Ο χρυσός ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει από τον ορίζοντα, όταν η αστραφτερή, ανοιχτή άμαξα με το μαύρο φινίρισμα, που την έσερναν τέσσερα ολόιδια γκρίζα άλογα, στάθηκε στην αρχή της αποβάθρας και ο λιπόσαρκος, μελαχρινός οδηγός με το χρυσόμαυρο, ριγέ σακάκι του πήδησε κάτω για να ανοίξει την πόρτα. Κανένας θυρεός δεν στόλιζε το φύλλο της πόρτας, φυσικά· οι Δακρινοί ευγενείς συνέδραμαν τις Άες Σεντάι μόνο υπό πίεση, όσο διαχυτικά κι αν ήταν τα χαμογελά τους, και κανένας δεν ήθελε να συνδέσει το όνομά του ή τον οίκο του με τον Πύργο.
Η Ηλαίην κατέβηκε νιώθοντας ευγνωμοσύνη, χωρίς να περιμένει τη Νυνάβε, σιάζοντας το γαλάζιο, καλοκαιρινό, ταξιδιωτικό μανδύα της· οι δρόμοι του Μάουλε ήταν γεμάτοι δίτροχα κάρα και άμαξες εμπορευμάτων, ενώ τα ελατήρια των δερμάτινων θέσεων ήταν χαλασμένα. Η αύρα που φυσούσε στον Ερινίν έμοιαζε δροσερή μετά την κάψα της Πέτρας. Δεν ήθελε να δείξει ότι είχε κακοπάθει στη διαδρομή, όμως όταν σηκώθηκε, τέντωσε τη μέση της. Τουλάχιστον η βροχή που έπεσε χθες βράδυ ακόμα δεν αφήνει τη σκόνη να σηκωθεί, σκέφτηκε. Υποψιαζόταν ότι σκοπίμως τους είχαν δώσει άμαξα χωρίς κουρτίνες.
Βόρεια και νότια από το σημείο που βρίσκονταν υπήρχαν κι άλλες αποβάθρες, που χώνονταν στο ποτάμι σαν πλατιά, πέτρινα δάχτυλα. Ο αέρας μύριζε πίσσα και σκοινιά, ψάρια, μπαχαρικά και ελαιόλαδο, ακατονόμαστα πράγματα που σάπιζαν στα λιμνάζοντα νερά ανάμεσα στις προβλήτες, καθώς και παράξενα, μακρουλά, κιτρινοπράσινα φρούτα σε πελώρια τσαμπιά, στοιβαγμένα στην πρόσοψη της πέτρινης αποθήκης πίσω της. Παρ' όλο που ήταν τόσο νωρίς, είδε άντρες με δερμάτινα γιλέκα, χωρίς πουκάμισα, που έτρεχαν γοργά κουβαλώντας μεγάλα δέματα στις λυγισμένες πλάτες τους, ή έσπρωχναν χειράμαξες γεμάτες βαρέλια ή κιβώτια. Κανείς τους δεν έλεγε να της ρίξει κάτι παραπάνω από μια σκυθρωπή, φευγαλέα ματιά, το χέρι άγγιζε το μέτωπο και ύστερα τα μαύρα μάτια στρέφονταν πάλι κάτω· οι περισσότεροι δεν σήκωναν καν το κεφάλι. Λυπήθηκε όταν το είδε αυτό.
Οι Δακρινοί ευγενείς δεν μεταχειρίζονταν σωστά τους ανθρώπους τους. Ή, μάλλον, τους κακομεταχειρίζονταν. Αν η Ηλαίην ήταν στο Άντορ, θα περίμενε να δει κεφάτα χαμόγελα, λόγια χαιρετισμού με σέβας, που θα τα έλεγαν αβίαστα άντρες με το κορμί στητό, οι οποίοι θα ήξεραν και τη δική τους αξία και τη δική της. Παραλίγο να μετανιώσει που έφευγε. Την είχαν αναθρέψει για να ηγείται και κάποια μέρα να κυβερνήσει έναν περήφανο λαό· ένιωσε την ανάγκη να διδάξει σ' αυτούς τους ανθρώπους λίγη αξιοπρέπεια. Αλλά αυτή ήταν δουλειά του Ραντ, όχι δική της. Κι αν δεν την κάνει σωστά, θα κάτσω και θα τον τα πω. Από την καλή κι από την ανάποδη. Τουλάχιστον ο Ραντ είχε αρχίσει να κάνει τη δουλειά του, ακολουθώντας τις συμβουλές της. Και η Ηλαίην έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Ραντ ήξερε πώς να φέρεται στους ανθρώπους του. Θα ήταν ενδιαφέρον να δει επιστρέφοντας τι είχε κάνει ο Ραντ στο μεταξύ. Αν υπάρχει λόγος να επιστρέψω.
Καμιά δωδεκαριά πλοία φαινόταν καθαρά από κει που στεκόταν, καθώς και άλλα παραπέρα, όμως ένα κυριάρχησε στο βλέμμα της, αγκυροβολημένο στο τέλος της προβλήτας μπροστά της, με τη μυτερή πλώρη του γυρισμένη ανάντη. Το τρεχαντήρι των Θαλασσινών είχε μήκος τουλάχιστον εκατό βήματα, μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το δεύτερο σε μέγεθος που φαινόταν· είχε τρία μεγάλα κατάρτια στη μέση και ένα κοντύτερο στο ανυψωμένο κατάστρωμα της πρύμνης. Η Ηλαίην είχε ξανανεβεί σε πλοία, αλλά ποτέ σε τόσο μεγάλο και ποτέ σε θαλασσοπόρο πλοίο. Και μόνο το όνομα των ιδιοκτητών του πλοίου μιλούσε για αλαργινές χώρες και ξένα λιμάνια. Οι Άθα'αν Μιέρε. Οι Θαλασσινοί. Οι ιστορίες που ήθελαν να δώσουν εξωτική αίσθηση πάντα είχαν μέσα και Θαλασσινούς, εκτός αν αφορούσαν τους Αελίτες.
Η Νυνάβε βγήκε πίσω της από την άμαξα, στερεώνοντας έναν πράσινο, ταξιδιωτικό μανδύα στο λαιμό της και γκρινιάζοντας πότε στον εαυτό της και πότε στον οδηγό. «Μας ταρακουνούσε σαν χήνα σε ανεμοθύελλα! Μας έσειε σαν σκονισμένο χαλάκι! Πώς κατάφερες να πετυχαίνεις κάθε σούδα και κάθε τρύπα από δω ως την Πέτρα, καλέ μου άνθρωπε; Αυτό θέλει μεγάλη δεξιοτεχνία. Κρίμα που δεν περισσεύουν ικανότητες για να κουμαντάρεις τα άλογα». Εκείνος της πρόσφερε το χέρι για να κατέβει, με το στενό του πρόσωπο μουτρωμένο, όμως εκείνη αρνήθηκε τη βοήθειά του.
Η Ηλαίην αναστέναξε και διπλασίασε τις ασημένιες πένες που έβγαζε από το πουγκί της. «Σε ευχαριστώ που μας έφερες γρήγορα και με ασφάλεια». Χαμογέλασε καθώς του έβαζε στο χέρι τα ασημένια νομίσματα. «Σου είπαμε να μας φέρεις γρήγορα κι έκανες αυτό που ζητήσαμε. Οι δρόμοι δεν είναι δικό σου φταίξιμο και έκανες εξαιρετική δουλειά σε δύσκολες συνθήκες».
Δίχως να κοιτάξει τα νομίσματα, ο άνθρωπος έκανε μια βαθιά υπόκλιση μ' ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. «Σ' ευχαριστώ, Αρχόντισσά μου», μουρμούρισε και η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι το έλεγε τόσο για τα νομίσματα, όσο και για τα λόγια της. Είχε ανακαλύψει ότι μια καλή κουβέντα και λίγη εξύμνηση συνήθως γίνονταν δεκτά εξίσου ευχάριστα με το ασήμι, αν όχι περισσότερο. Αν και βέβαια κανείς δεν αρνιόταν το ασήμι.
«Το Φως να δώσει να έχεις ένα ασφαλές ταξίδι, Αρχόντισσά μου», πρόσθεσε. Το φευγαλέο βλέμμα του προς τη Νυνάβε έλεγε ότι η ευχή απευθυνόταν μονάχα στην Ηλαίην. Η Νυνάβε έπρεπε να μάθει πώς να δίνει τόπο στην οργή και να νοιάζεται τους άλλους· έπρεπε.
Όταν ο αμαξάς κατέβασε τα πράγματά τους από την ανοιχτή άμαξα και μετά έστριψε και ξεκίνησε να φύγει, η Νυνάβε μίλησε μουτρωμένα. «Εντάξει, δεν έπρεπε να τον αποπάρω. Κι ένα πουλί δεν θα περνούσε εύκολα αυτούς τους δρόμους. Τουλάχιστον όχι με άμαξα. Αλλά έτσι που χοροπηδούσαμε σ' όλο το δρόμο μέχρι να φτάσουμε, νιώθω λες και ήμουν καβάλα σ' άλογο όλη τη βδομάδα».
«Δεν είναι δικό του το φταίξιμο που έχεις πονεμένη... πλάτη», είπε η Ηλαίην μ' ένα χαμόγελο, για να δείξει ότι δεν την ειρωνευόταν, ενώ παράλληλα έπαιρνε τα πράγματά της.
Η Νυνάβε ξέσπασε σε ένα ξερό, πικρόχολο γέλιο. «Αυτό δεν είπα; Μην περιμένεις να τρέξω ξοπίσω του για να ζητήσω συγνώμη. Η χούφτα το ασήμι που του έδωσες θα του γιατρέψει κάθε πληγή. Θα πρέπει να μάθεις να είσαι πιο σφιχτή με τα χρήματα, Ηλαίην. Δεν έχουμε τους πόρους του Βασιλείου του Άντορ στη διάθεσή μας. Μπορεί να ζήσει άνετα ολόκληρη οικογένεια με τα χρήματα που δίνεις σε όσους κάνουν μια δουλειά την οποία έχουν πληρωθεί για να κάνουν». Η Ηλαίην την κοίταξε με βουβή αγανάκτηση —η Νυνάβε πάντα έμοιαζε να πιστεύει ότι έπρεπε να ζουν χειρότερα από τους υπηρέτες, εκτός αν υπήρχε λόγος για να μην το κάνουν, ενώ το φυσιολογικό ήταν να συμβαίνει το αντίθετο― όμως η άλλη δεν φάνηκε να προσέχει την έκφραση που πάντα έκανε τους Βασιλικούς Φρουρούς να προσέχουν πού πατάνε. Αντίθετα, η Νυνάβε σήκωσε τα μπογαλάκια και τους γερούς, υφασμάτινους σάκους της και στράφηκε προς την προβλήτα. «Τουλάχιστον η διαδρομή θα είναι πιο γαλήνια σ' αυτό το πλοίο. Το ελπίζω. Να επιβιβαστούμε;»
Άρχισαν να προχωρούν στην αποβάθρα, ανάμεσα σε λιμενεργάτες, στοιβαγμένα βαρέλια και καρότσια γεμάτα αγαθά. «Νυνάβε, οι Θαλασσινοί είναι εύθικτοι αν δεν σε ξέρουν καλά, ή τουλάχιστον αυτό με δίδαξαν. Μήπως θα μπορούσες να δείξεις λίγο περισσότερη...» είπε η Ηλαίην.
«Περισσότερη τι;»
«Περισσότερη διακριτικότητα, Νυνάβε». Η Ηλαίην έκανε ένα πηδηματάκι όταν κάποιος έφτυσε στην αποβάθρα μπροστά της. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος το είχε κάνει· όταν γύρισε να κοιτάξει, όλοι είχαν τα κεφάλια σκυμμένα και δούλευαν με φούρια. Είτε τους κακομεταχειρίζονταν οι Υψηλοί Άρχοντες είτε όχι, αν είχε βρει το φταίχτη, θα του έλεγε μερικά ήρεμα, τσουχτερά λογάκια, που ο άλλος θα αργούσε να τα ξεχάσει. «Έτσι για αλλαγή, θα μπορούσες να δοκιμάσεις λίγη διακριτικότητα».
«Φυσικά». Η Νυνάβε άρχισε να ανεβαίνει τη σανιδόσκαλα με τη σχοινένια κουπαστή του τρεχαντηριού. «Αρκεί να μη με ταρακουνάνε».
Η πρώτη σκέψη της Ηλαίην, όταν έφτασε το κατάστρωμα, ήταν ότι το τρεχαντήρι φαινόταν πολύ στενό για το μήκος του· δεν ήξερε πολλά για τα πλοία, αυτό ήταν αλήθεια, όμως της έμοιαζε να είναι μια πελώρια σφήνα. Ωχ, Φως μου, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό το πράγμα, θα κουνάει χειρότερα από την άμαξα. Η δεύτερη σκέψη της ήταν για το πλήρωμα. Είχε ακούσει ιστορίες για τους Άθα'αν Μιέρε, αλλά δεν είχε δει ποτέ της κανέναν. Ακόμα και οι ιστορίες δεν έλεγαν πολλά. Ήταν ένας μυστικοπαθής λαός, που δεν ξανοιγόταν· σχεδόν εξίσου μυστηριώδεις με τους Αελίτες. Μόνο οι χώρες πέρα από την Ερημιά θα μπορούσαν να είναι πιο παράξενες και το μόνο που ήξερε κανείς γι' αυτές ήταν ότι οι Θαλασσινοί έφερναν από κει φίλντισι και μετάξι.
Αυτοί οι Άθα'αν Μιέρε ήταν μελαψοί, ξυπόλητοι και γυμνόστηθοι, καλοξυρισμένοι, με ίσια, μαύρα μαλλιά και χέρια γεμάτα τατουάζ. Κινούνταν με τη σιγουριά ανθρώπων που ήξεραν τόσο καλά τη δουλειά τους ώστε να μπορούν να την κάνουν και χωρίς την πλήρη προσοχή τους, εν τούτοις, όμως, αφιέρωναν όλη τους τη σκέψη σ' αυτή. Οι κινήσεις τους είχαν μια ρέουσα χάρη, λες και ένιωθαν ακόμα το φούσκωμα της θάλασσας, παρ' όλο που το πλοίο ήταν ακίνητο. Οι περισσότεροι φορούσαν χρυσές ή ασημένιες αλυσίδες στο λαιμό και σκουλαρίκια στο αφτί, μερικές φορές δυο-τρία μαζί, εκ των οποίων μερικά είχαν στιλβωμένα πετράδια.
Υπήρχαν και γυναίκες στο πλήρωμα, όσες και οι άντρες, που μάζευαν ξάρτια και κουλούριαζαν σκοινιά δίπλα στους άντρες, μι: τατουάζ στα χέρια κι αυτές. Επίσης, φορούσαν τα ίδια φαρδιά παντελόνια από κάποιο σκούρο, επεξεργασμένο με λάδι ύφασμα, που άνοιγαν στον αστράγαλο, τα οποία συγκρατούσαν στενές, πολύχρωμες λωρίδες υφάσματος. Εντούτοις, οι γυναίκες φορούσαν φαρδιές, πολύχρωμες μπλούζες με λαμπερά κόκκινα, γαλάζια και πράσινα χρώματα, αλλά φορούσαν όσες αλυσίδες και σκουλαρίκια είχαν και οι άντρες. Η Ηλαίην πρόσεξε, με κάποια κατάπληξη, δυο-τρεις γυναίκες που είχαν δαχτυλίδια στη μύτη τους.
Η χάρη των γυναικών επισκίαζε την αντίστοιχη των αντρών και η Ηλαίην θυμήθηκε κάποιες ιστορίες που είχε ακούσει μικρή, όταν κρυφάκουγε εκεί που δεν έπρεπε. Σ' αυτές τις ιστορίες, οι γυναίκες των Άθα'αν Μιέρε ήταν το αποκορύφωμα της μαυλιστικής γοητείας και των πειρασμών, και τις κυνηγούσαν όλοι οι άντρες. Οι γυναίκες αυτού του πλοίου δεν ήταν ομορφότερες από άλλες, όμως βλέποντάς τες να κινούνται έτσι, δεν δυσκολευόταν να πιστέψει εκείνες τις ιστορίες.
Δύο γυναίκες, που στέκονταν σ' ένα ανυψωμένο κατάστρωμα στην πρύμνη, προφανώς δεν ήταν απλά μέλη του πληρώματος. Ήταν κι αυτές ξυπόλητες και φορούσαν παρόμοια ενδυμασία, όμως η μια ήταν ντυμένη μόνο με γαλάζια μεταξωτά και η άλλη με πράσινα. Η μεγαλύτερη από τις δύο, αυτή με τα πράσινα, είχε τέσσερα μικρά, χρυσά σκουλαρίκια σε κάθε αφτί και ένα στην αριστερή πλευρά της μύτης της, δουλεμένα έτσι που να γυαλίζουν στο φως του πρωινού ήλιου. Μια λεπτή αλυσίδα ξεκινούσε από το μικρό σκουλαρίκι της μύτης και κατέληγε σε ένα άλλο, στο αφτί, στηρίζοντας μια σειρά από κρεμαστές, χρυσές, ωοειδείς πλακέτες, ενώ μια από τις αλυσίδες του λαιμού της είχε ένα τρυπημένο, χρυσό κουτί, σαν από περίτεχνη, χρυσή δαντέλα, το οποίο μερικές φορές η γυναίκα το σήκωνε για να το μυρίσει. Η άλλη, η ψηλότερη, είχε μόνο έξι σκουλαρίκια συνολικά και λιγότερες ωοειδείς πλακέτες, όμως το τρυπημένο κουτί, το οποίο μύριζε, ήταν κι αυτό χρυσό κι εξίσου λεπτοδουλεμένο. Ήταν αναντίρρητα εξωτικές. Η Ηλαίην μόρφασε και μόνο που σκεφτόταν εκείνα τα σκουλαρίκια στη μύτη. Και τι αλυσίδες!
Κάτι παράξενο τράβηξε το βλέμμα της στο πρυμναίο κατάστρωμα, στην αρχή όμως δεν κατάλαβε τι ήταν. Ύστερα όμως το είδε. Δεν υπήρχε δοιάκι για το πηδάλιο. Ένα είδος ακτινωτού τροχού στεκόταν πίσω από τις γυναίκες, δεμένος για να μη στρίβει, μα πουθενά δοιάκι. Πώς στρίβουν; Ακόμα και το μικρότερο ποταμίσιο πλοιάριο που είχε δει, είχε το δοιάκι του. Όλα τα άλλα πλοία στις κοντινές αποβάθρες είχαν δοιάκια. Όλο και πιο μυστηριώδεις παρουσιάζονταν αυτοί οι Θαλασσινοί.
«Μην ξεχάσεις αυτά που σου είπε η Μουαραίν», σύστησε στη Νυνάβε, καθώς πλησίαζαν το πρυμναίο κατάστρωμα. Όχι ότι ήταν πολλά· ακόμα και οι Άες Σεντάι ήξεραν λίγα για τους Άθα'αν Μιέρε. Η Μουαραίν, πάντως, είχε πει στις δυο τους τις κατάλληλες φράσεις· τα πράγματα που έπρεπε να ειπωθούν χάριν των καλών τρόπων. «Και μην ξεχνάς, διακριτικότητα», πρόσθεσε με έναν αυστηρό ψίθυρο.
«Δεν το ξεχνώ», αποκρίθηκε απότομα η Νυνάβε. «Μπορώ να φερθώ με διακριτικότητα». Η Ηλαίην ειλικρινά ήλπιζε να ήταν έτσι.
Οι δύο Θαλασσινές τις περίμεναν στην κορυφή της σκάλας ― λάντερ, η Ηλαίην θυμήθηκε ότι έτσι την έλεγαν εδώ, παρ' όλο που ήταν κανονική σκάλα. Δεν καταλάβαινε γιατί τα πλοία έπρεπε να έχουν διαφορετικές ονομασίες για συνηθισμένα πράγματα. Το πάτωμα ήταν πάτωμα, είτε στο στάβλο, είτε στο πανδοχείο, είτε στο παλάτι. Γιατί όχι και στο πλοίο; Ένα ευωδιαστό σύννεφο περιέβαλλε τις δύο γυναίκες, μια ξινή, μεστωμένη οσμή που ερχόταν από τα δαντελωτά, χρυσά κουτιά. Τα τατουάζ στα χέρια έδειχναν άστρα και ψαροπούλια, κυκλωμένα από τις καμπύλες και τους στροβίλους των ζωγραφισμένων κυμάτων.
Η Νυνάβε έκλινε το κεφάλι. «Είμαι η Νυνάβε αλ'Μεάρα, Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Αναζητώ την Κυρά των Πανιών αυτού του σκάφους, καθώς και μια θέση στο ταξίδι, αν θέλει το Φως. Αυτή είναι η συνταξιδιώτισσα και φίλη μου, η Ηλαίην Τράκαντ, επίσης Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Το Φως να φωτίζει εσένα και το σκάφος σου και να στέλνει τον άνεμο για γρήγορο ταξίδι». Ήταν σχεδόν ακριβώς όπως στο μάθημα που τους είχε κάνει η Μουαραίν για το πώς να μιλήσουν. Όχι το σημείο περί Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα —η Μουαραίν αυτό φαινόταν να το δέχεται επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς κι επίσης τη διασκέδαζε η επιλογή του Άτζα― αλλά όλα τα υπόλοιπα.
Η μεγαλύτερη γυναίκα, που είχε γκρίζες πινελιές στα μαύρα μαλλιά της και ψιλές ρυτίδες στις άκρες των μεγάλων, καστανών ματιών της, έκλινε με αντίστοιχη τυπικότητα το κεφάλι. Πάντως φάνηκε να τις κοιτάζει από την κορφή ως τα νύχια, ειδικά το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού που φορούσε η καθεμιά στο δεξί της χέρι. «Είμαι η Κόινε ντιν Τζουμπάι Γουάιλντ Γουίντς, Κυρά των Πανιών του Κυματοχορευτή. Αυτή είναι η Τζόριν ντιν Τζουμπάι Χουάιτ Γουίνγκ, εν αίματι αδελφή μου και Ανεμοευρέτρια του Κυματοχορευτή. Ίσως να έχουμε θέση, αν θέλει το Φως. Το Φως να σας φωτίζει και να σας βγάλει ασφαλείς στο τέλος του ταξιδιού σας».
Ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ήταν αδελφές. Η Ηλαίην έβλεπε την ομοιότητα, όμως η Τζόριν έδειχνε πολύ νεότερη. Ευχήθηκε η διαπραγμάτευση να γινόταν μόνο με την Ανεμοευρέτρια· και οι δύο γυναίκες είχαν την ίδια αποστασιοποιημένη έκφραση, όμως κάτι στην Ανεμοευρέτρια της θύμιζε την Αβιέντα. Αυτό ήταν παράλογο, φυσικά. Τούτες οι γυναίκες δεν ήταν ψηλότερές της, το χρώμα της επιδερμίδας τους ήταν εντελώς διαφορετικό από της Αελίτισσας και το μόνο όπλο που φαινόταν να έχουν και οι δύο ήταν από ένα κοντόχοντρο μαχαίρι στη ζώνη τους, που έμοιαζε έτοιμο να κάνει τη δουλειά του, παρά το γεγονός ότι ήταν γεμάτο με σκαλίσματα και ένθετα στολίσματα από χρυσή κλωστή στη λαβή. Αλλά η Ηλαίην ένιωθε κάποια ομοιότητα μεταξύ της Τζόριν και της Αβιέντα.
«Ας μιλήσουμε λοιπόν, Κυρά των Πανιών, αν θέλεις», είπε η Νυνάβε, ακολουθώντας τη διατύπωση της Μουαραίν, «για αρμενίσματα και λιμάνια, καθώς και για το δώρο μιας θέσης στο πλοίο». Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Μουαραίν, οι Θαλασσινοί δεν ζητούσαν χρήματα για να σε μεταφέρουν· ήταν ένα δώρο, που συμπτωματικά θα το αντάλλασσαν με ένα άλλο δώρο ίσης αξίας.
Η Κόινε έριξε μια ματιά παραπέρα, πάνω από την πρύμνη, προς την Πέτρα και τη λευκή σημαία που κυμάτιζε από πάνω της. «Θα μιλήσουμε στην καμπίνα μου, Άες Σεντάι, αν θέλεις». Έδειξε μια ανοιχτή μπουκαπόρτα πίσω από εκείνο τον παράξενο τροχό. «Δεχτείτε το καλωσόρισμα του πλοίου μου και είθε η χάρη του Φωτός να είναι μαζί σας μέχρι να φύγετε από τα καταστρώματά του».
Άλλο ένα στενό λάντερ —σκάλα― οδηγούσε σ' ένα συμμαζεμένο δωμάτιο κάτω, μεγαλύτερο και ψηλότερο απ' όσο περίμενε η Ηλαίην από τις εμπειρίες της με μικρότερα σκάφη, με παράθυρα που έβλεπαν στην πρύμνη και λάμπες σε αναρτήρες στους τοίχους. Σχεδόν τα πάντα έμοιαζαν να είναι καρφωμένα εκεί μέσα στο δωμάτιο, με εξαίρεση μερικά λακαρισμένα σεντούκια διαφόρων μεγεθών. Το κρεβάτι ήταν μεγάλο και χαμηλό, ακριβώς κάτω από τα παράθυρα της πρύμνης, και υπήρχε ένα στενό τραπέζι με ξύλινες πολυθρόνες γύρω του, στη μέση του δωματίου.
Ελάχιστα πράγματα ήταν ατακτοποίητα. Χάρτες τυλιγμένοι σε ρολό υπήρχαν στο τραπέζι, φιλντισένια σκαλίσματα διαφόρων ζώων ήταν βαλμένα σε ράφια με μικρά κάγκελα, ενώ πέντ' έξι σπαθιά διαφόρων ειδών, με γυμνές τις λεπίδες, εκ των οποίων μερικά η Ηλαίην δεν τα είχε ξαναδεί ποτέ της, κρέμονταν από γάντζους στους τοίχους. Ένα παράξενα δουλεμένο τετράγωνο, μπρούτζινο σήμαντρο κρεμόταν από ένα δοκάρι πάνω από το κρεβάτι, ενώ δίπλα ακριβώς από τα παράθυρα που έβλεπαν στην πρύμνη, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση θαρρείς για να αποτίσουν φόρο τιμής, υπήρχε ένα κράνος, που ακουμπούσε πάνω σ' ένα ξύλινο κεφάλι δίχως χαρακτηριστικά, σκαλισμένο γι' αυτό το σκοπό — ένα κράνος όμοιο με κεφάλι τερατώδους εντόμου, φινιρισμένο με κόκκινο και πράσινο χρώμα, με ένα στενό, λευκό λοφίο στην κάθε πλευρά του, το ένα σπασμένο.
Το κράνος αυτό η Ηλαίην το αναγνώριζε. «Σωντσάν», είπε ξέπνοα, χωρίς να προλάβει να το σκεφτεί. Η Νυνάβε την κοίταξε ενοχλημένη, και δικαίως· είχαν συμφωνήσει ότι θα ήταν πιο λογικό, και θα φαινόταν πιο αληθινό, αν η Νυνάβε, ως μεγαλύτερη, έπαιρνε τα ηνία και μιλούσε περισσότερο.
Η Κόινε και η Τζόριν αντάλλαξαν δυσνόητες ματιές. «Ξέρετε γι' αυτούς;» είπε η Κυρά των Πανιών. «Φυσικά. Είναι αναμενόμενο να ξέρουν γι' αυτά τα πράγματα οι Άες Σεντάι. Τόσο μακριά εδώ, στ' ανατολικά, ακούμε πλήθος ιστορίες, που ακόμα κι οι πιο αληθινές είναι οι μισές ψέμα».
Η Ηλαίην ήξερε ότι έπρεπε να σταματήσει εκεί, όμως η περιέργεια της γαργαλούσε τη γλώσσα. «Πού βρήκατε το κράνος; Αν μπορώ να ρωτήσω».
«Ο Κυματοχορευτής αντάμωσε ένα πλοίο των Σωντσάν πέρυσι», αποκρίθηκε η Κόινε. «Εκείνοι θέλησαν να τον πάρουν, αλλά εγώ δεν επιθυμούσα να τον παραδώσω». Σήκωσε ανάλαφρα τους ώμους. «Έχω το κράνος για να μου το θυμίζει. Η θάλασσα πήρε τους Σωντσάν, που το Φως να δείξει ευσπλαχνία σ' όσους αρμενίζουν. Δεν θα πλησιάσω άλλη φορά σκάφος με ριγωτά πανιά».
«Ήσουν τυχερή», είπε απότομα η Νυνάβε. «Οι Σωντσάν έχουν αιχμάλωτες γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν, τις οποίες χρησιμοποιούν σαν όπλα. Αν είχαν μια τέτοια στο πλοίο, θα είχες μετανιώσει που το συνάντησες».
Η Ηλαίην την κοίταξε κάνοντας μια γκριμάτσα, αν και ήταν πια αργά. Δεν μπορούσε να πει αν οι Θαλασσινές είχαν προσβληθεί από τον τόνο της Νυνάβε. Οι δύο γυναίκες διατήρησαν την ίδια ουδέτερη έκφραση, η Ηλαίην όμως είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι δεν φανέρωναν πολλά με το πρόσωπό τους, τουλάχιστον όχι μπροστά σε ξένους.
«Ας μιλήσουμε για το ταξίδι», είπε η Κόινε. «Αν θέλει το Φως, ίσως πιάσουμε εκεί που θέλετε να πάτε. Τα πάντα είναι δυνατά στο Φως. Ας καθίσουμε».
Οι καρέκλες που ήταν γύρω από το τραπέζι δεν μπορούσαν να τραβηχτούν· μαζί με το τραπέζι ήταν στερεωμένες στο πάτωμα ― στο κατάστρωμα. Αντίθετα, τα μπράτσα τους άνοιγαν σαν πόρτες και κλείδωναν στη θέση τους, όταν κάποιος καθόταν πάνω τους. Η κατασκευή αυτή έμοιαζε να ανταποκρίνεται στην απαισιόδοξη πρόβλεψη της Ηλαίην ότι το πλοίο θα κουνούσε άσχημα. Η ίδια το άντεχε μια χαρά, φυσικά, όμως κάποτε, που είχαν βρεθεί σε ένα ποταμόπλοιο που κουνούσε, το στομάχι της Νυνάβε ανακατευόταν συνεχώς. Θα πρέπει να ήταν χειρότερα στο ανοιχτό πέλαγος απ' ό,τι στο ποτάμι, όσο δυνατός κι αν ήταν ο άνεμος στο ποτάμι, ενώ όσο περισσότερο ανακατευόταν το στομάχι της Νυνάβε, τόσο χειροτέρευαν τα νεύρα της. Η Νυνάβε να νιώθει ναυτία και ταυτόχρονα να την έχουν πιάσει τα νεύρα της· κατά τη γνώμη της Ηλαίην, αυτά τα δύο ήταν από τα χειρότερα που μπορούσαν να συμβούν σε κάποιον.
Η Ηλαίην και η Νυνάβε κάθισαν μαζί από τη μια πλευρά του τραπεζιού, ενώ η Κυρά των Πανιών και η Ανεμοευρέτρια κάθισαν στις άκρες του. Στην αρχή της φάνηκε παράξενο, ώσπου κατάλαβε ότι έτσι οι δύο Θαλασσινές μπορούσαν να βλέπουν όποια από τις δύο τους μιλούσε, επιτρέποντας στην άλλη να τις κοιτάζει απαρατήρητη. Πάντα έτσι αντιμετωπίζουν τους επιβάτες ή μήπως το κάνουν επειδή είμαστε Άες Σεντάι; Επειδή νομίζουν ότι είμαστε τέτοιες δηλαδή. Αυτό την προειδοποιούσε πως δεν ήταν όλα απλά μ' αυτούς τους ανθρώπους. Έλπισε ότι το είχε προσέξει και η Νυνάβε.
Η Ηλαίην δεν είχε δει να δίνουν κάποια διαταγή, αλλά εμφανίστηκε μια λυγερή νεαρή, που είχε μόνο ένα σκουλαρίκι σε κάθε αφτί, κρατώντας ένα δίσκο με μια τετράγωνη, λευκή τσαγιέρα με μπρούτζινο χερούλι και μεγάλα φλιτζάνια δίχως χερούλια, όχι από πορσελάνη των Θαλασσινών, όπως ίσως ήταν αναμενόμενο, αλλά χοντρά πήλινα. Θα ήταν λιγότερο πιθανό να σπάσουν αν έπιανε κακοκαιρία, ήταν το ζοφερό συμπέρασμα της Ηλαίην. Την προσοχή της, όμως, τράβηξε η νεαρή γυναίκα και παραλίγο να της κοπεί η ανάσα. Από τη μέση και πάνω ήταν γυμνή, ακριβώς όπως οι άντρες εκεί πάνω. Η Ηλαίην έκρυψε καλά την κατάπληξη της, έτσι πίστεψε, η Νυνάβε όμως ξεφύσησε δυνατά.
Η Κυρά των Πανιών περίμενε την κοπέλα να βάλει τσάι, που το είχαν βράσει μέχρι να γίνει μαύρο. «Μην τυχόν σαλπάραμε, Ντορέλ, και δεν το είδα; Δεν φαίνεται στεριά πουθενά;» είπε μετά.
Η λεπτή γυναίκα κατακοκκίνισε. «Υπάρχει στεριά, Κυρά των Πανιών». Ένας δυστυχισμένος ψίθυρος.
Η Κόινε ένευσε. «Μέχρι να χαθεί από τα μάτια μας η στεριά και να περάσει μια ολόκληρη μέρα ακόμα, η δουλειά σου θα είναι να καθαρίζεις τη σεντίνα, εκεί που τα ρούχα είναι εμπόδιο. Μπορείς να πηγαίνεις».
«Μάλιστα, Κυρά των Πανιών», είπε η κοπέλα ακόμα πιο θλιμμένα. Γύρισε να φύγει, λύνοντας την κόκκινη, υφασμάτινη ζώνη της αποθαρρυμένα, καθώς περνούσε από την πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου.
«Ας μοιραστούμε αυτό το τσάι, αν θέλετε», είπε η Κυρά των Πανιών, «ώστε να μιλήσουμε ειρηνικά». Ήπιε μια γουλιά από το φλιτζάνι της και συνέχισε να μιλά, ενώ η Ηλαίην και η Νυνάβε δοκίμαζαν τα δικά τους. «Σας ζητώ να συγχωρήσετε την τυχόν προσβολή, Άες Σεντάι. Είναι το πρώτο ταξίδι της Ντορέλ, εκτός από τα νησιά. Οι νέοι άνθρωποι συχνά λησμονούν τους τρόπους των στεριανών. Θα την τιμωρήσω κι άλλο, αν σας έθιξε».
«Δεν υπάρχει λόγος», έσπευσε να πει η Ηλαίην, βρίσκοντας αφορμή να αφήσει κάτω το φλιτζάνι της. Το τσάι ήταν ακόμα πιο δυνατό απ' όσο έδειχνε, καυτό κι αρκετά πικρό, δίχως καθόλου ζάχαρη. «Αλήθεια, δεν προσβληθήκαμε. Τα έθιμα είναι διαφορετικά από λαό σε λαό». Το Φως να δώσει να μην είναι ακόμα πιο διαφορετικά! Φως μου, τι θα γίνει αν δεν φοράνε καθόλου ρούχα όταν βγουν στη θάλασσα; Φως μου! «Μόνο οι ανόητοι προσβάλλονται όταν συναντούν έθιμα διαφορετικά από τα δικά τους».
Η Νυνάβε την κοίταξε ανέκφραστα, τόσο ανέκφραστα που ταίριαζε μια χαρά στο ρόλο τους, των υποτιθέμενων Άες Σεντάι, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το φλιτζάνι της. «Σε παρακαλώ, μην το σκέφτεσαι», είπε μόνο. Δεν μπορούσες να καταλάβεις αν το έλεγε στην Ηλαίην ή στην άλλη γυναίκα.
«Τότε θα μιλήσουμε για το ταξίδι, αν θέλετε», είπε η Κόινε. «Σε ποιο λιμάνι θέλετε να πάτε;»
«Στο Τάντσικο», είπε η Νυνάβε, κάπως πιο ζωηρά απ' όσο έπρεπε. «Ξέρω ότι δεν σκοπεύετε να πάτε προς τα κει, αλλά εμείς πρέπει να φτάσουμε γρήγορα, τόσο γρήγορα που μόνο ένα τρεχαντήρι μπορεί να μας πάει, και δίχως να σταματήσουμε πουθενά, αν είναι δυνατόν αυτό. Προσφέρω αυτό το μικρό δώρο για την αναστάτωση». Έβγαλε ένα χαρτί από το θύλακο της ζώνης της και το ξεδίπλωσε, σπρώχνοντας το πάνω στο τραπέζι προς την Κυρά των Πανιών.
Τους το είχε δώσει η Μουαραίν, καθώς κι άλλο ένα σαν κι αυτό· ήταν πληρεξούσια. Η καθεμιά επέτρεπε στην κομίζουσα να κάνει ανάληψη μέχρι τρεις χιλιάδες χρυσές κορώνες από τραπεζίτες και αργυραμοιβούς σε διάφορες πόλεις, αν και το πιθανότερο ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήξεραν ότι είχαν στη διάθεσή τους χρήματα του Λευκού Πύργου. Η Ηλαίην είχε γουρλώσει τα μάτια βλέποντας το ποσό —η Νυνάβε είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό― αλλά η Μουαραίν είχε πει ότι ίσως να χρειάζονταν, για να μη σταματήσει η Κυρά των Πανιών στα λιμάνια που σκόπευε να πάει.
Η Κόινε άγγιξε το πληρεξούσιο με το δάχτυλο και το διάβασε. «Πελώριο ποσό για το δώρο του περάσματος», μουρμούρισε, «ακόμα κι αν υπολογίσουμε ότι μου ζητάτε να αλλάξω το σχέδιο του ταξιδιού μου. Τώρα νιώθω ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη. Ξέρετε ότι σπανιότατα μεταφέρουμε Άες Σεντάι με τα πλοία μας. Σπανιότατα. Απ' όλους αυτούς που ζητούν θέση στο πλοία μας, μόνο στις Άες Σεντάι μπορούμε να αρνηθούμε και σχεδόν πάντα έτσι κάνουμε, όπως γινόταν από την πρώτη μέρα του πρώτου ταξιδιού. Οι Λες Σεντάι το γνωρίζουν αυτό κι έτσι δεν το ζητούν σχεδόν ποτέ». Κοίταζε το φλιτζάνι της, όχι αυτές, όμως η Ηλαίην έριξε μια ματιά στην άλλη άκρη του τραπεζιού και έπιασε την Ανεμοευρέτρια να εξετάζει τα χέρια τους, που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι. Όχι τα χέρια, τα δαχτυλίδια.
Η Μουαραίν δεν είχε πει τίποτα γι’ αυτό. Είχε υποδείξει το τρεχαντήρι ως το ταχύτερο διαθέσιμο πλοίο και τις είχε προτρέψει να το χρησιμοποιήσουν. Από την άλλη μεριά, τους είχε δώσει αυτά τα πληρεξούσια, που πιθανότατα θα τους έφταναν για να αγοράσουν έναν ολόκληρο στόλο από τέτοια πλοία. Ή αρκετά πλοία, εν πάση περιπτώσει. Επειδή ήξερε ότι θα χρειάζονταν τόσα χρήματα για να τις δωροδοκήσουμε και να μας πάρουν; Αλλά γιατί είχε κρατήσει μυστικά; Ανόητη ερώτηση· η Μουαραίν πάντα κρατούσε μυστικά. Μα γιατί τις έκανε να σπαταλήσουν το χρόνο τους;
«Σκοπεύεις να αρνηθείς;» Η Νυνάβε είχε εγκαταλείψει τη διακριτικότητα για χάρη της ευθύτητας. «Αν δεν μεταφέρεις Άες Σεντάι, τότε γιατί μας έφερες εδώ κάτω; Γιατί δεν μας το είπες πάνω να ξεμπερδεύουμε;»
Η Κυρά των Πανιών άνοιξε το ένα μπράτσο της πολυθρόνας της, σηκώθηκε και πήγε να κοιτάξει την Πέτρα από τα πρυμναία παράθυρα. Τα σκουλαρίκια της και οι χρυσές πλακέτες στο αριστερό μάγουλό της λαμπύριζαν το φως του ήλιου, που σηκωνόταν ολοένα και ψηλότερα στον ουρανό. «Μπορεί να χειριστεί τη Μία Δύναμη, έτσι άκουσα, και κρατά το Ανέγγιχτο Σπαθί. Οι Αελίτες ήρθαν από το Δρακότειχος στο κάλεσμά του· είδα αρκετούς στους δρόμους και λένε ότι η Πέτρα είναι γεμάτη απ' αυτούς. Η Πέτρα νου Δακρύου έπεσε και ξεσπούν πόλεμοι στα έθνη της στεριάς. Εκείνοι που κάποτε κυβερνούσαν επέστρεψαν και κατατροπώθηκαν για πρώτη φορά. Η Προφητεία εκπληρώνεται».
Η Νυνάβε έδειξε σαστισμένη με την αλλαγή θέματος και το ίδιο ένιωθε και η Ηλαίην. «Οι Προφητείες του Δράκοντα;» είπε η Ηλαίην ύστερα από μια στιγμή. «Ναι, εκπληρώνονται. Είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, Κυρά των Πανιών». Είναι ένας πεισματάρης που κρύβει τα συναισθήματά του τόσο βαθιά, ώστε δεν μπορώ να τα βρω, να τι είναι!
Η Κόινε γύρισε προς το μέρος τους. «Όχι οι Προφητείες του Δράκοντα, Άες Σεντάι. Η Προφητεία Τζένταϊ, η προφητεία του Κόραμουρ. Δεν είναι αυτός που περιμένετε και τρέμετε· είναι εκείνος που αναζητούμε, ο προάγγελος μιας νέας Εποχής. Στο Τσάκισμα του Κόσμου οι πρόγονοί μας διέφυγαν και βρήκαν καταφύγιο στη θάλασσα, ενώ η στεριά σειόταν και έσκαγε σαν κύμα στη θύελλα. Λέγεται ότι δεν γνώριζαν τίποτα από τα πλοία που πήραν για να διαφύγουν, αλλά το Φως ήταν στο πλευρό τους και επέζησαν. Δεν ξαναείδαν τη στεριά παρά μόνο όταν είχε γαληνέψει και στο μεταξύ πολλά είχαν αλλάξει. Όλα, τα πάντα, ο κόσμος ολόκληρος, έπλεαν στα νερά και τους ανέμους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τότε πρωτοείπαν την Προφητεία. Πρέπει να περιπλανιόμαστε επί των υδάτων μέχρι να επιστρέψει ο Κόραμουρ και να τον υπηρετήσουμε στην άφιξή του.
«Είμαστε δεσμευμένοι με τη θάλασσα· το αλμυρό νερό κυλά στις φλέβες μας. Οι περισσότεροι δεν πατάμε πόδι στη στεριά, παρά μόνο όταν περιμένουμε ένα άλλο πλοίο, ένα άλλο ταξίδι. Δυνατοί άντρες κλαίνε όταν αναγκάζονται να υπηρετήσουν στη στεριά. Οι γυναίκες που βρίσκονται στη στεριά ανεβαίνουν σε πλοίο για να γεννήσουν τα παιδιά τους —ακόμα και σε βάρκα, αν δεν υπάρχει τίποτα άλλο εύκαιρο― διότι πρέπει να γεννηθούμε στο νερό, στο νερό να πεθάνουμε και σ' αυτό να μας παραδώσουν μετά το θάνατο.
»Η Προφητεία εκπληρώνεται. Εκείνος είναι ο Κόραμουρ. Άες Σεντάι τον υπηρετούν. Είστε η απόδειξη γι' αυτό, το γεγονός ότι βρίσκεστε εδώ, στην πόλη. Κι αυτό, επίσης, το λέει η Προφητεία. “Ο Λευκός Πύργος θα γκρεμιστεί στο όνομά του και οι Άες Σεντάι θα γονατίσουν για να του πλύνουν τα πόδια και να τα σκουπίσουν με τα μαλλιά τους”».
«Θα περιμένεις πολύ καιρό για να με δεις να σκουπίζω πόδια άντρα», είπε σαρκαστικά η Νυνάβε. «Τι σχέση έχει αυτό με το ταξίδι μας; Θα μας πάρετε ή όχι;»
Η Ηλαίην μόρφασε, όμως η Κυρά των Πανιών μίλησε με την ίδια ευθύτητα. «Γιατί θέλετε να ταξιδέψετε στο Τάντσικο; Είναι άσχημο λιμάνι τώρα. Έπιασα εκεί τον περσινό χειμώνα. Οι στεριανοί σχεδόν πλημμύρισαν τις κουβέρτες μας ζητώντας ναύλο για να φύγουν, να πάνε οπουδήποτε. Δεν τους ένοιαζε πού, αρκεί να ήταν μακριά από το Τάντσικο. Δεν πιστεύω να έχουν καλυτερέψει οι συνθήκες».
«Πάντα κάνεις τέτοιες ερωτήσεις στους επιβάτες σας;» είπε η Νυνάβε. «Πρόσφερα τόσα, που φτάνουν για να αγοράσεις ολόκληρο χωριό. Δύο χωριά. Αν θέλεις περισσότερα, πες μας ποια τιμή σε καλύπτει».
«Δεν είναι τιμή», της σφύριξε στο αφτί η Ηλαίην. «Είναι δώρο!»
Η Κόινε δεν έδειξε αν είχε προσβληθεί, αν το είχε καν ακούσει ― δεν έδειξε τίποτα.
Η Νυνάβε έσφιξε γερά την πλεξούδα της, όμως η Ηλαίην την έπιασε από το μπράτσο. Σκόπευαν να κρατήσουν μερικά μυστικά οι δυο τους, σίγουρα όμως είχαν μάθει αρκετά πράγματα καθισμένες σ' αυτό το τραπέζι ώστε να είναι απαραίτητο να αλλάξουν τα σχέδιά τους. Υπήρχε καιρός για μυστικότητα και καιρός για αλήθεια. «Κυνηγούμε το Μαύρο Άτζα, Κυρά των Πανιών. Πιστεύουμε ότι κάποιες απ' αυτές είναι στο Τάντσικο». Αντίκρισε γαλήνια το θυμωμένο βλέμμα της Νυνάβε. «Πρέπει να τις βρούμε, αλλιώς μπορεί να κάνουν κακό... στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Τον Κόραμουρ».
«Το Φως να μας οδηγεί με ασφάλεια μέχρι να αγκυροβολήσουμε», είπε χαμηλόφωνα η Ανεμοευρέτρια. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε και η Ηλαίην την κοίταξε έκπληκτη. Η Τζόριν είχε σμίξει τα φρύδια και δεν κοίταζε καμία τους, αλλά μίλησε στην Κυρά των Πανιών. «Μπορούμε να τις πάρουμε, αδελφή μου. Πρέπει». Η Κόινε ένευσε.
Η Ηλαίην και η Νυνάβε κοιτάχτηκαν· η Ηλαίην είδε τις ερωτήσεις που είχε στο νου της να καθρεφτίζονται στα μάτια της Νυνάβε. Γιατί ήταν η Ανεμοευρέτρια αυτή που είχε λάβει την απόφαση; Γιατί όχι η Κυρά των Πανιών; Αυτή ήταν καπετάνισσα, όποιος κι αν ήταν ο τίτλος της. Τουλάχιστον θα τις πήγαιναν. Πόσο θα πληρώσουμε; αναρωτήθηκε η Ηλαίην. Πόσο μεγάλο θα είναι το «δώρο»; Μακάρι να μην είχε αποκαλύψει η Νυνάβε ότι είχαν κι άλλα εκτός απ' αυτό το πληρεξούσιο. Και μετά κατηγορεί εμένα ότι ξοδεύω άσκοπα το χρυσάφι.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ένας γκριζομάλλης άντρας με χοντρούς ώμους, που φορούσε ένα φαρδύ και κοντό παντελόνι από πράσινο μετάξι, με μια υφασμάτινη ζώνη, και μετρούσε μια στοίβα χαρτιά. Τέσσερα χρυσά σκουλαρίκια στόλιζαν κάθε του αφτί και τρεις βαριές, χρυσές αλυσίδες κρέμονταν στο λαιμό του, που η μια είχε ένα αρωματικό κουτί. Η μακριά, εξογκωμένη ουλή που κατηφόριζε το μάγουλό του και τα δύο κυρτά μαχαίρια που ήταν χωμένα στην υφασμάτινη ζώνη του, του έδιναν μια επικίνδυνη όψη. Στερέωνε ένα αλλόκοτο, συρμάτινο πλαίσιο στα αφτιά του, το οποίο συγκρατούσε δυο διαυγείς φακούς μπροστά στα μάτια του. Οι Θαλασσινοί φυσικά έκαναν τα καλύτερα γυαλιά, τους καλύτερους φακούς καύσης καθώς και όλα τα σχετικά κάπου στα νησιά τους, όμως η Ηλαίην ποτέ δεν είχε δει κάτι σαν αυτό. Ο άντρας κοίταξε μέσα από τους φακούς τα χαρτιά και άρχισε να μιλάει χωρίς να σηκώσει το βλέμμα.
«Κόινε, είναι ένας βλάκας που θέλει να δώσει πεντακόσια τομάρια χιοναλεπούς από το Κάντορ με αντάλλαγμα τα τρία βαρελάκια Δυποταμίτικο ταμπάκ που βρήκα στο Έμπου Νταρ. Πεντακόσια! Μπορεί να τα φέρει εδώ ως το μεσημέρι». Σήκωσε το βλέμμα και αναπήδησε. «Συγχώρεσέ με, γυναίκα μου. Δεν ήξερα ότι έχεις καλεσμένες. Το Φως να είναι μαζί σας».
«Το μεσημέρι, άντρα μου», είπε η Κόινε, «θα ταξιδεύω κατάντη. Όταν πέσει η νύχτα, θα είμαι στη θάλασσα».
Το σώμα του σφίχτηκε. «Είμαι ακόμα ο Αφέντης του Φορτίου, γυναίκα μου, ή μήπως πήρε άλλος τη θέση όταν δεν κοίταζα;»
«Είσαι ο Αφέντης του Φορτίου, άντρα μου, όμως το εμπόριο πρέπει να σταματήσει αμέσως και να αρχίσουμε προετοιμασίες για αναχώρηση. Σαλπάρουμε για το Τάντσικο».
«Το Τάντσικο!» Τα χαρτιά τσαλακώθηκαν στο χέρι του, που σφίχτηκε· φάνηκε να παλεύει για να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Γυναίκα μου... Όχι! Κυρά των Πανιών, μου είπες ότι το επόμενο λιμάνι που θα πιάσουμε θα είναι το Μαγιέν και μετά θα πάμε ανατολικά, στο Σάρα. Με αυτά κατά νου, έκανα τις ανάλογες αγοραπωλησίες. Για το Σάρα, Κυρά των Πανιών, όχι για το Τάραμπον. Αυτά που έχω στα χέρια μου δεν θα αξίζουν πολλά στο Τάντσικο. Ίσως και τίποτα! Μπορώ να ρωτήσω γιατί μου καταστρέφεις το εμπόριο και καταδικάζεις τον Κυματοχορευτή στην πενία;»
Η Κόινε δίστασε, αλλά όταν μίλησε, η φωνή της είχε ακόμα έναν τόνο τυπικότητας. «Είμαι η Κυρά των Πανιών, άντρα μου. Ο Κυματοχορευτής σαλπάρει όποτε και για όπου λέω εγώ. Αυτό αρκεί προς το παρόν».
«Όπως το λες, Κυρά των Πανιών», είπε βραχνά, «έτσι και είναι». Άγγιξε την καρδιά του —της Ηλαίην της φάνηκε ότι το πρόσωπο της Κόινε συσπάστηκε― και βγήκε έξω με τη ράχη αλύγιστη, σαν κατάρτι πλοίου.
«Πρέπει να επανορθώσω», μουρμούρισε μαλακά η Κόινε κοιτάζοντας την πόρτα. «Φυσικά, μαζί του η επανόρθωση είναι κάτι γλυκό. Συνήθως. Με χαιρέτησε σαν μούτσος, αδελφή».
«Λυπόμαστε που σου προξενούμε προβλήματα, Κυρά των Πανιών», είπε επιφυλακτικά η Ηλαίην. «Και λυπόμαστε που είδαμε κάτι τέτοιο. Αν φέραμε σε δύσκολη θέση σε κανέναν με την παρουσία μας, σε παρακαλώ δέξου τη συγνώμη μας».
«Σε δύσκολη θέση;» Η Κόινε είχε ξαφνιαστεί. «Άες Σεντάι, είμαι η Κυρά των Πανιών. Αμφιβάλω αν η παρουσία σου έφερε σε δύσκολη θέση τον Τόραμ και δεν θα του ζητούσα συγνώμη, ακόμα κι αν είχε συμβεί αυτό. Το εμπόριο είναι δική του δουλειά, όμως εγώ είμαι η Κυρά των Πανιών. Πρέπει να επανορθώσω μαζί του —και δεν θα είναι εύκολο, μιας και θα πρέπει να κρατήσω το λόγο μυστικό― επειδή έχει δίκιο και επειδή δεν πρόλαβα να σκεφτώ ένα λόγο για να του παρουσιάσω, κάτι παραπάνω απ' ό,τι θα έλεγα σ' έναν καινούριο ναύτη. Την ουλή στο πρόσωπό του την κέρδισε πετώντας τους Σωντσάν από τα καταστρώματα του Κυματοχορευτή. Έχει κι άλλες, παλιότερες ουλές, που τις κέρδισε υπερασπιζόμενος το πλοίο μου, και αν απλώνω το χέρι και πιάνω χρυσάφι, είναι επειδή αυτός ξέρει από εμπόριο. Πρέπει να επανορθώσω για τα πράγματα που δεν μπορώ να του πω, επειδή δικαιούται να γνωρίζει».
«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Νυνάβε. «Θα σου ζητούσαμε να κρατήσεις μυστικό το Μαύρο Άτζα» —έριξε μια σκληρή ματιά στην Ηλαίην, μια ματιά που υποσχόταν αυστηρά λόγια όταν θα έμεναν μόνες· η Ηλαίην σκόπευε κι αυτή να πει μερικά λογάκια για το τι σημαίνει διακριτικότητα― «μα σίγουρα οι τρεις χιλιάδες κορώνες είναι αρκετός λόγος για να μας πας στο Τάντσικο».
«Πρέπει να κρατήσω την παρουσία σας μυστική, Άες Σεντάι. Τι είστε και γιατί ταξιδεύετε. Πολλοί ανάμεσα στο πλήρωμα μου θεωρούν ότι οι Άες Σεντάι φέρνουν γρουσουζιά. Αν ήξεραν ότι όχι μόνο μεταφέρουμε Άες Σεντάι, αλλά κι ότι πάμε σε ένα λιμάνι που υπάρχουν άλλες Άες Σεντάι, οι οποίες ίσως υπηρετούν τον Πατέρα των Καταιγίδων... Η χάρη του Φωτός να δώσει να μην ήταν κανείς κοντά μας και άκουσε που σας αποκάλεσα έτσι εκεί πάνω. Θα προσβληθείτε αν σας ζητήσω να μένετε κάτω όσο το δυνατόν περισσότερο και να μη φοράτε τα δαχτυλίδια στο κατάστρωμα;»
Αντί για απάντηση, η Νυνάβε έβγαλε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και το έριξε στο θύλακό της. Το ίδιο έκανε και η Ηλαίην, κάπως πιο απρόθυμα· της άρεσε να βλέπουν οι άλλοι το δαχτυλίδι της. Χωρίς να εμπιστεύεται τα αποθέματα διπλωματικότητας που απέμεναν στη Νυνάβε σ' αυτό το σημείο, μίλησε πριν προλάβει η άλλη. «Κυρά των Πανιών, σου προσφέραμε ένα δώρο για το ταξίδι μας, αν θέλεις. Αν όχι, μπορώ να ρωτήσω τι θα ήθελες;»
Η Κόινε ξαναγύρισε στο τραπέζι για να κοιτάξει πάλι το πληρεξούσιο και ύστερα το έσπρωξε προς τη Νυνάβε. «Το κάνω για τον Κόραμουρ. Θα σας πάω με ασφάλεια στη στεριά όπου επιθυμείτε, αν θέλει το Φως. Έτσι θα γίνει». Άγγιξε τα χείλη της με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού. «Συμφωνήθηκε, κάτω από το Φως».
Η Τζόριν έβγαλε έναν πνιχτό ήχο. «Αδελφή μου, αναρωτιέμαι αν κάποιος Αφέντης του Φορτίου στασίασε ποτέ εναντίον της Κυράς των Πανιών του».
Η Κόινε την κοίταξε ανέκφραστα. «Θα προσφέρω το δώρο της διάβασης από το δικό μου σεντούκι. Κι αν το μάθει ποτέ ο Τόραμ, αδελφή μου, θα σε ρίξω στη σεντίνα μαζί με την Ντορέλ. Για σαβούρα, ίσως».
Το ότι οι δυο Θαλασσινές είχαν ξεμπερδέψει με τα τυπικά επιβεβαιώθηκε όταν η Ανεμοευρέτρια γέλασε δυνατά. «Και μετά το επόμενο λιμάνι που θα πιάσεις θα είναι το Τσάτσιν, αδελφή μου, ή το Κάεμλυν, διότι χωρίς εμένα δεν θα μπορούσες να βρεις ούτε νερό».
Η Κυρά των Πανιών απευθύνθηκε με μια έκφραση μεταμέλειας στην Ηλαίην και τη Νυνάβε. «Το σωστό θα ήταν, Άες Σεντάι, εφόσον υπηρετείτε τον Κόραμουρ, να σας τιμήσω, όπως θα έκανα στην Κυρά των Πανιών και την Ανεμοευρέτρια ενός άλλου πλοίου. Θα έπρεπε να κάνουμε μπάνιο μαζί, να πιούμε κρασί με μέλι και να ανταλλάξουμε ιστορίες, που θα μας κάνουν να γελάσουμε και να κλάψουμε. Αλλά πρέπει να ετοιμαστώ για να σαλπάρουμε και —»
Ο Κυματοχορευτής τινάχτηκε, όπως έλεγε και το όνομά του, πήδηξε, βρόντηξε στην αποβάθρα. Η Ηλαίην τραντάχτηκε πέρα-δώθε στην καρέκλα της κι όταν αυτό συνεχίστηκε, αναρωτήθηκε μήπως θα ήταν προτιμότερο αν είχε πέσει στο πάτωμα.
Κι όταν τελικά σταμάτησαν όλα, όταν τα άλματα λιγόστεψαν και καταλάγιασαν, η Κόινε σηκώθηκε όρθια και έτρεξε στη σκάλα, με την Τζόριν κατά πόδας, ήδη φωνάζοντας διαταγές για να δουν αν είχε πάθει ζημιά το κύτος.