9 Αποφάσεις

Ακολούθησαν τρεις μέρες με τέτοιο καύσωνα και υγρασία, που έμοιαζαν να απομυζούν ακόμα και την αντοχή των Δακρινών. Η ζωή στην πόλη κυλούσε μ' ένα νωχελικό ρυθμό, ενώ στην Πέτρα έρποντας. Οι υπηρέτες δούλευαν σχεδόν μισοκοιμισμένοι· η ματζίρε τραβούσε τις στριφτές κοτσίδες της από την απογοήτευση, αλλά ακόμα κι αυτή δεν είχε τη δύναμη να μοιράζει χαστούκια και να στρίβει αφτιά. Οι Υπερασπιστές του Δακρύου καμπούριαζαν στα πόστα τους σαν μισολιωμένα κεριά και οι αξιωματικοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για λίγο δροσερό κρασί, παρά για να κάνουν τις περιπολίες τους. Οι Υψηλοί Άρχοντες δεν έβγαιναν πολύ από τα διαμερίσματά τους κι έμεναν να κοιμούνται τις πιο καυτές ώρες της μέρας, ενώ ορισμένοι εγκατέλειψαν το Δάκρυ, προτιμώντας τη σχετική δροσιά των κτημάτων μακριά, στα ανατολικά, στις πλαγιές της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου. Κατά έναν παράξενο τρόπο, μόνο οι ξένοι, για τους οποίους η ζέστη ήταν περισσότερο ανυπόφορη, έβαζαν όλη τους τη δύναμη, κι ακόμα παραπάνω, για να συνεχίσουν την καθημερινή ζωή τους. Γι' αυτούς, οι χαμένες ώρες ήταν χειρότερες από την αποπνικτική ζέστη.

Ο Ματ γρήγορα ανακάλυψε ότι είχε δίκιο για τα αρχοντόπουλα, τα οποία είχαν δει τα τραπουλόχαρτα να προσπαθούν να τον σκοτώσουν. Όχι μόνο τον απέφευγαν, αλλά και διέδωσαν το συμβάν στους φίλους τους, συχνά παραλλαγμένο· οι κάτοικοι της Πέτρας που τους περίσσευαν λεφτά για να παίζουν, ψέλλιζαν βιαστικά κάποια δικαιολογία και απομακρύνονταν. Οι φήμες διαδόθηκαν και πέρα από τα αρχοντόπουλα. Από τις υπηρέτριες που πριν είχαν πέσει στην αγκαλιά του, δεν ήταν λίγες εκείνες που τώρα αρνιόνταν να βρεθούν μαζί του, ενώ δύο απ' αυτές του είπαν ταραγμένες ότι, όπως είχαν ακούσει, ήταν επικίνδυνο να είναι μόνες μαζί του. Ο Πέριν έμοιαζε να είναι χαμένος στις έγνοιες του και ο Θομ εξαφανιζόταν με ταχυδακτυλουργικό τρόπο· ο Ματ δεν είχε ιδέα τι μονοπωλούσε την προσοχή του βάρδου, όμως δεν τον έβρισκε πουθενά, είτε μέρα, είτε νύχτα. Η Μουαραίν, αντιθέτως, το μοναδικό πρόσωπο που ο Ματ ήθελε να αποφύγει, έμοιαζε να ξεφυτρώνει μπροστά του όπου κι αν πήγαινε· πότε τον προσπερνούσε, πότε διέσχιζε το διάδρομο στο βάθος, όμως πάντα το βλέμμα της έβρισκε το δικό του κι έμοιαζε να ξέρει τι σκεφτόταν και τι ήθελε, έμοιαζε να ξέρει τον τρόπο που θα τον ανάγκαζε να κάνει αυτά που εκείνη ήθελε τελικά. Υπήρχε κάτι που δεν άλλαζε παρ' όλα αυτά· ο Ματ ακόμα έβρισκε προφάσεις για να αναβάλει άλλη μια μέρα την αναχώρησή του. Όπως το ερμήνευε ο ίδιος, δεν είχε υποσχεθεί στην Εγκουέν ότι θα έμενε. Όμως έμενε.

Μια φορά είχε πάρει ένα φανάρι κάτω, στην κοιλιά της Πέτρας, στη λεγόμενη Μεγάλη Συλλογή, και είχε φτάσει ως τη σαρακιασμένη πόρτα στο τέλος του στενού διαδρόμου. Πέρασε μερικά λεπτά χαζεύοντας το σκοτεινό εσωτερικό, τις θαμπές, σκεπασμένες με σκονισμένους μουσαμάδες μορφές, τα κιβώτια και τα βαρέλια, που ήταν στοιβαγμένα όπως-όπως και χρησίμευαν σαν ράφια για σωρούς από αγαλματίδια, τορεύματα και αλλόκοτα πράγματα από κρύσταλλο, γυαλί και μέταλλο ― πέρασε μερικά λεπτά έτσι και ύστερα έφυγε βιαστικά. «Θα ήμουν ο πιο μεγάλος βλάκας σ' ολόκληρο τον καμένο κόσμο!» μουρμούρισε.

Τίποτα όμως δεν τον εμπόδιζε να πάει στην πόλη, όπου δεν υπήρχε πιθανότητα να ανταμώσει τη Μουαραίν στις ταβέρνες του μόλου στο Μάουλε, που ήταν η συνοικία του λιμανιού, ή στα πανδοχεία του Τσαλμ, όπου βρίσκονταν οι αποθήκες· κακοφωτισμένα μέρη, στενά, συχνά βρώμικα, με φτηνό κρασί, κακό ζύθο, περιστασιακούς καβγάδες και κόσμο που έπαιζε ζάρια αδιάκοπα, Στα ζάρια πόνταραν μικροποσά, σε σύγκριση με αυτά που είχε συνηθίσει, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που ύστερα από λίγες ώρες ξαναβρισκόταν στην Πέτρα, Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι ήταν αυτό που τον τραβούσε πίσω, πιο κοντά στον Ραντ.

Ο Πέριν μερικές φορές έβλεπε τον Ματ στις ταβέρνες της αποβάθρας να πίνει άφθονο, φτηνό κρασί και να παίζει ζάρια σαν να μην τον ένοιαζε αν έχανε ή αν κέρδιζε, ενώ μια φορά τον είχε δει να βγάζει μαχαίρι, όταν ένας θηριώδης ναυτικός του είχε ζητήσει το λόγο για τις συχνές νίκες του. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του Ματ να είναι τόσο ευερέθιστος, όμως ο Πέριν τον απέφυγε αντί να προσπαθήσει να μάθει τι τον απασχολούσε. Ο Πέριν δεν είχε πάει εκεί ούτε για το κρασί, ούτε για τα ζάρια, ενώ οι θαμώνες που γύρευαν καβγά άλλαζαν γνώμη όταν έβλεπαν καλύτερα τους ώμους του ― και τα μάτια του. Όμως πλήρωνε την κακή μπύρα για να κεράσει τους ναύτες με τα φαρδιά, πέτσινα παντελόνια και τους εμπόρους με τις λεπτές, ασημένιες αλυσίδες που κρέμονταν πάνω από τα σακάκια τους, όπως και οποιονδήποτε φαινόταν να έρχεται από αλαργινά μέρη. Αυτό που κυνηγούσε ήταν φήμες, ειδήσεις για κάτι που ίσως έπαιρνε τη Φάιλε μακριά από το Δάκρυ. Μακριά του.

Ήταν σίγουρος ότι, αν της έβρισκε μια περιπέτεια, κάτι που να προσφέρει μια πιθανότητα για να γραφτεί το όνομά της στους θρύλους, θα πήγαινε. Η Φάιλε έκανε ότι καταλάβαινε το λόγο που ο Πέριν έμενε εκεί, αλλά μερικές φορές άφηνε να εννοηθεί ότι ήθελε να φύγει και έλπιζε ότι ο Πέριν θα την ακολουθούσε, Ήταν σίγουρος ότι το κατάλληλο δόλωμα θα την έδιωχνε από κει, χωρίς αυτός να είναι μαζί της.

Για τις περισσότερες φήμες, η Φάιλε θα καταλάβαινε ότι ήταν παρωχημένες, αλλοιωμένες εκδοχές της αλήθειας, όπως θα το καταλάβαινε κι ο ίδιος. Ο πόλεμος που μαινόταν στον ωκεανό Άρυθ λεγόταν ότι ήταν έργο ενός λαού για τον οποίο κανείς δεν είχε ξανακούσει, ονόματι Σωτσίν ή κάπως έτσι ― είχε ακούσει πολλές παραλλαγές, από πολλούς αφηγητές. Επρόκειτο για έναν παράξενο λαό, που ίσως να ήταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου, οι οποίες ξαναγύριζαν ύστερα από χίλια χρόνια. Ένας τύπος, ένας Ταραμπονέζος με στρογγυλό, κόκκινο καπέλο και μουστάκι χοντρό σαν κέρατο ταύρου, τον πληροφόρησε με πάσα σοβαρότητα ότι ο ίδιος ο Γερακόφτερος οδηγούσε αυτούς τους ανθρώπους, κρατώντας στο χέρι τη Δικαιοσύνη, το θρυλικό σπαθί του. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε βρεθεί το μυθικό Κέρας του Βαλίρ, το οποίο θα καλούσε τους νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. Στην Γκεάλνταν είχαν ξεσπάσει ταραχές σ' όλη τη χώρα· το Ίλιαν υπέφερε από ξεσπάσματα μαζικής τρέλας· στην Καιρχίν, οι σκοτωμοί λιγόστευαν λόγω του λιμού· κάπου στις Μεθόριους, οι επιδρομές των Τρόλοκ αυξάνονταν. Ο Πέριν δεν μπορούσε να στείλει τη Φάιλε σ' αυτά τα μέρη, ούτε ακόμα και για την κάνει να ξεφύγει από το Δάκρυ.

Πολλά υποσχόμενες έμοιαζαν να είναι οι αναφορές για προβλήματα στη Σαλδαία —σίγουρα θα της ήταν ελκυστική η πατρίδα της και ο Πέριν είχε ακούσει ότι ο Μάζριμ Τάιμ, ο ψεύτικος Δράκοντας, ήταν στα χέρια των Άες Σεντάι― αλλά κανένας δεν ήξερε τι ήταν. Δεν θα έβγαζε τίποτα αν σκάρωνε κάτι ο ίδιος· ό,τι κι αν ήταν, η Φάιλε σίγουρα θα έκανε και η ίδια ερωτήσεις, πριν πάρει το δρόμο. Εκτός αυτού, οι αναταραχές στη Σαλδαία μπορεί να ήταν ίδιες και χειρότερες με τα άλλα που είχε ακούσει.

Ούτε μπορούσε να της πει σε τι αφιέρωνε το χρόνο του, επειδή σίγουρα θα τον ρωτούσε γιατί. Ήξερε ότι ο Πέριν δεν ήταν ο Ματ, δεν θα απολάμβανε να γυροφέρνει στα καπηλειά. Δεν ήταν καλός στα ψέματα, οπότε την απέφευγε όσο μπορούσε κι αυτή άρχισε να του ρίχνει σιωπηλές, λοξές ματιές. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αυξήσει τις προσπάθειές του να βρει μια ιστορία που να την παρασύρει αλλού. Έπρεπε να τη στείλει μακριά του, για να σώσει τη ζωή της. Έπρεπε.

Η Εγκουέν και η Νυνάβε περνούσαν πολλές ώρες με την Τζόγια και την Αμίκο, αλλά μάταια. Οι ιστορίες τους έμεναν απαράλλαχτες. Παρά τις διαμαρτυρίες της Νυνάβε, η Εγκουέν δοκίμασε να πει στην καθεμιά τι έλεγε η άλλη, για να δει αν θα υποχωρούσαν καθόλου. Η Αμίκο στύλωσε το βλέμμα πάνω τους, κλαψουρίζοντας ότι δεν είχε ακούσει ποτέ για τέτοιο σχέδιο. Αλλά μπορεί να ήταν αλήθεια, πρόσθεσε. Ίδρωνε από την επιθυμία της να τις ευχαριστήσει. Η Τζόγια αποκρίθηκε ψυχρά ότι μπορούσαν να πάνε στο Τάντσικο, αν ήθελαν. «Ακουσα ότι είναι μια αφιλόξενη πόλη τώρα», είπε γλυκά, ενώ τα κορακίσια μάτια της άστραφταν. «Ο Βασιλιάς έχει στην εξουσία του μόνο την πόλη και, απ' ό,τι έμαθα, η Πανάρχισσα σταμάτησε να επιβάλλει το νόμο και την τάξη. Στο Τάντσικο κυβερνούν τα γερά μπράτσα και τα γρήγορα μαχαίρια. Αλλά να πάτε, αφού το θέλετε».

Καμία είδηση δεν ερχόταν από την Ταρ Βάλον, τίποτα για να μάθουν αν η Άμερλιν αντιμετώπιζε την πιθανή απειλή της απελευθέρωσης του Μάζριμ Τάιμ. Από τότε που η Νυνάβε είχε στείλει τα περιστέρια, ο χρόνος έφτανε και περίσσευε για να έρθει κάποιο μήνυμα, με ένα γρήγορο ποταμόπλοιο ή με έναν καβαλάρη που θα άλλαζε άλογα στη διαδρομή ― αρκεί να το είχε όντως στείλει. Η Εγκουέν και η Νυνάβε καβγάδισαν· η Νυνάβε παραδέχτηκε ότι η Άες Σεντάι δεν μπορούσε να πει ψέματα, αλλά έψαξε να βρει κάποιο κόλπο στη διατύπωση της Μουαραίν. Η Μουαραίν δεν φαινόταν να ανησυχεί που η Άμερλιν δεν είχε απαντήσει, αν και ήταν δύσκολο να διαβάσεις τα συναισθήματα που έκρυβε η αταραξία της.

Η Εγκουέν έσκαγε γι' αυτό, καθώς και για το αν το Τάντσικο ήταν αντιπερισπασμός, η απάντηση ή κάποια παγίδα. Η βιβλιοθήκη της Πέτρας είχε βιβλία για το Τάραμπον και το Τάντσικο, αλλά παρ' όλο που διάβαζε μέχρι να την πονέσουν τα μάτια της, δεν έβρισκε κανένα στοιχείο για κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τον Ραντ. Η κάψα και οι ανησυχίες της είχαν πειράξει τα νεύρα· μερικές φορές ξεσπούσε σαν τη Νυνάβε.

Μερικά πράγματα πήγαιναν καλά, φυσικά. Ο Ματ ήταν ακόμα στην Πέτρα· προφανώς ωρίμαζε στ' αλήθεια και μάθαινε τι σημαίνει υπευθυνότητα. Η Εγκουέν ένιωθε τύψεις που δεν είχε καταφέρει να τον βοηθήσει, αλλά μάλλον καμία γυναίκα στην Πέτρα δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Καταλάβαινε την ανάγκη του Ματ να μάθει, επειδή και η ίδια ένιωθε την ίδια ανάγκη, αν και για διαφορετικές γνώσεις, για τα πράγματα που μπορούσε να μάθει μονάχα στον Πύργο, για τα πράγματα που ίσως ανακάλυπτε, τα οποία οι άλλες δεν θα ήξεραν καν ότι μπορούσαν να γίνουν, για τα χαμένα πράγματα που θα μπορούσε να τα μάθει εκ νέου.

Η Αβιέντα άρχισε να επισκέπτεται την Εγκουέν, απ' ό,τι φαινόταν με δική της επιλογή. Μπορεί στην αρχή να ήταν μαζεμένη, αλλά βέβαια ήταν Αελίτισσα και περνούσε την Εγκουέν για κανονική Άες Σεντάι. Πάντως η συντροφιά της ήταν ευχάριστη, αν και η Εγκουέν μερικές φορές πίστευε ότι διέκρινε σιωπηλές ερωτήσεις στο βλέμμα της. Παρ' όλο που η Αβιέντα συνέχιζε να είναι επιφυλακτική, σύντομα φάνηκε ότι ήταν πνευματώδης και διέθετε αίσθηση του χιούμορ όμοια με της Εγκουέν· μερικές φορές κατέληγαν να χαχανίζουν μαζί, σαν κοριτσάκια. Η Εγκουέν όμως δεν ήταν καθόλου μαθημένη στους τρόπους των Αελιτών, όπως ήταν η δυσφορία της Αβιέντα όταν καθόταν σε καρέκλα ή η κατάπληξή της όταν είχε βρει την Εγκουέν να κάνει μπάνιο σε μια ασημοστόλιστη λεκάνη, την οποία είχε φέρει η ματζίρε. Δεν είχε μείνει κατάπληκτη επειδή η Εγκουέν ήταν γυμνή —μάλιστα, όταν είδε ότι η Εγκουέν ένιωθε αμήχανα, πέταξε τα ρούχα της και κάθισε στο πάτωμα για να μιλήσουν― αλλά επειδή την έβλεπε χωμένη στο νερό μέχρι το στήθος. Αυτό που την είχε κάνει να γουρλώσει τα μάτια ήταν το γεγονός ότι θα λέρωνε τόσο νερό. Εκτός αυτού, η Αβιέντα δεν έλεγε να καταλάβει γιατί η Εγκουέν και η Ηλαίην δεν έκαναν κάτι για να ξεμπερδεύουν με την Μπερελαίν, αφού ήθελαν να τη βγάλουν από τη μέση. Όταν κάποιος ήταν πολεμιστής ή πολεμίστρια απαγορευόταν να σκοτώσει μια γυναίκα που δεν είχε παντρευτεί το δόρυ, αλλά αφού ούτε η Ηλαίην, ούτε η Μπερελαίν ήταν Κόρες του Δόρατος, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα, κατά τη γνώμη της Αβιέντα, αν η Ηλαίην προκαλούσε την Πρώτη του Μαγιέν να πολεμήσουν με μαχαίρια ή, αν δεν γινόταν αυτό, με γροθιές και κλωτσιές. Το καλύτερο ήταν τα μαχαίρια, κατά την άποψή της. Η Μπερελαίν έμοιαζε να είναι από τις γυναίκες που θα μπορούσε να τις δείρει κάποιος πολλές φορές, αλλά δεν θα το έβαζαν κάτω. Το καλύτερο θα ήταν να την προκαλέσει και να τη σκοτώσει, έτσι απλά. Ή θα μπορούσε να το κάνει η Εγκουέν εκ μέρους τους, σαν φίλη, σχεδόν αδελφή.

Παρ' όλα αυτά, ήταν ευχάριστο που είχε κάποια για να συζητά και να γελάει. Η Ηλαίην, φυσικά, ήταν συνήθως απασχολημένη, ενώ η Νυνάβε, που έμοιαζε να νιώθει την πίεση του χρόνου εξίσου έντονα με την Εγκουέν, αφιέρωνε τις ελεύθερες ώρες της σε φεγγαρόλουστους περίπατους στις επάλξεις μαζί με τον Λαν ή στην ετοιμασία, με τα χεράκια της, των φαγητών που άρεσαν στον Πρόμαχο, ενώ μερικές φορές οι κατάρες της έδιωχναν τους μάγειρες από την κουζίνα· η Νυνάβε δεν ήξερε πολλά από μαγειρική. Αν δεν ήταν η Αβιέντα, η Εγκουέν δεν θα ήξερε τι να κάνει τις πνιγηρές ώρες ανάμεσα στις ανακρίσεις των Σκοτεινόφιλων: οπωσδήποτε θα ίδρωνε και θα ανησυχούσε μήπως αναγκαζόταν να κάνει κάτι, το οποίο της προκαλούσε εφιάλτες και μόνο που το σκεφτόταν.

Όπως είχαν συμφωνήσει, η Ηλαίην δεν ήταν ποτέ παρούσα σ' αυτές τις ανακρίσεις· δεν θα άλλαζε τίποτα με δυο αφτιά ακόμα να ακούνε. Αντίθετα, όποτε ο Ραντ είχε μια στιγμή ελεύθερη, η Κόρη-Διάδοχος τύχαινε να είναι παραδίπλα, για να μιλήσουν ή απλώς για να κάνουν μια βόλτα πιασμένοι χέρι-χέρι, έστω κι αν αυτό συνέβαινε μόνο καθώς έφευγε από τη μια συνάντηση με Υψηλούς Άρχοντες για να πάει στην άλλη, ή σε μια βιαστική επιθεώρηση στα καταλύματα των Υπερασπιστών. Απέκτησε μια ικανότητα να βρίσκει απομονωμένες γωνιές, όπου θα μπορούσαν να κοντοσταθούν μόνοι οι δυο τους. Φυσικά, ο Ραντ πάντα είχε Αελίτες να τον ακολουθούν, όμως σε λίγο η Ηλαίην κατάφερε να μη νοιάζεται γι'

αυτούς, όπως δεν νοιαζόταν και για το τι θα έλεγε η μητέρα της. Κατέληξε μάλιστα να οργανώσει μια συνωμοσία με τις Κόρες του Δόρατος· αυτές έμοιαζαν να ξέρουν κάθε κρυμμένη γωνίτσα της Πέτρας και της έλεγαν πότε ο Ραντ ήταν μόνος. Έμοιαζαν να θεωρούν θαυμάσιο άθλημα αυτό το παιχνίδι.

Η έκπληξη ήταν ότι ο Ραντ τη ρωτούσε πώς κυβερνούνται τα έθνη και άκουγε αυτά που είχε να του πει. Αυτό μακάρι να το έβλεπε η μητέρα της. Η Μοργκέις αρκετές φορές έβαζε τα γέλια, σχεδόν με απελπισία, και της έλεγε ότι θα έπρεπε να δίνει περισσότερη προσοχή. Μπορεί να ήταν βαρετές αποφάσεις το ποια επαγγέλματα έπρεπε να προστατεύσει και πώς, ποια να μην τα προστατεύσει και γιατί, όμως ήταν εξίσου σημαντικές με το πώς να φροντίζει για τους αρρώστους. Μπορεί να ήταν διασκεδαστικό όταν έβαζε έναν πεισματάρη άρχοντα ή έμπορο να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει, νομίζοντας ότι το είχε αποφασίσει ο ίδιος· μπορεί να ήταν συγκινητικό το να φροντίζει για τους πεινασμένους· αλλά για να τραφούν οι πεινασμένοι ήταν ανάγκη να αποφασίσει πόσοι υπάλληλοι, οδηγοί και άμαξες χρειάζονταν. Μπορεί να το οργάνωναν άλλοι, όμως σ' αυτή την περίπτωση δεν θα ήξερε αν το είχαν κάνει λάθος, παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά. Ο Ραντ την άκουγε και συχνά ακολουθούσε τις συμβουλές της. Θα μπορούσε να τον έχει αγαπήσει και μόνο γι' αυτό. Η Μπερελαίν δεν έβγαζε το πόδι από τα διαμερίσματά της· ο Ραντ είχε αρχίσει να χαμογελά μόλις την έβλεπε· ο κόσμος δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος. Εκτός αν οι μέρες σταματούσαν να περνάνε.

Τρεις σύντομες μέρες, που θα κυλούσαν σαν νερό ανάμεσα στα δάχτυλά της. Θα έστελναν την Τζόγια και την Αμίκο στα βόρεια και δεν θα υπήρχε πια λόγος να μείνουν στο Δάκρυ· θα ήταν πια ώρα να αναχωρήσουν η Ηλαίην, η Εγκουέν και η Νυνάβε. Θα έφευγε όταν ερχόταν εκείνη η ώρα· δεν είχε σκεφτεί ποτέ να μη φύγει. Το ήξερε αυτό και ένιωθε περήφανη που φερόταν σαν γυναίκα και όχι σαν κοριτσάκι· το ήξερε, κι αυτό την έκανε σχεδόν να βάζει τα κλάματα.

Κι ο Ραντ; Αυτός συναντιόταν με τους Υψηλούς Άρχοντες στα διαμερίσματά του και εξέδιδε διαταγές. Τους ξάφνιαζε όταν εμφανιζόταν σε μυστικές συναντήσεις τριών ή τεσσάρων απ' αυτούς, για τις οποίες είχε μάθει ο Θομ, επαναλαμβάνοντας κάποιο ζήτημα από τις διαταγές που τους είχε δώσει νωρίτερα. Αυτοί χαμογελούσαν, υποκλίνονταν, ίδρωναν και αναρωτιόνταν πόσα ήξερε. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αξιοποιήσει το δυναμισμό τους πριν αποφάσιζε κάποιος τους ότι, αφού ο Ραντ δεν γινόταν υποχείριό τους, έπρεπε να εξοντωθεί. Θα έκανε όλα όσα χρειαζόταν για να τους αποσπάσει την προσοχή, αλλά δεν θα άρχιζε πόλεμο. Αν έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Σαμαήλ, θα τον αντιμετώπιζε· αλλά δεν θα άρχιζε πόλεμο.

Στην κατάστρωση ενός σχεδίου δράσης αφιέρωνε όσο χρόνο του απέμενε μετά το κυνήγι των Υψηλών Αρχόντων. Στοιχεία και λεπτομέρειες προέρχονταν από τα βιβλία που του έφερναν αγκαλιές-αγκαλιές οι βιβλιοθηκάριοι, καθώς και από τις συζητήσεις του με την Ηλαίην. Οι συμβουλές της αποδεικνύονταν χρήσιμες όταν ήταν με τους Υψηλούς Άρχοντες· τους έβλεπε να τον επαναξιολογούν βιαστικά όταν επιδείκνυε γνώσεις για πράγματα που ούτε κι αυτοί δεν ήξεραν καλά. Η Ηλαίην τον σταμάτησε όταν θέλησε να της το αναγνωρίσει δημοσίως.

«Ο σοφός κυβερνήτης δέχεται συμβουλές», του είπε χαμογελαστή, «αλλά ποτέ δεν πρέπει να το δείχνει. Άσε τους να νομίζουν ότι ξέρεις παραπάνω απ' όσα ξέρεις στ’ αλήθεια. Αυτούς δεν τους βλάπτει κι εσένα σε βοηθάει». Φαινόταν ευχαριστημένη, πάντως, που ο Ραντ είχε προτείνει κάτι τέτοιο.

Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν ανέβαλλε εξαιτίας της κάποια απόφαση που έπρεπε να πάρει. Τρεις μέρες κατάστρωνε σχέδια, προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τι έλειπε. Κάτι έλειπε. Δεν μπορούσε να αντιδράσει στους Αποδιωγμένους· έπρεπε να τους κάνει να αντιδράσουν σ' αυτόν. Τρεις μέρες ακόμα, και την τέταρτη η Ηλαίην θα έφευγε ― μέσα του έλπιζε ότι ο προορισμός της θα ήταν η Ταρ Βάλον. Υποψιαζόταν, όμως, ότι από τη στιγμή που θα έκανε την κίνηση του, ακόμα και οι φευγαλέες στιγμές που περνούσαν μαζί, θα έπαιρναν τέλος. Τρεις μέρες με κλεμμένα φιλιά, που θα μπορούσε να τα ξεχάσει, αν σκεφτόταν ότι ήταν απλώς ένας άντρας με τα χέρια του γύρω από μια γυναίκα. Ήξερε ότι αυτή ήταν μια ανόητη αιτιολογία, αν ίσχυε. Ένιωθε ανακούφιση που η Ηλαίην δεν φαινόταν να ζητά κάτι παραπάνω από τη συντροφιά του, όμως μόνο εκείνες τις μοναχικές στιγμές τους κατόρθωνε να ξεχάσει τις αποφάσεις, να ξεχάσει τη μοίρα που περίμενε τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Είχε σκεφτεί, κι όχι λίγες φορές, να της ζητήσει να μείνει, αλλά δεν θα ήταν δίκαιο να της μεγαλώσει τις προσδοκίες, τη στιγμή που ο ίδιος δεν είχε ιδέα τι ήθελε απ' αυτήν, πέρα από την παρουσία της. Αν η Ηλαίην είχε προσδοκίες δηλαδή. Το καλύτερο θα ήταν να σκέφτεται μέσα του ότι ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, που έκαναν έναν περίπατο ένα γιορτινό δειλινό. Έτσι του ερχόταν ευκολότερο· καμιά φορά ξεχνούσε ότι η Ηλαίην ήταν η Κόρη-Διάδοχος κι αυτός ένας βοσκός. Πάντως, ευχόταν να μην έφευγε. Τρεις μέρες. Έπρεπε να αποφασίσει. Έπρεπε να κινηθεί. Προς μια κατεύθυνση που δεν θα την περίμενε κανείς.

Ο ήλιος έγερνε αργά στον ορίζοντα το δειλινό της τρίτης μέρας. Οι μισοτραβηγμένες κουρτίνες στο υπνοδωμάτιο του Ραντ έκοβαν την πορτοκαλιά λάμψη. Το Καλαντόρ αστραφτοβολούσε στο περίτεχνο στήριγμά του, σαν το πιο διαυγές κρύσταλλο.

Ο Ραντ κοίταξε τον Μάιλαν και τον Σούναμον κι ύστερα πέταξε πάνω τους το χοντρό μάτσο με τις μεγάλες περγαμηνές. Ήταν ένα σύμφωνο, γραμμένο με προσοχή, που του έλειπαν μόνο οι υπογραφές και οι σφραγίδες. Το μάτσο πέτυχε τον Μάιλαν στο στήθος κι αυτός το έπιασε αντανακλαστικά· υποκλίθηκε σαν να ένιωθε τιμή, όμως το βεβιασμένο χαμόγελό του αποκάλυψε σφιγμένα δόντια.

Ο Σούναμον στηρίχτηκε στο άλλο πόδι, τρίβοντας τα χέρια του. «Όλα είναι όπως τα είπες, Άρχοντα Δράκοντα μου», είπε ανήσυχα. «Σιτηρά για πλοία —»

«Και δύο χιλιάδες Δακρινοί επίστρατοι», τον έκοψε ο Ραντ. «“Για να επιβλέψουν τη σωστή διανομή των σιτηρών και να διαφυλάξουν τα Δακρινά συμφέροντα”». Η φωνή του ήταν σαν πάγος, όμως ένιωθε το στομάχι του να βράζει· παραλίγο να τον πιάσει τρεμούλα από την επιθυμία να γρονθοκοπήσει αυτούς τους τρεις ανόητους. «Δύο χιλιάδες άντρες. Υπό τη διοίκηση του Τορέαν!»

«Ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν έχει συμφέροντα στις υποθέσεις μας με το Μαγιέν, Άρχοντα Δράκοντά μου», είπε μελιστάλαχτα ο Μάιλαν.

«Έχει συμφέρον να επιβάλει την παρουσία του σε μια γυναίκα που δεν καταδέχεται να τον κοιτάξει!» φώναξε ο Ραντ. «Σιτηρά για όπλα είπα! Όχι στρατιώτες. Και σε καμία περίπτωση ο άτιμος ο Τορέαν! Δεν μιλήσατε καν με την Μπερελαίν;»

Αυτοί τον κοίταξαν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, σαν να μην καταλάβαιναν τα λόγια του. Ως εδώ ήταν. Άρπαξε το σαϊντίν· οι περγαμηνές στα χέρια του Μάιλαν τυλίχτηκαν στις φλόγες. Με μια τσιρίδα, ο Μάιλαν πέταξε το φλεγόμενο πακέτο στο άδειο τζάκι και τίναξε βιαστικά τις σπίθες και τα αποκαΐδια από το κόκκινο, μεταξωτό σακάκι του. Ο Σούναμον χάζευε με το στόμα ορθάνοιχτο τα φλεγόμενα φύλλα, που έτριζαν και μαύριζαν.

«Θα πάτε στην Μπερελαίν», τους είπε, κατάπληκτος που η φωνή του ήταν τόσο γαλήνια. «Αύριο το μεσημέρι θα της έχετε προσφέρει το σύμφωνο που θέλω, ειδάλλως μόλις δύσει ο ήλιος αύριο θα σας κρεμάσω και τους δύο. Αν αναγκαστώ να κρεμάω Υψηλούς Άρχοντες κάθε μέρα, δύο-δύο, θα το κάνω. Θα σας στείλω στην αγχόνη ως τον τελευταίο, αν δεν με υπακούτε. Χαθείτε από μπροστά μου».

Ο ήρεμος τόνος φάνηκε να τους επηρεάζει περισσότερο από τις φωνές του. Ακόμα και ο Μάιλαν έδειχνε ταραγμένος καθώς έφευγαν πισωπατώντας και κάνοντας υποκλίσεις με κάθε βήμα, ενώ μουρμούριζαν διαβεβαιώσεις περί αέναης αφοσίωσης και αιώνιας υπακοής. Του προκαλούσαν αναγούλα.

«Βγείτε έξω!» βρυχήθηκε και παράτησαν την αξιοπρέπειά τους, παλεύοντας σχεδόν μεταξύ τους ποιος θα ανοίξει πρώτος τις πόρτες. Το έβαλαν στα πόδια. Ένας Αελίτης φρουρός έβαλε για μια στιγμή το κεφάλι στο δωμάτιο, για να δει αν ο Ραντ ήταν καλά πριν κλείσει την είσοδο.

Η τρεμούλα του Ραντ ήταν ολοφάνερη. Τον αηδίαζαν όσο αηδίαζε και με τον εαυτό του. Είχε απειλήσει να κρεμάσει ανθρώπους επειδή δεν είχαν κάνει αυτό που τους είχε πει. Και το χειρότερο ήταν ότι το εννοούσε. Θυμόταν που κάποτε δεν είχε νεύρα, ή τουλάχιστον που σπάνια τον έπιαναν τα νεύρα του, που κατάφερνε να τα συγκρατεί.

Πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου, εκεί που το Καλαντόρ λαμπύριζε από το φως που χυνόταν ανάμεσα από τις κουρτίνες. Η λεπίδα έμοιαζε φτιαγμένη από το πιο φίνο γυαλί, ήταν απολύτως διαφανής· στα δάχτυλά του έδινε αίσθηση ατσαλιού κι ήταν κοφτερή σαν ξυράφι. Νωρίτερα ήταν έτοιμος να την πιάσει, να ξεμπερδέψει με τον Μάιλαν και τον Σούναμον. Για να τη χρησιμοποιήσει σαν σπαθί ή για τον πραγματικό σκοπό της; Αυτό δεν το ήξερε. Και οι δύο πιθανότητες του προκαλούσαν φρίκη. Ακόμα δεν τρελάθηκα. Απλώς θύμωσα. Φως μου, θύμωσα πάρα πολύ!

Αύριο. Οι Σκοτεινόφιλες θα ανέβαιναν στο καράβι αύριο. Η Ηλαίην θα έφευγε. Όπως επίσης η Εγκουέν και η Νυνάβε. Προσευχόταν να γυρνούσαν στην Ταρ Βάλον· υπήρχε δεν υπήρχε το Μαύρο Άτζα, ο Λευκός Πύργος αυτή τη στιγμή πρέπει να ήταν το ασφαλέστερο μέρος. Αύριο. Μετά την αυριανή μέρα δεν θα υπήρχαν άλλες δικαιολογίες για να αναβάλει αυτό που έπρεπε να κάνει.

Γύρισε τα χέρια του και κοίταξε το σχέδιο του ερωδιού σε κάθε παλάμη. Τόσο συχνά τους κοίταζε, που θα μπορούσε να σχεδιάσει τέλεια την κάθε γραμμή από μνήμης. Οι Προφητείες τους είχαν προβλέψει.

Δυο φορές και δυο φορές εκείνος θα σημαδευτεί,

δυο φορές για να ζήσει και δυο φορές για να πεθάνει.

Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο τον.

Δυο φορές ο ερωδιός, για να πει ότι είναι αληθινός.

Μια φορά ο Δράκοντας, για τις χαμένες μνήμες.

Δυο φορές ο Δράκοντας, για το τίμημα που πρέπει να πληρώσει.

Αλλά αν οι ερωδιοί «έλεγαν ότι ήταν αληθινός», τι χρειάζονταν οι Δράκοντες; Κι επίσης, τι σήμαινε Δράκοντας; Ο μόνος Δράκοντας που ήξερε ήταν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον. Ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας ήταν ο Δράκοντας· ο Δράκοντας ήταν ο Σφαγέας. Μόνο που τώρα ήταν ο Ραντ. Αλλά δεν μπορούσε να τον σημαδέψει ο εαυτός του. Ίσως η μορφή στο λάβαρο να ήταν Δράκοντας· ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν έμοιαζαν να ξέρουν τι ήταν αυτό το πλάσμα.

«Άλλαξες από την τελευταία φορά που σε είδα. Είσαι πιο δυνατός. Πιο σκληρός».

Γύρισε και κοίταξε με ανοιχτό στόμα τη νεαρή που στεκόταν πλάι στην πόρτα, μια γυναίκα με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, που είχε μαύρα μαλλιά και μάτια. Ήταν ψηλή, ντυμένη στα λευκά και τα ασημένια, και κοίταζε υψώνοντας το φρύδι τους μισολιωμένους όγκους από ασήμι και χρυσάφι πάνω στην κορνίζα του τζακιού. Του είχε αφήσει εκεί για να θυμίζει στον εαυτό του τι μπορούσε να συμβεί όταν ενεργούσε δίχως σκέψη, όταν έχανε τον έλεγχο. Άδικος κόπος.

«Σελήνη», είπε με κομμένη την ανάσα, πλησιάζοντάς τη γοργά. «Από πού ήρθες; Πώς έφτασες εδώ; Νόμιζα ότι θα ήσουν ακόμα στην Καιρχίν ή...» Έτσι όπως την κοίταζε, δεν ήθελε να της πει ότι είχε φοβηθεί μήπως ήταν νεκρή, ή μια πρόσφυγας που λιμοκτονούσε.

Μια υφαντή ζώνη από ασήμι λαμπύριζε στη στενή μέση της· ασημένια πιαστράκια με άστρα και ημισελήνους έλαμπαν στα μαλλιά της, που χύνονταν στους ώμους της σαν καταρράχτες από νύχτα. Ήταν ακόμα η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Η Ηλαίην και η Εγκουέν ήταν απλώς συμπαθητικές σε σύγκριση μ' αυτή. Για κάποιο λόγο, όμως, αυτό δεν τον επηρέαζε όπως την άλλη φορά· ίσως να ήταν οι τόσοι μήνες που είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχαν ειδωθεί, σε μια Καιρχίν που δεν τη ρήμαζε ακόμα ο εμφύλιος πόλεμος.

«Πάω όπου επιθυμώ». Κοίταξε το πρόσωπό του συνοφρυωμένη. «Σημαδεύτηκες, αλλά δεν πειράζει. Ήσουν δικός μου, και είσαι δικός μου. Οποιαδήποτε άλλη δεν είναι παρά μια αντικαταστάτρια, που πέρασε ο καιρός της. Τώρα θα διεκδικήσω απροκάλυπτα αυτό που μου ανήκει».

Αυτός έμεινε να την κοιτάζει. Σημαδεύτηκε; Μιλούσε για τα χέρια του; Και τι εννοούσε λέγοντας ότι ήταν δικός της; «Σελήνη», της είπε απαλά, «περάσαμε ευχάριστες μέρες μαζί —και δύσκολες· ποτέ δεν θα ξεχάσω το κουράγιο και τη βοήθεια που μου πρόσφερες― αλλά ποτέ δεν υπήρχε μεταξύ μας κάτι παραπάνω από συντροφικότητα. Ταξιδέψαμε μαζί, αλλά αυτό ήταν όλο. Θα μείνεις εδώ, στην Πέτρα, στα καλύτερα δωμάτια, κι όταν επικρατήσει πάλι ειρήνη στην Καιρχίν, θα φροντίσω να σου επιστραφούν τα κτήματα, αν μπορέσω».

«Στ' αλήθεια σημαδεύτηκες». Χαμογέλασε ειρωνικά. «Κτήματα στην Καιρχίν; Μπορεί να είχα κάποτε κτήματα σε εκείνες τις περιοχές. Η γη άλλαξε τόσο πολύ, που τίποτα δεν είναι όπως τότε. Σελήνη είναι μόνο ένα από τα ονόματα που χρησιμοποιώ μερικές φορές, Λουζ Θέριν. Το όνομα που υιοθέτησα είναι το Λανφίαρ».

Ο Ραντ ξέσπασε σε ένα ξερό γέλιο. «Άσχημο αστείο, Σελήνη. Εγώ δεν θα αστειευόμουν ούτε με τον Σκοτεινό, ούτε με τους Αποδιωγμένους. Και το όνομά μου είναι Ραντ».

«Προτιμάμε να λεγόμαστε Εκλεκτοί», του είπε αυτή γαλήνια. «Είμαστε οι επιλεγμένοι, που θα κυριαρχήσουμε στον κόσμο παντοτινά. Θα ζήσουμε παντοτινά. Κι εσύ μπορείς».

Αυτός την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια με ανησυχία. Στ' αλήθεια πίστευε ότι ήταν... Μπορεί να την είχαν τρελάνει οι ταλαιπωρίες στο ταξίδι της προς το Δάκρυ. Αλλά δεν φαινόταν τρελή. Ήταν γαλήνια, ψύχραιμη, όλο αυτοπεποίθηση. Ασυναίσθητα, ο Ραντ άπλωσε προς το σαϊντίν. Άπλωσε προς εκεί ― και χτύπησε έναν τοίχο που δεν καταγραφόταν στην όραση ή στην αφή του, αλλά όμως τον εμπόδιζε να φτάσει στην Πηγή. «Δεν μπορεί να είσαι τέτοιο πράγμα». Αυτή του χαμογέλασε. «Φως μου», είπε ψιθυριστά. «Είσαι από εκείνους».

Οπισθοχώρησε αργά. Αν έφτανε στο Καλαντόρ, τουλάχιστον θα είχε ένα όπλο. Ίσως να μη δούλευε σαν ανγκριάλ, αλλά έκανε για σπαθί. Αλλά μπορούσε να στρέψει ένα σπαθί ενάντια σε μια γυναίκα, ενάντια στη Σελήνη; Όχι, ήταν ενάντια στη Λανφίαρ, ενάντια σε μια Αποδιωγμένη.

Η ράχη του άγγιξε κάτι και κοίταξε γύρω για να δει τι ήταν. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Ένα τείχος από τίποτα, που πάνω εκεί ήταν κολλημένη η πλάτη του. Το Καλαντόρ λαμπύριζε τρία βήματα παραπέρα ― από την άλλη πλευρά. Βροντοχτύπησε συγχυσμένος τη γροθιά του στο φράγμα· ήταν σκληρό σαν βράχος.

«Δεν μπορώ να σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, Λουζ Θέριν. Όχι ακόμα». Τον σίμωσε κι αυτός σκέφτηκε ότι θα μπορούσε απλώς να την αρπάξει. Ήταν πολύ πιο δυνατός και μεγαλόσωμος ― κι έτσι φραγμένος που ήταν, θα μπορούσε να τον τυλίξει με τη Δύναμη σαν γατάκι που έχει μπλεχτεί σ' ένα κουβάρι σπάγκο. «Ειδικά μ' αυτό εκεί», πρόσθεσε, κοιτάζοντας μ' ένα μορφασμό το Καλαντόρ. «Υπάρχουν μόνο δύο που είναι ισχυρότερά του και μπορεί να τα χρησιμοποιήσει άντρας. Ξέρω ότι τουλάχιστον το ένα υπάρχει ακόμα. Όχι, Λουζ Θέριν. Ακόμα δεν σ' εμπιστεύομαι μ' αυτό».

«Πάψε να με λες έτσι», μούγκρισε αυτός. «Το όνομά μου είναι Ραντ. Ραντ αλ'Θόρ».

«Είσαι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον. Ε, σωματικά, τίποτα δεν είναι ίδιο, εκτός από το ύψος σου, αλλά θα αναγνώριζα ποιος κρύβεται πίσω από τα μάτια σου ακόμα κι αν σε έβρισκα στην κούνια». Ξαφνικά γέλασε. «Πόσο ευκολότερα θα ήταν όλα, αν σε έβρισκα τότε. Αν ήμουν ελεύθερη να...» Το γέλιο έσβησε, έγινε μια θυμωμένη ματιά. «Θέλεις να δεις την πραγματική μου όψη; Ούτε κι αυτό δεν θυμάσαι, έτσι δεν είναι;»

Προσπάθησε να πει όχι, όμως η γλώσσα του δεν τον υπάκουγε. Κάποτε είχε δει δύο Αποδιωγμένους μαζί, τον Άγκινορ και τον Μπάλταμελ, τους δύο πρώτους που είχαν απελευθερωθεί έπειτα από τρεις χιλιάδες χρόνια που ήταν παγιδευμένοι κάτω από τη σφραγίδα, στη φυλακή του Σκοτεινού. Ο ένας ήταν πιο χλωμός απ' όσο μπορούσε να είναι κάποιο ζωντανό πλάσμα· ο άλλος έκρυβε το πρόσωπό του με μια μάσκα, έκρυβε κάθε κομμάτι της σάρκας του σαν να μην άντεχε να το βλέπει ούτε ο ίδιος, ούτε οι άλλοι.

Ένας αέρας σηκώθηκε γύρω από τη Λανφίαρ κι αυτή άλλαξε. Ήταν... βεβαίως ήταν μεγαλύτερη του, αλλά δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη. Πιο ώριμη. Πιο μεστή. Ακόμα πιο όμορφη, αν ήταν δυνατόν. Ολάνθιστο λουλούδι, σε σύγκριση μ' ένα μπουμπούκι. Παρ' όλο που ήξερε τι ήταν αυτή η γυναίκα, το στόμα του στέγνωσε και ο λαιμός του σφίχτηκε.

Τα μαύρα μάτια περιεργάστηκαν το πρόσωπό του γεμάτα αυτοπεποίθηση, αλλά και με μια ερωτηματική χροιά, σαν να αναρωτιόταν τι έβλεπε ο Ραντ. Αυτό που αντιλήφθηκε, ό,τι κι αν ήταν, φάνηκε να την ικανοποιεί. Χαμογέλασε ξανά. «Ήμουν βαθιά θαμμένη σε έναν ανονείρευτο ύπνο, όπου ο χρόνος δεν περνούσε. Τα γυρίσματα του Τροχού με προσπερνούσαν. Τώρα με βλέπεις όπως είμαι, και σ' έχω στα χέρια μου». Χάραξε δυνατά το σαγόνι του με το νύχι της κι αυτός μόρφασε. «Δεν είναι πια η ώρα για παιχνίδια και υπεκφυγές, Λουζ Θέριν. Αυτά τελείωσαν».

Το στομάχι του δέθηκε κόμπος. «Σκοπεύεις να με σκοτώσεις λοιπόν; Το Φως να σε κάψει, θα —»

«Να σε σκοτώσω;» είπε αυτή χωρίς να πιστεύει στα αφτιά της. «Να σε σκοτώσω! Αυτό που θέλω είναι να σε έχω για πάντα. Ήσουν δικός μου πολύ πριν σε κλέψει αυτή η ξεπλυμένη, η ανίκανη. Πριν σε πρωτοδεί στα μάτια της. Με αγαπούσες!»

«Κι εσύ αγαπούσες την εξουσία!» Για μια στιγμή ένιωσε ζαλισμένος. Οι λέξεις έμοιαζαν αληθινές —ήξερε ότι ήταν αληθινές― αλλά από πού είχαν βγει;

Η Σελήνη —η Λανφίαρ― φαινόταν να έχει σαστίσει κι αυτή, αλλά δεν άργησε να συνέλθει. «Έμαθες τόσα πολλά —έκανες τόσα πολλά, που δεν πίστευα ότι μπορούσες να τα κάνεις αβοήθητος― αλλά ακόμα βαδίζεις τυφλός σ' ένα σκοτεινό λαβύρινθο και η άγνοιά σου μπορεί να σε σκοτώσει. Κάποιοι από τους άλλους σε φοβούνται τόσο πολύ, που δεν θα περιμένουν. Ο Σαμαήλ, ο Ράχβιν, η Μογκέντιεν. Ίσως κι άλλοι, όμως αυτοί σίγουρα. Θα σε κυνηγήσουν. Δεν θα δοκιμάσουν να σε μεταπείσουν. Θα σε κυνηγήσουν ύπουλα, θα σε εξοντώσουν στον ύπνο σου. Εξαιτίας του φόβου τους. Αλλά υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσαν να σε διδάξουν, να σου δείξουν αυτά που ήξερες κάποτε. Τότε κανένας δεν θα τολμούσε να σου αντισταθεί».

«Να με διδάξουν; Θέλεις να αφήσω έναν Αποδιωγμένο να με διδάξει;» Έναν από τους Αποδιωγμένους. Έναν άντρα Αποδιωγμένο. Έναν άντρα που ήταν Άες Σεντάι την Εποχή των Θρύλων, που ήξερε τον τρόπο να διαβιβάζει, που ήξερε να αποφεύγει τις παγίδες, ήξερε... Κάτι τέτοιο του το είχαν προσφέρει ξανά. «Όχι! Ακόμα κι αν μου το πρόσφεραν, θα αρνιόμουν, αλλά γιατί να το κάνουν; Έχω ταχθεί εναντίον τους — κι εναντίον σου! Μισώ ό,τι έχεις κάνει, ό,τι αντιπροσωπεύεις». Τι ανόητος που είμαι! σκέφτηκε. Είμαι παγιδευμένος εδώ και την αψηφώ σαν το βλάκα στο παραμύθι, που δεν υποψιάζεται ότι ο δεσμώτης του μπορεί να θυμώσει και να αντιδράσει. Αλλά δεν θα έπαιρνε τα λόγια του πίσω. Πεισματικά, συνέχισε με ακόμα χειρότερα. «Θα σας εξοντώσω, αν μπορώ. Κι εσένα και τον Σκοτεινό κι όλους τους Αποδιωγμένους, ως τον τελευταίο!»

Μια επικίνδυνη λάμψη εμφανίστηκε και μετά χάθηκε στα μάτια της. «Ξέρεις γιατί μερικοί από εμάς σε φοβούνται; Έχεις την παραμικρή ιδέα; Επειδή φοβούνται ότι ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους θα σου δώσει μια θέση ανώτερη από τη δική τους».

Ο Ραντ κατάφερε να γελάσει, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του. «Ο Μέγας Άρχων του Σκότους; Ούτε κι εσείς μπορείτε να πείτε το αληθινό του όνομα; Αποκλείεται να φοβάστε μήπως τραβήξετε την προσοχή του, όπως οι σωστοί άνθρωποι. Ή μήπως φοβάστε;»

«Θα ήταν βλασφημία», είπε αυτή ανέκφραστα. «Καλά κάνουν και φοβούνται ο Σαμαήλ και οι υπόλοιποι. Ο Μέγας Άρχοντας θέλει εσένα. Θέλει να σε εξυψώσει πάνω από κάθε άλλον άνθρωπο. Μου το είπε».

«Τι γελοιότητα είναι αυτή; Ο Σκοτεινός είναι ακόμα φυλακισμένος στο Σάγιολ Γκουλ, αλλιώς θα πολεμούσα τώρα στην Τελευταία Μάχη. Κι αν ξέρει ότι υπάρχω, θα με θέλει νεκρό. Σκοπεύω να τον πολεμήσω».

«Α, σε ξέρει. Ο Μέγας Άρχοντας ξέρει περισσότερα απ' όσα υποψιάζεσαι. Μπορείς να μιλήσεις μαζί του. Πήγαινε στο Σάγιολ Γκουλ, στο Χάσμα του Χαμού, κι εκεί θα μπορέσεις να τον... ακούσεις. Θα... σε λούσει η παρουσία του». Ένα διαφορετικό φως έλαμπε τώρα στο πρόσωπό της. Έκσταση. Ανάσανε μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη της και για μια στιγμή φάνηκε να ατενίζει κάτι μακρινό και υπέροχο. «Τα λόγια αδυνατούν να το περιγράψουν. Πρέπει να το βιώσεις για να καταλάβεις. Πρέπει». Τώρα ξανάβλεπε το πρόσωπό του, με μάτια μεγάλα, μαύρα και επίμονα. «Γονάτισε μπροστά στον Μεγάλο Άρχοντα και θα σε αναδείξει πάνω απ' όλους. Θα σε αφήσει ελεύθερο, να άρχεις κατά βούληση, αρκεί να κλίνεις το γόνυ μπροστά του μία φορά μονάχα. Να τον αναγνωρίσεις. Τίποτα παραπάνω. Μου το είπε. Ο Ασμοδαίος θα σε διδάξει πώς να χειρίζεσαι τη Δύναμη χωρίς να σε σκοτώσει, θα σε διδάξει τι μπορείς να κάνεις μ' αυτήν. Άσε με να σε βοηθήσω. Μπορούμε να εξοντώσουμε τους άλλους, ακόμα και τον Ασμοδαίο, όταν σε διδάξει όσα πρέπει να ξέρεις. Εγώ κι εσύ μπορούμε να κυβερνήσουμε τον κόσμο κάτω τον Μέγα Άρχοντα, για πάντα». Η φωνή της έγινε ψίθυρος, όπου μέσα του μπορούσε να διακρίνει κανείς ενθουσιασμό ανάμικτο με φόβο. «Δύο λαμπρά σα'ανγκριάλ κατασκευάστηκαν λίγο πριν από το τέλος, το ένα μπορείς να χρησιμοποιήσεις εσύ, το άλλο εγώ. Πολύ πιο λαμπρά από αυτό το σπαθί. Η δύναμη τους ξεπερνά τη φαντασία. Με αυτά θα μπορούσαμε να τα βάλουμε... ακόμα και με τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα! Ακόμα και με τον Δημιουργό!»

«Σου έστριψε», της είπε αυτός με τραχιά φωνή. «Ο Πατέρας του Ψεύδους λέει ότι θα με αφήσει ελεύθερο; Γεννήθηκα για να τον πολεμήσω. Γι' αυτό είμαι εδώ, για να εκπληρώσω τις Προφητείες. Θα τον πολεμώ, κι αυτόν και όλους σας, μέχρι την Τελευταία Μάχη. Μέχρι την τελευταία μου ανάσα!»

«Δεν είσαι υποχρεωμένος. Μια προφητεία είναι απλώς ένα σύμβολο για τα πράγματα στα οποία ελπίζουν οι άνθρωποι. Αν εκπληρώσεις τις Προφητείες, αυτό θα σε δεσμεύσει σε ένα δρόμο που οδηγεί στην Τάρμον Γκάι'ντον και το θάνατό σου. Η Μογκέντιεν και ο Σαμαήλ μπορούν να εξοντώσουν το σώμα του. Ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους μπορεί να εξοντώσει την ψυχή σου. Πρόκειται για ένα τέλος απόλυτο και οριστικό. Ποτέ δεν θα ξαναγεννηθείς, όσο κι αν γυρνά ο Τροχός του Χρόνου!»

«Όχι!»

Στάθηκε να τον κοιτάζει ώρα πολλή· το βλέμμα του σχεδόν διέκρινε μια ζυγαριά, να συγκρίνει εναλλακτικές λύσεις. «Θα μπορούσα να σε πάρω μαζί μου», του είπε τελικά. «Θα μπορούσα να σε υποτάξω στον Μέγα Άρχοντα, ό,τι κι αν θέλεις ή πιστεύεις. Υπάρχουν τρόποι».

Κοντοστάθηκε, ίσως για να δει αν τον άγγιζαν τα λόγια της. Στη ράχη του κυλούσε ιδρώτας, όμως την κοίταζε μια με ήρεμη έκφραση. Είτε του δινόταν μια ευκαιρία, είτε όχι, έπρεπε να κάνει κάτι. Η δεύτερη απόπειρά του να φτάσει το σαϊντίν χτύπησε μάταια πάνω στο αόρατο εκείνο φράγμα. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί, σαν να συλλογιζόταν. Το Καλαντόρ ήταν πίσω του, άπιαστο όσο και η άλλη πλευρά του ωκεανού Άρυθ. Το μαχαίρι της ζώνης του βρισκόταν στο τραπέζι πλάι στο κρεβάτι, μαζί με μια μισοτελειωμένη αλεπού την οποία σκάλιζε. Οι άμορφοι όγκοι του λιωμένου μέταλλου τον κορόιδευαν από το τζάκι, ένας καλοντυμένος άνθρωπος περνούσε από τις πόρτες κρατώντας ένα μαχαίρι, βιβλία βρίσκονταν παντού ολόγυρα. Στράφηκε ξανά στη Λανφίαρ, σφίγγοντας το κορμί του.

«Πάντα ήσουν πεισματάρης», μουρμούρισε αυτή. «Αυτή τη φορά δεν θα σε πάρω. Θέλω να έρθεις μαζί μου με τη δική σου θέληση. Και θα το πετύχω. Τι συμβαίνει; Κατσούφιασες».

Ένας άντρας περνά από τις πόρτες κρατώντας ένα μαχαίρι· το βλέμμα του είχε γλιστρήσει πάνω σε αυτό τον άνθρωπο σχεδόν χωρίς να τον βλέπει πραγματικά. Ενστικτωδώς, έσπρωξε τη Λανφίαρ στην άκρη και άπλωσε προς την Αληθινή Πηγή· όταν άγγιξε τη θωράκιση που τον έφραζε, αυτή χάθηκε, και το σπαθί βρέθηκε στα χέρια του με μορφή χρυσοκόκκινης φλόγας. Ο άνθρωπος όρμησε πάνω του, κρατώντας το μαχαίρι χαμηλά και με τη μύτη γυρισμένη πάνω, έτοιμος για ένα φονικό χτύπημα. Ακόμα και τότε, του ήταν δύσκολο να διατηρήσει το βλέμμα σ' αυτό τον άντρα. Εντούτοις, ο Ραντ έκανε έναν άψογο ελιγμό και ο Άνεμος Που Φυσά Πάνω Από Τον Τοίχο έκοψε το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι και κατέληξε να τρυπήσει την καρδιά του εχθρού. Για μια στιγμή κοίταξε τα μουντά μάτια του άλλου —ήταν στερημένα ζωής, ενώ η καρδιά του ακόμα αντλούσε αίμα― και ύστερα τράβηξε πίσω τη λεπίδα.

«Ένας Φαιός». Ο Ραντ πήρε μια ανάσα, που έμοιαζε να είναι η πρώτη εδώ και ώρες. Το πτώμα στα πόδια του ήταν σε ελεεινή κατάσταση, το αίμα κυλούσε στο χαλί με τα σπειροειδή σχέδια, αλλά τώρα δεν δυσκολευόταν να εστιάσει το βλέμμα του πάνω στον άντρα. Πάντα έτσι συνέβαινε με τους ασασίνους της Σκιάς· όταν τους έπαιρνες είδηση, συνήθως ήταν πολύ αργά. «Δεν είναι λογικό. Μπορούσες να με σκοτώσεις πανεύκολα. Γιατί να μου αποσπάσεις την προσοχή, ώστε να μου χιμήξει στα κρυφά ένας Φαιός;»

Η Λανφίαρ τον κοίταζε επιφυλακτικά. «Εγώ δεν χρησιμοποιώ τους Άψυχους. Σου είπα ότι υπάρχουν... διαφωνίες μεταξύ των Εκλεκτών. Φαίνεται ότι λάθεψα μια μέρα στην κρίση μου, αλλά ακόμα υπάρχει χρόνος για να έρθεις μαζί μου. Για να μάθεις. Για να ζήσεις. Με αυτό το σπαθί», είπε σχεδόν χλευαστικά, «δεν κάνεις ούτε το ένα δέκατο απ' όσα μπορείς. Έλα μαζί μου και μάθε. Ή μήπως θέλεις να με σκοτώσεις τώρα; Σε έλυσα για να υπερασπιστείς τον εαυτό σου».

Η φωνή της, η στάση της, όλα έλεγαν ότι περίμενε μια επίθεση, ή τουλάχιστον ότι ήταν έτοιμη να την αποκρούσει, αλλά δεν ήταν αυτό που τον σταμάτησε, όπως και δεν τον είχε σταματήσει το γεγονός ότι είχε λύσει τα δεσμά του πριν. Ήταν μια Αποδιωγμένη· υπηρετούσε το κακό τόσον καιρό, που μπροστά της οι Μαύρες αδελφές φάνταζαν νεογέννητα μωρά. Όμως ο Ραντ έβλεπε μια γυναίκα. Έβρισε τον εαυτό του, τον είπε και τον ξαναείπε ηλίθιο, όμως δεν μπορούσε να το κάνει. Ίσως, αν η Λανφίαρ είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει. Ίσως τότε. Αλλά τώρα το μόνο που έκανε ήταν να στέκεται εκεί, να παρακολουθεί, να περιμένει. Το δίχως άλλο, ήταν έτοιμη να κάνει πράγματα με τη Δύναμη που αυτός δεν ήξερε καν ότι γίνονταν, αν προσπαθούσε να την αιχμαλωτίσει. Είχε καταφέρει να φράξει την Ηλαίην και την Εγκουέν, αλλά αυτό ήταν από τα πράγματα που μπορούσε να κάνει δίχως σκέψη κι ο τρόπος που το είχε κάνει ήταν θαμμένος βαθιά στο μυαλό του. Μπορούσε μόνο να θυμηθεί ότι το είχε κάνει, όχι το πώς. Τουλάχιστον είχε αδράξει γερά το σαϊντίν· δεν θα τον αιφνιδίαζε με τον ίδιο τρόπο. Το μίασμα, που του ανακάτωνε το στομάχι, δεν ήταν τίποτα· το σαϊντίν ήταν η ζωή, ίσως όχι μόνο με μία έννοια.

Μια ξαφνική σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό του σαν θερμή πηγή. Οι Αελίτες. Ακόμα κι ένας Φαιός θα έβρισκε ότι ήταν αδύνατο να περάσει κρυφά από πόρτες τις οποίες παρακολουθούσαν πέντ' έξι Αελίτες.

«Τι τους έκανες;» Η φωνή του ήχησε σκληρή, καθώς πισωπατούσε προς τις πόρτες με το βλέμμα του πάνω της. Αν αυτή χρησιμοποιούσε τη Δύναμη, ίσως κάτι να τον προειδοποιούσε. «Τι έκανες στους Αελίτες απ' έξω;»

«Τίποτα», αποκρίθηκε εκείνη ψυχρά. «Μη βγεις έξω. Ίσως να είναι απλώς μια δοκιμή για να δουν πόσο ευπρόσβλητος είσαι, αλλά ακόμα και μια δοκιμή μπορεί να σε σκοτώσει, αν είσαι ανόητος».

Αυτός άνοιξε διάπλατα το αριστερό φύλλο της πόρτας και αντίκρισε μια σκηνή τρέλας.

Загрузка...