμιλεμένο από τη Δύναμη σπαθί του Ραντ και ανατρίχιασε. «Ξεφορτώσου το. Και δείξε τους τα σημάδια, πριν κάνει να τους ξεσηκώσει πάλι αυτός ο ανόητος, ο Κουλάντιν. Με τα νεύρα του, δεν θα δίσταζε να βγάλει εκτός νόμου όλη τη φατρία του. Γρήγορα!»
Για μια στιγμή έμεινε να την κοιτάζει. Σημάδια; Έπειτα θυμήθηκε αυτό που του είχε δείξει κάποτε ο Ρούαρκ, το σημάδι ενός ανθρώπου που είχε επιζήσει από το Ρουίντιαν. Εξαφάνισε το σπαθί, έλυσε τα κορδόνια του αριστερού μανικιού του και σήκωσε το μανίκι ως τον αγκώνα.
Γύρω από τον πήχη του τυλιγόταν μια μορφή σαν εκείνη που είχε το λάβαρο του Δράκοντα, μια φιδίσια μορφή με χρυσή χαίτη και χρυσοπόρφυρες φολίδες. Το περίμενε, βεβαίως, αλλά κι έτσι τον ξάφνιασε. Αυτό το πράγμα έμοιαζε να είναι ένα με το δέρμα του, σαν να είχε κολλήσει πάνω του αυτό το ανύπαρκτο πλάσμα.
Δεν ένιωθε διαφορά στο χέρι του, όμως οι φολίδες άστραφταν στον ήλιο σαν γυαλισμένο μέταλλο· του φαινόταν ότι, αν άγγιζε τη χρυσή χαίτη στον καρπό του, σίγουρα θα ένιωθε την κάθε τρίχα.
Σήκωσε το χέρι στον αέρα μόλις το γύμνωσε, ψηλά για να το δουν ο Κουλάντιν και οι άνθρωποί του. Ακούστηκαν μουρμουρητά από τους Σάιντο και ο Κουλάντιν γύμνωσε τα δόντια χωρίς να μιλήσει. Το πλήθος γύρω από τη γρανιτένια προεξοχή μεγάλωνε, καθώς έρχονταν κι άλλοι Σάιντο από τις σκηνές τους. Ο Ρούαρκ στεκόταν μαζί με τον Χάιρν και τους Τζίντο του λιγάκι ψηλότερα· παρακολουθούσαν τους Σάιντο επιφυλακτικά και τον Ραντ με μια αίσθηση προσδοκίας, την οποία δεν είχε ικανοποιήσει το υψωμένο χέρι του Ραντ. Ο Λαν στεκόταν στη μέση, ανάμεσα στις δύο ομάδες, με τα χέρια να αναπαύονται στη λαβή του σπαθιού του και το πρόσωπο βαρύ σαν θύελλα.
Τότε, ενώ ο Ραντ συνειδητοποιούσε ότι οι Αελίτες ήθελαν κάτι παραπάνω, τον πλησίασαν η Εγκουέν και οι άλλες τρεις Σοφές, που είχαν κατηφορίσει το βουνό. Οι Αελίτισσες έμοιαζαν ενοχλημένες που είχαν αναγκαστεί να τρέξουν και φαίνονταν θυμωμένες, όσο ήταν και η Μπάιρ πριν. Η Άμυς κοίταξε τον Κουλάντιν, ενώ η Μελαίν, με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά, κοίταζε τον Ραντ με ένα ύφος σαν να τον κατηγορούσε. Η Σεάνα έμοιαζε έτοιμη να δαγκώσει πέτρες. Η Εγκουέν, με μια εσάρπα τυλιγμένη γύρω από τα μαλλιά της και απλωμένη στους ώμους της, κοίταζε τον Ραντ και τον Ματ, εν μέρει με ανησυχία και εν μέρει σαν να μην περίμενε ότι θα τους ξανάβλεπε.
«Ανόητε», μουρμούρισε η Μπάιρ. «Όλα τα σημάδια». Πέταξε το ασκί στον Ματ, έπιασε το δεξί χέρι του Ραντ και τράβηξε το μανίκι του, αποκαλύπτοντας το σαν σε καθρέφτη είδωλο του πλάσματος στον αριστερό πήχη του. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της και ύστερα βγήκε με ένα μακρύ αναστεναγμό. Έμοιαζε να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα στην ανακούφιση και το φόβο. Δεν υπήρχε περιθώριο για παρεξήγηση· προσδοκούσε το δεύτερο σημάδι, όμως την τρόμαζε. Η Αμυς και οι άλλες δύο Σοφές μιμήθηκαν σχεδόν ακριβώς τον αναστεναγμό της. Ήταν παράξενο να βλέπεις Αελίτες φοβισμένους.
Ο Ραντ παραλίγο να βάλει τα γέλια. Όχι ότι διασκέδαζε. «Δυο και δυο φορές θα σημαδευτεί». Έτσι έλεγαν οι Προφητείες του Δράκοντα. Ένας ερωδιός σε κάθε παλάμη και τώρα αυτά. Ένα από τα αλλόκοτα πλάσματα —η Προφητεία τα ονόμαζε Δράκοντες― υποτίθεται πως ήταν για τη «χαμένη ανάμνηση». Το Ρουίντιαν το είχε σίγουρα προσφέρει αυτό, τη χαμένη ιστορία της προέλευσης των Αελιτών. Και το άλλο ήταν για το «τίμημα που έπρεπε να πληρώσει». Πόσο σύντομα πρέπει να το πληρώσω; αναρωτήθηκε. Και πόσοι πρέπει να πληρώσουν μαζί μου; Πάντα έπρεπε να είναι κι άλλοι, ακόμα κι όταν προσπαθούσε να πληρώσει μόνος του.
Φοβισμένη ή όχι, η Μπάιρ δεν κοντοστάθηκε πριν υψώσει κι αυτό το χέρι πάνω από το κεφάλι του, διακηρύσσοντας δυνατά: «Ιδού, αυτό που δεν φάνηκε άλλοτε. Έχει επιλεγεί ο Καρ'α'κάρν, ο αρχηγός των αρχηγών. Γεννημένος από Κόρη, ήρθε με την αυγή από το Ρουίντιαν, σύμφωνα με την προφητεία, για να ενώσει το Άελ! Η εκπλήρωση της προφητείας έχει αρχίσει!»
Οι αντιδράσεις των άλλων Αελιτών δεν έμοιαζαν καθόλου με εκείνες που είχε φανταστεί ο Ραντ. Ο Κουλάντιν τον κοίταξε επίμονα, με περισσότερο μίσος από πριν —αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό― και μετά πήδηξε από την προεξοχή και ανέβηκε την πλαγιά, για να χαθεί στις σκηνές του Σάιντο. Οι Σάιντο διαλύθηκαν, κοιτώντας τον Ραντ με ανέκφραστα πρόσωπα πριν επιστρέψουν αργά στις σκηνές τους. Ο Χάιρν και οι πολεμιστές της φυλής Τζίντο, σχεδόν χωρίς να διστάσουν, έκαναν το ίδιο. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε μείνει μονάχα ο Ρούαρκ, με προβληματισμένο βλέμμα. Ο Λαν πλησίασε τον αρχηγό φατρίας· κρίνοντας από το πρόσωπό του, ο Πρόμαχος θα προτιμούσε να μην είχε δει καθόλου τον Ραντ. Ο Ραντ δεν ήξερε τι περίμενε, μα δεν ήταν αυτό.
«Που να καώ!» μουρμούρισε ο Ματ. Μόλις τότε φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι είχε στα χέρια το ασκί. Έβγαλε το βούλωμα, το σήκωσε ψηλά και άφησε το νερό να κυλήσει στο στόμα και στο πρόσωπό του. Όταν τέλος το κατέβασε, ξανακοίταξε τα σημάδια στα χέρια του Ραντ και κούνησε το κεφάλι επαναλαμβάνοντας «που να καώ!» καθώς του έδινε το ασκί με το νερό που πλατσούριζε μέσα του.
Ο Ραντ κοίταζε με απορία τους Αελίτες, όμως δεν είπε όχι στο νερό. Οι πρώτες γουλιές του πόνεσαν το λαρύγγι, τόσο είχε ξεραθεί.
«Τι έπαθες;» ζήτησε να μάθει η Εγκουέν. «Σας επιτέθηκε ο Μουράντιν;»
«Απαγορεύεται να μιλάμε γι' αυτά που συμβαίνουν στο Ρουίντιαν», είπε απότομα η Μπάιρ.
«Όχι ο Μουράντιν», είπε ο Ραντ. «Πού είναι η Μουαραίν; Περίμενα να είναι από τους πρώτους που θα μας προϋπαντούσαν». Έτριψε το πρόσωπό του· είδε μαύρες φλούδες από ξεραμένο αίμα στο χέρι του. «Αυτή τη φορά δεν θα με πειράξει, αν με Θεραπεύσει χωρίς να ρωτήσει πρώτα».
«Ούτε και μένα», είπε βραχνά ο Ματ. Ταλαντεύτηκε, στηρίχτηκε στο δόρυ του και πίεσε το μέτωπό του με τη ρίζα της παλάμης του. «Το μυαλό μου κάνει σβούρες».
Η Εγκουέν μόρφασε. «Φαντάζομαι πως είναι ακόμα στο Ρουίντιαν. Αλλά αφού τελικά βγήκατε, μπορεί να βγει κι αυτή. Έφυγε ακριβώς μετά από σας. Και η Αβιέντα. Λείπετε όλοι πολύ καιρό».
«Η Μουαραίν πήγε στο Ρουίντιαν;» είπε ο Ραντ χωρίς να πιστεύει τα αφτιά του. «Και η Αβιέντα; Γιατί —;»Ξαφνικά κατάλαβε τι άλλο του είχε πει. «Τι εννοείς “πολύ καιρό”;»
«Σήμερα είναι η έβδομη μέρα», είπε εκείνη. «Η έβδομη μέρα από τότε που κατεβήκατε στην κοιλάδα».
Το ασκί του έπεσε από τα χέρια. Η Σεάνα το άρπαξε μόλις χύθηκαν στη βραχώδη πλαγιά μόνο λίγες σταγόνες από το περιεχόμενό του, που ήταν τόσο πολύτιμο στην Ερημιά. Ο Ραντ μόλις που το πρόσεξε. Επτά μέρες. Και τι δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί σε επτά μέρες. Μπορεί να με πλησιάζουν, μπορεί να έχουν καταλάβει τι σχεδιάζω. Πρέπει να κινηθώ. Γρήγορα. Πρέπει να προπορεύομαι συνεχώς. Δεν έφτασα ως εδώ για να αποτύχω.
Όλοι τον κοίταζαν, ακόμα και ο Ρούαρκ με τον Ματ, και στα πρόσωπά τους φαινόταν καθαρά η έγνοια. Και η επιφυλακτικότητα. Διόλου παράξενο αυτό. Ποιος ήξερε τι θα έκανε τώρα ο Ραντ, ή αν είχε ακόμα τα λογικά του; Μόνο ο Λαν διατήρησε τη σκληρή, βλοσυρή έκφραση του.
«Σου είπα ότι ήταν η Αβιέντα εκείνη, Ραντ. Τσίτσιδη, όπως τη γέννησε η μάνα της». Η φωνή του Ματ είχε μια οδυνηρή βραχνάδα και τα πόδια του έμοιαζαν έτοιμα να λυγίσουν.
«Πόσο ακόμα μέχρι να γυρίσει η Μουαραίν;» ρώτησε ο Ραντ. Αν είχαν μπει μαζί, σύντομα θα έπρεπε να γυρίσει.
«Αν δεν έχει επιστρέψει ως τη δέκατη μέρα», αποκρίθηκε η Μπάιρ, «δεν θα επιστρέψει. Κανένας δεν έκανε πάνω από δέκα μέρες για να επιστρέψει».
Ίσως άλλες τρεις μέρες. Τρεις ακόμα μέρες, ενώ είχε ήδη χάσει επτά. Τώρα ας έρθουν. Δεν θα αποτύχω! Μόλις που κράτησε μια άγρια έκφραση να μη φανεί στο πρόσωπό του. «Μπορείτε να διαβιβάζετε. Τουλάχιστον μία από σας μπορεί. Είδα πώς πετάξατε τον Κουλάντιν. Θα Θεραπεύσετε τον Ματ;»
Η Άμυς και η Μελαίν αντάλλαξαν μια ματιά που, αν ήθελε ο Ραντ να την περιγράψει, θα έλεγε ότι ήταν πικρή.
«Οι δρόμοι μας στράφηκαν αλλού», είπε με λύπη η Άμυς. «Υπάρχουν Σοφές που μπορούν να κάνουν αυτό που ζητάς, με κάποιον τρόπο, αλλά εμείς όχι».
«Τι εννοείς;» ρώτησε θυμωμένα. «Μπορείτε να διαβιβάσετε σαν Άες Σεντάι. Γιατί δεν μπορείτε να Θεραπεύσετε σαν αυτές; Εξ αρχής δεν θέλατε να πάει στο Ρουίντιαν. Λέτε τώρα να τον αφήσετε να πεθάνει γι’ αυτό;»
«Θα επιζήσω», είπε ο Ματ, αλλά τα μάτια του ήταν μισόκλειστα από τον πόνο.
Η Εγκουέν έπιασε τον Ραντ από το μπράτσο. «Δεν ξέρουν όλες οι Άες Σεντάι να Θεραπεύουν καλά», είπε κατευναστικά. «Οι καλύτερες Θεραπεύτριες είναι του Κίτρινου Άτζα. Η Σέριαμ, η Κυρά των Μαθητευομένων, δεν μπορεί να Θεραπεύσει κάτι χειρότερο από μια μελανάδα ή ένα μικρό κόψιμο. Δεν μπορεί δυο γυναίκες να έχουν ακριβώς τα ίδια Ταλέντα ή δεξιοτεχνίες».
Ο τόνος της τον εκνεύρισε. Δεν ήταν ιδιότροπο παιδί για να τον γαληνεύει. Κοίταξε συνοφρυωμένος τις Σοφές. Είτε δεν μπορούσαν, είτε δεν ήθελαν, όποιος κι αν ήταν ο λόγος, τώρα με τον Ματ θα έπρεπε να περιμένουν τη Μουαραίν. Αν δεν τη σκότωνε εκείνη η φυσαλίδα του κακού, εκείνα τα πλάσματα της σκόνης. Τώρα πρέπει να είχαν διαλυθεί· εκείνα τα άλλα, στο Δάκρυ, του είχαν δείξει πως υπήρχε ένα τέλος. Δεν θα τη σταματούσαν. Μπορούσε να τα αντιμετωπίσει διαβιβάζοντας. Ξέρει τι κάνει· δεν χρειάζεται να τα ανακαλύπτει όλα σιγά-σιγά, όπως κάνω εγώ. Μα τότε γιατί δεν είχε επιστρέψει και γιατί ο ίδιος δεν την είχε δει; Ανόητη ερώτηση. Θα μπορούσαν να είναι εκατό άνθρωποι στο Ρουίντιαν, χωρίς να δουν ο ένας τον άλλο. Υπήρχαν πολλές ερωτήσεις και, όπως υποψιαζόταν, μηδέν απαντήσεις, μέχρι την επιστροφή της Μουαραίν. Αν υπήρχαν απαντήσεις και τότε.
«Έχουμε βότανα και αλοιφές», είπε η Σεάνα. «Ελάτε στη σκιά και θα φροντίσουμε τα τραύματά σας».
«Στη σκιά», μουρμούρισε ο Ραντ. «Ναι». Φερόταν σαν αγροίκος, αλλά δεν τον ένοιαζε. Γιατί είχε πάει στο Ρουίντιαν η Μουαραίν; Δεν την εμπιστευόταν ότι θα σταματούσε να τον πιέζει προς την κατεύθυνση που αυτή θεωρούσε καλύτερη, ενώ η δική του γνώμη της ήταν άχρηστη. Αν ήταν στο Ρουίντιαν, μήπως είχε να επηρεάσει αυτά που είχε δει ο Ραντ; Μήπως τα είχε αλλάξει με κάποιον τρόπο; Αν μπορούσε έστω και να υποψιαστεί τι σκόπευε να κάνει...
Ο Ραντ ξεκίνησε για τις σκηνές της Τζίντο —οι άνθρωποι του Κουλάντιν μάλλον δεν θα του πρόσφεραν μέρος για να ξεκουραστεί― όμως η Άμυς τον έστρεψε προς το επίπεδο σημείο ψηλότερα, όπου βρίσκονταν οι σκηνές των Σοφών. «Μπορεί να μη νιώθουν ακόμα άνετα μαζί σου», του είπε. Ο Ρούαρκ, που ακολουθούσε δίπλα τους, ένευσε.
Η Μελαίν έριξε μια ματιά στον Λαν. «Δεν είναι δική σου δουλειά, Ααν'αλάιν. Εσύ και ο Ρούαρκ πάρτε τον Μάτριμ και —»
«Όχι», την έκοψε ο Ραντ. «Τους θέλω μαζί μου». Εν μέρει επειδή ήθελε απαντήσεις από τον αρχηγό φατρίας και εν μέρει καθαρά από πείσμα. Αυτές οι Σοφές ήταν έτοιμες να του περάσουν λουρί, ακριβώς όπως η Μουαραίν. Δεν θα το ανεχόταν. Κοίταξαν η μια την άλλη και μετά ένευσαν, σαν να συναινούσαν σε μια παράκληση. Γελιόνταν, αν νόμιζαν ότι θα φερόταν σαν καλό αγοράκι επειδή του είχαν δώσει γλυκό. «Θα φανταζόμουν ότι θα ήσουν με τη Μουαραίν», είπε στον Λαν, αγνοώντας τις Σοφές και τα νεύματά τους.
Μια φευγαλέα έκφραση ντροπής εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Πρόμαχου. «Οι Σοφές κατάφεραν σχεδόν ως το ηλιοβασίλεμα να κρατήσουν κρυφή την αναχώρησή της», είπε ενοχλημένος. «Ύστερα με... έπεισαν ότι θα ήταν άσκοπο να την ακολουθήσω. Είπαν ότι ακόμα κι αν την ακολουθούσα, δεν θα την έβρισκα παρά μόνο όταν θα έβγαινε και τότε δεν θα με χρειαζόταν. Δεν είμαι πια σίγουρος αν έπρεπε να τις ακούσω».
«Να ακούσεις!» Η Μελαίν ξεφύσησε. Τα χρυσά και φιλντισένια βραχιόλια της κροτάλισαν, καθώς έσιαζε την εσάρπα της ενοχλημένη. «Έτσι είναι οι άντρες, παριστάνουν τους λογικούς. Σχεδόν σίγουρα θα είχες πεθάνει και πιθανότατα θα τη σκότωνες κι αυτήν».
«Η Μελαίν κι εγώ τον πιέζαμε μισή νύχτα, μέχρι να μας ακούσει», είπε η Άμυς. Το αμυδρό χαμόγελό της έδειχνε ότι το έβρισκε διασκεδαστικό.
Το πρόσωπο του Λαν έμοιαζε σμιλεμένο από σύννεφα καταιγίδας. Τούτο δεν ήταν παράξενο, αν οι Σοφές είχαν χρησιμοποιήσει πάνω του τη Δύναμη. Μα τι έκανε η Μουαραίν εκεί πέρα;
«Ρούαρκ», είπε ο Ραντ, «πώς να ενώσω τους Αελίτες, όπως λέγεται; Δεν θέλουν καν να με κοιτάξουν». Σήκωσε για μια στιγμή τους γυμνούς πήχεις του· οι φολίδες του Δράκοντα άστραψαν στο σκληρό φως. «Λένε ότι είμαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, αλλά παραλίγο να το βάλουν στα πόδια όταν τους τα έδειξα».
«Είναι άλλο πράγμα να ξέρεις ότι μια προφητεία θα πραγματοποιηθεί τελικά», είπε αργά ο αρχηγός φατρίας, «και άλλο να δεις την εκπλήρωση της να ξεκινάει μπροστά στα μάτια σου. Λέγεται ότι θα κάνεις τις φατρίες πάλι ένα λαό, όμως πολεμούσαμε μεταξύ μας σχεδόν όσο καιρό πολεμούμε τον υπόλοιπο κόσμο. Επίσης, για μερικούς από μας υπάρχουν κι άλλα».
Θα σας ενώσει και θα σας καταστρέψει. Πρέπει να το είχε ακούσει και ο Ρούαρκ, όπως και οι άλλοι αρχηγοί φατρίας και οι Σοφές, αν είχαν μπει στο δάσος με τις αστραφτερές, γυάλινες κολώνες. Αν η Μουαραίν δεν τα είχε κανονίσει έτσι, ώστε να δει ο Ραντ ένα ειδικό όραμα. «Όλοι βλέπουν τα ίδια πράγματα μέσα σε εκείνες τις κολώνες, Ρούαρκ;»
«Όχι!» είπε απότομα η Μελαίν, με μάτια σαν πράσινο ατσάλι. «Ή θα σιωπήσεις, ή θα διώξεις τον Ααν'αλάιν και τον Μάτριμ. Πρέπει να φύγεις κι εσύ, Εγκουέν».
«Δεν επιτρέπεται», είπε η Άμυς με λίγο πιο μαλακή φωνή, «να μιλάς γι' αυτό που συμβαίνει στο Ρουίντιαν, παρά μόνο με εκείνους που έχουν πάει εκεί». Ελάχιστα πιο μαλακή. «Ακόμα και τότε, ελάχιστοι μιλούν γι' αυτό, και σπανίως».
«Σκοπεύω να αλλάξω το τι επιτρέπεται και τι όχι», είπε ο Ραντ ήρεμα. «Να το συνηθίσετε». Έπιασε την Εγκουέν να μουρμουρίζει ότι έπρεπε να του τραβήξει το αφτί και της χαμογέλασε. «Μπορεί να μείνει και η Εγκουέν, εφόσον το ζητά τόσο ευγενικά». Εκείνη του έβγαλε τη γλώσσα και μετά κοκκίνισε, όταν κατάλαβε τι είχε κάνει.
«Αλλαγή», είπε ο Ρούαρκ. «Ξέρεις ότι φέρνει την αλλαγή, Άμυς. Αυτό που μας κάνει να μοιάζουμε με παιδιά στο σκοτάδι είναι που αναρωτιόμαστε τι αλλαγή και πώς. Αφού πρέπει να γίνει, ας αρχίσει τώρα. Από τους αρχηγούς φατρίας με τους οποίους έχω μιλήσει, κανείς δεν είδε μέσα από τα ίδια μάτια, Ραντ, κανείς δεν είδε ακριβώς τα ίδια πράγματα, μέχρι το μοίρασμα του νερού και τη συνάντηση, όπου έγινε η Συμφωνία του Ρουίντιαν. Δεν ξέρω αν ισχύει το ίδιο και για τις Σοφές, αλλά υποψιάζομαι ότι έτσι είναι. Νομίζω είναι θέμα αίματος, καταγωγής. Πιστεύω ότι κοίταξα μέσα από κι μάτια των προγόνων μου κι εσύ από των δικών σου».
Η Άμυς και οι άλλες Σοφές τον αγριοκοίταξαν μουτρωμένες κι αμίλητες. Ο Ματ και η Εγκουέν έδειχναν κι αυτοί μπερδεμένοι. Μόνο ο Λαν δεν έμοιαζε να ακούει τίποτα· το βλέμμα του ήταν στραμμένο μέσα του, δίχως αμφιβολία ανησυχώντας για τη Μουαραίν.
Ο Ραντ ένιωθε κι αυτός κάπως παράξενα. Να δει μέσα από τα μάτια των προγόνων του. Ήξερε από καιρό ότι ο Ταμ αλ'Θόρ δεν ήταν ο πραγματικός πατέρας του, ότι ο Ταμ τον είχε βρει νεογέννητο στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα, μετά την τελευταία μεγάλη μάχη του Πολέμου των Αελιτών. Νεογέννητο με τη νεκρή μητέρα του, μια Κόρη του Δόρατος. Είχε ισχυριστεί ότι είχε αίμα Αελίτη για να απαιτήσει την είσοδό του στο Ρουίντιαν, όμως μόλις τώρα συνειδητοποιούσε μέσα του αυτό το γεγονός. Οι πρόγονοί του. Αελίτες.
«Τότε είδες το Ρουίντιαν όταν άρχισε να χτίζεται», είπε. «Και τις δύο Άες Σεντάι. Και... άκουσες τι είπε η μια τους». Θα σας καταστρέψει.
«Το άκουσα». Ο Ρούαρκ είχε πάρει μια παραιτημένη έκφραση, σαν άνθρωπος που είχε μάθει ότι πρέπει να του κόψουν το πόδι. «Το ξέρω».
Ο Ραντ άλλαξε θέμα. «Τι ήταν το “μοίρασμα του νερού”;»
Ο αρχηγός φατρίας σήκωσε τα φρύδια έκπληκτος. «Δεν το γνώρισες; Μα βέβαια, γιατί να το γνωρίσεις· δεν μεγάλωσες με αυτές τις ιστορίες. Σύμφωνα με τις πιο παλιές ιστορίες, από τη μέρα που άρχισε το Τσάκισμα του Κόσμου ως τη μέρα που πρωτομπήκαμε στην Τρίπτυχη Γη, μόνο ένας λαός δεν μας επιτέθηκε. Μόνο ένας λαός μας άφησε να παίρνουμε ελεύθερα νερό, όταν το χρειαζόμασταν. Κάναμε καιρό μέχρι να ανακαλύψουμε ποιος ήταν. Όλα αυτά έχουν τελειώσει. Ο όρκος της ειρήνης καταπατήθηκε· οι δεντροφονιάδες μας έφτυσαν κατάμουτρα».
«Η Καιρχίν», είπε ο Ραντ. «Μιλάς για την Καιρχίν, το Αβεντοραλντέρα και τον Λάμαν, που έκοψε το Δέντρο».
«Ο Λάμαν τιμωρήθηκε με θάνατο», είπε με ανέκφραστη φωνή ο Ρούαρκ. «Με τους επίορκους ξεμπερδέψαμε». Κοίταξε λοξά τον Ραντ. «Κάποιοι, όπως ο Κουλάντιν, το θεωρούν απόδειξη ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν μη Αελίτη. Είναι ένας λόγος που σε μισεί. Ένας από τους λόγους. Το πρόσωπό σου και τα αίματα θα τα θεωρήσει ψέμα. Ή έτσι θα ισχυριστεί».
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Η Μουαραίν μερικές φορές μιλούσε για την πολυπλοκότητα της Δαντέλας της Εποχής, του Σχήματος της Εποχής, που ο Τροχός του Χρόνου το υφαίνει από το νήμα των ανθρώπινων ζωών. Αν οι πρόγονοι των Καιρχινών δεν είχαν επιτρέψει στους Αελίτες να πάρουν νερό πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, τότε η Καιρχίν δεν θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την Οδό του Μεταξιού στην Ερημιά, με ένα φιντάνι από το Αβεντεσόρα ως τεκμήριο για τον όρκο. Αν δεν υπήρχε ο όρκος, τότε ο Βασιλιάς Λάμαν δεν θα είχε Δέντρο να κόψει· δεν θα είχε συμβεί ο Πόλεμος των Αελιτών· και ο Ραντ δεν θα είχε γεννηθεί στην πλαγιά του Όρους του Δράκοντα, για να τον πάρουν και να τον μεγαλώσουν στους Δύο Ποταμούς. Πόσα άλλα τέτοια σημεία είχαν υπάρξει, όπου μια απόφαση υπέρ ή κατά μιας πράξης είχε επηρεάσει την ύφανση του Σχήματος για χιλιάδες χρόνια; Χίλιες φορές, χίλιες μικρές διακλαδώσεις, χίλιες φορές τόσες, που έδιναν λίγο-λίγο άλλη μορφή στο Σχήμα. Κι ο ίδιος ο Ραντ ήταν ένα κινητό σημείο διακλάδωσης, μπορεί το ίδιο να ήταν κι ο Ματ και ο Πέριν. Αυτό που έκαναν και που δεν έκαναν θα έστελνε ένα κυματάκι μπροστά, στα χρόνια και στις Εποχές.
Κοίταξε τον Ματ, που προχωρούσε κουτσαίνοντας στην πλαγιά με τη βοήθεια του δόρατός του, με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια μισόκλειστα από τον πόνο. Ο Δημιουργός δεν το καλοσκέφτηκε, που έβαλε το μέλλον στους ώμους τριών χωριατόπαιδων. Δεν μπορώ να το ρίξω. Πρέπει να μεταφέρω το φορτίο πάση θυσία.
Οι γυναίκες χώθηκαν μέσα στις κοντές σκηνές, δίχως πλαϊνά φύλλα, που είχαν οι Σοφές, μουρμουρίζοντας για νερό και σκιά. Σχεδόν έσυραν μαζί τους τον Ματ· ως ένδειξη για το πόσο τον πονούσαν το κεφάλι και το λαρύγγι του, αυτός όχι μόνο υπάκουσε, αλλά το έκανε και σιωπηλά.
Ο Ραντ έκανε να τον ακολουθήσει, όμως ο Λαν τον έπιασε από τον ώμο. «Την είδες εκεί μέσα;» ρώτησε ο Πρόμαχος.
«Όχι, Λαν. Λυπάμαι· δεν την είδα. Θα βγει σώα και ασφαλής, αν μπόρεσαν κάποιοι να το κάνουν ήδη».
Ο Λαν μούγκρισε και τράβηξε το χέρι του. «Το νου σου στον Κουλάντιν, Ραντ. Έχω ξαναδεί ανθρώπους σαν και του λόγου του. Οι φιλοδοξίες τον καίνε μέσα του. Θα θυσιάσει τον κόσμο για να τις πραγματοποιήσει».
«Ο Ααν'αλάιν μιλάει αληθινά», είπε ο Ρούαρκ. «Οι Δράκοντες στα χέρια σου θα είναι άχρηστοι, αν πεθάνεις πριν μάθουν γι' αυτούς οι αρχηγοί φατρίας. Θα κανονίσω να είναι πάντα κοντά σου μερικοί Τζίντο του Χάιρν, μέχρι να φτάσουμε στην Κρυόπετρα. Ακόμα και τότε, ο Κουλάντιν μάλλον θα κάνει φασαρία και τουλάχιστον οι Σάιντο θα τον ακολουθήσουν. Μπορεί και άλλοι. Η Προφητεία του Ρουίντιαν είπε ότι θα σε μεγαλώσουν άνθρωποι που δεν είναι του αίματος, όμως ο Κουλάντιν δεν θα είναι ο μόνος που θα σε δει ως υδρόβιο».
«Θα φυλάω τα νώτα μου», είπε ξερά ο Ραντ. Στα παραμύθια, όταν κάποιος εκπλήρωνε μια προφητεία, όλοι φώναζαν «ιδού!» ή κάτι τέτοιο και αυτό ήταν όλο, και μετά απλώς είχε να λογαριαστεί με τους κακούς. Όπως φαινόταν, η αληθινή ζωή δεν ήταν έτσι.
Όταν μπήκαν στη σκηνή, ο Ματ ήδη καθόταν σε ένα κόκκινο μαξιλάρι με χρυσές φούντες, έχοντας βγάλει το σακάκι και το πουκάμισό του. Μια γυναίκα, που φορούσε λευκή ρόμπα με κουκούλα, του είχε ξεπλύνει το αίμα από το πρόσωπο και καθάριζε το στήθος του. Η Άμυς είχε ένα πέτρινο γουδί ανάμεσα στα γόνατα και ανακάτευε μια αλοιφή με το γουδοχέρι, ενώ η Μπάιρ και η Σεάνα είχαν σκύψει δίπλα-δίπλα το κεφάλι, πάνω από κάτι βότανα που σιγόβραζαν σε μια κατσαρόλα.
Η Μελαίν κοίταξε με μια γκριμάτσα τον Λαν και τον Ρούαρκ, και ύστερα στύλωσε τα ψυχρά, πράσινα μάτια της στον Ραντ. «Γδύσου ως τη μέση», του είπε απότομα. «Τα κοψίματα στο κεφάλι δεν φαίνονται άσχημα, αλλά θέλω να δω τι έχεις και διπλώθηκες στα δύο». Χτύπησε ένα μικρό, μπρούτζινο σήμαντρο και από το πίσω μέρος της σκηνής μπήκε άλλη μια γυναίκα με λευκή ρόμπα, κρατώντας μια αχνιστή, ασημένια λεκάνη στα χέρια και πετσέτες στο μπράτσο.
Ο Ραντ κάθισε στο μαξιλάρι και κράτησε το κορμί του ίσιο. «Μη νοιάζεσαι γι' αυτό», την καθησύχασε. Η δεύτερη λευκοντυμένη γυναίκα γονάτισε με χάρη δίπλα του, αντιστάθηκε στην προσπάθειά του να της πάρει το ύφασμα που είχε βρέξει στη λεκάνη και άρχισε να του καθαρίζει απαλά το πρόσωπο. Αναρωτήθηκε ποια ήταν. Έμοιαζε με Αελίτισσα, αλλά δεν φερόταν σαν τέτοια. Τα γκρίζα μάτια της είχαν μια αποφασισμένη, ταπεινή έκφραση.
«Είναι μια παλιά λαβωματιά», είπε η Εγκουέν στη χρυσόξανθη Σοφή. «Η Μουαραίν ποτέ δεν μπόρεσε να τη Θεραπεύσει τελείως». Η ματιά που έριξε στον Ραντ έλεγε ότι από ευγένεια έπρεπε το έχει πει ο ίδιος. Από τις ματιές που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι Σοφές, ο Ραντ σκέφτηκε ότι η Εγκουέν ήδη είχε πει πολλά. Μια πληγή την οποία μια Άες Σεντάι δεν μπορούσε να Θεραπεύσει· γι' αυτές ήταν ένα αίνιγμα. Η Μουαραίν έμοιαζε να ξέρει για τον Ραντ περισσότερα απ' όσα ήξερε ο ίδιος για τον εαυτό του και δυσκολευόταν να την αντιμετωπίσει. Ίσως να ήταν ευκολότερο με τις Σοφές, αν δεν τα ήξεραν όλα γι' αυτόν και έπρεπε να μαντεύουν.
Το πρόσωπο του Ματ συσπάστηκε, όταν η Άμυς άρχισε να απλώνει την αλοιφή στις χαρακιές στο στήθος του. Κρίνοντας από τη μυρωδιά της αλοιφής, η έκφραση πόνου ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Η Μπάιρ έδωσε στον Ματ ένα ασημένιο κύπελλο. «Πιες το, παλικάρι μου. Η ρίζα τίμσιν και το ασημόφυλλο είναι τα μόνα που μπορούν να γιατρέψουν τον πονοκέφαλό σου, αν γιατρεύεται».
Αυτός δεν δίστασε και το κατάπιε όλο· ανατρίχιασε και στράβωσε το πρόσωπό του. «Έχει γεύση σαν τις μπότες μου». Εντούτοις, της έκανε μια υπόκλιση έτσι καθισμένος, τόσο επίσημη που θα ικανοποιούσε και Δακρινό, παρ' όλο που ήταν δίχως πουκάμισο, αλλά τη χάλασε με το ξαφνικό χαμόγελό του. «Σ' ευχαριστώ, Σοφή. Και δεν θα ρωτήσω αν πρόσθεσες κάτι για να του δώσεις αυτή την... αξέχαστη γεύση». Το μαλακό γέλιο της Μπάιρ και της Σεάνα σήμαινε ότι μπορεί να είχαν κάνει ακριβώς αυτό, αλλά μπορεί και όχι, όμως φαινόταν ότι, ως συνήθως, ο Ματ είχε βρει έναν τρόπο να τον πάρουν οι γυναίκες με καλό μάτι. Ακόμα και η Μελαίν του χάρισε ένα μικρό χαμόγελο.
«Ρούαρκ», είπε ο Ραντ, «αν ο Κουλάντιν θέλει να κάνει φασαρία, πρέπει να τον προλάβω. Πώς θα το πω στους άλλους αρχηγούς φατρίας; Για μένα. Για αυτά». Σήκωσε τα χέρια του, που τα κύκλωναν οι Δράκοντες. Η λευκοντυμένη γυναίκα δίπλα του, που του καθάριζε το μακρύ κόψιμο στα μαλλιά του, απέφυγε με προσοχή να τους κοιτάξει.
«Δεν υπάρχει ορισμένος επίσημος τρόπος», είπε ο Ρούαρκ. «Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, για κάτι που θα συμβεί μονάχα μια φορά; Όταν πρέπει να γίνει συνάντηση μεταξύ των αρχηγών φατριών, υπάρχουν μέρη όπου υπάρχει κάτι σαν την Ειρήνη του Ρουίντιαν. Το κοντινότερο στην Κρυόπετρα, το κοντινότερο στο Ρουίντιαν, είναι το Άλκαιρ Νταλ. Εκεί μπορείς να δείξεις την απόδειξη στους αρχηγούς φατριών και τους αρχηγούς φυλών».
«Το Αλ'καίρ Νταλ;» είπε ο Ματ, τονίζοντας το ελαφρώς διαφορετικά. «Η Χρυσή Γαβάθα;»
Ο Ρούαρκ ένευσε. «Ένα στρογγυλό φαράγγι, αν και δεν έχει τίποτα χρυσό. Υπάρχει ένα πεζούλι σε μια άκρη κι ένας άνθρωπος που στέκεται εκεί μπορεί να ακουστεί απ' όλους στο φαράγγι, χωρίς να υψώσει τη φωνή του».
Ο Ραντ κοίταξε τους Δράκοντες σμίγοντας τα φρύδια. Δεν ήταν ο μόνος που είχε σημαδευτεί με κάποιον τρόπο από το Ρουίντιαν. Ο Ματ δεν μιλούσε πια μόνο λίγες λέξεις της Παλιάς Γλώσσας χωρίς να ξέρει τι έλεγε. Την καταλάβαινε μετά το Ρουίντιαν, αν και δεν φαινόταν να το συνειδητοποιεί. Η Εγκουέν κοίταζε τον Ματ. Σκεφτικά. Είχε περάσει πολύ καιρό με τις Άες Σεντάι.
«Ρούαρκ, μπορείς να στείλεις αγγελιοφόρους στους αρχηγούς φατρίας;» είπε. «Πόσο καιρό θα κάνουν για να πάνε όλοι στο Άλκαιρ Νταλ; Τι θα χρειαστεί για να έρθουν όλοι στα σίγουρα;»
«Οι αγγελιοφόροι θα κάνουν βδομάδες και θα πάρει επίσης βδομάδες για να συγκεντρωθούν όλοι». Ο Ρούαρκ έκανε μια χειρονομία προς τις τέσσερις Σοφές. «Αυτές μπορούν να μιλήσουν σε όλους τους αρχηγούς φατρίας στα όνειρά τους μέσα σε μια νύχτα, σε όλους τους αρχηγούς φυλών. Και σε όλες τις Σοφές, για σιγουριά, για να μη νομίσει κανένας άντρας ότι ήταν ένα απλό όνειρο».
«Το εκτιμώ που πιστεύεις ότι μπορούμε να κινήσουμε βουνά, σκιά της καρδιάς μου», είπε καυστικά η Άμυς, ενώ καθόταν πλάι στον Ραντ με την αλοιφή της, «αλλά δεν είναι έτσι. Θα χρειαζόμασταν αρκετές νύχτες για να κάνουμε αυτό που ζητάς και δεν θα αναπαυόμασταν σχεδόν καθόλου».
Ο Ραντ την έπιασε από το χέρι, όταν αυτή άρχισε να του αλείφει στο μάγουλο το μίγμα με τη δριμεία μυρωδιά. «Θα το κάνετε;»
«Τόσο πολύ βιάζεσαι να μας καταστρέψεις;» ζήτησε να μάθει αυτή και μετά δάγκωσε ενοχλημένη το χείλος της, όταν τινάχτηκε η λευκοντυμένη γυναίκα στην άλλη μεριά του Ραντ.
Η Μελαίν χτύπησε δυο φορές παλαμάκια. «Αφήστε μας», είπε αυστηρά και οι γυναίκες με τα λευκά βγήκαν υποκλινόμενες, κρατώντας τις λεκάνες και τις πετσέτες.
«Με κεντρίζεις σαν κολλιτσίδα που δεν λέει να φύγει από πάνω μου», είπε πικρά η Άμυς στον Ραντ. «Ό,τι κι αν τους πούμε, αυτές οι γυναίκες θα μιλήσουν για πράγματα που δεν έπρεπε να ξέρουν». Τράβηξε το χέρι της κι άρχισε να του βάζει αλοιφή με πιο δυνατές κινήσεις απ' όσο χρειαζόταν. Το τσούξιμο ήταν χειρότερο από τη μυρωδιά.
«Δεν θέλω να σε πιέσω», είπε ο Ραντ, «αλλά δεν υπάρχει χρόνος. Οι Αποδιωγμένοι είναι ελεύθεροι, Άμυς, και αν βρουν πού είμαι, ή τι σχεδιάζω...» Οι Αελίτισσες δεν έδειξαν να ξαφνιάζονται. Το ήξεραν ήδη; «Εννιά ζουν ακόμα. Είναι πολλοί κι αυτοί που δεν θέλουν να με σκοτώσουν, νομίζουν ότι μπορούν να με χρησιμοποιήσουν. Δεν έχω χρόνο. Αν ήξερα τον τρόπο να φέρω εδώ όλους τους αρχηγούς φατρίας και να τους κάνω να με αποδεχτούν, θα το έκανα».
«Τι σχέδιο έχεις;» Η φωνή της Άμυς ήταν σκληρή, σαν το πρόσωπό της.
«Θα ζητήσεις —θα πεις― στους αρχηγούς να έρθουν στο Άλκαιρ Νταλ;»
Για αρκετή ώρα αυτή έμεινε να αντικρίζει το βλέμμα του. Όταν ένευσε στο τέλος, το έκανε με μισή καρδιά.
Έστω κι έτσι, ένιωσε να τον αφήνει λίγο η ένταση μέσα του. Δεν υπήρχε τρόπος να ξανακερδίσει εκείνες τις επτά χαμένες μέρες, αλλά ίσως κατάφερνε να μη χάσει κι άλλες. Όμως τον κρατούσε εδώ το γεγονός ότι η Μουαραίν βρισκόταν ακόμα στο Ρουίντιαν, μαζί με την Αβιέντα. Δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει.
«Ήξερες τη μητέρα μου», είπε. Η Εγκουέν έγειρε μπροστά, προσηλωμένη σαν κι αυτόν, ενώ ο Ματ κούνησε το κεφάλι.
Το χέρι της Άμυς έμεινε ακίνητο στο πρόσωπό του. «Την ήξερα».
«Μίλα μου γι’ αυτή. Σε παρακαλώ».
Εκείνη κοίταξε το κόψιμο πάνω από το αφτί του· αν το σμίξιμο των φρυδιών μπορούσε να Θεραπεύσει, δεν θα χρειαζόταν αλοιφή. Στο τέλος, μίλησε. «Η ιστορία της Σάελ, όπως την ξέρω εγώ, αρχίζει όταν ήμουν ακόμα Φαρ Ντάραϊς Μάι, πάνω από ένα χρόνο πριν εγκαταλείψω το δόρυ. Μερικές από μας, τριγυρνώντας, είχαμε φτάσει σχεδόν ως το Δρακότειχος. Μια μέρα είδαμε μια γυναίκα, μια νεαρή, χρυσομαλλούσα υδρόβια, που φορούσε μεταξωτά ρούχα, είχε άλογα φορτωμένα και ίππευε μια ωραία φοράδα. Αν ήταν άντρας θα τον είχαμε σκοτώσει, φυσικά, αλλά αυτή δεν είχε όπλο, παρά μόνο ένα απλό μαχαίρι στη ζώνη. Μερικές ήθελαν να τη γυρίσουμε γυμνή στο Δρακότειχος» —η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια· συνεχώς την ξάφνιαζε η σκληρότητα των Αελιτών. Η Αμυς συνέχισε δίχως παύση― «όμως αυτή έμοιαζε να ψάχνει αποφασισμένα κάτι. Την ακολουθήσαμε με περιέργεια για μέρες πολλές, χωρίς να εμφανιστούμε μπροστά της. Τα άλογά της πέθαναν, της τελείωσαν τα τρόφιμα, το νερό, αλλά αυτή δεν γύρισε πίσω. Συνέχισε να προχωρά παραπατώντας, ώσπου στο τέλος έπεσε και δεν μπορούσε να ξανασηκωθεί. Αποφασίσαμε να της δώσουμε νερό και να ρωτήσουμε για την ιστορία της. Ήταν στα πρόθυρα του θανάτου και πέρασε μια ολόκληρη μέρα μέχρι να μπορέσει να μιλήσει».
«Το όνομά της ήταν Σάελ;» είπε ο Ραντ, όταν η Άμυς έκανε μια μικρή παύση. «Από που ήταν; Γιατί είχε έρθει εδώ;»
«Σάελ», είπε η Μπάιρ, «ήταν το όνομα που διάλεξε. Όσο καιρό την ήξερα, δεν είπε άλλο όνομα. Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει Γυναίκα Που Είναι Αφοσιωμένη». Ο Ματ συμφώνησε μ' ένα νεύμα, χωρίς να καταλαβαίνει τι είχε κάνει· ο Λαν τον κοίταξε σκεφτικά, καθώς έπινε νερό από ένα ασημένιο κύπελλο. «Στην αρχή, η Σάελ είχε μια πίκρα», κατέληξε.
Η Άμυς ένευσε και κάθισε μισογονατισμένη πλάι στον Ραντ. «Μίλησε για ένα εγκαταλειμμένο παιδί, για ένα γιο που αγαπούσε. Για ένα σύζυγο που δεν αγαπούσε. Σε ποιο μέρος, δεν είπε. Δεν νομίζω να συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό της που άφησε εκείνο το παιδί. Δεν έλεγε πολλά, παρά μόνο όσα έπρεπε. Έψαχνε για μας, για τις Κόρες του Δόρατος. Μια Άες Σεντάι που λεγόταν Γκιτάρα Μορόζο, η οποία είχε την Πρόβλεψη, της είχε πει ότι θα έβρισκε συμφορά την ίδια και το λαό της, ίσως και τον κόσμο, αν δεν ερχόταν να μείνει με τις Κόρες του Δόρατος, χωρίς να πει σε κανέναν ότι θα έφευγε. Έπρεπε να γίνει Κόρη και δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στη γη της, αν δεν πήγαιναν πρώτα οι Κόρες στην Ταρ Βάλον».
Κούνησε το κεφάλι γεμάτη θαυμασμό. «Πρέπει να καταλάβετε πώς μας φαινόταν αυτό τότε. Οι Κόρες να πάνε στην Ταρ Βάλον; Κανένας Αελίτης δεν είχε διαβεί ποτέ το Δρακότειχος από τη μέρα που είχαμε πρωτοφτάσει στην Τρίπτυχη Γη. Θα περνούσαν άλλα τέσσερα χρόνια για να ξαναβγούμε στις υδατοχώρες, με το έγκλημα του Λάμαν. Και βέβαια δεν είχε γίνει ποτέ Κόρη του Δόρατος κάποια που να μην είναι Αελίτισσα. Αλλά είχε μια πεισματάρικη θέληση και κάπως έγινε και συμφωνήσαμε να δοκιμάσει».
Γκιτάρα Μορόζο. Μια Άες Σεντάι που είχε την Πρόβλεψη. Κάπου είχε ακούσει το όνομα, πού όμως; Και είχε αδελφό. Έναν ετεροθαλή αδελφό. Μεγαλώνοντας, αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν είχε έναν αδελφό ή μια αδελφή. Ποιος ήταν και πού; Όμως η Άμυς; μιλούσε.
«Σχεδόν όλα τα κορίτσια ονειρεύονται να γίνουν Κόρες και μαθαίνουν τουλάχιστον τα στοιχειώδη για το τόξο και το δόρυ, καθώς και πώς να πολεμούν με χέρια και πόδια. Ακόμα κι έτσι, εκείνες που κάνουν το τελευταίο βήμα και παντρεύονται το δόρυ ανακαλύπτουν ότι δεν ξέρουν τίποτα. Για τη Σάελ ήταν πιο δύσκολο. Ήξερε καλά το τόξο, αλλά δεν είχε τρέξει ποτέ ούτε ένα μίλι, δεν είχε επιζήσει τρεφόμενη μόνο με ό,τι έβρισκε. Ένα δεκάχρονο κοριτσάκι μπορούσε να τη νικήσει και δεν ήξερε καν ποια φυτά δείχνουν ότι υπάρχει νερό. Όμως επέμενε. Σ' ένα χρόνο είχε πει τους όρκους στο δόρυ κι έγινε Κόρη, που την υιοθέτησε η φυλή Τσουμάι του Τάαρνταντ».
Και στο τέλος είχε πάει στην Ταρ Βάλον με τις Κόρες, για να πεθάνει στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα. Μισή απάντηση, που γεννούσε καινούριες ερωτήσεις. Μακάρι μόνο να μπορούσε να δει το πρόσωπό της.
«Έχεις κάτι απ' αυτή στα χαρακτηριστικά σου», είπε η Σεάνα, σαν να διάβαζε τις σκέψεις του. Είχε βολευτεί σταυροπόδι, με ένα μικρό, ασημένιο κύπελλο κρασί στο χέρι. «Λιγότερα από τον Τζάντουιν».
«Τζάντουιν; Ο πατέρας μου;»
«Ναι», είπε η Σεάνα. «Ήταν αρχηγός φατρίας του Τάαρνταντ τότε, ο νεότερος απ' όσο θυμόμαστε ποτέ. Αλλά είχε τον τρόπο του, μια εξουσία. Οι άνθρωποι τον άκουγαν και τον ακολουθούσαν, ακόμα κι εκείνοι που δεν ήταν της φατρίας του. Έδωσε τέλος στη βεντέτα αίματος μεταξύ Τάαρνταντ και Νακάι, που κρατούσε διακόσια χρόνια, και έκανε συμμαχία όχι μόνο με το Νακάι αλλά και με το Ρέυν ― σχεδόν είχαν και με το Ρέυν βεντέτα αίματος. Παραλίγο να σταματήσει και τη βεντέτα μεταξύ του Σάαραντ και του Γκόσιεν, επίσης, και ίσως να το κατάφερνε, αν ο Λάμαν δεν είχε κόψει το Δέντρο. Αν και νεαρός, αυτός ηγήθηκε του Τάαρνταντ και του Νακάι, του Ρέυν και του Σάαραντ, για να τιμωρήσουν τον Λάμαν».
Αρα ήταν νεκρός κι αυτός. Το πρόσωπο της Εγκουέν έδειχνε συμπόνια. Ο Ραντ δεν έδωσε σημασία· δεν ήθελε συμπόνια. Πώς να νιώσεις την απώλεια ανθρώπων που δεν έχεις γνωρίσει; Μα αυτό ένιωθε μέσα του. «Πώς πέθανε ο Τζάντουιν;»
Οι Σοφές αντάλλαξαν διστακτικές ματιές. Στο τέλος, μίλησε η Άμυς. «Ήταν η αρχή του τρίτου χρόνου στην αναζήτηση του Λάμαν, όταν η Σάελ κατάλαβε ότι θα έφερνε στον κόσμο παιδί. Σύμφωνα με τους νόμους, έπρεπε να επιστρέψει στην Τρίπτυχη Γη. Η Κόρη απαγορεύεται να φέρει δόρυ όταν έχει στην κοιλιά παιδί. Ο Τζάντουιν, όμως, δεν μπορούσε να της απαγορέψει τίποτα· αν ζητούσε τον ουρανό με τ' άστρα, θα προσπαθούσε να της τα φέρει. Έτσι η Σάελ έμεινε εκεί, και στην τελευταία μάχη, μπροστά στην Ταρ Βάλον, χάθηκε, και το παιδί χάθηκε κι αυτό. Ο Τζάντουιν δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του που δεν την είχε αναγκάσει να υπακούσει το νόμο».
«Εγκατέλειψε τη θέση του ως αρχηγός φατρίας», είπε η Μπάιρ. «Κανείς δεν είχε κάνει ποτέ τέτοιο πράγμα. Του είπαν ότι δεν γινόταν, αλλά αυτός απλώς σηκώθηκε κι έφυγε. Πήγε βόρεια με τους νεαρούς, για να κυνηγήσει Τρόλοκ και Μυρντράαλ στη Μάστιγα. Είναι κάτι που κάνουν οι ατίθασοι νεαροί, καθώς και οι Κόρες που δεν έχουν μυαλό στο κεφάλι τους. Αυτοί που γύρισαν, όμως, είπαν ότι τον σκότωσε άνθρωπος. Είπαν ότι ο Τζάντουιν ισχυρίστηκε ότι ήταν ένας άντρας που έμοιαζε με τη Σάελ και ότι δεν μπόρεσε να σηκώσει το δόρυ, όταν ο άλλος τον τρύπησε πέρα ως πέρα».
Νεκρός, λοιπόν. Νεκροί και οι δύο. Δεν θα έχανε ποτέ την αγάπη που έτρεφε για τον Ταμ, ποτέ δεν θα έπαυε να τον σκέφτεται σαν πατέρα, αλλά ευχόταν να είχε δει τον Τζάντουιν και τη Σάελ έστω μια φορά.
Η Εγκουέν προσπάθησε να τον παρηγορήσει, φυσικά, όπως κάνουν πάντα οι γυναίκες, θα ήταν άδικος κόπος να την πείσει ότι αυτό που είχε χάσει ήταν κάτι που δεν είχε ποτέ. Για μνήμες γονιών είχε το σιγανό γέλιο του Ταμ αλ'Θόρ, καθώς και πιο αμυδρές αναμνήσεις των απαλών χεριών της Κάρι αλ'Θόρ. Κανείς δεν χρειαζόταν και δεν ήθελε κάτι παραπάνω. Η Εγκουέν φάνηκε να απογοητεύεται, ακόμα και να αναστατώνεται λιγάκι μαζί του, και οι Σοφές έμοιαζαν να νιώθουν πάνω-κάτω τα ίδια· η Μπάιρ τον κοίταζε απροκάλυπτα αποδοκιμαστικά, ενώ η Μελαίν ξεφυσούσε και έσιαζε επιδεικτικά την εσάρπα της. Οι γυναίκες ποτέ δεν καταλάβαιναν. Ο Ρούαρκ, ο Λαν και ο Ματ τον κατάλαβαν· τον άφησαν μόνο, όπως ήθελε.
Για κάποιο λόγο δεν είχε όρεξη να φάει όταν η Μελαίν είπε να φέρουν φαγητό κι έτσι πήγε να ξαπλώσει στην άκρη της σκηνής, με ένα μαξιλάρι κάτω από τον αγκώνα του, ατενίζοντας την πλαγιά και την τυλιγμένη στην ομίχλη πόλη. Ο ήλιος έλιωνε την κοιλάδα και τα γύρω βουνά, καίγοντας τις σκιές. Ο αέρας που ερχόταν στη σκηνή έμοιαζε να βγαίνει από ανοιχτό φούρνο.
Ύστερα από λίγο τον πλησίασε ο Ματ, φορώντας καθαρό πουκάμισο. Κάθισε αμίλητος πλάι στον Ραντ κοιτώντας στην κοιλάδα πιο κάτω, με το παράξενο δόρυ γερμένο στο γόνατο του. Πού και πού ψηλαφούσε την ελικοειδή γραφή που ήταν χαραγμένη στο μαύρο κοντάρι.
«Πώς είναι το κεφάλι σου;» ρώτησε ο Ραντ και ο Ματ τινάχτηκε.
«Δεν... πονάει πια». Πήρε απότομα τα δάχτυλα από το δόρυ και δίπλωσε τα χέρια προσεκτικά στα γόνατά του. «Όχι και τόσο πολύ. Δεν ξέρω τι έβαλαν μέσα, αλλά έκανε δουλειά».
Έμεινε πάλι σιωπηλός και ο Ραντ τον άφησε. Ούτε ο ίδιος ήθελε να μιλήσει. Ένιωθε το χρόνο να κυλά, κόκκους άμμου να πέφτουν σε μια κλεψύδρα, ένας-ένας, αργά-αργά. Όλα, όμως, έμοιαζαν να τρέμουν, η άμμος έμοιαζε έτοιμη να εκραγεί και να χυθεί σαν χείμαρρος. Τι ανοησία. Απλώς τον επηρέαζε η τρεμουλιαστή αχλύ της κάψας που υψωνόταν από τα γυμνά βράχια του βουνού. Ακόμα κι αν η Μουαραίν εμφανιζόταν μπροστά του εκείνη τη στιγμή, οι αρχηγοί φατρίας δεν θα έφταναν στο Άλκαιρ Νταλ ούτε μια μέρα νωρίτερα. Ήταν ένα μέρος του συνόλου, στο κάτω-κάτω, και ίσως να ήταν το λιγότερο σημαντικό. Λίγο αργότερα πρόσεξε τον Λαν να κάθεται αναπαυτικά στην ίδια γρανιτένια προεξοχή που καθόταν πριν ο Κουλάντιν, χωρίς να τον νοιάζει ο ήλιος. Ο Πρόμαχος παρατηρούσε την κοιλάδα. Άλλος ένας που δεν του άρεσε να μιλά.
Ο Ραντ αρνήθηκε και το μεσημεριανό γεύμα, αν και η Εγκουέν με τις Σοφές προσπάθησαν όλες με τη σειρά να τον μεταπείσουν. Έμοιαζαν να δέχονται ήρεμα την άρνησή του, αλλά όταν είπε ότι σκεφτόταν να επιστρέψει στο Ρουίντιαν για να αναζητήσει τη Μουαραίν —και την Αβιέντα, βεβαίως― η Μελαίν δεν άντεξε άλλο.
«Ανόητε! Κανένας άντρας δεν μπορεί να πάει δεύτερη φορά στο Ρουίντιαν. Ακόμα κι εσύ δεν θα γυρνούσες ζωντανός! Κάτσε να πεινάσεις, αν αυτό θες!» Του πέταξε μισό καρβέλι ψωμί στο κεφάλι. Ο Ματ το έπιασε στον αέρα και άρχισε να τρώει ήρεμα.
«Γιατί θες να ζήσω;» τη ρώτησε ο Ραντ. «Ξέρεις τι είπαν εκείνες οι Άες Σεντάι μπροστά στο Ρουίντιαν. Θα σας καταστρέψω. Γιατί δεν συνωμοτείς με τον Κουλάντιν να με σκοτώσετε;» Ο Ματ στραβοκατάπιε και η Εγκουέν στάθηκε με τις γροθιές στους γοφούς της, έτοιμη να πιάσει το κήρυγμα, αλλά ο Ραντ είχε την προσοχή του στη Μελαίν. Αυτή, αντί να απαντήσει, τον αγριοκοίταξε και έφυγε από τη σκηνή.
Αυτή που μίλησε ήταν η Μπάιρ. «Όλοι νομίζουν ότι ξέρουν την Προφητεία του Ρουίντιαν, όμως αυτά που ξέρουν είναι όσα τους λένε οι Σοφές και οι αρχηγοί φατριών στο πέρασμα των γενεών. Δεν είναι ψέματα, αλλά δεν είναι και ολόκληρη η αλήθεια. Η αλήθεια μπορεί να γονατίσει και τον δυνατότερο».
«Ποια είναι η ολόκληρη αλήθεια;» επέμεινε ο Ραντ.
Εκείνη έριξε μια ματιά στον Ματ και μετά του απάντησε. «Σ' αυτή την περίπτωση, ολόκληρη η αλήθεια, η αλήθεια που ως τώρα γνώριζαν μόνο οι Σοφές και οι αρχηγοί φατρίας, είναι ότι είσαι ο όλεθρός μας. Ο όλεθρός μας και η σωτηρία μας. Χωρίς εσένα, κανένας από το λαό μας δεν θα επιζήσει μετά την Τελευταία Μάχη. Μπορεί να μη ζήσουμε καν μέχρι την Τελευταία Μάχη. Αυτή είναι η προφητεία ― και η αλήθεια. Με σένα... “Θα χύσει το αίμα εκείνων που αυτοαποκαλούνται Αελίτες σαν νερό στην άμμο και θα τους τσακίσει σαν ξερόκλαδα, όμως θα σώσει τα υπολείμματα των υπολειμμάτων τους και θα ζήσουν”. Σκληρή προφητεία, όμως αυτή η γη ούτε ήταν, ούτε είναι στοργική». Του ανταπέδωσε το βλέμμα άφοβα. Σκληρή γη, σκληρή γυναίκα.
Ο Ραντ γύρισε από την άλλη μεριά και συνέχισε να κοιτάζει την κοιλάδα. Οι άλλοι έφυγαν, εκτός από τον Ματ.
Κατά το απογευματάκι είδε επιτέλους μια μορφή να ανεβαίνει το βουνό, σκαρφαλώνοντας κουρασμένα. Ήταν η Αβιέντα. Ο Ματ είχε δίκιο· ήταν γυμνή, όπως την είχε γεννήσει η μάνα της. Κι έδειχνε, επίσης, τι μπορούσε να σου κάνει ο ήλιος, παρ' όλο που ήταν Αελίτισσα· μόνο τα χέρια και το πρόσωπό της είχαν μαυρίσει από τον ήλιο, το υπόλοιπο κορμί της ήταν κατακόκκινο. Ο Ραντ χάρηκε που την είδε. Τον αντιπαθούσε, αλλά επειδή νόμιζε ότι είχε φερθεί άσχημα στην Ηλαίην. Το πιο απλό κίνητρο. Δεν ήταν για την προφητεία, για τον όλεθρο, για τους Δράκοντες στα χέρια του ή για το γεγονός ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ήταν για έναν απλό, ανθρώπινο λόγο. Σχεδόν ανυπομονούσε να αντικρίσει το ψυχρό, προκλητικό βλέμμα της.
Όταν αυτή τον είδε, πάγωσε, ενώ τα γαλαζοπράσινα μάτια της δεν είχαν τίποτα το ψυχρό. Η ματιά της έκανε τον ήλιο να μοιάζει παγωμένος· ήταν θαύμα που ο Ραντ δεν είχε καεί, δεν είχε γίνει στάχτες εκεί μπροστά της.
«Ε... Ραντ;» είπε χαμηλόφωνα ο Ματ. «Εγώ στη θέση σου δεν θα της γύριζα την πλάτη».
Ένας αναστεναγμός κούρασης βγήκε από μέσα της. Φυσικά. Αν είχε μπει σε εκείνες τις γυάλινες κολώνες, το ήξερε. Η Μπάιρ, η Μελαίν, οι άλλες ― είχαν χρόνια στη διάθεσή τους για να το συνηθίσουν. Για την Αβιέντα ήταν μια φρέσκια πληγή, ορθάνοιχτη. Δεν είναι παράξενο που τώρα με μισεί.
Οι Σοφές βγήκαν έξω για να ανταμώσουν την Αβιέντα και την πήραν βιαστικά σε μια άλλη σκηνή. Όταν την ξαναείδε ο Ραντ, φορούσε ένα φαρδύ, καφετί φουστάνι και μια άνετη, λευκή μπλούζα, με μια εσάρπα τυλιγμένη στα χέρια της. Δεν φαινόταν να νιώθει άνετα φορώντας ρούχα. Τον είδε να την παρακολουθεί και η οργή στο πρόσωπό της —η απόλυτη, ζωώδης οργή― έφτασε για να τον κάνει να γυρίσει αλλού.
Όταν εμφανίστηκε η Μουαραίν, οι σκιές έφταναν στα απέναντι βουνά· έπεφτε και παραπατούσε καθώς σκαρφάλωνε, καμένη από τον ήλιο σαν την Αβιέντα. Ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι ούτε αυτή φορούσε ρούχα. Οι γυναίκες ήταν τρελές, τελεία και παύλα, σκέφτηκε.
Ο Λαν πήδηξε από την προεξοχή του βράχου και έτρεξε να τη βρει. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και ανηφόρισε τρέχοντας, ίσως πιο γρήγορα απ' όσο σκόπευε, βρίζοντας και καλώντας εναλλάξ τις Σοφές. Το κεφάλι της Μουαραίν έγερνε χαλαρά στον ώμο του. Οι Σοφές βγήκαν και την πήραν, ενώ η Μελαίν αναγκάστηκε να του φράξει το δρόμο, όταν αυτός προσπάθησε να τις ακολουθήσει στη σκηνή. Ο Λαν έμεινε να κόβει βόλτες απ' έξω, χτυπώντας τη γροθιά στο χέρι του.
Ο Ραντ γύρισε ανάσκελα και κοίταξε τη χαμηλή οροφή της σκηνής. Είχε γλιτώσει τρεις μέρες. Έπρεπε να νιώθει χαρά που είχαν γυρίσει σώες η Μουαραίν και η Αβιέντα, όμως η ανακούφιση του ήταν για τις μέρες που είχε γλιτώσει. Ο χρόνος ήταν το παν. Έπρεπε να διαλέξει αυτός το χώρο. Ίσως και τώρα ακόμα να προλάβαινε.
«Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε ο Ματ.
«Κάτι που θα σου αρέσει. Θα αγνοήσω τους κανόνες».
«Εννοώ, θα φέρεις κάτι να φάμε; Έχω πεθάνει της πείνας».
Άθελά του, ο Ραντ έβαλε τα γέλια. Κάτι να φάνε; Δεν τον ένοιαζε αν δεν έτρωγε ποτέ ξανά. Ο Ματ τον κοίταξε σαν να είχε τρελαθεί κι αυτό τον έκανε να γελάσει ακόμα δυνατότερα. Δεν είχε τρελαθεί. Για πρώτη φορά, κάποιος θα μάθαινε τι σήμαινε το γεγονός ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Θα πατούσε τους κανόνες με έναν τρόπο που δεν περίμενε κανείς τους.