Ο ήλιος ήταν ακόμα ένα δάχτυλο πάνω από τον τραχύ, δυτικό ορίζοντα, όταν ο Ρούαρκ είπε ότι το Ίμρε Σταντ, όπου σκόπευε να μείνουν τη νύχτα, βρισκόταν μόνο ένα μίλι μπροστά τους.
«Γιατί σταματάμε από τώρα;» ρώτησε ο Ραντ. «Θα έχει ακόμα φως για ώρες».
Του απάντησε η Αβιέντα —περπατώντας στην άλλη πλευρά του Τζήντ'εν, από κει που ήταν ο αρχηγός φατρίας― με τον περιφρονητικό τόνο που είχε μάθει να περιμένει απ' αυτή. «Στο Ίμρε Σταντ υπάρχει νερό. Είναι προτιμότερο να στρατοπεδεύεις κοντά στο νερό, όταν βρίσκεις την ευκαιρία».
«Και επίσης οι άμαξες των πραματευτών δεν μπορούν να προχωρήσουν πολύ ακόμα», πρόσθεσε ο Ρούαρκ. «Όταν μακραίνουν οι σκιές πρέπει να σταματούν, αλλιώς κινδυνεύουν να σπάσουν τους τροχούς τους και τα πόδια των μουλαριών. Δεν θέλω να τους αφήσω πίσω. Δεν μου περισσεύει κανείς για να τους φυλάει, ενώ ο Κουλάντιν έχει ανθρώπους να το κάνουν».
Ο Ραντ έστριψε στη σέλα του. Πλαισιωμένες από Ντουάντε Μάχντι’ιν των Τζίντο, Αναζητητές Νερού, οι άμαξες προχωρούσαν με κόπο μερικές εκατοντάδες βήματα στο πλάι, τραντάζονταν, σήκωναν μια ψηλή στήλη κίτρινου χώματος. Οι πιο πολλές ρεματιές ήταν πολύ βαθιές ή είχαν πολύ απότομες πλαγιές κι έτσι οι αμαξάδες αναγκάζονταν να τις παρακάμπτουν, οπότε το καραβάνι στριφογύριζε σαν μεθυσμένο φίδι. Δυνατές βλαστήμιες ακούγονταν από την τρεμουλιαστή γραμμή, που κατηγορούσαν τα μουλάρια για όλα. Ο Καντίρ και η Κάιλι ήταν ακόμα μέσα στις άσπρες άμαξές τους.
«Φυσικά και δεν θέλεις να το κάνεις αυτό», είπε ο Ραντ. Γέλασε μαλακά, ασυναίσθητα.
Ο Ματ τον κοιτούσε παράξενα κάτω από τον πλατύ γύρο του καινούριου καπέλου του. Χαμογέλασε καθησυχαστικά, όπως ήλπιζε, μα η έκφραση του Ματ δεν άλλαξε. Θα πρέπει να προσέχει, σκέφτηκε ο Ραντ. Εδώ διακυβεύονται πολλά.
Μιας και μιλούσε για προσοχή, συνειδητοποίησε ότι η Αβιέντα τον περιεργαζόταν, με την εσάρπα τυλιγμένη στο κεφάλι σαν σούφα. Όρθωσε πάλι το κορμί του. Η Μουαραίν μπορεί να της είχε πει να τον περιποιείται, αλλά είχε την εντύπωση ότι η Αβιέντα ήθελε να τον δει να αποτυγχάνει. Σίγουρα θα το έβρισκε αστείο, τέτοιο που ήταν το χιούμορ των Αελιτών. Μπορεί να αντιπαθούσε το γεγονός ότι την είχαν βάλει σε φόρεμα και την είχαν στείλει να τον παρακολουθεί, αλλά το λαμπύρισμα στα μάτια της έδειχνε ότι ήταν πιο προσωπικό.
Έτσι για αλλαγή, η Μουαραίν και οι Σοφές δεν τον παρακολουθούσαν. Στα μισά της απόσταση μεταξύ των Τζίντο και των Σάιντο, η Μουαραίν και η Εγκουέν περπατούσαν μαζί με την Άμυς και τις άλλες· και οι έξι γυναίκες κοίταζαν κάτι στα χέρια της Άες Σεντάι. Αντανακλούσε το φως του ήλιου που βασίλευε και λαμπύριζε σαν πετράδι· έμοιαζαν προσηλωμένες σαν κοριτσόπουλα γύρω από μπιχλιμπίδι. Ο Λαν βρισκόταν πίσω τους, μαζί με τους γκαϊ'σάιν και τα άλογα φόρτου, σαν να τον είχαν διώξει.
Η σκηνή ανησύχησε τον Ραντ. Είχε συνηθίσει να είναι το κέντρο της προσοχής τους. Τι είχαν βρει που ήταν πιο ενδιαφέρον; Σίγουρα δεν θα χαιρόταν αν μάθαινε τι ήταν. Όλες είχαν τα σχέδιά τους γι' αυτόν. Η Εγκουέν ήταν η μόνη την οποία εμπιστευόταν στ' αλήθεια. Φως μου, ελπίζω ότι ακόμα μπορώ να την εμπιστεύομαι. Τον μόνο που μπορούσε στ' αλήθεια να εμπιστεύεται ήταν ο εαυτός του. Όταν ο αγριόχοιρος βγαίνει από την κρυψώνα τον, είσαι μόνο εσύ και το δόρυ σον. Το γέλιο του αυτή τη φορά είχε μια πίκρα.
«Βρίσκεις διασκεδαστική την Τρίπτυχη Γη, Ραντ αλ'Θόρ;» Το χαμόγελο της Αβιέντα ήταν μια στιγμιαία λάμψη άσπρων δοντιών. «Γέλα όσο μπορείς, υδρόβιε. Όταν σε τσακίσει αυτή η γη, θα είναι η πρέπουσα τιμωρία για τον τρόπο που φέρθηκες στην Ηλαίην».
Γιατί δεν τα παρατούσε αυτή η γυναίκα; «Δεν έδειξες σεβασμό στον Αναγεννημένο Δράκοντα», ξέσπασε, «αλλά προσπάθησε να δείξεις λίγο στον Καρ'α'κάρν».
Ο Ρούαρκ χασκογέλασε. «Ο αρχηγός φατρίας δεν είναι ούτε υδρόβιος βασιλιάς, Ραντ, ούτε ο Καρ'α'κάρν. Υπάρχει σεβασμός —αν και οι γυναίκες συνήθως δείχνουν όσο λιγότερο μπορούν― όμως όλοι μπορούν να μιλήσουν στον αρχηγό». Πάντως έριξε συνοφρυωμένος μια ματιά στη γυναίκα, που ήταν στην άλλη πλευρά του αλόγου του Ραντ. «Μερικές φτάνουν στα όρια της τιμής».
Η Αβιέντα πρέπει να κατάλαβε ότι το τελευταίο απευθυνόταν σ' αυτήν· το πρόσωπό της πέτρωσε. Εντούτοις, συνέχισε να προχωρά, χωρίς να πει άλλη λέξη, με τις γροθιές σφιγμένες στα πλευρά της.
Τότε εμφανίστηκαν δύο Κόρες που είχαν βγει για ανίχνευση, τρέχοντας γοργά. Προφανώς δεν ήταν μαζί· η μια κατευθύνθηκε προς το Σάιντο, η άλλη προς το Τζίντο. Ο Ραντ την αναγνώρισε, ήταν μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά που λεγόταν Αντελίν, ομορφούλα αλλά με σκληρό πρόσωπο και μια ουλή που σχημάτιζε μια λεπτή γραμμή στο ηλιοκαμένο μάγουλό της. Ήταν από τους Αελίτες που είχαν έρθει στην Πέτρα, αν και ήταν μεγαλύτερη από τις Κόρες εκεί, ίσως δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Ραντ. Η κλεφτή ματιά που έριξε στην Αβιέντα, πριν σταθεί δίπλα στον Ρούαρκ, ανάμικτη με περιέργεια και συμπόνια, έκανε τον Ραντ να αφρίσει. Αν η Αβιέντα είχε συμφωνήσει να κάνει την κατάσκοπο των Σοφών, δεν της άξιζε συμπόνια. Η παρέα του δεν ήταν τόσο καταθλιπτική. Τον ίδιο τον Ραντ η Αντελίν τον αγνόησε παντελώς.
«Φασαρίες στο Ίμρε Σταντ», είπε στον Ρούαρκ, μιλώντας γρήγορα και κοφτά. «Δεν φαίνεται κανένας. Μείναμε κρυμμένες και δεν ζυγώσαμε».
«Ωραία», απάντησε ο Ρούαρκ. «Πληροφόρησε τις Σοφές». Ζυγιάζοντας ασυναίσθητα τα δόρατά του, γύρισε στο κύριο σώμα των Τζίντο. Η Αβιέντα μουρμούριζε μόνη της και έσιαζε τις φούστες της, προφανώς θέλοντας να πάει μαζί του.
«Νομίζω ότι ήδη ξέρουν», είπε ο Ματ, καθώς η Αντελίν έτρεχε προς την ομάδα των Σοφών.
Από την αναστάτωση που επικρατούσε μεταξύ των γυναικών γύρω από τη Μουαραίν, ο Ραντ πίστεψε πως ο Ματ είχε δίκιο. Όλες έμοιαζαν να μιλάνε ταυτοχρόνως. Η Εγκουέν σκίαζε τα μάτια της και κοίταζε την Αντελίν ή τον Ραντ, με το άλλο χέρι στο στόμα της. Πώς το ήξεραν, ήταν ένα ερώτημα για αργότερα.
«Τι φασαρίες μπορεί να είναι;» ρώτησε την Αβιέντα. Αυτή ακόμα μουρμούριζε μόνη της και δεν του απάντησε. «Αβιέντα; Τι φασαρίες;» Τίποτα. «Που να καείς, γυναίκα, δεν μπορείς να απαντήσεις σε μια απλή ερώτηση! Τι φασαρίες;»
Εκείνη κοκκίνισε, όμως απάντησε με έναν ήρεμο τόνο. «Μάλλον είναι καμιά επιδρομή, για κατσίκια ή για πρόβατα· είτε τα μεν, είτε τα δε, μπορούν να τα φέρουν στο Ίμρε για να βοσκήσουν, αλλά μάλλον είναι κατσίκια, εξαιτίας του νερού. Πρέπει να ήταν οι Τσαρήν, η φυλή του Λευκού Όρους ή του Τζάρα. Είναι πιο κοντά. Ή μπορεί να είναι κάποια φυλή από το Γκόσιεν. Το Τομανέλε είναι μακριά. Νομίζω».
«Θα γίνει μάχη;» Άπλωσε στο σαϊντίν· τον πλημμύρισε ο γλυκός καταιγισμός της Δύναμης. Το ξινό μίασμα κύλησε αργά μέσα του και ιδρώτας ανάβλυσε απ' όλους τους πόρους του. «Αβιέντα;»
«Όχι. Η Αντελίν θα μας έλεγε αν οι επιδρομείς ήταν ακόμα εκεί. Το κοπάδι και οι γκαϊ'σάιν τώρα θα είναι μίλια μακριά. Δεν μπορούμε να ξαναβρούμε το κοπάδι, επειδή πρέπει να συνοδεύουμε εσένα».
Αναρωτήθηκε γιατί η Αβιέντα δεν είπε τίποτα για τους αιχμαλώτους, τους γκαϊ'σάιν, αλλά δεν έμεινε πολύ να απορεί. Δεν του άφηνε χώρο για πολλές σκέψεις η προσπάθεια που κατέβαλλε για να μένει όρθιος στη σέλα κρατώντας το σαϊντίν, για να μη λυγίσει, να μην αφεθεί να παρασυρθεί.
Ο Ρούαρκ και οι Τζίντο απλώθηκαν και έτρεξαν μπροστά, καλύπτοντας με πέπλα τα πρόσωπά τους, ενώ ο Ραντ τους ακολούθησε πιο αργά. Η Αβιέντα τον κοίταζε ανυπόμονα με τα φρύδια σμιγμένα, όμως αυτός έβαλε τον Τζήντ'εν να προχωρά με ζωηρό βήμα. Δεν θα έμπαινε καλπάζοντας στην παγίδα κάποιου άλλου· Τουλάχιστον ο Ματ δεν βιαζόταν· είχε κοντοσταθεί, κοιτώντας τις άμαξες των πραματευτών, πριν ξεκινήσει με τον Πιπς. Ο Ραντ ούτε που κοίταξε τις άμαξες.
Οι Σάιντο έμειναν πίσω, κάνοντας πιο αργά, μέχρι που οι Σοφές ξεκίνησαν πάλι. Φυσικά. Εδώ ήταν γη του Τάαρνταντ. Ο Κουλάντιν δεν νοιαζόταν για επιδρομές. Ο Ραντ έλπισε να συγκεντρώνονταν γρήγορα στο Άλκαιρ Νταλ οι αρχηγοί φατριών. Πώς μπορούσε να ενώσει ένα λαό που έμοιαζε να μάχεται συνεχώς με τον εαυτό του; Τώρα αυτό ήταν η μικρότερη από τις ανησυχίες του.
Όταν στο τέλος φάνηκε το Ίμρε Σταντ, ήταν μια έκπληξη. Μερικά σκόρπια, μικρά κοπάδια από άσπρες κατσίκες με μακριές τρίχες έβοσκαν στο σκληρό χορτάρι που υπήρχε εδώ κι εκεί, ακόμα και στα φύλλα των αγκαθωτών θάμνων. Στην αρχή δεν πρόσεξε το κακοφτιαγμένο, πέτρινο κτίριο που ακουμπούσε στα ριζά ενός ψηλού μπιούτ· η τραχιά, πελεκημένη πέτρα έδενε τέλεια μαζί του και αρκετές βάτες είχαν ριζώσει στο χώμα που σκέπαζε την οροφή. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, είχε σχισμές για παράθυρα, απ' όπου μπορούσαν με ασφάλεια να ρίχνουν οι τοξότες, και απ' όσο διέκρινε ο Ραντ, υπήρχε μόνο μια πόρτα. Ύστερα από μια στιγμή εντόπισε άλλο ένα κτίριο, όχι πιο μεγάλο, σφηνωμένο σ' ένα πεζούλι περίπου είκοσι βήματα ψηλότερα. Μια βαθιά ρωγμή ξεκινούσε πίσω από το πέτρινο σπίτι στα ριζά και ανηφόριζε ως το πεζούλι κι ακόμα ψηλότερα· δεν φαινόταν άλλος τρόπος για να φτάσει κανείς στο πεζούλι.
Ο μοναδικός Τζίντο που φαινόταν ήταν ο Ρούαρκ, που στεκόταν περίπου τετρακόσια βήματα από το μπιούτ με το πέπλο κατεβασμένο. Αυτό, φυσικά, δεν σήμαινε ότι οι άλλοι δεν ήταν εκεί. Ο Ραντ τράβηξε τα γκέμια πλάι του και ξεπέζεψε. Ο αρχηγός φατρίας συνέχισε να εξετάζει τα πέτρινα κτίρια.
«Τα κατσίκια», είπε η Αβιέντα με έναν προβληματισμένο τόνο. «Οι επιδρομείς δεν θα άφηναν πίσω κατσίκια. Τα περισσότερα λείπουν, αλλά μοιάζει σαν να άφησαν το κοπάδι να τριγυρνά».
«Για μέρες», συμφώνησε ο Ρούαρκ, χωρίς να παίρνει το βλέμμα από τα κτίρια, «αλλιώς θα έμεναν περισσότερα. Γιατί δεν βγαίνει κανείς; Μπορούν να δουν το πρόσωπό μου και με ξέρουν». Άρχισε να προχωρά και δεν έφερε αντίρρηση όταν ήρθε δίπλα του ο Ραντ, τραβώντας τον Τζήντ'εν. Η Αβιέντα είχε το ένα χέρι στο μαχαίρι της ζώνης της και ο Ματ, πίσω τους, καβάλα στο άλογο, κρατούσε το δόρυ με το μαύρο κοντάρι σαν να περίμενε πως θα το χρησιμοποιούσε.
Η πόρτα ήταν από τραχύ ξύλο, φτιαγμένη από κοντές, στενές σανίδες. Μερικά από τα γερά στηρίγματα είχαν σπάσει από χτυπήματα με τσεκούρι. Ο Ρούαρκ δίστασε για μια στιγμή πριν την ανοίξει. Μόλις που έριξε μια ματιά μέσα, πριν γυρίσει για να κοιτάξει τη γύρω περιοχή.
Ο Ραντ έβαλε μέσα το κεφάλι του. Εκεί δεν ήταν κανείς. Το εσωτερικό, με το φως να χύνεται λοξά από τις σχισμές για τα βέλη στους τοίχους, ήταν όλο ένα δωμάτιο, και μάλιστα όχι σπίτι, απλώς ένα μέρος για να βρίσκουν καταφύγιο οι βοσκοί και να αμύνονται σε περίπτωση επίθεσης. Δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα, ούτε τραπέζια ή καρέκλες. Κάτω από μια ανοιχτή, καπνισμένη τρύπα στην οροφή υπήρχε ένα ανυψωμένο, ανοιχτό τζάκι. Η πλατιά ρωγμή στο πίσω μέρος είχε σκαλιά σμιλεμένα στον γκρίζο βράχο. Το μέρος είχε λεηλατηθεί. Στρώματα, κουβέρτες, κατσαρόλες, όλα ήταν σκορπισμένα στο πέτρινο πάτωμα, ανάμεσα σε ξεσχισμένα μικρά και μεγάλα μαξιλάρια. Είχαν περιλούσει τα πάντα με κάποιο υγρό, τους τοίχους, ακόμα και το ταβάνι, το οποίο είχε ξεραθεί και μαυρίσει.
Όταν συνειδητοποίησε τι ήταν, τινάχτηκε πίσω και το σμιλεμένο από τη Δύναμη σπαθί φάνηκε στα χέρια του πριν καν το σκεφτεί. Αίμα. Πολύ αίμα. Είχε γίνει σφαγή εδώ, από τις πιο άγριες που μπορούσε να φανταστεί. Τίποτα δεν σάλευε εκεί έξω, εκτός από τα κατσίκια.
Η Αβιέντα έκανε πίσω όσο γρήγορα μπήκε μέσα. «Ποιοι;» απαίτησε να μάθει, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει, ενώ τα μεγάλα, πρασινογάλανα μάτια της ξεχείλιζαν από οργή. «Ποιοι θα έκαναν τέτοιο πράγμα; Πού είναι οι νεκροί;»
«Τρόλοκ», μουρμούρισε ο Ματ. «Μου φαίνεται έργο των Τρόλοκ».
Αυτή ξεφύσησε περιφρονητικά. «Οι Τρόλοκ δεν έρχονται στην Τρίπτυχη Γη, υδρόβιε. Το πολύ μερικά μίλια πιο κάτω από τη Μάστιγα, και πάλι σπάνια. Άκουσα ότι αποκαλούν Γη Θανάτου την Τρίπτυχη Γη. Εμείς κυνηγάμε τους Τρόλοκ, υδρόβιε· δεν μας κυνηγούν αυτοί».
Τίποτα δεν σάλευε. Ο Ραντ άφησε το σπαθί να χαθεί, έσπρωξε πέρα το σαϊντίν. Ήταν δύσκολο. Η γλύκα της Δύναμης σχεδόν έφτανε για να ξεπεράσει το μίασμα, η απόλυτη ζωντάνια σχεδόν έφτανε για να τον κάνει να μη νοιάζεται. Ο Ματ είχε δίκιο, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε η Αβιέντα, όμως αυτό το πράγμα ήταν παλιό, οι Τρόλοκ είχαν χαθεί. Τρόλοκ στην Ερημιά, σε ένα μέρος στο οποίο είχε έρθει ο Ραντ. Δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να το θεωρήσει σύμπτωση. Αλλά αν με περνούν για ανόητο, ίσως φερθούν απρόσεκτα.
Ο Ρούαρκ έκανε νόημα στους Τζίντο να έρθουν μέσα —φάνηκαν να ξεπετάγονται από το έδαφος― και κάποια στιγμή αργότερα φάνηκαν και οι άλλοι, οι Σάιντο, οι άμαξες των πραματευτών και η ομάδα των Σοφών. Δεν άργησε να διαδοθεί η είδηση για όσα βρέθηκαν και ανάμεσα στους Αελίτες επικράτησε ένταση. Κινούνταν σαν να περίμεναν επίθεση ανά πάσα στιγμή, ίσως ο ένας από τον άλλο. Οι ανιχνευτές απλώθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι αμαξάδες κατέβηκαν από τα μουλάρια, κοιτάζοντας γύρω με απότομες κινήσεις και μοιάζοντας έτοιμοι να βουτήξουν κάτω από τις άμαξές τους με την πρώτη φωνή.
Για κάποια ώρα, το μέρος έμοιαζε με ξεσηκωμένη μυρμηγκοφωλιά. Ο Ρούαρκ φρόντισε να βάλουν οι πραματευτές τις άμαξές τους στην άκρη του στρατοπέδου των Τζίντο. Ο Κουλάντιν τον αγριοκοίταξε, μιας κι αυτό σήμαινε ότι όποιος Σάιντο ήθελε να εμπορευτεί έπρεπε να πάει στους Τζίντο, αλλά δεν διαφώνησε. Ίσως ακόμα κι αυτός να καταλάβαινε ότι τώρα αυτό θα οδηγούσε στο χορό των δοράτων. Οι σκηνές του Σάιντο στήθηκαν μόλις διακόσιες πενήντα απλωσιές πιο πέρα, με τις Σοφές, όπως συνήθως, στο ενδιάμεσο. Οι Σοφές εξέτασαν το εσωτερικό του κτιρίου, όπως επίσης η Μουαραίν και ο Λαν, αλλά δεν είπαν σε κανέναν αν κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα.
Όπως φάνηκε, στο Ίμρε Σταντ έπαιρναν το νερό από μια μικρή πηγή στο πίσω μέρος της ρωγμής, η οποία γέμιζε μια βαθιά, περίπου στρογγυλή λιμνούλα —δεξαμενή, όπως την έλεγε ο Ρούαρκ― με πλάτος μικρότερο από δύο βήματα. Αρκούσε για τους βοσκούς, αρκούσε για να γεμίσουν οι Τζίντο μερικά ασκιά τους. Οι Σάιντο δεν ζύγωσαν· στο Τάαρνταντ, δικαίωμα στο νερό είχαν πρώτα οι Τζίντο. Όπως φαινόταν, τα κατσίκια έπαιρναν το νερό που χρειάζονταν μόνο από τα χοντρά φύλλα των αγκαθωτών θάμνων. Ο Ρούαρκ διαβεβαίωσε τον Ραντ ότι θα υπήρχε περισσότερο νερό στη στάση που θα έκαναν το επόμενο βράδυ.
Ο Καντίρ τους είχε μια έκπληξη, ενώ οι αμαξάδες ξέζευαν τα ζώα τους και έφερναν κουβάδες με νερό από τις υδροφόρες άμαξες. Όταν βγήκε από την άμαξά του, τον συνόδευε μια μελαχρινή νεαρή, η οποία φορούσε κόκκινη, μεταξωτή εσθήτα και κόκκινα, βελούδινα γοβάκια, που η θέση τους ήταν μάλλον σε παλάτι παρά στην Ερημιά. Είχε μια ψιλή, κόκκινη εσάρπα, φορεμένη σχεδόν σαν πέπλο με σούφα, η οποία δεν την προστάτευε καθόλου από τον ήλιο και βέβαια δεν έκρυβε ένα χλωμό, πανέμορφο πρόσωπο με σχήμα καρδιάς. Κρεμασμένη στο χοντρό μπράτσο του πραματευτή, λικνιζόταν μαυλιστικά, καθώς αυτός την πήγαινε να δει το ματωμένο δωμάτιο· η Μουαραίν και οι άλλες είχαν πάει εκεί που οι γκαϊ'σάιν έστηναν το στρατόπεδο των Σοφών. Όταν το ζευγάρι ξαναβγήκε έξω, η γυναίκα ρίγησε χαριτωμένα. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι υποκρινόταν, όπως ήταν σίγουρος ότι αυτή είχε ζητήσει να δει το εργαστήρι του σφαγέα. Η επίδειξη αποστροφής κράτησε δύο δευτερόλεπτα το πολύ και ύστερα η προσοχή της στράφηκε στους Αελίτες.
Απ' ό,τι φαινόταν, ένα από τα αξιοθέατα που ήθελε να δει ήταν κι ο Ραντ. Ο Καντίρ φαινόταν έτοιμος να την πάρει πίσω, στην άμαξά του, όμως αντίθετα αυτή τον οδήγησε στον Ραντ, με το αποπλανητικό χαμόγελο στα σαρκώδη χείλη της ολοφάνερο πίσω από το διαφανές πέπλο. «Ο Χάντναν μου έλεγε για σένα», είπε με βραχνή φωνή. Μπορεί να κρεμόταν από τον πραματευτή, αλλά τα μαύρα μάτια της κοίταζαν απροκάλυπτα τον Ραντ. «Είσαι αυτός που λένε οι Αελίτες. Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Η Κάιλι και ο βάρδος ήρθαν από τη δεύτερη άμαξα και στάθηκαν μαζί στο βάθος, κοιτάζοντας.
«Έτσι φαίνεται», είπε ο Ραντ.
«Παράξενο». Το χαμόγελό της έγινε ζαβολιάρικο, σκανδαλιστικό. «Νόμιζα ότι θα ήσουν πιο ωραίος». Χτύπησε απαλά τον Καντίρ στο μάγουλο και αναστέναξε. «Αυτή η φρικτή ζέστη είναι πολύ εξουθενωτική. Μην αργείς πολύ».
Ο Καντίρ δεν ξαναμίλησε, παρά μόνο όταν η γυναίκα είχε ανέβει τα σκαλιά και είχε ξαναμπεί μέσα. Στη θέση του καπέλου φορούσε ένα μακρύ, λευκό κασκόλ, δεμένο στην πάνω μεριά του κεφαλιού του. «Συγχώρεσε την Ισέντρε, καλέ μου κύριε. Μερικές φορές είναι πολύ... αυθάδης». Η φωνή του ήθελε να τον μαλακώσει, αλλά τα μάτια του ήταν σαν αρπακτικού πουλιού. Δίστασε και μετά συνέχισε. «Άκουσα κι άλλα πράγματα. Άκουσα ότι πήρες το Καλαντόρ από την Καρδιά της Πέτρας».
Τα μάτια του άλλου δεν άλλαξαν καθόλου. Αν ήξερε για το Καλαντόρ, τότε ήξερε ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ήξερε ότι μπορούσε να χειριστεί τη Μία Δύναμη. Και τα μάτια του δεν άλλαξαν καθόλου. Επικίνδυνος άνθρωπος. «Άκουσα να λένε», του είπε ο Ραντ, «ότι απ' όσα ακούς δεν πρέπει να πιστεύεις τίποτα, ενώ απ' όσα βλέπεις μόνο τα μισά».
«Σοφός κανόνας», είπε ο Καντίρ ύστερα από μια στιγμή. «Αλλά για να επιτύχει το μεγαλείο, ο άνθρωπος πρέπει κάτι να πιστεύει. Η πίστη και η γνώση ανοίγουν το δρόμο για τη μεγαλοσύνη. Η γνώση ίσως να είναι το πολυτιμότερο όλων. Όλοι αναζητούμε το νόμισμα της γνώσης. Να με συμπαθάς, καλέ μου κύριε. Η Ισέντρε δεν είναι υπομονετική γυναίκα. Ίσως βρούμε μια άλλη ευκαιρία να συζητήσουμε».
Πριν κάνει τρία βήματα ο άνθρωπος, η Αβιέντα μίλησε με χαμηλή, σκληρή φωνή. «Ανήκεις στην Ηλαίην, Ραντ αλ'Θόρ. Έτσι κοιτάζεις κάθε γυναίκα που έρχεται μπροστά σου, ή μόνο εκείνες που είναι μισόγυμνες; Αν βγάλω τα ρούχα μου, θα με κοιτάξεις έτσι κι εμένα; Ανήκεις στην Ηλαίην!»
Είχε ξεχάσει ότι ήταν κι αυτή εκεί. «Δεν ανήκω σε κανέναν, Αβιέντα. Στην Ηλαίην; Δεν ξέρει ούτε και η ίδια τι θέλει».
«Η Ηλαίην σου γύμνωσε την καρδιά της, Ραντ αλ'Θόρ. Αν δεν σου την έδειξε στην Πέτρα του Δακρύου, δεν σου είπαν τα δύο γράμματά της τι νιώθει; Είσαι δικός της και καμίας άλλης».
Ο Ραντ σήκωσε ψηλά τα χέρια και απομακρύνθηκε από αυτήν. Ή τουλάχιστον προσπάθησε. Αυτή τον ακολούθησε κατά πόδας, μια σκιά όλο αποδοκιμασία στη λάμψη του ήλιου.
Σπαθιά. Οι Αελίτες μπορεί να είχαν ξεχάσει γιατί δεν έφεραν σπαθιά, αλλά είχαν διατηρήσει την περιφρόνηση γι' αυτά. Τα σπαθιά ίσως να την έκαναν να τον αφήσει ήσυχο. Έψαξε να βρει τον Λαν στο στρατόπεδο των Σοφών και ζήτησε από τον Πρόμαχο να τον κοιτάζει όσο θα έκανε εξάσκηση στις στάσεις της ξιφασκίας. Η μόνη από τις τέσσερις που φαινόταν ήταν η Μπάιρ και κατσούφιασε, με τις ρυτίδες του προσώπου της να βαθαίνουν. Ούτε και η Εγκουέν φαινόταν πουθενά. Η Μουαραίν έδειχνε γαλήνια, σαν να φορούσε μάσκα, και τα μαύρα μάτια της ήταν ατάραχα· ο Ραντ δεν ήξερε αν τον κοιτούσε αποδοκιμαστικά.
Δεν ήθελε να προσβάλει τους Αελίτες, έτσι πήγε με τον Λαν ανάμεσα στις σκηνές των Σοφών και των Τζίντο. Χρησιμοποίησε ένα από τα σπαθιά εξάσκησης που είχε ο Λαν στα πράγματά του, ένα δεμάτι από χαλαρά δεμένες πήχες, αντί για λεπίδα. Όμως είχε σωστό βάρος και ισορροπία, και ο Ραντ μπόρεσε να ξεχαστεί στην όμοια με χορό εναλλαγή από τη μια στάση στην άλλη, με το σπαθί εξάσκησης στα χέρια του, κομμάτι του εαυτού του. Συνήθως έτσι ήταν. Σήμερα ο ήλιος ήταν ένα καμίνι στον ουρανό, που ρουφούσε υγρασία και δύναμη. Η Αβιέντα κάθισε στο έδαφος παραδίπλα, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της στο στήθος της και κοιτάζοντάς τον.
Στο τέλος, λαχανιασμένος, άφησε τα χέρια του να χαμηλώσουν.
«Έχασες την αυτοσυγκέντρωση σου», του είπε ο Λαν. «Πρέπει να τη διατηρείς, ακόμα κι όταν σου κόβονται τα γόνατα. Όταν τη χάσεις, εκείνη θα είναι η μέρα που θα πεθάνεις. Και αυτός που θα σε σκοτώσει θα είναι μάλλον κανένα χωριατόπαιδο, που πρώτη φορά θα πιάνει σπαθί στα χέρια του». Χαμογέλασε ξαφνικά, κάτι παράξενο σε εκείνο το πέτρινο πρόσωπο.
«Ναι. Τι να κάνω, δεν είμαι πια χωριατόπαιδο, έτσι δεν είναι;» Είχαν αποκτήσει θεατές, αν και σε κάποια απόσταση. Υπήρχαν Αελίτες σε σειρές στην άκρη των στρατοπέδων του Σάιντο και του Τζίντο. Ο όγκος της Κάιλι, τυλιγμένος σε κρεμ ρούχα, ξεχώριζε ανάμεσα στους Τζίντο, με το βάρδο πλάι της να φορά το μανδύα με τα μπαλώματα. Τι θα διάλεγε; Δεν ήθελε να τον δουν να τους κοιτάζει. «Πώς πολεμούν οι Αελίτες, Λαν;»
«Σκληρά», είπε στεγνά ο Πρόμαχος. «Ποτέ δεν χάνουν την αυτοσυγκέντρωσή τους. Δες εδώ πέρα». Με το σπαθί του χάραξε στο σκληρό, σκασμένο πηλό έναν κύκλο και τόξα. «Οι Αελίτες αλλάζουν τακτική ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά προτιμούν αυτήν. Προχωρούν σε φάλαγγα, που διαιρείται σε τέταρτα. Όταν συναντήσουν εχθρό, το πρώτο τέταρτο χιμά για να τον καθηλώσει. Το δεύτερο και το τρίτο απλώνεται δεξιά κι αριστερά, χτυπώντας τα πλευρά και την οπισθοφυλακή. Το τελευταίο τέταρτο παραμένει σε εφεδρεία, συχνά δεν παρακολουθεί καν τη μάχη, με εξαίρεση τον αρχηγό του. Όταν εμφανιστεί ένα αδύνατο σημείο —μια τρύπα, οτιδήποτε― τότε η εφεδρεία χτυπάει εκεί. Τέλος!» Το σπαθί του καρφώθηκε στον κύκλο, που τον είχαν ήδη τρυπήσει τα βέλη.
«Πώς μπορείς να το νικήσεις αυτό;» ρώτησε ο Ραντ.
«Με δυσκολία. Όταν εμπλακείς στη μάχη —δεν θα δεις τους Αελίτες πριν σε χτυπήσουν, παρά μόνο αν είσαι τυχερός― στείλε αμέσως καβαλάρηδες να αναχαιτίσουν, ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν, τις επιθέσεις πλευροκόπησης. Αν κρατήσεις πίσω το κύριο σώμα των δυνάμεων σου και αποκρούσεις την επίθεση καθήλωσης, τότε μπορείς να στραφείς εναντίον των άλλων και να τους νικήσεις κι αυτούς».
«Γιατί θες να μάθεις πώς να πολεμάς Αελίτες;» ξέσπασε η Αβιέντα. «Δεν είσαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, που θα μας ενώσει και θα μας ξαναφέρει την αλλοτινή δόξα; Εκτός αυτού, αν θέλεις να μάθεις πώς να πολεμάς Αελίτες, ρώτα Αελίτες, όχι έναν υδρόβιο. Οι τρόποι του δεν έχουν αποτέλεσμα».
«Αρκετές φορές είχαν αποτέλεσμα για τους Μεθορίτες». Οι μαλακές μπότες του Ρούαρκ άφηναν ελάχιστους ήχους στο σκληρό έδαφος. Είχε ένα ασκί παραμάσχαλα. «Αβιέντα, πάντα δείχνουμε ανοχή όταν κάποιος ζει μια απογοήτευση, αλλά ακόμα και το μούτρωμα έχει τα όριά του. Εγκατέλειψες το δόρυ και ανέλαβες μια υποχρέωση για το λαό και το αίμα του. Σίγουρα μια μέρα θα κάνεις έναν αρχηγό φατρίας να πράξει αυτό που θέλεις εσύ, αντί για εκείνο που θέλει αυτός, αλλά ακόμα κι αν θα είσαι μια Σοφή στο μικρότερο φρούριο, της μικρότερης φυλής του Τάαρνταντ, η υποχρέωση παραμένει και δεν της ξεφεύγεις με νευράκια και ξεσπάσματα».
Μια Σοφή. Ο Ραντ ένιωσε ανόητος. Φυσικά και ήταν αυτός ο λόγος που είχε πάει η Αβιέντα στο Ρουίντιαν. Αλλά δεν φανταζόταν ότι θα διάλεγε να εγκαταλείψει το δόρυ. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος που την είχαν επιλέξει για να τον κατασκοπεύει. Ξαφνικά αναρωτήθηκε αν η Αβιέντα μπορούσε να διαβιβάζει. Απ' ό,τι φαινόταν, η μόνη γυναίκα στη ζωή του μετά τη Νύχτα του Χειμώνα που δεν μπορούσε να διαβιβάζει ήταν η Μιν.
Ο Ρούαρκ του πέταξε το ασκί που πλατσούριζε. Το χλιαρό νερό κύλησε στο στόμα του σαν παγωμένο κρασί. Προσπάθησε να μη χύσει καθόλου στο πρόσωπό του, να μην το σπαταλήσει, μα ήταν δύσκολο.
«Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε να μάθεις το δόρυ», είπε ο Ρούαρκ, όταν τελικά ο Ραντ κατέβασε το μισοάδειο ασκί. Μονάχα τότε ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι ο αρχηγός φατρίας κρατούσε μόνο δύο δόρατα, καθώς και δύο μικρές, στρογγυλές ασπίδες. Δεν ήταν δόρατα εξάσκησης, αν υπήρχε τέτοιο πράγμα· το καθένα είχε τριάντα πόντους ατσάλι για αιχμή.
Είτε ήταν ατσάλι, είτε ξύλο, οι μύες του παρακαλούσαν να ξεκουραστούν. Τα πόδια του τον συμβούλευαν να καθίσει κάτω. Η Κάιλι και ο βάρδος είχαν φύγει, όμως οι Αελίτες ακόμα τον παρακολουθούσαν και από τα δύο στρατόπεδα. Τον είχαν δει να γυμνάζεται με το σπαθί που αποστρέφονταν, έστω και αν ήταν ξύλινο. Αυτοί ήταν ο λαός του. Δεν τους ήξερε, αλλά ήταν δικοί του με πολλές έννοιες. Κι η Αβιέντα, επίσης, τον παρακολουθούσε, αγριοκοιτάζοντάς τον, σαν να τον κατηγορούσε επειδή την είχε κατσαδιάσει ο Ρούαρκ. Όχι ότι είχε σχέση η Αβιέντα με την απόφασή του, φυσικά. Τον έβλεπαν οι Τζίντο και οι Σάιντο· αυτό ήταν όλο.
«Εκείνο το βουνό καμιά φορά βαραίνει πολύ», αναστέναξε παίρνοντας το δόρυ και την ασπίδα από τον Ρούαρκ. «Πότε βρίσκεις ευκαιρία να το ακουμπήσεις λίγο κάτω;»
«Όταν πεθαίνεις», είπε ανέκφραστα ο Λαν.
Αναγκάζοντας τα πόδια του να κινηθούν —και προσπαθώντας να αγνοήσει την Αβιέντα― ο Ραντ στάθηκε αντίκρυ στον Ρούαρκ. Δεν σκόπευε να πεθάνει ακόμα. Θα το καθυστερούσε ακόμα πολύ.
Ακουμπισμένος πάνω σε μια ψηλή ρόδα, στη σκιά μιας άμαξας των πραματευτών, ο Ματ κοίταξε τους Τζίντο, που παρακολουθούσαν τον Ραντ. Τώρα έβλεπε μονάχα τις ράχες τους. Ο άνθρωπος ήταν πολύ ανόητος για να χοροπηδά έτσι σ' αυτή την κάψα. Κάθε λογικός άνθρωπος θα έβρισκε ένα καταφύγιο από τον ήλιο, κάτι να πιει. Ανασάλεψε εκεί που καθόταν στη σκιά, κοίταξε το κύπελλο με την μπύρα που είχε αγοράσει από έναν αμαξά κι έκανε μια γκριμάτσα. Η μπύρα δεν είχε τη σωστή γεύση όταν ήταν ζεστή σαν σούπα. Τουλάχιστον ήταν υγρή. Το μόνο άλλο που είχε πάρει, εκτός από το καπέλο, ήταν μια κοντή πίπα με ασημένιο κοίλωμα, που τώρα ήταν χωμένη στην τσέπη του σακακιού του, μαζί με την ταμπακοσακούλα του. Δεν είχε στο νου του να εμπορευτεί τίποτα. Εκτός αν είχε να κάνει με την έξοδό του από την Ερημιά, ένα αγαθό το οποίο δεν έμοιαζαν να διαθέτουν αυτή τη στιγμή οι άμαξες των πραματευτών.
Οι δουλειές τους πήγαιναν καλά, αν και η μπύρα δεν πουλιόταν. Οι Αελίτες δεν ενοχλούνταν από τη θερμοκρασία της, αλλά την έβρισκαν πολύ αδύνατη. Οι περισσότεροι ήταν Τζίντο, αλλά υπήρχε και μια συνεχής ροή από Σάιντο του άλλου στρατοπέδου. Ο Κουλάντιν και ο Καντίρ είχαν σκύψει τα κεφάλια κάτω εδώ και πολλή ώρα, αν και τελικά δεν είχαν συμφωνήσει, μιας και ο Κουλάντιν έφυγε με άδεια χέρια. Σίγουρα του Καντίρ δεν του άρεσε να χάνει πελατεία· έμεινε να κοιτάζει με τα γερακίσια μάτια του τον Κουλάντιν που έφευγε κι ένας Τζίντο, που ήθελε την προσοχή του, αναγκάστηκε να μιλήσει τρεις φορές για να ακουστεί.
Οι Αελίτες δεν διέθεταν πολλά νομίσματα, αλλά οι πραματευτές και οι άνθρωποί τους δέχονταν ασημένιες γαβάθες, χρυσά αγαλματάκια και έξοχα υφαντά από το Δάκρυ, ενώ τα πουγκιά των Αελιτών άνοιγαν για να αποκαλύψουν ψήγματα χρυσού και ασημιού, που έκαναν τον Ματ να ανακαθίσει. Όμως ένας Αελίτης που θα έχανε στα ζάρια δεν θα ήταν απίθανο να καταφύγει στο δόρυ του. Αναρωτήθηκε πού να βρίσκονταν τα ορυχεία. Όταν μπορούσε ένας να βρει χρυσάφι, μπορούσε κι άλλος. Μάλλον, όμως, θα ήθελε πολλή δουλειά για να εξορύξεις χρυσάφι. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπύρα και βολεύτηκε στη ρόδα της άμαξας.
Είχε ενδιαφέρον το τι πουλιόταν και τι όχι. Οι Αελίτες δεν ήταν τόσο ανόητοι ώστε να δώσουν μια χρυσή αλατιέρα για ένα τόπι ύφασμα. Ήξεραν την αξία των αγαθών και διαπραγματεύονταν σκληρά, αν και είχαν τις προτιμήσεις τους. Τα βιβλία πουλήθηκαν αμέσως· δεν τα ζητούσαν όλοι, όμως εκείνοι που ήθελαν, πήραν και το τελευταίο που υπήρχε στις άμαξες. Οι δαντέλες και τα βελούδα εξαφανίζονταν μόλις έβγαιναν από τις άμαξες, για εκπληκτικές ποσότητες ασημιού και χρυσού, και οι κορδέλες έφευγαν για αρκετά μεγάλη τιμή επίσης, όμως τα πιο έξοχα μεταξωτά έμεναν απούλητα. Ο Ματ είχε ακούσει έναν Σάιντο να λέει στον Καντίρ ότι το μετάξι ήταν πιο φτηνό στα ανατολικά. Ένας χοντρός οδηγός με σπασμένη μύτη είχε προσπαθήσει να πείσει μια Κόρη του Τζίντο να πάρει ένα σμιλεμένο, φιλντισένιο βραχιόλι. Εκείνη έβγαλε ένα πιο πλατύ, πιο χοντρό και πιο καλοδουλεμένο από το πουγκί της και πρότεινε να παλέψουν με έπαθλο τα δύο. Αυτός δίστασε πριν αρνηθεί, κάτι που έδειξε στον Ματ ότι ήταν πιο βλάκας απ' όσο έδειχνε. Οι βελόνες και οι καρφίτσες γίνονταν ανάρπαστες, αλλά οι κατσαρόλες και τα περισσότερα μαχαίρια προκάλεσαν το χλευασμό· οι σιδεράδες των Αελιτών έκαναν καλύτερη δουλειά. Τα πάντα άλλαζαν χέρια, από μπουκαλάκια με αρώματα και άλατα μπάνιου, μέχρι βαρελάκια με μπράντυ. Το κρασί και το μπράντυ έπιαναν καλές τιμές. Ο Ματ ξαφνιάστηκε ακούγοντας τον Χάιρν να ζητά ταμπάκ των Δύο Ποταμών. Οι πραματευτές δεν είχαν καθόλου.
Ένα οδηγός προσπαθούσε συνεχώς να κινήσει το ενδιαφέρον των Αελιτών για μια βαριά βαλλίστρα με χρυσά στολίσματα, δίχως επιτυχία. Το βλέμμα του Ματ έμεινε στη βαλλίστρα με τα μικρά, ένθετα, χρυσά λιοντάρια, που έμοιαζαν να έχουν ρουμπίνια για μάτια. Ήταν μικρά, μα δεν έπαυαν να είναι ρουμπίνια. Φυσικά, ένα καλό, μακρύ τόξο των Δύο Ποταμών μπορούσε να ρίξει έξι βέλη, ενώ ο στρατιώτης με τη βαλλίστρα ακόμα θα τέντωνε τη χορδή για τη δεύτερη βολή του. Εντούτοις, μια βαλλίστρα τέτοιου μεγέθους θα είχε μεγαλύτερο βεληνεκές, κατά εκατό βήματα. Με δύο άντρες που μόνη τους δουλειά θα ήταν να βάζουν μια έτοιμη βαλλίστρα στα χέρια κάθε τοξότη, με γερούς λογχοφόρους για να αποκρούουν το ιππικό...
Ο Ματ μόρφασε και έγειρε το κεφάλι στις ακτίνες. Το είχε πάθει ξανά. Έπρεπε να φύγει από την Ερημιά, να φύγει από τη Μουαραίν, να φύγει από κάθε Άες Σεντάι. Ίσως να γυρνούσε στο χωριό για λίγο. Ίσως να έφτανε εγκαίρως για να βοηθήσει στις φασαρίες με τους Λευκομανδίτες. Δεν υπάρχει πιθανότητα γι αυτό, παρά μόνο αν χρησιμοποιήσω τις Οδούς, ή καμιά Διαβατική Πέτρα, που να πάρει. Αυτό, όμως, δεν θα έδινε λύση στα προβλήματά του. Κατ' αρχάς, στο Πεδίο του Έμοντ δεν υπήρχαν απαντήσεις για το τι εννοούσαν οι φιδάνθρωποι λέγοντας ότι θα παντρευόταν την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών, ή ότι θα πέθαινε και θα ξαναζούσε. Ή για το Ρουίντιαν.
Έτριψε πάνω από το σακάκι του το περιδέραιο με την ασημένια κεφαλή αλεπούς, που κρεμόταν πάλι στο λαιμό του. Η κόρη του ματιού της αλεπούς ήταν ένας μικρός κύκλος, που τον χώριζε μια κυματοειδής γραμμή. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν από το Τσάκισμα. Πήρε από δίπλα του το δόρυ με το μαύρο κοντάρι, του οποίου η λεπίδα σπαθιού ήταν σημαδεμένη με δύο κοράκια, και το ακούμπησε στα γόνατά του. Πάλι έργο των Άες Σεντάι. Το Ρουίντιαν δεν του είχε δώσει απαντήσεις, μόνο επιπλέον ερωτήσεις και...
Πριν από το Ρουίντιαν, η μνήμη του ήταν γεμάτη τρύπες. Όταν έψαχνε στο νου του τότε, μπορούσε να θυμηθεί που προχωρούσε προς μια πόρτα το πρωί και ότι έβγαινε το βραδάκι, αλλά τίποτα στο ενδιάμεσο. Τώρα υπήρχε κάτι ανάμεσα, κάτι που γέμιζε όλες εκείνες τις τρύπες. Ονειροπολήματα ή κάτι αντίστοιχο. Ήταν σαν να θυμόταν χορούς, μάχες, δρόμους και πόλεις, που τίποτα απ' αυτά δεν είχε δει ο ίδιος, που για τίποτα απ' αυτά δεν ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν, σαν εκατό κομμάτια αναμνήσεων από εκατό διαφορετικούς ανθρώπους. Ήταν καλύτερο να τα θεωρεί όνειρα ίσως —κάπως καλύτερο― αλλά ήταν σίγουρος γι' αυτά, όπως ήταν σίγουρος για τις αναμνήσεις του. Τα περισσότερα ήταν μάχες και μερικές φορές τον άρπαζαν μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπως τώρα με τη βαλλίστρα. Κοίταζε ένα σημείο του εδάφους και σχεδίαζε πώς θα έστηνε ενέδρα εκεί, ή πώς θα αμυνόταν από ενέδρα, ή πώς θα ετοίμαζε στρατό για μάχη. Ήταν τρελό.
Δίχως να κοιτάξει, ψηλάφισε την ελικοειδή γραφή που ήταν χαραγμένη στο μαύρο κοντάρι. Τη διάβαζε εύκολα τώρα, σαν βιβλίο, αν και το είχε συνειδητοποιήσει αυτό μόνο έχοντας κάνει όλο το δρόμο ως το Τσήνταρ. Ο Ραντ δεν είχε πει τίποτα, αλλά ο Ματ υποψιαζόταν ότι το είχε προδώσει μόνος του στο Ρουίντιαν. Τώρα ήξερε την Παλιά Γλώσσα, του έβγαινε όλη από τα όνειρα. Φως μου, τι μου έκαναν;
«Σα σουβράγια νιέντε μίσαιν γιε», είπε δυνατά. «Είμαι χαμένος μέσα στο μυαλό μου».
«Σωστός λόγιος, για τις μέρες και την Εποχή μας».
Ο Ματ σήκωσε το βλέμμα και είδε το βάρδο να τον κοιτάζει με μαύρα, βαθιά μάτια. Ο τύπος ήταν αρκετά ψηλός, περίπου μεσήλικας, μάλλον ελκυστικός στις γυναίκες, αλλά είχε έναν παράξενο, φοβισμένο τρόπο να γέρνει το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να σε λοξοκοιτάξει.
«Απλώς κάτι που άκουσα κάποτε», είπε ο Ματ. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Αν η Μουαραίν αποφάσιζε να τον στείλει στο Λευκό Πύργο για να τον μελετήσουν, δεν θα τον άφηναν ποτέ να ξαναβγεί. «Ακούς πράγματα και τα θυμάσαι. Ξέρω μερικές φράσεις». Έτσι θα κάλυπτε τη βλακεία του, αν του ξέφευγαν κι άλλα.
«Με λένε Τζέησιν Νατάελ. Βάρδος». Ο Νατάελ δεν ανέμισε επιδεικτικά το μανδύα του, όπως θα έκανε ο Θομ· σαν να είχε πει πως ήταν μαραγκός ή αμαξουργός. «Σε πειράζει να κάτσω μαζί σου;» Ο Ματ έκανε νόημα δίπλα του και ο βάρδος δίπλωσε τα πόδια του και άπλωσε από κάτω το μανδύα για να καθίσει. Έμοιαζαν να τον συναρπάζουν οι Τζίντο και οι Σάιντο που τριγυρνούσαν γύρω από τις άμαξες, οι περισσότεροι κρατώντας ακόμα δόρατα και ασπίδες. «Αελίτες», μουρμούρισε. «Δεν το περίμενα. Ακόμα τρίβω τα μάτια μου».
«Είμαι μαζί τους βδομάδες τώρα», είπε ο Ματ, «και δεν ξέρω κι εγώ αν μπορώ να το πιστέψω. Παράξενοι άνθρωποι. Αν καμιά Κόρη σου ζητήσει να παίξεις το Φιλί της Κόρης, σε συμβουλεύω να αρνηθείς. Ευγενικά».
Ο Νατάελ έσμιξε τα φρύδια και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Φαίνεται ότι ζεις μια ενδιαφέρουσα ζωή».
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ματ επιφυλακτικά.
«Δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι είναι μυστικό; Δεν είναι πολλοί οι άντρες που ταξιδεύουν συντροφιά με μια... Άες Σεντάι. Εκείνη, τη Μουαραίν Ντέημοντρεντ. Κι έπειτα έχουμε και τον Ραντ αλ'Θόρ. Τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Ποιος ξέρει πόσες προφητείες πρέπει να εκπληρώσει; Ασυνήθιστοι ταξιδιώτες, βεβαίως».
Οι Αελίτες φυσικά είχαν μιλήσει. Και ποιος δεν θα μιλούσε. Πάντως ένιωθε κάποια αμηχανία που ερχόταν ένας ξένος και μιλούσε έτσι απλά και ήρεμα για τον Ραντ. «Καλά τα πάει, προς το παρόν. Αν σε ενδιαφέρει, μίλα μαζί του. Εγώ θα προτιμούσα να μη μου το θυμίζουν».
«Ίσως να του μιλήσω. Αργότερα, μάλλον. Ας μιλήσουμε για σένα. Απ' ό,τι έμαθα, πήγες στο Ρουίντιαν, όπου δεν έχει πάει κανείς, εκτός από τους Αελίτες, τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια. Από κει το πήρες αυτό;» Απλωσε το χέρι προς το δόρυ στα γόνατα του Ματ, όμως έκανε πίσω, όταν ο Ματ το τράβηξε λιγάκι. «Πολύ καλά. Πες μου τι είδες».
«Γιατί;»
«Είμαι βάρδος, Μάτριμ». Το κεφάλι του Νατάελ ήταν γερμένο στο πλάι με εκείνο τον ανήσυχο τρόπο, αλλά η φωνή του έκρυβε ενόχληση, επειδή είχε αναγκαστεί να το εξηγήσει. Σήκωσε την άκρη του μανδύα με τα πολύχρωμα μπαλώματα, σαν να ήθελε να το αποδείξει. «Είδες κάτι που δεν έχει δει κανένας, παρά μόνο μια χούφτα Αελίτες. Ξέρεις τι ιστορίες μπορώ να πλάσω με το θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια σου; Θα σε κάνω τον ήρωα, αν θες».
Ο Ματ ξεφύσησε. «Δεν θέλω να είμαι ήρωας».
Αλλά δεν υπήρχε λόγος να σιωπήσει. Η Άμυς και οι άλλες ας έλεγαν ότι δεν έπρεπε να μιλήσει για το Ρουίντιαν, αλλά αυτός δεν ήταν Αελίτης. Εκτός αυτού, ίσως άξιζε να έχει κάποιον κοντά στους πραματευτές, ο οποίος θα μπορούσε να πει μια καλή κουβέντα για τον Ματ, αν υπήρχε ανάγκη.
Είπε την ιστορία από τη στιγμή που έφτασε στο τείχος της ομίχλης ως τη στιγμή που βγήκε, αφήνοντας στην άκρη επιλεγμένα αποσπάσματα. Δεν είχε σκοπό να πει σε κανέναν άλλο για τη στρεβλή πόρτα του τερ'ανγκριάλ και θα προτιμούσε να ξεχάσει τη σκόνη που σχημάτιζε πλάσματα τα οποία προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν. Σίγουρα αρκούσε εκείνη η παράξενη πόλη με τα πελώρια παλάτια και το Αβεντεσόρα.
Ο Νατάελ άφησε γρήγορα στην άκρη το Δέντρο της Ζωής, αλλά έκανε τον Ματ να πει και να ξαναπεί τα υπόλοιπα, ζητώντας ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες ― από την αίσθηση που είχε ακριβώς περνώντας την ομίχλη και το χρόνο που έκανε για να την περάσει, μέχρι το χρώμα του ανίσκιωτου φωτός μέσα και τις περιγραφές και των τελευταίων πραγμάτων που θυμόταν να έχει δει ο Ματ στη μεγάλη πλατεία, στην καρδιά της πόλης. Ο Ματ το έκανε απρόθυμα· ένα λαθάκι και θα μιλούσε για τερ'ανγκριάλ, και ποιος ήξερε πού θα οδηγούσε αυτό; Έστω κι έτσι, όμως, στράγγιξε το κύπελλό του και συνέχισε να μιλάει, μέχρι που ξεράθηκε ο λαιμός του. Έμοιαζε ανιαρό έτσι όπως το έλεγε, λες και είχε μπει μέσα και απλώς περίμενε τον Ραντ να ξαναβγεί, αλλά ο Νατάελ έμοιαζε αποφασισμένος να ξετρυπώσει και την τελευταία λεπτομέρεια. Του θύμισε σ' αυτό τον Θομ· μερικές φορές ο Θομ έστρεφε όλη την προσοχή του πάνω σου, σαν να ήθελε να σε ξεζουμίσει.
«Αυτό πρέπει να κάνεις;»
Ο Ματ τινάχτηκε ασυναίσθητα όταν άκουσε τη φωνή της Κάιλι, με τη σκληράδα κάτω από το μελωδικό τόνο. Τον τάραζε αυτή η γυναίκα και τώρα έμοιαζε έτοιμη να του ξεριζώσει την καρδιά, όπως και του βάρδου.
Ο Νατάελ σηκώθηκε αμέσως όρθιος. «Ο νεαρός μου έλεγε συναρπαστικά πράγματα για το Ρουίντιαν. Δεν θα τα πιστέψεις».
«Δεν ήρθαμε εδώ για το Ρουίντιαν». Τα λόγια βγήκαν κοφτερά όσο η μύτη της. Τουλάχιστον αγριοκοίταζε τον Νατάελ, όχι τον ίδιο.
«Σου λέω ότι —»
«Μη μου λες τίποτα».
«Μην προσπαθείς να μου κλείσεις το στόμα!»
Χωρίς να δώσουν σημασία στον Ματ, προχώρησαν κοντά στις άμαξες καβγαδίζοντας χαμηλόφωνα, με έντονες χειρονομίες. Όταν μπήκαν στην άμαξά της, η Κάιλι έμοιαζε να έχει νικηθεί, σιωπώντας βλοσυρά.
Ο Ματ ανατρίχιασε. Δεν μπορούσε να φανταστεί κανέναν να μοιράζεται το κατάλυμά του με αυτή τη γυναίκα. Θα ήταν σαν να είχες πλάι σου μια αρκούδα με πονόδοντο. Η Ισέντρε, από την άλλη μεριά... Εκείνο το πρόσωπο, εκείνα τα χείλη, εκείνο το λικνιστικό βάδισμα. Αν κατάφερνε να την ξεμοναχιάσει από τον Καντίρ, ίσως να της παρουσίαζε ένα νεαρό ήρωα —γι' αυτήν, τα πλάσματα της σκόνης θα ήταν τρία μέτρα ψηλά, θα της έλεγε κάθε λεπτομέρεια που θυμόταν ή που θα σκάρωνε― έναν όμορφο, νεαρό ήρωα, που θα ήταν περισσότερο του γούστου της από ένα στριμμένο γεροπραματευτή. Άξιζε να το σκεφτεί.
Ο ήλιος χάθηκε κάτω από τον ορίζοντα και οι μικρές φωτιές, τις οποίες είχαν ανάψει με αγκαθωτούς θάμνους, έριχναν λιμνούλες κίτρινου φωτός ανάμεσα στις σκηνές. Στο στρατόπεδο απλώθηκε η μυρωδιά του φαγητού που μαγειρευόταν· κατσίκι, ψημένο με ξεραμένες πιπεριές. Στο στρατόπεδο απλώθηκε επίσης και το κρύο, το κρύο της νύχτας της Ερημιάς. Λες και ο ήλιος είχε πάρει μαζί του όλη τη ζέστη. Όταν ο Ματ ετοίμαζε τα πράγματά του για να φύγει από την Πέτρα, δεν περίμενε ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή που θα ευχόταν να έχει ένα γερό μανδύα. Μπορεί να είχαν κανέναν οι πραματευτές. Μπορεί ο Νατάελ να έπαιζε το δικό του στα ζάρια.
Έφαγε στη φωτιά του Ρούαρκ, μαζί με τον Χάιρν και τον Ραντ. Και την Αβιέντα, φυσικά. Ήταν εκεί και οι πραματευτές, με τον Νατάελ πλάι στην Κάιλι και την Ισέντρε σχεδόν κουλουριασμένη πάνω στον Καντίρ. Ίσως να δυσκολευόταν περισσότερο απ' όσο ήλπιζε για να ξεκολλήσει την Ισέντρε από τον άντρα με τη γαμψή μύτη ― ή ίσως να ήταν ευκολότερο. Παρ' όλο που ήταν τυλιγμένη γύρω από τον πραματευτή, είχε μάτια μόνο για τον Ραντ και για κανέναν άλλο. Θα έλεγε κανείς ότι του είχε ήδη ψαλιδίσει τα αφτιά, το σημάδι που έλεγε ότι το πρόβατο ανήκε στο κοπάδι του ιδιοκτήτη του. Ούτε ο Ραντ, ούτε ο Καντίρ έδειχναν να το προσέχουν· ο πραματευτής σχεδόν δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τον Ραντ. Η Αβιέντα το είχε προσέξει και αγριοκοίταζε τον Ραντ. Τουλάχιστον η φωτιά έδινε λίγη ζέστη.
Όταν έφαγαν το ψητό κατσίκι —και ένα χοντρόκοκκο, κίτρινο χυλό, που ήταν πιο καυτερός απ' όσο έδειχνε― ο Ρούαρκ και ο Χάιρν γέμισαν τις κοντές πίπες τους και ο αρχηγός φατρίας ζήτησε από τον Νατάελ ένα τραγούδι.
Ο βάρδος ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Μα φυσικά. Φυσικά. Να φέρω μια άρπα». Ο μανδύας του απλώθηκε πίσω του στην ξερή, κρύα αύρα, καθώς χανόταν προς την άμαξα της Κάιλι.
Ο άνθρωπος αυτός σίγουρα ήταν διαφορετικός από τον Θομ Μέριλιν. Ο Θομ δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι χωρίς φλάουτο ή άρπα, ή και τα δύο. Ο Ματ γέμισε ταμπάκ τη δουλεμένη με ασήμι πίπα του και ρουφούσε με απόλαυση όταν επέστρεψε ο Νατάελ και πήρε πόζα που άρμοζε σε βασιλιά. Έτσι ήταν κι ο Θομ. Ο βάρδος χτύπησε μια συγχορδία και άρχισε.
«Μαλακά, οι άνεμοι, σαν δάχτυλα της άνοιξης.
Μαλακά, οι βροχές, σαν δάκρυα του ουρανού.
Μαλακά, τα χρόνια περνάνε στη χαρά,
χωρίς να φανερώνουν τις καταιγίδες που θα έρθουν,
χωρίς να φανερώνουν τους ανεμοστρόβιλους που ρημάζουν,
τη βροχή του ατσαλιού και τη βροντή της μάχης,
τον πόλεμο που θα ραγίσει την καρδιά».
Ήταν «Η Περασιά του Μιντίαν». Ένα παλιό τραγούδι· για τη Μανέθερεν, κατά έναν παράξενο τρόπο, και για έναν πόλεμο πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Ο Νατάελ το είπε καλούτσικα· δεν ήταν σαν την επιβλητική απαγγελία του Θομ, φυσικά, αλλά οι λέξεις, όπως κυλούσαν, μάζεψαν ένα πυκνό πλήθος από Αελίτες γύρω από τον κύκλο του φωτός. Ο αχρείος Ήντομον είχε οδηγήσει τους Σαφερινούς στην ανυποψίαστη Μανέθερεν, λεηλατώντας και πυρπολώντας, διώχνοντας τους πάντες από μπρος του, ώσπου ο Βασιλιάς Μπουίριν συγκέντρωσε τις δυνάμεις της Μανέθερεν και αντάμωσαν τους Σαφερινούς στην Περασιά του Μιντίαν, όπου άντεξαν, αν και οι άλλοι υπερτερούσαν αριθμητικά, τρεις μέρες ανελέητης μάχης, ενώ ο ποταμός είχε κοκκινίσει και τα όρνια σκοτείνιαζαν τον ουρανό. Την τρίτη μέρα, με τους άντρες του να λιγοστεύουν, με την ελπίδα να χάνεται, ο Μπουίριν και οι άντρες του πολέμησαν και διάβηκαν τον πόρο με μια απεγνωσμένη έξοδο, χώθηκαν βαθιά στην ορδή του Ήντομον και προσπάθησαν να απωθήσουν τον εχθρό με την ελπίδα να σκοτώσουν τον ίδιο τον Ήντομον. Όμως δυνάμεις υπέρτερες χίμηξαν πάνω τους, τους παγίδευσαν, κλείνοντάς τους όλο και πιο βαθιά. Εκείνοι, κυκλώνοντας το βασιλιά τους και το λάβαρο με τον Κόκκινο Αετό, συνέχισαν να πολεμούν, αρνούμενοι να παραδοθούν, ακόμα κι όταν ο χαμός τους ήταν βέβαιος.
Ο Νατάελ τραγούδησε πώς το κουράγιο τους άγγιξε ακόμα και την καρδιά του Ήντομον, πώς τελικά επέτρεψε στους τελευταίους εναπομείναντες να φύγουν ελεύθεροι και επέστρεψε με το στρατό του στο Σάφερ προς τιμήν τους.
«Πίσω προς τα αιματοβαμμένα νερά, προελαύνοντας πίσω με το κεφάλι ψηλά. Δεν παραδόθηκαν, με μπράτσο ή ξίφος, δεν παραδόθηκαν, με καρδιά ή ψυχή. Η τιμή τους ανήκει, για πάντα, τιμή που θα γνωρίσει όλη η Εποχή».
Έπαιξε την τελευταία συγχορδία και οι Αελίτες σφύριξαν επιδοκιμαστικά, χτυπώντας τις στρογγυλές ασπίδες με τα δόρατα, ενώ μερικοί αλάλαζαν.
Δεν ήταν έτσι, φυσικά. Ο Ματ θυμόταν -Φως μου, δεν θέλω! Μα το θυμόταν ούτως ή άλλως― να συμβουλεύει τον Μπουίριν να μη δεχτεί την πρόταση και να του απαντά ο άλλος ότι και η μικρότερη πιθανότητα ήταν καλύτερη από το τίποτα. Ο Ήντομον, με το γυαλιστερό, μαύρο γένι του να κρέμεται κάτω από το ατσάλινο πλέγμα που κάλυπτε το πρόσωπό του, είχε απομακρύνει τους λογχοφόρους του και περίμενε τους άντρες της Μανέθερεν να προχωρήσουν και να φτάσουν σχεδόν στην περασιά, πριν σηκωθούν οι κρυμμένοι τοξότες και εφορμήσει το ιππικό. Όσο για το άλλο, ότι είχε επιστρέψει στο Σάφερ... Ο Ματ δεν το νόμιζε. Η τελευταία του ανάμνηση από την περασιά ήταν που προσπαθούσε να κρατηθεί όρθιος, χωμένος στο ποτάμι ως τη μέση, με τρία βέλη μέσα του, μα υπήρχε κάτι μετά, ένα θραύσμα. Έβλεπε τον Ήντομον, γκριζογένη τώρα, να σωριάζεται από το ορθωμένο άλογό του με ένα δόρυ στην πλάτη, το οποίο είχε πετάξει ένα παλικαράκι χωρίς αρματωσιά, ούτε γενειάδα. Αυτό ήταν χειρότερο κι από τις τρύπες στη μνήμη του.
«Δεν σου άρεσε το τραγούδι;» είπε ο Νατάελ.
Ο Ματ δεν κατάλαβε αμέσως ότι ο βάρδος μιλούσε στον Ραντ κι όχι στον ίδιο. Ο Ραντ έτριψε τα χέρια του και κοίταξε στη χαμηλή φωτιά πριν απαντήσει. «Δεν είμαι βέβαιος αν είναι συνετό να βασίζεσαι στη γενναιοψυχία του εχθρού σου. Τι λες, Καντίρ;»
Ο πραματευτής δίστασε, ρίχνοντας μια ματιά στη γυναίκα που ήταν κρεμασμένη στο μπράτσο του. «Εγώ δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα», είπε τελικά. «Σκέφτομαι κέρδη, όχι μάχες». Η Κάιλι γέλασε τραχιά. Το γέλιο κόπηκε όταν είδε το χαμόγελο της Ισέντρε, που απευθυνόταν συγκαταβατικά σε μια γυναίκα τριπλάσιά της· ύστερα τα μαύρα μάτια έλαμψαν επικίνδυνα πίσω από τα στρώματα του λίπους.
Ξαφνικά, προειδοποιητικές κραυγές σηκώθηκαν από το σκοτάδι ανάμεσα στις σκηνές. Οι Αελίτες έκρυψαν με πέπλα τα πρόσωπα τους και ύστερα από μια στιγμή, Τρόλοκ ξεχύθηκαν από τη νύχτα με ζωώδη πρόσωπα και κερασφόρα κεφάλια, πανύψηλοι μπροστά στους ανθρώπους, ουρλιάζοντας, ανεμίζοντας σπαθιά κυρτά σαν δρεπάνια, καρφώνοντας με αγκιστρωτά δόρατα και τρίαινες με καρφιά, πετσοκόβοντας με τσεκούρια. Μαζί τους ήταν Μυρντράαλ με λυγερές κινήσεις, σαν θανατηφόρα, ανόφθαλμα φίδια. Χρονικό διάστημα ίσο με ένα καρδιοχτύπι, όμως οι Αελίτες πολέμησαν σαν να είχαν προειδοποίηση μιας ολόκληρης ώρας, αντιμετωπίζοντας την επίθεση με τα σβέλτα δόρατά τους.
Ο Ματ αντιλήφθηκε αμυδρά τον Ραντ να κρατά ξαφνικά το φλογισμένο εκείνο σπαθί, ύστερα όμως παρασύρθηκε κι ο ίδιος στη δίνη, χρησιμοποιώντας το όπλο του μαζί σαν δόρυ και σαν πολεμική ράβδο, χτυπώντας με τη μύτη και με την κόψη, σχεδόν στριφογυρίζοντάς το. Αυτή τη φορά χαιρόταν για τις ονειρικές αναμνήσεις· ένιωθε μια οικειότητα στο χειρισμό αυτού του όπλου και χρειαζόταν όλη του τη δεξιοτεχνία. Επικρατούσε χάος και τρέλα.
Τρόλοκ εμφανίζονταν μπροστά του και τους θέριζε το δόρυ του, ή κάποιο δόρυ των Αελιτών, ή γυρνούσαν και χάνονταν στη σύγχυση, τις φωνές, τα αλυχτήματα και την κλαγγή του ατσαλιού. Τον αντιμετώπιζαν Μυρντράαλ με μαύρες λεπίδες, που αντάμωναν το σημαδεμένο με τα κοράκια ατσάλι του, τινάζοντας λάμψεις γαλάζιου φωτός, σαν αστραπές, τον αντιμετώπιζαν και χάνονταν στην αναταραχή. Δυο φορές ένα κοντό δόρυ πέρασε δίπλα από το κεφάλι του και σκότωσε τον Τρόλοκ που ήταν έτοιμος να τον καρφώσει στην πλάτη. Έχωσε την κοντή λεπίδα στο στήθος ενός Μυρντράαλ και ένιωσε σίγουρος ότι είχε έρθει η ώρα του, όταν αυτός χαμογέλασε με τα κάτωχρα χείλη, τον κοίταξε με το ανόφθαλμο βλέμμα, που στάλαζε φόβο στα κόκαλά του, και σήκωσε το μαύρο σπαθί. Μια στιγμή μετά, ο Ημιάνθρωπος τινάχτηκε όταν τον κάρφωσαν βέλη των Αελιτών, τινάχτηκε μόνο για μια στιγμή, που ήταν όσο χρειαζόταν ο Ματ για να πηδήξει μακριά από αυτό το πράγμα, που έπεφτε προσπαθώντας ακόμα να τον χτυπήσει, να χτυπήσει οτιδήποτε.
Δέκα φορές το σκληρό σαν από σίδερο μαύρο κοντάρι του δόρατος κατόρθωσε την τελευταία στιγμή να αποκρούσει χτύπημα Τρόλοκ. Ήταν έργο της Άες Σεντάι και ο Ματ χαιρόταν γι' αυτό. Η ασημένια αλεπουδοκεφαλή στο στήθος του έμοιαζε να πάλλεται από το κρύο, σαν να ήθελε να του θυμίσει ότι κι αυτή, επίσης, έφερε το σήμα των Άες Σεντάι. Εκείνη τη στιγμή δεν τον ένοιαζε διόλου· αν τον έσωζε η Άες Σεντάι, ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει τη Μουαραίν σαν κουταβάκι.
Δεν ήξερε να πει αν όλα αυτά κράτησαν ένα λεπτό ή ώρες, όμως ξαφνικά δεν φαίνονταν πουθενά όρθιοι Μυρντράαλ ή Τρόλοκ, αν και οι κραυγές και τα ουρλιαχτά στο σκοτάδι μιλούσαν για καταδίωξη. Το έδαφος ήταν γεμάτο νεκρούς και ετοιμοθάνατους, Αελίτες και Σκιογέννητους, με τους Ημιανθρώπους να σφαδάζουν ακόμα. Βογκητά πόνου γέμιζαν τον αέρα. Ξαφνικά ένιωσε τους μυς του να λύνονται και τα πνευμόνια του να καίνε. Λαχανιασμένος, έπεσε στα γόνατα, πιασμένος από το δόρυ. Οι φλόγες είχαν καταπιεί τρεις άμαξες των πραματευτών με τη μουσαμαδένια στέγη, με έναν αμαξά καρφωμένο από ένα Τρολοκικό δόρυ στο πλάι της μιας, ενώ κάποιες σκηνές καίγονταν. Οι κραυγές από το στρατόπεδο των Σάιντο και κάποιες λάμψεις υπερβολικά δυνατές για να είναι από απλές φωτιές, έλεγαν ότι κι αυτοί είχαν δεχτεί επίθεση.
Με το φλογισμένο σπαθί ακόμα στο χέρι, ο Ραντ πήγε εκεί που γονάτιζε ο Ματ. «Είσαι καλά;» Η Αβιέντα ήταν ακόμα δίπλα του. Κάπου είχε βρει ένα δόρυ και μια μικρή, στρογγυλή ασπίδα, και είχε τραβήξει μια γωνιά της εσάρπας της για να καλύψει το πρόσωπό της. Ακόμα και με τη φούστα έμοιαζε θανατηφόρα.
«Α, μια χαρά είμαι», μουρμούρισε ο Ματ ενώ σηκωνόταν όρθιος. «Ένας χορός με τους Τρόλοκ είναι ό,τι καλύτερο πριν πέσεις για ύπνο. Σωστά, Αβιέντα;» Εκείνη αποκάλυψε το πρόσωπό της και του έστειλε ένα βιασμένο χαμόγελο. Αυτή μάλλον το είχε απολαύσει. Ο Ματ ήταν λουσμένος στον ιδρώτα· σκέφτηκε ότι θα πάγωνε πάνω του.
Η Μουαραίν και η Εγκουέν εμφανίστηκαν μαζί με δύο Σοφές, την Άμυς και την Μπάιρ, και άρχισαν να τριγυρνούν στους πληγωμένους. Οι συσπάσεις της Θεραπείας ακολουθούσαν την Λες Σεντάι, αν και μερικές φορές απλώς κουνούσε το κεφάλι και συνέχιζε.
Ο Ρούαρκ εμφανίστηκε με βλοσυρό πρόσωπο.
«Άσχημα νέα;» είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ.
Ο αρχηγός φατρίας μούγκρισε. «Εκτός από το γεγονός ότι ήρθαν Τρόλοκ διακόσιες λεύγες πιο κάτω από κει που θα έπρεπε να είναι; Ίσως. Περίπου πενήντα Τρόλοκ επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Σοφών. Θα έφταναν για να το ισοπεδώσουν, αν δεν ήταν η Μουαραίν Σεντάι και η τύχη. Όμως φαίνεται ότι αυτοί που επιτέθηκαν στους Σάιντο ήταν λιγότεροι απ' όσους επιτέθηκαν σε μας, αν και, εφόσον αυτοί ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο, θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Λες και επιτέθηκαν μόνο για να τους εμποδίσουν να έρθουν προς βοήθειά μας. Όχι ότι θα ήταν βέβαιο κάτι τέτοιο, στο κάτω-κάτω Σάιντο είναι αυτοί, αλλά οι Τρόλοκ και οι Νυκτοδρομείς μπορεί να μην το ήξεραν».
«Κι αν ήξεραν ότι μαζί με τις Σοφές ήταν μια Άες Σεντάι», είπε ο Ραντ, «τότε αυτή η επίθεση μπορεί να είχε σκοπό να την κρατήσει κι αυτή σε απόσταση. Φέρνω εχθρούς μαζί μου, Ρούαρκ. Μην το ξεχνάς αυτό. Όπου κι αν είμαι, οι εχθροί μου δεν είναι ποτέ μακριά».
Η Ισέντρε έβγαλε το κεφάλι της από την πρώτη άμαξα. Ύστερα από μια στιγμή κατέβηκε ο Καντίρ, ενώ εκείνη ξαναμπήκε μέσα κι αυτός έκλεισε την πόρτα πίσω του. Στάθηκε κοιτώντας ολόγυρα το μακελειό και το φως από τις φλεγόμενες άμαξες του έριχνε κυματιστές σκιές στο πρόσωπό του. Πιο πολύ τράβηξε την προσοχή του η ομάδα γύρω από τον Ματ. Οι άμαξες του δεν έδειχναν να τον νοιάζουν καθόλου. Ο Νατάελ βγήκε από την άμαξα της Κάιλι, μιλώντας της καθώς κατέβαινε τα σκαλιά, με το βλέμμα στον Ματ και τους άλλους.
«Ανόητοι», μουρμούρισε ο Ματ σχεδόν μονολογώντας. «Κρύβονται μέσα στις άμαξες, λες και αυτό θα άλλαζε τίποτα για τους Τρόλοκ. Παραλίγο να γίνουν ψητοί».
«Είναι ακόμα ζωντανοί», είπε ο Ραντ και ο Ματ κατάλαβε ότι κι αυτός τους είχε δει. «Αυτό είναι πάντα το σημαντικό, Ματ, ποιος μένει ζωντανός. Είναι σαν τα ζάρια. Δεν μπορείς να κερδίσεις αν δεν παίξεις και δεν μπορείς να παίξεις αν είσαι νεκρός. Ποιος ξέρει τι παιχνίδι παίζουν οι πραματευτές». Γέλασε χαμηλόφωνα και το φλογερό σπαθί χάθηκε από τα χέρια του.
«Πάω να κοιμηθώ λιγάκι», είπε ο Ματ, στρίβοντας ενώ μιλούσε. «Ξυπνήστε με αν ξανάρθουν οι Τρόλοκ. Ή, ακόμα καλύτερα, αφήστε τους να με σκοτώσουν στην κουβέρτα μου. Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν θέλω να ξυπνήσω ξανά». Του Ραντ σίγουρα του σάλευε. Ίσως η αποψινή νύχτα να έπειθε την Κάιλι και τον Καντίρ να γυρίσουν πίσω. Αν γινόταν αυτό, σκόπευε να πάει μαζί τους.
Ο Ραντ, παρ' όλο που δεν είχε τραυματιστεί, άφησε τη Μουαραίν να τον περιποιηθεί, ενώ μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της. Με τόσους πληγωμένους, δεν είχε την αντοχή να του ξεπλύνει την κούραση με τη Μία Δύναμη.
«Εσένα ήθελαν», του είπε, ενώ τους κύκλωναν οι στεναγμοί των πληγωμένων. Έσερναν τους Τρόλοκ αλλού, με τα άλογα φόρτου και τα μουλάρια των πραματευτών. Οι Αελίτες προφανώς σκόπευαν να αφήσουν τους Μυρντράαλ εκεί που ήταν μέχρι να πάψουν να σφαδάζουν, για να βεβαιωθούν ότι ήταν στ' αλήθεια νεκροί. Τους χτύπησε μια ριπή ανέμου, σαν πάγος δίχως υγρασία.
«Ναι;» της είπε. Τα μάτια της λαμπύρισαν στο φως της φωτιάς, πριν στραφεί στους τραυματίες.
Τον πλησίασε και η Εγκουέν, όμως μόνο για να του πει μ' ένα χαμηλό, αγανακτισμένο ψίθυρο: «Δεν ξέρω τι κάνεις και την ταράζεις, αλλά σταμάτα!» Η ματιά που έριξε στην Αβιέντα δίπλα του δεν άφηνε αμφιβολία για το ποιον εννοούσε και μετά πήγε να βοηθήσει την Μπάιρ και την Άμυς, πριν ο Ραντ προλάβει να πει ότι δεν είχε κάνει τίποτα. Έμοιαζε γελοία με εκείνα τα δύο κοτσιδάκια με τις κορδέλες. Το ίδιο έμοιαζε να πιστεύουν και οι Αελίτες· κάποιοι χαμογέλασαν πίσω από την πλάτη της.
Παραπατώντας, τρέμοντας, αναζήτησε τη σκηνή του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε κουραστεί τόσο. Το σπαθί σχεδόν δεν του είχε εμφανιστεί. Έλπισε να οφειλόταν στην κούραση. Μερικές φορές άπλωνε στην Πηγή και δεν υπήρχε τίποτα, ενώ κάποιες άλλες φορές η Δύναμη δεν έκανε αυτό που ήθελε, όμως σχεδόν από την πρώτη φορά το σπαθί εμφανιζόταν σχεδόν δίχως να το σκεφτεί. Τώρα, τη χειρότερη στιγμή... Πρέπει να ήταν η κούραση.
Η Αβιέντα επέμεινε να τον ακολουθήσει ως τη σκηνή κι όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα, αυτή καθόταν σταυροπόδι απ' έξω, αλλά χωρίς το δόρυ και την ασπίδα. Μπορεί να ήταν κατάσκοπος, αλλά χάρηκε βλέποντάς την. Τουλάχιστον ήξερε ποια και τι ήταν, καθώς και τι ένιωθε γι' αυτόν.