Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Ματ. Ήταν πιο πιθανό ο Ματ να χτυπήσει το κεφάλι του με σφυρί, παρά να γυρίσει στους Δύο Ποταμούς. Εκτός αν έπρεπε. Ο Πέριν ευχήθηκε να είχε κι αυτός τρόπο να αποφύγει την επιστροφή. Αλλά δεν υπήρχε διέξοδος· ήταν γεγονός, βαρύ και αναπόφευκτο. Η διαφορά μεταξύ του Ματ και του Πέριν βρισκόταν στο γεγονός ότι αυτός ήταν διατεθειμένος να το αποδεχτεί, ακόμα κι όταν δεν ήθελε.
Μούγκρισε καθώς έβγαζε το πουκάμισό του, παρ' όλο που πρόσεχε. Ολόκληρος ο αριστερός ώμος του ήταν μια μεγάλη μελανάδα, που είχε ήδη ξεθωριάσει και είχε πάρει μια καφεκίτρινη απόχρωση. Ένας Τρόλοκ είχε ξεφύγει από το τσεκούρι του και μόνο χάρη στη γοργή αντίδραση της Φάιλε με το μαχαίρι η μελανάδα δεν ήταν κάτι χειρότερο. Ο ώμος του τον δυσκόλευε όταν ήθελε να πλυθεί, τουλάχιστον όμως το Δάκρυ είχε πάντα κρύο νερό.
Είχε πακετάρει και ήταν έτοιμος. Μόνο μια αλλαξιά ρούχα έμενε έξω από τα σακίδια, για να τη φορέσει το πρωί. Μόλις έβγαινε ο ήλιος, θα πήγαινε να βρει τον Λόιαλ. Δεν είχε νόημα να ενοχλήσει τον Ογκιρανό απόψε. Μάλλον θα είχε ήδη πέσει στο κρεβάτι, όπως σκόπευε να κάνει σύντομα κι ο Πέριν. Το μόνο πρόβλημα που δεν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει ήταν η Φάιλε. Θα ήταν προτιμότερο να μείνει ακόμα και στο Δάκρυ, από το να έρθει μαζί του.
Η πόρτα άνοιξε, ξαφνιάζοντάς τον. Ένα άρωμα πλανήθηκε στον αέρα μόλις έτριξε το πορτόφυλλο· του θύμισε ανθισμένα αναρριχητικά φυτά σε μια καυτή, καλοκαιριάτικη νύχτα. Μια σκανδαλιστική ευωδιά, όχι βαριά, τουλάχιστον για κάποιον που δεν ήταν σαν τον Πέριν, αλλά δεν ήταν από εκείνες που θα έβαζε η Φάιλε. Πάντως, ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο όταν μπήκε η Μπερελαίν στο δωμάτιό του.
Κρατώντας την άκρη της πόρτας, η Μπερελαίν έπαιξε τα μάτια και τότε ο Πέριν κατάλαβε πόσο χαμηλό πρέπει να της φαινόταν το φως. «Πας κάπου;» τον ρώτησε διστακτικά. Όπως τη φώτιζαν από πίσω οι λάμπες του διαδρόμου, του ήταν δύσκολο να μην κολλήσει το βλέμμα πάνω της.
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου». Υποκλίθηκε· αδέξια, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ας τον κορόιδευε όσο ήθελε η Φάιλε, αυτός δεν έβλεπε το λόγο να φερθεί με αγένεια. «Το πρωί».
«Το ίδιο κι εγώ». Έκλεισε την πόρτα και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της. Εκείνος πήρε το βλέμμα του αλλού και την κοίταξε με την άκρη του ματιού, για να μη νομίσει αυτή ότι τη χάζευε. Η Μπερελαίν συνέχισε, χωρίς να έχει προσέξει την αντίδρασή του. Η μία και μοναδική φλόγα του κεριού καθρεφτιζόταν στα μαύρα μάτια της. «Μετά τα αποψινά... Αύριο θα φύγω με άμαξα για το Γκόνταν και από κει θα πάρω πλοίο για το Μαγιέν. Έπρεπε να είχα φύγει εδώ και μέρες, αλλά νόμιζα ότι θα υπήρχε τρόπος να ξεδιαλύνω την κατάσταση. Φυσικά δεν υπήρχε. Έπρεπε να το καταλάβω από την αρχή. Τα αποψινά με έπεισαν. Ο τρόπος που εκείνος... Οι κεραυνοί που κυλούσαν στους διαδρόμους. Αύριο θα φύγω».
«Αρχόντισσά μου», είπε μπερδεμένος ο Πέριν, «γιατί μου το λες;»
Η Μπερελαίν τίναξε το κεφάλι της με τέτοιο τρόπο, που ο Πέριν θυμήθηκε μια φοράδα που είχε πεταλώσει μερικές φορές στο Πεδίο του Έμοντ· η φοράδα εκείνη προσπαθούσε να τον δαγκώσει. «Για να το πεις στον Άρχοντα Δράκοντα, φυσικά».
Ούτε κι αυτό του φαινόταν λογικό. «Μπορείς να του το πεις μόνη σου», είπε με μια δόση αγανάκτησης. «Δεν προλαβαίνω να παίξω τον αγγελιοφόρο πριν φύγω».
«Νομίζω... ότι δεν θα ήθελε να με δει».
Όλοι οι άντρες θα ήθελαν να τη δουν και ήταν πανέμορφη· η Μπερελαίν σίγουρα το ήξερε καλά. Του Πέριν του φάνηκε ότι είχε αλλάξει αυτό που πήγαινε να πει. Μήπως την είχε τρομάξει αυτό που είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα στην κρεβατοκάμαρα του Ραντ; Ή μήπως ήταν η επίθεση και ο τρόπος που είχε δώσει τέλος ο Ραντ; Ίσως, αλλά δεν ήταν από τις γυναίκες που τρομάζουν εύκολα, κρίνοντας από τον ψύχραιμο τρόπο που τον ατένιζε. «Δώσε το μήνυμά σου σε κανέναν υπηρέτη. Αμφιβάλλω αν θα ξαναδώ τον Ραντ πριν φύγω. Βρες έναν υπηρέτη, οποιονδήποτε, και θα του πάει το μήνυμα».
«Θα ήταν καλύτερα να το πάρει από σένα, που είσαι φίλος του Άρχοντα Δρ...»
«Δώσε το σε κανέναν υπηρέτη. Ή σε κάποιον Αελίτη».
«Δεν θα κάνεις αυτό που σου ζητώ;» ρώτησε αυτή χωρίς να πιστεύει τα αφτιά της.
«Όχι. Δεν ακούς τι λέω;»
Αυτή τίναξε ξανά το κεφάλι, αλλά τώρα υπήρχε μια διαφορά, αν και ο Πέριν δεν καταλάβαινε ποια. Η Μπερελαίν τον εξέτασε σκεφτικά με το βλέμμα για μια στιγμή. «Πολύ εντυπωσιακά μάτια», μουρμούρισε σχεδόν μονολογώντας.
«Τι;» Ξαφνικά ο Πέριν κατάλαβε ότι στεκόταν μπροστά της γυμνός ως τη μέση. Το προσηλωμένο βλέμμα της ξαφνικά του θύμισε άνθρωπο που περιεργάζεται άλογο πριν το αγοράσει. Να δεις που μετά θα του ψαχούλευε τους αστραγάλους και θα εξέταζε τα δόντια του. Άρπαξε το πουκάμισο που είχε αφήσει για να φορέσει το πρωί και το έβαλε γοργά πάνω από το κεφάλι του. «Δώσε το μήνυμά σου σε κάποιον υπηρέτη. Τώρα θέλω να ξαπλώσω. Σκοπεύω να ξυπνήσω πρωί αύριο. Πριν χαράξει».
«Πού θα πας αύριο;»
«Σπίτι. Στους Δύο Ποταμούς. Είναι αργά. Αφού φεύγεις κι εσύ αύριο, καλά θα κάνεις να κοιμηθείς λιγάκι. Εγώ, πάντως, είμαι κουρασμένος». Χασμουρήθηκε, ανοίγοντας όσο μπορούσε περισσότερο το στόμα.
Εκείνη δεν έλεγε να φύγει από το δωμάτιο. «Είσαι σιδεράς; Χρειάζομαι ένα σιδερά στο Μαγιέν. Για να φτιάξει μεταλλικά διακοσμητικά. Μπορείς να μείνεις λίγο, πριν επιστρέψεις στους Δύο Ποταμούς; Θα βρεις το Μαγιέν... ευχάριστο».
«Εγώ θα πάω σπίτι», της είπε αποφασισμένα, «κι εσύ θα γυρίσεις στα δωμάτιά σου».
Η Μπερελαίν ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους, κάτι που τον έκανε να πάρει το βλέμμα βιαστικά. «Ίσως κάποια άλλη μέρα. Πάντα στο τέλος αποκτώ αυτό που θέλω. Και νομίζω ότι θέλω» —κοντοστάθηκε και τον κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια― «μεταλλικά διακοσμητικά. Για τα παράθυρα του υπνοδωματίου μου». Του χαμογέλασε τόσο αθώα, που αυτός άκουσε σήμαντρα συναγερμού να ηχούν στο κεφάλι του.
Η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε μέσα η Φάιλε. «Πέριν, πήγα στην πόλη να σε βρω και άκουσα μια φήμη —» Πάγωσε απότομα και κάρφωσε το άγριο βλέμμα της στην Μπερελαίν.
Η Πρώτη την αγνόησε. Σίμωσε τον Πέριν. Το χέρι της ανηφόρισε στο μπράτσο του και πέρασε τον ώμο του. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα του χαμήλωνε το κεφάλι για να τον φιλήσει —είχε υψώσει το κεφάλι της, σαν έτοιμη γι' αυτό― αλλά αυτή άπλωσε μόνο το χέρι της στο σβέρκο του, του έδωσε ένα γοργό χάδι και έκανε πίσω. Όλα είχαν τελειώσει, πριν ο Πέριν μπορέσει να κάνει μια κίνηση για να τη σταματήσει. «Μην ξεχνάς», του είπε απαλά, σαν να ήταν μόνοι, «πάντα αποκτώ αυτό που θέλω». Πέρασε δίπλα από τη Φάιλε και βγήκε από το δωμάτιο.
Αυτός περίμενε την έκρηξη της Φάιλε, όμως εκείνη έριξε μια ματιά στα γεμάτα σακίδια. «Βλέπω ότι ήδη άκουσες τις φήμες. Δεν είναι παρά φήμες, Πέριν», είπε μόνο.
«Τα κίτρινα μάτια σημαίνουν ότι είναι κάτι παραπάνω». Κανονικά θα έπρεπε να έχει ανάψει σαν μια αρμαθιά κλαράκια που πετάχτηκαν στη φωτιά. Γιατί ήταν τόσο ψύχραιμη; «Πολύ καλά. Το επόμενο πρόβλημα, λοιπόν, είναι η Μουαραίν. Λες να δοκιμάσει να σε σταματήσει;»
«Αν δεν το μάθει, όχι. Αν δοκιμάσει, εγώ θα φύγω ούτως ή άλλως. Έχω οικογένεια και φίλους, Φάιλε· δεν θα τους εγκαταλείψω στους Λευκομανδίτες. Ελπίζω, όμως, να μην το μάθει πριν απομακρυνθώ από την πόλη». Ακόμα και το βλέμμα της ήταν γαλήνιο, σαν σκοτεινές λιμνούλες μέσα σε δάσος. Ένιωσε τις τρίχες του να σηκώνονται.
«Όμως οι φήμες θα έκαναν βδομάδες για να έρθουν στο Δάκρυ και θα χρειαστούν βδομάδες για να φτάσεις με άλογο στους Δύο Ποταμούς. Μπορεί ως τότε οι Λευκομανδίτες να έχουν φύγει. Τέλος πάντων, εγώ ήθελα να φύγεις από δω. Ας μην παραπονιέμαι. Απλώς θέλω να ξέρεις τι σε περιμένει».
«Δεν θα χρειαστούν βδομάδες, αν πάω από τις Οδούς», της είπε. «Δύο μέρες, ίσως τρεις». Δύο μέρες. Μάλλον δεν γινόταν πιο γρήγορα.
«Είσαι τρελός, όσο κι ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε αυτή έκπληκτη. Κάθισε στο κρεβάτι του, σταύρωσε τα πόδια της και του μίλησε με φωνή σαν να έκανε κήρυγμα σε μικρά παιδιά. «Αν μπεις στις Οδούς, θα βγεις αθεράπευτα τρελός. Αν βγεις καν, που το πιο πιθανό είναι να μη βγεις καθόλου. Οι Οδοί έχουν μιανθεί, Πέριν. Είναι σκοτεινές εδώ και —πόσο είναι;― τριακόσια χρόνια; Τετρακόσια; Ρώτα τον Λόιαλ. Αυτός ξέρει να σου πει. Οι Ογκιρανοί ήταν αυτοί που έφτιαξαν τις Οδούς, ή τις μεγάλωσαν, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό που έκαναν, τέλος πάντων. Ούτε οι ίδιοι τις χρησιμοποιούν. Ακόμα κι αν καταφέρεις να βγεις σώος, το Φως το ίδιο δεν ξέρει πού θα βγεις».
«Έχω ταξιδέψει στις Οδούς, Φάιλε». Κι ήταν μάλιστα ένα τρομαχτικό ταξίδι. «Ο Λόιαλ μπορεί να έρθει μαζί μου. Μπορεί να διαβάζει τις πινακίδες· έτσι είχαμε πάει την άλλη φορά. Θα το ξανακάνει για μένα, όταν μάθει πόσο σημαντικό είναι». Κι ο Λόιαλ, επίσης, ανυπομονούσε να βρεθεί μακριά από το Δάκρυ· απ' ό,τι έδειχνε, φοβόταν μήπως μάθαινε η μητέρα του πού ήταν. Ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι θα τον βοηθούσε.
«Λοιπόν», είπε αυτή τρίβοντας ζωηρά τα χέρια. «Λοιπόν. Ήθελα περιπέτεια κι αυτό είναι σίγουρα μια. Αφήνουμε την Πέτρα του Δακρύου και τον Αναγεννημένο Δράκοντα, και ταξιδεύουμε στις Οδούς για να πολεμήσουμε Λευκομανδίτες. Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να πείσουμε τον Θομ Μέριλιν να μας συνοδεύσει. Αφού δεν έχουμε ραψωδό, καλός είναι κι ο βάρδος. Θα συνθέσει την ιστορία κι εμείς θα είμαστε στην καρδιά της. Πουθενά Αναγεννημένος Δράκοντας και Άες Σεντάι για να καταπιούν το παραμύθι. Πότε φεύγουμε; Το πρωί;»
Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα, για να μιλήσει με σταθερή φωνή. «Θα πάω μονάχος, Φάιλε. Μόνο εγώ και ο Λόιαλ θα είμαστε».
«Θα χρειαστούμε ένα άλογο για φόρτωμα», είπε αυτή, λες και δεν είχε ανοίξει το στόμα του. «Νομίζω δύο. Οι Οδοί είναι σκοτεινές. Θα χρειαστούμε φανάρια και άφθονο λάδι. Ο κόσμος στους Δύο Ποταμούς. Γεωργοί είναι; Θα πολεμήσουν τους Λευκομανδίτες;»
«Φάιλε, είπα —»
«Άκουσα τι είπες», τον έκοψε απότομα αυτή. Οι σκιές της χάριζαν μια επικίνδυνη όψη, έτσι όπως ήταν γερτά τα μάτια της και τα ζυγωματικά της ψηλά. «Το άκουσα και είναι σαχλαμάρα. Τι θα γίνει αν αυτοί οι αγρότες δεν θέλουν να πολεμήσουν; Ή αν δεν ξέρουν πώς; Ποιος θα τους διδάξει; Εσύ; Μόνος;»
«Θα κάνω ό,τι πρέπει να γίνει», είπε αυτός υπομονετικά. «Χωρίς εσένα».
Αυτή πετάχτηκε όρθια τόσο γοργά, που του Πέριν του φάνηκε ότι θα του χιμούσε στο λαρύγγι. «Λες να έρθει παρέα σου, η Μπερελαίν; Να σου φυλάξει τα νώτα; Ή μήπως θα προτιμούσες να κάτσει στα γόνατά σου και να σκούζει; Βάλε το πουκάμισο στο παντελόνι, μπουνταλά. Γιατί είναι τόσο σκοτεινά εδώ μέσα; Της Μπερελαίν της αρέσουν τα φώτα χαμηλωμένα, έτσι δεν είναι; Πολύ που θα σε βοηθήσει αυτό με τα Τέκνα του Φωτός!»
Ο Πέριν άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί και άλλαξε αυτό που ήταν έτοιμος να πει. «Φαίνεται γλυκούλα αυτή η Μπερελαίν. Και ποιος άντρας δεν θα την ήθελε στα γόνατά του;» Ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος, όταν κατάλαβε από το πρόσωπό της ότι είχε πληγωθεί, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να συνεχίσει. «Όταν ξεμπερδέψω από την πατρίδα, ίσως πάω στο Μαγιέν. Μου ζήτησε να πάω κι ίσως το κάνω».
Η Φάιλε δεν είπε λέξη. Έμεινε να τον κοιτάζει με το πρόσωπο σκληρό σαν πέτρα κι ύστερα γύρισε και έτρεξε να φύγει, βροντώντας πίσω της την πόρτα με πάταγο.
Ασυναίσθητα έκανε να την ακολουθήσει κι ύστερα σταμάτησε, σφίγγοντας το πλαίσιο της πόρτας τόσο δυνατά, που πόνεσαν τα δάχτυλά του. Κοίταξε τη σχισμάδα που είχε ανοίξει ο πέλεκύς του στην πόρτα και είπε εκεί αυτό που δεν μπορούσε να πει στη Φάιλε. «Έχω σκοτώσει Λευκομανδίτες. Δεν γινόταν αλλιώς, θα με σκότωναν αυτοί, αλλά δεν παύει να είναι φόνος. Πάω σπίτι για να πεθάνω, Φάιλε. Είναι ο μόνος τρόπος για να τους εμποδίσω να πειράξουν τους δικούς μου. Ας με κρεμάσουν. Δεν θα σε αφήσω να το δεις αυτό, δεν μπορώ. Μπορεί να προσπαθούσες να τους σταματήσεις και τότε...»
Έγειρε το κεφάλι του στην πόρτα. Τώρα η Φάιλε δεν θα λυπόταν που θα τον έχανε· αυτό ήταν το σημαντικό. Θα πήγαινε να βρει την περιπέτεια που έψαχνε κάπου αλλού και θα ήταν ασφαλής, μακριά από Λευκομανδίτες και τα'βίρεν και φυσαλίδες κακού. Αυτό ήταν το μόνο σημαντικό. Μακάρι μόνο να μην ήθελε μέσα του να ουρλιάξει από τη θλίψη.
Η Φάιλε διέσχιζε τους διαδρόμους σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ποιους προσπερνούσε και ποιοι έβγαιναν από το δρόμο της όπως-όπως. Ο Πέριν. Η Μπερελαίν. Ο Πέριν. Η Μπερελαίν. Θέλει αυτή την ξεπλυμένη την αλεπού που τρέχει μισόγυμνη, ε; Δεν ξέρει τι θέλει. Ο χαζός, το βόδι! Ο πεισματάρης, ο μπουνταλάς! Ο σιδεράς! Κι αυτή η ύπουλη η γουρούνα, η Μπερελαίν. Η χοροπηδηχτή κατσίκα!
Δεν συνειδητοποίησε που πήγαινε, παρά μόνο όταν είδε την Μπερελαίν μπροστά της να προχωρά αγέρωχα, με το φόρεμα που δεν άφηνε τίποτα στη φαντασία, λικνίζοντας το σώμα της λες και το βήμα της δεν ήταν σκοπίμως υπολογισμένο για να κάνει τα μάτια των αντρών να γουρλώνουν. Πριν καταλάβει η Φάιλε τι έκανε, είχε χιμήξει μπροστά στην Μπερελαίν και είχε γυρίσει για να την αντικρίσει, στο σημείο που διασταυρώνονταν δύο διάδρομοι.
«Ο Πέριν Αϋμπάρα ανήκει σε μένα», είπε απότομα. «Μακριά τα χέρια σου και τα χαμόγελά σου!» Κοκκίνισε σ' όλο το πρόσωπο, όταν άκουσε τι είπε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι ποτέ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα, ότι ποτέ δεν θα τσακωνόταν για έναν άντρα, σαν κόρη αγρότη που κυλιόταν στο χώμα την εποχή του θερισμού.
Η Μπερελαίν ύψωσε ατάραχα το φρύδι της. «Σου ανήκει; Παράξενο, δεν είδα να φοράει περιλαίμιο. Εσείς οι υπηρετριούλες —ή μήπως είσαι κόρη αγρότη;― έχετε πολύ παράξενες ιδέες».
«Υπηρετριούλα; Υπηρετριούλα! Εγώ είμαι —» Η Φάιλε δάγκωσε τα χείλη της για να μην ξεχυθούν οργισμένα τα λόγια της. Πρώτη του Μαγιέν, αν ήταν δυνατόν. Στη Σαλδαία υπήρχαν κτήματα που ήταν μεγαλύτερα από το Μαγιέν. Η Μπερελαίν δεν θα άντεχε ούτε μία βδομάδα στη Σαλδαία και στις αυλές της. Μπορούσε να απαγγείλει ποίηση ενώ κυνηγούσε με το γεράκι της; Μπορούσε να κυνηγά καβάλα όλη μέρα και ύστερα το βράδυ να παίζει τσίτερ, συζητώντας για την αντιμετώπιση των επιδρομών των Τρόλοκ; Νόμιζε ότι ήξερε από άντρες, ε; Ήξερε τη γλώσσα της βεντάλιας; Μπορούσε να πει σ' έναν άντρα να πλησιάσει, να φύγει ή να μείνει, καθώς κι εκατό άλλα πράγματα, μ' ένα στρίψιμο του καρπού και την κλίση της δαντελένιας βεντάλιας; Το Φως να με φωτίζει, τι σκέφτομαι; Ορκίστηκα ότι ποτέ δεν θα ξαναπιάσω βεντάλια! Άλλα υπήρχαν και άλλα έθιμα στη Σαλδαία. Ξαφνιάστηκε βλέποντας το μαχαίρι στο χέρι της· την είχαν διδάξει να μην τραβήξει ποτέ μαχαίρι, αν δεν σκόπευε να το χρησιμοποιήσει. «Οι αγρότισσες στη Σαλδαία ξέρουν πώς να δώσουν ένα μάθημα στις γυναίκες που κλέβουν άντρες άλλων. Αν δεν ορκιστείς ότι θα ξεχάσεις τον Πέριν Αϋμπάρα, θα σου ξυρίσω το κεφάλι και θα σ' αφήσω φαλακρή, σαν αυγό. Ίσως τότε να σε κοιτάνε με ξελιγωμένα μάτια τα αγόρια που φροντίζουν τις κότες!»
Δεν κατάλαβε πότε την έπιασε η Μπερελαίν από τον καρπό, αλλά ξαφνικά ένιωσε να σκίζει τον αέρα. Βρόντηξε με την πλάτη στο πάτωμα κι όλος ο αέρας τινάχτηκε από τα πνευμόνια της.
Η Μπερελαίν στεκόταν χαμογελαστή, χτυπώντας τη λεπίδα της Φάιλε στην παλάμη της. «Ένα έθιμο του Μαγιέν. Οι Δακρινοί συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ασασίνους και οι φρουροί δεν είναι πάντα δίπλα σου. Δεν μου αρέσει να μου επιτίθενται, αγρότισσα, γι' αυτό θα σου πω τι θα κάνω. Θα σου πάρω τον σιδερά και θα τον κρατήσω για σκυλάκι μου, όσο καιρό θα με διασκεδάζει. Σου δίνω όρκο Ογκιρανού, αγρότισσα. Είναι στ' αλήθεια νόστιμος —τι ώμοι, τι μπράτσα· για να μην πω για τα μάτια του― κι αν είναι λιγάκι άξεστος, θα τον γιατρέψω. Οι αυλικοί μου θα τον μάθουν να ντύνεται και θα τον απαλλάξουν απ' αυτό το απαίσιο γένι. Όπου πάει, θα τον βρω και θα τον κάνω δικό μου. Όταν τελειώσω, μπορείς να τον πάρεις. Αν σε θέλει ακόμα, φυσικά».
Η Φάιλε στο τέλος κατόρθωσε να ανασάνει, σηκώθηκε όρθια με κόπο και τράβηξε δεύτερο μαχαίρι. «Θα σε σύρω μπροστά του, αφού σου κόψω τα ρούχα που σχεδόν φοράς, και θα σε βάλω να του πεις ότι είσαι μια γουρούνα!» Το Φως να με βοηθήσει, ακριβώς σαν αγρότισσα φέρομαι και μιλάω! Το χειρότερο ήταν ότι το εννοούσε.
Η Μπερελαίν ήταν σε επιφυλακή. Προφανώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα χέρια, όχι το μαχαίρι. Το κρατούσε σαν βεντάλια. Η Φάιλε προχώρησε με ανάλαφρο βήμα.
Ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσά τους ο Ρούαρκ, επιβλητικά ψηλός δίπλα τους, κι άρπαξε τα μαχαίρια πριν προλάβει καμία τους να τον καταλάβει. «Δεν φτάνει το αίμα που είδατε απόψε;» είπε ψυχρά. «Απ' όσους σκεφτόμουν ότι ίσως να τάραζαν τη γαλήνη, εσείς οι δύο ήσασταν οι τελευταίες που θα μου έρχονταν στο νου».
Η Φάιλε τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Δίχως προειδοποίηση, έκανε μια στροφή και η γροθιά της βρήκε τον Ρούαρκ χαμηλά στο πλευρό. Εκεί θα την ένιωθε για τα καλά ακόμα και ο πιο σκληρός άντρας.
Αυτός δεν φάνηκε καν να την κοιτάζει πριν κάνει την κίνηση του, της έπιασε το χέρι, της το έφερε στο πλευρό και το έστριψε. Ξαφνικά η Φάιλε βρέθηκε να στέκεται με το κορμί ολόισιο, ελπίζοντας να μην της ζόριζε το χέρι άλλο, γιατί θα της το ξεκολλούσε.
Σαν να μην είχε γίνει τίποτα, ο Ρούαρκ απευθύνθηκε στην Μπερελαίν. «Θα πας στα δωμάτιά σου και δεν θα βγεις, παρά μόνο όταν ο ήλιος ξεπροβάλει από τον ορίζοντα. Θα φροντίσω να μη σου φέρουν πρόγευμα. Η πείνα θα σου θυμίσει ότι υπάρχει κατάλληλος τόπος και χρόνος για καβγάδες».
Η Μπερελαίν όρθωσε το κορμί της αγανακτισμένη. «Είμαι η Πρώτη του Μαγιέν. Κανένας δεν μου δίνει διαταγές σαν —»
«Θα πας στα δωμάτιά σου. Αμέσως», της είπε ρητά ο Ρούαρκ. Η Φάιλε αναρωτήθηκε αν η Μπερελαίν θα τον κλωτσούσε· πρέπει να είχε σφίξει το κορμί της, επειδή μόλις το σκέφτηκε, ο Ρούαρκ πίεσε περισσότερο τον καρπό της, κάνοντάς τη να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών. «Αν δεν πας», συνέχισε μιλώντας στην Μπερελαίν, «τότε θα επαναλάβουμε την πρώτη κουβεντούλα που κάναμε μεταξύ μας. Αυτή τη στιγμή».
Το πρόσωπο της Μπερελαίν πρώτα άσπρισε και μετά κοκκίνισε. «Πολύ καλά», είπε μουδιασμένα. «Αν επιμένεις, ίσως —»
«Δεν πρότεινα να συζητήσουμε. Αν σε βλέπω ακόμα στα μάτια μου όταν μετρήσω ως το τρία... Ένα».
Με μια κοφτή κραυγή, η Μπερελαίν μάζεψε τα φουστάνια της και το έβαλε στα πόδια. Ακόμα κι έτσι, κατάφερνε να λικνίζει το σώμα της.
Η Φάιλε τη χάζευε κατάπληκτη. Ίσως το θέαμα να άξιζε το παραλίγο εξαρθρωμένο μπράτσο της. Κι ο Ρούαρκ, επίσης, παρακολουθούσε την Μπερελαίν που έτρεχε, μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη, που έλεγε ότι απολάμβανε την εικόνα.
«Όλη τη νύχτα θα με κρατάς εδώ;» απαίτησε να μάθει. Εκείνος την άφησε ― και έχωσε τα μαχαίρια της στη ζώνη του. «Αυτά είναι δικά μου!»
«Κατάσχονται», της είπε. «Η τιμωρία της Μπερελαίν για τον καβγά ήταν ότι την είδες να τη στέλνω στο κρεβάτι σαν γκρινιάρικο παιδί. Η δική σου είναι να χάσεις τα αγαπημένα σου μαχαίρια. Ξέρω ότι έχεις κι άλλα. Αν φέρεις αντιρρήσεις, μπορεί να τα πάρω κι εκείνα. Δεν θέλω να ταράζουν τη γαλήνη».
Τον αγριοκοίταξε, αλλά μέσα της υποψιαζόταν ότι αυτά που έλεγε τα εννοούσε. Τα μαχαίρια της τα είχε φτιάξει κάποιος που ήξερε τι έκανε· ήταν τέλεια ζυγιασμένα. «Τι ήταν η “πρώτη κουβεντούλα” που έκανες μαζί της; Γιατί έφυγε έτσι τρεχάτη;»
«Αυτό είναι ανάμεσα σε μένα και σ' αυτή. Δεν θα την ξαναπλησιάσεις, Φάιλε. Δεν πιστεύω ότι αυτή τα άρχισε όλα· το όπλο της δεν είναι το μαχαίρι. Αν οποιαδήποτε από τις δύο σας μου ξαναδημιουργήσει πρόβλημα, θα σας βάλω να κουβαλάτε σκουπίδια. Μερικοί Δακρινοί νόμιζαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν να μονομαχούν και μετά την ειρήνη που κήρυξα εδώ πέρα, αλλά η μυρωδιά των κάρων με τα απορρίμματα δεν άργησε να τους διδάξει το λάθος τους. Πρόσεξε να μην το μάθεις με τον ίδιο τρόπο».
Η Φάιλε περίμενε μέχρι να φύγει ο Ρούαρκ και ύστερα έτριψε τον ώμο της. Ο Ρούαρκ της θύμιζε τον πατέρα της. Όχι ότι της είχε στρίψει ποτέ το χέρι ο πατέρας της, αλλά δεν ανεχόταν όσους έκαναν φασαρία, ό,τι θέση κι αν είχαν, και κανένας δεν τον είχε αιφνιδιάσει ποτέ. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να παρασύρει την Μπερελαίν ώστε να αρχίσει κάποια φασαρία, μόνο και μόνο για να τη δει να ιδρώνει στα κάρα με τα απορρίμματα. Αλλά ο Ρούαρκ είχε πει ότι θα πήγαιναν και οι δύο. Κι ο πατέρας της, επίσης, ό,τι έλεγε το εννοούσε. Η Μπερελαίν. Κάτι που είχε πει η Μπερελαίν τη γαργαλούσε στο βάθος του μυαλού. Ο όρκος του Ογκιρανού. Οι Ογκιρανοί ποτέ δεν πατούσαν τον όρκο τους. Αν έλεγες «επίορκος Ογκιρανός», ήταν σαν να λες «γενναίος δειλός»
ή «σοφός βλάκας».
Δεν κρατήθηκε και γέλασε δυνατά. «Θα μου τον πάρεις, χαζή χήνα; Όταν τον ξαναδείς, αν τον ξαναδείς ποτέ, θα είναι πάλι δικός μου». Χασκογελώντας μόνη της και τρίβοντας πού και πού τον ώμο της, συνέχισε το δρόμο της με ανάλαφρη την καρδιά.