Τα τελευταία νερά της βροχής, που είχε πέσει νωρίς το πρωί, ακόμα έσταζαν από τα φύλλα των μηλιών, ενώ ένας σπίνος πηδούσε σ' ένα κλαρί όπου σχηματίζονταν φρούτα, που φέτος δεν θα τα μάζευε κανείς. Ο ήλιος ήταν αρκετά ψηλά, αλλά κρυβόταν πίσω από πυκνά, γκρίζα σύννεφα. Ο Πέριν, καθισμένος ανακούρκουδα στο χώμα, δοκίμασε ασυναίσθητα τη χορδή του τόξου του· οι σφιχτές, κερωμένες χορδές είχαν την τάση να χαλαρώνουν όταν ο καιρός ήταν υγρός. Η θύελλα που είχε καλέσει η Βέριν για να τους κρύψει από την καταδίωξη τη νύχτα της διάσωσης, είχε ξαφνιάσει ακόμα και την ίδια με τη δριμύτητά της, ενώ τρεις φορές είχαν ξαναπέσει δυνατές βροχές τις έξι μέρες που είχαν περάσει από τότε. Ο Πέριν πίστευε ότι ήταν έξι οι μέρες. Δεν είχε σκεφτεί πολύ από εκείνη τη βραδιά, απλώς πήγαινε όπου τον οδηγούσαν τα συμβάντα, αντιδρούσε σ' ό,τι εμφανιζόταν. Η πλατιά όψη της λεπίδας του τσεκουριού τον τρυπούσε στο πλευρό, αλλά σχεδόν δεν το πρόσεχε.
Χαμηλά ψηλώματα, γεμάτα χορτάρι, έδειχναν τις γενιές των Αϋμπάρα που ήταν θαμμένοι εδώ. Οι αρχαιότερες, σκαλισμένες, ξύλινες στήλες, που ήταν ραγισμένες και τις διάβαζε με δυσκολία, είχαν χρονολογίες από τριακόσια χρόνια πριν, σε τάφους που είχαν γίνει ένα με το έδαφος. Αυτό που τον έτρωγε ήταν τα μικρά ψηλώματα, που τα είχαν μαλακώσει οι βροχές, αλλά το χορτάρι δεν είχε προλάβει να τα σκεπάσει ολόκληρα. Γενιές από Αϋμπάρα ήταν θαμμένοι εδώ, μα σίγουρα ποτέ δεκατέσσερις μαζεμένοι. Ήταν η θεία Νεαίν, πλάι στον παλιότερο τάφο του θείου Κάρλιν, με τα δύο παιδιά τους πλάι της· η μεγάλη θεία Ήλσιν, στη σειρά που είχε το θείο Γιούαρντ, τη θεία Μάγκντε και τα τρία παιδιά τους· και η μακριά σειρά με τη μητέρα και τον πατέρα του. Η Αντόρα, η Ντεσέλ και ο μικρός Πητ. Μια μεγάλη σειρά από μικρά ψηλώματα με γυμνό, λασπωμένο χώμα, που φαινόταν ακόμα ανάμεσα στο χορτάρι. Μέτρησε τα βέλη που έμεναν στη φαρέτρα χωρίς να τα κοιτάζει. Δεκαεπτά. Αρκετά είχαν πάθει ζημιά και τα είχε περισυλλέξει μόνο για τις ατσάλινες αιχμές τους. Δεν προλάβαινε να κάνει δικά του· θα έπρεπε σύντομα να δει τον τοξοποιό στο Πεδίο του Έμοντ. Ο Μπιούελ Ντώτρυ έφτιαχνε καλά βέλη, καλύτερα κι από του Ταμ.
Ένα αμυδρό θρόισμα πίσω του τον έκανε να μυρίσει τον αέρα. «Τι είναι, Ντάνιλ;» είπε χωρίς να κοιτάξει γύρω του.
Κάποια ανάσα σκάλωσε σε ένα λαιμό, κάποιος τινάχτηκε ξαφνιασμένος και ύστερα ο Ντάνιλ Λιούιν μίλησε. «Ήρθε η Αρχόντισσα, Πέριν». Κανείς τους δεν είχε συνηθίσει το γεγονός ότι ο Πέριν ήξερε ποιος ήταν πίσω του, ή ποιος ήταν στο σκοτάδι, αλλά δεν τον ένοιαζε πια τι θεωρούσαν παράξενο.
Κοίταξε πάνω από τον ώμο του, σμίγοντας τα φρύδια. Ο Ντάνιλ φαινόταν πιο λιγνός τον τελευταίο καιρό· οι αγρότες δεν μπορούσαν να τους ταΐζουν όλους και από το κυνήγι εξαρτιόταν αν το βράδυ θα είχαν γλέντι ή πείνα. Συνήθως πεινούσαν. «Η Αρχόντισσα;»
«Η Αρχόντισσα Φάιλε. Και ο Άρχοντας Λουκ. Ήρθαν από το Πεδίο του Έμοντ».
Ο Πέριν σηκώθηκε με μια κίνηση όλο χάρη και συνέχισε με μεγάλες δρασκελιές, που ανάγκασαν τον Ντάνιλ να τρέχει για να τον προφταίνει. Κατάφερε να μην κοιτάξει το σπίτι ― τα καρβουνιασμένα δοκάρια και τη γεμάτη καπνιά καμινάδα, το σπίτι όπου είχε μεγαλώσει. Κοίταξε στα δέντρα για να δει τους σκοπούς, εκείνους που ήταν πιο κοντά στο αγρόκτημα. Η γη εδώ κοντά στο Δυτικό Δάσος είχε πλήθος ψηλές βελανιδιές, τσούγες, μεγάλες μελίες και δάφνες. Τα πυκνά φυλλώματα έκρυβαν καλά τα παλικαράκια —τα αγροτικά ρούχα με τα μουντά χρώματα βοηθούσαν σ' αυτό― κι έτσι ακόμα κι αυτός δυσκολευόταν να τα διακρίνει. Θα έπρεπε να πει δυο κουβέντες με εκείνους που ήταν πιο έξω· η δουλειά τους ήταν να μην πλησιάσει κανείς χωρίς προειδοποίηση. Ακόμα και η Φάιλε κι αυτός ο Λουκ.
Το στρατόπεδο, σε μια μεγάλη λόχμη όπου κάποτε έπαιζε και υποκρινόταν ότι βρισκόταν σε ένα απέραντο δάσος, ήταν ένα κακοτράχαλο μέρος ανάμεσα στη χαμηλή βλάστηση, με κουβέρτες κρεμασμένες ανάμεσα στα δέντρα για καταφύγιο, ενώ άλλες ήταν απλωμένες στο έδαφος, πλάι στις φωτιές για το μαγείρεμα. Κι εδώ τα κλαδιά έσταζαν ψιχάλες. Οι περισσότεροι από τους περίπου πενήντα νεαρούς του στρατοπέδου ήταν αξύριστοι, είτε μιμούμενοι τον Πέριν, είτε επειδή ήταν δυσάρεστο να ξυρίζεσαι με κρύο νερό. Ήταν καλοί κυνηγοί —όσους δεν ήταν, τους είχε στείλει σπίτια τους — αλλά ασυνήθιστοι να μένουν έξω από το σπίτι πάνω από μια-δυο βραδιές στη σειρά. Και επίσης δεν ήταν συνηθισμένοι να κάνουν αυτά που τους έβαζε να κάνουν.
Εκείνη τη στιγμή στέκονταν τριγύρω και κοίταζαν χάσκοντας τη Φάιλε και τον Λουκ, ενώ μόνο τέσσερις ή πέντε είχαν τόξο στο χέρι. Τα υπόλοιπα τόξα ήταν μαζί με τα στρωσίδια τους, όπως και οι περισσότερες φαρέτρες. Ο Λουκ στεκόταν νωχελικά εκεί, φορώντας κόκκινο σακάκι και τινάζοντας τα χαλινάρια του ψηλού, μαύρου επιβήτορά του, η προσωποποίηση της αλαζονείας και της χλιαρότητας, ενώ τα παγερά, γαλάζια μάτια του αγνοούσαν τους άντρες ολόγυρά του. Η μυρωδιά του ξεχώριζε ανάμεσα στις μυρωδιές των άλλων, σχεδόν σαν να μην είχε τίποτα κοινό με τους άντρες γύρω του, ούτε καν την ανθρωπιά.
Η Φάιλε πλησίασε γοργά τον Πέριν για να τον χαιρετήσει μ'
ένα χαμόγελο, με τη στενή, σχιστή φούστα ιππασίας της να θροΐζει απαλά, καθώς το γκρίζο μετάξι τριβόταν στο μετάξι. Είχε την αχνή οσμή του σαπουνιού με βότανα, καθώς και τη δική της μυρωδιά. «Ο αφέντης Λούχαν είπε ότι μπορεί να σε βρούμε εδώ».
Ο Πέριν ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει τι γύρευε εδώ, αλλά αντίθετα την αγκάλιασε. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Μου έλειψες», της είπε, έχοντας το πρόσωπο στα μαλλιά της.
Εκείνη τον έσπρωξε πίσω και σήκωσε το βλέμμα πάνω του. «Δείχνεις κουρασμένος».
Αυτός δεν απάντησε· δεν είχε χρόνο για κούραση. «Τους πήγες όλους ασφαλείς στο Πεδίο του Έμοντ;»
«Είναι στο Πανδοχείο της Οινοπηγής». Ξαφνικά του χαμογέλασε. «Ο αφέντης αλ'Βέρ βρήκε ένα παλιό λογχοπέλεκυ και λέει ότι, αν οι Λευκομανδίτες τους ζητήσουν, θα πρέπει να τα βάλουν μαζί του. Τώρα είναι όλοι στο χωριό, Πέριν. Η Βέριν και η Αλάνα, οι Πρόμαχοι. Προσποιούνται, φυσικά, ότι είναι άλλοι. Και ο Λόιαλ. Αυτός να δεις αίσθηση που προκάλεσε. Περισσότερη από την Μπάιρ και την Τσιάντ». Το χαμόγελο έσβησε, το διαδέχτηκε ένα συννέφιασμα. «Μου ζήτησε να σου μεταφέρω ένα μήνυμα. Η Αλάνα δυο φορές εξαφανίστηκε δίχως να πει κουβέντα, τη δεύτερη φορά μόνη της. Ο Λόιαλ και ο Ίχβον ξαφνιάστηκαν, όταν είδαν ότι έλειπε. Είπε να μην το πω σε κανέναν άλλο». Περιεργάστηκε το πρόσωπό του. «Τι σημαίνει αυτό, Πέριν;»
«Μπορεί να μη σημαίνει τίποτα. Απλώς ότι δεν ξέρω αν μπορώ να την εμπιστευτώ. Η Βέριν με προειδοποίησε γι' αυτήν, όμως μπορώ άραγε να εμπιστευτώ τη Βέριν; Είπες ότι η Μπάιρ και η Τσιάντ είναι στο Πεδίο του Έμοντ; Άρα αυτό σημαίνει ότι ξέρει γι' αυτές». Έδειξε τον Λουκ με ένα νεύμα του κεφαλιού. Μερικοί άντρες τον είχαν πλησιάσει και του έκαναν ερωτήσεις όλο σεβασμό κι αυτός απαντούσε μ' ένα συγκαταβατικό χαμόγελο.
«Ήρθαν μαζί μας», του είπε αργά. «Τώρα κάνουν ανίχνευση γύρω από το στρατόπεδό σου. Νομίζω ότι δεν έχουν σε μεγάλη εκτίμηση τους σκοπούς σου. Πέριν, γιατί δεν θέλεις να ξέρει ο Λουκ για τους Αελίτες;»
«Μίλησα με μερικούς ανθρώπους που τους έκαψαν τις φάρμες». Ο Λουκ ήταν μακριά και σίγουρα δεν άκουγε, αλλά καλού-κακού ο Πέριν μίλησε χαμηλόφωνα. «Αν υπολογίσουμε και το μέρος του Φλαν Λιούιν, σε πέντε φάρμες που δέχτηκαν επίθεση ο Λουκ βρισκόταν εκεί την ίδια μέρα ή την προηγούμενη».
«Πέριν, ο άνθρωπος είναι αλαζόνας και ανόητος —νομίζω ότι άφησε να υπαινιχθεί ότι διεκδικεί ένα Μεθορίτικο θρόνο, παρ' ήλο που μας είπε ότι είναι από το Μουράντυ― αλλά δεν μπορεί να πιστεύεις ότι είναι Σκοτεινόφιλος. Στο Πεδίο του Έμοντ έδωσε μερικές καλές συμβουλές. Όταν είπα ότι όλοι ήταν εκεί, εννοούσα όλοι». Κούνησε το κεφάλι θαυμάζοντας. «Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν έρθει από το βορρά και το νότο, από κάθε κατεύθυνση, με τα γελάδια και τα πρόβατά τους, κι όλοι μιλάνε για την προειδοποίηση του Πέριν του Χρυσομάτη. Το χωριουδάκι σου είναι έτοιμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αν χρειαστεί, και ο Λουκ τις τελευταίες μέρες ήταν παντού».
«Τίνος Πέριν;» είπε αυτός έκπληκτος, μορφάζοντας. Προσπάθησε να αλλάξει θέμα. «Από το νότο; Μα εγώ δεν έχω πάει πιο νότια από δω. Δεν έχω μιλήσει με αγρότη που να είναι ένα μίλι πιο κάτω από το Νερό της Οινοπηγής», της είπε.
Η Φάιλε του τράβηξε τη γενειάδα γελώντας. «Τα νέα διαδίδονται, καλέ μου στρατηγέ. Νομίζω ότι οι μισοί περιμένουν ότι θα τους οργανώσεις σε στρατό και θα κυνηγήσεις τους Τρόλοκ μέχρι τη Μεγάλη Μάστιγα. Χίλια χρόνια θα λένε ιστορίες για σένα στους Δύο Ποταμούς. Πέριν ο Χρυσομάτης, κυνηγός των Τρόλοκ».
«Φως μου!» μουρμούρισε εκείνος.
Κυνηγός των Τρόλοκ. Ως τώρα, ελάχιστες δραστηριότητες δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο. Δυο μέρες αφότου είχαν απελευθερώσει την κυρά Λούχαν και τους άλλους, είχαν βρει τα ερείπια μιας αγροικίας, που σιγόκαιγαν ακόμη· ο Πέριν είχε μαζί του τα δεκαπέντε παλικάρια από τους Δύο Ποταμούς. Αφού έθαψαν ό,τι είχαν βρει στις στάχτες, ήταν εύκολο να ακολουθήσουν τους Τρόλοκ με την όσφρηση του και τις ανιχνευτικές ικανότητες του Γκαούλ. Η τσουχτερή σαπίλα των Τρόλοκ δεν είχε προλάβει να διαλυθεί, τουλάχιστον για τον Πέριν. Κάποιοι νεαροί είχαν αρχίσει να διστάζουν, όταν συνειδητοποίησαν ότι το εννοούσε αυτό που έλεγε, ότι θα κυνηγούσαν Τρόλοκ. Ο Πέριν υποψιαζόταν ότι, αν είχαν να κάνουν μεγάλο δρόμο, οι περισσότεροι θα το έσκαγαν όταν δεν θα τους έβλεπε κανείς, αλλά τα ίχνη οδήγησαν σε ένα σύδεντρο τρία μίλια παραπέρα. Οι Τρόλοκ δεν είχαν κάνει τον κόπο να βάλουν σκοπούς —δεν είχαν Μυρντράαλ μαζί τους για να νικήσει ο φόβος την τεμπελιά τους― και οι Δυποταμίτες ήξεραν να ενεδρεύουν σιωπηλά. Τριάντα δύο Τρόλοκ είχαν πεθάνει, πολλοί στις βρωμερές κουβέρτες τους, τρυπημένοι από βέλη πριν προλάβουν να βάλουν φωνή, πόσο μάλλον να πιάσουν σπαθί ή δόρυ. Ο Ντάνιλ, ο Μπαν και οι άλλοι ήταν έτοιμοι να γιορτάσουν ένα μεγάλο θρίαμβο ― μέχρι που βρήκαν τι είχε το μεγάλο, σιδερένιο καζάνι των Τρόλοκ στις στάχτες της φωτιάς. Οι περισσότεροι έτρεξαν στην άκρη για να κάνουν εμετό, ενώ κάποιοι έκλαψαν μπροστά σε όλους. Ο Πέριν έσκαψε μόνος του τον τάφο. Μόνο έναν τάφο: δεν μπορούσες να βρεις τι ανήκε σε ποιον. Παρ' όλο που μέσα του ένιωθε παγωνιά, δεν ήταν βέβαιος αν θα το άντεχε κι ο ίδιος αυτό.
Αργά την επόμενη μέρα κανείς δεν δίστασε όταν ο Πέριν έπιασε τα ίχνη άλλης μια βρωμερής οσμής, αν και μερικά μουρμουρητά αναρωτήθηκαν τι ακολουθούσε, μέχρι που ο Γκαούλ βρήκε τα αποτυπώματα από οπλές και μπότες, που ήταν πολύ μεγάλα για να είναι ανθρώπινα. Άλλο ένα σύδεντρο κοντά στο Δυτικό Δάσος είχε σαράντα έναν Τρόλοκ και έναν Ξέθωρο, με σκοπούς, αν και οι περισσότεροι ροχάλιζαν στο πόστο τους. Δεν θα άλλαζε τίποτα αν ήταν όλοι ξυπνητοί. Ο Γκαούλ σκότωσε τους ξύπνιους, γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα σαν σκιά, ενώ οι άντρες των Δύο Ποταμών ήταν πια περίπου τριάντα. Εκτός αυτού, όσοι δεν είχαν δει το καζάνι, είχαν ακούσει γι' αυτό· φώναζαν ενώ έριχναν βέλη και η ικανοποίησή τους ήταν εξίσου άγρια με τα λαρυγγώδη ουρλιαχτά των Τρόλοκ. Ο μαυροντυμένος Μυρντράαλ ήταν ο τελευταίος που είχε πεθάνει, σωστός σκαντζόχοιρος από τα βέλη. Κανένας δεν ήθελε να πάρει πίσω το βέλος του από κει, όταν τελικά είχε σταματήσει να σφαδάζει.
Εκείνη τη βραδιά έπεσε η δεύτερη βροχή, ώρες ολόκληρες νεροποντής, με τον ουρανό γεμάτο βαριά, μαύρα σύννεφα και κοφτερούς κεραυνούς. Ο Πέριν από τότε δεν είχε πιάσει κάποια μυρωδιά Τρόλοκ και τα αχνάρια είχαν ξεπλυθεί από το έδαφος. Περνούσαν τον περισσότερο καιρό τους προσπαθώντας να αποφεύγουν τις περιπόλους των Λευκομανδιτών, που όλοι έλεγαν ότι ήταν πιο πολυάριθμες από πριν. Οι αγρότες στους οποίους είχε μιλήσει ο Πέριν έλεγαν ότι οι περίπολοι έμοιαζαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για να βρουν ξανά τους φυλακισμένους τους και εκείνους που τους είχαν βοηθήσει να ελευθερωθούν, παρά Τρόλοκ.
Τώρα αρκετοί άντρες ήταν μαζεμένοι γύρω από τον Λουκ. Ήταν ψηλός και τα χρυσοκόκκινα μαλλιά του ξεχώριζαν πάνω από τα μαύρα τα δικά τους. Έμοιαζε να μιλάει κι αυτοί να τον ακούνε. Και ένευαν.
«Ας δούμε τι έχει να πει», είπε κατσουφιασμένος ο Πέριν.
Οι άντρες των Δύο Ποταμών άνοιξαν δρόμο μπροστά του και στη Φάιλε, χωρίς να χρειαστεί να σπρώξει πολύ. Ήταν προσηλωμένοι στον άρχοντα με το κόκκινο σακάκι, που πράγματι ρητόρευε.
«...έτσι το χωριό είναι ασφαλές τώρα. Έχουν συγκεντρωθεί αρκετοί και μπορούν να το υπερασπιστούν. Πρέπει να πω ότι μ' αρέσει να κοιμάμαι κάτω από στέγη, όταν μπορώ. Η κυρά αλ'Βέρ, στο πανδοχείο, προσφέρει νόστιμα γεύματα. Το ψωμί της είναι από τα καλύτερα που έχω φάει ποτέ. Πραγματικά, τίποτα δεν συγκρίνεται με το φρεσκοψημένο ψωμί και το φρεσκοχτυπημένο βούτυρο, να απλώνεις τα πόδια το βράδυ πίνοντας ένα κύπελλο ωραίο κρασί, ή την καλή καφετιά μπύρα του αφέντη αλ'Βέρ».
«Ο Άρχοντας Λουκ λέει ότι θα έπρεπε να πάμε στο Πεδίο του Έμοντ, Πέριν», είπε ο Κένλεϋ Άχαν, ξύνοντας την κόκκινη μύτη του με τη ράχη του λερωμένου χεριού του. Δεν ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να πλένεται όσο συχνά ήθελε, ούτε ήταν ο μόνος που είχε κρυολογήσει.
Ο Λουκ χαμογέλασε στον Πέριν, όπως θα χαμογελούσε σ' ένα σκυλί που θα έκανε κάποιο κόλπο. «Το χωριό είναι ασφαλές, όμως πάντα υπάρχει ανάγκη για μερικά γερά χέρια».
«Κυνηγάμε Τρόλοκ», είπε ψυχρά ο Πέριν. «Δεν έχουν αφήσει ακόμα όλοι τις φάρμες και κάθε ομάδα που βρίσκουμε και σκοτώνουμε, σημαίνει ότι κάποια αγροκτήματα δεν θα καούν και κάποιοι άνθρωποι θα έχουν την ευκαιρία να φτάσουν σε ασφαλές μέρος».
Ο Γουίλ αλ'Σήν γέλασε ξερά. Δεν ήταν τόσο όμορφος, με την κόκκινη μύτη του που έτρεχε και τα αραιά, αξύριστα γένια έξι ημερών. «Μέρες έχουμε να μυρίσουμε Τρόλοκ. Δείξε λογική, Πέριν. Μπορεί να τους σκοτώσαμε ήδη όλους». Κάποιοι μουρμούρισαν πως συμφωνούσαν.
«Δεν θέλω να σπείρω διχόνοια». Ο Λουκ άπλωσε τα χέρια με μια άδολη χειρονομία. «Σίγουρα έχετε πολλές και λαμπρές επιτυχίες εκτός απ' αυτές που ακούσαμε. Φαντάζομαι πως θα έχετε σκοτώσει εκατοντάδες Τρόλοκ. Ίσως και να τους διώξατε. Ένα έχω να σας πω, το Πεδίο του Έμοντ είναι έτοιμο να σας καλωσορίσει σαν ήρωες. Το ίδιο συμβαίνει και στο Λόφο της Σκοπιάς για εκείνους που μένουν από κει. Κανείς από το Ντέβεν Ράιντ;» Ο Γουίλ ένευσε και ο Λουκ τον χτύπησε στην πλάτη με μια κούφια κίνηση εγκαρδιότητας. «Θα σας καλωσορίσουν σαν ήρωες, αναμφιβόλως».
«Όποιος θέλει να πάει σπίτι του, μπορεί», είπε ο Πέριν ήρεμα. Η Φάιλε τον κοίταξε προειδοποιητικά, σμίγοντας τα φρύδια· δεν έκαναν έτσι οι στρατηγοί. Όμως ο Πέριν δεν ήθελε μαζί του κανέναν που να μη θέλει να βρίσκεται εκεί. Εκτός αυτού, δεν ήθελε να γίνει στρατηγός. «Εγώ προσωπικά δεν νομίζω ότι η δουλειά τελείωσε, αλλά είναι δική σας η επιλογή».
Κανένας δεν δέχτηκε την πρόταση, αν και ο Γουίλ έμοιαζε έτοιμος να φύγει, αλλά είκοσι ακόμα κοίταζαν το χώμα και έσερναν τις μπότες στα περσινά φύλλα.
«Λοιπόν», είπε ανέμελα ο Λουκ, «αν δεν έμειναν Τρόλοκ για να κυνηγήσετε, μάλλον είναι καιρός να στρέψετε την προσοχή σας στους Λευκομανδίτες. Δεν είναι ευχαριστημένοι με τον κόσμο στους Δύο Ποταμούς, που αποφάσισε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κι απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, σκοπεύουν να κρεμάσουν εσάς συγκεκριμένα ως παρανόμους, επειδή κλέψατε τους αιχμαλώτους τους».
Αρκετά παλικαράκια εκεί κοιτάχτηκαν ανήσυχα.
Τότε ο Γκαούλ πέρασε σπρώχνοντας το πλήθος, με την Μπάιρ και την Τσιάντ στο κατόπι του. Όχι ότι οι Αελίτες έπρεπε να σπρώξουν· οι άντρες παραμέριζαν μόλις καταλάβαιναν ποιοι ήταν. Ο Λουκ κοίταξε σκεφτικά τον Γκαούλ, ίσως αποδοκιμαστικά· ο Αελίτης τον κοίταξε ανέκφραστα με το σκληρό πρόσωπό του. Τα πρόσωπα του Γουίλ, του Ντάνιλ και των άλλων φωτίστηκαν βλέποντας τους Αελίτες· οι περισσότεροι νόμιζαν ότι υπήρχαν εκατοντάδες ακόμα κρυμμένοι κάπου στα σύδεντρα και τα δάση. Δεν ρωτούσαν ποτέ γιατί τόσοι Αελίτες έμεναν κρυμμένοι και ο Πέριν βεβαίως δεν το έθιγε ποτέ. Αν τους βοηθούσε για να κρατήσουν το κουράγιο τους η πίστη στις ενισχύσεις μερικών εκατοντάδων Αελιτών, τόσο το καλύτερο.
«Τι βρήκες;» ρώτησε ο Πέριν. Ο Γκαούλ έλειπε από την προηγούμενη μέρα· μπορούσε να κινηθεί γρήγορα όσο ένας έφιππος, κι ακόμα πιο γρήγορα στο δάσος, και έβλεπε περισσότερα.
«Τρόλοκ», αποκρίθηκε ο Γκαούλ σαν να ανέφερε παρουσία προβάτων, «που διασχίζουν αυτό το σωστά ονομασμένο Νεροδάσος, με κατεύθυνση προς το νότο, Είναι το πολύ τριάντα και πιστεύω ότι σκοπεύουν να στρατοπεδεύσουν στην άκρη του δάσους και να κάνουν επιδρομή απόψε. Υπάρχουν άντρες που ακόμα κρατάνε τη γη τους στο νότο». Ξαφνικά, τα χείλη του άνοιξαν σε ένα λυκίσιο χαμόγελο. «Δεν με είδαν. Δεν θα έχουν καμία προειδοποίηση».
Η Τσιάντ έγειρε προς την Μπάιρ. «Για Σκυλί της Πέτρας κινείται αρκετά καλά», ψιθύρισε αρκετά δυνατά για να ακουστεί δέκα μέτρα παραπέρα. «Δεν κάνει περισσότερη φασαρία από κουτσό ταύρο».
«Λοιπόν, Γουίλ;» είπε ο Πέριν. «Θέλεις να πας στο Πεδίο του Έμοντ; Μπορείς να ξυριστείς, ίσως να βρεις και κανένα κορίτσι για φίλημα, ενώ αυτοί οι Τρόλοκ θα δειτινούν απόψε».
Ο Γουίλ έγινε κατακόκκινος. «Θα είμαι όπου κι εσύ απόψε, Αϋμπάρα», είπε με σκληρή φωνή.
«Όσο υπάρχουν ακόμα Τρόλοκ, κανείς δεν θέλει να πάει σπίτι του», πρόσθεσε ο Κένλεϋ.
Ο Πέριν κοίταξε τριγύρω τους άλλους και αντίκρισε μόνο νεύματα που συμφωνούσαν. «Εσύ, Λουκ; Θα χαρούμε να έχουμε μαζί μας έναν άρχοντα, που είναι και Κυνηγός του Κέρατος. Θα μπορέσεις να μας δείξεις τι πρέπει να κάνουμε».
Το χαμόγελο του Λουκ έμοιαζε με χαρακιά πάνω σε πέτρα και δεν καθρεφτίστηκε στην έκφραση των παγωμένων, γαλάζιων ματιών του. «Λυπάμαι, αλλά η άμυνα του Πεδίου του Έμοντ με χρειάζεται ακόμα. Πρέπει να φροντίσω για την προστασία των δικών σας, σε περίπτωση που έρθουν εκεί περισσότεροι Τρόλοκ κι όχι μόνο τριάντα. Ή τα Τέκνα του Φωτός. Αρχόντισσα Φάιλε;» Άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να ανέβει στο άλογο, όμως εκείνη κούνησε το κεφάλι.
«Θα μείνω με τον Πέριν, Άρχοντα Λουκ».
«Κρίμα», μουρμούρισε αυτός, σηκώνοντας τους ώμους σαν να έλεγε ότι οι διαθέσεις των γυναικών δεν έχουν εξήγηση. Φόρεσε τα γάντια του, που είχαν κεντημένους λύκους πάνω, κι ανέβηκε επιδέξια στη ράχη του μαύρου αλόγου του. «Καλή τύχη, αφέντη Χρυσομάτη. Ελπίζω να έχετε όλοι καλή τύχη». Με μια μικρή υπόκλιση προς τη Φάιλε, έστριψε επιδεικτικά το ψηλό άτι του και το σπιρούνισε τόσο απότομα για να καλπάσει, που μερικοί αναγκάστηκαν να πηδήξουν στο πλάι.
Η Φάιλε κοίταξε τον Πέριν με ύφος που υποσχόταν κήρυγμα περί αγένειας, όταν θα έμεναν μόνοι. Ο Πέριν έμεινε ν' ακούει το άλογο του Λουκ· όταν δεν το άκουγε πια, στράφηκε στον Γκαούλ. «Μπορούμε να βρεθούμε μπροστά από τους Τρόλοκ; Να περιμένουμε κάπου, πριν φτάσουν στο μέρος όπου σκοπεύουν να σταματήσουν;»
«Η απόσταση βολεύει, αν ξεκινήσουμε τώρα», είπε ο Γκαούλ. «Κινούνται σε ευθεία γραμμή και δεν βιάζονται. Έχουν μαζί τους ένα Νυκτοδρομέα. Θα είναι πιο εύκολο να τους ξαφνιάσουμε στις κουβέρτες τους, παρά να τους αντιμετωπίσουμε όταν θα είναι ξύπνιοι». Εννοούσε ότι οι άντρες των Δύο Ποταμών ίσως να τα κατάφερναν καλύτερα· δεν υπήρχε μυρωδιά φόβου πάνω του.
Σε κάποιους άλλους η μυρωδιά του φόβου υπήρχε και μάλιστα έντονα, αλλά κανένας δεν υποστήριξε ότι ίσως να μην ήταν και τόσο καλό το σχέδιο να τα βάλουν με ξύπνιους και σε εγρήγορση Τρόλοκ, οι οποίοι, μάλιστα, είχαν μαζί κι ένα Μυρντράαλ. Μάζεψαν το στρατόπεδο μόλις τους έδωσε τη διαταγή, έσβησαν τις φωτιές, σκόρπισαν τις στάχτες, πήραν τα λιγοστά κατσαρολικά και ανέβηκαν στα κάθε είδους και λογής άλογα και πόνυ τους. Μαζί με τους σκοπούς —ο Πέριν θύμισε στον εαυτό του να κάνει εκείνη τη συζήτηση με τους σκοπούς― έφταναν περίπου τα εβδομήντα άτομα. Σίγουρα ήταν αρκετοί για να στήσουν ενέδρα σε τριάντα Τρόλοκ. Ο Μπαν αλ'Σήν και ο Ντάνιλ ακόμα οδηγούσαν ο καθένας τους μισούς —έμοιαζε ο μόνος τρόπος για να μην ξεσπούν διαφωνίες― ενώ ο Μπίλι αλ'Ντάι, ο Κένλεϋ και άλλοι ήταν επικεφαλής ο καθένας σε περίπου δέκα. Το ίδιο και ο Γουίλ· συνήθως δεν ήταν κακό παιδί, αρκεί να μην είχε στο νου του τις κοπέλες.
Η Φάιλε είχε τη Σουώλοου κοντά στον Γοργοπόδη καθώς ξεκινούσαν προς το νότο, με τους Αελίτες να τρέχουν μπροστά. «Στ' αλήθεια δεν τον εμπιστεύεσαι καθόλου», του είπε. «Νομίζεις ότι είναι Σκοτεινόφιλος».
«Εμπιστεύομαι εσένα, το τόξο μου και το τσεκούρι μου», της είπε. Το πρόσωπό της έδειξε λύπη και χαρά μαζί, μα ήταν η καθαρή αλήθεια.
Ο Γκαούλ τους οδηγούσε προς το νότο επί δύο ώρες πριν στρίψει στο Νεροδάσος, που ήταν ένα σύμπλεγμα από πανύψηλες βελανιδιές, πεύκα και λέδερλιφ, φουντωτές δάφνες και δέντρα ρεντόιλ με κωνικό σχήμα, ψηλές μελίες με στρογγυλές φυλλωσιές, φυτά σουίτμπερυ και μαύρες ιτιές, ενώ χαμηλά υπήρχαν πυκνοί θάμνοι γεμάτοι κληματσίδες. Χίλιοι σκίουροι φλυαρούσαν στα κλαριά, ενώ τσίχλες, σπίνοι και κοκκινολαίμηδες πετούσαν παντού. Ο Πέριν μύριζε επίσης ελάφια, λαγούς και αλεπούδες. Ολόγυρα στο δάσος υπήρχαν άφθονα ρυάκια, νερολακκούβες και λιμνούλες με βούρλα στις όχθες, συχνά κάτω από φυλλωσιές, αλλά μερικές φορές και σε ξέφωτα, με πλάτος που κυμαινόταν από τα δέκα ως τα σχεδόν πενήντα βήματα σε μερικές. Το έδαφος έμοιαζε μουλιασμένο μετά τη βροχή που είχε πιει και έκανε τις οπλές των αλόγων να πλατσουρίζουν.
Ο Γκαούλ σταμάτησε ανάμεσα σε μια μεγάλη λιμνούλα με ιτιές γύρω της και σε ένα στενό ρυάκι με πλάτος ένα βήμα, περίπου δυο μίλια μέσα στο δάσος. Εδώ θα έρχονταν οι Τρόλοκ αν συνέχιζαν την πορεία τους. Οι τρεις Αελίτες έγιναν ένα με τα δέντρα, για να βεβαιωθούν γι' αυτό και να προειδοποιήσουν για την προσέγγισή τους.
Ο Πέριν άφησε τη Φάιλε και καμιά δωδεκαριά άντρες να φυλάνε τα άλογα και έβαλε τους άλλους να απλωθούν σε μια στενή καμπύλη, σαν κούπα όπου θα έμπαιναν οι Τρόλοκ. Όταν βεβαιώθηκε ότι κάθε άντρας ήταν καλά κρυμμένος και ήξερε τι θα έκανε, πήγε στον πάτο της κούπας, πλάι σε μια βελανιδιά, με κορμό πιο χοντρό απ' όσο ήταν ψηλός ο ίδιος.
Βόλεψε το τσεκούρι στη θηλιά της ζώνης του, έβαλε βέλος στη χορδή του τόξου του και περίμενε. Μια απαλή αύρα τον φυσούσε στο πρόσωπο, δυνάμωνε και καταλάγιαζε. Κανονικά θα μύριζε τους Τρόλοκ πριν φανούν. Θα έρχονταν ευθεία πάνω του. Αγγίζοντας πάλι το τσεκούρι του, συνέχισε να περιμένει. Πέρασαν λεπτά. Μία ώρα. Πόσο ακόμα μέχρι να φανούν οι Σκιογέννητοι; Αν κάθονταν κι άλλο σ' αυτή την υγρασία, θα έπρεπε να αλλάξουν χορδές.
Τα πουλιά εξαφανίστηκαν μια στιγμή πριν σιωπήσουν οι σκίουροι. Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα και έσμιξε τα φρύδια. Τίποτα. Σε εκείνη την αύρα σίγουρα θα έπρεπε να έχει οσμιστεί τους Τρόλοκ, την ίδια στιγμή που θα τους ένιωθαν και τα ζώα.
Μια τυχαία ριπή του ανέμου του έφερε την αηδιαστική μπόχα, σαν ιδρώτας και σαπίλα αιώνων. «Είναι πίσω μας! Συγκεντρωθείτε σε μένα! Οι Δύο Ποταμοί σε μένα!» στριφογύρισε και φώναξε. Πίσω. Τα άλογα. «Φάιλε!»
Κραυγές και ουρλιαχτά ξέσπασαν από κάθε μεριά, αλυχτήματα και άγριες ιαχές. Ένας Τρόλοκ με κεφάλι τράγου πήδηξε στο ξέφωτο είκοσι βήματα παραπέρα, υψώνοντας ένα μακρύ, κυρτό τόξο. Ο Πέριν τράβηξε τη χορδή ως το αφτί και έριξε με μια ανάλαφρη κίνηση, απλώνοντας το χέρι για να πιάσει άλλο ένα βέλος την ίδια στιγμή που εξαπολυόταν το πρώτο. Η πλατιά αιχμή του βέλους βρήκε τον Τρόλοκ ανάμεσα στα μάτια· αυτός μούγκρισε μια φορά κι έπεσε κάτω. Αλλά το βέλος του πλάσματος, ίσο με μικρό δόρυ, βρήκε τον Πέριν στα πλευρά, σαν να τον είχε χτυπήσει σφυρί.
Άφησε μια κοφτή κραυγή από το πλήγμα και του έπεσαν το τόξο και το βέλος. Ο πόνος απλώθηκε σαν σεντόνι πάνω του από το βέλος με τα μαύρα φτερά· το βέλος ριγούσε όταν ο Πέριν έπαιρνε ανάσα και κάθε ρίγος έφερνε καινούριο πόνο.
Δύο ακόμα Τρόλοκ πήδηξαν πάνω από το νεκρό σύντροφό τους, με μουσούδες σαν λύκοι και κατσικίσια κέρατα, μορφές με μαύρη, πλεχτή πανοπλία μιάμιση φορά το ύψος του Πέριν και δυο φορές το πλάτος του. Του χίμηξαν βελάζοντας, με τα κυρτά σπαθιά σηκωμένα.
Ο Πέριν ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί, έτριξε τα δόντια του και έσπασε το βέλος, που είχε πάχος όσο ο αντίχειράς του, έβγαλε το τσεκούρι του και χίμηξε να τους ανταμώσει. Συνειδητοποίησε αμυδρά ότι ούρλιαζε. Ούρλιαζε από οργή, που έκανε τα μάτια του να βλέπουν τα πάντα κόκκινα. Ορθώνονταν από πάνω του με πανοπλίες όλο καρφιά στους αγκώνες και τους ώμους, όμως αυτός ανεβοκατέβαζε το τσεκούρι με λύσσα, σαν να προσπαθούσε με κάθε χτύπημα να κόψει δέντρο. Για την Αντόρα. Για την Ντεσέλ. «Η μητέρα μου!» ούρλιαζε. «Που να καείτε! Η μητέρα μου!»
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι πετσόκοβε όγκους πεσμένους στο έδαφος. Μουγκρίζοντας, πίεσε τον εαυτό του να σταματήσει, τρέμοντας από την προσπάθεια και από τον πόνο στο πλευρό. Τώρα ακούγονταν λιγότερες φωνές. Λιγότερες κραυγές. Είχε μείνει άλλος εκτός απ' αυτόν; «Συγκεντρωθείτε σε μένα! Οι Δύο Ποταμοί σε μένα!»
«Δύο Ποταμοί!» φώναξε έξαλλα κάποιος πέρα, στο υγρό δάσος, και ύστερα άλλος ένας, «Δύο Ποταμοί!»
Δύο. Μόνο δύο. «Φάιλε!» κραύγασε. «Αχ, Φως μου, Φάιλε!»
Μια μαυρίλα που τρεμόπαιζε κυλώντας ανάμεσα στα δέντρα ανήγγειλε τον Μυρντράαλ πριν ο Πέριν τον δει καθαρά, με το φολιδωτό, μαύρο θώρακα στο στήθος και το μελανό μανδύα να κρέμεται ασάλευτος, παρά το τρέξιμό του. Καθώς τον πλησίαζε, έκοψε την ταχύτητά του και συνέχισε με ένα ερπετοειδές, σίγουρο βάδισμα· ήξερε ότι ήταν πληγωμένος, ήξερε ότι ήταν εύκολη λεία. Το χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπό του τον έλουσε με φόβο. «Φάιλε;» είπε κοροϊδευτικά. Η φωνή του έκανε το όνομα να ηχήσει σαν καμένο δέρμα που τριβόταν. «Η Φάιλέ σου... ήταν γευστικότατη».
Ο Πέριν όρμησε πάνω του με ένα βρυχηθμό. Ένα σπαθί με μαύρη λεπίδα απέκρουσε το πρώτο του χτύπημα. Και το δεύτερο. Το τρίτο. Το άσπρο σαν σκουλήκι πρόσωπο του πλάσματος έδειξε να προσηλώνεται στο στόχο του, όμως το σώμα του κινούνταν σαν οχιά, σαν αστραπή. Προς το παρόν, ο Πέριν το είχε σε θέση άμυνας. Προς το παρόν. Αίμα κυλούσε στο πλευρό του· τον έκαιγε σαν φωτιά καμινιού. Δεν θα άντεχε για πολύ έτσι. Κι όταν θα χανόταν η δύναμή του, το σπαθί θα τον έβρισκε στην καρδιά.
Το πόδι του γλίστρησε στη λάσπη που είχε σκαφτεί κάτω από τις μπότες του και η λεπίδα του Ξέθωρου υψώθηκε, για να κατέβει ― και ένα σβέλτο σπαθί σχεδόν έκοψε το ανόφθαλμο κεφάλι, έτσι που αυτό έπεσε στον έναν ώμο μ' ένα σιντριβάνι μαύρου αίματος. Χτυπώντας στα τυφλά, ο Μυρντράαλ προχώρησε μπροστά παραπατώντας, σκοντάφτοντας, αρνούμενος να πεθάνει τελείως, προσπαθώντας ακόμα να σκοτώσει ενστικτωδώς.
Ο Πέριν βγήκε από το δρόμο του, όμως η προσοχή του ήταν στραμμένη στον άντρα, που σκούπιζε ψυχρά τη λεπίδα του με μια χούφτα φύλλα. Ο μανδύας του Ίχβον, που άλλαζε χρώματα, κρεμόταν στην πλάτη του. «Με έστειλε η Αλάνα να σας βρω. Παραλίγο να μη σας βρω, έτσι που μετακινιόσασταν, αλλά εβδομήντα άλογα αφήνουν ίχνη». Ο σκοτεινός, λιγνός Πρόμαχος έμοιαζε ψύχραιμος, σαν να άναβε την πίπα του μπροστά στο τζάκι. «Οι Τρόλοκ δεν ήταν συνδεμένοι μ' αυτό» —με το σπαθί του έδειξε τον Μυρντράαλ· είχε πέσει κάτω, αλλά ακόμα κάρφωνε στα τυφλά― «και είναι κρίμα, αλλά αν συγκεντρώσεις τους δικούς σου, ίσως οι Τρόλοκ να μην έχουν διάθεση να τα βάλουν μαζί σας χωρίς έναν Απρόσωπο να τους κεντρίζει. Θα εκτιμούσα ότι ήταν καμιά εκατοστή. Τώρα είναι κάπως λιγότεροι. Τους κάνατε κάποια ζημιά». Άρχισε να εξετάζει ήρεμα τις σκιές κάτω από τα δέντρα κι μόνο η λεπίδα στο χέρι του έδειχνε ότι κάτι ξέφευγε από το φυσιολογικό.
Για μια στιγμή μονάχα, ο Πέριν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τον γύρευε η Αλάνα; Είχε στείλει τον Ίχβον να τον βρει; Πάνω στην ώρα για να του σώσει τη ζωή. Κούνησε το κεφάλι και ύψωσε πάλι τη φωνή του. «Οι Δύο Ποταμοί σε μένα! Για την αγάπη του Φωτός, συγκεντρωθείτε σε μένα! Εδώ! Συγκεντρωθείτε! Εδώ!»
Αυτή τη φορά συνέχισε, ώσπου εμφανίστηκαν γνώριμα πρόσωπα παραπατώντας ανάμεσα στα δέντρα. Ματωμένα πρόσωπα συνήθως. Εμβρόντητα πρόσωπα, παγωμένα. Κάποιοι άντρες στήριζαν όπως μπορούσαν τους άλλους, ενώ κάποιοι είχαν χάσει τα τόξα. Οι Αελίτες ήταν ανάμεσα τους και έμοιαζαν να μην έχουν πάθει τίποτα, αν και ο Γκαούλ κούτσαινε λιγάκι.
«Δεν ήρθαν από κει που περιμέναμε», ήταν το μόνο που είπε ο Αελίτης. Η νύχτα ήταν πιο κρύα απ' όσο περιμέναμε. Η βροχή ήταν πιο δυνατή απ' όσο περιμέναμε. Με τέτοιον τόνο το είπε.
Η Φάιλε ήταν σαν να εμφανιζόταν από το πουθενά μαζί με τα άλογα. Με τα μισά άλογα, μαζί ο Γοργοπόδης και η Σουώλοου, καθώς και με εννιά από τους δώδεκα άντρες που είχε αφήσει μαζί της. Ένα γδάρσιμο σημάδευε το μάγουλό της, αλλά ήταν ζωντανή. Έκανε να την αγκαλιάσει, αλλά εκείνη του έσπρωξε τα χέρια και μουρμούρισε θυμωμένα για το σπασμένο βέλος, ενώ ταυτόχρονα παραμέριζε απαλά το σακάκι από το χοντρό ξύλο, προσπαθώντας να δει πού είχε χωθεί.
Ο Πέριν κοίταξε εξεταστικά τους άντρες γύρω του. Είχαν σταματήσει πια να έρχονται, αλλά κάποια πρόσωπα έλειπαν. Ο Κένλεϋ Άχαν. Ο Μπίλι αλ'Ντάι. Ο Τέβεν Μάργουιν. Έβαλε τον εαυτό του να πει τα ονόματα των απόντων, τον έβαλε να τα μετρήσει. Είκοσι επτά. Είκοσι επτά δεν ήταν εκεί. «Φέρατε όλους τους τραυματίες;» ρώτησε ζαλισμένα. «Έχει μείνει κανείς εκεί πέρα;» Το χέρι της Φάιλε τρεμούλιασε στο πλευρό του· η συνοφρυωμένη έκφραση της, καθώς κοίταζε την πληγή του, έδειχνε μαζί ανησυχία και οργή. Είχε δικαίωμα να θυμώνει. Κακώς την είχε μπλέξει σ' όλα αυτά.
«Μόνο οι νεκροί», είπε ο Μπαν αλ'Σήν με φωνή βαριά, σαν το πρόσωπό του.
Ο Γουίλ έμοιαζε να κοιτάζει κατσουφιασμένος κάτι παραπέρα, που δεν φαινόταν. «Είδα τον Κένλεϋ», είπε. «Το κεφάλι του ήταν στη διχάλα μιας βελανιδιάς και ο υπόλοιπος ήταν κάτω, στη ρίζα της. Τον είδα. Τώρα πια δεν θα τον ενοχλεί το κρυολόγημά του». Φτερνίστηκε και έδειξε να ξαφνιάζεται.
Ο Πέριν αναστέναξε βαθιά και ευχήθηκε να μην το είχε κάνει· ο πόνος τον κέντρισε στο πλευρό και μετά απλώθηκε παντού, κάνοντάς τον να σφίξει τα δόντια. Η Φάιλε, με μια χρυσοπράσινη, μεταξωτή εσάρπα τυλιγμένη στο χέρι, προσπαθούσε να του βγάλει το πουκάμισο από το παντελόνι. Αυτός της έσπρωξε το χέρι στην άκρη, παρά τη βλοσυρή έκφρασή της· δεν ήταν τώρα η στιγμή για να περιποιηθούν τις πληγές τους. «Οι πληγωμένοι στα άλογα», είπε όταν μπόρεσε να μιλήσει. «Ίχβον, θα μας επιτεθούν;» Το δάσος έμοιαζε υπερβολικά ήσυχο. «Ίχβον;» Ο Πρόμαχος εμφανίστηκε από το δάσος, τραβώντας πίσω του ένα σκούρο γκρίζο μουνούχι με ζωηρό βλέμμα. Ο Πέριν επανέλαβε την ερώτηση.
«Ίσως. Ίσως όχι. Από μόνοι τους, οι Τρόλοκ σκοτώνουν ό,τι είναι ευκολότερο. Δίχως Ημιανθρώπους, θα προτιμούσαν να βρουν ένα αγρόκτημα, παρά κάποιον να τους γεμίσει βέλη. Φρόντισε όσοι μπορούν να σταθούν να έχουν τόξο με βέλος στη χορδή, ακόμα και αν δεν μπορούν να την τραβήξουν. Μπορεί οι Τρόλοκ να κρίνουν ότι το τίμημα της διασκέδασης είναι πολύ υψηλό».
Ο Πέριν ανατρίχιασε. Αν επιτίθονταν οι Τρόλοκ, θα διασκέδαζαν σαν να ήταν χορός τη Μέρα του Ήλιου. Ο Ίχβον και οι Αελίτες ήταν οι μόνοι πραγματικά έτοιμοι να αντισταθούν. Και η Φάιλε— τα μαύρα μάτια της άστραφταν με οργή. Έπρεπε να την πάει σε ασφαλές μέρος.
Ο Πρόμαχος δεν πρόσφερε το δικό του άλογο για τους τραυματίες, κάτι λογικό. Το ζώο μάλλον δεν θα άφηνε άλλον στη ράχη του, ενώ σε περίπτωση που ξανάρχονταν οι Τρόλοκ, ένα άλογο γυμνασμένο για πόλεμο, με τον αναβάτη του στη σέλα, θα ήταν ένα επίφοβο όπλο. Ο Πέριν προσπάθησε να πει στη Φάιλε να ανέβει στη Σουώλοου, όμως εκείνη τον έκοψε. «Οι τραυματίες», του είπε μαλακά. «Θυμάσαι;»
Προς μεγάλη του αηδία, η Φάιλε επέμεινε να τον ανεβάσει στον Γοργοπόδη. Ο Πέριν περίμενε ότι οι άλλοι θα διαμαρτύρονταν που τους είχε οδηγήσει σ' αυτό τον όλεθρο, αλλά κανείς δεν το έκανε. Τα άλογα μόλις που έφταναν για όσους δεν μπορούσαν να περπατήσουν και για όσους δεν μπορούσαν να περπατήσουν πολύ —παραδέχτηκε με δυσφορία ότι ανήκε στους δεύτερους― κι έτσι κατέληξε στο δικό του άλογο. Οι μισοί από τους άλλους αναβάτες πιάνονταν για να μην πέσουν. Αυτός κάθισε στητός, σφίγγοντας τα δόντια.
Αυτοί που περπατούσαν ή παραπατούσαν, καθώς και κάποιοι απ' αυτούς που ήταν καβάλα, έσφιγγαν τα τόξα σαν να σήμαιναν τη σωτηρία τους. Κι ο Πέριν κρατούσε τόξο, το ίδιο και η Φάιλε, αν και ο Πέριν αμφέβαλλε αν αυτή μπορούσε έστω και να λυγίσει ένα Δυποταμίτικο, μακρύ τόξο. Αυτό που μετρούσε τώρα ήταν η εικόνα· μια ψευδαίσθηση, που ίσως να τους οδηγούσε στην ασφάλεια. Σαν τον Ίχβον, έτοιμοι να πεταχτούν σαν μαστίγιο, οι τρεις Αελίτες έμοιαζαν ίδιοι με πριν καθώς προχωρούσαν μπροστά· είχαν περάσει τα δόρατα στο λουρί της φαρέτρας στην πλάτη και κρατούσαν το τόξο έτοιμο στο χέρι. Οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, ήταν ένα θλιβερό θέαμα, που δεν είχε καμία ομοιότητα με την ομάδα που είχε φέρει ως εδώ, όταν όλοι προχωρούσαν με πεποίθηση και καμάρι. Όμως η ψευδαίσθηση πέτυχε όσο θα πετύχαινε και η πραγματικότητα. Στο πρώτο μίλι που διένυσαν στην μπλεγμένη βλάστηση, το αεράκι του έφερνε την μπόχα των Τρόλοκ, την οσμή των Τρόλοκ που τους ακολουθούσαν, που καραδοκούσαν. Ύστερα η δυσωδία χάθηκε αργά, εξαφανίστηκε, καθώς οι Τρόλοκ τους άφηναν να φύγουν, έχοντας παραπλανηθεί από μια ψευδαίσθηση.
Η Φάιλε περπατούσε πίσω από τον Γοργοπόδη με το ένα χέρι στο πόδι του Πέριν, σαν να τον στήριζε. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα πάνω του και του χαμογελούσε ενθαρρυντικά, αλλά η έγνοια γέμιζε ρυτίδες το μέτωπό της. Της χαμογελούσε όσο πιο πλατιά μπορούσε, για να την κάνει να πιστέψει ότι ήταν καλά. Είκοσι επτά. Δεν μπορούσε να διώξει αυτά τα ονόματα από το μυαλό του. Ο Κόλλυ Γκάρρεν και ο Τζάρεντ Αϋντήρ. Ο Ντάελ αλ'Τάρον και ο Ρεν Τσάντιν. Είκοσι επτά άνθρωποι των Δύο Ποταμών, τους οποίους είχε σκοτώσει από τη βλακεία του. Είκοσι επτά.
Πήραν τον πιο ίσιο δρόμο για να βγουν από το Νεροδάσος και έφτασαν στην άκρη του κάποια στιγμή το απόγευμα. Δεν ήξεραν να πουν πόσο αργά ήταν, με τον ουρανό να είναι ακόμα κρυμμένος στη μουντάδα, τα πάντα βουλιαγμένα σε θαμπές σκιές. Μπροστά τους εκτείνονταν λιβάδια με ψηλό χορτάρι, αραιά δέντρα, κάποια σκόρπια πρόβατα και λίγες αγροικίες στο βάθος. Από καμία καμινάδα δεν υψωνόταν καπνός· αν ήταν κανείς σε εκείνα τα σπίτια, όλο και κάτι ζεστό θα μαγείρευαν στην κουζίνα. Το κοντινότερο σύννεφο καπνού έμοιαζε να είναι το λιγότερο πέντε μίλια πιο πέρα.
«Πρέπει να βρούμε ένα αγρόκτημα για να περάσουμε τη νύχτα», είπε ο Ίχβον. «Κάποιο μέρος με στέγη, σε περίπτωση που βρέξει ξανά. Με φωτιά. Φαγητό». Κοίταξε τους Δυποταμίτες. «Με νερό και επιδέσμους», πρόσθεσε.
Ο Πέριν απλώς ένευσε. Ο Πρόμαχος ήξερε καλύτερα απ' αυτόν τι ήταν σωστό να γίνει. Ακόμα κι ο γερο-Μπίλι Κόνγκαρ, με το στομάχι γεμάτο μπύρα, μάλλον θα ήταν καλύτερος. Άφησε τον Γοργοπόδη απλώς να ακολουθεί το γκρίζο άλογο του Ίχβον.
Πριν κάνουν πάνω από ένα μίλι δρόμο, το αφτί του Πέριν έπιασε μια αμυδρή μουσική, βιολιά και φλάουτα που έπαιζαν εύθυμους σκοπούς. Στην αρχή του φάνηκε ότι ονειρευόταν, ύστερα όμως την άκουσαν και οι άλλοι, ανταλλάσσοντας ματιές σαν να μην το πίστευαν και ύστερα χαμόγελα ανακούφισης. Η μουσική σήμαινε ανθρώπους, ανθρώπους χαρούμενους, κρίνοντας από τους ήχους, κάποιους που γλεντούσαν. Το γεγονός ότι υπήρχε κάποιος που είχε κάτι να γιορτάσει έφτανε για να ταχύνουν το βήμα.