Ήταν πυκνά τα πλήθη στους στενούς, δαιδαλώδεις δρόμους της Καλπίν, κοντά στο Μεγάλο Κύκλο· οι καπνοί από αναρίθμητες φωτιές μαγειρείων, που υψωνόταν πίσω από τους ψηλούς, λευκούς τοίχους, έδειχναν το λόγο. Οι ξινές μυρωδιές του καπνού, των φαγητών και του ξινισμένου, άπλυτου ιδρώτα απλώνονταν βαριές στον αέρα, όπως και τα κλάματα των παιδιών και τα συγκεχυμένα μουρμουρητά, που υπάρχουν όπου μαζεύονται στίφη ανθρώπων, τα οποία έπνιγαν τους στριγκούς κρωγμούς των γλάρων που πετούσαν από πάνω. Τα μαγαζιά σ' αυτή την περιοχή είχαν κλειδώσει οριστικά εδώ και καιρό τα σιδερένια κάγκελα μπροστά στις πόρτες τους.
Η Εγκήνιν, αηδιασμένη, διέσχιζε πεζή την κοσμοσυρροή. Ήταν φρικτό που η τάξη είχε διασαλευτεί τόσο πολύ, που οι αδέκαροι πρόσφυγες είχαν καταλάβει τους κύκλους και κοιμόνταν στις πέτρινες κερκίδες. Ήταν εξίσου άσχημο που αυτοί που τους κυβερνούσαν, τους άφηναν να λιμοκτονούν. Η καρδιά της έπρεπε να χαίρεται —αυτός ο αποκαρδιωμένος όχλος δεν θα αντιστεκόταν στο Κορίν και τότε θα επιβάλλονταν η πρέπουσα τάξη― αλλά δεν άντεχε να τους κοιτάζει.
Οι πιο πολλοί από τους εξαθλιωμένους ανθρώπους γύρω της έμοιαζαν τόσο απαθείς, που δεν αναρωτιόνταν καν για τη γυναίκα που προχωρούσε ανάμεσά τους, η οποία φορούσε μια καθαρή, περιποιημένη, γαλάζια φορεσιά ιππασίας, μεταξωτή αν και με απλό κόψιμο. Το πλήθος ήταν γεμάτο άντρες και γυναίκες των οποίων τα ρούχα ήταν κάποτε φανταχτερά, αλλά τώρα ήταν λερωμένα και τσαλακωμένα, οπότε ίσως να μην ξεχώριζε πολύ ανάμεσά τους. Υπήρχαν κάποιοι λίγοι που έμοιαζαν να αναρωτιούνται μήπως τα ρούχα της σήμαιναν ότι της περίσσευαν νομίσματα στο θύλακο της, αλλά τους απέτρεπε ο επιδέξιος τρόπος που κρατούσε το γερό ραβδί της, που την έφτανε στο ύψος. Σήμερα είχε αναγκαστεί να αφήσει πίσω φρουρούς, χειρήλατη πολυθρόνα και βαστάζους. Αν είχε τέτοια κουστωδία, ο Φλόραν Γκελμπ σίγουρα θα καταλάβαινε ότι τον παρακολουθούσε. Τουλάχιστον το σχιστό φόρεμα ιππασίας της πρόσφερε κάποια ελευθερία κινήσεων.
Ήταν εύκολο να μη χάνει από τα μάτια της το μικρόσωμο ποντικομούρη, ακόμα και μέσα σ' αυτή την ανθρωποθάλασσα, παρ' όλο που έπρεπε να αποφεύγει βοϊδάμαξες ή κάποιο κάρο πού και πού, που συχνά τα έσερναν όχι ζώα, αλλά ιδρωμένοι άντρες γυμνοί από τη μέση και πάνω. Ο Γκελμπ και επτά ή οκτώ σύντροφοί του, σκληροτράχηλοι άντρες με τραχιά πρόσωπα, προχωρούσαν ομαδικά, ενώ ένα ρυάκι από βλαστήμιες ακολουθούσε το διάβα τους. Αυτοί οι άντρες προκαλούσαν το θυμό της. Ο Γκελμπ σκόπευε να ξανακάνει κάποια απαγωγή. Είχε βρει τρεις γυναίκες από τότε που του είχε στείλει το χρυσάφι που είχε ζητήσει, αλλά καμία που να έχει παραπάνω από μια αμυδρή ομοιότητα με τις γυναίκες στον κατάλογό της, και κλαψούριζε κάθε φορά που του τις απέρριπτε. Κακώς τον είχε πληρώσει για την πρώτη εκείνη γυναίκα που είχε απαγάγει από το δρόμο. Η απληστία και η θύμηση του χρυσού προφανώς είχαν ξεπλύνει την άγρια επίπληξη που του είχε κάνει, όταν του είχε δώσει το πουγκί.
Φωνές από πίσω την έκαναν να γυρίσει το κεφάλι και να σφίξει το ραβδί στα χέρια. Είχε ανοίξει λίγος χώρος, όπως συνέβαινε πάντα όταν ξεσπούσε φασαρία. Ένας άντρας που μούγκριζε, με σχισμένο σακάκι που κάποτε ήταν καλοραμμένο, ήταν πεσμένος στα γόνατα στη μέση του δρόμου και έσφιγγε το χέρι του, που ήταν λυγισμένο ανάποδα. Καμπουριασμένη προστατευτικά από πάνω του, μια γυναίκα με τριμμένη, πράσινη εσθήτα έκλαιγε, ενώ ένας άντρας με πέπλο ήδη χανόταν στο πλήθος.
«Ζήτησε απλώς ένα νόμισμα! Απλώς ζήτησε!» Το πλήθος έκλεισε πάλι γύρω τους.
Η Εγκήνιν, κάνοντας μια γκριμάτσα, ξαναγύρισε μπροστά. Και σταμάτησε με μια βλαστήμια, που έκανε μερικούς να την κοιτάξουν ξαφνιασμένοι. Ο Γκελμπ και οι δικοί του είχαν χαθεί. Πλησίασε με κόπο ένα πέτρινο σιντριβάνι, όπου το νερό κυλούσε από το στόμα ενός μπρούτζινου ψαριού, πλάι σε ένα οινοπωλείο με ίσια στέγη, παραμέρισε απότομα δύο γυναίκες που γέμιζαν κατσαρόλες και πήδηξε στο πεζούλι, αγνοώντας τις αγανακτισμένες βρισιές τους. Από κει μπορούσε να δει πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Οι πολύβουοι δρόμοι απλώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, κουλουριασμένοι γύρω από τους λόφους. Οι στροφές και τα κτίρια με το λευκό γύψο της έκλειναν τη θέα και δεν μπορούσε να δει πάνω από εκατό βήματα στην καλύτερη περίπτωση, αλλά ο Γκελμπ στις λίγες εκείνες στιγμές αποκλείεται να είχε απομακρυνθεί περισσότερο.
Ξαφνικά τον βρήκε να κρύβεται στο κατώφλι μιας βαθιάς πόρτας, τριάντα βήματα πιο πέρα, κι είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του για να κοιτάξει το δρόμο. Οι άλλοι εύκολα διακρίνονταν, έγερναν σε κτίρια στις δύο πλευρές του δρόμου και προσπαθούσαν να περάσουν απαρατήρητοι. Δεν ήταν οι μόνοι που ακουμπούσαν στους τοίχους, αλλά οι υπόλοιποι ήταν ζαρωμένοι και αποκαρδιωμένοι, ενώ τα δικά τους, γεμάτα ουλές πρόσωπα με τις σπασμένες μύτες έδειχναν προσμονή.
Άρα θα γινόταν εδώ αυτή η απαγωγή. Κανείς, φυσικά, δεν θα ανακατευόταν, ακριβώς όπως και πριν, που κάποιος είχε σπάσει το χέρι του άλλου. Μα ποια θα απήγαγαν; Αν ο Γκελμπ είχε τελικά βρει κάποια από τη λίστα, η Εγκήνιν θα μπορούσε να φύγει, να τον περιμένει να της πουλήσει τη γυναίκα, να περιμένει για να δει αν ένα α'ντάμ πραγματικά μπορούσε να κρατήσει κι άλλες σουλ'ντάμ εκτός από την Μπέθαμιν. Όμως δεν ήθελε να έρθει πάλι αντιμέτωπη με τη δυσάρεστη επιλογή να κόψει το λαιμό μιας άτυχης γυναίκας, ή να τη στείλει για πούλημα.
Υπήρχαν πολλές γυναίκες που ανέβαιναν το δρόμο προς τον Γκελμπ, οι περισσότερες με διάφανα πέπλα και τα μαλλιά σε πλεξούδες. Δίχως δεύτερη ματιά, η Εγκήνιν απέρριψε δύο γυναίκες που κάθονταν σε χειρήλατες πολυθρόνες με τους φρουρούς δίπλα· οι μπράβοι του Γκελμπ δεν θα τα έβαζαν με ισάριθμους φρουρούς, ούτε θα αντέτασσαν τις γροθιές τους σε σπαθιά. Όποια κι αν ήταν αυτή που κυνηγούσαν, θα είχε το πολύ δυο-τρεις άντρες για συνοδεία και κανείς τους δεν θα ήταν οπλισμένος. Έτσι αποκλείονταν όσες γυναίκες έβλεπε μπροστά της να φορούν κουρέλια, ταλαιπωρημένα ρούχα της υπαίθρου, ή τα πιο κολλητά φορέματα που προτιμούσαν οι Ταραμπονέζες.
Ξαφνικά, δυο γυναίκες που κουβέντιαζαν, στρίβοντας από μια καμπή του δρόμου αρκετά μακριά, τράβηξαν το βλέμμα της Εγκήνιν. Είχαν τα μαλλιά χτενισμένα σε μικρές κοτσίδες και φορούσαν διάφανο πέπλο στο πρόσωπο ― έμοιαζαν με Ταραμπονέζες, αλλά έδειχναν εκτός τόπου εδώ. Αυτά τα λεπτά, σκανδαλιστικά κολλητά φορέματα, το ένα πράσινο και το άλλο γαλάζιο, ήταν από μετάξι, όχι από λινό ή από καλοπλεγμένο μαλλί. Οι γυναίκες που ντύνονταν έτσι κυκλοφορούσαν με χειρήλατες πολυθρόνες· δεν περπατούσαν, ειδικά εδώ. Και δεν κρατούσαν βαρελοσάνιδα στον ώμο σαν ρόπαλα.
Απέρριψε τη μια, εκείνη με τα χρυσοκόκκινα μαλλιά, και εξέτασε την άλλη. Οι μαύρες κοτσίδες της ήταν ασυνήθιστα μακριές, σχεδόν ως τη μέση. Απ' αυτή την απόσταση, η γυναίκα έμοιαζε πολύ με μια σουλ'ντάμ ονόματι Σουρίν. Μα δεν ήταν εκείνη. Η γυναίκα αυτή εδώ θα έφτανε το πολύ ως το σαγόνι της Σουρίν.
Η Εγκήνιν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, πήδηξε κάτω και έτρεξε μέσα στο στριμωγμένο πλήθος που τη χώριζε από τον Γκελμπ. Με λίγη τύχη, θα τον έφτανε πάνω στην ώρα για να τον σταματήσει. Ο ανόητος. Ο άπληστος ο ανόητος!
«Έπρεπε να είχαμε νοικιάσει πολυθρόνες, Νυνάβε», ξανάπε η Ηλαίην, ενώ αναρωτιόταν για εκατοστή φορά πώς οι Ταραμπονέζες μιλούσαν χωρίς να τους πιάνεται το πέπλο στο στόμα. Το έφτυσε και συνέχισε. «Θα αναγκαστούμε να τις χρησιμοποιήσουμε κάποια στιγμή».
Ένας ξερακιανός, που τις πλησίαζε δήθεν τυχαία μέσα στο πλήθος, σταμάτησε όταν η Νυνάβε κούνησε απειλητικά τη βαρελοσανίδα της. «Γι' αυτό υπάρχουν οι πολυθρόνες». Ίσως αυτό που τον είχε κάνει να χάσει το ενδιαφέρον του να ήταν το άγριο βλέμμα της. Η Νυνάβε ψηλάφισε τις μαύρες κοτσίδες της, που κρέμονταν πάνω από τον ώμο της, και άφησε έναν ήχο που έδειχνε αηδία· η Ηλαίην δεν ήξερε να πει πότε θα συνήθιζε το γεγονός ότι δεν είχε πια εκείνη τη χοντρή πλεξούδα για να την τραβάει. «Και τα πόδια τα έχουμε για περπάτημα. Πώς θα κοιτάζαμε, πώς θα κάναμε ερωτήσεις, αν μας κουβαλούσαν σαν γουρούνια στην αγορά; Πάνω σ' αυτές τις πολυθρόνες θα αισθανόμουν τελείως ανόητη. Όπως και να έχει, προτιμώ να βασίζομαι στο μυαλό μου, παρά σε άντρες που δεν ξέρω».
Η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι ο Μπέυλ Ντόμον θα μπορούσε τις έχει προμηθεύσει με αξιόπιστους ανθρώπους. Σίγουρα θα μπορούσαν να το έχουν κάνει αυτό οι Θαλασσινοί· ευχήθηκε να μην είχε σαλπάρει ο Κυματοχορευτής, αλλά η Κυρά των Πανιών και η αδελφή της ανυπομονούσαν να διαδώσουν τα νέα για τον Κόραμουρ στο Νταντόρα και στο Καντόριν. Είκοσι σωματοφύλακες θα τη βόλευαν μια χαρά.
Κατάλαβε περισσότερο με το μυαλό παρά με τις αισθήσεις κάτι να της χαϊδεύει το θύλακο στη ζώνη· έσφιξε το θύλακο με το ένα χέρι και γύρισε, υψώνοντας κι αυτή τη βαρελοσανίδα της. Το κινούμενο πλήθος δίπλα άνοιξε λιγάκι γύρω της, οι άνθρωποι σχεδόν δεν την κοίταζαν καθώς στριμώχνονταν ο ένας στον άλλο, όμως δεν υπήρχε κανένα ίχνος του επίδοξου πορτοφολά. Τουλάχιστον τα νομίσματα ήταν ακόμα μέσα. Είχε καταφύγει στο να φορέσει το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και το στρεβλό, πέτρινο τερ'ανγκριάλ σε ένα κορδόνι στο λαιμό, μιμούμενη τη Νυνάβε μετά την πρώτη φορά που παραλίγο να χάσει θύλακο. Τις πέντε μέρες που βρίσκονταν στο Τάντσικο είχε χάσει τρία. Είκοσι φρουροί θα τη βόλευαν μια χαρά. Και μια άμαξα. Με κουρτίνες στα παράθυρα.
«Τότε δεν θα έπρεπε να φοράμε αυτά τα φορέματα. Θυμάμαι κάποτε που με είχες αναγκάσει να βάλω φόρεμα χωριατοπούλας», είπε καθώς συνέχιζε να ανηφορίζει αργά το δρόμο πλάι στη Νυνάβε.
«Είναι καλή μεταμφίεση», απάντησε απότομα η Νυνάβε. «Δεν ξεχωρίζουμε από τους γύρω μας».
Η Ηλαίην ξεφύσησε. Λες και ένα πιο απλό φορεματάκι δεν θα ταίριαζε ακόμα καλύτερα. Η Νυνάβε δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι είχε μάθει να απολαμβάνει τα μετάξια και τα ωραία φορέματα. Η Ηλαίην απλώς ευχόταν να μην το παρατραβούσε τόσο. Ήταν αλήθεια ότι όλοι τις περνούσαν για Ταραμπονέζες —τουλάχιστον μέχρι ν' ανοίξουν το στόμα τους― αλλά ακόμα και με το δαντελωτό λαιμό να φτάνει σχεδόν ως το πηγούνι, αυτό το κολλητό φόρεμα από πράσινο μετάξι το ένιωθε πιο αποκαλυπτικό από κάθε τι που είχε φορέσει ποτέ. Και βέβαια από κάθε τι που είχε φορέσει δημοσίως. Η Νυνάβε, αντιθέτως, προχωρούσε αγέρωχη στους πολύβουους δρόμους, λες και κανένας δεν τις κοίταζε. Μπορεί πράγματι να μην τις κοίταζε κανείς —γι' αυτό, πάντως, δεν έφταιγε το κόψιμο των φορεμάτων τους― αλλά αυτής, πάντως, της φαινόταν ότι το έκαναν.
Εξίσου σεμνό θα ήταν αν φορούσαν τις νυχτικιές τους. Με τα μάγουλα κόκκινα, προσπάθησε να μη σκέφτεται πια τον τρόπο με τον οποίο το μετάξι αγκάλιαζε το σώμα της. Πάψε πια! Είναι σεμνότατο. Είναι!
«Αυτή η Άμυς δεν σου είπε τίποτα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει;»
«Σου εξήγησα τι είπε». Η Ηλαίην αναστέναξε. Η Νυνάβε την είχε κρατήσει ξύπνια ως τις μικρές ώρες· συζητούσαν για την Αελίτισσα Σοφή που ήταν μαζί με την Εγκουέν την περασμένη νύχτα στον Τελ'αράν'ριοντ και μετά είχε ξαναρχίσει την ίδια κουβέντα πριν κατέβουν για πρωινό. Η Εγκουέν, που για κάποιο λόγο είχε κάνει δύο πλεξούδες τα μαλλιά της και κοίταζε μουτρωμένη και συνοφρυωμένη τη Σοφή, δεν είχε πει σχεδόν τίποτα, παρά μόνο ότι ο Ραντ ήταν καλά και ότι τον πρόσεχε η Αβιέντα. Η ασπρομάλλα Αμυς είχε κυριαρχήσει στη συζήτηση, με ένα αυστηρό κήρυγμα για τους κινδύνους του Κόσμου των Ονείρων, το οποίο είχε κάνει την Ηλαίην να νιώσει σαν να ήταν πάλι δέκα χρόνων και να την είχε πιάσει η νταντά της, η Λίνι, να το σκάει από το κρεβάτι της για να κλέψει γλυκά· στη συνέχεια τις είχε προειδοποιήσει για την αυτοσυγκέντρωση και τον έλεγχο των σκέψεων τους, κάτι που θα χρειάζονταν αν ήθελαν να μπουν στον Τελ'αράν'ριοντ. Πώς μπορούσες να ελέγξεις αυτό που σκεφτόσουν; «Στ' αλήθεια νόμιζα ότι ο Πέριν ήταν μαζί με τον Ραντ και τον Ματ». Αυτή ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη μετά την εμφάνιση της Αμυς. Η Εγκουέν προφανώς νόμιζε ότι ο Πέριν ήταν μαζί με τη Νυνάβε και την Ηλαίην.
«Μάλλον πήγε μαζί με εκείνη την κοπέλα σε κάποιο ήσυχο μέρος, όπου θα μπορεί να γίνει σιδεράς», είπε η Νυνάβε, όμως η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν το νομίζω». Είχε έντονες υποψίες για τη Φάιλε κι αν ήταν οι μισές σωστές, τότε της Φάιλε δεν θα της αρκούσε να γίνει σύζυγος σιδερά. Έφτυσε άλλη μια φορά το πέπλο έξω από το στόμα της. Ηλίθιο πράγμα.
«Ε, όπου και να είναι», είπε η Νυνάβε ψηλαφώντας πάλι τις κοτσίδες της, «ελπίζω να είναι σώος και ασφαλής. Όμως δεν είναι εδώ και δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Μήπως έκανες τον κόπο να ρωτήσεις την Αμυς αν ξέρει κάποιον τρόπο να χρησιμοποιούμε τον Τελ'αράν'ριοντ για —;»
Ένας γεροδεμένος φαλακρός με φθαρμένο, καφετί σακάκι άνοιξε δρόμο στο πλήθος και έκανε να την αγκαλιάσει με τα χοντρά μπράτσα του. Η Νυνάβε κατέβασε τη βαρελοσανίδα από τον ώμο ίσια πάνω στο πλακουτσό πρόσωπό του, κάνοντάς τον να οπισθοχωρήσει τρεκλίζοντας και πιάνοντας τη μύτη του, που είχε σπάσει, σίγουρα για δεύτερη φορά.
Η Ηλαίην ακόμα προσπαθούσε να καταπιεί λίγο αέρα για να αφήσει μια έκπληκτη κραυγή, όταν και ένας δεύτερος άντρας, εξίσου μεγαλόσωμος, με παχύ μουστάκι, την έσπρωξε κατά μέρος για να πιάσει τη Νυνάβε. Η Ηλαίην ξέχασε το φόβο της. Το στόμα της σφίχτηκε με οργή και τη στιγμή που τα χέρια του άγγιζαν τη Νυνάβε, του κατέβασε τη βαρελοσανίδα στην κορυφή του κεφαλιού, επιστρατεύοντας όλη της τη δύναμη. Τα γόνατα του άλλου δίπλωσαν και σωριάστηκε με τα μούτρα κάτω, προσφέροντας ένα απολαυστικό θέαμα.
Το πλήθος σκόρπισε, κανένας δεν ήθελε να ανακατευτεί στους μπελάδες του άλλου. Κανείς δεν προσφέρθηκε να βοηθήσει, αν και χρειάζονταν βοήθεια, όπως συνειδητοποίησε η Ηλαίην. Ο άντρας τον οποίο είχε χτυπήσει η Νυνάβε ήταν ακόμα όρθιος, με το στόμα του μισάνοιχτο σε έναν άγριο μορφασμό, γλείφοντας το αίμα που κυλούσε από τη μύτη του και ανοιγοκλείνοντας τις χοντρές παλάμες του, σαν να φανταζόταν ότι στραγγάλιζε κάποιον. Το χειρότερο ήταν ότι δεν ήταν μόνος του. Άλλοι επτά άντρες απλώνονταν γύρω του, για να τους κόψουν κάθε δίοδο διαφυγής, ενώ όλοι, εκτός από έναν, ήταν μεγαλόσωμοι σαν κι αυτόν μπροστά της, με πρόσωπα γεμάτα ουλές και χέρια που έμοιαζαν σαν να είχαν σμιλευτεί από πέτρα. Ένας κοκαλιάρης στενοπρόσωπος, που χαμογελούσε σαν νευρική αλεπού, τους έδινε οδηγίες λαχανιασμένα. «Μη σας ξεφύγει. Αξίζει χρυσάφι, σας λέω. Χρυσάφι!»
Ήξεραν ποια ήταν. Δεν είχαν σκοπό να αρπάξουν τους θυλάκους τους· σκόπευαν να ξεφορτωθούν τη Νυνάβε και να απαγάγουν την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ. Ένιωσε τη Νυνάβε να αγκαλιάζει το σαϊντάρ —αν δεν την είχε θυμώσει αυτό αρκετά για να διαβιβάσει, τότε τίποτα δεν θα τη θύμωνε ποτέ― και ανοίχτηκε και η ίδια στην Αληθινή Πηγή. Η Μία Δύναμη χύθηκε μέσα της, μια γλυκιά πλημμύρα που τη γέμισε από την κορυφή ως τα νύχια. Αν η μια ή η άλλη ύφαινε μερικές ροές Αέρα, θα τελείωναν γρήγορα μ' αυτούς τους παλιανθρώπους.
Αλλά δεν διαβίβασε, ούτε και η Νυνάβε. Μαζί οι δυο θα μπορούσαν να δώσουν σ' αυτούς τους άντρες ένα καλό χέρι ξύλο, κάτι που θα έπρεπε να είχαν κάνει οι μητέρες τους. Αλλά δεν θα το τολμούσαν, παρά μόνο αν ήταν η τελευταία λύση.
Αν κάποια του Μαύρου Άτζα ήταν αρκετά κοντά για να τις δει, θα είχαν ήδη προδοθεί με τη λάμψη του σαϊντάρ. Αν διαβίβαζαν για να υφάνουν τις ροές του Αέρα, θα προδίδονταν σε μια Αδελφή που θα τύχαινε να είναι σε κάποιον άλλο δρόμο, εκατό βήματα παραπέρα, ανάλογα με τη δύναμη και την ευαισθησία της. Οι ίδιες έκαναν κυρίως αυτό τις τελευταίες πέντε μέρες, περπατούσαν στην πόλη προσπαθώντας να αισθανθούν κάποια γυναίκα να διαβιβάζει, ελπίζοντας ότι η αίσθηση θα τις έφερνε κοντά στη Λίαντριν και τις υπόλοιπες.
Έπρεπε, επίσης, να σκεφτούν και το πλήθος. Μερικοί άνθρωποι τις προσπερνούσαν από δίπλα, κολλητά στους τοίχους. Οι υπόλοιποι τριγυρνούσαν, βρίσκοντας άλλους δρόμους να ακολουθήσουν. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αναγνώριζαν ότι υπήρχαν δυο γυναίκες που κινδύνευαν, αν και μόνο χαμηλώνοντας με ντροπή τα μάτια. Αλλά αν έβλεπαν μεγαλόσωμους άντρες να τινάζονται πέρα-δώθε από κάτι που δεν ήταν ορατό...;
Οι Άες Σεντάι και η Μία Δύναμη δεν ήταν κάτι ευπρόσδεκτο στο Τάντσικο αυτό τον καιρό, καθώς κυκλοφορούσαν ακόμα οι παλιές ιστορίες από το Φάλμε, όπως και καινούριες φήμες, που υποστήριζαν ότι ο Λευκός Πύργος υποστήριζε τους Δρακορκισμένους στην ύπαιθρο. Αυτοί οι άνθρωποι μάλλον θα το έβαζαν στα πόδια, αν έβλεπαν να χρησιμοποιείται η Μία Δύναμη. Ή ίσως να γίνονταν όχλος. Ακόμα κι αν οι δυο τους απέφευγαν να τις κάνει χίλια κομμάτια ο όχλος —και δεν ήταν σίγουρη αν μπορούσαν να αποφύγουν κάτι τέτοιο― δεν θα υπήρχε ύστερα τρόπος να το συγκαλύψουν. Πριν δύσει ο ήλιος, το Μαύρο Άτζα θα μάθαινε για την ύπαρξη Άες Σεντάι στο Τάντσικο.
Η Ηλαίην στάθηκε πλάτη με πλάτη με τη Νυνάβε και έσφιξε γερά τη βαρελοσανίδα της. Της ήρθε να γελάσει υστερικά. Αν η Νυνάβε ξανάλεγε ποτέ να βγουν έξω μόνες -περπατώντας― τότε θα ήταν η σειρά της να δει πώς ήταν να σου χώνουν το κεφάλι σ' έναν κουβά νερό. Τουλάχιστον κανείς απ' αυτούς τους αλήτες δεν ήθελε να είναι ο επόμενος που θα κατέληγε με το κεφάλι σπασμένο, σαν τον άλλον, που κείτονταν στις πέτρες του δρόμου.
«Άντε», τους πρότρεψε ο στενοπρόσωπος άντρας, τινάζοντας τα χέρια μπρος. «Άντε! Δυο γυναίκες είναι!» Δεν έκανε να χιμήξει ο ίδιος, όμως. «Άντε, είπα. Μόνο τη μία θέλουμε. Αξίζει χρυσάφι σας λέω».
Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος και ο ένας παλιάνθρωπος έπεσε στα γόνατα, σφίγγοντας ζαλισμένος το ανοιγμένο κρανίο του. Μια μελαχρινή με αυστηρό πρόσωπο και γαλάζια φορεσιά ιππασίας τον παρέκαμψε, έστριψε απότομα και χτύπησε με την ανάποδη του χεριού της στο στόμα έναν άλλο, μετά του έβαλε τρικλοποδιά με ένα ραβδί και ύστερα, καθώς ο άντρας έπεφτε, τον κλώτσησε στο κεφάλι.
Και μόνο η προσφορά βοήθειας ήταν κάτι που την κατέπληξε, πόσο μάλλον η πηγή της, όμως η Ηλαίην δεν βρισκόταν σε κατάσταση να έχει και προτιμήσεις. Η Νυνάβε ξεκόλλησε από πάνω της με ένα άναρθρο μουγκρητό και η Ηλαίην χίμηξε μπροστά, φωνάζοντας «εμπρός το Άσπρο Λιοντάρι!» ενώ χτυπούσε τον κοντινότερο αλήτη όσο πιο δυνατά και γρήγορα μπορούσε. Αυτός σήκωσε τα χέρια για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μοιάζοντας εμβρόντητος. «Εμπρός το Άσπρο Λιοντάρι!» ξαναφώναξε η Ηλαίην την πολεμική ιαχή του Άντορ και ο άλλος γύρισε την πλάτη και το έβαλε στα πόδια.
Γέλασε ασυναίσθητα και γύρισε από την άλλη, ψάχνοντας τον επόμενο να δείρει. Μόνο δύο είχαν απομείνει όρθιοι ή δεν το είχαν σκάσει. Ο πρώτος, εκείνος με τη σπασμένη μύτη, γύρισε να φύγει και η Νυνάβε τον χτύπησε μια τελευταία φορά ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο, χρησιμοποιώντας με κάποιον τρόπο το ραβδί, του ακινητοποίησε το μπράτσο στον ώμο, τραβώντας τον ταυτόχρονα κοντά της και σηκώνοντας τον όρθιο· ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός της και ζύγιζε το διπλάσιο, όμως αυτή τον χτύπησε ψυχρά και ταχύτατα με τη βάση της παλάμης τρεις φορές στο σαγόνι. Τα μάτια του γύρισαν στο κεφάλι του, όμως ενώ σωριαζόταν κάτω, η Ηλαίην είδε το στενοπρόσωπο άντρα να σηκώνεται από κάτω· η μύτη του έσταζε αίμα και τα μάτια του ήταν θολά, αλλά τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη και χίμηξε στην πλάτη της γυναίκας.
Χωρίς να το σκεφτεί, η Ηλαίην διαβίβασε. Μια γροθιά Αέρα έκανε τον άντρα να κουτρουβαλήσει. Η αυστηρή γυναίκα γύρισε, όμως ο άλλος έτρεχε στα τέσσερα, ώσπου κατάφερε να σηκωθεί όρθιος και να τρυπώσει στο πλήθος πιο πέρα. Οι άνθρωποι είχαν κοντοσταθεί για να δουν την παράξενη μάχη, αν και κανείς δεν είχε προσφέρει ένα χέρι βοήθειας, εκτός από τη μελαχρινή γυναίκα. Αυτή τώρα κοίταζε αβέβαια την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε αν είχε προσέξει τον κοκαλιάρη, που έμοιαζε να τον έχει πετάξει κάτω κάτι αόρατο.
«Σ' ευχαριστώ», είπε ξέπνοα η Νυνάβε καθώς πλησίαζε τη γυναίκα, ισιώνοντας το πέπλο της. «Μου φαίνεται ότι πρέπει να φύγουμε από δω. Ξέρω ότι η Πολιτοφυλακή δεν έρχεται συχνά στους δρόμους, αλλά δεν θα ήθελα να τους εξηγήσω τι έγινε, αν τύχει να περάσουν. Το πανδοχείο μας δεν είναι μακριά. Θέλεις να έρθεις; Ένα φλιτζάνι τσάι είναι το λιγότερο που μπορούμε να προσφέρουμε σε κάποιον που έρχεται να βοηθήσει σ' αυτή την πόλη, την οποία έχει εγκαταλείψει το Φως. Το όνομά μου είναι Νυνάβε αλ'Μεάρα και αυτή είναι η Ηλαίην Τράκαντ».
Η γυναίκα έδειξε να διστάζει. Άρα το είχε προσέξει. «Θα... θα το ήθελα. Ναι. Θα το ήθελα». Πρόφερε τις λέξεις μασημένα, με έναν τρόπο δυσνόητο αλλά κάπως γνώριμο. Ήταν μια αρκετά ωραία γυναίκα και την ομορφιά της τόνιζαν ακόμα περισσότερο τα μαύρα μαλλιά, που έπεφταν στους ώμους της. Είχε μια σκληράδα, όμως, που θα εμπόδιζε κάποιον να χαρακτηρίσει αυτή τη γυναίκα καλλονή. Τα γαλανά μάτια της έδειχναν δύναμη, σαν να είχε συνηθίσει να δίνει διαταγές. Ίσως να ήταν έμπορος με τέτοιο φόρεμα που είχε βάλει. «Με λένε Εγκήνιν».
Η Εγκήνιν δεν δίστασε να φύγει μαζί τους από το κοντινότερο σοκάκι. Ήδη το πλήθος είχε αρχίσει να μαζεύεται γύρω από τους άντρες που κείτονταν στο έδαφος. Η Ηλαίην φανταζόταν ότι οι άντρες θα ξυπνούσαν και θα έβρισκαν ότι τους είχαν αφαιρέσει ό,τι πράγμα αξίας είχαν πάνω τους, ακόμα και τα ρούχα και τις μπότες. Ευχήθηκε να ήξερε πώς είχαν ανακαλύψει την ταυτότητά της, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν κάποιον από αυτούς τους άντρες μαζί τους, ώστε να το μάθουν. Από δω και πέρα οπωσδήποτε θα έπαιρναν σωματοφύλακες κι ας έλεγε ό,τι ήθελε η Νυνάβε.
Η Εγκήνιν μπορεί να μην είχε διστάσει, αλλά ήταν ανήσυχη. Η Ηλαίην το έβλεπε στα μάτια της, καθώς προχωρούσαν στην κοσμοσυρροή. «Το είδες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. Η γυναίκα παραλίγο να σκοντάψει και η Ηλαίην δεν χρειάστηκε άλλη επιβεβαίωση. «Δεν θα σε πειράξουμε. Στο κάτω-κάτω, ήρθες και μας έσωσες», πρόσθεσε βιαστικά. Και πάλι αναγκάστηκε να φτύσει το πέπλο από το στόμα. Η Νυνάβε δεν φαινόταν να αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα. «Μη με κοιτάς κατσούφικα, Νυνάβε. Είδε τι έκανα».
«Το ξέρω», είπε ξερά η Νυνάβε. «Και ήταν το σωστό. Αλλά δεν βρισκόμαστε κάπου στο παλάτι της μητέρας σου, μακριά από τεντωμένα αφτιά». Έδειξε με μια κίνηση του χεριού τους ανθρώπους γύρω τους. Με τις βαρελοσανίδες τους και με το ραβδί της Εγκήνιν οι περισσότεροι τις απέφευγαν. «Οι περισσότερες φήμες που έχεις ακούσει δεν είναι αληθινές. Ελάχιστες είναι αλήθεια. Μη μας φοβάσαι, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχουν πράγματα που δεν θέλουμε να αναφέρουμε εδώ», είπε στην Εγκήνιν.
«Να σας φοβηθώ;» Η Εγκήνιν έδειξε να ξαφνιάζεται. «Δεν φαντάστηκα ότι έπρεπε να σας φοβάμαι. Θα μείνω σιωπηλή, μέχρι να θελήσετε να μιλήσουμε». Και τήρησε το λόγο της· προχώρησαν σιωπηλά ανάμεσα στα μουρμουρητά του πλήθους, μέχρι που κατέβηκαν τη χερσόνησο και έφτασαν στην Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων. Τα πόδια της Ηλαίην πονούσαν από όλη αυτή την πεζοπορία.
Παρ' όλο που ήταν νωρίς, μερικοί άντρες και γυναίκες κάθονταν στην κοινή αίθουσα και έπιναν αργά κρασί ή μπύρα. Τη γυναίκα με το τσίτερ συνόδευε ένας που έπαιζε φλάουτο, βγάζοντας ήχους λεπτούς, σαν τον ίδιο. Ο Τζούιλιν καθόταν σε ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα, καπνίζοντας από ένα κοντό τσιμπούκι. Όταν έφευγαν, αυτός ακόμα δεν είχε γυρίσει από τη νυχτερινή του εξόρμηση. Η Ηλαίην χάρηκε όταν είδε ότι δεν είχε καινούρια κοψίματα ή μελανάδες· το υπογάστριο του Τάντσικο, όπως το ονόμαζε ο Τζούιλιν, έμοιαζε να είναι ακόμα πιο άσπλαχνο από το πρόσωπο που η πόλη παρουσίαζε στον κόσμο. Η μόνη παραχώρηση που είχε προς τα ενδυματολογικά έθιμα της πόλης ήταν ότι είχε αντικαταστήσει το ίσιο, ψάθινο καπέλο του με ένα σκούρο, κωνικό τσόχινο, που το φορούσε γερμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
«Τις βρήκα», είπε και πετάχτηκε από τον πάγκο αρπάζοντας το καπέλο του, πριν δει ότι δεν ήταν μόνες. Έριξε μια επιφυλακτική ματιά στην Εγκήνιν και έκανε μια μικρή υπόκλιση· αυτή του την ανταπέδωσε γέρνοντας το κεφάλι, με μια ματιά εξίσου επιφυλακτική.
«Τις βρήκες;» αναφώνησε η Νυνάβε. «Είσαι βέβαιος; Μίλα, άνθρωπε μου. Κατάπιες τη γλώσσα σου;» τον ρώτησε, παρά τις προειδοποιήσεις της ότι δεν έπρεπε να μιλάνε μπροστά σε άλλους.
«Έπρεπε καλύτερα να πω ότι βρήκα πού βρίσκονταν». Δεν ξανακοίταξε την Εγκήνιν, αλλά διάλεξε τα λόγια του με προσοχή. «Η γυναίκα με τη λευκή πινελιά στα μαλλιά με οδήγησε σε ένα σπίτι, όπου έμενε με αρκετές άλλες γυναίκες, αν και ελάχιστες εμφανίζονταν ποτέ έξω. Οι ντόπιοι νόμιζαν ότι ήταν πρόσφυγες με λεφτά από την ύπαιθρο. Λίγα μένουν τώρα, εκτός από μερικά υπολείμματα τροφίμων στο κελάρι —ακόμα και οι υπηρέτες έχουν φύγει― αλλά από διάφορα στοιχεία θα έλεγα ότι έφυγαν αργά χθες το απόγευμα, ή νωρίς χθες τη νύχτα. Αμφιβάλω αν φοβούνται τη νύχτα του Τάντσικο».
Η Νυνάβε έσφιγγε μια χούφτα κοτσίδες της και οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει. «Μπήκες μέσα;» είπε με εξαιρετικά ήρεμη φωνή. Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι ήταν έτοιμη να σηκώσει τη βαρελοσανίδα, που ήταν στο πλευρό της.
Το ίδιο φάνηκε να σκέφτεται και ο Τζούιλιν, κοιτώντας τη βαρελοσανίδα. «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν ριψοκινδυνεύω σ' αυτά. Το άδειο σπίτι έχει μια περίεργη όψη, μια αλλόκοτη αίσθηση, όσο μεγάλο κι αν είναι. Όταν κυνηγάς κλέφτες τόσον καιρό όσο εγώ, αναγκαστικά μαθαίνεις να βλέπεις μέσα από τα μάτια τους», της είπε.
«Κι αν έχεις πέσει σε καμιά παγίδα;» Η Νυνάβε είπε σχεδόν σφυριχτά τις λέξεις. «Το λαμπρό ταλέντο σου, με το οποίο νιώθεις διάφορα, ξέρει κι από παγίδες;» Το μελαψό πρόσωπο του Τζούιλιν έγινε λιγάκι σταχτί· ύγρανε τα χείλη του, σαν να ήθελε να εξηγήσει κάτι ή να δικαιολογηθεί, όμως εκείνη τον έκοψε. «Θα τα πούμε αργότερα γι' αυτό, αφέντη Σάνταρ». Το βλέμμα της έπεσε για μια στιγμή στην Εγκήνιν· τελικά είχε θυμηθεί ότι υπήρχαν κι άλλα αφτιά εκεί, που άκουγαν. «Πες στη Ρέντρα ότι θα πάρουμε το τσάι στο Δωμάτιο των Μπουμπουκιών που Πέφτουν».
«Στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν», τη διόρθωσε χαμηλόφωνα η Ηλαίην και η Νυνάβε της έριξε ένα οξύ βλέμμα. Τα νέα που είχε φέρει ο Τζούιλιν της είχαν φέρει άσχημη διάθεση.
Αυτός υποκλίθηκε βαθιά, με τα χέρια απλωμένα. «Όπως προστάζεις, κυρά αλ'Μεάρα, έτσι υπακούω από την καρδιά μου», είπε σαρκαστικά, ξανάβαλε το σκούρο καπέλο στο κεφάλι και βγήκε έξω, ενώ η πλάτη του εξέφραζε εύγλωττα την αγανάκτησή του. Πρέπει να ήταν πολύ δυσάρεστο να δέχεσαι διαταγές από ένα άτομο το οποίο κάποτε φλερτάριζες.
«Ανόητοι άντρες!» μούγκρισε η Νυνάβε. «Κακώς δεν τους αφήσαμε και τους δύο εκεί, στο μόλο του Δακρύου».
«Είναι υπηρέτης σας;» είπε αργά η Εγκήνιν.
«Ναι», απάντησε κοφτά η Νυνάβε, ενώ η Ηλαίην έλεγε «όχι».
Κοιτάχτηκαν, ενώ η Νυνάβε ακόμα έσμιγε τα φρύδια.
«Μπορεί και να είναι, κατά κάποιον τρόπο», αναστέναξε η Ηλαίην, πάνω που η Νυνάβε μουρμούριζε «μάλλον όχι, θα έλεγα».
Η Ρέντρα ήρθε φουριόζα ανάμεσα από τα τραπέζια, με ένα χαμόγελο στα τριανταφυλλένια χείλη της πίσω από το πέπλο. Η Ηλαίην ευχήθηκε να μην έμοιαζε τόσο με τη Λίαντριν. «Α! Τι όμορφες που είστε αυτό το πρωί. Τα φορέματά σας είναι εξαίσια. Πανέμορφα». Λες και η γυναίκα με τα μελιά μαλλιά δεν είχε βοηθήσει να διαλέξουν τα υφάσματα και το κόψιμο τους. Το δικό της φόρεμα ήταν τόσο κόκκινο που θα έκανε για Μάστορα, ενώ οπωσδήποτε δεν ήταν κατάλληλο για δημόσιες εμφανίσεις.
«Αλλά φερθήκατε πάλι ανόητα, ναι; Να γιατί ο έξοχος Τζούιλιν είναι κατσουφιασμένος. Δεν πρέπει να τον στενοχωρείτε έτσι». Ένα λαμπύρισμα στα μεγάλα, καστανά μάτια της έδειχνε ότι ο Τζούιλιν είχε βρει κάποια να φλερτάρει. «Ελάτε. Θα πάρετε το τσάι σας στη δροσιά και χωρίς να σας ενοχλήσει κανείς. Αν χρειαστεί να ξαναβγείτε, θα μου επιτρέψετε να σας προμηθεύσω βαστάζους και φρουρούς, ναι; Η όμορφη Ηλαίην δεν θα έχανε τόσους θυλάκους, αν σας φρουρούσαν σωστά. Αλλά δεν θα μιλήσουμε τώρα για τέτοια πράγματα. Το τσάι σας είναι σχεδόν έτοιμο. Ελάτε». Ήταν μια ικανότητα την οποία μάθαινες, έτσι το έβλεπε η Ηλαίην· έπρεπε να μάθεις να μιλάς χωρίς να τρως το πέπλο σου.
Η Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, σε έναν κοντό διάδρομο που ξεκινούσε από την κοινή αίθουσα, ήταν ένα δωματιάκι δίχως παράθυρα, με χαμηλό τραπέζι και σμιλεμένες καρέκλες με κόκκινα μαξιλαράκια. Η Νυνάβε και η Ηλαίην έτρωγαν εκεί ― παρέα με τον Θομ ή τον Τζούιλιν, ή και τους δύο, όταν η Νυνάβε δεν τα είχε τσουγκρίσει μαζί τους. Οι καλυμμένοι με γύψο, τούβλινοι τοίχοι, που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους ένα σωστό περιβόλι από δαμασκηνιές, καθώς και τη βροχή των λουλουδιών που είχε δώσει το έναυσμα για την ονομασία του δωματίου, ήταν τόσο χοντροί που κανένας δεν θα μπορούσε να κρυφακούσει. Η Ηλαίην σχεδόν έσκισε το πέπλο της καθώς το έβγαζε και πέταξε το αραχνοΰφαντο ύφασμα στο τραπέζι πριν καθίσει· ακόμα και οι Ταραμπονέζες δεν έτρωγαν ή έπιναν φορώντας το. Η Νυνάβε απλώς έβγαλε τη μια άκρη του δικού της από τα μαλλιά, στα οποία ήταν στερεωμένη.
Η Ρέντρα συνέχισε τη φλυαρία μέχρι να σερβιριστούν οι γυναίκες. Στα θέματα της συγκαταλεγόταν η καινούρια μοδίστρα, η οποία έραβε τα φορέματα σύμφωνα με την πιο καινούρια μόδα, από το πιο λεπτό μετάξι που μπορούσε να φανταστεί κανείς —τη σύστησε στην Εγκήνιν, παίρνοντας για απάντηση μια άδεια ματιά· αυτό, όμως, δεν την πτόησε ούτε στο ελάχιστο― και ο λόγος που έπρεπε να ακούνε τον Τζούιλιν, διότι η πόλη ήταν πολύ επικίνδυνη για να βγαίνει πια μια γυναίκα μόνη, ακόμα και με το φως της μέρας, ως το αρωματισμένο σαπούνι, που άφηνε μια ανεπαίσθητη λάμψη στα μαλλιά. Η Ηλαίην αναρωτιόταν μερικές φορές πώς αυτή η γυναίκα διηύθυνε ένα πετυχημένο πανδοχείο, τη στιγμή που έδειχνε να νοιάζεται μόνο για τα μαλλιά και τα ρούχα της. Ήταν φανερό ότι το πανδοχείο ήταν πετυχημένο· η Ηλαίην μπερδευόταν με τον τρόπο που γινόταν αυτό. Φυσικά, φορούσε ωραία ρούχα· απλώς δεν ήταν τα πιο κατάλληλα. Ο υπηρέτης που έφερε το τσάι, τα γαλάζια, πορσελάνινα φλιτζάνια και τα γλυκά σε ένα δίσκο ήταν ο λεπτός νεαρός με τα μαύρα μάτια που γέμιζε συνεχώς με κρασί το κύπελλο της Ηλαίην εκείνη τη βραδιά της ντροπής. Είχε προσπαθήσει να το ξανακάνει αρκετές φορές, μολονότι η Ηλαίην μέσα της είχε ορκιστεί να μην ξαναπεί ποτέ περισσότερο από ένα κύπελλο κρασί. Ήταν ένας χαριτωμένος νεαρός, αλλά του έριξε μια παγερή ματιά κι αυτός έσπευσε να βγει από το δωμάτιο.
Η Εγκήνιν τις κοίταζε σιωπηλά, μέχρι που έφυγε και η Ρέντρα. «Δεν είστε αυτό που περίμενα», είπε μετά, ισορροπώντας το φλιτζάνι στα δάχτυλα μ' έναν παράξενο τρόπο. «Η πανδοχέας φλυαρεί για ασημαντότητες, σαν να ήσασταν αδελφές και ανόητες όπως αυτή, κι εσείς το επιτρέπετε. Ο μελαψός —είναι κάποιο είδος υπηρέτη, νομίζω― σας χλευάζει. Ο νεαρός που σερβίρει σας κοιτάζει με φανερή πείνα στο βλέμμα, και το επιτρέπετε. Είστε... Λες Σεντάι, έτσι δεν είναι;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, γύρισε τα γαλάζια μάτια της στην Ηλαίην. «Κι εσύ είσαι του... Είσαι ευγενής. Η Νυνάβε μίλησε για το παλάτι της μητέρας σου».
«Δεν δίνουμε μεγάλη σημασία σ' αυτά τα πράγματα στο Λευκό Πύργο», της είπε πικρόχολα η Ηλαίην, τινάζοντας βιαστικά τα ψίχουλα του κέικ από το πηγούνι της. Ήταν πολύ πικάντικο, σχεδόν ξινό. «Αν μια βασίλισσα πήγαινε εκεί να μάθει, θα έπρεπε να σφουγγαρίζει πατώματα, σαν τις άλλες μαθητευόμενες, και να υπακούει σ' ό,τι θα της έλεγαν».
Η Εγκήνιν ένευσε αργά. «Έτσι κυβερνάτε, λοιπόν. Κυβερνώντας τους κυβερνήτες. Είναι... πολλές... οι βασίλισσες που πηγαίνουν να εκπαιδευτούν έτσι;»
«Καμία απ' όσο ξέρω». Η Ηλαίην γέλασε. «Αν και έχουμε παράδοση στο Άντορ να πηγαίνει εκεί η Κόρη-Διάδοχος. Πολλές αριστοκράτισσες πηγαίνουν, αν και συνήθως δεν θέλουν να γίνει γνωστό, και οι περισσότερες φεύγουν χωρίς να έχουν καν αισθανθεί την Αληθινή Πηγή. Ήταν απλώς ένα παράδειγμα».
«Είσαι κι εσύ του... Είσαι αριστοκράτισσα;» ρώτησε η Εγκήνιν και η Νυνάβε ξεφύσησε.
«Η μητέρα μου ήταν αγρότισσα, ενώ ο πατέρας μου έβοσκε πρόβατα και καλλιεργούσε ταμπάκ. Από κει που έρχομαι, ελάχιστοι τα βολεύουν χωρίς να έχουν μαλλί και ταμπάκ για πούλημα. Τι κάνουν οι δικοί σου γονείς, Εγκήνιν;»
«Ο πατέρας μου ήταν στρατιώτης, η μητέρα μου ήταν η... ήταν αξιωματικός σε πλοίο». Ήπιε λίγο τσάι χωρίς μέλι, κοιτώντας τες εξεταστικά. «Ψάχνετε κάποια», είπε τελικά. «Εκείνες τις γυναίκες για τις οποίες είπε ο μελαψός άντρας. Μεταξύ άλλων, εμπορεύομαι και λίγες πληροφορίες. Έχω πηγές που μου λένε πράγματα. Ίσως μπορέσω να βοηθήσω. Δεν θα σας χρεώσω, απλώς θα ζητήσω να μου πείτε κι άλλα για τις Άες Σεντάι».
«Ήδη μας βοήθησες πολύ», είπε βιαστικά η Ηλαίην, καθώς θυμόταν ότι η Νυνάβε είχε πει σχεδόν τα πάντα στον Μπέυλ Ντόμον. «Είμαι ευγνώμων, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε τίποτα άλλο». Αποκλειόταν να πουν σ' αυτή τη γυναίκα για το Μαύρο Άτζα, όπως επίσης αποκλειόταν να την αναμίξουν χωρίς να της το πουν. «Στ' αλήθεια δεν μπορούμε».
Η Νυνάβε, που είχε μείνει με το στόμα μισάνοιχτο, την αγριοκοίταξε. «Ήμουν έτοιμη να πω το ίδιο», είπε με μια ανέκφραστη φωνή και μετά συνέχισε με περισσότερο ενθουσιασμό. «Οπωσδήποτε αισθανόμαστε αρκετή ευγνωμοσύνη για να απαντήσουμε σε ερωτήσεις, Εγκήνιν. Όσες μπορούμε». Σίγουρα εννοούσε ότι υπήρχαν πολλές ερωτήσεις για τις οποίες δεν είχαν απαντήσεις, αλλά η Εγκήνιν το πήρε διαφορετικά.
«Φυσικά. Δεν θα θίξω τις μυστικές υποθέσεις του Λευκού Πύργου».
«Δείχνεις μεγάλο ενδιαφέρον για τις Άες Σεντάι», είπε η Ηλαίην. «Δεν νιώθω την ικανότητα μέσα σου, αλλά θα μπορούσες να μάθεις να διαβιβάζεις».
Της Εγκήνιν παραλίγο να της πέσει το πορσελάνινο φλιτζάνι. «Μπορείς... να το μάθεις; Δεν το... Όχι. Όχι, δεν θέλω να... να μάθω».
Η ταραχή της λύπησε την Ηλαίην. Ακόμα και μεταξύ των ανθρώπων που δεν φοβούνταν τις Λες Σεντάι, υπήρχαν πολλοί που φοβούνταν ακόμα ό,τι είχε να κάνει με τη Μία Δύναμη. «Τι θέλεις να μάθεις, Εγκήνιν;»
Πριν αυτή προλάβει να μιλήσει, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, η οποία άνοιξε και μπήκε μέσα ο Θομ, με τον καλό, καφετή μανδύα που είχε μάθει να φορά όταν έβγαινε έξω. Δεν τραβούσε λιγότερο την προσοχή από τον μπαλωμένο μανδύα βάρδου. Μάλιστα, τον έκανε να φαίνεται αξιοσέβαστος, μαζί με εκείνη τη χαίτη των λευκών μαλλιών του, αν και θα έπρεπε να τα βουρτσίζει συχνότερα. Η Ηλαίην, όταν τον φανταζόταν νεότερο, καταλάβαινε τι είχε τραβήξει τη μητέρα της. Αυτό, βέβαια, δεν τον δικαιολογούσε που είχε φύγει. Πήρε μια ήρεμη έκφραση, πριν τη δει κατσουφιασμένη.
«Μου είπαν ότι δεν είστε μόνες», είπε ο Θομ, κοιτώντας την Εγκήνιν σχεδόν με το ίδιο επιφυλακτικό βλέμμα που την είχε κοιτάξει και ο Τζούιλιν, «Σκέφτηκα, όμως, ότι θα θέλατε να μάθετε πως τα Τέκνα του Φωτός περικύκλωσαν το Παλάτι της Πανάρχισσας σήμερα το πρωί. Βοά ο δρόμος. Φαίνεται ότι αύριο η Αρχόντισσα Αμάθιρα θα ανακηρυχτεί Πανάρχισσα».
«Θομ», είπε κουρασμένα η Νυνάβε, «αν αυτή η Αμάθιρα δεν είναι στ' αλήθεια η Λίαντριν, τότε ποσώς με ενδιαφέρει αν γίνει Πανάρχισσα, Βασιλιάς και Σοφία όλων των Δύο Ποταμών μαζί».
«Το ενδιαφέρον», είπε ο Θομ, ενώ ερχόταν κουτσαίνοντας ελαφρώς στο τραπέζι, «είναι ότι οι φήμες λένε πως η Συνέλευση αρνήθηκε να διαλέξει την Αμάθιρα. Αρνήθηκε. Γιατί λοιπόν την ανακηρύσσουν Πανάρχισσα; Όταν τα πράγματα είναι τόσο παράξενα, αξίζει να τους δίνουμε σημασία, Νυνάβε».
Ο Θομ χαμήλωνε για να καθίσει στην καρέκλα, όταν η Νυνάβε του μίλησε. «Κάνουμε μια ιδιωτική συζήτηση, Θομ. Είμαι βέβαια ότι θα βρεις πιο ευχάριστη την κοινή αίθουσα», του είπε ήρεμα. Ήπιε μια γουλιά τσάι, κοιτώντας τον πάνω από το φλιτζάνι και περιμένοντάς τον να φύγει.
Αυτός κοκκίνισε και ξανασηκώθηκε αμέσως, χωρίς να έχει καν καθίσει, όμως δεν έφυγε αμέσως. «Είτε αλλάξει γνώμη η Συνέλευση, είτε όχι, αυτό πιθανότατα θα προκαλέσει ταραχές. Ο δρόμος ακόμα πιστεύει ότι η Αμάθιρα έχει απορριφθεί. Αν επιμείνετε να βγαίνετε έξω, δεν μπορείτε να το κάνετε μόνες». Κοίταζε τη Νυνάβε, αλλά η Ηλαίην είχε την εντύπωση ότι σχεδόν ακουμπούσε το χέρι του στον ώμο της. «Ο Μπέυλ Ντόμον έχει κλειστεί στο δωματιάκι του στις αποβάθρες και κανονίζει τις υποθέσεις του, σε περίπτωση που χρειαστεί να το σκάσει, αλλά συμφώνησε να προσφέρει πενήντα διαλεχτούς άντρες, σκληρά παλικάρια, μαθημένα σε καβγάδες, που ξέρουν να κουμαντάρουν το μαχαίρι και το σπαθί».
Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της, όμως η Ηλαίην την έκοψε. «Είμαστε ευγνώμονες, Θομ, και σε σένα και στον αφέντη Ντόμον. Σε παρακαλώ πες του ότι δεχόμαστε την ευγενική και γενναιόδωρη προσφορά του». Η Ηλαίην ανταπέδωσε το ανέκφραστο βλέμμα της Νυνάβε. «Δεν θα ήθελα να με απαγάγουν από το δρόμο μέρα μεσημέρι», πρόσθεσε με νόημα.
«Όχι», είπε ο Θομ. «Δεν θα το θέλαμε αυτό». Η Ηλαίην φαντάστηκε ότι άκουσε ένα «παιδί μου» στο τέλος της φράσης του και αυτή τη φορά ο Θομ της άγγιξε τον ώμο ανάλαφρα με τ' ακροδάχτυλα. «Για την ακρίβεια», συνέχισε, «οι άντρες ήδη περιμένουν στο δρόμο απ' έξω. Προσπαθώ να βρω άμαξα· αυτές οι πολυθρόνες είναι ευπρόσβλητες». Έμοιαζε να ξέρει ότι το είχε παρατραβήξει φέρνοντας τους άντρες του Ντόμον πριν συμφωνήσουν οι δύο γυναίκες, πόσο μάλλον μ' αυτά που έλεγε για άμαξα πριν τις ρωτήσει πρώτα, αλλά τις αντιμετώπισε σαν γέρικος, στριμωγμένος λύκος, με τα φουντωτά φρύδια του χαμηλωμένα. «Θα με... λυπούσε... προσωπικά... αν σας συνέβαινε κάτι. Η άμαξα θα είναι εδώ μόλις βρω άλογα. Αν μπορώ να βρω κάτι τέτοιο πια».
Με μάτια ορθάνοιχτα, η Νυνάβε προφανώς ήταν σε δίλημμα αν θα έπρεπε ή όχι να του τα ψάλλει με έναν τρόπο που δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ, ενώ η Ηλαίην θα προτιμούσε να τον μαλώσουν πιο ευγενικά. Όχι και εντελώς ευγενικά· «παιδί», αν ήταν δυνατόν!
Ο Θομ εκμεταλλεύτηκε το δισταγμό τους για να τους απευθύνει μια υπόκλιση που θα ταίριαζε σε παλάτι. Ύστερα αναχώρησε, όσο ακόμα είχε την ευκαιρία.
Η Εγκήνιν είχε ακουμπήσει κάτω το φλιτζάνι και τις κοίταζε μπερδεμένη. Η Ηλαίην υπέθεσε ότι δεν είχαν δώσει καλή εικόνα για τις Άες Σεντάι, έτσι που είχαν αφήσει τον Θομ να τις φοβερίσει. «Πρέπει να φύγω», είπε η γυναίκα, ενώ σηκωνόταν και έπαιρνε το ραβδί της από τον τοίχο.
«Μα δεν έκανες τις ερωτήσεις», διαμαρτυρήθηκε η Ηλαίην. «Αν μη τι άλλο, σου χρωστάμε απαντήσεις».
«Κάποια άλλη φορά», είπε η Εγκήνιν ύστερα από μια παύση. «Αν επιτρέπεται, θα έρθω μια άλλη φορά. Πρέπει να μάθω για σας. Δεν είστε αυτό που περίμενα». Τη διαβεβαίωσαν ότι θα μπορούσε να έρθει όποτε θα βρίσκονταν εκεί και προσπάθησαν να την πείσουν να μείνει λίγο ακόμα, για να πιει το τσάι και να φάει τα γλυκά, όμως αυτή δεν άκουγε κουβέντα και επέμενε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως.
Η Νυνάβε τράβηξε το βλέμμα από την Εγκήνιν, που έβγαινε από την πόρτα, και ακούμπησε τις γροθιές στους γοφούς της. «Να σε απαγάγουν; Σε περίπτωση που το ξέχασες, Ηλαίην, εμένα πήγαν να αρπάξουν εκείνοι οι άνθρωποι!»
«Για να σε βγάλουν από τη μέση και να με πιάσουν», είπε η Ηλαίην. «Σε περίπτωση που το ξέχασες, είμαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Η μητέρα μου θα τους γέμιζε χρυσάφι για να με πάρει πίσω».
«Ίσως», μουρμούρισε με αμφιβολία η Νυνάβε. «Τουλάχιστον δεν είχαν σχέση με τη Λίαντριν. Εκείνες δεν θα έστελναν ένα κοπάδι αθλίων να μας χώσει σ' ένα σακί. Γιατί οι άντρες κάνουν συνεχώς πράγματα δίχως να ρωτούν; Τους ρουφάνε το μυαλό οι τρίχες που φυτρώνουν στο στήθος;»
Η ξαφνική αλλαγή δεν μπέρδεψε την Ηλαίην. «Τουλάχιστον δεν θα έχουμε την έγνοια πού να βρούμε σωματοφύλακες. Συμφωνείς ότι είναι αναγκαίοι, έστω κι αν ο Θομ το παρατράβηξε;»
«Έτσι φαντάζομαι». Η Νυνάβε απεχθανόταν να παραδέχεται ότι είχε κάνει λάθος. Για παράδειγμα, όταν πίστευε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν στόχο εκείνη και όχι την Ηλαίην. «Ηλαίην, συνειδητοποιείς ότι ακόμα δεν έχουμε τίποτα, παρά μόνο ένα άδειο σπίτι; Αν ο Τζούιλιν —ή ο Θομ― κάνει ένα λάθος και τον ανακαλύψουν... Πρέπει να βρούμε τις Μαύρες αδελφές χωρίς να μας υποψιαστούν, αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να τις ακολουθήσουμε και να βρούμε τι είναι αυτό που αποτελεί κίνδυνο για τον Ραντ».
«Το ξέρω», είπε υπομονετικά η Ηλαίην. «Αφού το συζητήσαμε».
Η άλλη συνοφρυώθηκε, χωρίς να κοιτάζει πουθενά. «Ακόμα δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα τι είναι, πού είναι».
«Το ξέρω».
«Ακόμα κι αν μπορούσαμε να απαγάγουμε τη Λίαντριν και τις υπόλοιπες αυτή τη στιγμή, δεν γίνεται να το αφήσουμε να βρίσκεται εκεί έξω, έτοιμο να το βρει κάποιος άλλος».
«Το ξέρω αυτό, Νυνάβε». Η Ηλαίην υπενθύμισε στον εαυτό της να δείξει υπομονή και μίλησε με πιο απαλή φωνή. «Θα τις βρούμε. Κάποιο σφάλμα θα κάνουν, οπότε είτε με τις φήμες του Θομ, είτε με τους κλέφτες του Τζούιλιν, είτε με τους ναύτες του Μπέυλ Ντόμον, θα το μάθουμε».
Η Νυνάβε πήρε συλλογισμένη όψη. «Πρόσεξες τα μάτια της Εγκήνιν, όταν ο Θομ ανέφερε τον Ντόμον;»
«Όχι. Λες να τον ξέρει; Γιατί να μην το πει;»
«Δεν ξέρω», είπε εκνευρισμένη η Νυνάβε. «Το πρόσωπό της δεν άλλαξε, τα μάτια της, όμως... Ξαφνιάστηκε. Τον ξέρει. Αναρωτιέμαι τι —» Κάποιος χτύπησε απαλά την πόρτα. «Όλο το Τάντσικο θα έρθει να μας βρει;» μούγκρισε και την άνοιξε απότομα.
Η Ρέντρα αναπήδησε όταν είδε την έκφραση της Νυνάβε, όμως το μόνιμο χαμόγελό της ξαναφάνηκε αμέσως. «Συγχωρήστε με που σας ενοχλώ, όμως είναι μια γυναίκα κάτω που σας ζητάει. Όχι με το όνομα, αλλά σας περιγράφει φτυστές. Νομίζει ότι σας ξέρει, λέει. Τη λένε...» Το τριανταφυλλένιο στόμα σφίχτηκε με μια μικρή γκριμάτσα. «Ξέχασα να τη ρωτήσω το όνομα. Κάνω σαν χαζή κατσίκα σήμερα. Είναι μια καλοντυμένη γυναίκα, όχι μεσόκοπη ακόμα. Δεν είναι από το Τάραμπον». Ανατρίχιασε λιγάκι. «Αυστηρή τη βλέπω. Όταν με πρωτοείδε, με κοίταξε όπως με κοίταζε η μεγάλη μου αδελφή, όταν ήμασταν παιδιά και σκεφτόταν να μου δέσει τις κοτσίδες στο θάμνο».
«Ή μήπως μας βρήκαν πρώτα αυτές;» είπε μαλακά η Νυνάβε.
Η Ηλαίην αγκάλιασε την Αληθινή Πηγή πριν προλάβει να το σκεφτεί και ένιωσε ένα ρίγος ανακούφισης ανακαλύπτοντας ότι μπορούσε να το κάνει, ότι δεν την είχαν αποκόψει χωρίς να το καταλάβει. Αν η γυναίκα εκεί κάτω ήταν του Μαύρου Ατζα... Αλλά αν ήταν, γιατί να ανακοινώσει την παρουσία της; Έστω κι έτσι, ευχήθηκε να περιέβαλλε η λάμψη του σαϊντάρ και τη Νυνάβε. Μακάρι να μπορούσε να διαβιβάζει κι εκείνη χωρίς θυμό.
«Να περάσει», είπε η Νυνάβε και η Ηλαίην κατάλαβε ότι κι εκείνη είχε επίγνωση αυτής της αδυναμίας της, καθώς και ότι φοβόταν. Όταν η Ρέντρα γύρισε να φύγει, η Ηλαίην άρχισε να υφαίνει ροές Αέρα, χοντρές σαν σκοινιά και έτοιμες να δέσουν οτιδήποτε, καθώς και ροές Πνεύματος για να αποκόψουν την άλλη από την Πηγή. Αν αυτή η γυναίκα έμοιαζε με κάποια που ήταν στον κατάλογό τους, αν προσπαθούσε να διαβιβάσει έστω και μια σπίθα...
Τη γυναίκα που μπήκε στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, φορώντας μια φεγγοβόλα μαύρη εσθήτα με παράξενο κόψιμο, η Ηλαίην δεν την είχε ξαναδεί και σίγουρα δεν ήταν στη λίστα με τις γυναίκες που είχαν φύγει με τη Λίαντριν. Τα μαύρα μαλλιά, που έπεφταν λυτά στους ώμους της, τόνιζαν ένα συμπαθητικό πρόσωπο με μεγάλα, σκούρα μάτια και απαλά μάγουλα, που όμως δεν είχε την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της χαμογελώντας. «Με συγχωρείτε, αλλά σας πέρασα για —» Η λάμψη του σαϊντάρ την περιέβαλε και...
Η Ηλαίην απελευθέρωσε την Αληθινή Πηγή. Υπήρχε κάτι έντονα προστακτικό σ' αυτά τα μαύρα μάτια, στο φωτοστέφανο γύρω της, στη χλωμή ακτινοβολία της Μίας Δύναμης. Τέτοια βασιλική θωριά η Ηλαίην δεν είχε δει ποτέ της. Ένιωσε τον εαυτό της να κλίνει το γόνυ βιαστικά, ενώ αναψοκοκκίνιζε που είχε τολμήσει να σκεφτεί... Τι είχε σκεφτεί; Το μυαλό της δεν δούλευε.
Η γυναίκα τις περιεργάστηκε για μια στιγμή, ένευε ικανοποιημένη και πήγε στο τραπέζι, τραβώντας τη σκαλισμένη καρέκλα στην κεφαλή του. «Ελάτε εδώ για να σας βλέπω καλά», είπε με αυταρχική φωνή. «Ελάτε. Ναι. Έτσι».
Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ότι στεκόταν όρθια πλάι στο τραπέζι και κοίταζε τη γυναίκα με τα μαύρα μάτια, η οποία έλαμπε. Έλπιζε να ήταν όλα καλά. Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, η Νυνάβε έσφιγγε στη γροθιά της τις μακριές, λεπτές κοτσίδες της, αλλά κοίταζε την επισκέπτρια με μια χαζή έκφραση αγαλλίασης. Της Ηλαίην της ήρθε να βάλει τα γέλια.
«Πάνω-κάτω αυτό που περίμενα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου», είπε η γυναίκα. «Σχεδόν κοριτσάκια, που προφανώς δεν έχουν μάθει ούτε τα μισά. Αλλά είστε δυνατές· αρκετά δυνατές για να δημιουργήσετε προβλήματα. Ειδικά εσύ». Κάρφωσε τη Νυνάβε με το βλέμμα. «Ίσως κάποια μέρα να γινόσουν κάτι. Αλλά έχεις φράξει τον εαυτό σου, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσαμε να σου το αφαιρέσουμε, αλλά θα παρακαλούσες να το κρατήσεις».
Η Νυνάβε ακόμα έσφιγγε γερά τις κοτσίδες της, αλλά το ευχαριστημένο, κοριτσίστικο χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της και τα χείλη της τρεμούλιασαν από ντροπή. «Λυπάμαι που έφραξα τον εαυτό μου», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Τη φοβάμαι... τόση δύναμη... τη Μία Δύναμη... πώς είναι δυνατόν να —;»
«Θα μένετε σιωπηλές, εκτός αν σας ρωτώ κάτι», είπε σταθερά η γυναίκα. «Και μην βάζετε τα κλάματα. Είστε περιχαρείς που με βλέπετε, εκστασιασμένες. Το μόνο που θέλετε είναι να με ικανοποιείτε και να απαντάτε στις ερωτήσεις μου με ειλικρίνεια».
Η Νυνάβε ένευσε με ενθουσιασμό, χαμογελώντας με ακόμα μεγαλύτερη αγαλλίαση. Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ότι το ίδιο έκανε κι αυτή. Ήταν σίγουρη ότι θα προλάβαινε να απαντήσει πρώτη στις ερωτήσεις. Τα πάντα για να ικανοποιήσει αυτή τη γυναίκα.
«Λοιπόν. Είστε μόνες; Υπάρχουν άλλες Άες Σεντάι μαζί σας;»
«Όχι», είπε γοργά η Ηλαίην, απαντώντας στην πρώτη ερώτηση. «Δεν υπάρχουν άλλες Άες Σεντάι μαζί μας», απάντησε γοργά και στη δεύτερη. Μάλλον θα έπρεπε να της πει ότι αυτές δεν ήταν πραγματικά Άες Σεντάι. Αλλά δεν είχε ερωτηθεί γι' αυτό. Η Νυνάβε την αγριοκοίταζε, με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της να έχουν ασπρίσει από το σφίξιμο στις κοτσίδες της, οργισμένη που είχε προλάβει να απαντήσει αυτή πρώτη.
«Γιατί είστε σ' αυτή την πόλη;» είπε η γυναίκα.
«Κυνηγάμε Μαύρες αδελφές», έσπευσε να πει η Νυνάβε, ρίχνοντας μια θριαμβευτική ματιά στην Ηλαίην.
Η συμπαθητική γυναίκα γέλασε. «Να γιατί δεν σας ένιωσα να διαβιβάζετε μέχρι σήμερα. Σοφό εκ μέρους σας να κρυφτείτε, αφού είστε δύο ενάντια σε έντεκα. Κι εγώ ανέκαθεν αυτή την τακτική ακολουθούσα. Ας τριγυρνάνε οι άλλοι ανόητοι δημόσια. Μπορεί να τους γονατίσει μια αράχνη που κρύβεται στις χαραμάδες, μια αράχνη που δεν θα τη δουν, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά. Πείτε μου τι ανακαλύψατε γι' αυτές τις Μαύρες αδελφές, όλα όσα ξέρετε γι' αυτές».
Η Ηλαίην τα ξεφούρνισε όλα, παλεύοντας με την Νυνάβε ποια θα μιλήσει πρώτη. Δεν ήταν πολλά. Οι περιγραφές, τα τερ'ανγκριάλ που είχαν κλέψει, τα εγκλήματα στο Λευκό Πύργο, ο φόβος μήπως είχαν μείνει εκεί κι άλλες Μαύρες αδελφές, βοηθώντας κάποιον Αποδιωγμένο στο Δάκρυ πριν πέσει η Πέτρα, ο ερχομός τους εδώ για να αναζητήσουν κάτι που ήταν κίνδυνος για τον Ραντ. «Όλες έμεναν μαζί, σε ένα σπίτι», κατέληξε λαχανιασμένη η Ηλαίην, «αλλά έφυγαν χθες το βράδυ».
«Φαίνεται ότι τις πλησιάσατε πολύ», είπε αργά η γυναίκα. «Πάρα πολύ. Τερ'ανγκριάλ. Αδειάστε τους θυλάκους σας στο τραπέζι, τα πουγκιά σας». Το έκαναν κι αυτή τα έψαξε γοργά ανάμεσα στα νομίσματα, τα ραπτικά, τα μαντίλια και τα υπόλοιπα. «Έχετε καθόλου τερ'ανγκριάλ στα δωμάτιά σας; Ανγκριάλ ή σα'ανγκριάλ;»
Η Ηλαίην ένιωθε το συστρεμμένο, πέτρινο δαχτυλίδι να κρέμεται ανάμεσα στα στήθη της, αλλά δεν ήταν αυτή η ερώτηση. «Όχι», είπε. Δεν είχαν τίποτα τέτοιο στα δωμάτια τους.
Η γυναίκα τα παραμέρισε όλα και έγειρε πίσω, σχεδόν μονολογώντας. «Ραντ αλ'Θόρ. Έτσι τον λένε τώρα, λοιπόν». Το πρόσωπό της ξίνισε για μια στιγμή. «Ένας αλαζόνας, που βρωμούσε ευλάβεια και καλοσύνη. Είναι ακόμα ίδιος; Όχι, μην απαντήσετε. Έτσι ρώτησα. Άρα ο Μπε'λάλ είναι νεκρός. Ο άλλος μου μοιάζει με τον Ισαμαήλ. Παρά την περηφάνια του που δεν ήταν τελείως παγιδευμένος, αν και πλήρωσε το τίμημα —όταν τον ξαναείδα, μέσα του είχε απομείνει λιγότερο άνθρωπος απ' όλους εμάς, τους υπόλοιπους· νομίζω ότι σχεδόν πίστευε πως ήταν ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους― παρά τα τρεις χιλιάδες χρόνια μηχανορραφιών και δες πού κατέληξε, να τον εξοντώσει ένα αδίδαχτο αγόρι. Ο δικός μου τρόπος είναι καλύτερος. Ήσυχα, μαλακά, στις σκιές. Κάτι για να ελέγξεις έναν άντρα που διαβιβάζει. Ναι, αυτό πρέπει να είναι». Τα μάτια της άστραψαν, καθώς τις εξέταζε τη μια μετά την άλλη. «Λοιπόν. Τι θα κάνω με σας τώρα».
Η Ηλαίην περίμενε υπομονετικά. Η Νυνάβε χαμογελούσε χαζά, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και γεμάτα προσμονή· έμοιαζε τόσο ανόητο αυτό, σε συνδυασμό με τον τρόπο που έσφιγγε τις κοτσίδες της.
«Είσαι πολύ δυνατή και δεν θέλω να πας άδικα· ίσως κάποια μέρα αποδειχτείς χρήσιμη. Θα ήθελα πολύ να δω τα μάτια του Ράχβιν, όταν θα σε αντιμετωπίσει χωρίς να είσαι φραγμένη», είπε στη Νυνάβε. «Θα σε έδιωχνα για χρόνια απ' αυτό το παιχνίδι, αν μπορούσα. Κρίμα που ο πειθαναγκασμός είναι περιορισμένης χρήσης. Πάντως, με τα λίγα που έχετε μάθει, είστε πολύ πίσω και δεν θα μπορέσετε να τις προφτάσετε. Μάλλον θα πρέπει να σας μαζέψω αργότερα και να φροντίσω για την... επανεκπαίδευση σας». Σηκώθηκε και ξαφνικά η Ηλαίην ένιωσε ολόκληρο το σώμα της να μυρμηγκιάζει. Το μυαλό της φαινόταν να ριγεί· το μόνο που αντιλαμβανόταν ήταν η φωνή της γυναίκας, που βρυχιόταν στα αφτιά της από πολύ μακριά. «Θα μαζέψετε τα πράγματά σας από το τραπέζι και όταν θα τα έχετε βάλει στη θέση τους, δεν θα θυμάστε τίποτα απ' όσα συνέβησαν εδώ, παρά μόνο ότι ήρθα νομίζοντας ότι ήσασταν κάποιες φίλες που ήξερα από την ύπαιθρο. Έκανα λάθος, ήπια ένα φλιτζάνι τσάι και έφυγα».
Η Ηλαίην βλεφάρισε και αναρωτήθηκε γιατί έδενε το πουγκί της δίπλα στο θύλακο της ζώνης της. Κι η Νυνάβε κοίταζε συνοφρυωμένη τα χέρια της, όπως έστρωνε κι εκείνη το θύλακό της.
«Ευχάριστη γυναίκα», είπε η Ηλαίην τρίβοντας το μέτωπό της. Την έπιανε πονοκέφαλος. «Είπε πώς τη λένε; Δεν θυμάμαι».
«Ευχάριστη;» Το χέρι της Νυνάβε σηκώθηκε και τράβηξε απότομα τις κοτσίδες της· αυτή το κοίταξε σαν να είχε κινηθεί με δική του θέληση. «Νομίζω... ότι δεν είπε».
«Τι λέγαμε πριν μπει;» Μόλις είχε φύγει η Εγκήνιν. Τι έλεγαν;
«Θυμάμαι τι ετοιμαζόμουν να πω». Η φωνή της Νυνάβε έγινε πιο σίγουρη. «Πρέπει να βρούμε τις Μαύρες αδελφές χωρίς να μας υποψιαστούν, αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να τις ακολουθήσουμε και να βρούμε τι είναι αυτό που αποτελεί κίνδυνο για τον Ραντ».
«Το ξέρω», είπε υπομονετικά η Ηλαίην. Μήπως το είχε ξαναπεί αυτό; Φυσικά και όχι. «Αφού το συζητήσαμε».
Η Εγκήνιν κοντοστάθηκε στις αψιδωτές πύλες που οδηγούσαν έξω από τη μικρή αυλή του πανδοχείου, κοιτάζοντας τους άντρες με τα σκληρά πρόσωπα που περίμεναν ξυπόλητοι, συχνά με γυμνό το στέρνο, ανάμεσα στους αργόσχολους που βρίσκονταν από την εδώ πλευρά του στενού δρόμου. Έμοιαζαν ικανοί να χειριστούν τα κυρτά, πλατιά σπαθιά που κρέμονταν από τις ζώνες τους, όμως τα πρόσωπά τους δεν της φαίνονταν γνώριμα. Δεν θυμόταν αν βρισκόταν κανείς τους στο πλοίο του Μπέυλ Ντόμον, όταν το είχε καταλάβει και το είχε πάει στο Φάλμε. Αν ήταν κάποιος από αυτούς μέσα, η Εγκήνιν έλπιζε ότι δεν θα συσχέτιζε τη γυναίκα με τη φορεσιά ιππασίας μπροστά του με εκείνη με την πανοπλία, η οποία είχε αρπάξει το καράβι.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες. Άες Σεντάι. Γυναίκες που μπορούσαν να χειριστούν τη Δύναμη και δεν ήταν δεμένες στο λουρί, όπως ήταν το πρέπον. Είχε καθίσει στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, είχαν μιλήσει. Δεν ήταν αυτό που περίμενε· τούτη ήταν μια σκέψη που δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της. Μπορούσαν να διαβιβάσουν, επομένως ήταν επικίνδυνες για την πρέπουσα τάξη, επομένως έπρεπε να δεθούν με ασφάλεια στο λουρί ― αλλά... Δεν ήταν όπως της τα έλεγαν στην πατρίδα. Μπορούσες να το μάθεις. Να το μάθεις! Αν απέφευγε τον Μπέυλ Ντόμον —σίγουρα θα την αναγνώριζε― θα μπορούσε να πάει ξανά, Έπρεπε να μάθει κι άλλα. Έπρεπε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Ευχήθηκε να φορούσε μανδύα με κουκούλα. Έσφιξε γερά το ραβδί και ξεκίνησε, διασχίζοντας το πυκνό πλήθος. Οι ναύτες δεν την κοίταξαν δεύτερη φορά και τους παρακολούθησε με το βλέμμα για να σιγουρευτεί.
Δεν πρόσεξε τον άντρα με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά και τα βρώμικα, Ταραμπονέζικα ρούχα, που ήταν ζαρωμένος στην πρόσοψη ενός οινοπωλείου με γύψινη επένδυση, στην άλλη μεριά του δρόμου. Είχε λερωμένο πέπλο, παχύ μουστάκι στερεωμένο με κόλλα και το βλέμμα του την ακολούθησε, πριν στραφεί ξανά στην Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων. Σηκώθηκε και διέσχισε το δρόμο, αγνοώντας τον αηδιαστικό τρόπο που ακουμπούσαν πάνω του οι περαστικοί. Η Εγκήνιν παραλίγο να τον εντοπίσει, όταν είχε ξεχαστεί και είχε σπάσει το χέρι εκείνου του ανόητου. Ήταν ένας του Αίματος, όπως λογάριαζαν αυτά τα πράγματα σε τούτα τα μέρη, που είχε καταντήσει ζητιάνος, δίχως αρκετή τιμή για να ανοίξει τις φλέβες του. Αηδιαστικό. Ίσως στο πανδοχείο να κατόρθωνε να μάθει τι σκάρωνε η Εγκήνιν, όταν καταλάβαιναν ότι είχε περισσότερα νομίσματα απ' ό,τι έδειχναν τα ρούχα του.