Σ ε λίγα λεπτά ο Ίχβον επέστρεψε. «Μπορείς να προχωρήσεις, κυρά αλ'Βέρ», ήταν το μόνο που είπε, πριν χαθεί πάλι στους θάμνους μαζί με τον Τόμας, χωρίς καν να κάνουν τα φύλλα να κουνηθούν.
«Είναι πολύ καλοί», μουρμούρισε ο Γκαούλ, κοιτώντας ακόμα γύρω του καχύποπτα.
«Κι ένα παιδί μπορεί να κρυφτεί εδώ μέσα», του είπε η Τσιάντ χτυπώντας ένα κλαδί ρέντμπερυ. Όμως παρατηρούσε τη βλάστηση προσεχτικά όσο κι ο Γκαούλ.
Οι Αελίτες δεν έδειχναν πρόθυμοι να προχωρήσουν. Δεν ήταν κι απρόθυμοι, και σίγουρα δεν φοβούνταν, αλλά οπωσδήποτε δεν έδειχναν πρόθυμοι. Ο Πέριν ήθελε κάποια μέρα να μάθει τι ακριβώς ένιωθαν οι Αελίτες για τις Άες Σεντάι. Κάποια μέρα. Σήμερα ούτε κι ο ίδιος ένιωθε ιδιαίτερο ενθουσιασμό να προχωρήσει.
«Πάμε να συναντήσουμε τις Άες Σεντάι σου», είπε σκυθρωπά στην κυρά αλ'Βέρ.
Το παλιό αναρρωτήριο ήταν ακόμα πιο ερειπωμένο απ' όσο θυμόταν· ήταν ένα πλατύ, ισόγειο κτίσμα που έγερνε σαν μεθυσμένο, τα μισά δωμάτια ήταν ανοιχτά στον ουρανό κι από ένα ξεπρόβαλλε ψηλό ένα δέντρο, μια ξινομαστίχα ύψους περίπου δέκα μέτρων. Το δάσος αγκάλιαζε το κτίσμα απ' όλες τις μεριές. Ένα πυκνό δίχτυ από κληματσίδες και αγκαθωτούς θάμνους σκαρφάλωνε στους τοίχους και σκέπαζε με πρασινάδα την καλαμοσκεπή που είχε απομείνει· ο Πέριν σκέφτηκε ότι μόνο αυτά συγκρατούσαν ακόμα το κτίριο. Η μπροστινή πόρτα, όμως, δεν είχε φυτά. Μύρισε άλογα και μια αχνή ευωδιά από φασόλια και χοιρομέρι, αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο όχι καπνό από αναμμένα ξύλα.
Έδεσαν τα ζώα σε χαμηλά κλαριά και ακολούθησαν μέσα την κυρά αλ'Βέρ, όπου τα παράθυρα, σαβανωμένα με τις κληματσίδες, άφηναν να μπαίνει μέσα μόνο ένα αμυδρό φως. Το μπροστινό δωμάτιο ήταν μεγάλο, χωρίς έπιπλα και είχε χώματα στις γωνιές και μερικούς ιστούς αράχνης, που προφανώς είχαν ξεφύγει από το βιαστικό νοικοκύρεμα. Τέσσερις κουβέρτες ήταν απλωμένες στο πάτωμα, με σέλες, σακίδια και καλοδεμένα μπογαλάκια ακουμπισμένα στον τοίχο, ενώ ένα κατσαρολάκι στο πέτρινο τζάκι ανέδινε μυρωδιά μαγειρεμένου φαγητού, παρά την έλλειψη φωτιάς. Ένα μικρότερο κατσαρολάκι είχε νερό για τσάι και κόντευε να βράσει. Δύο Άες Σεντάι τους περίμεναν. Η Μάριν αλ'Βέρ έκλινε βιαστικά το γόνυ και επιδόθηκε με αγωνία σε ένα χείμαρρο συστάσεων και εξηγήσεων.
Ο Πέριν στήριζε το πηγούνι του στην άκρη του τόξου του. Είχε αναγνωρίσει τις Άες Σεντάι. Η μια ήταν η Βέριν Μάθχουιν, γεματούλα, με τετραγωνισμένο πρόσωπο και γκρίζες πινελιές στα καστανά μαλλιά της, παρά την αγέραστη όψη και τα δροσερά μάγουλα που είχαν οι Άες Σεντάι· ήταν του Καφέ Άτζα και σαν όλες τις Καφέ, συνήθως φαινόταν χαμένη στην έρευνα για γνώσεις, είτε ήταν αρχαίες, είτε καινούριες. Αλλά μερικές φορές τα μαύρα μάτια της διέψευδαν την ονειροπόλα έκφρασή της, όπως τώρα, καθώς τον κοιτούσε σχεδόν μέσα από τη Μάριν με κοφτερό βλέμμα. Ήταν μια από τις δύο Άες Σεντάι, εκτός της Μουαραίν, για τις οποίες ο Πέριν ήταν βέβαιος ότι ήξεραν για τον Ραντ· υποψιαζόταν ότι η Βέριν ήξερε περισσότερα γι' αυτόν απ' όσα έδειχνε. Τα μάτια της πάλι πήραν εκείνη την αφηρημένη έκφραση καθώς άκουγε τη Μάριν, όμως για μια στιγμή τον είχαν βάλει σε ζυγαριά και τον είχαν συνυπολογίσει στα σχέδιά της. Θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός μαζί της.
Την άλλη, μια λιγνή, μελαψή γυναίκα με βαθυπράσινη, μεταξωτή στολή ιππασίας, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με το απλό καφέ φόρεμα της Βέριν, που ήταν λεκιασμένο με μελάνι στα μανίκια, δεν την είχε γνωρίσει ποτέ και την είχε δει μόνο μία φορά. Η Αλάνα Μοσβάνι ήταν του Πράσινου Άτζα, αν θυμόταν καλά, μια όμορφη γυναίκα με μακριά, μαύρα μαλλιά και μαύρα, διαπεραστικά μάτια. Κι αυτά τα μάτια, επίσης, έψαξαν και τον βρήκαν, όσο άκουγε τη Μάριν. Του ξανάρθε κάτι που είχε πει η Εγκουέν. Κάποιες Άες Σεντάι που δεν θα έπρεπε να ξέρουν για τον Ραντ, δείχνουν υπερβολικό ενδιαφέρον γι αυτόν. Η Ελάιντα, παραδείγματος χάριν, και η Αλάνα Μοσβάνι. Νομίζω ότι δεν εμπιστεύομαι καμία τους. Ίσως να ήταν καλύτερο αν άφηνε την Εγκουέν να τον καθοδηγήσει, μέχρι να βρει αν ήταν έτσι.
Τα αφτιά του τεντώθηκαν όταν η Μάριν, ακόμα ταραγμένη, μίλησε. «Γι' αυτόν ρωτούσες, Βέριν Σεντάι. Εννοώ τον Πέριν. Και για τα τρία αγόρια, αλλά ένα απ' αυτά ήταν κι ο Πέριν. Μου φάνηκε ότι ο ευκολότερος τρόπος για να μη σκοτωθεί θα ήταν να τον φέρω σε σένα. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω πρώτα. Πες ότι καταλ —»
«Δεν πειράζει, κυρά αλ'Βέρ», τη διέκοψε η Βέριν με ήρεμο τόνο, για να τη μαλακώσει. «Έκανες ακριβώς αυτό που έπρεπε. Τώρα ο Πέριν είναι στα κατάλληλα χέρια. Κι επίσης θα χαρώ με την ευκαιρία να μάθω κι άλλα για το Άελ, ενώ είναι πάντα ευχάριστο να συζητάς μ' έναν Ογκιρανό. Θα σε ξεψαχνίσω, Λόιαλ. Βρήκα μερικά συναρπαστικά πράγματα σε Ογκιρανά βιβλία».
Ο Λόιαλ της χάρισε ένα ευχαριστημένο χαμόγελο· φαινόταν να απολαμβάνει ό,τι είχε να κάνει με βιβλία. Ο Γκαούλ, αντιθέτως, αντάλλαξε επιφυλακτικές ματιές με την Μπάιν και την Τσιάντ.
«Δεν πειράζει, αρκεί να μην το ξανακάνεις», είπε η Αλάνα με σταθερή φωνή. «Εκτός αν... Είσαι μόνος;» ρώτησε τον Πέριν με φωνή που απαιτούσε απάντηση και μάλιστα εκείνη τη στιγμή. «Έχουν επιστρέψει και οι άλλοι δύο;»
«Τι θέλετε εδώ;» απαίτησε να μάθει κι αυτός με τη σειρά του.
«Πέριν!» τον μάλωσε η κυρά αλ'Βέρ. «Πρόσεχε τους τρόπους σου! Μπορεί να έμαθες πώς να γίνεσαι αγενής εκεί που πήγες, αλλά τώρα που γύρισες σπίτι καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις».
«Μην ενοχλείσαι», της είπε η Βέριν. «Ο Πέριν κι εγώ είμαστε παλιόφιλοι τώρα πια. Τον καταλαβαίνω». Τα μαύρα μάτια της τον κοίταξαν λάμποντας για μια στιγμή.
«Θα τον περιποιηθούμε». Τα ψυχρά λόγια της Αλάνα έμοιαζαν να δέχονται διάφορες ερμηνείες.
Η Βέριν χαμογέλασε και χτύπησε τη Μάριν στον ώμο. «Καλύτερα να γυρίσεις στο χωριό. Δεν θέλουμε να αναρωτηθεί κανείς τι κάνεις και περπατάς στο δάσος».
Η κυρά αλ'Βέρ ένευσε. Κοντοστάθηκε δίπλα στον Πέριν και ακούμπησε το μπράτσο του. «Λυπάμαι πολύ, το ξέρεις», του είπε στοργικά. «Αλλά μην ξεχνάς ότι δεν θα βοηθήσει καθόλου αν σκοτωθείς. Κάνε ό,τι σου λένε οι Άες Σεντάι». Αυτός μουρμούρισε κάτι αόριστο, που όμως έδειξε να την ικανοποιεί.
Όταν έφυγε η κυρά αλ'Βέρ, η Βέριν μίλησε. «Λυπόμαστε κι εμείς, Πέριν. Αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, θα το είχαμε κάνει».
Αυτός δεν ήθελε να σκεφτεί τώρα την οικογένειά του. «Ακόμα δεν απάντησες στην ερώτησή μου».
«Πέριν!» Η Φάιλε κατάφερε να μιμηθεί σχεδόν ακριβώς τον τόνο της κυράς αλ'Βέρ, αλλά αυτός δεν της έδωσε σημασία.
«Τι κάνετε εδώ; Μου φαίνεται ότι παραείναι μεγάλη η σύμπτωση. Λευκομανδίτες, Τρόλοκ κι εσείς οι δυο έτυχε να βρεθείτε εδώ τον ίδιο καιρό».
«Δεν είναι καθόλου σύμπτωση», απάντησε η Βέριν. «Α, το νερό για το τσάι έβρασε». Το νερό που κόχλαζε καταλάγιασε και η Βέριν άρχισε να ετοιμάζει το τσάι. Έριξε μια χούφτα φύλλα στο κατσαρολάκι και έβαλε τη Φάιλε να βρει μεταλλικά κύπελλα σ' ένα από τα μπογαλάκια που ήταν ακουμπισμένα στον τοίχο. Η Αλάνα, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος της, δεν τράβηξε καθόλου το βλέμμα της από τον Πέριν ― ένα φλογισμένο βλέμμα που ερχόταν σε αντίθεση με το ψυχρό πρόσωπό της. «Χρόνο με το χρόνο», συνέχισε η Βέριν, «βρίσκουμε ολοένα και λιγότερα κορίτσια που μπορούν να μάθουν να διαβιβάζουν. Η Σέριαμ πιστεύει ότι περάσαμε τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια αποκόπτοντας αυτή την ικανότητα από την ανθρωπότητα, με το να ειρηνεύουμε όσους άντρες βρίσκουμε που μπορούν να διαβιβάζουν. Η απόδειξη γι' αυτό, λέει, είναι το πόσο λίγους άντρες βρίσκουμε. Ακόμα και πριν από εκατό χρόνια, λένε τα αρχεία, υπήρχαν δυο-τρεις κάθε χρόνο, ενώ πριν από πεντακόσια χρόνια —»
Η Αλάνα έβηξε. «Τι άλλο να κάνουμε, Βέριν; Να τους αφήσουμε να τρελαθούν; Να ακολουθήσουμε το τρελό σχέδιο του Λευκού Άτζα;»
«Νομίζω πως όχι», απάντησε ατάραχα η Βέριν. «Ακόμα κι αν βρίσκαμε γυναίκες πρόθυμες να κάνουν παιδιά με ειρηνεμένους άντρες, δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να διαβιβάσουν, ή ότι θα ήταν κορίτσια. Πρότεινα ότι, αν ήθελαν να αυξήσουν τον αριθμό τους, οι Άες Σεντάι θα έπρεπε να είναι αυτές που θα κάνουν τα παιδιά· και μάλιστα εκείνες ακριβώς που είχαν θέσει το ζήτημα. Η Αλβιάριν δεν το είχε βρει καθόλου αστείο».
«Πού να το βρει;» γέλασε η Αλάνα. Ήταν παράξενο θέαμα αυτή η άξαφνη έκφραση απόλαυσης που εμφανίστηκε στο φλογερό βλέμμα της. «Να ήμουν σε μια μεριά να δω το πρόσωπό της».
«Η έκφρασή της ήταν... ενδιαφέρουσα», είπε η Καφέ αδελφή, αναπολώντας τη στιγμή. «Μην ανταριάζεσαι, Πέριν. Θα σου πω την απάντηση. Τσάι;»
Ο Πέριν προσπάθησε να σβήσει το άγριο βλέμμα από το πρόσωπό του και βρέθηκε να κάθεται στο πάτωμα με το τόξο στο πλάι και ένα μεταλλικό κύπελλο γεμάτο δυνατό τσάι στο χέρι. Όλοι κάθονταν σε κύκλο το κέντρο του δωματίου. Η Αλάνα συνέχισε την εξήγηση την παρουσίας τους εδώ, ίσως για να προλάβει την τάση που είχε η άλλη Άες Σεντάι να φλυαρεί.
«Εδώ, στους Δύο Ποταμούς, που υποψιάζομαι ότι καμία Άες Σεντάι δεν τους έχει επισκεφτεί εδώ και χίλια χρόνια, η Μουαραίν βρήκε δύο γυναίκες που όχι μόνο διδάχτηκαν να διαβιβάζουν, αλλά είχαν έμφυτη την ικανότητα, ενώ άκουσε για μια άλλη, που είχε πεθάνει επειδή δεν μπορούσε να το μάθει μόνη της».
«Για να μην αναφέρουμε τους τρεις τα'βίρεν», μουρμούρισε η Βέριν με τα χείλη δίπλα στο τσάι της.
«Έχεις την παραμικρή ιδέα», συνέχισε η Αλάνα, «πόσες πόλεις και χωριά πρέπει να επισκεφτούμε συνήθως για να βρούμε τρία κορίτσια με έμφυτη την ικανότητα; Το μόνο παράξενο είναι που αργήσαμε τόσο να έρθουμε για να βρούμε κι άλλα. Το αρχαίο αίμα είναι πολύ δυνατό εδώ, στους Δύο Ποταμούς. Είχε περάσει μόνο μια βδομάδα αφότου φτάσαμε στο Λόφο της Σκοπιάς, όταν εμφανίστηκαν τα Τέκνα και προσέξαμε να μην αποκαλύψουμε σε κανέναν εκεί ποιες ήμασταν, παρά μόνο στον Κύκλο των Γυναικών, αλλά ακόμα κι έτσι βρήκαμε τέσσερα κορίτσια που μπορούν να εκπαιδευτούν και ένα που νομίζω ότι έχει έμφυτη την ικανότητα».
«Ήταν δύσκολο να βεβαιωθούμε», πρόσθεσε η Βέριν. «Η κοπελίτσα είναι μόνο δώδεκα χρόνων. Καμία δεν έχει τη δυνητική δύναμη της Εγκουέν ή της Νυνάβε, όμως ο αριθμός είναι εκπληκτικός. Ίσως να υπάρχουν άλλες δύο ή τρεις μόνο κοντά στο Λόφο της Σκοπιάς. Δεν είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε κορίτσια εκεί, ή πιο πέρα, στο νότο. Το Τάρεν Φέρυ, πρέπει να πω, ήταν σκέτη απογοήτευση. Υποθέτω ότι εκεί συνέβη κάποια μεγάλη ανάμιξη του αίματος με τον έξω κόσμο».
Ο Πέριν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταν λογικό. Αλλά δεν απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις του, ούτε και διασκέδαζε όλες τις αμφιβολίες του. Σάλεψε, τέντωσε το πόδι του. Η πληγή που είχε ανοίξει το δόρυ στο μηρό του τον πονούσε. «Δεν καταλαβαίνω γιατί κρύβεστε εδώ. Οι Λευκομανδίτες συλλαμβάνουν αθώους ανθρώπους κι εσείς απλώς κάθεστε. Οι Τρόλοκ, απ' ό,τι φαίνεται, κάνουν βόλτες σ' ολόκληρους τους Δύο Ποταμούς κι εσείς απλώς κάθεστε». Ο Λόιαλ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, μ' ένα πνιγμένο μπουμπουνητό. Ο Πέριν έπιασε μερικές λέξεις, όπως «θυμώνεις τις Άες Σεντάι» και «σφηκοφωλιά», όμως συνέχισε να τις σφυροκοπά. «Γιατί δεν κάνετε κάτι; Είστε Λες Σεντάι! Που να καώ, γιατί δεν κάνετε κάτι;»
«Πέριν!» σφύριξε η Φάιλε, πριν χαμογελάσει απολογητικά στη Βέριν και την Αλάνα. «Σας παρακαλώ, συγχωρήστε τον. Η Μουαραίν Σεντάι τον χάλασε. Είναι καλότροπη, θα έλεγα, και του είχε λάσκα τα λουριά. Σας παρακαλώ, μην του θυμώνετε. Θα αλλάξει». Του έριξε μια κοφτερή ματιά, δείχνοντας ότι τα λεγόμενά της προορίζονταν όχι μόνο για τις Λες Σεντάι, αλλά και γι' αυτόν, ή κυρίως γι' αυτόν. Την αγριοκοίταξε. Δεν ήταν δουλειά της να αναμιχθεί σ' αυτό.
«Καλότροπη;» είπε η Βέριν παίζοντας τα μάτια. «Η Μουαραίν; Δεν πρόσεξα κάτι τέτοιο».
Η Αλάνα έκανε νόημα στη Φάιλε να πάψει. «Είναι εμφανές ότι δεν καταλαβαίνεις», είπε η Άες Σεντάι στον Πέριν με τεταμένη φωνή. «Δεν καταλαβαίνεις τους περιορισμούς υπό τους οποίους εργαζόμαστε. Οι Τρεις Όρκοι δεν είναι απλές λέξεις. Έφερα δύο Πρόμαχους μαζί μου σ' αυτό το μέρος». Το Πράσινο ήταν το μόνο Άτζα στο οποίο οι Άες Σεντάι δεσμεύονταν με περισσότερους από έναν Πρόμαχο η καθεμιά· είχε ακούσει ότι μερικές είχαν και τρεις και τέσσερις. «Τα Τέκνα έπιασαν τον Ογουέιν, καθώς αυτός διέσχιζε ένα χωράφι που δεν είχε κάλυψη. Ένιωθα κάθε βέλος που τον τρυπούσε, ώσπου πέθανε. Τον ένιωσα να πεθαίνει. Αν ήμουν εκεί, θα τον υπερασπιζόμουν, όπως και τον εαυτό μου, με τη Δύναμη. Αλλά δεν μπορώ να τη χρησιμοποιήσω για εκδίκηση. Οι Όρκοι δεν το επιτρέπουν. Τα Τέκνα είναι όσο πιο ρυπαροί μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι χωρίς να είναι Σκοτεινόφιλοι, αλλά δεν είναι Σκοτεινόφιλοι και γι' αυτό το λόγο είναι ασφαλείς από τη Δύναμη, με εξαίρεση όταν χρησιμοποιείται για αυτοάμυνα. Όσο κι αν τεντώσεις τον ορισμό, θα φτάσει μόνο μέχρι ένα σημείο».
«Όσο για τους Τρόλοκ», πρόσθεσε η Βέριν, «ξεκάναμε μερικούς, όπως και δύο Μυρντράαλ, όμως υπάρχουν όρια. Οι Ημιάνθρωποι μπορούν με κάποιον τρόπο να νιώσουν τη διαβίβαση. Αν κατορθώσουμε να μαζέψουμε εκατό Τρόλοκ γύρω μας, τότε θα μπορούμε να κάνουμε πολύ λίγα, πέρα από το να το βάλουμε στα πόδια».
Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του. Έπρεπε να το περιμένει αυτό, έπρεπε να το ξέρει. Είχε δει τη Μουαραίν να αντιμετωπίζει Τρόλοκ και είχε κάποια ιδέα για το τι μπορούσε να κάνει και τι όχι. Συνειδητοποίησε ότι αυτό που είχε στο νου του ήταν ο τρόπος που ο Ραντ είχε σκοτώσει όλους τους Τρόλοκ στην Πέτρα, αλλά ο Ραντ ήταν ισχυρότερος απ' αυτές τις Άες Σεντάι, ισχυρότερος ίσως και από τις δύο μαζί. Πάντως, είτε τον βοηθούσαν, είτε όχι, σκόπευε να καθαρίσει τους Δύο Ποταμούς απ' όλους τους Τρόλοκ. Αφού πρώτα θα έσωζε την οικογένεια του Ματ και τους Λούχαν. Αν το σκεφτόταν με προσοχή, σίγουρα θα έβρισκε έναν τρόπο. Ο μηρός του τον πονούσε ανυπόφορα.
«Έχεις τραυματιστεί». Η Αλάνα άφησε το κύπελλό της στο πάτωμα, πλησίασε, γονάτισε δίπλα του και πήρε το κεφάλι του στα χέρια της. Ο Πέριν ένιωσε να τον διατρέχει ένα γαργαλητό. «Ναι. Καταλαβαίνω. Απ' ό,τι φαίνεται, δεν το έπαθες στο ξύρισμα».
«Ήταν οι Τρόλοκ, Άες Σεντάι», είπε η Μπάιν. «Όταν βγήκαμε από τις Οδούς στα βουνά». Η Τσιάντ της άγγιξε το μπράτσο κι αυτή σταμάτησε.
«Κλείδωσα την Πύλη», πρόσθεσε γρήγορα ο Λόιαλ. «Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αν δεν την ανοίξει κάποιος από την εδώ μεριά».
«Σκεφτόμουν ότι έτσι πρέπει να έρχονταν», μουρμούρισε η Βέριν σχεδόν μονολογώντας. «Η Μουαραίν είπε ότι χρησιμοποιούσαν τις Οδούς. Κάποια στιγμή αυτό θα μας φέρει αντιμέτωπους μ' ένα πραγματικό πρόβλημα».
Ο Πέριν αναρωτήθηκε ποιο πρόβλημα να σκεφτόταν.
«Οι Οδοί», είπε η Αλάνα, κρατώντας ακόμα το κεφάλι του. «Τα’βίρεν! Νεαροί ήρωες!» Πρόφερε τις λέξεις αποδοκιμαστικά και συνάμα σαν βλαστήμιες.
«Δεν είμαι ήρωας», της είπε πεισμωμένα. «Οι Οδοί ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος για να φτάσουμε. Αυτό είναι όλο».
Η Πράσινη αδελφή συνέχισε, σαν να μην είχε ανοίξει το στόμα του. «Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί η Έδρα της Άμερλιν σας άφησε να κάνετε του κεφαλιού σας. Η Ελάιντα φωνάζει και ωρύεται για σας τους τρεις, και δεν είναι η μόνη, απλώς είναι η πιο εκφραστική. Με τις σφραγίδες να εξασθενούν και την Τελευταία Μάχη να έρχεται, το τελευταίο που θέλουμε είναι τρεις τα'βίρεν να τριγυρνάνε αδέσποτοι. Εγώ θα σας έδενα με σπάγκο, για να μην πω ότι θα σας δέσμευα κιόλας». Ο Πέριν προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εκείνη τον έσφιξε πιο δυνατά και χαμογέλασε. «Δεν έχω απομακρυνθεί τόσο από τα έθιμά μας, ώστε να δεσμεύσω άντρα ενάντια στη θέλησή του. Όχι ακόμα». Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος πόσο ακόμα ήθελε γι' αυτό· το χαμόγελο δεν καθρεφτιζόταν στην έκφραση των ματιών της. Του άγγιξε με το δάχτυλο το μισογιατρεμένο τραύμα στο μάγουλο. «Πέρασε καιρός από τότε που το έπαθες. Ακόμα και η Θεραπεία θα αφήσει σημάδι».
«Δεν χρειάζεται να είμαι ωραίος», μουρμούρισε —του αρκούσε να είναι γερός για να κάνει αυτό που είχε να κάνει― και η Φάιλε γέλασε ηχηρά.
«Ποιος σου το είπε;» είπε η Φάιλε. Και, κάτι εκπληκτικό, αντάλλαξε ένα χαμόγελο με την Αλάνα.
Ο Πέριν κατσούφιασε, ενώ αναρωτιόταν αν τον περιγελούσαν, αλλά πριν πει κάτι τον χτύπησε η Θεραπεία κι ήταν σαν να μετατρεπόταν σε πάγο. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να αφήσει μια κοφτή κραυγή. Οι λίγες στιγμές που πέρασαν μέχρι να τον αφήσει η Αλάνα έμοιαζαν ατέλειωτες.
Όταν ξαναβρήκε την ανάσα του, η Πράσινη αδελφή είχε το πυρόξανθο κεφάλι της Μπάιν στα χέρια της. Η Βέριν φρόντιζε τον Γκαούλ και η Τσιάντ δοκίμαζε το αριστερό της χέρι, κουνώντας το μπρος-πίσω με μια έκφραση ικανοποίησης.
Η Φάιλε πήρε τη θέση της Αλάνα πλάι στον Πέριν και του χάιδεψε με το δάχτυλο το μάγουλο, ακολουθώντας την ουλή κάτω από το μάτι του. «Σημάδι ομορφιάς», του είπε μ' ένα μικρό χαμόγελο.
«Τι πράγμα;»
«Α, κάτι που κάνουν οι Ντομανές. Μια ανούσια παρατήρηση».
Παρά το χαμόγελό της, ή ίσως εξαιτίας αυτού, την κοίταξε βλοσυρά, καχύποπτα. Όντως τον περιγελούσε, όμως δεν καταλάβαινε πώς ακριβώς.
Ο Ίχβον μπήκε στο δωμάτιο, ψιθύρισε κάτι στο αφτί της Αλάνα και ύστερα χάθηκε πάλι έξω, μετά το δικό της ψίθυρο. Δεν έκανε θόρυβο ούτε ακόμα και στο ξύλινο πάτωμα. Ύστερα από μερικές στιγμές, ο ήχος από μπότες στα σκαλιά ανακοίνωσε καινούριες αφίξεις.
Ο Πέριν πετάχτηκε όρθιος, όταν ο Ταμ αλ'Θόρ και ο Άμπελ Κώθον φάνηκαν στο κατώφλι κρατώντας τόξα στα χέρια, με τσαλακωμένα ρούχα και αξύριστα, βρώμικα γένια δύο ημερών, σαν άνθρωποι που κοιμούνταν σε δύσκολες συνθήκες. Είχαν βγει για κυνήγι· τέσσερις λαγοί κρέμονταν από τη ζώνη του Ταμ, τρεις από του Άμπελ. Ήταν φανερό ότι περίμεναν να δουν τις Άες Σεντάι και επισκέπτες, αλλά κοίταξαν έκπληκτοι τον Λόιαλ, που ήταν μιάμιση φορά ψηλότερός τους, με τα φουντωτά αφτιά του και την πλατιά μύτη του. Βλέποντας τους Αελίτες, μια λάμψη στο σκληρό, ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Ταμ έδειξε ότι τους είχε αναγνωρίσει.
Το βλέμμα του Ταμ έμεινε συλλογισμένα πάνω τους μόνο για μια στιγμή ακόμα και ύστερα στάθηκε στον Πέριν με μια ξαφνιασμένη έκφραση, όπως πριν με τον Λόιαλ. Ήταν ένας σκληροτράχηλος άντρας με φαρδύ στήθος, αν και τα μαλλιά του ήταν σχεδόν όλα γκρίζα, και θα χρειαζόταν σεισμός για να τον ταράξει και κάτι παραπάνω για να τον ξεσηκώσει. «Πέριν, παλικάρι μου!» αναφώνησε. «Είναι μαζί σου ο Ραντ;»
«Κι ο Ματ;» πρόσθεσε ανυπόμονα ο Άμπελ. Είχε την όψη ενός πιο μεγάλου, γκριζομάλλη Ματ, αλλά με πιο σοβαρά μάτια. Ένας άντρας που δεν τον είχε βαρύνει η ηλικία, με σβέλτο βήμα.
«Είναι καλά», τους είπε ο Πέριν. «Είναι στο Δάκρυ». Έπιασε το βλέμμα της Βέριν με την άκρη του ματιού του· ήξερε πολύ καλά τι νόημα είχε το Δάκρυ για τον Ραντ. Η Αλάνα δεν έμοιαζε να δίνει καθόλου προσοχή. «Θα έρχονταν μαζί μου, αλλά δεν ξέραμε πόσο άσχημα θα ήταν τα πράγματα». Αυτό ήταν αλήθεια και για τους δύο, ήταν σίγουρος γι' αυτό. «Ο Ματ περνά τον καιρό του παίζοντας ζάρια —και κερδίζοντας― και φιλώντας τις κοπέλες. Ο Ραντ... Να, την τελευταία φορά που είδα τον Ραντ φορούσε ένα πολυτελές σακάκι και είχε μια όμορφη χρυσομάλλα δίπλα του».
«Έτσι είναι ο Ματ μου», έκανε ο Άμπελ και χασκογέλασε.
«Ίσως να είναι καλύτερα που δεν ήρθαν», είπε ο Ταμ πιο αργά, «τώρα με τους Τρόλοκ. Και τους Λευκομανδίτες...» Σήκωσε τους ώμους. «Ξέρεις ότι οι Τρόλοκ ξαναγύρισαν;» Ο Πέριν ένευσε. «Είχε δίκιο η Άες Σεντάι; Η Μουαραίν; Εσάς τους τρεις κυνηγούσαν εκείνη τη Νύχτα του Χειμώνα; Μάθατε γιατί;»
Η Καφέ αδελφή έριξε μια προειδοποιητική ματιά στον Πέριν. Η Αλάνα έμοιαζε να ψάχνει τα σακίδια της σέλας της απορροφημένη, όμως του φάνηκε ότι τώρα είχε στήσει αφτί. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, όμως, δεν ήταν ο λόγος που δίστασε. Δεν υπήρχε τρόπος να πει στον Ταμ ότι ο γιος του μπορούσε να διαβιβάζει, ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Πώς να πεις τέτοιο πράγμα σ' έναν άνθρωπο; «Θα πρέπει να ρωτήσεις τη Μουαραίν. Οι Άες Σεντάι δεν σου λένε παραπάνω απ’ όσα πρέπει», είπε τελικά.
«Το πρόσεξα», είπε ξερά ο Ταμ.
Και οι δύο Άες Σεντάι άκουγαν και δεν το έκρυβαν τώρα. Η Αλάνα ύψωσε το φρύδι μ' ένα παγωμένο βλέμμα προς τον Ταμ και ο Άμπελ σάλεψε τα πόδια του, σαν να σκεφτόταν ότι ο Ταμ έπαιζε με την τύχη του, αλλά δεν έφτανε μια ματιά για να ταραχτεί ο Ταμ.
«Μπορούμε να μιλήσουμε έξω;» ρώτησε ο Πέριν τους δύο άντρες. «Θέλω να πάρω λίγο αέρα». Ήθελε να μιλήσει δίχως τις Άες Σεντάι να κρυφακούν και να βλέπουν, όμως δεν μπορούσε βέβαια να το πει.
Ο Ταμ και ο Άμπελ συμφώνησαν, και ίσως ήταν κι αυτοί εξίσου ανυπόμονοι να ξεφύγουν από την επιτήρηση της Βέριν και της Αλάνα, όμως πρώτα υπήρχε η λεπτομέρεια των λαγών, που τους έδωσαν όλους στην Αλάνα.
«Λέγαμε να κρατήσουμε δυο για μας, αλλά φαίνεται ότι εσείς έχετε πιο πολλά στόματα να ταΐσετε».
«Δεν υπάρχει λόγος γι' αυτό». Η Πράσινη αδελφή έμοιαζε σαν να είχε ξαναπεί το ίδιο πράγμα πολλές φορές άλλοτε.
«Μας αρέσει να πληρώνουμε για ό,τι παίρνουμε», της είπε ο Ταμ στον ίδιο τόνο. «Οι Άες Σεντάι είχαν την καλοσύνη να μας Θεραπεύσουν», πρόσθεσε μιλώντας στον Πέριν, «και θέλουμε να φέρουμε στα ίσα το λογαριασμό, σε περίπτωση που τις χρειαστούμε ξανά».
Ο Πέριν ένευσε. Καταλάβαινε γιατί δεν ήθελαν να πάρουν δώρο από μια Άες Σεντάι. «Το δώρο της Άες Σεντάι πάντα έχει αγκίστρι μέσα του», έλεγε το παλιό ρητό. Ο Πέριν ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Αλλά δεν είχε σημασία αν έπαιρνες το δώρο ή αν το πλήρωνες· οι Άες Σεντάι, είτε έτσι, είτε αλλιώς, κατάφερναν να σου καρφώσουν το αγκίστρι. Η Βέριν τον κοίταζε μ' ένα μικρό χαμόγελο, σαν να ήξερε τι σκεφτόταν.
Όταν οι τρεις άντρες έκαναν να βγουν, κρατώντας τα τόξα τους, η Φάιλε σηκώθηκε για να τους ακολουθήσει. Ο Πέριν την κοίταξε και κούνησε το κεφάλι· αυτή, κατά έναν εκπληκτικό τρόπο, ξανακάθισε κάτω. Αναρωτήθηκε αν ήταν άρρωστη.
Αφού πρώτα κοντοστάθηκαν για να θαυμάσουν ο Ταμ και ο Άμπελ τον Γοργοπόδη και τη Σουώλοου, έκαναν μια βόλτα παραπέρα, ανάμεσα στα δέντρα. Ο ήλιος έγερνε προς τα δυτικά, οι σκιές μάκραιναν, Οι δύο άλλοι του έκαναν αστεία για τη γενειάδα του, όμως δεν ανέφεραν τα μάτια του. Το παράξενο ήταν ότι δεν τον ένοιαζε. Είχε πιο σημαντικές έγνοιες από το αν κάποιος νόμιζε ότι τα μάτια του ήταν αλλόκοτα.
Απαντώντας στην ερώτηση του Άμπελ για το αν «αυτό το πράγμα» έκανε για να σουρώνεις σούπα, έτριψε τη γενειάδα του και τους απάντησε ήπια. «Της Φάιλε της αρέσει».
«Χο-χο», χασκογέλασε ο Ταμ. «Είναι η κοπελιά, έτσι δεν είναι; Φαίνεται να έχει τσαγανό, παλικάρι μου. Θα ξαγρυπνάς τα βράδια για να καταλάβεις πως σου έφερε τα πάνω κάτω».
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να τις φέρεις βόλτα αυτές», είπε ο Άμπελ νεύοντας. «Άσε τη να νομίζει ότι αυτή έχει το πάνω χέρι. Μ' αυτό τον τρόπο, όταν κάτι είναι σημαντικό και πεις άλλο απ' αυτήν, μέχρι να συνέρθει από την κατάπληξη θα έχεις κανονίσει τα πράγματα όπως τα θες και θα είναι αργά για να σου πει να τα αλλάξεις».
Του Πέριν αυτό του φάνηκε να μοιάζει πολύ με εκείνα που είχε πει η κυρά αλ'Βέρ στη Φάιλε για το πώς να κάνει κουμάντο τους άντρες. Αναρωτήθηκε αν ο Άμπελ και η Μάριν είχαν συγκρίνει την τεχνική τους. Μάλλον όχι. Μάλλον θα άξιζε να το δοκιμάσει με τη Φάιλε. Μόνο που έμοιαζε να περνά συνέχεια το δικό της.
Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Το αναρρωτήριο ήταν σχεδόν κρυμμένο από τα δέντρα. Σίγουρα ήταν ασφαλείς από τα αφτιά των Άες Σεντάι. Αφουγκράστηκε προσεκτικά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κάπου στο βάθος ακουγόταν ένας δρυοκολάπτης να σφυροκοπά. Στα γεμάτα φύλλα κλαριά από πάνω τους υπήρχαν σκίουροι, ενώ μια αλεπού είχε περάσει πρόσφατα από εδώ με τη λεία της, ένα λαγό. Εκτός από τους τρεις, δεν υπήρχε ανθρώπινη οσμή, τίποτα που να δείχνει ότι ένας Πρόμαχος είχε κρυφτεί για να ακούσει. Ίσως να παραήταν επιφυλακτικός, αλλά είτε είχε λόγο, είτε όχι, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη σύμπτωση ότι και οι δύο Άες Σεντάι ήταν γυναίκες τις οποίες είχε ξανασυναντήσει, εκ των οποίων τη μία δεν εμπιστευόταν η Εγκουέν και την άλλη δεν ήξερε ο ίδιος αν την εμπιστευόταν.
«Μένετε εδώ;» ρώτησε. «Με τη Βέριν και την Αλάνα;»
«Μπα», αποκρίθηκε ο Άμπελ. «Πώς μπορεί ένας άντρας να κοιμηθεί κάτω από την ίδια στέγη με μια Άες Σεντάι; Την όποια στέγη υπάρχει».
«Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ένα καλό μέρος για να κρυφτούμε», είπε ο Ταμ, «όμως αυτές ήταν εδώ πριν από μας. Νομίζω ότι οι Πρόμαχοι θα μας σκότωναν και τους δύο, αν δεν ήταν εδώ τότε η Μάριν και κάποιες γυναίκες από τον Κύκλο των Γυναικών».
Ο Άμπελ έκανε μια γκριμάτσα. «Νομίζω ότι τους σταμάτησε το γεγονός ότι οι Άες Σεντάι έμαθαν ποιοι είμαστε. Ποιοι είναι οι γιοι μας, εννοώ. Δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για σας τ' αγόρια κι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου». Δίστασε και άγγιξε το τόξο του. «Της Αλάνα της ξέφυγε κατά λάθος ότι είστε τα’βίρεν και οι τρεις. Έχω ακούσει ότι οι Άες Σεντάι δεν μπορούν να πουν ψέματα».
«Σε μένα δεν είδα σημάδια για κάτι τέτοιο», είπε πικρόχολα ο Πέριν. «Ούτε στον Ματ».
Ο Τζονάι τον κοίταξε όταν δεν ανάφερε τον Ραντ ― έπρεπε να μάθει να λέει καλύτερα ψέματα, να φυλάει και τα δικά του μυστικά και όλων των άλλων. «Ίσως να μην ξέρεις πού να κοιτάξεις. Πώς κατέληξες να συνταξιδεύεις με έναν Ογκιρανό και τρεις Αελίτες;» του είπε τελικά.
«Ο τελευταίος πραματευτής που είδα είπε ότι υπήρχαν Αελίτες στην από δω μεριά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου», παρενέβη ο Άμπελ, «αλλά δεν τον πίστεψα. Είπε ότι είχε ακούσει πως υπήρχαν Αελίτες στο Μουράντυ, αν είναι δυνατόν να υπάρχουν σ' αυτό το μέρος, ή ίσως στην Αλτάρα. Δεν ήταν σίγουρος πού ακριβώς, αλλά είχαν φτάσει πολύ μακριά από την Ερημιά».
«Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με το να είσαι τα’βίρεν», είπε ο Πέριν. «Ο Λόιαλ είναι φίλος και ήρθε να με βοηθήσει. Κι ο Γκαούλ, επίσης, είναι φίλος, νομίζω. Η Μπάιν και η Τσιάντ ήρθαν με τη Φάιλε, όχι με μένα. Είναι μπερδεμένο, αλλά έτσι έτυχε. Δεν έχει σχέση με τα’βίρεν».
«Τέλος πάντων, όποιος κι αν είναι ο λόγος», είπε ο Άμπελ, «οι Άες Σεντάι ενδιαφέρονται για εσάς τους τρεις. Ο Ταμ κι εγώ ταξιδέψαμε ως την Ταρ Βάλον πέρυσι για να βρούμε πού ήσασταν. Είδαμε και πάθαμε μέχρι να βρούμε κάποια που να παραδεχτεί ότι ήξερε τα ονόματά σας, αλλά ήταν φανερό ότι κάτι έκρυβαν. Η Τηρήτρια των Χρονικών μας έβαλε σ' ένα καράβι που κατέβαινε το ποτάμι και μας γέμισε τις τσέπες με χρυσάφι και το κεφάλι με αόριστες διαβεβαιώσεις, πριν καλά-καλά προλάβουμε να υποκλιθούμε. Δεν μου αρέσει η ιδέα ότι ο Πύργος ίσως εκμεταλλεύεται με κάποιον τρόπο τον Ματ».
Ο Πέριν ευχήθηκε να μπορούσε να πει στον πατέρα του Ματ ότι δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο, αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε να πει ένα τόσο μεγάλο ψέμα χωρίς να τον προδώσει το πρόσωπό του. Η Μουαραίν δεν παρακολουθούσε τον Ματ επειδή της άρεσε το χαμόγελό του. Ο Ματ ήταν μπλεγμένος με τον Πύργο όσο κι ο ίδιος ο Πέριν, μπορεί και χειρότερα. Οι τρεις τους ήταν δεμένοι χειροπόδαρα κι ο Πύργος έσφιγγε τα σκοινιά.
Τους τύλιξε η σιωπή, ώσπου στο τέλος ο Ταμ μίλησε χαμηλόφωνα. «Παλικάρι μου, για την οικογένειά σου. Έχω άσχημα νέα».
«Το ξέρω», είπε γοργά ο Πέριν και βουβάθηκαν ξανά, κοιτώντας καθένας τις μπότες του. Αυτό που χρειαζόταν ήταν λίγη ησυχία. Μερικές στιγμές για να απομακρυνθεί λίγο από τα οδυνηρά συναισθήματα και την ντροπή του να τα φανερώνει στο πρόσωπό του.
Φτερά πετάρισαν και ο Πέριν, σηκώνοντας το βλέμμα, είδε ένα μεγάλο κοράκι να κάθεται σε μια βελανιδιά πενήντα βήματα παραπέρα, με τα μικρά, μαύρα μάτια του να κοιτάζουν τους τρεις άντρες. Το χέρι του έσπευσε στη φαρέτρα, αλλά τη στιγμή που τραβούσε τη χορδή για να αγγίξει το μάγουλό του, δύο βέλη έριξαν το κοράκι από κει που καθόταν. Ο Ταμ και ο Άμπελ ήδη ετοίμαζαν κι άλλα βέλη, ενώ τα βλέμματά τους χτένιζαν τα δέντρα και τον ουρανό για να βρουν αν είχε κι άλλα μαύρα πουλιά. Δεν υπήρχε τίποτα.
Το βέλος του Ταμ είχε πετύχει το κοράκι στο κεφάλι κι αυτό δεν ήταν έκπληξη, ούτε τύχη. Ο Πέριν δεν έλεγε ψέματα στη Φάιλε, όταν της είχε πει ότι αυτοί οι δύο άντρες ήταν καλύτεροι του στο τόξο, Κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν παράβγαινε τον Ταμ στο σημάδι.
«Βρωμερά πουλιά», μουρμούρισε ο Άμπελ, πατώντας το κοράκι για να τραβήξει το βέλος του. Καθάρισε την αιχμή του στο χώμα και την ξανάβαλε στη φαρέτρα του. «Τον τελευταίο καιρό έχουν γεμίσει τον τόπο».
«Οι Άες Σεντάι μας είπαν γι' αυτά», είπε ο Ταμ, «ότι κατασκοπεύουν για τους Ξέθωρους κι εμείς το διαδώσαμε. Το ίδιο έκανε και ο Κύκλος των Γυναικών. Κανένας δεν έδινε μεγάλη σημασία, ώσπου άρχισαν να επιτίθενται σε πρόβατα, να τους βγάζουν τα μάτια, να τα σκοτώνουν. Και χωρίς αυτά δεν θα είναι καλή χρονιά φέτος για το μαλλί. Τι να πω, όχι ότι έχει μεγάλη σημασία. Με τους Λευκομανδίτες από τη μια και τους Τρόλοκ από την άλλη, αμφιβάλλω αν θα έρθουν έμποροι για το μαλλί φέτος».
«Κάποιος ανόητος το έχει παρακάνει», πρόσθεσε ο Άμπελ. «Μπορεί να μην είναι μόνο ένας. Βρήκαμε λογής-λογής σκοτωμένα ζώα. Λαγούς, ελάφια, αλεπούδες, μέχρι και μια αρκούδα. Τα σκοτώνει και τα αφήνει να σαπίσουν. Τα πιο πολλά ούτε που τα γδέρνει. Είναι άνθρωπος, ή άνθρωποι, όχι Τρόλοκ· βρήκα ίχνη από μπότες. Είναι ένας μεγαλόσωμος άντρας, αλλά μικρός για Τρόλοκ. Και κρίμα είναι, και άδικα πάνε».
Ο Μακελάρης. Ο Μακελάρης εδώ κι όχι μόνο στο λυκίσιο όνειρο. Ο Μακελάρης και οι Τρόλοκ. Ο άνθρωπος στο όνειρο φαινόταν γνώριμος. Ο Πέριν έσπρωξε χώμα και φύλλα στο νεκρό κοράκι με την μπότα του. Αργότερα θα είχε άφθονο χρόνο για τους Τρόλοκ. Μια ολόκληρη ζωή, αν χρειαζόταν. «Αφέντη Κώθον, υποσχέθηκα στον Ματ ότι θα προσέχω την Μποντ και την Έλντριν. Πόσο δύσκολο θα είναι να τις απελευθερώσουμε, μαζί με τους άλλους;»
«Δύσκολο», αναστέναξε ο Άμπελ και το πρόσωπό του κρέμασε. Ξαφνικά έδειχνε τα χρόνια του και ακόμα περισσότερα. «Πολύ δύσκολο. Πλησίασα τόσο, που είδα τη Νάτι όταν την πήραν, περπατούσε έξω από τη σκηνή που τους έχουν βάλει όλους. Μπορούσα να τη δω — με καμιά διακοσαριά Λευκομανδίτες ανάμεσά μας. Δεν πρόσεξα κι ένας απ' αυτούς με τρύπησε με ένα βέλος. Αν δεν με είχε σύρει ο Ταμ ως εδώ, στις Άες Σεντάι...»
«Είναι ένα μεγάλο στρατόπεδο», είπε ο Ταμ, «ακριβώς κάτω από το Λόφο της Σκοπιάς. Έχει επτακόσιους με οκτακόσιους άντρες. Περίπολα μέρα-νύχτα και τα περισσότερα είναι από τη Σκοπιά του Λόφου ως το Πεδίο του Έμοντ. Αν απλώνονταν παραπάνω θα ήταν πιο εύκολο για μας, όμως αν εξαιρέσεις τους περίπου εκατό άντρες που έχουν στο Τάρεν Φέρυ, έχουν παραδώσει τους υπόλοιπους Δύο Ποταμούς στους Τρόλοκ. Απ' ό,τι ακούω, είναι άσχημα τα πράγματα γύρω από το Ντέβεν Ράιντ. Κάθε νύχτα καίνε άλλο ένα αγρόκτημα. Το ίδιο κι ανάμεσα στο Λόφο της Σκοπιάς και στον ποταμό Τάρεν. Θα είναι δύσκολο να βγάλει από κει κανείς τη Νάτι και τους άλλους, και μετά θα πρέπει να ελπίσουμε ότι οι Άες Σεντάι θα τους επιτρέψουν να μείνουν εδώ. Αυτές οι δύο δεν θέλουν κανείς να ξέρει πού βρίσκονται».
«Σίγουρα κάποιοι θα τις κρύψουν», διαμαρτυρήθηκε ο Πέριν. «Μη μου λες ότι όλοι σας έχουν γυρίσει την πλάτη. Δεν φαντάζομαι να πιστεύουν στ' αλήθεια ότι είστε Σκοτεινόφιλοι;» Την ίδια στιγμή που το έλεγε, όμως, θυμόταν τον Τσεν Μπούι.
«Όχι, όχι αυτό», είπε ο Ταμ, «αν εξαιρέσεις κάνα-δυο ανόητους. Είναι πολλοί που θα μας δώσουν ένα πιάτο φαΐ ή θα μας αφήσουν να κοιμηθούμε μια νύχτα στον αχυρώνα τους, μερικές φορές και σε κρεβάτι, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι οι περισσότεροι διστάζουν να βοηθήσουν κάποιους τους οποίους κυνηγούν οι Λευκομανδίτες. Μην τους κατηγορείς. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα κι οι περισσότεροι θέλουν να φροντίσουν την οικογένειά τους όσο καλύτερα μπορούν. Αν ζητήσεις από κάποιον να φιλοξενήσει τη Νάτι και τα κορίτσια, τον Χάραλ και την Αλσμπετ... Ίσως να ζητάς πολλά».
«Και είχα σε εκτίμηση τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών», μουρμούρισε ο Πέριν.
Ο Άμπελ κατάφερε να χαμογελάσει αμυδρά. «Οι πιο πολλοί νιώθουν εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες, Πέριν. Ελπίζουν να μη γίνουν λιώμα ανάμεσα σε Λευκομανδίτες και Τρόλοκ».
«Πρέπει να αφήσουν τις ελπίδες και να κάνουν κάτι». Για μια στιγμή ο Πέριν ένιωσε συστολή. Δεν ζούσε εδώ· δεν είχε ιδέα πώς θα ένιωθε. Αλλά είχε δίκιο. Όσο οι άνθρωποι κρύβονταν πίσω από τα Τέκνα του Φωτός, θα ήταν υποχρεωμένοι να ανέχονται ό,τι ζητούσαν τα Τέκνα, είτε έπαιρναν βιβλία, είτε συλλάμβαναν γυναίκες και κορίτσια. «Αύριο θα ρίξω μια ματιά στο στρατόπεδο των Λευκομανδιτών. Πρέπει να υπάρχει τρόπος να τους απελευθερώσουμε. Και όταν ελευθερωθούν, θα ασχοληθούμε με τους Τρόλοκ. Ένας Πρόμαχος μου είπε κάποτε ότι οι Τρόλοκ αποκαλούν την Ερημιά του Άελ “Γη Θανάτου”. Θέλω να δώσουν αυτό το όνομα στους Δύο Ποταμούς».
«Πέριν», άρχισε να λέει ο Ταμ και μετά έκλεισε το στόμα με μια ανήσυχη έκφραση.
Ο Πέριν ήξερε ότι τα μάτια του καθρέφτιζαν το φως εκεί στις σκιές, κάτω από τη βελανιδιά. Ένιωθε το πρόσωπό του σκληρό σαν βράχο.
Ο Ταμ αναστέναξε. «Πρώτα να δούμε τι γίνεται με τη Νάτι και τους άλλους και μετά θα αποφασίσουμε τι να κάνουμε με τους Τρόλοκ».
«Μη σε τρώει μέσα σου, αγόρι μου», του είπε μαλακά ο Άμπελ. «Το μίσος θεριεύει και καίει ό,τι άλλο νιώθεις».
«Τίποτα δεν με τρώει», του είπε ο Πέριν με ήρεμη φωνή. «Απλώς θέλω να κάνω αυτό που πρέπει να γίνει». Διέτρεξε με τον αντίχειρα την αιχμή του τσεκουριού του. Αυτό που έπρεπε να γίνει.
Ο Ντάιν Μπόρνχαλντ καθόταν στητός στη σέλα, καθώς οι εκατό που είχε πάρει για περιπολία ζύγωναν το Λόφο της Σκοπιάς. Τώρα ήταν λιγότεροι από εκατό. Έντεκα σέλες είχαν ριγμένα πάνω τους πτώματα τυλιγμένα σε μανδύες και άλλοι είκοσι τρεις άντρες ήταν πληγωμένοι. Οι Τρόλοκ είχαν στήσει μια καλοσχεδιασμένη ενέδρα· μπορεί να τα είχαν καταφέρει αν έβρισκαν λιγότερο έμπειρους στρατιώτες απέναντί τους, λιγότερο σκληρούς από τα Τέκνα. Αυτό που τον μπέρδευε ήταν το γεγονός ότι αυτή η περίπολος ήταν η τρίτη που είχε δεχτεί μαζική επίθεση. Δεν ήταν κάποια τυχαία συνάντηση, δεν είχαν πέσει κατά λάθος σε Τρόλοκ που σκότωναν και πυρπολούσαν, αλλά είχαν δεχτεί μια προσχεδιασμένη επίθεση. Και μόνο σε περιπόλους που οδηγούσε ο ίδιος προσωπικά. Οι Τρόλοκ προσπαθούσαν να αποφεύγουν τους άλλους. Το γεγονός έδινε έναυσμα σε ανησυχητικά ερωτήματα και οι απαντήσεις που έβρισκε δεν του πρόσφεραν λύσεις.
Ο ήλιος χαμήλωνε. Ήδη φαίνονταν μερικά φώτα στο χωριό, που κάλυπτε το λόφο από την κορυφή ως τα ριζά του με καλαμοσκεπές. Η μόνη σκεπή από κεραμίδι ήταν στη ράχη, στο Άσπρο Αγριογούρουνο, το πανδοχείο. Αν ήταν άλλη βραδιά, ίσως να ανέβαινε εκεί για ένα κρασί, παρά τη νευρική σιωπή που έπεφτε στη θέα ενός λευκού μανδύα με χρυσό ήλιο. Σπανίως έπινε, αλλά μερικές φορές απολάμβανε να είναι κοντά σε ανθρώπους εκτός των Τέκνων· ύστερα από λίγο ξεχνούσαν την παρουσία του ως ένα βαθμό και άρχιζαν πάλι να γελούν και να συζητάνε μεταξύ τους. Αν ήταν άλλη βραδιά. Απόψε ήθελε να μείνει μόνος για να σκεφτεί.
Υπήρχε κάποια δραστηριότητα στις περίπου εκατό πολύχρωμες άμαξες που ήταν συγκεντρωμένες μισό μίλι πέρα από τα ριζά του λόφου· άντρες και γυναίκες, με ρούχα σε ακόμα πιο λαμπερές αποχρώσεις κι από τις άμαξές τους, εξέταζαν άλογα και ιπποσκευές και φόρτωναν πράγματα που κείτονταν ολόγυρα στο στρατόπεδο εδώ και βδομάδες. Απ' ό,τι φαινόταν, οι Ταξιδιώτες θα ανταποκρίνονταν στο όνομά τους, μάλλον με το πρώτο φως της αυγής.
«Φάραν!» Ο γεροδεμένος εκατηλάτης τον πλησίασε με το άλογό του και ο Μπόρνχαλντ ένευσε προς το καραβάνι των Τουάθα'αν. «Πληροφόρησε τον Αναζητητή ότι, αν θέλει να μετακινήσει τους ανθρώπους του, θα πρέπει να φύγουν προς τα νότια». Οι χάρτες του έλεγαν ότι δεν μπορούσε κανείς να διασχίσει τον Τάρεν παρά μόνο στο Τάρεν Φέρυ, αλλά είχε μάθει πόσο παλιοί ήταν αμέσως μόλις είχε διασχίσει το ποτάμι. Κανένας δεν θα έφευγε από τους Δύο Ποταμούς για να κλείσει ίσως τη μονάδα του σε μια παγίδα. «Και, Φάραν; Δεν χρειάζονται μπότες και γροθιές, εντάξει; Τα λόγια αρκούν. Ο Ράεν έχει αφτιά».
«Όπως προστάζεις, Άρχοντα Μπόρνχαλντ». Ο εκατηλάτης φαινόταν μόνο λίγο απογοητευμένος. Άγγιξε τη γαντοφορεμένη γροθιά του στο στήθος και έστριψε προς την κατασκήνωση των Τουάθα’αν. Δεν θα του άρεσε, αλλά θα υπάκουγε. Όσο κι αν απεχθανόταν τους Ταξιδιώτες, ήταν καλός στρατιώτης.
Η εικόνα του στρατοπέδου του έκανε τον Μπόρνχαλντ να νιώσει για μια στιγμή καμάρι, με τις μακριές, ίσιες σειρές των λευκών σκηνών, που είχαν κορυφές σαν σφήνες, και με τους πασσάλους για τα άλογα να σχηματίζουν ευθείες. Ακόμα κι εδώ, σ’ αυτή την εγκαταλειμμένη από το Φως γωνιά του κόσμου, τα Τέκνα δεν επαναπαύονταν, δεν άφηναν την πειθαρχία να χαλαρώσει. Ήταν εγκαταλειμμένη από το Φως. Το αποδείκνυαν οι Τρόλοκ. Αν έκαιγαν αγροκτήματα, αυτό απλώς σήμαινε ότι κάποιοι κάτοικοι της περιοχής ήταν αγνοί. Κάποιοι. Οι υπόλοιποι υποκλίνονταν κι έλεγαν «μάλιστα, Άρχοντά μου», «όπως επιθυμείς, Άρχοντα μου» και πεισματικά έκαναν του κεφαλιού τους, μόλις γύριζε την πλάτη του. Εκτός αυτού, έκρυβαν μια Άες Σεντάι. Τη δεύτερη μέρα, νότια του Τάρεν, τα Τέκνα είχαν σκοτώσει έναν Πρόμαχο· ο μανδύας του, που άλλαζε χρώματα, ήταν αρκετή απόδειξη. Ο Μπόρνχαλντ μισούσε τις Άες Σεντάι, οι οποίες ασχολούνταν με τη Μία Δύναμη, λες και δεν ήταν αρκετό ένα μόνο Τσάκισμα του Κόσμου. Θα το ξανάκαναν, αν δεν τις σταματούσαν. Η καλή διάθεση που είχε νιώσει για λίγο, τώρα χανόταν σαν το χιόνι την άνοιξη.
Το βλέμμα του έψαξε τη σκηνή όπου είχαν συνέχεια τους αιχμαλώτους, με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο άσκησης κάθε μέρα, όπου τους έβγαζαν έναν-έναν. Κανείς δεν θα προσπαθούσε να το σκάσει, εφόσον αυτό θα σήμαινε ότι θα άφηνε τους άλλους πίσω του. Όχι ότι θα μπορούσε να κάνει πάνω από δέκα βήματα —υπήρχε σκοπός σε κάθε άκρη της σκηνής και δέκα βήματα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση σε έβγαζαν σε άλλα είκοσι Τέκνα― όμως ήθελε όσο το δυνατό λιγότερους μπελάδες. Οι μπελάδες δημιουργούσαν κι άλλους μπελάδες. Αν χρειάζονταν να φερθεί σκληρά στους αιχμαλώτους, αυτό ίσως να όξυνε τα πνεύματα στο χωριό, σε σημείο που να πρέπει να γίνει κάτι. Ο Μπάυαρ ήταν ανόητος. Ήθελε —μαζί και άλλοι, ειδικά ο Φάραν― να ανακρίνει τους αιχμαλώτους. Ο Μπόρνχαλντ δεν ήταν Ιεροεξεταστής και δεν του άρεσε να χρησιμοποιεί τις μεθόδους τους. Ούτε και σκόπευε να αφήσει τον Φάραν να πλησιάσει τα κορίτσια, ακόμα κι αν ήταν Σκοτεινόφιλες, όπως ισχυριζόταν ο Ορντήθ.
Σκοτεινόφιλες ή όχι, ο Μπόρνχαλντ ένιωθε ολοένα και πιο έντονα ότι γεγονός το μόνο που ήθελε στ' αλήθεια ήταν ένα συγκεκριμένο Σκοτεινόφιλο. Περισσότερο κι από τους Τρόλοκ, περισσότερο κι από την Άες Σεντάι ήθελε τον Πέριν Αϋμπάρα. Δεν έδινε την παραμικρή βάση στις ιστορίες που έλεγε ο Μπάυαρ, ότι ο άνθρωπος αυτός έτρεχε με τους λύκους, αλλά ο Μπάυαρ ήταν σαφής στο ότι ο Αϋμπάρα είχε οδηγήσει τον πατέρα του Μπόρνχαλντ σε μια παγίδα των Σκοτεινόφιλων, είχε οδηγήσει τον Τζέφραμ Μπόρνχαλντ στο θάνατο του, στο Τόμαν Χεντ, από τα χέρια των Σκοτεινόφιλων Σωντσάν και των Άες Σεντάι, που ήταν σύμμαχοί τους. Ίσως, αν δεν μιλούσαν σύντομα οι Λούχαν, να άφηνε τον Μπάυαρ να κάνει ό,τι θέλει στο σιδερά. Ή θα έσπαζε ο άντρας ή θα έσπαζε η γυναίκα του παρακολουθώντας τον. Ο ένας από τους δύο θα του έδειχνε τον τρόπο να βρει τον Πέριν Αϋμπάρα.
Όταν αφίππευσε μπροστά στη σκηνή του, ο Μπάυαρ ήταν εκεί για να τον υποδεχτεί, αλύγιστος και κοκαλιάρης σαν σκιάχτρο. Ο Μπόρνχαλντ έριξε μια ματιά όλο αποστροφή σε μια μικρή ομάδα σκηνών, που ήταν κάπως χωριστά από τις υπόλοιπες. Επειδή ο άνεμος ερχόταν από εκείνη την κατεύθυνση, μπορούσε να μυρίσει το άλλο στρατόπεδο. Ούτε τους πασσάλους κρατούσαν καθαρούς, ούτε και τον ίδιο τους τον εαυτό. «Φαίνεται ότι ο Ορντήθ γύρισε, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, Άρχοντα Μπόρνχαλντ». Ο Μπάιν κοντοστάθηκε και ο Μπόρνχαλντ τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ανέφεραν μια αψιμαχία με Τρόλοκ στο νότο. Δύο νεκροί και έξι τραυματίες, ισχυρίζονται».
«Και ποιοι είναι οι νεκροί;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μπόρνχαλντ.
«Το Τέκνο Τζοέλιν και το Τέκνο Γκομάνες, Άρχοντα Μπόρνχαλντ». Η έκφραση του Μπάυαρ ποτέ δεν άλλαζε, τα βουλιαγμένα του μάγουλα έμεναν πάντα ίδια.
Ο Μπόρνχαλντ έβγαλε αργά το γάντι του με την ατσαλένια ράχη. Ήταν οι δύο που είχε στείλει να συνοδεύουν τον Ορντήθ, να βλέπουν τι έκανε στις εξορμήσεις του προς το νότο. Πρόσεξε να μην υψώσει τη φωνή του. «Μετέφερε το σεβασμό μου στον αφέντη Ορντήθ, Μπάυαρ, και... Όχι! Άσε το σεβασμό. Πες του, αυτολεξεί, ότι θέλω να δω τα καχεκτικά του κόκαλα μπροστά μου αυτή τη στιγμή. Πες του το, Μπάυαρ, και φέρε τον ακόμα κι αν χρειαστεί να τον συλλάβεις και μαζί του αυτούς τους τρισάθλιους, που ατιμάζουν τα Τέκνα. Πήγαινε».
Ο Μπόρνχαλντ συγκράτησε το θυμό του, ώσπου βρέθηκε μέσα στη σκηνή του, κατεβάζοντας την πόρτα, και μετά γκρέμισε μ' ένα γρύλισμα τους χάρτες και το κιβώτιο γραφής από το τραπέζι του. Ο Ορντήθ τον περνούσε για ανίκανο. Δυο φορές είχε στείλει άντρες μαζί του και δυο φορές ήταν οι μόνες απώλειες σε «αψιμαχία με Τρόλοκ», που δεν είχε αφήσει άλλους τραυματίες μεταξύ των υπολοίπων. Πάντα προς το νότο. Ο άνθρωπος είχε μια εμμονή με το Πεδίο του Έμοντ. Βέβαια κι ο ίδιος ο Μπόρνχαλντ θα μπορούσε να έχει εκεί το στρατόπεδό του, αν δεν ήταν το... Δεν είχε σημασία τώρα. Είχε τους Λούχαν. Θα του χάριζαν τον Πέριν Αϋμπάρα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο Λόφος της Σκοπιάς ήταν καλύτερη τοποθεσία, αν χρειαζόταν να μετακινηθεί γρήγορα προς το Τάρεν Φέρυ. Πρώτα η μέριμνα για τα στρατιωτικά και ύστερα για τα προσωπικά.
Για χιλιοστή φορά αναρωτήθηκε γιατί ο Άρχοντας Διοικητής τον είχε στείλει εδώ. Οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν διαφορετικοί απ' όσους είχε δει σε εκατό άλλα μέρη. Αν και οι μόνοι που έδειχναν να ξετρυπώνουν με ενθουσιασμό τους Σκοτεινόφιλους που βρίσκονταν ανάμεσά τους, ήταν οι κάτοικοι του Τάρεν Φέρυ. Οι υπόλοιποι σε κοίταζαν κατσούφικα και πεισματάρικα, όταν χάραζες σε μια πόρτα το Δόντι του Δράκοντα. Τα χωριά πάντα ήξεραν ποιοι ήταν οι ανεπιθύμητοι· πάντα ήταν έτοιμα για κάθαρση, με λίγη ενθάρρυνση, και σίγουρα οι όποιοι Σκοτεινόφιλοι παρασύρονταν μαζί με τους άλλους, τους οποίους ο κόσμος ήθελε να διώξει. Αλλά όχι εδώ. Αν έκρινες το πραγματικό αποτέλεσμα, είτε έκανες το μαύρο σκίτσο του κοφτερού δοντιού, είτε ασβέστωνες τον τοίχο τους, ήταν ένα και το αυτό. Και οι Τρόλοκ. Ήξερε άραγε ο Πέντρον Νάιαλ ότι θα έρχονταν οι Τρόλοκ, όταν έγραφε εκείνες τις διαταγές; Πώς ήταν δυνατό να το γνωρίζει; Μα αν όχι, γιατί είχε στείλει τόσα Τέκνα, που ήταν ικανά να καταπνίξουν ακόμα και μια μικρής έκτασης επανάσταση; Και γιατί, στο όνομα του Φωτός, του είχε φορτώσει ο Άρχοντας Διοικητής έναν τρελό εγκληματία;
Η πόρτα της σκηνής παραμέρισε και ο Ορντήθ μπήκε μέσα με μεγάλες δρασκελιές. Το πολυτελές, γκρίζο σακάκι του ήταν κεντημένο με ασήμι, όμως ήταν γεμάτο λεκέδες. Ο λεπτός λαιμός του ήταν επίσης λερωμένος και ξεπρόβαλλε από το γιακά σαν να ήταν χελώνα. «Καλησπέρα, Άρχοντα Μπόρνχαλντ. Μια όμορφη και έξοχη εσπέρα». Σήμερα η Λαγκαρντινή προφορά του ήταν ιδιαίτερα βαριά.
«Τι συνέβη στο Τέκνο Τζοέλιν και το Τέκνο Γκομάνες, Ορντήθ;»
«Τι φοβερό πράγμα, Άρχοντά μου. Όταν πέσαμε πάνω στους Τρόλοκ, το Τέκνο Γκομάνες, με μεγάλη ανδρεία —» Ο Μπόρνχαλντ τον χτύπησε στο πρόσωπο με τα γάντια του. Ο κοκαλιάρης παραπάτησε και έφερε το χέρι στο σχισμένο χείλος του, εξετάζοντας το αίμα στα δάχτυλά του. Το χαμόγελο στο πρόσωπό του δεν φαινόταν πια χλευαστικό. Έμοιαζε φιδίσιο. «Ξεχνάς ποιος με διόρισε σ' αυτή τη θέση, αρχοντόπουλο; Ο Πέντρον Νάιαλ θα σε κρεμάσει με τα σπλάχνα της μάνας σου αν πω μια λέξη, αφού πρώτα σας γδάρει ζωντανούς και τους δύο».
«Αρκεί να είσαι ζωντανός για να πεις αυτή τη λέξη, έτσι δεν είναι;»
Ο Ορντήθ γρύλισε και έσκυψε σαν άγριο ζώο, με αφρισμένα σάλια στο στόμα. Ύστερα συνήλθε αργά και ορθώθηκε αργά. «Πρέπει να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας», είπε. Η Λαγκαρντινή προφορά είχε χαθεί και την είχε αντικαταστήσει μια φωνή πιο επιβλητική, πιο προστακτική. Ο Μπόρνχαλντ προτιμούσε την κοροϊδευτική Λαγκαρντινή φωνή από αυτήν εδώ, με τη γλοιώδη περιφρόνηση που σχεδόν δεν κρυβόταν. «Η Σκιά βρίσκεται ολόγυρά μας εδώ. Δεν είναι μόνο οι Τρόλοκ και οι Μυρντράαλ. Αυτοί είναι το λιγότερο. Τρεις σπάρθηκαν εδώ, Σκοτεινόφιλοι που προορίζονταν να σείσουν τον κόσμο, και ο Σκοτεινός καθοδηγούσε το πλάσιμο της ράτσας τους πάνω από χίλια χρόνια. Ο Ραντ αλ'Θόρ. Ο Ματ Κώθον. Ο Πέριν Αϋμπάρα. Ξέρεις τα ονόματά τους. Σ' αυτό το μέρος απελευθερώνονται δυνάμεις που θα σπαράξουν τον κόσμο. Πλάσματα της Σκιάς περιδιαβαίνουν τη νύχτα, μολύνοντας τις καρδιές των ανθρώπων, μιαίνοντας τα όνειρα τους. Ρήμαξε αυτή τη γη. Ρήμαξε την και θα έρθουν. Ο Ραντ αλ'Θόρ. Ο Ματ Κώθον. Ο Πέριν Αϋμπάρα». Το τελευταίο όνομα το είπε σχεδόν σαν να το χάιδευε.
Ο Μπόρνχαλντ ανάσανε τραχιά. Δεν ήξερε πώς ο Ορντήθ είχε ανακαλύψει τι ήθελε εδώ· μια μέρα ο άλλος είχε απλώς αποκαλύψει ότι το γνώριζε. «Σε κάλυψα γι' αυτό που έκανες στο αγρόκτημα των Αϋμπάρα —»
«Ρήμαξέ τους». Ένα ίχνος τρέλας υπήρχε στην επιβλητική αυτή φωνή. Το κούτελο του Ορντήθ είχε ιδρώσει. «Γδάρε τους και οι τρεις θα έρθουν».
Ο Μπόρνχαλντ ύψωσε τη φωνή του. «Σε κάλυψα επειδή ήμουν αναγκασμένος». Δεν υπήρχε επιλογή. Αν μαθευόταν η αλήθεια, δεν θα έβρισκε μπροστά του μόνο βλοσυρές ματιές. Το τελευταίο που ήθελε τώρα ήταν ανοιχτή εξέγερση, λες και δεν του έφταναν οι Τρόλοκ. «Αλλά δεν πρόκειται να ανεχτώ τις δολοφονίες Τέκνων. Μ' ακούς; Τι κάνεις, που πρέπει να το κρύβεις από τα Τέκνα;»
«Αμφισβητείς ότι η Σκιά θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να με σταματήσει;»
«Τι;»
«Το αμφισβητείς;» Ο Ορντήθ έγειρε μπροστά, με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Είδες τους Φαιούς».
Ο Μπόρνχαλντ κοντοστάθηκε. Πενήντα Τέκνα γύρω του, στο κέντρο του Λόφου της Σκοπιάς, και κανένας δεν είχε προσέξει τους δύο εκείνους με τα εγχειρίδιά τους. Τους κοίταζε και δεν τους έβλεπε. Μέχρι που τους σκότωσε ο Ορντήθ. Ο κοκαλιάρης ανθρωπάκος είχε ανέβει αρκετά στην εκτίμηση των αντρών ύστερα απ' αυτό. Αργότερα, ο Μπόρνχαλντ είχε θάψει βαθιά τα εγχειρίδια. Οι λεπίδες έμοιαζαν ατσάλινες, αλλά στην αφή ήταν σαν να ακουμπούσες λιωμένο μέταλλο. Όταν είχε πέσει πάνω τους η πρώτη φτυαριά χώμα, είχε ακουστεί ένα τσιτσίρισμα και είχαν υψωθεί ατμοί. «Πιστεύεις ότι ήθελαν εσένα;»
«Ω, ναι, Άρχοντα Μπόρνχαλντ. Εμένα. Ό,τι χρειαστεί για να με σταματήσουν. Η ίδια η Σκιά θέλει να με σταματήσει».
«Και πάλι αυτό δεν εξηγεί τους δολοφονημένους —»
«Ό,τι κάνω, πρέπει να το κάνω εν κρυπτώ». Ένας ψίθυρος, σχεδόν συριγμός. «Η Σκιά μπορεί να μπει στο νου των ανθρώπων για να με βρει, μπορεί να μπει στις σκέψεις και στα όνειρά τους. Θα ήθελες να πεθάνεις σ' ένα όνειρο; Μπορεί να συμβεί».
«Είσαι... τρελός».
«Λύσε μου τα χέρια και θα σου φέρω τον Πέριν Αϋμπάρα. Αυτό απαιτούν οι διαταγές του Πέντρον Νάιαλ. Λύσε μου τα χέρια και θα φέρω στα δικά σου χέρια τον Πέριν Αϋμπάρα».
Ο Μπόρνχαλντ έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. «Δεν θέλω να σε βλέπω», είπε τελικά. «Βγες έξω».
Όταν έφυγε ο Ορντήθ, ένα τρέμουλο έπιασε τον Μπόρνχαλντ. Τι δουλειά είχε ο Άρχοντας Διοικητής μ' αυτό τον άνθρωπο; Αλλά αν του έφερνε τον Αϋμπάρα... Πέταξε τα γάντια κάτω και έψαξε τα πράγματά του. Κάπου είχε ένα φλασκί με μπράντυ.
Ο άνθρωπος που αποκαλούσε τον εαυτό του Ορντήθ, ο οποίος μάλιστα μερικές φορές σκεφτόταν τον εαυτό του ως Ορντήθ, χώθηκε ανάμεσα στις σκηνές των Τέκνων του Φωτός, παρακολουθώντας με επιφυλακτικό βλέμμα τους άντρες με τους λευκούς μανδύες. Ήταν χρήσιμα εργαλεία, ανίδεα εργαλεία, μα δεν ήταν να τους εμπιστεύεται. Ειδικά τον Μπόρνχαλντ· αυτόν μάλλον έπρεπε να τον ξεφορτωθεί, αν γινόταν πολύ ενοχλητικός. Πιο εύκολα θα χειραγωγούσε τον Μπάυαρ. Αλλά όχι ακόμα. Υπήρχαν άλλα ζητήματα σημαντικότερα. Κάποιοι στρατιώτες ένευαν με σεβασμό καθώς περνούσε. Τους έδειχνε τα δόντια του, με μια έκφραση που την περνούσαν για φιλικό χαμόγελο. Εργαλεία και λεία.
Τα μάτια του έπεσαν πεινασμένα στη σκηνή των αιχμαλώτων. Αυτοί μπορούσαν να περιμένουν. Για λίγο ακόμα. Λιγάκι ακόμα. Στο κάτω-κάτω, ήταν απλώς μεζεδάκια. Δόλωμα. Έπρεπε να έχει δείξει αυτοσυγκράτηση στη φάρμα των Αϋμπάρα, όμως ο Κον Αϋμπάρα του είχε γελάσει κατάμουτρα και η Τζόσλυν τον είχε πει ανόητο με βρωμερό μυαλό, επειδή είχε αποκαλέσει Σκοτεινόφιλο το γιο της. Είχαν πάρει το μάθημά τους καθώς ούρλιαζαν, καθώς καίγονταν. Ασυναίσθητα, χαχάνισε χαμηλόφωνα. Μεζεδάκια.
Ένιωθε έναν απ' αυτούς που μισούσε εκεί πέρα, νότια, προς το Πεδίο του Έμοντ. Ποιος ήταν; Δεν είχε σημασία. Ο μόνος πραγματικά σημαντικός ήταν ο Ραντ αλ'Θόρ. Αν τούτος εκεί ήταν ο αλ'Θόρ, θα το ήξερε. Οι φήμες ακόμα δεν τον είχαν τραβήξει εδώ, μα θα τον έφερναν. Ο Ορντήθ ρίγησε από λαχτάρα. Έπρεπε να έρθει. Σίγουρα θα είχαν περάσει κι άλλες ιστορίες από τους φρουρούς του Μπόρνχαλντ στο Τάρεν Φέρυ, κι άλλες αναφορές για το ρήμαγμα των Δύο Ποταμών, που θα έφταναν στα αφτιά του Ραντ αλ'Θόρ και θα του έκαιγαν το νου. Πρώτα ο αλ'Θόρ, ύστερα ο Πύργος, γι' αυτά που του είχαν κλέψει. Θα αποκτούσε όσα ήταν δικαιωματικά δικά του.
Όλα δούλευαν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, ακόμα και με τον Μπόρνχαλντ να τους πιέζει, μέχρι τη στιγμή που είχε εμφανιστεί αυτός ο καινούριος, με τους Φαιούς του. Ο Ορντήθ πέρασε τα κοκαλιάρικα χέρια του μέσα από τα λιγδερά μαλλιά του. Γιατί δεν μπορούσαν τουλάχιστον να του ανήκουν τα όνειρά του; Δεν ήταν πια μαριονέτα, να τον χορεύουν οι Μυρντράαλ και οι Αποδιωγμένοι, ο ίδιος ο Σκοτεινός. Τώρα αυτός κινούσε τα νήματα. Δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν, δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν.
«Τίποτα δεν μπορεί να με σκοτώσει», μουρμούρισε βλοσυρά. «Δεν με σκοτώνουν εμένα. Έχω επιζήσει από τους Πολέμους των Τρόλοκ». Ή τουλάχιστον είχε επιζήσει ένα μέρος του. Γέλασε στριγκά, άκουσε την τρέλα στο κακάρισμά του, καταλαβαίνοντάς τη χωρίς να τον νοιάζει.
Ένας νεαρός Λευκομανδίτης αξιωματικός τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Αυτή τη φορά τα γυμνωμένα χείλη του Ορντήθ δεν έμοιαζαν καθόλου με χαμόγελο και το παλικάρι με το χνούδι στα μάγουλα τινάχτηκε. Ο Ορντήθ συνέχισε με ένα συρτό, βαρύ βήμα.
Μύγες βούιζαν γύρω από τις δικές του σκηνές και σκοτεινά, καχύποπτα μάτια γύρισαν αλλού, για να μην αντικρίσουν τα δικά του. Εδώ οι λευκοί μανδύες ήταν λερωμένοι. Μα τα σπαθιά ήταν κοφτερά και η υπακοή ακαριαία και δίχως αντιρρήσεις. Ο Μπόρνχαλντ νόμιζε ότι αυτοί οι άντρες ήταν ακόμα δικοί του. Κι ο Πέντρον Νάιαλ το ίδιο πίστευε, ότι ο Ορντήθ ήταν το μερωμένο αγρίμι του. Ανόητοι.
Ο Ορντήθ παραμέρισε την πόρτα της σκηνής του και μπήκε μέσα για να εξετάσει τον αιχμάλωτό του, που ήταν τεντωμένος ανάμεσα σε δύο πασσάλους αρκετά χοντρούς για να κρατήσουν άμαξα με τα άλογά της. Η γερή, ατσάλινη αλυσίδα δονήθηκε όταν την έλεγξε, όμως είχε υπολογίσει πόσο χρειαζόταν και είχε βάλει το διπλό. Πάλι καλά. Αν είχε χρησιμοποιήσει μια θηλιά λιγότερη, αυτοί οι δυνατοί, ατσάλινοι κρίκοι θα είχαν σπάσει.
Μ' έναν αναστεναγμό κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. Οι λάμπες ήταν ήδη αναμμένες, περισσότερες από δώδεκα, και δεν άφηναν πουθενά να πέσει σκιά. Η σκηνή μέσα ήταν ολόφωτη, σαν να ήταν μεσημέρι. «Μήπως σκέφτηκες την πρόταση μου; Αποδέξου την και φεύγεις ελεύθερος. Αρνήσου όμως... Ξέρω πώς να σας πονέσω, το σινάφι σου. Μπορώ να σε κάνω να ουρλιάζεις μέσα σε έναν ατέλειωτο θάνατο. Πεθαίνοντας δίχως τέλος, ουρλιάζοντας δίχως τέλος».
Οι αλυσίδες σιγομουρμούρισαν μ' ένα απότομο τράβηγμα· οι πάσσαλοι, που ήταν χωμένοι βαθιά στο χώμα, έτριξαν. «Πολύ καλά». Η φωνή του Μυρντράαλ ήταν σαν ξερό φιδοπουκάμισο που τριβόταν. «Δέχομαι. Ελευθέρωσέ με».
Ο Ορντήθ χαμογέλασε. Τον περνούσε για ηλίθιο. Θα του έδινε ένα μάθημα. Θα έδινε σε όλους ένα μάθημα. «Πρώτα, το θέμα του... ας πούμε της συμφωνίας και της συναίνεσης».
Συνέχισε να μιλά κι ο Μυρντράαλ άρχισε να ιδρώνει.