11 Αυτό Που Κρύβεται

Φορώντας τη νυχτικιά της, η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το πέτρινο δαχτυλίδι πλάι σε ένα ανοιγμένο βιβλίο, στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα στο κρεβάτι της. Ριγωτό και πιτσιλωτό με καφέ, κόκκινα και γαλάζια χρώματα, ήταν κάπως μεγάλο για δαχτυλίδι, ενώ το σχήμα του ήταν λάθος, πεπλατυσμένο και στρεβλωμένο, έτσι ώστε αν κάποιος διέτρεχε με το ακροδάχτυλο την πλευρά του, θα περνούσε από μέσα κι απ' έξω, ξαναγυρνώντας εκεί που είχε ξεκινήσει. Υπήρχε μόνο μια πλευρά, όσο απίθανο κι αν φαινόταν. Παρ' όλο που θα αποτύγχανε χωρίς αυτό, το άφηνε εκεί επειδή ήθελε να αποτύχει. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να δοκιμάσει χωρίς το δαχτυλίδι, αλλιώς θα ήταν σαν να έβρεχε τα πόδια της ενώ ονειρευόταν να κολυμπήσει. Θα μπορούσε να δοκιμάσει τώρα. Αυτός ήταν ο λόγος. Αυτός.

Το χοντρό, δερματόδετο βιβλίο είχε τίτλο Ένα Ταξίδι στο Τάραμπον και το είχε γράψει ο Γιούριαν Ρομάβνι από το Κάντορ ― πριν από πενήντα τρία χρόνια, σύμφωνα με τη χρονολογία που έδινε ο συγγραφέας στην πρώτη αράδα, όμως τίποτα το σημαντικό δεν θα είχε αλλάξει στο Τάντσικο σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Εκτός αυτού, ήταν ο μόνος τόμος που είχε βρει να έχει χρήσιμα σχέδια. Τα περισσότερα βιβλία είχαν μόνο πορτραίτα βασιλιάδων ή ευφάνταστες απεικονίσεις μαχών από ανθρώπους που δεν τις είχαν δει.

Το σκοτάδι γέμιζε τα πλαίσια των δύο παραθύρων, όμως το φως από τις λάμπες έφτανε και περίσσευε. Ένα ψηλό μελισσοκέρι καιγόταν σε ένα επίχρυσο κηροπήγιο στο τραπεζάκι. Είχε πάει να το φέρει μόνη της· δεν ήταν βραδιά απόψε για να στείλει καμαριέρα να της φέρει ένα κερί. Οι περισσότεροι υπηρέτες φρόντιζαν τους τραυματίες, έκλαιγαν τους αγαπημένους τους ή χρειάζονταν οι ίδιοι φροντίδα. Ήταν τόσο πολλοί, που δεν γινόταν να Θεραπευτούν όλοι, παρά μόνο όσοι θα πέθαιναν χωρίς αυτό.

Η Ηλαίην και η Νυνάβε περίμεναν, έχοντας τραβήξει δυο καρέκλες με ψηλή ράχη δεξιά κι αριστερά από το πλατύ κρεβάτι με τούς ψηλούς, σκαλιστούς στύλους· προσπαθούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας. Η Ηλαίην είχε κατορθώσει να πάρει μια σχετικά πετυχημένη έκφραση αταραξίας, που την υπέσκαπτε όμως το γεγονός ότι κατσούφιαζε και δάγκωνε το χείλος της, όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπε η Εγκουέν. Η Νυνάβε ήταν όλο φούρια κι αυτοπεποίθηση, με τρόπο που σε έκανε να νιώθεις ανακούφιση όταν ήσουν άρρωστος και σε σκέπαζε στο κρεβάτι σου, αλλά η Εγκουέν καταλάβαινε το βλέμμα της· έλεγε ότι η Νυνάβε φοβόταν.

Η Αβιέντα καθόταν σταυροπόδι πλάι στην πόρτα. Τα καφετιά και γκρίζα ρούχα της έκαναν μεγάλη αντίθεση με το βαθύ γαλάζιο του χαλιού. Αυτή τη φορά, η Αελίτισσα είχε το μακρύ μαχαίρι στη μια μεριά της ζώνης της, μια γεμάτη φαρέτρα στην άλλη και τέσσερα κοντά δόρατα στα γόνατα. Είχε πρόχειρη τη μικρή, στρογγυλή ασπίδα της με την επένδυση από τομάρι ζώου, πάνω σε ένα κεράτινο τόξο, που ήταν μέσα σε μια θήκη από κατεργασμένο δέρμα, με λουριά για να το φορά στη ράχη. Μετά τα αποψινά, η Εγκουέν δεν την κατηγορούσε που κυκλοφορούσε οπλισμένη. Θα ήθελε και η ίδια να έχει ένα αστροπελέκι, έτοιμο να το πετάξει.

Φως μου, τι ήταν αυτό που έκανε ο Ραντ; Που να καεί, τον φοβήθηκα όσο και τους Ξέθωρους. Μπορεί και παραπάνω. Δεν είναι δίκαιο που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, ενώ εγώ δεν μπορώ ούτε τις ροές να δω.

Ανέβηκε στο κρεβάτι και πήρε το δερματόδετο βιβλίο στα γόνατα, κοιτώντας συνοφρυωμένη την γκραβούρα ενός χάρτη του Τάντσικο. Στην πραγματικότητα, δεν έδειχνε και τόσο χρήσιμα σημεία. Δώδεκα φρούρια που περιέβαλλαν το λιμάνι, φυλώντας την πόλη στις τρεις λοφώδεις χερσονήσους της, τη Βεράνα στα ανατολικά, τη Μασέτα στο κέντρο και την Καλπίν, που ήταν η κοντινότερη στη θάλασσα. Υπήρχαν αρκετές μεγάλες πλατείες, μερικές ανοιχτές περιοχές, που έμοιαζαν να είναι πάρκα, καθώς και ένας αριθμός μνημείων για βασιλιάδες που είχαν επιστρέψει από καιρό στο χώμα. Όλα άχρηστα. Μερικά παλάτια και κάποια πράγματα παράξενα. Ο Μεγάλος Κύκλος, για παράδειγμα, στην Καλπίν. Στο χάρτη ήταν απλώς ένας δακτύλιος, αλλά ο αφέντης Ρομάβνι τον περιέγραφε ως έναν πελώριο τόπο συγκεντρώσεων, όπου μαζεύονταν χιλιάδες για να παρακολουθήσουν ιπποδρομίες ή επιδείξεις βεγγαλικών των Φωτοδοτών. Υπήρχε επίσης ένας Κύκλος του Βασιλιά, στη Μασέτα, μεγαλύτερος από το Μεγάλο Κύκλο, καθώς και ο Κύκλος της Πανάρχισσας, στη Βεράνα, που ήταν λιγάκι μικρότερος. Σημειωνόταν επίσης ο Τοπικός Οίκος της Συντεχνίας των Φωτοδοτών. Όλα ήταν άχρηστα. Ούτε το κείμενο, πάντως, είχε τίποτα χρήσιμο.

«Σίγουρα θέλεις να δοκιμάσεις χωρίς το δαχτυλίδι;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Νυνάβε.

«Σίγουρα», αποκρίθηκε η Εγκουέν όσο πιο γαλήνια μπορούσε. Το στομάχι της σφιγγόταν, όπως όταν είχε πρωτοδεί εκείνο τον Τρόλοκ απόψε, που κρατούσε την καημένη τη γυναίκα από τα μαλλιά και της έκοβε το λαιμό σαν κουνέλι. Κι έτσι ακριβώς τσίριζε η γυναίκα, σαν κουνέλι. Η Εγκουέν είχε σκοτώσει τον Τρόλοκ, μα τι καλό είχε κάνει αυτό; Η γυναίκα ήταν νεκρή, σαν τον Τρόλοκ. Μόνο η ψιλή τσιρίδα της δεν έλεγε να φύγει. «Αν δεν πετύχει, μπορώ αν ξαναδοκιμάσω με το δαχτυλίδι». Έγειρε μπροστά, για να σημαδέψει το κερί με το νύχι της. «Ξυπνήστε με όταν καεί ως εδώ. Φως μου, μακάρι να είχαμε ρολόι».

Η Ηλαίην γέλασε με μια κεφάτη τρίλια, που έμοιαζε σχεδόν αβίαστη. «Ρολόι σε κρεβατοκάμαρα; Η μητέρα μου έχει δέκα ρολόγια, όμως δεν άκουσα ποτέ να βάζει κανείς ρολόι σε κρεβατοκάμαρα».

«Ο πατέρας μου έχει ένα ρολόι», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν, «το μοναδικό του χωριού και μακάρι να το είχαμε εδώ. Λες να καεί τόσο πολύ σε μία ώρα; Δεν θέλω να κοιμηθώ παραπάνω. Πρέπει να με ξυπνήσετε αμέσως μόλις η φλόγα φτάσει στο σημάδι. Αμέσως!»

«Θα σε ξυπνήσουμε», είπε η Ηλαίην γλυκά, για να την ηρεμήσει. «Το υπόσχομαι».

«Το πέτρινο δαχτυλίδι», είπε ξαφνικά η Αβιέντα. «Αφού δεν το χρησιμοποιείς, Εγκουέν, μήπως μπορεί κανείς —μία από μας― να το χρησιμοποιήσει για να έρθει μαζί σου;»

«Όχι», μουρμούρισε η Εγκουέν. Φως μου, μακάρι να έρχονταν όλες μαζί μου. «Σ' ευχαριστώ, όμως, για τη σκέψη».

«Μόνο εσύ μπορείς να το χρησιμοποιήσεις, Εγκουέν;» ρώτησε η Αελίτισσα.

«Οποιαδήποτε από μας», απάντησε η Νυνάβε, «ακόμα κι εσύ, Αβιέντα. Η γυναίκα που θα το βάλει δεν είναι ανάγκη να διαβιβάζει, αρκεί να κοιμηθεί και να έχει το δαχτυλίδι να αγγίζει το δέρμα της. Δεν ξέρουμε, ίσως κι ένας άντρας να μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Αλλά δεν ξέρουμε τον Τελ'αράν'ριοντ τόσο καλά όσο η Εγκουέν, ούτε τους κανόνες του».

Η Αβιέντα ένευσε. «Καταλαβαίνω. Μπορεί να κάνεις λάθη εκεί, που δεν ξέρεις τους κανόνες, και τα λάθη σου να σκοτώσουν όχι μόνο εσένα, αλλά και άλλες».

«Ακριβώς», είπε η Νυνάβε. «Ο Κόσμος των Ονείρων είναι ένα επικίνδυνο μέρος. Αυτό τουλάχιστον το ξέρουμε».

«Αλλά η Εγκουέν θα προσέχει», πρόσθεσε η Ηλαίην μιλώντας στην Αβιέντα, προφανώς όμως απευθύνοντας τα λόγια της στην Εγκουέν. «Το υποσχέθηκε. Θα κοιτάξει ολόγυρα —με προσοχή!― και τίποτα παραπάνω».

Η Εγκουέν συγκεντρώθηκε στο χάρτη. Προσεκτικά. Αν δεν φυλούσε τόσο ζηλότυπα το στρεβλωμένο, πέτρινο δαχτυλίδι της —το σκεφτόταν σαν δικό της· μπορεί ο Λευκός Πύργος να διαφωνούσε, αλλά δεν ήξεραν ότι το είχε― και αν είχε αφήσει την Ηλαίην και τη Νυνάβε να το χρησιμοποιήσουν πάνω από μια-δυο φορές η καθεμιά, ίσως τώρα να ήξεραν αρκετά και να μπορούσαν να έρθουν μαζί της. Όμως ο λόγος που απέφευγε να κοιτάξει τις άλλες γυναίκες δεν ήταν επειδή το είχε μετανιώσει. Δεν ήθελε να δουν το φόβο στα μάτια της.

Τελ'αράν'ριοντ. Ο Αθέατος Κόσμος. Ο Κόσμος των Ονείρων. Όχι τα όνειρα των απλών ανθρώπων, αν και αυτά μερικές φορές άγγιζαν φευγαλέα τον Τελ'αράν'ριοντ, σε όνειρα που έμοιαζαν αληθινά, σαν τη ζωή. Επειδή ήταν. Στον Αθέατο Κόσμο, κατά έναν παράξενο τρόπο, ό,τι συνέβαινε ήταν αληθινό. Τίποτα απ' όσα συνέβαιναν εκεί δεν επηρέαζε τον πραγματικό κόσμο —μια πόρτα που θα άνοιγε στον Κόσμο των Ονείρων παρέμενε κλειστή στον πραγματικό· ένα δέντρο που έκοβες εκεί, στεκόταν ακόμη εδώ― αλλά μια γυναίκα μπορούσε να σκοτωθεί εκεί, ή να σιγανευτεί. Η λέξη «παράξενο» αδυνατούσε να τον περιγράψει. Στον Αθέατο Κόσμο, ολόκληρος ο κόσμος ήταν διάπλατα ανοιχτός, καθώς και πολλοί άλλοι κόσμοι· όλοι οι τόποι ήταν προσπελάσιμοι. Ή τουλάχιστον ήταν προσπελάσιμη η αντανάκλαση τους στον Κόσμο των Ονείρων. Μπορούσε να διαβάσει εκεί την ύφανση του Σχήματος —το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον― κάποια που ήξερε τον τρόπο. Κάποια που ήταν Ονειρεύτρια. Είχε να φανεί Ονειρεύτρια στο Λευκό Πύργο από τον καιρό της Κοριάνιν Νεντέαλ, σχεδόν πεντακόσια χρόνια πριν.

Τετρακόσια εβδομήντα τρία χρόνια για την ακρίβεια, σκέφτηκε η Εγκουέν. Ή μήπως είναι τετρακόσια εβδομήντα τέσσερα τώρα; Πότε πέθανε η Κοριάνιν; Αν της δινόταν ποτέ η ευκαιρία να συνεχίσει την εκπαίδευσή της ως μαθητευόμενη στον Πύργο, να μελετήσει εκεί ως Αποδεχθείσα, ίσως να το μάθαινε. Υπήρχαν πολλά που μπορεί να μάθαινε τότε.

Στο θύλακο της Εγκουέν υπήρχε ένας κατάλογος με τα τερ'ανγκριάλ που είχαν κλαπεί από τις γυναίκες του Μαύρου Άτζα όταν είχαν διαφύγει από τον Πύργο, τα περισσότερα αρκετά μικρά ώστε να χωρούν σε μια τσέπη. Και οι τρεις τους είχαν ένα αντίγραφό του. Δεκατρία από τα κλεμμένα τερ'ανγκριάλ είχαν τη σημείωση «δεν υπάρχει γνωστή χρησιμότητα» και «έχουν μελετηθεί πρόσφατα από την Κοριάνιν Νεντέαλ». Αλλά αν η Κοριάνιν Σεντάι στ' αλήθεια δεν είχε ανακαλύψει με τι τρόπους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, η Εγκουέν ήταν σίγουρη για έναν απ' αυτούς. Πρόσφεραν είσοδο στον Τελ'αράν'ριοντ· ίσως όχι τόσο εύκολα όσο το πέτρινο δαχτυλίδι και ίσως όχι χωρίς να διαβιβάσεις, αλλά αυτό έκαναν.

Δύο απ' αυτά τα είχαν ανακτήσει από την Τζόγια και την Αμίκο: ένα σιδερένιο δίσκο πλάτους οκτώ πόντων, με ένα σφιχτό, σπειροειδές σχέδιο στις δύο πλευρές, και μια πλάκα όχι μακρύτερη από την παλάμη της, που έμοιαζε φτιαγμένη από καθαρό κεχριμπάρι αλλά ήταν αρκετά σκληρή για να χαράξει ατσάλι, στη μέση της οποίας είχε με κάποιον τρόπο σκαλισμένη μια κοιμισμένη γυναίκα. Η Αμίκο είχε μιλήσει χωρίς δισταγμούς γι’ αυτά, το ίδιο και η Τζόγια, έπειτα από μια κατά μόνας συνάντηση στο κελί της με τη Μουαραίν, η οποία είχε αφήσει τη Σκοτεινόφιλη χλωμή και σχεδόν ευγενική. Αν κάποιος διαβίβαζε μια ροή πνεύματος σε οποιοδήποτε απ' αυτά τα τερ'ανγκριάλ, θα τον αποκοίμιζαν και θα τον πήγαιναν στον Τελ'αράν'ριοντ. Η Ηλαίην είχε δοκιμάσει για λίγο και τα δύο, και είχαν δουλέψει, αν και το μόνο που είχε δει ήταν το εσωτερικό της Πέτρας και το Βασιλικό Παλάτι της Μοργκέις στο Κάεμλυν.

Η Εγκουέν δεν ήθελε να το δοκιμάσει η Ηλαίην, όσο σύντομη κι αν ήταν η επίσκεψη, όχι όμως λόγω ζήλιας. Όμως δεν είχε καταφέρει να υποστηρίξει αποτελεσματικά την άποψη της, επειδή φοβόταν ότι η Ηλαίην και η Νυνάβε θα διέκριναν αυτό που έκρυβε η φωνή της.

Δύο ανακτηθέντα τερ'ανγκριάλ σήμαινε ότι το Μαύρο Άτζα είχε ακόμα έντεκα. Αυτό προσπαθούσε να πει η Εγκουέν. Έντεκα τερ'ανγκριάλ, που μπορούσαν να πάνε μια γυναίκα στον Τελ'αράν'ριοντ, όλα στα χέρια του Μαύρου Άτζα. Όταν η Ηλαίην έκανε τα σύντομα ταξίδια της στον Αθέατο Κόσμο, θα μπορούσε να είχε βρει το Μαύρο Άτζα να την περιμένει, ή να είχε πέσω πάνω τους πριν καταλάβει ότι ήταν εκεί. Η σκέψη έκανε το στομάχι της Εγκουέν να γυρίζει. Μπορεί να την περίμεναν τώρα εκεί. Αυτό, όμως, δεν ήταν πιθανό· δεν ήταν κάτι που θα γινόταν σκοπίμως —πού ήξεραν ότι θα πήγαινε;― αλλά μπορεί να βρίσκονταν εκεί όταν περνούσε. Μπορούσε να τα βάλει με μία τους, εκτός αν η άλλη την αιφνιδίαζε, αλλά δεν θα άφηνε να συμβεί αυτό. Αλλά αν την αιφνιδίαζαν; Δυο ή τρεις μαζί; Η Λίαντριν και η Ριάνα, η Τσέσμαλ Έμρυ και η Τζιν Κάιντε, και όλες μαζί μονομιάς;

Κοιτώντας συνοφρυωμένη το χάρτη, χαλάρωσε τις γροθιές της, που είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο. Η αποψινή βραδιά είχε τονίσει πόσο επείγοντα ήταν όλα. Αφού οι Σκιογέννητοι μπορούσαν να επιτεθούν στην Πέτρα, αφού μια Αποδιωγμένη μπορούσε να εμφανιστεί ξαφνικά ανάμεσά τους, η Εγκουέν δεν μπορούσε να παραδοθεί στο φόβο, Έπρεπε να ξέρουν τι να κάνουν. Έπρεπε να έχουν κάτι παραπάνω από την αόριστη ιστορία της Αμίκο. Κάτι. Μακάρι να μπορούσε να μάθει που βρισκόταν ο Μάζριμ Τάιμ καθώς ταξίδευε μέσα στο κλουβί του προς την Ταρ Βάλον, ή να μπορούσε να γλιστρήσει μέσα στα όνειρα της Άμερλιν και να της μιλήσει. Ίσως αυτά να μπορούσε να τα κάνει μια Ονειρεύτρια. Αν ναι, δεν ήξερε πώς. Η μόνη αφετηρία ήταν το Τάντσικο.

«Πρέπει να πάω μόνη, Αβιέντα. Πρέπει». Της φάνηκε ότι η φωνή της ήταν γαλήνια και αταλάντευτη, αλλά η Ηλαίην την άγγιξε στον ώμο.

Η Εγκουέν δεν ήξερε γιατί μελετούσε τόσο σχολαστικά το χάρτη. Ήδη τον είχε χαράξει στο νου της, κάθε πράγμα ξεχωριστά σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα. Ό,τι υπήρχε σ' αυτό τον κόσμο, υπήρχε και στον Κόσμο των Ονείρων, και φυσικά μερικές φορές σε περισσότερους. Είχε επιλέξει τον προορισμό της. Φυλλομέτρησε το βιβλίο και σταμάτησε στη μόνη γκραβούρα που έδειχνε το εσωτερικό ενός κτιρίου που αναφερόταν στο χάρτη, το Παλάτι της Πανάρχισσας. Δεν θα είχε νόημα να βρεθεί μέσα σε μια αίθουσα, αν δεν ήξερε πού βρισκόταν στην πόλη. Μπορεί τίποτα απ' αυτά να μην είχε νόημα. Έδιωξε τη σκέψη από το νου της. Έπρεπε να πιστέψει ότι υπήρχε μια πιθανότητα.

Η γκραβούρα έδειχνε ένα μεγάλο δωμάτιο με ψηλό ταβάνι. Υπήρχε ένα σκοινί, απλωμένο σε στύλους που έφταναν ως τη μέση, το οποίο εμπόδιζε τον κόσμο να πλησιάσει κοντά στα εκθέματα, που φιλοξενούνταν σε στηρίγματα και ανοιχτά ράφια κατά μήκος των τοίχων. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα περισσότερα εκθέματα, με εξαίρεση εκείνο που στεκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ο καλλιτέχνης είχε κοπιάσει για να απεικονίσει τον ογκώδη σκελετό που βρισκόταν εκεί, λες και το υπόλοιπο πλάσμα είχε εξαφανιστεί μόλις εκείνη τη στιγμή. Είχε τέσσερα χοντρά κόκαλα για πόδια, κατά τα άλλα, όμως, δεν έμοιαζε με κανένα από τα ζώα που είχε δει ποτέ της η Εγκουέν. Κατ' αρχάς είχε ύψος το λιγότερο δύο απλωσιές, διπλάσιο και παραπάνω απ' το δικό της. Το στρογγυλό κρανίο, που βρισκόταν χαμηλά, ανάμεσα σε ώμους που έμοιαζαν με ταύρου, φαινόταν τόσο μεγάλο, που ένα παιδί χωρούσε να σκαρφαλώσει μέσα, ενώ στην εικόνα έμοιαζε να έχει τέσσερις κόγχες ματιών. Ο σκελετός έκανε την αίθουσα να ξεχωρίζει· δεν μπορούσες να την περάσεις για καμία άλλη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Ο Γιούριαν Ρομάβνι δεν είχε αναφέρει στις σελίδες του βιβλίου του αν ήξερε το όνομα του ζώου.

«Τι θα πει πανάρχισσα τελικά;» ρώτησε η Εγκουέν αφήνοντας το βιβλίο κατά μέρος. Δέκα φορές είχε μελετήσει την εικόνα. «Όλοι αυτοί οι συγγραφείς νομίζουν ότι το ξέρουμε».

«Η Πανάρχισσα του Τάντσικο είναι ίση με το βασιλιά στην εξουσία της», απάγγειλε η Ηλαίην. «Αυτή είναι υπεύθυνη για τη συλλογή των φόρων, των δασμών και των τελών· αυτός για να δαπανηθούν σωστά. Αυτή ελέγχει την Πολιτοφυλακή και τα δικαστήρια, με εξαίρεση το Ανώτατο Δικαστήριο, που είναι του βασιλιά. Ο στρατός είναι δικός του, φυσικά, με εξαίρεση τη Λεγεώνα της Πανάρχισσας. Αυτή —»

«Άσε, έτσι ρώτησα», αναστέναξε η Εγκουέν. Ήθελε απλώς να πει μια κουβέντα, να καθυστερήσει μερικές στιγμές ακόμα αυτό που επρόκειτο να κάνει. Το κερί καιγόταν και χαμήλωνε· σπαταλούσε πολύτιμα λεπτά. Ήξερε πώς να βγει από το όνειρο όποτε ήθελε, πώς να ξυπνήσει μόνη της, αλλά ο χρόνος περνούσε αλλιώτικα στον Κόσμο των Ονείρων και ήταν εύκολο να ξεχαστεί. «Αμέσως μόλις φτάσει το σημάδι», είπε και η Ηλαίην με τη Νυνάβε μουρμούρισαν καθησυχαστικά.

Έγειρε πίσω, στα πουπουλένια μαξιλάρια της, και στην αρχή απλώς κοίταζε το ταβάνι, όπου ήταν ζωγραφισμένος ένας γαλάζιος ουρανός με σύννεφα και χελιδόνια. Κοίταζε, αλλά δεν έβλεπε.

Τα περισσότερο όνειρά της τον τελευταίο καιρό ήταν αρκετά άσχημα. Με τον Ραντ φυσικά. Ο Ραντ ήταν ψηλός, σαν βουνό, βάδιζε πάνω σε πόλεις, σύντριβε κτίρια κάτω από τα πόδια του, ενώ άνθρωποι που ούρλιαζαν, μικροί σαν μυρμήγκια, έτρεχαν να του ξεφύγουν. Ο Ραντ ήταν αλυσοδεμένος και ούρλιαζε. Ο Ραντ έφτιαχνε ένα ψηλό τείχος, που στη μια μεριά ήταν αυτός και στην άλλη αυτή ― αυτή, η Ηλαίην και άλλες, που δεν τις διέκρινε. «Πρέπει να γίνει», έλεγε στοιβάζοντας πέτρες. «Δεν θα σου επιτρέψω να με σταματήσεις τώρα». Δεν ήταν όλοι οι εφιάλτες μ' αυτόν. Η Εγκουέν ονειρευόταν Αελίτες να πολεμούν ο ένας τον άλλο, να αλληλοσκοτώνονται, ακόμα και να πετούν τα όπλα και να το βάζουν στα πόδια, σαν να είχαν τρελαθεί. Τον Ματ να παλεύει με μια Σωντσάν, που τον είχε δέσει μ' ένα αόρατο λουρί. Ένα λύκο —όμως ήταν σίγουρη ότι ήταν ο Πέριν― να πολεμά μ' έναν άντρα του οποίου το πρόσωπο άλλαζε. Τον Γκάλαντ να βάζει τα λευκά, σαν να φορούσε το σάβανό του, και τον Γκάγουιν με βλέμμα όλο πόνο και μίσος. Αυτά ήταν τα σαφή όνειρα, εκείνα που ήξερε ότι σήμαιναν κάτι. Ήταν φρικτά και δεν ήξερε τι σήμαινε κανένα τους. Πώς είχε βρει την τόλμη να πιστέψει ότι θα ανακάλυπτε νόημα ή ίχνη στον Τελ'αράν'ριοντ; Αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Καμία άλλη επιλογή εκτός από την άγνοια, και αυτό δεν μπορούσε να το επιλέξει.

Παρά την αγωνία της, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αποκοιμηθεί· ήταν κατάκοπη. Αρκεσε να κλείσει τα μάτια και να πάρει βαθιές, στρωτές ανάσες. Συγκράτησε στις σκέψεις της την αίθουσα στο Παλάτι της Πανάρχισσας και τον πελώριο σκελετό. Βαθιές, στρωτές ανάσες. Θυμόταν τι αίσθηση της έδινε η χρήση του πέτρινου δαχτυλιδιού, το βήμα στον Τελ'αράν'ριοντ. Βαθιές, στρωτές ανάσες.


Η Εγκουέν οπισθοχώρησε με μια κοφτή κραυγή και έφερε το χέρι στο λαιμό της. Από τόσο κοντά, ο σκελετός φαινόταν ακόμα μεγαλύτερος απ' όσο φανταζόταν, με κόκαλα ξασπρισμένα, θαμπά και ξερά. Στεκόταν ακριβώς μπροστά του, μέσα από το σκοινί ― ένα λευκό σκοινί, χοντρό σαν τον καρπό της, που έμοιαζε μεταξωτό. Δεν είχε αμφιβολία ότι εδώ ήταν ο Τελ'αράν'ριοντ. Οι λεπτομέρειες ήταν άψογες, όσο και στην πραγματικότητα, ακόμα και για πράγματα που έβλεπε με την άκρη του ματιού της. Το γεγονός ότι είχε επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα σ' αυτό και σ' ένα συνηθισμένο όνειρο, της έλεγε πού βρισκόταν. Εκτός αυτού, ένιωθε ότι ήταν... σωστό.

Άνοιξε τον εαυτό της στο σαϊντάρ. Μια αμυχή που θα πάθαινε στο δάχτυλο εδώ, στον Κόσμο των Ονείρων, θα υπήρχε ακόμα όταν ξυπνούσε· δεν θα ξυπνούσε από ένα θανατηφόρο πλήγμα με τη Δύναμη, ή έστω με ένα σπαθί ή ένα ρόπαλο. Δεν σκόπευε να μείνει ευάλωτη ούτε στιγμή.

Αντί για τη νυχτικιά της, φορούσε κάτι που έμοιαζε πολύ με την Αελίτικη αμφίεση της Αβιέντα, αλλά με κόκκινο, μπροκάρ μετάξι· ακόμα και οι εύκαμπτες μπότες της, με κορδόνια ως το γόνατο, ήταν από μαλακό, κόκκινο δέρμα, που θα έκανε και για γάντια, με χρυσές ραφές και κορδόνια. Γέλασε χαμηλόφωνα. Τα ρούχα στον Τελ'αράν'ριοντ ήταν ό,τι ήθελες να είναι. Απ' ό,τι φαινόταν, ένα μέρος του μυαλού της ήθελε να είναι έτοιμη να κινηθεί γοργά, ενώ ένα άλλο ήθελε να είναι έτοιμη για χορό. Δεν ήταν κατάλληλα. Το κόκκινο ξεθώριασε κι έγινε γκρι και καφέ· το σακάκι, το φαρδύ παντελόνι και οι μπότες έγιναν ακριβή αντίγραφα των ρούχων που φορούσαν οι Κόρες. Ούτε κι αυτά ήταν καλύτερα, όταν ήσουν μέσα σε πόλη. Ξαφνικά, βρέθηκε μέσα σε ένα αντίγραφο των φορεμάτων που έβαζε πάντα η Φάιλε, σκούρα, με στενή, σχιστή φούστα, μακριά μανίκια και ψηλό, στενό μπούστο. Χαζομάρα να ανησυχώ γι αυτό. Κανένας δεν θα με δει παρά μόνο στα όνειρά του και ελάχιστα συνηθισμένα όνειρα φτάνουν εδώ. Δεν θα άλλαζε τίποτα και γυμνή να ήμουν.

Για μια στιγμή ήταν γυμνή. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από ντροπή· δεν ήταν κανείς εκεί να τη δει ξεγυμνωμένη, όπως στο μπάνιο της, πριν ξαναφέρει βιαστικά το σκούρο φόρεμα, αλλά έπρεπε να θυμάται ότι οι αμέριμνες σκέψεις μπορούσαν να επηρεάσουν πράγματα εδώ, ειδικά όταν αγκάλιαζε τη Δύναμη. Η Ηλαίην και η Νυνάβε πίστευαν ότι η Εγκουέν είχε πολλές γνώσεις. Ήξερε κάτι λίγα από τους κανόνες του Αθέατου Κόσμου και ήξερε ότι υπήρχαν άλλοι εκατό ή χίλιοι για τους οποίους είχε άγνοια. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να τους μάθει, αν ήθελε να γίνει η πρώτη Ονειρεύτρια του Πύργου, μετά την Κοριάνιν.

Κοίταξε πιο προσεκτικά το τεράστιο κρανίο. Είχε μεγαλώσει σε χωριό και ήξερε με τι μοιάζουν τα κόκαλα των ζώων. Τελικά δεν ήταν τέσσερις οι κόγχες των ματιών. Οι δύο έμοιαζαν να είναι κάτι σαν χαυλιόδοντες, δεξιά κι αριστερά από κει που ήταν κάποτε η μύτη του. Ίσως να ήταν κάποιο είδος τερατώδους αγριόχοιρου, αν και δεν έμοιαζε με κανένα καύκαλο γουρουνιού που είχε δει ποτέ. Έδινε όμως μια αίσθηση ηλικίας· μεγάλης ηλικίας.

Με τη Δύναμη μέσα της, εδώ μπορούσε να νιώθει τέτοια πράγματα. Φυσικά, τη συνόδευε και η συνηθισμένη όξυνση των αισθήσεων. Ένιωθε μικρά ραγίσματα στα επίχρυσα, γύψινα στολίσματα που κάλυπταν το ταβάνι τριάντα μέτρα ψηλότερα, καθώς και τη λεία, γυαλισμένη επιφάνεια του πατώματος από άσπρη πέτρα. Μικροσκοπικές ραγισματιές απλώνονταν και στα πλακάκια του πατώματος, αόρατες στο μάτι.

Η αίθουσα ήταν πελώρια, με μήκος που έφτανε περίπου τις διακόσιες απλωσιές και πλάτος σχεδόν το μισό, με σειρές από λεπτές, λευκές κολώνες και εκείνο το σκοινί την κύκλωνε ολόκληρη, με εξαίρεση τα σημεία όπου υπήρχαν πόρτες με δίκορφες αψίδες. Υπήρχαν κι άλλα σκοινιά, που περικύκλωναν τα γυαλισμένα, ξύλινα υποστηρίγματα και τα ράφια, όπου ήταν τοποθετημένα κι άλλα εκθέματα. Ψηλά, κάτω από το ταβάνι, μικρά σκαλίσματα σχημάτιζαν ένα πολύπλοκο μοτίβο και τρυπούσαν τους τοίχους, αφήνοντας το φως να χύνεται άπλετο. Όπως φαινόταν, είχε ονειρευτεί τον εαυτό της στο Τάντσικο μέρα.

«Μια λαμπρή επίδειξη τεχνουργημάτων από περασμένες Εποχές, από την Εποχή των Θρύλων και Εποχές παλαιότερες, ανοιχτή σε όλους, ακόμα και στους κοινούς θνητούς, τρεις μέρες το μήνα, καθώς και τις γιορτές», είχε γράψει ο Γιούριαν Ρομάβνι. Είχε εξυμνήσει την ανεκτίμητη συλλογή των μορφών από κουεντιγιάρ, έξι τον αριθμό, που βρισκόταν σε μια γυάλινη θήκη στο κέντρο της αίθουσας, την οποία παρακολουθούσαν αδιαλείπτως τέσσερις προσωπικοί φρουροί της Πανάρχισσας, όταν επιτρεπόταν η είσοδος στον κόσμο, και είχε αφιερώσει δύο σελίδες στα οστά των μυθικών θηρίων που «ανθρώπινα μάτια δεν τα είχαν δει ποτέ». Η Εγκουέν έβλεπε μερικά απ' αυτά. Στη μια πλευρά της αίθουσας βρισκόταν ο σκελετός ενός ζώου που έμοιαζε κάπως με αρκούδα, αν υπήρχαν αρκούδες με τα δύο μπροστινά δόντια μακριά όσο ο πήχης της, ενώ στην αντικρινή πλευρά ήταν τα κόκαλα από κάποιο λιγνό, τετράποδο θηρίο με λαιμό τόσο μακρύ, που το κρανίο έφτανε σχεδόν στη μέση της αίθουσας. Πιο πέρα υπήρχαν κι άλλα τέτοια ανά διαστήματα στους τοίχους της αίθουσας, εξίσου αφάνταστα. Όλα έδιναν μια αίσθηση τέτοιας παλαιότητας, που η Πέτρα του Δακρύου φάνταζε νεόκτιστη. Η Εγκουέν έσκυψε, πέρασε κάτω από το σκοινί και προχώρησε παρακάτω στην αίθουσα, κοιτάζοντας ολόγυρα.

Μια φαγωμένη από τον καιρό μορφή γυναίκας, που έμοιαζε γυμνή αλλά ήταν τυλιγμένη με μαλλιά που έφταναν ως τους αστραγάλους της, εξωτερικά δεν έμοιαζε διαφορετική από τις άλλες, που μοιράζονταν τη θήκη της, και καμία δεν ήταν μεγαλύτερη από την παλάμη της Εγκουέν. Αλλά η μορφή έδινε μια μαλακή, ζεστή εντύπωση, την οποία αναγνώριζε. Ήταν ανγκριάλ, ένιωθε σίγουρη γι' αυτό· αναρωτήθηκε γιατί ο Πύργος δεν είχε καταφέρει να το πάρει από την Πανάρχισσα. Ένα καλοδουλεμένο περιλαίμιο και δύο βραχιόλια από μουντό μαύρο μέταλλο, μόνα τους σε ένα αναλόγιο, την έκαναν να ανατριχιάσει· ένιωσε να συνδέονται με σκοτάδι και πόνο ― παλιό πόνο, δυνατό. Ένα ασημί πράγμα σε ένα άλλο ράφι, όμοιο με τριάκτινο άστρο μέσα σε κύκλο, ήταν κατασκευασμένο από μια ουσία που της ήταν παντελώς άγνωστη· ήταν μαλακότερο από μέταλλο, γδαρμένο και τριμμένο, αλλά ήταν ακόμα παλαιότερο κι από τα αρχαία κόκαλα. Από απόσταση δέκα βημάτων ένιωθε την αλαζονεία και τη ματαιοδοξία.

Κάτι απ' αυτά το έβρισκε γνώριμο, αν και δεν ήξερε γιατί. Χωμένο στο βάθος ενός ραφιού, σαν αυτός που το είχε τοποθετήσει εκεί να μην ήξερε αν άξιζε να εκτεθεί, βρισκόταν το πάνω μισό μιας σπασμένης μορφής, που ήταν σκαλισμένη σε αστραφτερή, λευκή πέτρα: μια γυναίκα, που κρατούσε μια κρυστάλλινη σφαίρα στο υψωμένο χέρι της, με πρόσωπο γαλήνιο και αξιοπρεπές, όλο σοφία και κύρος. Αν ήταν ολόκληρο, θα έφτανε περίπου τα τριάντα εκατοστά. Γιατί όμως της φαινόταν τόσο γνώριμο; Η γυναίκα σχεδόν έμοιαζε να ζητά από την Εγκουέν να τη σηκώσει από το ράφι.

Όταν τα δάχτυλά της έκλεισαν γύρω από το σπασμένο αγαλματίδιο, μόνο τότε συνειδητοποίησε η Εγκουέν ότι είχε δρασκελίσει το σκοινί. Τι χαζομάρα, τη στιγμή που δεν ξέρω καν τι είναι, σκέφτηκε, αλλά ήταν αργά.

Όταν έπιασε το αγαλματίδιο στο χέρι της, η Δύναμη κύλησε μέσα της, ύστερα στη σπασμένη μορφή, μετά πάλι μέσα της και ύστερα πάλι στο αγαλματάκι και πάλι πίσω, μέσα, πίσω. Η κρυστάλλινη σφαίρα άρχισε να βγάζει ακανόνιστες, φαντασμαγορικές λάμψεις και η Εγκουέν ένιωθε βελόνες να τρυπούν το μυαλό της με κάθε έκλαμψη. Με ένα λυγμό αγωνίας, χαλάρωσε τη λαβή και έσφιξε το κεφάλι της στα δυο της χέρια.

Η κρυστάλλινη σφαίρα έγινε θρύψαλα όταν η μορφή έπεσε στο πάτωμα και οι βελόνες χάθηκαν, αφήνοντας μόνο μουντές αναμνήσεις του πόνου και μια ναυτία που έκανε τα γόνατά της να λυγίζουν. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά για να μη δει το δωμάτιο να ταλαντεύεται. Η μορφή πρέπει να ήταν τερ'ανγκριάλ, μα γιατί την είχε πονέσει τόσο, αφού μόλις που την είχε αγγίξει; Ίσως επειδή ήταν σπασμένη· ίσως, όντας σπασμένη, να μην μπορούσε να κάνει αυτό για το οποίο είχε φτιαχτεί. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί για ποιο σκοπό το είχαν φτιάξει· ήταν επικίνδυνο να δοκιμάζεις τερ'ανγκριάλ. Τουλάχιστον, τώρα που είχε σπάσει, δεν αποτελούσε πια κίνδυνο. Τουλάχιστον όχι εδώ. Γιατί έμοιαζε να με καλεί;

Η ναυτία χάθηκε και η Εγκουέν άνοιξε τα μάτια. Η μορφή ήταν πάλι στο ράφι, άθικτη, όπως την είχε πρωτοδεί. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν στον Τελ'αράν'ριοντ, μα αυτό ήταν πιο παράξενο απ' όσο θα ήθελε. Και δεν ήταν ο λόγος που είχε έρθει. Πρώτα έπρεπε να βγει από το Παλάτι της Πανάρχισσας. Σκαρφάλωσε πάλι το σκοινί και άφησε βιαστικά την αίθουσα, προσπαθώντας να μην αρχίσει να τρέχει.

Το παλάτι, φυσικά, ήταν άδειο από ζωή. Ανθρώπινη ζωή δηλαδή. Υπήρχαν πολύχρωμα ψάρια, τα οποία κολυμπούσαν σε μεγάλα σιντριβάνια που κελάρυζαν χαρωπά στα αίθρια, περικυκλωμένα από διαδρόμους τους οποίους χώριζαν ντελικάτες κιονοστοιχίες και μπαλκόνια με πέτρινα διαχωριστικά, που έμοιαζαν με περίτεχνα σμιλεμένη δαντέλα. Νούφαρα έπλεαν στα νερά, μαζί με λευκά και μεγάλα σαν πιατέλες λουλούδια. Στον Κόσμο των Ονείρων τα μέρη ήταν όπως και στο λεγόμενο πραγματικό κόσμο. Με εξαίρεση τους ανθρώπους. Καλοδουλεμένες, χρυσές λάμπες στέκονταν στους διαδρόμους με το φιτίλι απείραχτο, όμως η Εγκουέν μύριζε το αρωματισμένο λάδι μέσα τους. Τα βήματά της δεν σήκωναν την παραμικρή σκόνη από τα πολύχρωμα χαλιά, που σίγουρα ποτέ δεν θα μπορούσαν να ξεσκονιστούν εδώ πέρα.

Κάποια στιγμή είδε έναν άλλο να περπατά μπροστά της, έναν άντρα που φορούσε μια επίχρυση, περίτεχνα στολισμένη πανοπλία με αλυσίδες και ελάσματα και κρατούσε ένα μυτερό, χρυσό κράνος παραμάσχαλα, που είχε ένα λευκό λοφίο από φτερά ερωδιού. «Αίλντρα;» φώναξε χαμογελαστός. «Αίλντρα, έλα να με δεις. Έγινα Άρχοντας Διοικητής της Λεγεώνας της Πανάρχισσας. Αίλντρα;» Έκανε άλλο ένα βήμα, φωνάζοντας ακόμα, και ξαφνικά χάθηκε από κει. Δεν ήταν Ονειρευτής. Δεν ήταν καν κάποιος που χρησιμοποιούσε τερ'ανγκριάλ σαν το πέτρινο δαχτυλίδι της ή το σιδερένιο δίσκο της Αμίκο. Ήταν απλώς ένας άντρας του οποίου το όνειρο είχε αγγίξει ένα μέρος που δεν αντιλαμβανόταν, με κινδύνους που δεν γνώριζε. Οι άνθρωποι που πέθαιναν αναπάντεχα στον ύπνο τους ήταν συνήθως επειδή είχαν βρεθεί με το όνειρο τους στον Τελ'αράν'ριοντ και είχαν πεθάνει εκεί στ' αλήθεια. Ο άνθρωπος είχε φύγει για τα καλά και είχε επιστρέψει σ' ένα συνηθισμένο όνειρο.

Το κερί χαμήλωνε πλάι στο κρεβάτι της, πίσω στο Δάκρυ. Ο χρόνος της στον Τελ'αράν'ριοντ λιγόστευε.

Τάχυνε το βήμα και έφτασε μπροστά σε κάτι ψηλές, σκαλιστές πόρτες που έβγαζαν έξω, σε πλατιά, λευκά σκαλιά και σε μια τεράστια, άδεια πλατεία. Το Τάντσικο απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση, καβαλώντας απότομους λόφους, με λευκά κτίρια το ένα πάνω στο άλλο να γυαλίζουν στον ήλιο, με εκατοντάδες λεπτούς πύργους και εξίσου πολλούς μυτερούς θόλους, που κάποιοι ήταν επίχρυσοι. Ο Κύκλος της Πανάρχισσας, ένας ψηλός, στρογγυλός τοίχος από λευκή πέτρα, στεκόταν σε κοινή θέα μισό μίλι πιο πέρα, λίγο πιο χαμηλά από το Παλάτι. Το Παλάτι της Πανάρχισσας ήταν σε έναν από τους πιο επιβλητικούς λόφους. Στο κεφαλόσκαλο, η Εγκουέν ήταν αρκετά ψηλά ώστε να βλέπει νερό να αστράφτει στα δυτικά, στενόμακρους κολπίσκους που τη χώριζαν από τα λοφώδη δάχτυλα όπου απλωνόταν η υπόλοιπη πόλη. Το Τάντσικο ήταν μεγαλύτερο από το Δάκρυ, ίσως μεγαλύτερο κι από το Κάεμλυν.

Είχε πολλά μέρη να ψάξει και δεν ήξερε καν τι ήθελε να βρει. Κάτι που σήμαινε την παρουσία του Μαύρου Άτζα, ή κάτι που δήλωνε κάποιον κίνδυνο για τον Ραντ ― ό,τι απ' αυτά κι αν υπήρχε εδώ. Αν ήταν πραγματική Ονειρεύτρια, εκπαιδευμένη στη χρήση του ταλέντου της, σίγουρα θα ήξερε τι να ψάξει, θα ήξερε πώς να ερμηνεύσει αυτά που έβλεπε. Μα δεν είχε απομείνει καμία που να τη διδάξει. Οι Σοφές των Αελιτών υποτίθεται ότι ήξεραν να αποκρυπτογραφούν τα όνειρα. Η Αβιέντα ήταν τόσο απρόθυμη να μιλήσει για τις Σοφές, που η Εγκουέν δεν είχε ρωτήσει τις άλλες Αελίτισσες. Ίσως μια Σοφή να μπορούσε να τη διδάξει. Αν έβρισκε καμία.

Έκανε ένα βήμα προς την πλατεία και ξαφνικά βρέθηκε κάπου αλλού.

Μεγάλοι, μυτεροί βράχοι υψώνονταν ολόγυρά της, μέσα σε μια κάψα που ρουφούσε την υγρασία από την ανάσα της. Ο ήλιος την έψηνε πάνω από το φόρεμά της και το αεράκι που τη φυσούσε στο πρόσωπο έμοιαζε να βγαίνει από φούρνο. Κατσιασμένα δέντρα φύτρωναν αραιά, σε ένα τοπίο γυμνό από σχεδόν κάθε άλλη βλάστηση, με εξαίρεση λίγα σημεία με σκληρό χορτάρι και κάποια αγκαθωτά φυτά που της ήταν άγνωστα. Αναγνώρισε το λιοντάρι, όμως, παρ' όλο που δεν είχε δει ποτέ της ένα με σάρκα και οστά. Ξάπλωνε σε μια ρωγμή των βράχων ούτε είκοσι βήματα παραπέρα, με τη μαύρη τούφα της ουράς του να ανεβοκατεβαίνει παιχνιδιάρικα, κοιτάζοντας όχι την Εγκουέν, αλλά κάτι εκατό δρασκελιές παραπέρα. Ο μεγάλος αγριόχοιρος με το πυκνό, δασύ τρίχωμα έσκαβε και οσμιζόταν τη ρίζα ενός αγκαθωτού θάμνου, χωρίς να έχει προσέξει την Αελίτισσα, που τον πλησίαζε κρυφά με το δόρυ έτοιμο. Ήταν ντυμένη σαν τους Αελίτες στην Πέτρα, είχε το σούφα της γύρω από το κεφάλι, αλλά το πρόσωπο ακάλυπτο.

Η Ερημιά, σκέφτηκε η Εγκουέν, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Πήδηξα στην Ερημιά του Άελ! Πότε θα μάθω να προσέχω τι σκέφτομαι εδώ πέρα;

Η Αελίτισσα πάγωσε. Το βλέμμα της ήταν στην Εγκουέν, όχι στον αγριόχοιρο. Αν ήταν αγριόχοιρος· δεν έμοιαζε να έχει ακριβώς το σωστό σχήμα.

Η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι η γυναίκα δεν ήταν Σοφή. Δεν ήταν ντυμένη σαν Κόρη, απ' ό,τι είχαν πει στην Εγκουέν, καθώς η Κόρη του Δόρατος που ήθελε να γίνει Σοφή έπρεπε να «εγκαταλείψει το δόρυ». Αυτή εδώ πρέπει να ήταν μια απλή Αελίτισσα, που είχε βρεθεί μέσω του ονείρου της στον Τελ'αράν'ριοντ, όπως ο άλλος στο παλάτι. Κι εκείνος θα την είχε δει, αν είχε γυρίσει το βλέμμα. Η Εγκουέν έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στη μια καθαρή εικόνα του Τάντσικο, συγκεντρώθηκε σε εκείνο τον πελώριο σκελετό στη μεγάλη αίθουσα.

Όταν τα ξανάνοιξε, κοίταζε τα ογκώδη κόκαλα. Αυτή τη φορά πρόσεξε ότι τα είχαν ενώσει με σύρματα. Το είχαν κάνει έξυπνα, έτσι που τα σύρματα δεν φαίνονταν σχεδόν καθόλου. Η μισή μορφή με την κρυστάλλινη σφαίρα ήταν ακόμα στο ράφι της. Η Εγκουέν δεν τη ζύγωσε, ούτε και το μαύρο περιλαίμιο με τα βραχιόλια, που εξέπεμπαν τόσο πόνο και δυστυχία. Το ανγκριάλ, η πέτρινη γυναίκα, ήταν πειρασμός. Τι θα το κάνεις; Φως μου, ήρθες εδώ για να δεις, να ερευνήσεις! Τίποτα άλλο. Εμπρός πια!

Αυτή τη φορά βρέθηκε γρήγορα στην πλατεία. Ο χρόνος εδώ περνούσε διαφορετικά· η Ηλαίην και η Νυνάβε μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ξυπνούσαν και δεν είχε αρχίσει καν. Μπορεί να μην είχε ούτε λεπτό για χάσιμο. Έπρεπε να προσέχει από δω και πέρα τι σκεφτόταν. Τέρμα οι σκέψεις περί Σοφών. Ακόμα και αυτό το μάλωμα έκανε τα πάντα να τρανταχτούν γύρω της. Συγκέντρωσε το μυαλό σον σ' αυτό που κάνεις, είπε αυστηρά στον εαυτό της.

Ξεκίνησε να προχωρά στην άδεια πόλη με γοργό βήμα, μερικές φορές ακόμα και σχεδόν τρέχοντας. Πλακόστρωτοι δρόμοι όλο στροφές ανηφόριζαν, κατηφόριζαν κι έστριβαν προς όλες τις κατευθύνσεις, όλοι άδειοι, με εξαίρεση τα περιστέρια με τις πράσινες ράχες και τους γκρίζους γλάρους, που υψώνονταν στον αέρα με βροντερά φτεροκοπήματα όταν τους πλησίαζε. Γιατί πουλιά κι όχι άνθρωποι; Οι μύγες την πλησίαζαν βουίζοντας, ενώ έβλεπε κατσαρίδες και σκαθάρια να τρέχουν στις σκιές. Ένα κοπάδι από κοκαλιάρικα σκυλιά, που είχαν το καθένα διαφορετικό χρώμα, διέσχισαν πηδηχτά το δρόμο μπροστά της. Γιατί σκυλιά;

Συγκεντρώθηκε πάλι στο λόγο που βρισκόταν εκεί. Τι θα μπορούσε να είναι σημάδι του Μαύρου Άτζα; Ή να δείχνει κίνδυνο για τον Ραντ, αν υπήρχε κάτι τέτοιο; Τα περισσότερα από τα λευκά κτίρια ήταν περασμένα με γύψο, ο οποίος ήταν ραγισμένος και γδαρμένος, ενώ σε πολλά σημεία φαινόταν το πολυκαιρισμένο ξύλο ή τα καφετιά τούβλα από κάτω. Μόνο οι πύργοι και τα μεγάλα κτίρια —τα παλάτια, φαντάστηκε― ήταν φτιαγμένα από πέτρα που διατηρούσε τη λευκότητά της. Ακόμα και οι πέτρες, όμως, είχαν μικρές ραγισματιές στο μεγαλύτερο μέρος τους· ραγίσματα τόσο μικρά που το μάτι δεν τα έπιανε, αλλά η Εγκουέν τα ένιωθε με τη Δύναμη μέσα της, να απλώνονται σαν ιστοί αράχνης σε θόλους και πύργους. Ίσως κάτι να σήμαινε αυτό. Ίσως να σήμαινε ότι το Τάντσικο ήταν μια πόλη που οι κάτοικοί της δεν την περιποιούνταν. Ήταν κι αυτό μια εξήγηση.

Η Εγκουέν αναπήδησε, όταν ένας άντρας που ούρλιαζε έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό μπροστά της. Πρόλαβε μόνο να διακρίνει το φαρδύ, λευκό παντελόνι και το πυκνό μουστάκι, το οποίο κάλυπτε ένα διάφανο πέπλο, πριν ο άντρας εξαφανιστεί μόλις ένα βήμα ψηλότερα από το δρόμο. Αν είχε σκάσει κάτω, εδώ στον Τελ'αράν'ριοντ, θα τον έβρισκαν νεκρό στο κρεβάτι του.

Μάλλον είναι κι αυτός άσχετος με τον κόσμο εδώ πέρα, όσο κι οι κατσαρίδες, σκέφτηκε.

Ίσως κάτι μέσα στα κτίρια. Ήταν μια ασήμαντη πιθανότητα, μια πολύ μικρή ελπίδα, όμως η Εγκουέν ήταν τόσο απελπισμένη, που θα δοκίμαζε τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα. Η ώρα. Πόση ώρα της έμενε; Αρχισε να τρέχει από είσοδο σε είσοδο, να χώνει το κεφάλι σε καταστήματα, πανδοχεία και σπίτια.

Είδε τραπεζαρίες να βρίσκονται στις σάλες περιμένοντας πελατεία, προσεκτικά τακτοποιημένες, τοποθετημένες με τάξη, σαν και τα κασσιτέρινα, θολά κύπελλα και πιάτα στα ράφια. Τα μαγαζιά ήταν προσεγμένα, λες και οι μαγαζάτορες είχαν ανοίξει μόλις τώρα το πρωί, όμως, παρ' όλο που στα τραπέζια ενός ράφτη υπήρχαν απλωμένα τόπια με υφάσματα και στους πάγκους ενός ακονιστή βρίσκονταν μαχαίρια και ψαλίδια, σ' ένα κρεοπωλείο οι γάντζοι κρέμονταν άδειοι από το ταβάνι και τα ράφια του ήταν γυμνά. Δοκιμάζοντας με το δάχτυλο, δεν έβρισκε σκόνη πουθενά· τα πάντα ήταν τόσο παστρικά, που η μητέρα της θα χαιρόταν.

Στα στενά υπήρχαν σπίτια ― μικρά, απλά κτίσματα με άσπρο γύψο και επίπεδες στέγες, δίχως παράθυρα στο δρόμο, έτοιμα να δεχτούν μέσα οικογένειες, οι οποίες θα κάθονταν σε πάγκους μπροστά σε σβησμένα τζάκια ή γύρω από στενά τραπέζια με σκαλισμένα πόδια, όπου ήταν επιδεικτικά και με καμάρι τοποθετημένη η καλύτερη γαβάθα ή πιατέλα της νοικοκυράς. Ρούχα κρέμονταν στα κρεμαστάρια, κατσαρολικά από τα ταβάνια, εργαλεία ήταν απλωμένα σε πάγκους, περιμένοντας.

Από μια ιδέα που της ήρθε, άλλαξε πορεία, μόνο για να δει, γύρισε δέκα πόρτες πίσω και κοίταξε για δεύτερη φορά το μέρος που στον πραγματικό κόσμο ήταν το σπίτι μιας γυναίκας. Ήταν σχεδόν ίδιο με πριν. Σχεδόν. Η γαβάθα με τις κόκκινες ρίγες στο τραπέζι τώρα ήταν ένα γαλάζιο βάζο· πριν, κοντά στο τζάκι ήταν ένας πάγκος, που είχε πάνω μια κομμένη ιπποσκευή και εργαλεία για να διορθωθεί, αλλά τώρα ήταν κοντά στην πόρτα και είχε ένα καλαθάκι με σύνεργα ραπτικής κι ένα κεντητό παιδικό φόρεμα.

Γιατί άλλαζε; απόρησε η Εγκουέν. Από την άλλη μεριά, γιατί να μείνει ίδιο; Φως μου, δεν ξέρω τίποτα!

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν ένας στάβλος κι ο λευκός γύψος άνοιγε και άφηνε να φανούν μεγάλα κομμάτια από τούβλα. Έτρεξε εκεί και άνοιξε μια μεγάλη πόρτα. Τα άχυρα σκέπαζαν το χωμάτινο έδαφος, όπως σε κάθε στάβλο που είχε δει ποτέ της, αλλά τα χωρίσματα ήταν άδεια. Άλογα πουθενά. Γιατί; Κάτι σάλεψε στο άχυρο και η Εγκουέν κατάλαβε ότι τα χωρίσματα δεν ήταν καθόλου άδεια. Ποντίκια. Δεκάδες ποντίκια, που την κοίταζαν αυθάδικα, με μύτες που δοκίμαζαν τον αέρα για να πιάσουν τη μυρωδιά της. Κανένα τους δεν το έσκασε, ούτε καν τρόμαξαν· έκαναν σαν να ήταν δικό τους το μέρος κι αυτή η ξένη. Ασυναίσθητα οπισθοχώρησε. Περιστέρια, γλάροι και σκυλιά, μύγες και ποντίκια. Ίσως μια Σοφή να ήξερε γιατί.

Χωρίς προειδοποίηση, ξαναβρέθηκε στην Ερημιά.

Με μια τσιρίδα έπεσε ανάσκελα, καθώς το τριχωτό πλάσμα που έμοιαζε με αγριόχοιρο χιμούσε πάνω της, μεγάλο σαν μικρό πόνυ. Η Εγκουέν, καθώς το πλάσμα πηδούσε επιδέξια από πάνω της, είδε ότι δεν ήταν αγριόχοιρος· η μουσούδα του ήταν πολύ μυτερή και γεμάτη κοφτερά δόντια, ενώ είχε τέσσερα δάχτυλα σε κάθε πόδι. Ήταν γαλήνια ενώ τα σκεφτόταν αυτά, αλλά ανατρίχιασε καθώς το θηρίο έτρεχε και χανόταν ανάμεσα στα βράχια. Ήταν τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να την τσαλαπατήσει, να της σπάσει κόκαλα κι ακόμα χειρότερα· αυτά τα δόντια μπορούσαν να σε σκίσουν και να σε κομματιάσουν καλύτερα κι από δόντια λύκου. Θα ξυπνούσε με τις πληγές. Αν ξυπνούσε.

Ο σκονισμένος βράχος κάτω από τη ράχη της ήταν καυτός σαν μάτι κουζίνας. Σηκώθηκε όρθια, θυμωμένη με τον εαυτό της. Αν δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σ' αυτό που έκανε, δεν θα κατάφερνε τίποτα. Κανονικά έπρεπε να βρίσκεται στο Τάντσικο· έπρεπε να συγκεντρωθεί σ' αυτό. Τίποτα άλλο.

Έπαψε να ξεσκονίζει τα φουστάνι της, όταν είδε την Αελίτισσα να την κοιτάζει με κοφτερό, γαλανό βλέμμα δέκα βήματα παραπέρα. Η γυναίκα ήταν συνομήλικη της Αβιέντα, όχι μεγαλύτερη από την Εγκουέν, αλλά οι τούφες από τα μαλλιά που ξεπρόβαλλαν κάτω από το σούφα της ήταν τόσο ανοιχτές, που έμοιαζαν σχεδόν άσπρες. Το δόρυ στο χέρι ήταν έτοιμο να εκσφενδονιστεί κι απ' αυτή την απόσταση ήταν απίθανο να αστοχήσει.

Έλεγαν ότι οι Αελίτες ήταν πολύ σκληροί με εκείνους που έμπαιναν στην Ερημιά χωρίς άδεια. Η Εγκουέν ήξερε ότι μπορούσε να τυλίξει τη γυναίκα και το δόρυ της με Αέρα, να την κρατήσει έτσι, ακίνδυνη, αλλά θα βαστούσαν οι ροές όταν θα χανόταν από δω; Ή μήπως θα θύμωναν τη γυναίκα και θα την έκαναν να πετάξει το δόρυ μόλις μπορούσε, ίσως πριν χαθεί η Εγκουέν; Δεν θα ήταν πολύ ευχάριστο αν επέστρεφε στο Τάντσικο με ένα Αελίτικο δόρυ να τη διαπερνά. Αν έδενε τις ροές, τότε η γυναίκα θα έμενε παγιδευμένη στον Τελ'αράν'ριοντ μέχρι να λυθούν, αβοήθητη σε περίπτωση που επέστρεφαν το λιοντάρι ή το πλάσμα που έμοιαζε με αγριόχοιρο.

Όχι. Της έφτανε να χαμηλώσει η γυναίκα το δόρυ, για να νιώσει ασφαλής η Εγκουέν και να κλείσει τα μάτια, ώστε να επιστρέψει στο Τάντσικο. Να επιστρέψει σ' αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει. Δεν είχε περιθώριο για τέτοια παιχνίδια της φαντασίας της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να την πειράξει κάποια που απλώς είχε μεταφερθεί μέσω του ονείρου της στον Τελ'αράν'ριοντ, όπως θα μπορούσαν να την πειράξουν άλλα πράγματα εδώ, αλλά δεν θα ριψοκινδύνευε να της το μάθει η αιχμή ενός Αελίτικου δόρατος. Η Αελίτισσα μπορεί σε λίγες στιγμές να εξαφανιζόταν. Έπρεπε να βρει κάτι να την απασχολήσει στο μεταξύ.

Της ήταν εύκολο να αλλάξει τα ρούχα της· μόλις της πέρασε η σκέψη από το νου, η Εγκουέν φορούσε τα ίδια καφέ και γκρίζα ρούχα με τη γυναίκα. «Δεν θέλω να σου κάνω κακό», είπε, δείχνοντας γαλήνια.

Η γυναίκα δεν χαμήλωσε το όπλο. Αντίθετα, κατσούφιασε. «Δεν έχεις δικαίωμα να φοράς το καντιν'σόρ, μικρή μου», της είπε. Και η Εγκουέν βρέθηκε να στέκεται εκεί ολόγυμνη, ενώ ο ήλιος την έδερνε από ψηλά και το έδαφος της έκαιγε τις γυμνές πατούσες.

Για μια στιγμή έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ανίκανη να το πιστέψει, χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο. Δεν είχε φανταστεί ότι μπορούσες να αλλάξεις κάτι σ' έναν άλλο. Υπήρχαν τόσες πιθανότητες, τόσοι κανόνες που δεν ήξερε. Σκέφτηκε βιαστικά και ξανάβαλε γερά παπούτσια και τη σκούρα φορεσιά με τη σχιστή φούστα, ενώ την ίδια στιγμή εξαφάνιζε τα ρούχα της Αελίτισσας. Για να το καταφέρει, άντλησε σαϊντάρ· η γυναίκα πρέπει να είχε συγκεντρώσει την προσοχή της στο να κρατήσει την Εγκουέν γυμνή. Η Εγκουέν ετοίμασε μια ροή για να αρπάξει το δόρυ, αν της το πετούσε η άλλη.

Ήταν η σειρά της Αελίτισσας να δείξει έκπληκτη. Άφησε το δόρυ να πέσει κάτω και η Εγκουέν άρπαξε την ευκαιρία για να κλείσει τα μάτια και να ξαναβρεθεί στο Τάντσικο, πάλι στο σκελετό του πελώριου αγριόχοιρου, ή ό,τι κι αν ήταν, εν πάση περιπτώσει, αυτό το ζώο. Αυτή τη φορά, μόλις που του έριξε δεύτερη ματιά. Είχε βαρεθεί αυτά τα πλάσματα που έμοιαζαν με αγριόχοιρους αλλά δεν ήταν. Πώς το έκανε αυτό; Όχι! Αυτό που με κάνει και ξεστρατίζω είναι που αναρωτιέμαι πώς και γιατί. Αυτή τη φορά θα έχω το νου μου.

Κοντοστάθηκε όμως. Πάνω στη στιγμή που έκλεινε τα μάτια, της φάνηκε πως είχε δει μια άλλη γυναίκα, κοντά στην Αελίτισσα, που κοίταζε και τις δύο τους. Ήταν μια χρυσομάλλα, που κρατούσε ένα ασημένιο τόξο. Τώρα σε παρασέρνουν οι ονειροφαντασίες σον. Εχεις ακούσει ένα σωρό ιστορίες από τον Θομ Μέριλιν. Η Μπιργκίττε ήταν νεκρή εδώ και καιρό· δεν θα ξαναρχόταν πριν την καλέσει από τον τάφο το Κέρας του Βαλίρ. Οι νεκρές γυναίκες, ακόμα και οι ηρωίδες των θρύλων, αποκλείεται να έφταναν μέσω των ονείρων τους στον Τελ'αράν'ριοντ.

Αλλά μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Παράτησε τις μάταιες εικασίες και έτρεξε πάλι στην πλατεία. Πόσος χρόνος της είχε μείνει; Είχε όλη την πόλη να ψάξει, ο χρόνος τελείωνε και δεν είχε μάθει τίποτα καινούριο. Μακάρι να είχε κάποια ιδέα για το τι έπρεπε να ψάξει. Ή πού. Το τρέξιμο δεν φαινόταν να την κουράζει εδώ, στον Κόσμο των Ονείρων, αλλά όσο κι αν έτρεχε, δεν θα χτένιζε όλη την πόλη πριν την ξυπνήσουν η Ηλαίην και η Νυνάβε. Δεν ήθελε να χρειαστεί να επιστρέψει εδώ.

Ξαφνικά, εμφανίστηκε μια γυναίκα ανάμεσα στο κοπάδι των περιστεριών που είχαν μαζευτεί στην πλατεία. Φορούσε μια ανοιχτοπράσινη, ψιλή εσθήτα, που ήταν τόσο στενή πάνω της ώστε θα ευχαριστούσε ακόμα και την Μπερελαίν, είχε μαύρα μαλλιά πλεγμένα σε δεκάδες μικρές κοτσίδες και το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο ως τα μάτια με ένα διαφανές πέπλο, σαν εκείνο που φορούσε ο άνθρωπος που έπεφτε. Τα περιστέρια πετάχτηκαν ψηλά και το ίδιο έκανε και η γυναίκα, περνώντας πάνω από τις κοντινότερες στέγες μαζί τους, πριν εξαφανιστεί απότομα.

Η Εγκουέν χαμογέλασε. Όλο ονειρευόταν ότι πετούσε σαν πουλί και αυτό εδώ τι ήταν παρά όνειρο; Πήδηξε στον αέρα· και συνέχισε να ανεβαίνει ψηλότερα, προς τις στέγες. Ταλαντεύτηκε όταν σκέφτηκε τι γελοίο που ήταν -πτήση; Οι άνθρωποι δεν πετούν!― και μετά σταθεροποιήθηκε ξανά, κάνοντας μια δυνατή προσπάθεια να ξαναβρεί τη σιγουριά της. Πετούσε, αυτό ήταν όλο. Βρισκόταν σ' ένα όνειρο και πετούσε. Ο άνεμος χτυπούσε το πρόσωπό της· η Εγκουέν ήθελε να γελάσει μέσα στη ζαλάδα της.

Πέταξε ξυστά πάνω από τον Κύκλο της Πανάρχισσας, όπου οι σειρές των πέτρινων πάγκων κατηφόριζαν λοξά, από το ψηλό τείχος ως το πλατύ γήπεδο με το πατημένο χώμα στο κέντρο του. Για φαντάσου τόσο πολύ κόσμο μαζεμένο, να βλέπει μια επίδειξη βεγγαλικών από την ίδια τη Συντεχνία των Φωτοδοτών. Στο χωριό της τα βεγγαλικά ήταν μια σπάνια απόλαυση. Θυμόταν που τα είχε δει μόνο πέντ' έξι φορές σε ολόκληρη τη ζωή της στο Πεδίο του Έμοντ, με τους μεγάλους να είναι ενθουσιασμένοι όσο και τα παιδιά.

Πέταξε πάνω από στέγες σαν γεράκι, πάνω από μέγαρα και παλάτια, ταπεινά οικήματα και καταστήματα, αποθήκες και στάβλους. Πέταξε κοντά σε θόλους με χρυσές ακίδες και μπρούτζινους ανεμοδείκτες στις κορυφές, πλάι σε πύργους τους οποίους κύκλωναν μπαλκόνια από δουλεμένη πέτρα. Κάρα και άμαξες στέκονταν σε μάντρες και περίμεναν. Πλοία συνωστίζονταν στο μεγάλο λιμάνι και τους κολπίσκους, που σχημάτιζαν υδάτινα δάχτυλα ανάμεσα στις χερσονήσους της πόλης, και παρατάσσονταν στους μόλους. Όλα έμοιαζαν να είναι παρατημένα κι αφρόντιστα, από τα κάρα ως τα πλοία, αλλά τίποτα δεν έδειχνε να είναι έργο του Μαύρου Άτζα. Απ' όσο ήξερε.

Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να φανταστεί τη Λίαντριν με το νου της, ήξερε πολύ καλά το κουκλίστικο πρόσωπό της, με το πλήθος τις ξανθές κοτσίδες, τα αυτάρεσκα, καστανά μάτια και το τριανταφυλλένιο στόμα με το περιπαιχτικό μειδίαμα· αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να τη δει στο μυαλό της, ελπίζοντας ότι έτσι θα πήγαινε εκεί που βρισκόταν η Μαύρη αδελφή. Αλλά αν πετύχαινε, τότε ίσως να έβρισκε και τη Λίαντριν στον Τελ'αράν'ριοντ, ίσως και τις άλλες. Δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό.

Ξαφνικά της πέρασε από το νου πως, αν ήταν κάποια από το Μαύρο Άτζα στο Τάντσικο, στο Τάντσικο του Τελ'αράν'ριοντ, τότε η Εγκουέν έκανε επίδειξη της παρουσίας της. Κάθε βλέμμα που στρεφόταν στον ουρανό θα έβλεπε μια γυναίκα να πετά, η οποία δεν εξαφανιζόταν ύστερα από λίγα λεπτά. Η στρωτή πτήση της κλονίστηκε· η Εγκουέν βούτηξε κάτω από το επίπεδο των στεγών και αιωρήθηκε στους δρόμους πιο αργά από πριν, αλλά και πάλι πιο γρήγορα από άλογο που κάλπαζε. Μπορεί να έτρεχε καταπάνω τους, αλλά δεν ήθελε να σταματήσει και να τις περιμένει.

Χαζή! σκέφτηκε οργισμένη. Χαζή! Τώρα μάλλον θα ξέρουν ότι είμαι εδώ. Μπορεί να βάλθηκαν ήδη να μου στήσουν παγίδα. Σκέφτηκε να βγει από το όνειρο, να ξαναβρεθεί στο κρεβάτι της στο Δάκρυ, αλλά δεν είχε βρει τίποτα ― αν υπήρχε κάτι για να βρει.

Μια ψηλή γυναίκα βρέθηκε ξαφνικά να στέκεται στο δρόμο μπροστά της. Ήταν λεπτή, με μια φαρδιά, καφέ φούστα, μια άνετη, λευκή μπλούζα, ένα καφέ σάλι τυλιγμένο στους ώμους και μια διπλωμένη εσάρπα γύρω από το μέτωπό της, για να συγκρατεί τα λευκά μαλλιά που χυνόταν ως τη μέση της. Παρά τα απλά ρούχα της, φορούσε πλήθος περιδέραιων, καθώς και βραχιόλια από χρυσάφι ή έβενο, ή και τα δύο. Με τις γροθιές στους γοφούς, κοίταζε συνοφρυωμένη την Εγκουέν στα μάτια.

Άλλη μια ανόητη, που έφτασε στο όνειρό της εκεί που δεν έχει δικαίωμα να είναι και δεν πιστεύει αυτό που βλέπει, σκέφτηκε η Εγκουέν. Είχε τις περιγραφές όλων των γυναικών που είχαν ακολουθήσει τη Λίαντριν και αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε με καμία. Όμως δεν εξαφανίστηκε πάλι· στεκόταν και περίμενε, ενώ η Εγκουέν την πλησίαζε γοργά. Γιατί δεν χάνεται; Γιατί...; Ω, Φως μου! Είναι στ αλήθεια...! Άρπαξε τις ροές για να υφάνει έναν κεραυνό, για να παγιδεύσει τη γυναίκα με Αέρα και μπερδεύτηκε πάνω στη βιάση της.

«Κατέβασε τα ποδαράκια σου κάτω, μικρή μου», είπε ξερά η γυναίκα. «Δυσκολεύτηκα να σε βρω και δεν έχω την παραμικρή διάθεση να πετάξεις και να φύγεις σαν πουλί».

Η Εγκουέν απότομα έπαψε να πετά. Τα πόδια της έπεσαν με δύναμη στο έδαφος και παραπάτησε. Ήταν η φωνή της Αελίτισσας, αλλά αυτή εδώ ήταν μεγαλύτερης ηλικίας. Όχι όσο μεγάλη την είχε περάσει αρχικά η Εγκουέν —μάλιστα, έμοιαζε πολύ νεότερη απ' όσο άφηναν να εννοηθεί τα μαλλιά της― αλλά με τη φωνή κι αυτό το κοφτερό, γαλάζιο βλέμμα, η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για την ίδια γυναίκα με πριν. «Είσαι... διαφορετική», είπε.

«Μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις εδώ». Η γυναίκα φάνηκε αμήχανη, όμως για λίγο μόνο. «Μερικές φορές μου αρέσει να ξαναθυμάμαι... Δεν έχει σημασία. Είσαι από το Λευκό Πύργο; Πέρασε καιρός από τότε που είχαν μια ονειροβάτισσα. Πολύς καιρός. Είμαι η Άμυς, της φυλής των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ».

«Είσαι Σοφή; Είσαι! Και ξέρεις τα όνειρα, ξέρεις τον Τελ'αράν'ριοντ. Μπορείς... Το όνομά μου είναι Εγκουέν. Εγκουέν αλ'Βέρ. Είμαι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα· η Άμυς δεν φαινόταν για γυναίκα που ανεχόταν ψέματα. «Είμαι Άες Σεντάι. Του Πράσινου Άτζα».

Η έκφραση της Άμυς δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Τα μάτια της στένεψαν λιγάκι, ίσως από δυσπιστία. Η Εγκουέν δεν έμοιαζε αρκετά μεγάλη για να είναι Άες Σεντάι. «Έλεγα να σε αφήσω να στέκεσαι τσίτσιδη, μέχρι να ζητήσεις σωστά ρούχα. Όταν πας και βάζεις το καντιν'σόρ με αυτό τον τρόπο, λες και είσαι... Με ξάφνιασες έτσι που ελευθερώθηκες και έστρεψες το δόρυ πάνω μου. Αλλά είσαι ανεκπαίδευτη, αν και δυνατή, έτσι δεν είναι; Αλλιώς δεν θα είχες ξεφυτρώσει εκεί που κυνηγούσα, σε ένα μέρος που ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήθελες να βρεθείς. Και τώρα που πετούσες; Ήρθες στον Τελ'αράν'ριοντ —στον Τελ'αράν'ριοντ!― για να χαζέψεις αυτή την πόλη, όπου κι αν βρίσκεται;» είπε τελικά.

«Είναι το Τάντσικο», έκανε πνιγμένα η Εγκουέν. Δεν ήξερε. Μα τότε πώς την είχε ακολουθήσει η Άμυς, ή πώς την είχε βρει; Ήταν προφανές ότι ήξερε πολύ περισσότερα για τον Κόσμο των Ονείρων απ' όσα η Εγκουέν. «Μπορείς να με βοηθήσεις. Προσπαθώ να βρω μερικές γυναίκες του Μαύρου Άτζα, Σκοτεινόφιλες. Νομίζω ότι βρίσκονται εδώ, κι αν είναι έτσι, πρέπει να τις βρω».

«Στ' αλήθεια υπάρχει, λοιπόν». Η Άμυς μίλησε σχεδόν ψιθυριστά. «Ένα Άτζα Σκιοδρομέων στο Λευκό Πύργο». Κούνησε το κεφάλι. «Είσαι σαν κορίτσι που μόλις παντρεύτηκε το δόρυ και νομίζει ότι τώρα μπορεί να παλέψει με άντρες και να πηδήξει βουνά. Γι' αυτήν, το αποτέλεσμα θα είναι μερικές μελανιές και ένα πολύτιμο μάθημα ταπεινοφροσύνης. Για σένα, εδώ, ίσως σημαίνει θάνατο». Η Άμυς κοίταξε τα ψηλά κτίρια γύρω τους και έκανε μια γκριμάτσα. «Το Τάντσικο; Στο... Τάραμπον; Αυτή πόλη πεθαίνει, τρώει τις σάρκες της. Υπάρχει μια σκιά εδώ, ένα κακό. Χειρότερο απ' αυτό που μπορούν να δημιουργήσουν οι άντρες. Ή οι γυναίκες». Κοίταξε την Εγκουέν με νόημα. «Δεν το βλέπεις, δεν το νιώθεις, έτσι δεν είναι; Και θέλεις να κυνηγήσεις Σκιοδρομείς στον Τελ'αράν'ριοντ».

«Κακό;» είπε γοργά η Εγκουέν. «Ίσως να είναι αυτές. Είσαι σίγουρη; Αν σου πω με τι μοιάζουν, θα μπορούσες να πεις με σιγουριά αν είναι αυτές; Μπορώ να τις περιγράψω. Μέχρι και τις κοτσίδες της μιας μπορώ να περιγράψω».

«Ένα κοριτσάκι», μουρμούρισε η Άμυς, «που φωνάζει και ζητά ένα ασημένιο βραχιόλι από τον πατέρα του, ενώ δεν ξέρει τίποτα για εμπόριο, ούτε για το πώς φτιάχνονται τα βραχιόλια. Έχεις πολλά να μάθεις. Πολύ περισσότερα απ' όσα μπορώ να σου διδάξω τώρα. Έλα στην Τρίπτυχη Γη. Θα πω να μαθευτεί στις φατρίες ότι θα μου φέρουν μια Άες Σεντάι ονόματι Εγκουέν αλ'Βέρ στο Φρούριο της Κρυόπετρας. Πες το όνομά σου, δείξε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και θα έχεις ασφαλή διάβαση. Δεν είμαι εδώ τώρα, αλλά θα επιστρέψω από το Ρουίντιαν πριν φτάσεις».

«Σε παρακαλώ, πρέπει να με βοηθήσεις. Πρέπει να μάθω αν βρίσκονται εδώ. Πρέπει».

«Μα δεν μπορώ να σου πω. Δεν τις ξέρω, δεν ξέρω αυτό το μέρος, το Τάντσικο που λες. Εσύ πρέπει να έρθεις σε μένα. Αυτό που κάνεις είναι επικίνδυνο, πολύ πιο επικίνδυνο απ' όσο νομίζεις. Πρέπει... Πού πας; Μείνε!»

Κάτι άρπαζε την Εγκουέν, την παράσερνε στο σκοτάδι.

Η φωνή της Άμυς την ακολούθησε ― υπόκωφη, σβήνοντας αργά. «Πρέπει να έρθεις σε μένα και να μάθεις. Πρέπει...»

Загрузка...