30 Πέρα Από Τη Βελανιδιά

Με τη Φάιλε να του κρατά το κεφάλι κάτω από τον κόρφο της, ο Πέριν δεν καταλάβαινε πόση ώρα έκλαιγε. Στις σκέψεις του πηγαινοέρχονταν εικόνες της οικογένειάς του· ο πατέρας του, που χαμογελούσε δείχνοντάς του πώς να κρατά το τόξο, η μητέρα του, που τραγουδούσε ενώ έγνεθε μαλλί, η Αντόρα και η Ντεσέλ, που τον πείραζαν όταν είχε ξυριστεί για πρώτη φορά, ο Πητ, που κοίταζε με γουρλωμένα μάτια ένα βάρδο μια Μέρα του Ήλιου, πριν από πολύ καιρό. Εικόνες τάφων, κρύοι και μοναχικοί σε μια σειρά. Έκλαψε ώσπου δεν είχε άλλα δάκρυα μέσα του. Όταν στο τέλος τράβηξε το κεφάλι, οι δύο ήταν μόνοι, με εξαίρεση τον Σκρατς, που καθαριζόταν πάνω σ' ένα βαρέλι μπύρας. Χάρηκε που οι άλλοι δεν είχαν μείνει να τον βλέπουν. Η Φάιλε έφτανε και περίσσευε. Αλλά κατά έναν τρόπο χαιρόταν που η Φάιλε είχε μείνει, αν και θα προτιμούσε να ήταν εκεί χωρίς να τον ακούει, χωρίς να τον βλέπει.

Η Φάιλε έπιασε τα χέρια του και κάθισε στη διπλανή καρέκλα. Ήταν πολύ όμορφη με τα κάπως λοξά μάτια της, μεγάλα και μαύρα, και τα ψηλά ζυγωματικά της. Δεν ήξερε πώς να επανορθώσει για τον τρόπο που της είχε φερθεί τις τελευταίες μέρες. Σίγουρα, πάντως, η Φάιλε θα έβρισκε έναν τρόπο να τον εκδικηθεί.

«Έχεις εγκαταλείψει την ιδέα να παραδοθείς στους Λευκομανδίτες;» τον ρώτησε. Στη φωνή της δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι που να λέει ότι μόλις πριν από λίγο τον έβλεπε να κλαίει σαν μωρό.

«Φαίνεται ότι δεν θα ωφελήσει. Ό,τι κι αν κάνω, θα κυνηγήσουν τον πατέρα του Ραντ και του Ματ. Η οικογένειά μου...» Ξέσφιξε το χέρι του, που την έπιανε, αλλά αυτή απλώς χαμογέλασε, αντί να μορφάσει. «Πρέπει να απελευθερώσω τον αφέντη Λούχαν και τη γυναίκα του, αν μπορέσω. Κι επίσης τη μητέρα και τις αδελφές του Ματ· του υποσχέθηκα ότι θα τις προσέχω. Και να κάνω ό,τι μπορώ για τους Τρόλοκ». Μπορεί να είχε τίποτα ιδέες αυτός ο Άρχοντας Λουκ. Τουλάχιστον η Πύλη ήταν φραγμένη· δεν θα έρχονταν άλλοι από τις Οδούς. Ήθελε να κάνει κάτι ειδικά για τους Τρόλοκ. «Δεν θα καταφέρω τίποτα απ' αυτά, αν τους αφήσω να με κρεμάσουν».

«Χαίρομαι που το βλέπεις αυτό», του είπε ξερά. «Καμιά άλλη χαζή ιδέα ότι με διώχνεις από δω;»

«Όχι». Προετοιμάστηκε για την καταιγίδα που θα ερχόταν, αλλά εκείνη απλώς ένευσε, λες και τούτη η μία λεξούλα ήταν αυτό που περίμενε και το μόνο που ήθελε. Ένα μικροπράγμα, που δεν άξιζε να τσακωθούν. Θα τον έκανε να της το πληρώσει πολύ άσχημα.

«Είμαστε πέντε, Πέριν, έξι αν θέλει ο Λόιαλ. Κι αν βρούμε τον Ταμ αλ'Θόρ και τον Αμπελ Κώθον... Είναι καλοί στο τόξο, σαν κι εσένα;»

«Καλύτεροι», είπε ειλικρινά. «Πολύ καλύτεροι».

Εκείνη ένευσε με ύφος σαν να μην τον πίστευε. «Οκτώ λοιπόν. Μια αρχή. Ίσως έρθουν μαζί μας κι άλλοι. Και υπάρχει ο Άρχοντας Λουκ. Μάλλον θα θέλει να έχει την ηγεσία, αλλά αν δεν είναι κοκορόμυαλος, δεν πειράζει. Δεν είναι, όμως, συνετοί άνθρωποι όλοι όσοι έδωσαν τον Όρκο του Κυνηγού. Συνάντησα μερικούς που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και είναι μεγάλοι πεισματάρηδες».

«Το ξέρω». Τον κοίταξε αγριεμένα κι αυτός κατάφερε να μην κάνει αισθητό το χαμόγελό του. «Το γεγονός ότι συνάντησες μερικούς απ' αυτούς, εννοώ. Μην ξεχνάς ότι κάποτε είχα δει δυο τέτοιους».

«Α, εκείνους. Ας ελπίσουμε να μην είναι φαφλατάς και ψεύτης ο Άρχοντας Λουκ». Τα μάτια της πήραν ένα αποφασισμένο βλέμμα και του έσφιξε τα χέρια, όχι τόσο που να τον ενοχλεί, αλλά σαν να ήθελε να προσθέσει τη δύναμη της στη δική του. «Θα θέλεις να επισκεφτείς τη φάρμα της οικογένειας σου, το σπίτι σου. Θα έρθω μαζί σου, αν με αφήσεις».

«Όταν μπορέσω, Φάιλε». Όμως όχι τώρα. Όχι ακόμα. Αν έβλεπε τώρα εκείνους τους τάφους, κάτω από τις μηλιές... Ήταν παράξενο. Πάντα θεωρούσε τη δύναμη του δεδομένη και τώρα συνειδητοποιούσε ότι δεν ήταν τόσο δυνατός. Ε, λοιπόν, τέρμα τα μωρουδίστικα κλάματα. Ήταν ώρα να κάνει κάτι. «Ας πάρουμε τα πράγματα από μια αρχή. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να βρούμε τον Ταμ και τον Άμπελ».

Ο αφέντης αλ'Βέρ έχωσε το κεφάλι στην κοινή αίθουσα και μπήκε και ο υπόλοιπος, όταν τους είδε να κάθονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους. «Έχουμε έναν Ογκιρανό στην κουζίνα», είπε με βλέμμα σαν το έβρισκε διασκεδαστικό. «Έναν Ογκιρανό. Πίνει τσάι. Και η πιο μεγάλη κούπα δείχνει σαν...» Σήκωσε δυο δάχτυλα με έναν τρόπο σαν να έπιανε δαχτυλήθρα. «Μπορεί η Μάριν να κοιτάζει τους Αελίτες σαν να μας έρχονται κάθε μέρα, αλλά παραλίγο να λιποθυμήσει όταν είδε αυτόν τον Λόιαλ. Της έδωσα διπλή δόση μπράντυ και το κατέβασε σαν νερό. Παραλίγο να πεθάνει από το βήχα· συνήθως πίνει κρασί. Νομίζω ότι θα έπινε και δεύτερο, αν της έδινα». Σούφρωσε τα χείλη και προσποιήθηκε ότι κοίταζε με ενδιαφέρον έναν ανύπαρκτο λεκέ στη μακριά, λευκή ποδιά του. «Είσαι καλά τώρα, αγόρι μου;»

«Καλά είμαι, δήμαρχε», είπε βιαστικά ο Πέριν. «Αφέντη αλ'Βέρ, δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ πολύ ακόμα. Μπορεί κάποιος να πει στους Λευκομανδίτες ότι μου προσφέρατε καταφύγιο».

«Α, δεν είναι πολλοί αυτοί που θα έκαναν τέτοιο πράγμα. Οι περισσότεροι Κόπλιν και πολλοί Κόνγκαρ δεν θα το έκαναν». Μα δεν είπε να μείνουν.

«Ξέρεις πού μπορώ να βρω τον αφέντη αλ'Θόρ και τον αφέντη Κώθον;»

«Κάπου στο Δυτικό Δάσος, συνήθως», είπε αργά ο Μπραν. «Είναι το μόνο που ξέρω στα σίγουρα. Μετακινούνται». Έδεσε τα δάχτυλά του πάνω από την ογκώδη κοιλιά του και έγειρε το κεφάλι. «Δεν πιστεύω να φεύγετε; Είπα στη Μάριν ότι δεν θα φύγετε, αλλά δεν με πιστεύει. Νομίζει ότι είναι καλύτερο για σας να φύγετε —καλύτερο για σας― και όπως και οι περισσότερες γυναίκες, είναι σίγουρη ότι θα ακολουθήσετε τη γνώμη της, αν συνεχίσει να τη λέει συνέχεια».

«Μα όχι, αφέντη αλ'Βέρ», είπε γλυκά η Φάιλε, «εγώ πάντα έβρισκα ότι οι άντρες είναι λογικά πλάσματα, που φτάνει να τους δείξεις μια φορά το δρόμο της σύνεσης για τον ακολουθήσουν».

Ο δήμαρχος της χάρισε ένα χαμόγελο, που έλεγε ότι το είχε βρει αστείο. «Φαντάζομαι τότε ότι θα πείσεις τον Πέριν να φύγει; Η Μάριν έχει δίκιο· αυτό είναι το πιο φρόνιμο, αν θέλει να αποφύγει το κρέμασμα. Ο μόνος λόγος για να μείνεις είναι ότι μερικές φορές ο άντρας δεν μπορεί να το βάλει στα πόδια. Όχι; Ε, το δίχως άλλο εσύ ξέρεις καλύτερα». Αγνόησε την ξινή ματιά της. «Έλα μαζί μου, αγόρι μου, για να πούμε στη Μάριν τα καλά νέα. Σφίξε τα δόντια και μην ξεχνάς τι θέλεις να κάνεις, επειδή αυτή θα το βάλει σκοπό να σε μεταπείσει».

Στην κουζίνα, ο Λόιαλ και οι Αελίτες κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα. Φυσικά δεν υπήρχε καρέκλα αρκετά μεγάλη για τον Ογκιρανό. Καθόταν με το ένα μπράτσο να αναπαύεται στο τραπέζι της κουζίνας, αλλά και πάλι ήταν τόσο ψηλός, που έβλεπε ίσια στα μάτια την κυρά αλ'Βέρ. Ο Μπραν τα είχε παραφουσκώσει για το πόσο μικρό φαινόταν το κύπελλο στο χέρι του Λόιαλ, αν και ο Πέριν με μια δεύτερη ματιά είδε ότι ήταν μια γαβάθα για σούπα, με λευκό φινίρισμα.

Η κυρά αλ'Βέρ ακόμα προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι Αελίτες και Ογκιρανοί την επισκέπτονταν καθημερινά, έτρεχε με ένα δίσκο που είχε ψωμί, τυριά και τουρσιά, πρόσεχε να φάνε όλοι, αλλά τα μάτια της άνοιγαν κάθε φορά που κοίταζε τον Λόιαλ, αν κι αυτός προσπαθούσε να τη χαλαρώσει, κάνοντάς της κομπλιμέντα για τη μαγειρική της. Τα φουντωτά αφτιά του σπαρταρούσαν νευρικά κάθε φορά που τον κοίταζε, ενώ κάθε φορά που αυτά σπαρταρούσαν, εκείνη τινάζονταν και ύστερα κουνούσε το κεφάλι, με τη χοντρή, γκρίζα πλεξούδα της να αναπηδά δυνατά. Ύστερα από λίγες ώρες, σίγουρα ο ένας θα πάθαινε κρίση από τον άλλο.

Ο Λόιαλ αναστέναξε βαθιά και με ανακούφιση όταν είδε τον Πέριν και άφησε το κύπελλό του —τη γαβάθα του― στο τραπέζι, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή το πλατύ πρόσωπό του συννέφιασε. «Λυπάμαι για τους δικούς σου, Πέριν. Νιώθω τη θλίψη σου. Η κυρά αλ'Βέρ» —τα αφτιά του σπαρτάρισαν δυνατά, παρά το γεγονός ότι δεν την κοίταζε, κι εκείνη τινάχτηκε πάλι― «μου έλεγε ότι θα φύγεις, τώρα που δεν σε κρατά τίποτα εδώ. Αν θέλεις, θα τραγουδήσω στις μηλιές πριν φύγουμε».

Ο Μπραν και η Μάριν κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι και ο δήμαρχος έξυσε το αφτί του.

«Σ' ευχαριστώ, Λόιαλ. Θα το εκτιμούσα αυτό, όταν θα έχουμε χρόνο. Αλλά έχω δουλειά να κάνω πριν φύγω». Η κυρά αλ'Βέρ άφησε μ' έναν ξερό κρότο το δίσκο στο τραπέζι και τον κάρφωσε με το βλέμμα, όμως αυτός συνέχισε και είπε τα σχέδιά του. Θα έβρισκε τον Ταμ και τον Άμπελ, και θα έσωζε τους ανθρώπους που κρατούσαν οι Λευκομανδίτες. Δεν ανέφερε τους Τρόλοκ, αν και είχε αόριστα σχέδια και γι' αυτούς. Ίσως όχι τόσο αόριστα. Δεν ήθελε να φύγει όσο υπήρχε έστω κι ένας Τρόλοκ ή Μυρντράαλ ζωντανός στους Δύο Ποταμούς. Έχωσε τους αντίχειρες στη ζώνη του, για να μη χαϊδέψει το τσεκούρι του. «Δεν θα είναι εύκολο», κατέληξε. «Θα εκτιμούσα τη συντροφιά σου, αλλά θα το καταλάβω αν θελήσεις να φύγεις. Δεν είναι δική σου αυτή η μάχη και ήδη έχεις μπει σε πολλούς μπελάδες με εμάς του Πεδίου του Έμοντ. Και δεν θα γράψεις το βιβλίο σου εδώ».

«Είτε εδώ, είτε εκεί, νομίζω ότι είναι ίδια η μάχη», αποκρίθηκε ο Λόιαλ. «Το βιβλίο μπορεί να περιμένει. Ίσως να έχω κι ένα κεφάλαιο για σένα».

«Είπα ότι θα έρθω μαζί σου», είπε ο Γκαούλ χωρίς να ερωτηθεί. «Δεν εννοούσα ότι θα κάτσω μέχρι να ζορίσει το ταξίδι. Σου έχω χρέος αίματος».

Η Μπάιν και η Τσιάντ κοίταξαν ερωτηματικά τη Φάιλε κι όταν αυτή ένευσε, πρόσθεσαν κι αυτές ότι είχαν αποφασίσει να μείνουν.

«Είστε όλοι πεισματάρηδες», είπε η κυρά αλ'Βέρ. «Το πιθανότερο είναι να καταλήξετε στην κρεμάλα, αν δεν σκοτωθείτε νωρίτερα. Το ξέρετε, έτσι δεν είναι;» Εκείνοι έμειναν να την κοιτάζουν κι αυτή έλυσε την ποδιά της και την έβγαλε πάνω από το κεφάλι της. «Αν είστε τόσο ανόητοι ώστε να μείνετε, τότε να σας δείξω πού να κρυφτείτε».

Ο σύζυγός της φάνηκε να ξαφνιάζεται από την απότομη υποχώρησή της, αλλά συνήλθε γρήγορα. «Έλεγα στο παλιό αναρρωτήριο, Μάριν. Κανείς δεν πάει τώρα εκεί και μόνο ένα μικρό μέρος της στέγης έχει γκρεμιστεί».

Το μέρος που ονόμαζαν καινούριο αναρρωτήριο, όπου φρόντιζαν όσους είχαν κάποια μολυσματική ασθένεια, ήταν ανατολικά του χωριού, πέρα από το μύλο του αφέντη Θέην, και βρισκόταν εκεί από τότε που ο Πέριν ήταν μικρό αγόρι. Το παλιό, στο Δυτικό Δάσος, είχε σχεδόν καταστραφεί σε μια σφοδρή θύελλα εκείνο τον καιρό. Ο Πέριν θυμόταν ότι το είχαν σχεδόν κρύψει οι κληματσίδες και οι βάτες, τα πουλιά έκαναν τις φωλιές του σε ό,τι είχε μείνει από την καλαμοσκεπή, ενώ στα πίσω σκαλιά υπήρχε το λαγούμι ενός ασβού. Ήταν καλή κρυψώνα.

Η κυρά αλ'Βέρ αγριοκοίταξε τον Μπραν, σαν να είχε ξαφνιαστεί που το είχε σκεφτεί. «Μάλλον θα τους βολέψει. Τουλάχιστον γι' απόψε. Εκεί θα τους πάω».

«Δεν χρειάζεται να το κάνεις εσύ, Μάριν. Μπορώ να τους οδηγήσω εγώ, αν ο Πέριν δεν θυμάται το δρόμο».

«Καμιά φορά ξεχνάς ότι είσαι δήμαρχος, Μπραν. Σε κοιτά ο κόσμος· αναρωτιούνται πού πηγαίνεις και τι σκαρώνεις. Καλύτερα να μείνεις εδώ κι αν έρθει κανείς, φρόντισε να φύγει νομίζοντας ότι όλα είναι κανονικά. Έχει σούπα με αρνί στο τσουκάλι και φακές που θέλουν μόνο ζέσταμα. Κοίτα μην πεις σε κανέναν για το αναρρωτήριο, Μπραν. Καλύτερα να μη θυμάται κανένας ότι υπάρχει».

«Δεν είμαι βλάκας, Μάριν», είπε αυτός παγωμένα.

«Το ξέρω, καλέ μου». Του χάιδεψε το μάγουλο, αλλά η τρυφερή ματιά της σκλήρυνε όταν άφησε τον Μπραν και γύρισε στους υπόλοιπους. «Όμως μας βάζεις σε μπελάδες», μουρμούρισε πριν αρχίσει τις οδηγίες.

Θα ταξίδευαν σε μικρές ομάδες για να μην τραβήξουν την προσοχή. Αυτή θα διέσχιζε το χωριό μόνη της και θα τους συναντούσε στο δάσος, από την άλλη μεριά. Οι Αελίτες τη διαβεβαίωσαν ότι θα έβρισκαν τη σχισμένη από τον κεραυνό βελανιδιά που τους είχε περιγράψει και βγήκαν από την πίσω πόρτα. Ο Πέριν την ήξερε, ήταν ένα πελώριο δέντρο, ένα μίλι πέρα από την άκρη του χωριού, που έμοιαζε σαν να την είχε ανοίξει στα δύο ένα πελώριο τσεκούρι, αλλά με κάποιον τρόπο είχε συνεχίσει να ζει και μάλιστα να ακμάζει. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να πάει ίσια στο αναρρωτήριο χωρίς κόπο, αλλά η κυρά αλ'Βέρ επέμεινε να συναντηθούν όλοι στη βελανιδιά.

«Αν αρχίσεις να τριγυρνάς μόνος σου, Πέριν, το Φως μόνο ξέρει τι θα ανταμώσεις». Σήκωσε το βλέμμα στον Λόιαλ —τώρα στεκόταν όρθιος και τα πυκνά μαλλιά του άγγιζαν τα δοκάρια του ταβανιού― και αναστέναξε. «Μακάρι να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για το ύψος σου, αφέντη Λόιαλ. Ξέρω ότι κάνει ζέστη, αλλά θα σε πείραζε να φορέσεις το μανδύα σου με την κουκούλα σηκωμένη; Ακόμα και σ' αυτούς τους καιρούς που ζούμε, ο κόσμος θα πείσει τον εαυτό του ότι δεν είδε αυτό που είδε, όταν δεν το περιμένει, αλλά με μια ματιά στο πρόσωπό σου... Όχι ότι δεν είσαι ωραίος, βέβαια, αλλά δεν περνάς για άνθρωπος των Δύο Ποταμών».

Ο Λόιαλ χαμογέλασε και το πρόσωπό του χωρίστηκε στα δύο, κάτω από την πελώρια μύτη του. «Η μέρα δεν μου φαίνεται τόσο ζεστή που να μη θέλω μανδύα, κυρά αλ'Βέρ».

Η Μάριν έφερε μια ψιλή, πλεχτή εσάρπα με γαλάζια κρόσσια και συνόδευσε τον Πέριν, τη Φάιλε και τον Λόιαλ στη μάντρα του στάβλου για να συνεχίσουν το δρόμο τους. Για μια στιγμή, όμως, φάνηκε ότι όλες οι προσπάθειές τους για μυστικότητα ήταν καταδικασμένες. Ο Τσεν Μπούι, που έμοιαζε καμωμένος από γέρικες, ροζιασμένες ρίζες, περιεργαζόταν τα άλογα με μικρά μάτια σαν χάντρες. Ειδικά το ψηλό άλογο του Λόιαλ, που ήταν μεγάλο σαν τα Ντούραν του Μπραν. Ο Τσεν έξυσε το κεφάλι, κοιτάζοντας τη μεγάλη σέλα του αλόγου.

Τα μάτια του πλάτυναν όταν είδε τον Λόιαλ και το κάτω χείλος του πετάρισε. «Τρ... Τρ... Τρόλοκ!» κατόρθωσε να πει τελικά.

«Είσαι ένας βλάκας γέρος, Τσεν Μπούι», είπε σταθερά η Μάριν, βγαίνοντας στο πλάι για να τραβήξει πάνω της την προσοχή του καλαμοποιού. Ο Πέριν είχε το κεφάλι σκυμμένο, κοίταζε εξεταστικά το τόξο του και δεν σάλευε. «Λες να στεκόμουν στην πόρτα μου μ' έναν Τρόλοκ;» Ξεφύσησε περιφρονητικά. «Ο αφέντης Λόιαλ είναι Ογκιρανός και θα το ήξερες, αν δεν ήσουν ένας χαζούλιακας που προτιμά να γκρινιάζει, παρά να βλέπει αυτό που είναι μπροστά στη μύτη του. Περνάει από δω και δεν έχει ώρα να ασχοληθεί με ανθρώπους σαν και του λόγου σου. Τράβα στις δουλειές σου και άσε τους καλεσμένους μας στην ησυχία τους. Ξέρεις καλά ότι η Κόριν Αγιέλιν μήνες σε κυνηγά για την προχειροδουλειά που έκανες στη σκεπή της».

Ο Τσεν σχημάτισε σιωπηλά με τα χείλη τη λέξη «Ογκιρανός» ξανά, βλεφαρίζοντας. Για μια στιγμή έδειξε ότι θα ξεσηκωνόταν για να υπερασπιστεί τη μαστοριά του, αλλά τότε το βλέμμα του έπεσε στον Πέριν και τα μάτια του στένεψαν. «Αυτός είναι! Αυτός! Σε κυνηγάνε, βρε μειράκιον, βρε ζιζάνιο, που το έσκασες με τις Άες Σεντάι και μας έγινες Σκοτεινόφιλος. Τότε μόνο είχαμε ξανά Τρόλοκ. Τώρα ξαναγύρισες και το ίδιο κι αυτοί. Θα μου πεις ότι είναι σύμπτωση; Τι έπαθαν τα μάτια σου; Άρρωστος είσαι; Είναι καμιά αρρώστια που έφερες από κει που πήγες να μας ξεκάνεις όλους, θαρρείς και δεν μας φτάνουν οι Τρόλοκ; Τα Τέκνα του Φωτός θα σε βάλουν στη θέση σου. Να δεις εσύ».

Ο Πέριν ένιωσε τη Φάιλε να ετοιμάζεται και της έπιασε βιαστικά το χέρι, όταν κατάλαβε ότι πήγαινε να τραβήξει το μαχαίρι της. Τι την είχε πιάσει και έκανε; Ο Τσεν ήταν ένας τσαντίλας γερο-ανόητος, μα δεν ήταν αυτός λόγος για να βγάλει μαχαίρι. Η Φάιλε τίναξε αγανακτισμένη το κεφάλι της, αλλά τουλάχιστον δεν έδωσε συνέχεια.

«Φτάνει, Τσεν», είπε κοφτά η Μάριν. «Μη βγάλεις τσιμουδιά γι' αυτό. Ή μήπως άρχισες να τρέχεις κι εσύ στους Λευκομανδίτες και να τους λες ιστορίες, σαν τον Χάρι και τον αδελφό του, τον Νταρλ; Κάτι υποψιάζομαι για το πώς ήρθαν οι Λευκομανδίτες να ψάξουν τα βιβλία του Μπραν. Πήραν έξι μαζί τους και του έκαναν μέσα στο ίδιο του το σπίτι κήρυγμα περί βλασφημίας. Για βλασφημία, αν είναι δυνατόν! Επειδή δεν συμφωνούσαν μ' αυτά που έγραφε μέσα ένα βιβλίο. Είσαι τυχερός που δεν σε βάζω να του πάρεις καινούρια. Έψαξαν όλο το πανδοχείο σαν νυφίτσες. Έψαχναν και για άλλα βλάσφημα κείμενα, είπαν, λες και θα έκρυβε κανείς τα βιβλία του. Έριξαν όλα τα στρώματα από τα κρεβάτια και έκαναν άνω-κάτω τις ντουλάπες που βάζω τα λινά. Είσαι τυχερός που δεν σε έσυρα εδώ για να τα τακτοποιήσεις όλα».

Ο Τσεν με κάθε φράση έμοιαζε να ζαρώνει, ώσπου στο τέλος ήταν σαν να είχε μείνει μισός. «Δεν τους είπα τίποτα, Μάριν», διαμαρτυρήθηκε. «Επειδή έτυχε να αναφέρει κάποιος... Θέλω να πω, απλώς να μνημονεύσω, πάνω στην κουβέντα —» Κούνησε το κεφάλι, ακόμα αποφεύγοντας το βλέμμα της, αλλά ξαναπήρε εν μέρει την προηγούμενη στάση του. «Θα το φέρω στο Συμβούλιο, Μάριν. Εννοώ αυτόν». Έδειξε με το ροζιασμένο δάχτυλό του τον Πέριν. «Όσο είναι εδώ, κινδυνεύουμε όλοι. Αν μάθουν τα Τέκνα ότι του προσφέρεις καταφύγιο, μπορεί να κατηγορήσουν και μας τους υπόλοιπους. Τότε δεν θα μιλάμε για πεταμένα λινά».

«Είναι δουλειά του Κύκλου των Γυναικών». Η Μάριν τύλιξε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της και προχώρησε για να σταθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον καλαμοποιό. Ήταν λιγάκι ψηλότερός της, αλλά η ξαφνική επισημότητα της έδινε το πλεονέκτημα. Αυτός έκανε μια να μιλήσει και πνίγηκε, και η Μάριν αγνόησε κάθε προσπάθειά του να αρθρώσει λέξη. «Δουλειά του Κύκλου, Τσεν Μπούι. Αν νομίζεις ότι δεν είναι —αν έστω σκεφτείς να με πεις ψεύτρα― τότε τόλμα να τα ξεφουρνίσεις. Μια λέξη να πεις για τις δουλειές του Κύκλου των Γυναικών σε οποιονδήποτε, ακόμα και στο Συμβούλιο του Χωριού...»

«Ο Κύκλος δεν έχει δικαίωμα να ανακατεύεται στις υποθέσεις του Συμβουλίου», φώναξε αυτός.

«...και θα δεις αν η γυναίκα σου δεν σε βάλει να κοιμάσαι στο στάβλο. Και να τρως αυτά που αφήνουν ακόμα και οι γελάδες. Νομίζεις ότι το Συμβούλιο έχει το προβάδισμα από τον Κύκλο; Θα στείλω την Νταίζε Κόνγκαρ να σε πείσει για το αντίθετο».

Ο Τσεν μόρφασε, κάτι διόλου παράξενο. Αν η Νταίζε Κόνγκαρ ήταν η Σοφία, τότε μάλλον θα τον έβαζε να πίνει φριχτά καταπότια κάθε μέρα κι ο Τσεν ήταν τόσο κοκαλιάρης, που δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Η Αλσμπετ Λούχαν ήταν η μόνη γυναίκα στο Πεδίο του Έμοντ που ήταν πιο μεγαλόσωμη από την Νταίζε, η οποία είχε μια μοχθηρία μέσα της και άσχημα νεύρα. Ο Πέριν δεν μπορούσε να τη φανταστεί στο ρόλο της Σοφίας· της Νυνάβε θα της ερχόταν κόλπος όταν μάθαινε ποια την είχε αντικαταστήσει. Η Νυνάβε πάντα πίστευε ότι η ίδια ήταν γλυκιά και λογική.

«Ας μην το παρατραβάμε, Μάριν», μουρμούρισε ο Τσεν με έναν κατευναστικό τόνο. «Αν θες να μη μιλήσω, δεν θα μιλήσω. Αλλά άσχετα από τον Κύκλο των Γυναικών, ριψοκινδυνεύεις να στρέψεις τα Τέκνα του Φωτός εναντίον όλων μας». Η Μάριν απλώς σήκωσε τα φρύδια και έπειτα από μια στιγμή ο Τσεν πήρε το δρόμο του, γκρινιάζοντας μέσα από τα δόντια του.

«Καλά τα πήγες», είπε η Φάιλε, όταν ο Τσεν έστριψε τη γωνιά του πανδοχείου και χάθηκε. «Μου φαίνεται ότι πρέπει να πάρω μαθήματα από σένα. Δεν ξέρω να κουμαντάρω τον Πέριν τόσο καλά όσο εσύ τον αφέντη αλ'Βέρ κι αυτόν τον κύριο εδώ». Χαμογέλασε στον Πέριν, για να δείξει ότι αστειευόταν. Τουλάχιστον ο Πέριν αυτό έλπιζε.

«Πρέπει να ξέρεις πότε να τραβήξεις τα λουριά», αποκρίθηκε αφηρημένα η άλλη, «και πότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, παρά να τους αφήσεις να κάνουν του κεφαλιού τους. Άσε τους να κάνουν ό,τι θέλουν όταν δεν είναι σημαντικό κι έτσι θα είναι ευκολότερο να τους κάνεις κουμάντο όταν θα είναι σημαντικό». Κοίταζε το σημείο που είχε χαθεί ο Τσεν με τα φρύδια σμιγμένα, χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα τι έλεγε, εκτός ίσως απ' όταν είπε: «Και είναι κάποιοι που πρέπει να τους δέσεις στο μαντρί και να τους αφήσεις εκεί».

Ο Πέριν παρενέβη βιαστικά. Τέτοιες συμβουλές ας της έλειπαν της Φάιλε. «Λες να κρατήσει το στόμα του κλειστό, κυρά αλ'Βέρ;»

Εκείνη δίστασε. «Πιστεύω πως ναι. Ο Τσεν γεννήθηκε κακότροπος και χειροτερεύει όσο περνάνε τα χρόνια, αλλά δεν είναι σαν τον Χάρι Κόπλιν και τους άλλους του σιναφιού του», είπε. Όμως είχε διστάσει πριν μιλήσει.

«Καλύτερα να φεύγουμε», είπε ο Πέριν. Κανείς δεν διαφώνησε.

Ο ήλιος ήταν πιο ψηλά απ' όσο περίμενε, είχε κιόλας περάσει το σημείο του μεσημεριανού του ύψους κι αυτό σήμαινε ότι ο πιο πολύς κόσμος ήταν κλεισμένος στα σπίτια για το φαγητό. Οι λίγοι που ήταν έξω, κυρίως αγόρια που πρόσεχαν πρόβατα ή αγελάδες, έτρωγαν αυτά που είχαν φέρει μαζί τυλιγμένα στην πετσέτα τους κι ήταν απορροφημένα στο φαγητό, μακριά από τα μονοπάτια των κάρων και δεν τα ένοιαζε ποιος περνούσε. Πάντως αφιέρωσαν κάποιες ματιές στον Λόιαλ, παρά τη μεγάλη κουκούλα, που έκρυβε το πρόσωπό του. Ακόμα και πάνω στον Γοργοπόδη, ο Πέριν έφτανε ως το στήθος του Ογκιρανού, που ήταν στο ψηλό άτι του. Για όσους τους έβλεπαν από μακριά, θα πρέπει να έμοιαζαν με έναν ενήλικα και δύο παιδιά, που καβαλούσαν όλοι πόνυ και έσερναν πίσω φορτωμένα πόνυ. Κάθε άλλο παρά ένα συνηθισμένο θέαμα, αλλά ο Πέριν έλπιζε να ήταν αυτή η εικόνα που έβλεπαν. Αν τα παιδιά το συζητούσαν μεταξύ τους, η ομάδα θα τραβούσε την προσοχή. Έπρεπε να το αποφύγει αυτό, μέχρι να απελευθερώσει την κυρά Λούχαν και τους άλλους. Μακάρι μόνο ο Τσεν να κρατούσε το στόμα του κλειστό. Είχε κι ο ίδιος ανεβασμένη την κουκούλα του. Κι αυτό, επίσης, θα προκαλούσε σχόλια, όχι όμως όσα αν έβλεπε κανείς τη γενειάδα του και καταλάβαινε ότι ο Πέριν δεν ήταν τελικά παιδί. Τουλάχιστον δεν έκανε πολλή ζέστη. Μετά το Δάκρυ, είχε την αίσθηση ότι ήταν άνοιξη, όχι καλοκαίρι.

Δεν δυσκολεύτηκε να βρει τη σχισμένη βελανιδιά, με τα δύο μισά να γέρνουν σχηματίζοντας μια πλατιά διχάλα και την εσωτερική επιφάνεια μαύρη και σκληρή σαν σίδερο, ενώ δεν υπήρχε τίποτα στο έδαφος κάτω από τα χοντρά, απλωμένα κλαριά. Ο δρόμος μέσα από το χωριό ήταν πιο σύντομος από την παράκαμψη που είχαν κάνει γύρω του, έτσι η κυρά αλ'Βέρ ήταν ήδη εκεί και περίμενε, σιάζοντας ανυπόμονα την εσάρπα της. Και οι Αελίτες ήταν επίσης εκεί, κάθονταν ανακούρκουδα στο στρώμα που είχαν σχηματίσει τα σαπισμένα φύλλα της βελανιδιάς και τα υπολείμματα από τα καλαμπόκια που μασουλούσαν οι σκίουροι, ενώ ο Γκαούλ ήταν λιγάκι παράμερα από τις δυο γυναίκες. Οι Κόρες και ο Γκαούλ κοιτάζονταν με την ίδια επιφυλακτικότητα που κοίταζαν το δάσος γύρω τους. Ο Πέριν δεν είχε καμία αμφιβολία ότι οι τρεις τους είχαν καταφέρει να φτάσουν απαρατήρητοι ως εδώ. Ευχήθηκε να είχε κι αυτός τούτη την ικανότητα· ήξερε να παραμονεύει καλά στα δάση, αλλά οι Αελίτες δεν έδειχναν να νοιάζονται αν βρίσκονταν σε δάσος, σε αγρούς ή σε πόλη. Όταν δεν ήθελαν να φαίνονται, έβρισκαν τρόπο και δεν φαίνονταν.

Η κυρά αλ'Βέρ επέμεινε να συνεχίσουν πεζή, υποστηρίζοντας ότι η βλάστηση στο δρόμο ήταν πολύ πυκνή για να πάνε καβάλα. Ο Πέριν δεν συμφωνούσε, αλλά πάντως ξεπέζεψε. Σίγουρα δεν ήταν άνετο να οδηγάς ανθρώπους που ιππεύουν, όταν εσύ είσαι με τα πόδια. Πάντως το μυαλό του ήταν γεμάτο σχέδια. Ήθελε να ρίξει μια ματιά στο στρατόπεδο των Λευκομανδιτών, στο Λόφο της Σκοπιάς, πριν αποφασίσει πώς θα έσωζαν την κυρά Λούχαν και τους άλλους. Και πού άραγε να κρύβονταν ο Ταμ και ο Άμπελ; Ούτε ο Μπραν, ούτε η κυρά αλ'Βέρ το είχαν αναφέρει· ίσως να μην ήξεραν. Αν ο Ταμ και ο Άμπελ δεν είχαν ελευθερώσει ήδη τους αιχμαλώτους, τότε δεν θα ήταν εύκολη δουλειά. Όμως με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να τα καταφέρει. Ύστερα θα έστρεφε την προσοχή του στους Τρόλοκ.

Χρόνια είχε να έρθει σ' αυτά τα μέρη κάποιος από το χωριό και το μονοπάτι είχε εξαφανιστεί, όμως τα ψηλά δέντρα περιόριζαν σε μεγάλο βαθμό τη χαμηλή βλάστηση. Οι Αελίτες προχωρούσαν σιωπηλά μαζί με τους άλλους, υποχωρώντας στην επιμονή της κυράς αλ'Βέρ να είναι όλοι μαζί. Ο Λόιαλ μουρμούριζε επιδοκιμαστικά για τις ψηλές βελανιδιές, ή για κάποια ιδιαίτερα ψηλά έλατα και λέδερλιφ. Πού και πού άκουγαν κάποιον περιγελαστή ή κάποιον κοκκινολαίμη να κελαηδούν στα δέντρα και μια φορά ο Πέριν μύρισε μια αλεπού, που τους παρακολουθούσε να περνούν.

Ξαφνικά έπιασε μια αντρική μυρωδιά που δεν ήταν εκεί πριν από μια στιγμή, άκουσε ένα αχνό θρόισμα. Οι Αελίτες ετοιμάστηκαν, έσκυψαν ελαφρώς με τα δόρατα έτοιμα. Ο Πέριν άπλωσε το χέρι στη φαρέτρα του.

«Ησυχάστε», είπε βιαστικά η κυρά αλ'Βέρ, κάνοντας νόημα να χαμηλώσουν τα όπλα τους. «Σας παρακαλώ, ησυχάστε».

Ξαφνικά εμφανίστηκαν δύο άντρες μπροστά τους, ο ένας στα αριστερά ψηλός, μελαψός και λιγνός, ο άλλος στα δεξιά κοντός, γεροδεμένος και γκριζομάλλης. Και οι δύο κρατούσαν τόξα με το βέλος στη χορδή, έτοιμοι να τα σηκώσουν και να τα εξαπολύσουν, ενώ οι φαρέτρες ισορροπούσαν με τα σπαθιά στους γοφούς τους. Και οι δύο φορούσαν μανδύες, που έμοιαζαν να γίνονται ένα με τα φυλλώματα που τους περιέβαλλαν.

«Πρόμαχοι!» αναφώνησε ο Πέριν. «Γιατί δεν μας είπες ότι υπάρχουν Άες Σεντάι εδώ, κυρά αλ'Βέρ; Ούτε ο αφέντης αλ'Βέρ το ανέφερε. Γιατί;»

«Επειδή δεν το ξέρει», είπε εκείνη γοργά. «Δεν ήταν ψέματα, όταν είπα ότι είναι δουλειά του Κύκλου των Γυναικών». Έστρεψε την προσοχή της στους δυο Πρόμαχους, που κανένας τους δεν είχε χαλαρώσει έστω και λίγο. «Τόμας, Ίχβον, με γνωρίζετε. Ακουμπήστε κάτω τα τόξα. Ξέρετε ότι δεν θα έφερνα κανέναν εδώ, αν είχε κακή πρόθεση».

«Ένας Ογκιρανός», είπε ο γκριζομάλλης, «Αελίτες, ένας κιτρινομάτης —είναι φυσικά αυτός που αναζητούν οι Λευκομανδίτες― και μια ζωηρή κοπέλα με μαχαίρι». Ο Πέριν κοίταξε τη Φάιλε· κρατούσε τη λεπίδα της έτοιμη να την πετάξει. Αυτή τη φορά συμφωνούσε μαζί της. Μπορεί να ήταν Πρόμαχοι, αλλά δεν έλεγαν να κατεβάσουν τα τόξα· τα πρόσωπά τους ήταν σαν να είχαν σμιλευτεί σε αμόνια. Οι Αελίτες έδειχναν έτοιμοι να χορέψουν τα δόρατα χωρίς να βάλουν τα πέπλα τους. «Παράξενη ομάδα, κυρά αλ'Βέρ», συνέχισε ο πιο ηλικιωμένος Πρόμαχος. «Θα δούμε. Ίχβον;» Ο λιγνός ένευσε και χάθηκε στη βλάστηση· ο Πέριν μόλις που τον άκουγε να φεύγει. Οι Πρόμαχοι κινούνταν ανάλαφρα, σαν το θάνατο, όταν ήθελαν.

«Τι εννοείς ότι είναι δουλειά του Κύκλου των Γυναικών;» ζήτησε να μάθει. «Ξέρω ότι οι Λευκομανδίτες θα δημιουργούσαν προβλήματα αν ήξεραν για τις Άες Σεντάι, άρα δεν θα έπρεπε να το πεις στον Χάρι Κόπλιν, αλλά γιατί να το κρατήσεις μυστικό από το δήμαρχο; Κι από μας;»

«Επειδή συμφωνήσαμε», είπε εκνευρισμένη η κυρά αλ'Βέρ. Ο εκνευρισμός έμοιαζε να οφείλεται εξίσου στον Πέριν και τον Πρόμαχο, που τους φρουρούσε ακόμα —δεν φαινόταν να υπάρχει άλλη λέξη να περιγράψει αυτό που έκανε― και ίσως να έμενε και λίγος για τις Άες Σεντάι. «Ήταν στο Λόφο της Σκοπιάς όταν ήρθαν οι Λευκομανδίτες. Κανένας δεν ήξερε ποιες ήταν, μόνο ο Κύκλος εκεί, που μας τις έδωσε για να τις κρύψουμε. Απ' όλους, Πέριν. Είναι πιο εύκολο να φυλάξεις ένα μυστικό όταν το ξέρουμε λίγοι. Το Φως να με φυλάει, ξέρω δυο γυναίκες που έπαψαν να μοιράζονται το κρεβάτι του συζύγου τους, επειδή φοβούνταν μήπως μιλούσαν στον ύπνο τους. Συμφωνήσαμε να το κρατήσουμε μυστικό».

«Γιατί αποφασίσατε να το αλλάξετε αυτό;» ρώτησε με τραχιά φωνή ο γκριζομάλλης Πρόμαχος.

«Για λόγους που κρίνω σοβαρούς και επαρκείς, Τόμας». Από τον τρόπο που έπιασε την εσάρπα της, ο Πέριν υποψιάστηκε ότι η κυρά αλ’Βέρ έλπιζε ότι οι γυναίκες του Κύκλου —και οι Άες Σεντάι― θα συμφωνούσαν μαζί της. Οι φήμες έλεγαν ότι ο Κύκλος ήταν ακόμα πιο αυστηρός με τα μέλη του, απ' ό,τι με το υπόλοιπο χωριό. «Πού καλύτερα να σε κρύψω, Πέριν, παρά με τις Άες Σεντάι; Δεν φαντάζομαι να τις φοβάσαι, αφού έφυγες από δω με μια τους. Και... Σύντομα θα καταλάβεις. Πρέπει να με εμπιστευτείς».

«Υπάρχουν Άες Σεντάι και Άες Σεντάι», της είπε ο Πέριν. Αλλά εκείνες τις οποίες θεωρούσε χειρότερες, του Κόκκινου Άτζα, δεν δέσμευαν Πρόμαχους· του Κόκκινου Άτζα δεν του πολυάρεσαν οι άντρες. Ο Τόμας μπροστά τους είχε μαύρα, αταλάντευτα μάτια. Μπορούσαν να του χιμήξουν όλοι μαζί, ή ίσως καλύτερα θα μπορούσαν να φύγουν, όμως ο Πρόμαχος σίγουρα θα κάρφωνε με το βέλος του την πλάτη του πρώτου που θα έκανε κάτι το οποίο δεν θα του άρεσε, και ο Πέριν θα στοιχημάτιζε ότι είχε κι άλλα βέλη έτοιμα να περάσει αμέσως στη χορδή. Οι Αελίτες έμοιαζαν να συμφωνούν· ακόμα έδειχναν έτοιμοι να το σκάσουν προς κάθε κατεύθυνση ανά πάσα στιγμή, αλλά έμοιαζαν, επίσης, και έτοιμοι να σταθούν εκεί που βρίσκονταν μέχρι να παγώσει ο ήλιος. Ο Πέριν χτύπησε απαλά τη Φάιλε στον ώμο. «Όλα θα πάνε καλά», της είπε.

«Φυσικά», του απάντησε αυτή χαμογελαστά. Είχε θηκαρώσει το μαχαίρι της. «Αφού το λέει η κυρά αλ'Βέρ, την εμπιστεύομαι».

Ο Πέριν έλπιζε να είχε δίκιο. Δεν εμπιστευόταν πια τόσο πολλούς όσο κάποτε. Τις Άες Σεντάι όχι. Ίσως ούτε και τη Μάριν αλ'Βέρ. Όμως ίσως αυτές οι Άες Σεντάι θα τον βοηθούσαν να πολεμήσει τους Τρόλοκ. Θα εμπιστευόταν όποιον τον βοηθούσε. Αλλά μπορούσε να βασιστεί στις Άες Σεντάι; Έκαναν ό,τι έκαναν για δικούς τους λόγους· γι' αυτόν οι Δύο Ποταμοί ήταν πατρίδα, αλλά γι' αυτές μπορεί να ήταν λίθος στον άβακα όπου έπαιζαν. Η Φάιλε και η Μάριν αλ'Βέρ έδειχναν εμπιστοσύνη, όμως, και οι Αελίτες περίμεναν. Προς το παρόν, δεν φαινόταν να έχει πολλές επιλογές.

Загрузка...