25 Ο Δρόμος Για Το Δόρυ

Ο Ραντ δεν κοντοστάθηκε στην πρώτη σειρά που σχημάτιζαν οι κολώνες και πίεσε τον εαυτό του να περάσει ανάμεσά τους. Τώρα δεν υπήρχε επιστροφή, ούτε ύστερες σκέψεις. Φως μου, τι πρόκειται να γίνει εδώ; Τι είναι στ' αλήθεια αυτό που κάνει;

Οι κολώνες ήταν διαυγείς σαν το καλύτερο γυαλί, με πλάτος περίπου τριάντα πόντους, σε απόσταση τριών βημάτων η μια από την άλλη και σχημάτιζαν ένα δάσος από εκτυφλωτικό φως που έπεφτε σε διαδοχικά κύματα, σκληρές λάμψεις και παράξενα ουράνια τόξα. Ο αέρας ήταν πιο δροσερός εδώ, τόσο που ο Ραντ ευχήθηκε να είχε μαζί του ένα σακάκι, αλλά η σκόνη ήταν η ίδια και σκέπαζε τις λείες, λευκές πλάκες κάτω από τις μπότες του. Δεν έπνεε ούτε αύρα, όμως κάτι έκανε όλες τις τρίχες του κορμιού του να σαλέψουν, ακόμα και κάτω από το πουκάμισό του.

Μπροστά και δεξιά είδε άλλο έναν άντρα, που φορούσε τα καφετιά και γκρίζα χρώματα των Αελιτών, αλύγιστο, ασάλευτο σαν άγαλμα, κάτω από τα τρεμουλιαστά φώτα. Πρέπει να ήταν ο Μουράντιν, ο αδερφός του Κουλάντιν. Αλύγιστος και ασάλευτος· σίγουρα κάτι συνέβαινε. Κατά έναν παράξενο τρόπο, παρά τη λαμπρότητα του φωτός, ο Ραντ διέκρινε καθαρά το πρόσωπο του Αελίτη. Μάτια ορθάνοιχτα, πρόσωπο σφιγμένο, στόμα που έτρεμε έτοιμο να γρυλίσει. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που έβλεπε, δεν του άρεσε. Αλλά ο Μουράντιν τουλάχιστον είχε επιζήσει ως τώρα. Αν μπορούσε να το κάνει αυτός, τότε μπορούσε κι ο Ραντ. Ο άλλος ήταν το πολύ πέντ' έξι βήματα μπροστά του. Ο Ραντ αναρωτήθηκε γιατί νωρίτερα, με τον Ματ, δεν είχαν δει τον Μουράντιν να μπαίνει μέσα κι ύστερα έκανε άλλο ένα βήμα.


Ακολουθούσε πίσω από δύο μάτια κι ένιωθε μα δεν έλεγχε ένα σώμα. Ο ιδιοκτήτης αυτών των ματιών ζάρωνε με άνεση ανάμεσα στα μεγάλα βράχια μιας ξερής βουνοπλαγιάς, κάτω από έναν ουρανό που τον έψηνε ο ήλιος, κοιτάζοντας χαμηλότερα μερικές παράξενες, ημιτελείς, πέτρινες κατασκευές -όχι! Δεν είναι καν ημιτελείς ακόμα. Είναι το Ρουίντιαν, μα χωρίς καθόλου ομίχλη, και μόλις τώρα άρχισε― με περιφρονητικό βλέμμα. Ήταν ο Μαντέιν, που στα σαράντα του χρόνια ήταν μικρός για αρχηγός φυλής. Ο διχασμός χάθηκε· ήρθε η αποδοχή. Ήταν ο Μαντέιν.

«Πρέπει να συμφωνήσεις», είπε η Σήλντρε, αλλά προς το παρόν την αγνόησε.

Το Τζεν είχε φτιάξει πράγματα για να αντλεί νερό και να το διοχετεύει σε μεγάλες, πέτρινες δεξαμενές. Ο Μαντέιν είχε δώσει μάχες για λιγότερο νερό απ' όσο είχε μία απ' αυτές τις δεξαμενές, που δίπλα τους περνούσαν άνθρωποι λες και το νερό δεν είχε σημασία. Ένα παράξενο δάσος από γυαλί υψωνόταν στο κέντρο όλων αυτών των δραστηριοτήτων, αστραφτοβολώντας στον ήλιο, και δίπλα του ήταν το μεγαλύτερο δέντρο που είχε δει ποτέ, με ύψος τουλάχιστον τρεις απλωσιές. Οι πέτρινες κατασκευές τους έμοιαζαν λες και ήταν φτιαγμένες για να χωρά η καθεμιά ένα ολόκληρο φρούριο, μια ολόκληρη φυλή, όταν θα τελείωναν. Τρέλα. Το Ρουίντιαν δεν μπορούσες να το υπερασπιστείς. Όχι ότι θα έκανε επίθεση κανείς στο Τζεν, φυσικά. Οι περισσότεροι απέφευγαν το Τζεν όπως απέφευγαν τους Ξεστρατισμένους, οι οποίοι τριγυρνούσαν ψάχνοντας για τραγούδια που ισχυρίζονταν ότι θα τους ξανάφερναν τις χαμένες μέρες.

Μια πομπή βγήκε από το Ρουίντιαν πηγαίνοντας προς το βουνό, μερικές δωδεκάδες Τζεν και δύο παλανκίνα, που το καθένα σήκωναν οκτώ άντρες. Το κάθε παλανκίνο είχε αρκετό ξύλο για δώδεκα καρέκλες αρχηγών. Είχε ακούσει ότι μεταξύ των Τζεν υπήρχαν ακόμα Άες Σεντάι.

«Πρέπει να συμφωνήσεις με ό,τι ζητήσουν, σύζυγε μου», είπε η Σήλντρε.

Τότε αυτός την κοίταξε και για μια στιγμή θέλησε να περάσει τα χέρια του μέσα από τα μακριά, χρυσαφιά μαλλιά της, βλέποντας το γελαστό κορίτσι που είχε αποθέσει το γαμήλιο στεφάνι στα πόδια του και του είχε ζητήσει να την παντρευτεί. Τώρα, όμως, ήταν σοβαρή, συλλογισμένη και ανήσυχη. «Θα έρθουν οι άλλοι;» τη ρώτησε.

«Μερικοί. Οι περισσότεροι. Μίλησα με τις αδελφές μου στο όνειρο και όλες ονειρευτήκαμε το ίδιο πράγμα. Τους αρχηγούς που δεν έρχονται κι αυτούς που δεν συμφωνούν... Οι φυλές τους θα ξεκληριστούν, Μαντέιν. Μέσα σε τρεις γενιές θα είναι σκόνη και τα φρούρια και τα γελάδια τους θα ανήκουν σε άλλες φυλές. Τα ονόματά τους θα χαθούν».

Δεν του άρεσε που η Σήλντρε μιλούσε στις Σοφές άλλων φυλών, έστω και στα όνειρα. Αλλά οι Σοφές ονειρεύονταν την αλήθεια. Όταν ήξεραν κάτι, ήταν αληθινό. «Μείνε εδώ», της είπε. «Αν δεν επιστρέψω, βοήθησε τους γιους και τις κόρες μας να κρατήσουν τις φυλές ενωμένες».

Εκείνη του άγγιξε το μάγουλο. «Ναι, σκιά της ζωής μου. Αλλά μην ξεχάσεις. Θα πρέπει να συμφωνήσεις».

Με μια κίνηση του Μαντέιν, εκατό μορφές με πέπλα τον ακολούθησαν κατηφορίζοντας την πλαγιά· περνούσαν από βράχο σε βράχο σαν φαντάσματα, με τα τόξα και τα δόρατα έτοιμα, με τα γκρίζα και καφέ ρούχα τους, που τις έκαναν ένα με τη στέρφα γη, έτσι που ακόμα και τα δικά του μάτια δεν τις έβλεπαν. Όλοι ήταν άντρες· είχε αφήσει μαζί με τη Σήλντρε και τους άλλους άντρες τις γυναίκες της φυλής που έφεραν δόρυ. Αν κάτι πήγαινε στραβά και η Σήλντρε αποφάσιζε να κάνει καμιά χαζομάρα για να τον σώσει, οι άντρες μάλλον θα την ακολουθούσαν· οι γυναίκες θα φρόντιζαν να επιστρέψει στο φρούριο, είτε αυτή το ήθελε, είτε όχι, για να προστατεύσει το φρούριο και τη φυλή. Μακάρι να γινόταν έτσι. Μερικές φορές οι γυναίκες ήταν πιο μαχητικές από τους άντρες, και πιο ανόητες.

Όταν ο Μαντέιν έφτασε στο χαμηλότερο σημείο της πλαγιάς, η πομπή από το Ρουίντιαν είχε σταματήσει στην ξεραμένη, ραγισμένη, λασπώδη έκταση. Έκανε νόημα στους άντρες του να καλυφτούν και συνέχισε μόνος του, κατεβάζοντας το πέπλο. Αντιλαμβανόταν και τους άλλους, που έβγαιναν από το βουνό δεξιά κι αριστερά του και πλησίαζαν από άλλες κατευθύνσεις, διασχίζοντας το πυρωμένο έδαφος. Πόσοι; Πενήντα; Εκατό μήπως; Κάποια πρόσωπα που περίμενε να δει έλειπαν. Η Σήλντρε, ως συνήθως, είχε δίκιο· κάποιοι δεν είχαν δώσει προσοχή στο όνειρο της Σοφής τους. Υπήρχαν πρόσωπα που δεν είχε ξαναδεί, καθώς και πρόσωπα αντρών που είχε προσπαθήσει να σκοτώσει ή αντρών που είχαν προσπαθήσει να τον σκοτώσουν. Τουλάχιστον κανείς δεν φορούσε το πέπλο του. Το να σκοτώνεις μπροστά σε έναν Τζεν ήταν σχεδόν εξίσου άσχημο με το να σκοτώσεις έναν Τζεν. Έλπισε ότι οι άλλοι θα το θυμούνταν. Αν έστω κι ένας τους πρόδιδε, τα πέπλα δεν θα έμεναν κατεβασμένα· οι πολεμιστές που είχε φέρει κάθε αρχηγός θα κατέβαιναν από τα βουνά κι αυτή η ξεραμένη λάσπη θα γινόταν μούσκεμα από το αίμα. Σχεδόν περίμενε ότι ανά πάσα στιγμή θα ένιωθε ένα δόρυ στο πλευρό του.

Παρ' όλο που προσπαθούσε να παρακολουθεί με το βλέμμα εκατό πιθανές απειλές θανάτου, ήταν δύσκολο να μην κοιτάζει τις Άες Σεντάι, καθώς τα περίτεχνα, σκαλισμένα παλανκίνα τους χαμήλωναν στο έδαφος. Γυναίκες με μαλλιά τόσο λευκά, που έμοιαζαν διάφανα. Αγέραστα πρόσωπα με δέρμα που έλεγες ότι θα το σκίσει ο άνεμος. Είχε ακούσει ότι τα χρόνια δεν άγγιζαν τις Άες Σεντάι. Τι ηλικία είχαν αυτές οι δύο; Τι είχαν δει; Θυμούνταν μήπως τότε που ο παππούς του, ο Κόμραν, είχε πρωτοβρεί το Ογκιρανό στέντιγκ στο Δρακότειχος και είχε αρχίσει να εμπορεύεται μαζί τους; Ή ίσως τότε που ο Ρόντρικ, ο παππούς του Κόμραν, είχε ηγηθεί των Αελιτών και είχαν σκοτώσει τους άντρες με τα σιδερένια πουκάμισα, που είχαν περάσει το Δρακότειχος; Οι Άες Σεντάι έστρεψαν πάνω του το βλέμμα τους —κοφτερό γαλάζιο και σκούρο καστανό, τα πρώτα σκούρα μάτια που είχε δει ποτέ του― και φάνηκαν να βλέπουν μέσα στο κρανίο του, μέσα στις σκέψεις του. Κατάλαβε ότι είχε επιλεγεί και δεν ήξερε γιατί. Με αρκετή δυσκολία, τράβηξε τη ματιά του από εκείνα τα βλέμματα, που τον ήξεραν καλύτερα απ' όσο ήξερε ο ίδιος τον εαυτό του.

Ένας κοκαλιάρης ασπρομάλλης, που ήταν ψηλός, αν και περπατούσε καμπουριασμένος, βγήκε από το Τζεν με δύο γκριζομάλλες γυναίκες δεξιά κι αριστερά του, που θα μπορούσαν να είναι αδελφές, καθώς είχαν τα ίδια βαθιά, πράσινα μάτια και τον ίδιο τρόπο να γέρνουν το κεφάλι όταν κοίταζαν κάτι. Το υπόλοιπο Τζεν κοίταζε ανήσυχα το έδαφος αντί για τους Αελίτες, αλλά αυτοί οι τρεις όχι.

«Είμαι ο Ντέρμον», είπε ο ασπρομάλλης με βαθιά, δυνατή φωνή και τα γαλάζια μάτια του ήταν αταλάντευτα, σαν κάθε Αελίτη. «Αυτές είναι η Μορνταίν και η Ναρίς». Έδειξε τις δύο γυναίκες που στέκονταν δίπλα του. «Μιλάμε εκ μέρους του Ρουίντιαν και του Τζεν Άελ».

Οι άντρες γύρω από τον Μαντέιν σάλεψαν ανήσυχα. Στους περισσότερους, όπως και στον ίδιο, δεν άρεσε να ισχυρίζεται το Τζεν ότι ήταν Άελ. «Γιατί μας καλέσατε εδώ;» ζήτησε να μάθει, αν και του έκαιγε τη γλώσσα η παραδοχή ότι είχαν απαιτήσει την παρουσία του.

«Γιατί δεν έχεις σπαθί;» είπε ο Ντέρμον αντί να απαντήσει. Αυτό προκάλεσε θυμωμένα μουρμουρητά.

«Απαγορεύεται», είπε ο Ντέρμον. «Αυτό θα έπρεπε να είναι γνωστό ακόμα και στο Τζεν». Σήκωσε τα δόρατά του και άγγιξε το μαχαίρι στη μέση του και το τόξο στην πλάτη του. «Αυτά τα όπλα αρκούν για τους πολεμιστές». Τα μουρμουρητά έγιναν επιδοκιμαστικά και μερικά προέρχονταν από ανθρώπους που είχαν ορκιστεί να τον σκοτώσουν. Και πάλι θα τον σκότωναν, αν τους δινόταν η ευκαιρία, αλλά επιδοκίμαζαν αυτό που είχε πει. Και φαινόταν ότι τους αρκούσε που τον άφηναν να μιλάει, με αυτές τις Άες Σεντάι να παρακολουθούν.

«Δεν ξέρετε γιατί», είπε η Μορνταίν. «Είναι πολλά που δεν ξέρετε. Αλλά πρέπει να τα μάθετε», πρόσθεσε η Ναρίς.

«Τι θέλετε;» ζήτησε να μάθει ο Μαντέιν.

«Εσάς». Τα μάτια του Ντέρμον ταξίδεψαν σ' όλους τους Αελίτες. «Αυτός που θα σας οδηγήσει πρέπει να έρθει στο Ρουίντιαν και να μάθει από πού ήρθαμε, καθώς και γιατί δεν έχετε σπαθιά. Όποιος δεν μπορεί να μάθει, δεν θα ζήσει».

«Σας μίλησαν οι Σοφές σας», είπε η Μορνταίν, «ειδάλλως δεν θα ήσασταν εδώ. Ξέρετε το κόστος για όσους αρνούνται».

Ο Τσαρέντιν βγήκε μπροστά, αγριοκοιτάζοντας μια τον Μαντέιν και μια τους Τζεν. Ο Μαντέιν του είχε δημιουργήσει εκείνη τη μακριά, ζαρωμένη ουλή στο πρόσωπο· τρεις φορές παραλίγο να αλληλοσκοτωθούν. «Μόνο να έρθουμε σε σας;» είπε ο Τσαρέντιν. «Όποιος από μας έρθει, θα ηγηθεί των Αελιτών;»

«Όχι». Η λέξη ακούστηκε αχνή, σαν ψίθυρος, αλλά ήταν αρκετά δυνατή για να φτάσει σε όλα τα αφτιά. Την είχε προφέρει η καστανομάτα Άες Σεντάι, που καθόταν στη σμιλεμένη καρέκλα της με μια κουβέρτα απλωμένη στα πόδια, σαν να κρύωνε κάτω από τον καυτό ήλιο. «Αυτό θα γίνει αργότερα», είπε. «Η πέτρα που δεν πέφτει θα πέσει για να αναγγείλει τον ερχομό του. Από το αίμα, όχι όμως μεγαλωμένος ανάμεσα στο αίμα, θα έρθει από το Ρουίντιαν την αυγή και θα σας ενώσει με ακατάλυτα δεσμά. Θα σας γυρίσει πίσω και θα σας καταστρέψει».

Μερικοί αρχηγοί φυλών κουνήθηκαν σαν να ήθελαν να φύγουν, όμως κανένας δεν έκανε πάνω από ένα-δυο βήματα. Όλοι είχαν ακούσει τη Σοφή της φυλής τους. Συμφωνήστε, αλλιώς θα μας αφανίσουν σαν να μην είχαμε υπάρξει ποτέ. Συμφωνήστε, αλλιώς θα αφανιστούμε μόνοι μας.

«Κάποια κατεργαριά είναι αυτή», φώναξε ο Τσαρέντιν. Μπροστά στα βλέμματα των Άες Σεντάι χαμήλωσε τη φωνή του, αλλά ο θυμός δεν καταλάγιαζε. «Θέλετε να πάρετε τις φυλές υπό τον έλεγχο σας. Οι Αελίτες δεν κλίνουν το γόνυ ούτε σε άντρα, ούτε σε γυναίκα». Τίναξε το κεφάλι, αποφεύγοντας τα βλέμματα των Άες Σεντάι. «Σε κανέναν», μουρμούρισε.

«Δεν ζητούμε τον έλεγχο», του είπε η Ναρίς.

«Λιγοστεύουν οι μέρες μας», είπε η Μορνταίν. «Θα έρθει μια μέρα που το Τζεν δεν θα υπάρχει πια και μόνο εσείς θα επιστρέφετε για να θυμηθείτε το Άελ. Πρέπει να μείνετε, αλλιώς όλα είναι μάταια, όλα χαμένα».

Η ανέκφραστη φωνή της, η γαλήνια βεβαιότητα, έκανε τον Τσαρέντιν να σιωπήσει, αλλά ο Μαντέιν είχε άλλη μια ερώτηση. «Γιατί; Αν ξέρετε το χαμό σας, τότε γιατί το κάνετε αυτό;» Έδειξε τα οικοδομήματα που υψώνονταν στο βάθος.

«Είναι ο σκοπός μας», αποκρίθηκε γαλήνια ο Ντέρμον. «Πολλά χρόνια αναζητούσαμε αυτό το μέρος και τώρα το ετοιμάζουμε, αν και όχι για το σκοπό που νομίζαμε κάποτε. Κάνουμε αυτό που πρέπει και κρατάμε την πίστη μας».

Ο Μαντέιν περιεργάστηκε το πρόσωπο του άλλου. Δεν έδειχνε φόβο. «Είστε Αελίτες», είπε κι όταν ακούστηκαν επιφωνήματα από μερικούς αρχηγούς, αυτός ύψωσε τη φωνή του. «Θα πάω στο Τζεν Άελ».

«Δεν επιτρέπεται να έρθεις οπλισμένος στο Ρουίντιαν», είπε ο Ντέρμον.

Ο Μαντέιν γέλασε δυνατά με το θράσος του άλλου. Ζητούσε από έναν Αελίτη να πάει άοπλος. Πέταξε τα όπλα του και έκανε ένα βήμα μπροστά. «Πάρε με στο Ρουίντιαν, Αελίτη. Δεν με παραβγαίνεις στο κουράγιο».


Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια μπροστά στα φώτα που τρεμόπαιζαν. Εκεί δεν ήταν ο εαυτός του, ήταν ο Μαντέιν· ακόμα ένιωθε την περιφρόνηση για το Τζεν να υποχωρεί μπροστά στο θαυμασμό. Ήταν Αελίτες οι Τζεν ή δεν ήταν; Έδειχναν ίδιοι, ψηλοί, με ανοιχτόχρωμα μάτια και πρόσωπα ηλιοκαμένα, φορούσαν τα ίδια ρούχα, με εξαίρεση το γεγονός ότι δεν είχαν πέπλα. Αλλά πουθενά ανάμεσά του δεν υπήρχε όπλο, εκτός από κάτι απλά μαχαίρια στη ζώνη, κατάλληλα για δουλειά. Δεν υπήρχε Αελίτης χωρίς όπλο.

Βρισκόταν πιο βαθιά ανάμεσα στις κολώνες απ' όσο θα ήταν λογικό με το ένα βήμα που είχε κάνει, καθώς και πιο κοντά στον Μουράντιν απ' όσο πριν. Ο Αελίτης, που πριν είχε ένα ακλόνητο βλέμμα, τώρα είχε σμιγμένα τα φρύδια, με μια βαριά έκφραση.

Η σκόνη έτριξε κάτω από τις μπότες του Ραντ, καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά.


Τον έλεγαν Ρόντρικ και ήταν σχεδόν είκοσι χρόνων. Ο ήλιος ήταν μια χρυσή φουσκάλα στον ουρανό, αλλά ο άντρας δεν κατέβασε το πέπλο του και συνέχισε να κοιτάζει άγρυπνα ολόγυρα. Τα δόρατά του ήταν έτοιμα —ένα είχε στο δεξί χέρι και τρία τα κρατούσε μαζί με τη μικρή, στρογγυλή ασπίδα από τομάρι ταύρου― και ήταν έτοιμος κι ο ίδιος. Ο Τζέρνταμ ήταν στον κάμπο με το ξερό χορτάρι, νότια των λόφων, όπου οι περισσότεροι θάμνοι ήταν καχεκτικοί και μαραμένοι. Τα μαλλιά του ηλικιωμένου ήταν λευκά, σαν εκείνο το πράγμα που λεγόταν χιόνι, για το οποίο έλεγαν οι παλιοί, όμως το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό και η προσοχή του δεν θα ήταν όλη στραμμένη στους σκαφτιάδες, που ανέβαζαν γεμάτα, μεγάλα ασκιά.

Προς το βορρά και τα ανατολικά υψώνονταν βουνά, ενώ η βόρεια οροσειρά ήταν ψηλή και κοφτερή, με άσπρες κορυφές, αλλά και πάλι έμοιαζε με νάνο μπροστά στα τέρατα της ανατολικής. Έμοιαζαν λες και ο κόσμος πάσχιζε να αγγίξει τα ουράνια, ίσως να τα άγγιζε κιόλας. Μήπως εκείνο το άσπρο ήταν χιόνι; Δεν θα το μάθαινε. Αντιμέτωποι μ' αυτό, οι Τζεν πρέπει να είχαν αποφασίσει να γυρίσουν προς τα ανατολικά. Πολλούς μήνες προχωρούσαν βόρεια, ακολουθώντας τα τοιχώματα αυτών των βουνών, σέρνοντας με κόπο τις άμαξές τους, προσπαθώντας να μην πιστέψουν ότι τους ακολουθούσαν οι Αελίτες. Τουλάχιστον υπήρχε νερό όταν περνούσαν τα ποτάμια, αν και όχι πολύ. Ο Ρόντρικ χρόνια είχε να δει ποτάμι που να μην μπορεί να διασχίσει· μακριά από τα βουνά, τα περισσότερα ποτάμια ήταν μια ξερή, σκασμένη λάσπη. Μακάρι να ξανάπεφταν βροχές, να γέμιζε πάλι ο τόπος πρασινάδα. Θυμόταν τότε που ο κόσμος ήταν χλοερός.

Άκουσε τα άλογα πριν τα δει, ήταν τρεις καβαλάρηδες που έρχονταν από τους λόφους, φορώντας μακριά, δερμάτινα πουκάμισα με ραμμένους μεταλλικούς δίσκους από πάνω ως κάτω, ενώ οι δύο από αυτούς είχαν λόγχες. Ήξερε τον επικεφαλής, τον Γκάραμ, τον γιο του αρχηγού της πόλης που ήταν λίγο πιο πίσω τους, στο δρόμο που απ' όπου είχαν έρθει, ο οποίος δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Ρόντρικ. Ήταν τυφλοί οι κάτοικοι αυτής της πόλης. Δεν είδαν τους Αελίτες, που ζωντάνεψαν για λίγο όταν τους προσπέρασαν και μετά ξανάγιναν αόρατοι σ' αυτή την τραχιά γη. Ο Ρόντρικ κατέβασε το πέπλο του· δεν θα σκοτωνόταν κανείς, εκτός αν έκαναν την αρχή οι καβαλάρηδες. Δεν μετάνιωνε γι' αυτό, αλλά δεν εμπιστευόταν ανθρώπους που ζούσαν σε σπίτια και πόλεις. Είχαν δώσει πολλές μάχες με ανθρώπους αυτού του είδους. Οι ιστορίες έλεγαν ότι αυτό γινόταν ανέκαθεν.

Ο Γκάραμ τράβηξε τα γκέμια και ύψωσε το δεξί χέρι σε χαιρετισμό. Ήταν μικρόσωμος, με μαύρα μάτια, σαν τους δύο που τον ακολουθούσαν, όμως και οι τρεις έδειχναν σκληροί και ικανοί. «Χαίρε, Ρόντρικ. Γέμισαν οι άνθρωποί σου τα ασκιά τους;»

«Σε βλέπω, Γκάραμ». Μίλησε ήρεμα και ανέκφραστα. Τον τάραζε να βλέπει ανθρώπους σε άλογα, πιο πολύ κι από το γεγονός ότι είχαν σπαθιά. Οι Αελίτες είχαν ζώα φόρτου, όμως υπήρχε κάτι αφύσικο στο να κάθεται κάποιος πάνω σε άλογο. Τα πόδια του ανθρώπου έφταναν και περίσσευαν. «Κοντεύουμε. Μήπως ο πατέρας σου παίρνει πίσω την άδεια που μας έδωσε να παίρνουμε νερό από τη γη του;» Καμία πόλη δεν τους είχε δώσει άλλοτε άδεια. Έπρεπε να πολεμήσεις για το νερό, όπως και για το κάθε τι, αν ήταν άνθρωποι κοντά εκεί· βέβαια, αν υπήρχε νερό, τότε σίγουρα οι άνθρωποι ήταν κοντά. Δεν θα ήταν εύκολο να τα βάλει μόνος μ' αυτούς τους τρεις. Σάλεψε τα πόδια, έτοιμος να χορέψει και πιθανότατα να πεθάνει.

«Όχι», είπε ο Γκάραμ. Δεν είχε καν προσέξει την κίνηση του Ρόντρικ. «Έχουμε μια μεγάλη πηγή στην πόλη και ο πατέρας μου λέει ότι, όταν φύγετε, θα έχουμε και τα πηγάδια που σκάψατε, μέχρι να φύγουμε κι εμείς. Αλλά ο παππούς σου ήθελε να ξέρει αν οι άλλοι ξεκινήσουν κι αυτό έγινε». Έγειρε με τον αγκώνα μπροστά στη σέλα του. «Πες μου, Ρόντρικ, είναι στ' αλήθεια ίδιος λαός με σας;»

«Είναι το Τζεν Άελ, ενώ εμείς το Άελ. Είμαστε το ίδιο, αλλά παράλληλα δεν είμαστε. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα, Γκάραμ». Ούτε κι ο ίδιος το καλοκαταλάβαινε.

«Προς τα πού πάνε;» ρώτησε ο Τζέρνταμ.

Ο Ρόντρικ υποκλίθηκε ήρεμα στον παππού του· είχε ακούσει ένα πάτημα, τον ήχο μιας μαλακής μπότας και ήξερε ότι ήταν Αελίτης. Οι άνθρωποι της πόλης δεν είχαν προσέξει, όμως, ότι ο Τζέρνταμ πλησίαζε και τίναξαν ξαφνιασμένοι τα γκέμια τους. Μόνο το γεγονός ότι ο Γκάραμ είχε απλώσει το χέρι εμπόδισε τους άλλους να χαμηλώσουν τις λόγχες. Ο Ρόντρικ και ο παππούς του περίμεναν.

«Ανατολικά», είπε ο Γκάραμ όταν είχε ηρεμήσει το άλογό του. «Πέρα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου». Έδειξε τα βουνά, που μαχαίρωναν τον ουρανό.

Ο Ρόντρικ μόρφασε. «Τι είναι από την άλλη μεριά;» είπε ατάραχα ο Τζέρνταμ.

«Ξέρω εγώ; Το τέλος του κόσμου», αποκρίθηκε ο Γκάραμ. «Δεν ξέρω αν έχει πέρασμα». Δίστασε. «Το Τζεν έχει μαζί του Άες Σεντάι. Δεκάδες, έτσι άκουσα. Δεν σε ταράζει να ταξιδεύεις τόσο κοντά σε Άες Σεντάι; Ακουσα ότι ο κόσμος κάποτε ήταν αλλιώτικος, αλλά αυτές τον χάλασαν».

Ο Ρόντρικ ένιωθε μεγάλη νευρικότητα με τις Άες Σεντάι, αν και δεν έδειξε τίποτα στο πρόσωπο του. Ήταν μόνο τέσσερις, όχι δεκάδες, αλλά κι έτσι του θύμιζαν ιστορίες, που έλεγαν ότι οι Αελίτες είχαν απογοητεύσει τις Άες Σεντάι με κάποιον τρόπο που κανείς δεν ήξερε. Οι Άες Σεντάι πρέπει να ήξεραν· ελάχιστες φορές είχαν βγει από τις άμαξες των Τζεν τη χρονιά που είχαν έρθει, όμως τις λίγες εκείνες φορές κοίταζαν τους Αελίτες με θλιμμένα μάτια. Ο Ρόντρικ δεν ήταν ο μόνος που προσπαθούσε να τις αποφεύγει.

«Φυλάμε το Τζεν», είπε ο Τζέρνταμ. «Εκείνοι ταξιδεύουν με τις Άες Σεντάι».

Ο Γκάραμ ένευσε σαν να άλλαζε κάτι έτσι και ύστερα έσκυψε πάλι μπροστά, χαμηλώνοντας τη φωνή. «Ο πατέρας μου έχει Άες Σεντάι για συμβουλάτορα, αν και το κρύβει από την πόλη. Του λέει ότι πρέπει να αφήσουμε αυτούς τους λόφους και να πάμε ανατολικά. Λέει ότι στα ξερά ποτάμια θα ξανακυλήσει νερό και κοντά σε ένα ποτάμι θα χτίσουμε μια λαμπρή πόλη. Λέει πολλά πράγματα. Άκουσα ότι οι Άες Σεντάι σκοπεύουν να χτίσουν μια πόλη ― βρήκαν έναν Ογκιρανό για να τους τη φτιάξει. Ογκιρανό!» Κούνησε το κεφάλι κι από τους θρύλους επέστρεψε στην πραγματικότητα. «Λες να θελήσουν να κυβερνήσουν πάλι τον κόσμο; Οι Άες Σεντάι; νομίζω ότι πρέπει να τις σκοτώσουμε, πριν μας αφανίσουν πάλι».

«Πρέπει να κάνεις αυτό που νομίζεις καλύτερο». Η φωνή του Τζέρνταμ δεν άφηνε να φανεί ούτε ίχνος από τις δικές του σκέψεις. «Πρέπει να ετοιμάσω τους ανθρώπους μου για να περάσουμε αυτά τα βουνά».

Ο μελαχρινός ίσιωσε το κορμί στη σέλα του, φανερά απογοητευμένος. Ο Ρόντρικ υποψιάστηκε ότι ήθελε τη βοήθεια των Αελιτών για να σκοτώσει τις Άες Σεντάι. «Η Ραχοκοκαλιά του Κόσμου», είπε απότομα ο Γκάραμ. «Έχει κι άλλο όνομα. Μερικοί την ονομάζουν Δρακότειχος».

«Ταιριαστό όνομα», απάντησε ο Τζέρνταμ.

Το βλέμμα του Ρόντρικ πλανήθηκε στα πανύψηλα βουνά του ορίζοντα. Ταιριαστό όνομα για Αελίτες. Το μυστικό όνομα των Αελιτών, που δεν το έλεγαν σε κανέναν, ήταν Λαός του Δράκοντα. Δεν γνώριζε γιατί, ήξερε μόνο πως δεν το ξεστόμιζαν παρά μόνο όταν σου έδιναν τα δόρατα. Τι βρισκόταν πίσω από το Δρακότειχος; Αν μη τι άλλο, εκεί θα υπήρχαν άνθρωποι να πολεμήσουν. Πάντα υπήρχαν. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν μονάχα Αελίτες, Τζεν και εχθροί. Αυτό μονάχα. Αελίτες, Τζεν και εχθροί.


Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα που του έγδαρε το λαιμό, σαν να είχε κάνει ώρες να ανασάνει. Στις κολώνες γύρω του ανηφόριζαν φωτεινά δαχτυλίδια, που έκαναν τα μάτια του να πονούν. Οι λέξεις ακόμα αντηχούσαν στο νου του. Αελίτες, Τζεν και εχθροί· αυτός ήταν ο κόσμος. Η περιοχή εκείνη σίγουρα δεν ήταν στην Ερημιά. Είχε δει —είχε ζήσει― έναν καιρό πριν οι Αελίτες έρθουν στην Τρίπτυχη Γη.

Είχε ζυγώσει ακόμα πιο κοντά στον Μουράντιν. Τα μάτια του Αελίτη σάλεψαν ανήσυχα και έμοιαζε να πασχίζει να μην κάνει άλλο βήμα.

Ο Ραντ προχώρησε.


Καθισμένος ανακούρκουδα στη λευκοντυμένη λοφοπλαγιά, ο Τζέρνταμ δεν έδινε σημασία στο κρύο, καθώς παρακολουθούσε πέντε ανθρώπους τον πλησιάζουν με κόπο. Τρεις άντρες με μανδύες και δύο γυναίκες με χοντρά φορέματα, που δυσκολεύονταν να βαδίσουν στο χιόνι. Ο χειμώνας έπρεπε να έχει τελειώσει προ πολλού, σύμφωνα με τους παλιούς, αλλά βέβαια έλεγαν ιστορίες για τις εποχές που άλλαζαν και δεν ήταν πια όπως παλιά. Ισχυρίζονταν, επίσης, ότι η γη σειόταν και τα βουνά υψώνονταν ή βούλιαζαν, σαν νερό σε καλοκαιρινή λιμνούλα όταν έπεφτε μέσα μια πέτρα. Ο Τζέρνταμ δεν τα πίστευε αυτά. Ήταν δεκαοκτώ χρόνων, είχε γεννηθεί στις σκηνές και αυτή εδώ ήταν η μόνη ζωή που είχε γνωρίσει. Το χιόνι, οι σκηνές και το καθήκον της προστασίας.

Κατέβασε το πέπλο και σηκώθηκε αργά, γέρνοντας στο μακρύ δόρυ του ώστε να μη φοβίσει τους ανθρώπους των αμαξών, αλλά κι έτσι αυτοί μαρμάρωσαν, κοιτάζοντας το δόρυ, το τόξο που κρεμόταν στην πλάτη του και τη φαρέτρα στη μέση του. Από τους πέντε, κανείς δεν φαινόταν μεγαλύτερός του. «Μας χρειάζεστε, Τζεν;» φώναξε.

«Μας ονομάζεις έτσι για να μας χλευάσεις», φώναξε με τη σειρά του ένας ψηλός με σουβλερή μύτη, «αλλά είναι αλήθεια. Είμαστε πράγματι το μόνο αληθινό Άελ. Εσείς εγκαταλείψατε την Οδό».

«Αυτό είναι ψέμα!» ξέσπασε ο Τζέρνταμ. «Ποτέ δεν έπιασα στο χέρι μου σπαθί!» Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Δεν τον είχαν βάλει εδώ για να θυμώνει με τους Τζεν. «Αν χαθήκατε, οι άμαξες σας είναι κατά κει». Έδειξε προς το νότο με το δόρυ.

Μια γυναίκα άπλωσε το χέρι στο μπράτσο εκείνου με τη σουβλερή μύτη και του μίλησε χαμηλόφωνα. Οι άλλοι ένευσαν και στο τέλος ένευσε κι αυτός, αν και απρόθυμα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, με ξανθές τούφες να ξεφεύγουν από τα μαλλιά της κάτω από το σκοτεινό επώμιο με το οποίο είχε κουκουλωθεί ως το κεφάλι. Στάθηκε αντίκρυ στον Τζέρνταμ. «Δεν χαθήκαμε», του είπε. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνικά, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά, και έσφιξε γύρω της το επώμιο.

Ο Τζέρνταμ ένευσε· δεν είχε φανταστεί τέτοιο πράγμα. Οι Τζεν συνήθως κατάφερναν να αποφεύγουν όσους ήταν από τις σκηνές, ακόμα κι όταν χρειάζονταν βοήθεια. Οι λίγοι που δεν τους απέφευγαν, το έκαναν όταν βρίσκονταν σε απόγνωση, ζητώντας τη βοήθεια που δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά αλλού. «Ακολουθήστε με».

Ήταν ένα μίλι απόσταση μέσα από τους λόφους ως τις σκηνές του πατέρα του ― ως εκείνα τα χαμηλά τρίγωνα, που ήταν σχεδόν σκεπασμένα από τα τελευταία χιόνια και γραπωμένα στις πλαγιές. Οι δικοί του κοίταζαν επιφυλακτικά τους νεοαφιχθέντες, αλλά δεν σταμάτησαν τις δουλειές τους, είτε μαγείρευαν, είτε φρόντιζαν τα όπλα τους, είτε πετούσαν χιονιές με τα παιδιά. Ήταν περήφανος για τη φυλή του, σχεδόν διακόσιοι άνθρωποι, το μεγαλύτερο από τα δέκα στρατόπεδα που ήταν σκορπισμένα βόρεια από τις άμαξες, Οι Τζεν, όμως, δεν φαινόταν να εντυπωσιάζονται. Τον ενοχλούσε που οι Τζεν ήταν τόσο περισσότεροι από τους Αελίτες.

Ο Λιούιν βγήκε από τη σκηνή του. Ήταν ένας ψηλός γκριζομάλλης με σκληρό πρόσωπο· ο Λιούιν ποτέ δεν χαμογελά, έλεγαν, και η αλήθεια ήταν ότι ο Τζέρνταμ ποτέ δεν τον είχε δει έτσι. Μπορεί να χαμογελούσε πριν πεθάνει η μητέρα του Τζέρνταμ από πυρετό, αλλά ο Τζέρνταμ δεν το πίστευε.

Η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά —το όνομά της ήταν Μόριν― είπε μια ιστορία, την οποία πάνω-κάτω ο Τζέρνταμ περίμενε. Οι Τζεν είχαν εμπορευτεί με ένα χωριό, ένα μέρος τειχισμένο με κορμούς δέντρων, και μετά οι άντρες του χωριού είχαν έρθει μέσα στη νύχτα και είχαν πάρει πίσω αυτά που είχαν δώσει στην ανταλλαγή, παίρνοντας κι άλλα από πάνω. Οι Τζεν πάντα πίστευαν ότι μπορούσαν να εμπιστευτούν τους ανθρώπους που ζούσαν σε σπίτια, πάντα πίστευαν ότι η Οδός θα τους προστάτευε. Απαρίθμησαν τους νεκρούς ― πατέρες, μια μητέρα, πρωταδελφοί. Τους αιχμαλώτους ― πρωταδελφές, μια αδελφή-μητέρα, μια κόρη. Ο Τζέρνταμ ξαφνιάστηκε μ' αυτό το τελευταίο· η Μόριν μίλησε με πίκρα για μια πεντάχρονη κόρη, που την είχαν πάρει για να τη μεγαλώσει κάποια άλλη γυναίκα. Τη μελέτησε πιο προσεκτικά και έβαλε μερικά ακόμα χρόνια στην ηλικία που είχε υπολογίσει.

«Θα τους φέρουμε πίσω», υποσχέθηκε ο Λιούιν. Πήρε μια αρμαθιά δόρατα που του έδωσαν και τα έχωσε με τη μύτη στο χώμα. «Μπορείτε να μείνετε μαζί μας, αν το επιθυμείτε, αρκεί να θέλετε να υπερασπιστείτε τις ζωές σας και τις δικές μας. Αν μείνετε, δεν θα σας επιτραπεί να γυρίσετε στις άμαξες». Ο άλλος με τη σουβλερή μύτη γύρισε την πλάτη όταν το άκουσε και πήρε βιαστικά το δρόμο της επιστροφής. Ο Λιούιν συνέχισε να μιλά· σ' αυτό το σημείο ήταν σπάνιο να φύγει μόνο ένας. «Όσοι επιθυμείτε να έρθετε μαζί μας σ' αυτό το χωριό, πάρτε ένα δόρυ. Μην ξεχνάτε, όμως, ότι αν πάρετε δόρυ για να χτυπήσετε άνθρωπο, τότε θα πρέπει να μείνετε μαζί μας». Η φωνή του και τα μάτια του ήταν λες από πέτρα. «Για τους Τζεν θα είστε νεκροί».

Ένας από τους άντρες που είχαν απομείνει δίστασε, αλλά τελικά όλοι πήραν ένα δόρυ από το χώμα. Το ίδιο έκανε και η Μόριν. Ο Τζέρνταμ την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα, ακόμα και ο Λιούιν βλεφάρισε.

«Δεν χρειάζεται να πάρεις δόρυ για να μείνεις», της είπε ο Λιούιν, «ή για να σου φέρουμε τους ανθρώπους σου. Αν πάρεις το δόρυ σημαίνει ότι είσαι πρόθυμη να πολεμήσεις, όχι μόνο να αμυνθείς. Μπορείς να το ξαναφήσεις κάτω· δεν θα είναι ατιμωτικό».

«Πήραν την κόρη μου», είπε η Μόριν.

Ο Λιούιν ένευσε σχεδόν αμέσως, προς μεγάλη κατάπληξη του Τζέρνταμ. «Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Για όλα. Ας γίνει έτσι». Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στα στρατόπεδα και να αγγίζει άντρες στον ώμο, λέγοντας το όνομά τους ως αναγνωριστικό για την επίσκεψη τους σ' αυτό το περιτειχισμένο χωριό. Πρώτο άγγιξε στον ώμο τον Τζέρνταμ· ο πατέρας του πάντα τον διάλεγε πρώτο, από τότε που ήταν αρκετά μεγάλος για να κρατά το δόρυ. Αυτό ήθελε και ο Τζέρνταμ.

Η Μόριν δυσκολευόταν με το δόρυ, το κοντάρι είχε πιαστεί στη μακριά φούστα της.

«Δεν είναι ανάγκη να πας», της είπε ο Τζέρνταμ. «Καμία γυναίκα δεν έχει πάει ποτέ. Θα φέρουμε την κόρη σου πίσω».

«Εγώ θα φέρω την Κίριν από κει», είπε άγρια αυτή. «Δεν με σταματάς». Πεισματάρα γυναίκα.

«Σ' αυτή την περίπτωση, να πώς πρέπει να ντυθείς», Της έδειξε το γκρίζο και καφετί σακάκι του, καθώς και το φαρδύ παντελόνι του. «Δεν μπορείς να περπατήσεις βραδιάτικα στην ύπαιθρο με φόρεμα». Της πήρε το δόρυ, πριν αυτή προλάβει να αντιδράσει. «Το δόρυ δεν μαθαίνεται εύκολα». Η απόδειξη ήταν οι δύο άντρες που είχαν έρθει μαζί της και τώρα άκουγαν αμήχανα τις οδηγίες και κόντευαν να πέσουν κάτω. Ο Τζέρνταμ βρήκε ένα τσεκούρι και έκοψε από το κοντάρι του δόρατος ένα κομμάτι, μακρύ όσο ένα βήμα. Το δόρυ τώρα είχε μάκρος όλο μαζί τέσσερα βήματα και σχεδόν το ένα βήμα ήταν η ατσάλινη αιχμή. «Πιάσ' το και κάρφωνε. Τίποτα παραπάνω. Μόνο κάρφωνε. Το κοντάρι μπορείς να το χρησιμοποιήσεις και για να αποκρούσεις ένα χτύπημα, αλλά θα σου βρω και κάτι σαν ασπίδα για να κρατάς με το άλλο χέρι».

Εκείνη τον κοίταξε παράξενα. «Πόσων χρόνων είσαι;» τον ρώτησε, κάτι ακόμα πιο παράξενο. Της είπε και αυτή κούνησε το κεφάλι σκεφτικά.

«Είναι ο σύζυγός σου κανείς απ' αυτούς;» της είπε ύστερα από λίγο. Οι άντρες ακόμα σκόνταφταν στα δόρατά τους.

«Ο σύζυγός μου θρηνεί από τώρα την Κίριν. Πιο πολύ τον νοιάζουν τα δέντρα, παρά η ίδια του η κόρη».

«Τα δέντρα;»

«Τα Δέντρα της Ζωής». Την κοίταξε ανέκφραστα κι αυτή κούνησε το κεφάλι. «Τρία δεντράκια φυτεμένα σε βαρέλια. Τα προσέχουν περισσότερο από τους ανθρώπους τους. Όταν βρουν κάποιο ασφαλές μέρος θα τα φυτέψουν· λένε ότι οι περασμένες εποχές θα ξαναγυρίσουν τότε. Για δες, είπα “λένε”, όχι “λέμε”. Πολύ καλά, δεν είμαι άλλο πια Τζεν». Ζύγιασε στο χέρι το κοντό δόρυ. «Αυτός είναι τώρα ο σύζυγός μου». Τον κοίταξε εξεταστικά. «Αν κανείς σου έκλεβε το παιδί, θα μιλούσες για την Οδό του Φύλλου και για τα βάσανα που στέλνουν για να μας δοκιμάσουν;» τον ρώτησε. Αυτός κούνησε το κεφάλι. «Αυτό φαντάστηκα. Θα γίνεις καλός πατέρας. Μάθε με να χρησιμοποιώ τούτο το δόρυ», είπε αυτή.

Παράξενη γυναίκα, αλλά όμορφη. Της ξαναπήρε το δόρυ και της έδειξε, εξηγώντας τι έκανε. Τώρα που είχε κοντύνει το κοντάρι, ήταν γρήγορο και ευέλικτο.

Η Μόριν τον κοίταζε με ένα παράξενο χαμόγελο, αλλά η προσοχή του ήταν στραμμένη στο δόρυ. «Είδα το πρόσωπό σου στο όνειρο», του είπε μαλακά, αλλά αυτός δεν την άκουσε καλά. Με τέτοιο δόρυ, θα ήταν γρηγορότερος από άντρα με σπαθί. Είδε στο νου του τους Αελίτες να κατατροπώνουν εκείνους που κρατούσαν σπαθιά. Κανένας δεν θα τους αντιστεκόταν. Κανένας.


Φώτα άστραψαν στις γυάλινες κολώνες, σχεδόν τυφλώνοντας τον Ραντ. Ο Μουράντιν ήταν μόνο ένα-δυο βήματα μπροστά του, κοιτώντας ευθεία μπρος, με τα δόντια γυμνωμένα σ' ένα βουβό γρύλισμα. Οι κολώνες τους μετέφεραν πίσω, στην ιστορία των Αελιτών που ήταν χαμένη στο χρόνο. Τα πόδια του Ραντ προχώρησαν με δική τους βούληση. Έκαναν μπροστά. Και γύρισαν πίσω στο χρόνο.


Ο Λιούιν έσιαξε στο πρόσωπό του το πέπλο, που τον προστάτευε από τη σκόνη, και κοίταξε το μικρό καταυλισμό, όπου τα κάρβουνα μιας φωτιάς που ξεψυχούσε τρεμόφεγγαν ακόμα κάτω από μια σιδερένια κατσαρόλα. Ο άνεμος του έφερε μυρωδιά μισοκαμένου βραστού. Στοίβες από κουβέρτες περικύκλωναν τα κάρβουνα, κάτω από το φως του φεγγαριού. Δεν φαίνονταν άλογα πουθενά. Ευχήθηκε να είχε φέρει λίγο νερό, αλλά μόνο στα παιδιά επιτρεπόταν να πίνουν νερό εκτός των γευμάτων. Θυμόταν αμυδρά έναν καιρό που το νερό ήταν περισσότερο, που οι μέρες δεν είχαν τόσο λιοπύρι και σκόνη, που ο άνεμος δεν φυσούσε αδιάκοπα. Η νύχτα πρόσφερε μικρή μόνο ανακούφιση, καθώς ο θαμπός, πυρωμένος ήλιος έδινε τη θέση του στην παγωνιά. Τυλίχτηκε πιο σφιχτά στη χλαίνη από τομάρια αγριοκάτσικων, την οποία χρησιμοποιούσε για κουβέρτα.

Οι σύντροφοι του πλησίασαν κοντύτερα, κουκουλωμένοι κι αυτοί, κλωτσώντας βράχια και μουρμουρίζοντας· του φάνηκε ότι θα ξυπνούσαν τους άντρες που ήταν πιο κάτω. Δεν παραπονιόταν· κανείς εκεί δεν ήταν μαθημένος σε τέτοια πράγματα. Μπορεί τα πέπλα να τους έκρυβαν το πρόσωπο, όμως αυτός διέκρινε ποιος ήταν ποιος. Ο Λούκα, με τους πιο μεγάλους ώμους απ' όλους· του άρεσε να πειράζει τον κόσμο. Ο Γκεάραν, λιγνός σαν πελαργός, ο πιο γρήγορος στο τρέξιμο από κάθε άλλον στις άμαξες. Ο Τσάρλιν και ο Αλίχα, φτυστοί μεταξύ τους, σαν καθρέφτισμα, μόνο που ο Τσάρλιν είχε το συνήθειο να κλίνει το κεφάλι όταν ανησυχούσε, όπως έκανε τώρα· η αδελφή τους, η Κόλιν, ήταν πιο κάτω, σε εκείνη την πρόχειρη κατασκήνωση. Όπως και η Μαίγκραν, η αδελφή του Λιούιν.

Όταν είχαν βρει σχισμένες από κάποια πάλη τις τσάντες που είχαν τα κορίτσια για να μαζεύουν πράγματα, όλοι οι άλλοι ήταν έτοιμοι να θρηνήσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους, όπως είχαν κάνει τόσες και τόσες φορές. Ακόμα και ο παππούς του Λιούιν. Αν ο Άνταν ήξερε τι σκόπευαν να κάνουν οι πέντε τους, θα τους είχε σταματήσει. Το μόνο που έκανε τώρα πια ο Άνταν ήταν να μουρμουρίζει ότι έπρεπε να κρατήσουν την πίστη στις Άες Σεντάι, τις οποίες δεν είχε δει ποτέ ο Λιούιν, κι επίσης ότι έπρεπε να κρατήσουν το Άελ ζωντανό. Το Άελ συνολικά, ως λαό, όχι κάποιο συγκεκριμένο Άελ. Ούτε καν τη Μαίγκραν.

«Είναι τέσσερις», ψιθύρισε ο Λιούιν. «Τα κορίτσια είναι από την εδώ μεριά της φωτιάς. Θα τις ξυπνήσω —ήσυχα― και θα ξεγλιστρήσουμε, ενώ οι άλλοι θα κοιμούνται ακόμα». Οι φίλοι του κοιτάχτηκαν και ένευσαν. Σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο πριν φτάσουν, αλλά το μόνο που μπορούσαν να σκεφτούν τότε ήταν πώς να πάρουν τις κοπέλες και να φύγουν από τις άμαξες χωρίς να τους δουν. Δεν ήξερε αν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν αυτούς τους άντρες, ή αν θα τους πρόφταιναν πριν εκείνοι φτάσουν στο χωριό απ' όπου είχαν έρθει, ένα σκορποχώρι με πρόχειρες καλύβες, που οι κάτοικοί του είχαν διώξει τους Αελίτες με πέτρες και ραβδιά. Αν οι απαγωγείς έφταναν ως εκεί, δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα.

«Κι αν ξυπνήσουν;» ρώτησε ο Γκεάραν.

«Δεν εγκαταλείπω την Κόλιν», είπε απότομα ο Τσάρλιν. «Θα τις πάρουμε πίσω, Γκεάραν», είπε ο αδερφός του πιο ήρεμα.

«Έτσι ακριβώς», συμφώνησε ο Λιούιν. Ο Λούκα χτύπησε ελαφρά με το δάχτυλο το πλευρό του Γκεάραν κι αυτός ένευσε.

Δεν ήταν εύκολο να κατηφορίσουν μέσα στο σκοτάδι. Τα ξεραμένα κλαράκια που είχε αφήσει η ξηρασία έσπαζαν κάτω από τα πόδια τους· βραχάκια και πετρούλες κυλούσαν στην ξερή πλαγιά μπροστά τους. Όσο περισσότερο προσπαθούσε ο Λιούιν να προχωρά ήσυχα, τόσο περισσότερη φασαρία έμοιαζε να κάνει. Ο Λούκα έπεσε σε μια βάτο που έτριξε δυνατά, κατάφερε όμως να ξεκολλήσει με μόνη φασαρία δυνατό λαχάνιασμά του. Ο Τσάρλιν γλίστρησε και έφτασε σχεδόν ως κάτω πριν σταματήσει. Όμως τίποτα δεν σάλεψε εκεί.

Πριν φτάσουν στην κατασκήνωση, ο Λιούιν κοντοστάθηκε ανταλλάσσοντας ανήσυχες ματιές με τους φίλους του και μετά προχώρησε στις μύτες των ποδιών του. Στ' αφτιά του η ανάσα του ηχούσε σαν βροντή, δυνατή σαν τα ροχαλητά που ακούγονταν από έναν από τους τέσσερις μεγάλους όγκους. Πάγωσε όταν το τραχύ ροχαλητό σταμάτησε και ο όγκος κουνήθηκε. Ύστερα ο όγκος γαλήνεψε πάλι και το ροχαλητό ξανάρχισε· ο Λιούιν άφησε την ανάσα του να βγει.

Ζάρωσε προσεκτικά δίπλα σε έναν από τους μικρότερους όγκους και παραμέρισε μια τραχιά, μάλλινη κουβέρτα, που είχε γίνει σαν πετσί από τη βρώμα. Η Μαίγκραν τον κοίταξε· το πρόσωπό της ήταν γεμάτο μελανάδες και πρησμένο, ενώ από το φόρεμά της είχαν απομείνει μονάχα κουρέλια. Της έκλεισε το στόμα με το χέρι για να μη φωνάξει, όμως εκείνη απλώς συνέχισε να τον κοιτάζει ανέκφραστα, χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια.

«Θα σε κόψω σαν γουρούνι, μικρέ». Ένας από τους μεγάλους όγκους κύλησε στο πλάι και ένας άντρας με ανάκατη γενειάδα και βρώμικα ρούχα σηκώθηκε όρθιος, με το μακρύ μαχαίρι του να λαμπυρίζει αχνά στο φως, καθρεφτίζοντας το κόκκινο φέγγος των κάρβουνων. Κλώτσησε τους όγκους που ήταν κοντά του, κάνοντάς τους να μουγκρίσουν και να σαλέψουν. «Σαν γουρούνι. Μπορείς να τσιρίξεις, μικρέ, ή ξέρετε μόνο να τρέχετε εσείς;»

«Τρέξε», είπε ο Λιούιν, όμως η αδερφή του τον κοίταζε νωθρά. Την έπιασε με έξαψη από τους ώμους και προσπάθησε να τη σπρώξει εκεί που βρίσκονταν οι άλλοι. «Τρέξε!» Αυτή βγήκε μουδιασμένη από τις κουβέρτες, σαν να μην είχε ούτε μια σταλιά δύναμη μέσα της. Η Κόλιν ήταν ξύπνια —άκουσε το κλαψούρισμά της― αλλά έμοιαζε να τυλίγεται πιο σφιχτά στις βρώμικες κουβέρτες της, προσπαθώντας να κρυφτεί εκεί μέσα. Η Μαίγκραν απλώς στεκόταν εκεί, κοιτάζοντας το κενό, μη βλέποντας τίποτα.

«Φαίνεται ότι ούτε αυτό δεν μπορείτε να κάνετε». Ο άντρας έκανε χαμογελαστός το γύρο της φωτιάς, πλησιάζοντάς τον με το μαχαίρι χαμηλά. Οι άλλοι ανακάθιζαν στις κουβέρτες, γελώντας και παρακολουθώντας το διασκεδαστικό θέαμα.

Ο Λιούιν δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να αφήσει την αδελφή του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πεθάνει. Ίσως αυτό να έδινε στη Μαίγκραν μια ευκαιρία να το σκάσει. «Τρέξε, Μαίγκραν! Σε παρακαλώ, τρέξε!» Αυτή δεν κουνήθηκε. Δεν έμοιαζε καν να τον ακούει. Τι της είχαν κάνει;

Ο γενειοφόρος τον πλησίαζε με το πάσο του, χασκογελώντας και απολαμβάνοντας την αργή προσέγγιση.

«Όχι!» Ο Τσάρλιν βγήκε με φόρα από το σκοτάδι και άρπαξε με τα δύο χέρια τον άντρα με το μαχαίρι, ρίχνοντάς τον κάτω. Οι άλλοι άντρες πετάχτηκαν όρθιοι. Ένας με ξυρισμένο κεφάλι, που έλαμπε στο αμυδρό φως, σήκωσε ένα σπαθί για να καρφώσει τον Τσάρλιν.

Ο Λιούιν δεν ήταν σίγουρος πώς ακριβώς είχε συμβεί. Με κάποιον τρόπο είχε πιάσει τη βαριά κατσαρόλα από το σιδερένιο χερούλι, τη είχε σηκώσει και την είχε κατεβάσει· χτύπησε το ξυρισμένο κεφάλι με έναν ξερό κρότο. Ο άντρας σωριάστηκε κάτω σαν να είχαν λιώσει τα κόκαλά του. Ο Λιούιν έχασε την ισορροπία του, χοροπήδησε προσπαθώντας να αποφύγει τη φωτιά και έπεσε πλάι της, χάνοντας την κατσαρόλα. Ένας μελαψός άντρας, με τα μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες, σήκωσε το σπαθί του, έτοιμος να τον τρυπήσει. Ο Λιούιν άρχισε να σέρνεται με την πλάτη, σαν αράχνη, έχοντας το βλέμμα καρφωμένο στην αιχμή του σπαθιού, ενώ τα χέρια του έψαχναν με αγωνία μήπως βρουν κάτι για να αποκρούσει τη σπαθιά, ένα ραβδί, οτιδήποτε. Η παλάμη του ακούμπησε ένα στρογγυλεμένο ξύλο. Το γύρισε απότομα μπροστά και το έσπρωξε προς τον άντρα που γρύλιζε. Τα μαύρα μάτια του άντρα γούρλωσαν και το σπαθί έπεσε από το χέρι του· αίμα ανάβλυσε από το στόμα του. Δεν ήταν ραβδί. Ήταν δόρυ.

Τα χέρια του Λιούιν άφησαν ακαριαία τη λαβή μόλις κατάλαβε τι ήταν. Πολύ αργά. Σύρθηκε προς τα πίσω για να αποφύγει τον άντρα που έπεφτε και τον κοίταξε τρέμοντας. Ένας νεκρός. Ένας άνθρωπος που τον είχε σκοτώσει ο ίδιος. Ο άνεμος τον πάγωσε.

Ύστερα από λίγο του γεννήθηκε η απορία γιατί δεν τον είχαν σκοτώσει οι υπόλοιποι. Ξαφνιάστηκε βλέποντας όλους τους φίλους του γύρω από τα κάρβουνα. Τον Γκεάραν, τον Λούκα και τον Αλίχα, λαχανιασμένους, με τα μάτια τους να φαίνονται γουρλωμένα κάτω από τα πέπλα που φορούσαν για τη σκόνη. Η Κόλιν ακόμα κλαψούριζε κάτω από τις κουβέρτες της και η Μαίγκραν στεκόταν κοιτάζοντας. Ο Τσάρλιν ήταν κουλουριασμένος, γονατιστός. Και οι τέσσερις άντρες, από το χωριό... Ο Λιούιν κοίταζε πότε τη μία ακίνητη, αιμόφυρτη μορφή και πότε την άλλη.

«Τους... σκοτώσαμε». Η φωνή του Λούκα έτρεμε. «Τους... Έλεος του Φωτός, έλα σε μας».

Ο Λιούιν πλησίασε γονατιστός τον Τσάρλιν και τον άγγιξε στον ώμο. «Χτύπησες;»

Ο Τσάρλιν έπεσε κάτω. Ένα κόκκινο υγρό κολλούσε στα χέρια του, καθώς έπιανε τη λαβή του μαχαιριού που προεξείχε από την κοιλιά του. «Πονάει, Λιούιν», ψιθύρισε. Τον έπιασε ένα ρίγος και μετά το φως έσβησε από τα μάτια του.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Γκεάραν. «Ο Τσάρλιν πέθανε κι εμείς... Φως μου, τι κάναμε; Τι κάνουμε τώρα;»

«Θα πάρουμε τα κορίτσια στις άμαξες». Ο Λιούιν δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από τα γυάλινα μάτια του Τσάρλιν. «Να τι θα κάνουμε».

Μάζεψαν ό,τι ήταν χρήσιμο, κυρίως τις κατσαρόλες και τα μαχαίρια. Δύσκολα έβρισκε κανείς μεταλλικά αντικείμενα. «Ας τα πάρουμε», είπε τραχιά ο Αλίχα. «Σίγουρα τα έκλεψαν από κάποιους σαν κι εμάς».

Όταν, όμως, ο Αλίχα έκανε να πιάσει ένα σπαθί, ο Λιούιν τον σταμάτησε. «Όχι, Αλίχα. Αυτό είναι όπλο, είναι φτιαγμένο για να σκοτώνει ανθρώπους. Δεν έχει άλλη χρήση». Ο Αλίχα δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταξε τα τέσσερα πτώματα και τα δόρατα που έδενε ο Λούκα με κουβέρτες για να κουβαλήσουν το πτώμα του Τσάρλιν. Ο Λιούιν δεν κοίταξε τους χωρικούς. «Το δόρυ μπορεί να μας φέρει τροφή για το τσουκάλι, Αλίχα. Το σπαθί όχι. Το απαγορεύει η Οδός».

Ο Αλίχα έμεινε αμίλητος, αλλά του Λιούιν του φάνηκε ότι είχε πάρει μια κοροϊδευτική έκφραση πίσω από το πέπλο του. Εντούτοις, όταν τελικά ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα, τα σπαθιά έμειναν πλάι στα κάρβουνα που έσβηναν και στους νεκρούς.

Ο δρόμος του γυρισμού στο σκοτάδι ήταν μακρύς, έτσι που κουβαλούσαν το πρόχειρο φορείο με τον Τσάρλιν, κι ο άνεμος μερικές φορές ξεσπούσε δυνατός και σήκωνε σύννεφα σκόνης που τους έπνιγαν. Η Μαίγκραν προχωρούσε σκοντάφτοντας συνέχεια και κοιτώντας ευθεία μπροστά· δεν ήξερε πού βρισκόταν, ποιοι ήταν δίπλα της. Η Κόλιν φαινόταν να φοβάται ακόμα και τον ίδιο της τον αδελφό και τιναζόταν αν την άγγιζε κανείς. Ο Λιούιν δεν είχε φανταστεί έτσι την επιστροφή τους. Στο νου του, οι κοπέλες γελούσαν, χαρούμενες που επέστρεφαν στις άμαξες· όλοι γελούσαν. Δεν κουβαλούσαν το πτώμα του Τσάρλιν. Δεν τους πλάκωνε η ανάμνηση των πράξεών τους.

Είδαν τις φωτιές για το μαγείρεμα και ύστερα τις άμαξες, που είχαν τα χάμουρα ήδη απλωμένα για να πάρουν το πρωί οι άντρες τις θέσεις τους. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, κανένας δεν άφηνε το καταφύγιο που πρόσφεραν οι άμαξες κι έτσι ο Λιούιν ξαφνιάστηκε όταν είδε τρεις φιγούρες να τους ζυγώνουν βιαστικά. Τα άσπρα μαλλιά του Άνταν ξεχώριζαν μέσα στη νύχτα. Οι άλλες δύο φιγούρες ήταν η Νέριν, η μητέρα της Κόλιν, και η Σάραλιν, η μητέρα του Λιούιν και της Μαίγκραν. Ο Λιούιν κατέβασε το πέπλο του με ένα άσχημο προαίσθημα.

Οι γυναίκες έτρεξαν στις κόρες τους και τις αγκάλιασαν, μουρμουρίζοντας παρηγορητικά λόγια. Η Κόλιν βυθίστηκε στην αγκαλιά της μητέρας της με έναν αναστεναγμό· η Μαίγκραν δεν έδειξε να προσέχει τη Σάραλιν, που έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα βλέποντας τις μελανάδες στο πρόσωπο της κόρης της.

Ο Άνταν κοίταξε συνοφρυωμένος τους νεαρούς, κάνοντας τις μόνιμες ρυτίδες ανησυχίας στο πρόσωπό του να βαθύνουν. «Στο όνομα του Φωτός, τι έγινε; Όταν καταλάβαμε ότι λείπατε κι εσείς...» Η φωνή του έσβησε όταν είδε το φορείο με τον Τσάρλιν. «Τι έγινε;» ξαναρώτησε, σαν να έτρεμε την απάντηση.

Ο Λιούιν άνοιξε αργά το στόμα, όμως τον πρόλαβε η Μαίγκραν.

«Τους σκότωσαν». Κοίταζε κάτι μακρινό, ενώ η φωνή της ήταν απλή σαν παιδιού. «Οι κακοί άνθρωποι μας πείραξαν. Μας... Ύστερα ήρθε ο Λιούιν και τους σκότωσε».

«Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα, παιδί μου», προσπάθησε να τη μαλακώσει η Σάραλιν. «Είσαι —» Κοντοστάθηκε, κοίταξε στα μάτια της κόρης της και ύστερα γύρισε και κοίταξε διστακτικά τον Λιούιν. «Είναι...; Είναι αλήθεια;»

«Αναγκαστήκαμε», είπε ο Αλίχα με φωνή γεμάτη πόνο. «Ήθελαν να μας σκοτώσουν. Σκότωσαν τον Τσάρλιν».

Ο Άνταν έκανε ένα βήμα πίσω. «Σκοτώσατε...; Σκοτώσατε ανθρώπους; Και το Σύμφωνο; Δεν πειράζουμε κανέναν. Κανέναν! Δεν υπάρχει λόγος που να σου επιτρέπει να σκοτώσεις ένα ανθρώπινο ον. Κανένας απολύτως!»

«Πήραν τη Μαίγκραν, παππού», είπε ο Λιούιν. «Πήραν τη Μαίγκραν και την Κόλιν, και τις πείραξαν. Τις —»

«Δεν υπάρχει λόγος!» βρυχήθηκε ο Άνταν, τρέμοντας από οργή. «Πρέπει να αποδεχόμαστε ό,τι συμβαίνει. Τα βάσανά μας είναι για να δοκιμαστεί η πίστη μας. Αποδεχόμαστε και υπομένουμε! Δεν δολοφονούμε! Δεν πλανηθήκατε μακριά από την Οδό, την εγκαταλείψατε. Δεν είστε πια Ντα’σάιν. Είστε διεφθαρμένοι και δεν θέλω να διαφθείρετε το Άελ. Φύγετε, ξένοι. Φονιάδες! Δεν είστε ευπρόσδεκτοι στις άμαξες των Αελιτών». Γύρισε την πλάτη και έφυγε, σαν αυτοί να μην υπήρχαν πια. Η Σάραλιν και η Νέριν τον ακολούθησαν, προστατεύοντας τα κορίτσια.

«Μητέρα;» είπε ο Λιούιν και μόρφασε όταν εκείνη τον κοίταξε με παγωμένο βλέμμα. «Μητέρα, σε παρακαλώ —»

«Ποιος είσαι εσύ, που μου μιλάς έτσι; Κρύψε το πρόσωπό σου, ξένε. Είχα γιο κάποτε με τέτοιο πρόσωπο. Δεν θέλω να το δω σ' ένα φονιά». Ύστερα πήρε τη Μαίγκραν και ακολούθησε τους άλλους.

«Είμαι ακόμα Αελίτης», φώναξε ο Λιούιν, αλλά εκείνοι δεν κοίταξαν πίσω. Του φάνηκε ότι άκουσε τον Λούκα να κλαίει. Ο άνεμος δυνάμωσε, σήκωσε σκόνη κι αυτός έκρυψε με το πέπλο το πρόσωπο. «Είμαι Αελίτης!»


Τα φώτα, που πηγαινοέρχονταν σαν τρελά, τρυπούσαν τα μάτια του Ραντ. Ο πόνος της απώλειας ήταν ακόμα μέσα του και το μυαλό του στριφογύριζε με έξαψη. Ο Λιούιν δεν κρατούσε όπλο. Δεν ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει ένα όπλο. Ο σκοτωμός τον τρόμαζε. Δεν είχε νόημα.

Τώρα κόντευε να προσπεράσει τον Μουράντιν, όμως ο άλλος δεν είχε συναίσθηση της παρουσίας του. Το γρύλισμα του Μουράντιν τώρα είχε παγώσει και το στόμα του έχασκε πλατύ· το πρόσωπό του είχε γεμίσει στάλες ιδρώτα· έτρεμε σαν να ήθελε να τρέξει.

Τα πόδια του Ραντ τον πήγαν μπροστά ― και πίσω.

Загрузка...