52 Ανάγκη

Για μια στιγμή, η Νυνάβε στάθηκε στην Καρδιά της Πέτρας χωρίς να τη βλέπει, χωρίς να σκέφτεται καθόλου τον Τελ'αράν'ριοντ. Η Εγκήνιν ήταν Σωντσάν. Ήταν από εκείνους τους αχρείους, που είχαν βάλει περιλαίμιο στην Εγκουέν και είχαν προσπαθήσει να βάλουν και στην ίδια. Ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν. Η Εγκήνιν ήταν Σωντσάν και είχε κερδίσει ύπουλα τη συμπάθεια της Νυνάβε. Οι αληθινές φίλες ήταν πολύ σπάνιες από τότε που είχαν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ. Το να βρεις μια και μετά να τη χάσεις έτσι...

«Πιο πολύ τη μισώ γι' αυτό», μούγκρισε και σταύρωσε τα χέρια σφιχτά. «Με έκανε να τη συμπαθήσω και δεν μπορώ να το αλλάξω τώρα, αλλά τη μισώ γι' αυτό!» Λέγοντάς το φωναχτά, δεν έβγαινε καθόλου νόημα. «Δεν χρειάζεται να έχει νόημα». Γέλασε χαμηλόφωνα, κουνώντας πικρά το κεφάλι. «Και υποτίθεται ότι είμαι Άες Σεντάι». Αλλά δεν έπρεπε να στέκεται εκεί ζαλισμένη σαν χαζοκόριτσο.

Το Καλαντόρ λαμπύριζε ― το κρυστάλλινο σπαθί, που υψωνόταν από τις πλάκες του δαπέδου, κάτω από το μεγάλο θόλο. Οι ογκώδεις κολώνες από κοκκινόπετρα απλώνονταν ολόγυρα σχηματίζοντας σειρές όλο σκιές σε εκείνο το αλλόκοτο, θαμπό φως που ερχόταν από παντού. Δεν δυσκολεύτηκε να θυμηθεί την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν, να τη φανταστεί ξανά. Αν ήταν φαντασία πριν. Αν ήταν φαντασία τώρα. Τα πάντα μπορεί να κρύβονταν εδώ. Ένα καλό, γερό ραβδί εμφανίστηκε στα χέρια της καθώς κοίταζε ανάμεσα στις κολώνες. Πού ήταν η Εγκουέν; Σίγουρα θα την έκανε να περιμένει, τέτοια που ήταν. Αυτό το ημίφως. Πού ήξερε αν δεν υπήρχε κάτι που ετοιμαζόταν να της χιμήξει από...

«Τι παράξενο φόρεμα, Νυνάβε».

Μόλις που κατάφερε να πνίξει μια κραυγή και γύρισε με μια βαριά κίνηση, κουδουνίζοντας, με την καρδιά να βροντοχτυπά. Η Εγκουέν στεκόταν στην άλλη μεριά του Καλαντόρ. Μαζί της ήταν δύο γυναίκες με φαρδιές φούστες και σκούρες εσάρπες πάνω από λευκές μπλούζες, οι οποίες είχαν μαντίλια στα χιονόλευκα μαλλιά, που χύνονταν ως τη μέση τους. Η Νυνάβε ξεροκατάπιε —ευχήθηκε να μην το πρόσεξαν― και προσπάθησε να ηρεμήσει την αναπνοή της. Μα να τη ζυγώνουν έτσι!

Τη μια Αελίτισσα την ήξερε από την περιγραφή της Εγκουέν· το πρόσωπο της Αμυς ήταν πολύ νεανικό για τέτοια μαλλιά, που όμως, απ' ό,τι φαινόταν, ήταν σχεδόν αργυρά από μικρό παιδί. Η άλλη, λεπτή και κοκαλιάρα, είχε αχνογάλανα μάτια και τραχύ, ηλιοψημένο, ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Αυτή πρέπει να ήταν η Μπάιρ ― η πιο σκληρή από τις δύο, κατά τη γνώμη της Νυνάβε τώρα που τις έβλεπε, όχι ότι η Άμυς ήταν καμιά... Παράξενο φόρεμα; Κουδούνιζα;

Κοίταξε τον εαυτό της και άφησε μια κοφτή κραυγή. Το φόρεμά της έμοιαζε αόριστα με ενδυμασία των Δύο Ποταμών ― αν μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι γυναίκες των Δύο Ποταμών είχαν φορέματα από ατσάλινη, πλεχτή πανοπλία με ελάσματα σαν εκείνα που είχε δει στο Σίναρ. Πώς μπορούσαν οι άντρες να τρέχουν και να πηδάνε στη σέλα φορώντας τα; Αυτή η ενδυμασία την πίεζε στους ώμους, σαν να ζύγιζε πενήντα κιλά. Το ραβδί τώρα ήταν από μέταλλο, μυτερό στην άκρη με κάτι σαν αστραφτερό, ατσάλινο αγκάθι. Χωρίς να αγγίξει το κεφάλι της, ήξερε ότι φορούσε κάτι σαν κράνος. Έγινε κατακόκκινη και συγκέντρωσε την προσοχή της, τα άλλαξε όλα και έγιναν καλά, μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών και ραβδί πεζοπορίας. Ήταν ωραίο που είχε ξανά τα μαλλιά της πλεγμένα σε μια πλεξούδα που κρεμόταν στον ώμο της.

«Οι ανεξέλεγκτες σκέψεις είναι ενοχλητικές όταν βαδίζεις στο όνειρο», είπε η Μπάιρ με μια ψιλή φωνή που έδειχνε δύναμη. «Πρέπει να μάθει να τις ελέγχεις, αν θέλεις να συνεχίσεις».

«Μια χαρά ελέγχω τις σκέψεις μου, ευχαριστώ πολύ», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Το —» Δεν ήταν μόνο η φωνή της Μπάιρ ψιλή. Οι δύο Σοφές έμοιαζαν... ομιχλώδεις και η Εγκουέν, που φορούσε μια φορεσιά ιππασίας στο χρώμα του ουρανού, ήταν σχεδόν διαφανής. «Τι πάθατε; Γιατί είστε έτσι;»

«Προσπάθησε κι εσύ να μπεις στον Τελ'αράν'ριοντ όταν είσαι μισοκοιμισμένη στη σέλα σου», είπε στεγνά η Εγκουέν. Έμοιαζε να τρεμοφέγγει. «Είναι πρωί στην Τρίπτυχη Γη και ταξιδεύουμε. Χρειάστηκε να πείσω την Άμυς για να έρθω, επειδή φοβόμουν ότι θα ανησυχείς».

«Και χωρίς τα άλογα είναι αρκετά δύσκολο», είπε η Άμυς, «να κοιμάσαι ανάλαφρα, ενώ θέλεις να είσαι ξύπνια. Η Εγκουέν ακόμα δεν το έμαθε».

«Θα το μάθω», είπε η Εγκουέν με έναν ενοχλημένο, αποφασισμένο τόνο. Πάντα ήταν βιαστική και πεισματάρα όταν ήθελε να μάθει κάτι· αν αυτές οι Σοφές δεν της τραβούσαν το αφτί, ποιος ξέρει πού θα έμπλεκε.

Η Νυνάβε σταμάτησε να ανησυχεί για την Εγκουέν και τα μπλεξίματά της, όταν η νεότερη γυναίκα άρχισε να της λέει για τους Τρόλοκ και τα Ντραγκχάρ που είχαν επιτεθεί στο Φρούριο της Κρυόπετρας· για τη Σεάνα, μια Σοφή ονειροβάτισσα, μεταξύ των νεκρών· για τον Ραντ, που ξεσήκωνε το Τάαρνταντ Άελ να πάει γρήγορα σε αυτό το μέρος, το Άλκαιρ Νταλ, παραβιάζοντας, απ' ό,τι φαινόταν, κάθε έθιμο και στέλνοντας αγγελιοφόρους να φέρουν κι άλλες φυλές. Το αγόρι δεν εκμυστηρευόταν τις προθέσεις του σε κανέναν, οι Αελίτες ήταν νευρικοί και η Μουαραίν μασούσε τα νύχια της. Η σύγχυση της Μουαραίν θα της έφερνε ανακούφιση —έλπιζε με κάποιον τρόπο να ξέφευγε από την επιρροή αυτής της γυναίκας― αν η Εγκουέν δεν έσμιγε τα φρύδια ανήσυχη.

«Δεν ξέρω αν είναι τρελός ή αν έχει σχέδιο», κατέληξε η Εγκουέν. «Και τα δύο θα τα άντεχα, αρκεί να ήξερα. Νυνάβε, παραδέχομαι ότι αυτό που μου φέρνει αγωνία τώρα δεν είναι η προφητεία ή η Τάρμον Γκάι'ντον. Μπορεί να είναι ανοησία, αλλά υποσχέθηκα στην Ηλαίην να τον προσέχω και δεν ξέρω πώς».

Η Νυνάβε έκανε το γύρο του κρυστάλλινου σπαθιού και έφερε το χέρι της γύρω από τους ώμους της Εγκουέν. Τουλάχιστον ήταν απτή, αν και έμοιαζε με είδωλο σε θολωμένο καθρέφτη. Η λογική του Ραντ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό, καμία παρηγοριά δεν είχε να προσφέρει. Η Εγκουέν ήταν εκεί κι αυτή θα τον φρόντιζε. «Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για την Ηλαίην είναι να του πεις να διαβάσει αυτά που του έγραψε. Μερικές φορές ανησυχεί γι' αυτό· δεν μιλάει, αλλά νομίζω ότι φοβάται πως είπε περισσότερα απ' όσα έπρεπε. Αν πιστεύει ότι είναι παθιασμένη γι' αυτόν, τότε είναι πιθανό να νιώσει κι αυτός το ίδιο, πράγμα που δεν θα της κάνει καθόλου κακό. Τουλάχιστον έχουμε μερικά καλά νέα από το Τάντσικο. Μερικά». Όταν της εξήγησε, όμως, δεν φαινόταν να δικαιολογείται η λέξη «καλά».

«Αρα ακόμα δεν ξέρετε τι ψάχνουν», είπε η Εγκουέν όταν τελείωσε η Νυνάβε, «αλλά και να ξέρατε, αυτές είναι εκεί ήδη και μπορεί να το βρουν πρώτες».

«Αν περνά από το χέρι μου, όχι». Η Νυνάβε στύλωσε το σίγουρο, ήρεμο βλέμμα της στις δύο Σοφές. Απ' όσα της είχε πει η Ηλαίην, η Αμυς ήταν απρόθυμη να της προσφέρει οτιδήποτε πέρα από προειδοποιήσεις, επομένως θα έπρεπε να δείξει σιγουριά. Οι δύο γυναίκες ήταν τόσο αμυδρές, που έλεγες ότι ένα φύσημα αρκούσε για να τις διαλύσει σαν ομίχλη. «Η Ηλαίην νομίζει ότι ξέρετε διάφορα κόλπα στα όνειρα. Υπάρχει τρόπος να μπω στα όνειρα της Αμάθιρα για να δω αν είναι Σκοτεινόφιλη;»

«Ανόητη μικρή». Τα μακριά μαλλιά της Μπάιρ τινάχτηκαν όταν κούνησε το κεφάλι της. «Άες Σεντάι βέβαια, αλλά δεν παύεις να είσαι μια ανόητη μικρή. Το να μπεις στα όνειρα κάποιας άλλης είναι επικίνδυνο, εκτός αν σε ξέρει και σε περιμένει. Είναι δικό της όνειρο, όχι όπως εδώ. Εκεί, αυτή η Αμάθιρα θα ελέγχει τα πάντα. Ακόμα κι εσένα».

Ήταν σίγουρη ότι αυτός ήταν ο τρόπος. Την ενόχλησε που μάθαινε ότι δεν γινόταν. Αλλά «ανόητη μικρή»;

«Δεν είμαι μικρή», είπε απότομα. Της ήρθε να τραβήξει την κοτσίδα της, αλλά αντίθετα έσφιξε τη γροθιά στο πλευρό της· για κάποιο λόγο, τον τελευταίο καιρό ένιωθε παράξενα όταν τραβούσε τις κοτσίδες της. «Ήμουν Σοφία στο Πεδίο του Έμοντ πριν γίνω... Άες Σεντάι» —τώρα δεν δυσκολευόταν σχεδόν καθόλου να πει το ψέμα― «και έλεγα σε γυναίκες μεγάλες σαν και σας πότε να κάτσουν κάτω και να κλείσουν το στόμα. Αν ξέρετε πώς να με βοηθήσετε, πείτε το και μην αρχίζετε τις ανόητες προειδοποιήσεις για το τι είναι επικίνδυνο. Ξέρω πότε υπάρχει κίνδυνος».

Ξαφνικά κατάλαβε ότι, αντί για μία, τώρα είχε δύο πλεξούδες, μια πάνω από κάθε αφτί, οι οποίες είχαν πλεγμένες μέσα τους κόκκινες κορδέλες, που σχημάτιζαν ένα φιόγκο στην άκρη. Η φούστα της ήταν τόσο κοντή που έδειχνε τα γόνατά της, φορούσε μια φαρδιά, λευκή φούστα σαν τις Σοφές, ενώ τα παπούτσια και οι κάλτσες της είχαν χαθεί. Πώς είχε γίνει αυτό; Σίγουρα ποτέ της δεν είχε σκεφτεί να φορέσει κάτι τέτοιο. Η Εγκουέν βιάστηκε να κρύψει το στόμα με το χέρι. Ήταν αποσβολωμένη; Σίγουρα πάντως αποκλείεται να γελούσε.

«Οι ανεξέλεγκτες σκέψεις», είπε η Άμυς, «μπορεί να είναι πράγματι πολύ ενοχλητικές, Νυνάβε Σεντάι, μέχρι να μάθεις». Παρά τον αδιάφορο τόνο της, τα χείλη της σάλεψαν, σαν να ήταν έτοιμη να γελάσει.

Η Νυνάβε μόλις που κατάφερε να μείνει ανέκφραστη. Δεν μπορεί να το προκαλούσαν αυτές. Δεν μπορεί! Πάλεψε να αλλάξει ξανά, και ήταν πράγματι μια πάλη, σαν κάτι να την κρατούσε όπως ήταν. Τα μάγουλά της γίνονταν ολοένα και πιο κόκκινα. Ξαφνικά, πάνω που ήταν έτοιμη να υποχωρήσει και να ζητήσει τη συμβουλή τους, ή ακόμα και βοήθεια, τα ρούχα και τα μαλλιά της ξανάγιναν όπως ήταν. Κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών της με χαρά μέσα στα ωραία, γερά παπούτσια της. Ήταν πράγματι μια παράξενη, αδέσποτη σκέψη. Πάντως δεν θα ανέφερε τις υποψίες της· φαίνονταν να το απολαμβάνουν, ακόμα και η Εγκουέν. Δεν είμαι εδώ για κανένα χαζοδιαγωνισμό. Δεν θα το καταδεχτώ.

«Αφού δεν μπορώ να μπω στο όνειρό της, μπορώ να τη φέρω στον Κόσμο των Ονείρων; Χρειάζομαι έναν τρόπο να της μιλήσω».

«Δεν θα σου το διδάσκαμε, ακόμα κι αν ξέραμε πώς», είπε η Άμυς, σφίγγοντας γύρω της θυμωμένα την εσάρπα της. «Είναι πράγμα του κακού αυτό που ζητάς, Νυνάβε Σεντάι».

«Εδώ θα ήταν ανήμπορη, όσο εσύ στο δικό της όνειρο». Η λεπτή φωνή της Μπάιρ ήταν σκληρή, σαν σίδερο. «Δεν πρέπει να φέρεις ποτέ κανέναν στο όνειρο ― τούτο το μάθημα παραδίνεται από τη μια ονειροβάτισσα στην άλλη, ξεκινώντας από την πρώτη. Λέγεται ότι αυτό έκανε η Σκιά τις τελευταίες μέρες της Εποχής των Θρύλων».

Η Νυνάβε κούνησε τα πόδια της κάτω από εκείνες τις σκληρές ματιές· συνειδητοποίησε ότι είχε το χέρι γύρω από την Εγκουέν και έμεινε ακίνητη. Δεν θα έδειχνε στην Εγκουέν ότι την τάραζαν. Όχι ότι την είχαν ταράξει. Μπορεί να είχε σκεφτεί πώς ήταν να την τραβούν μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών πριν εκλεγεί Σοφία, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με τις Σοφές. Σιγουριά, αυτό ήθελε... Την κοίταζαν. Μπορεί να ήταν αχνές αυτές οι γυναίκες, αλλά στο βλέμμα μπορούσαν να παραβγούν με τη Σιουάν Σάντσε. Ειδικά η Μπάιρ. Όχι ότι τη φόβιζαν, αλλά τώρα έβλεπε ότι θα ήταν μια καλή ιδέα να δείξει λίγη σύνεση. «Η Ηλαίην κι εγώ χρειαζόμαστε βοήθεια. Το Μαύρο Άτζα είναι κοντά σε κάτι που μπορεί να βλάψει τον Ραντ. Αν το βρουν πριν από μας, ίσως μπορέσουν να τον ελέγξουν. Πρέπει να το βρούμε πρώτες. Αν υπάρχει κάτι άλλο που μπορείτε να κάνετε, κάτι που μπορείτε να μου πείτε... Οτιδήποτε».

«Άες Σεντάι», είπε η Άμυς, «ακόμα και την παράκληση την κάνεις να μοιάζει με απαίτηση». Το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε —απαίτηση; Μα μόνο που δεν τις είχε ικετέψει! Απαίτηση, αν ήταν δυνατόν!― αλλά η Αελίτισσα δεν φάνηκε να το προσέχει. Ή ίσως είχε προτιμήσει να το αγνοήσει. «Όμως όταν υπάρχει κίνδυνος για τον Ραντ αλ'Θόρ... Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στη Σκιά να τον αποκτήσει. Υπάρχει τρόπος».

«Επικίνδυνο». Η Μπάιρ κούνησε δυνατά το κεφάλι. «Η νεαρή γυναίκα εδώ ξέρει λιγότερα απ’ όσα ήξερε η Εγκουέν όταν ήρθε σε μας. Είναι πολύ επικίνδυνο γι' αυτήν».

«Τότε ίσως θα μπορούσα —» άρχισε να λέει η Εγκουέν και οι δύο Σοφές τη διέκοψαν σαν μία.

«Θα ολοκληρώσεις την εκπαίδευσή σου· βιάζεσαι πολύ να πας πέρα απ' όσα ξέρεις», είπε κοφτά η Μπάιρ, την ίδια στιγμή που η Άμυς της μιλούσε καθόλου πιο μαλακά. «Δεν είσαι στο Τάντσικο, δεν ξέρεις το μέρος και δεν έχεις την ανάγκη που έχει η Νυνάβε. Αυτή είναι ο κυνηγός».

Κάτω από εκείνα τα σκληρά βλέμματα, η Εγκουέν καταλάγιασε μουτρωμένη και οι δύο Σοφές κοιτάχτηκαν. Στο τέλος η Μπάιρ σήκωσε τους ώμους και ύψωσε την εσάρπα γύρω από το πρόσωπό της· προφανώς αποποιούνταν κάθε ευθύνη για το όλο ζήτημα.

«Είναι επικίνδυνο», είπε η Άμυς. Το έκανε να ακουστεί σαν να ήταν επικίνδυνο να ανασαίνεις στον Τελ'αράν'ριοντ.

«Θα —!» Η Νυνάβε σταμάτησε να μιλάει, καθώς το βλέμμα της Άμυς σκλήρυνε κι άλλο· αν τη ρωτούσες πριν, θα έλεγε ότι ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο. Κράτησε σταθερά την εικόνα των ρούχων της όπως ήταν τώρα —φυσικά, δεν είχαν καμία σχέση με εκείνη την αλλαγή αυτές οι δύο· απλώς της φάνηκε σοφό να βεβαιωθεί ότι το φόρεμα της θα έμενε όπως ήταν― και άλλαξε αυτό που πήγαινε να πει. «Θα προσέχω».

«Δεν είναι δυνατό», της είπε ανέκφραστα η Άμυς, «αλλά δεν ξέρω άλλον τρόπο. Το κλειδί είναι η ανάγκη. Όταν είναι πολλοί στο φρούριο, η φυλή πρέπει να χωριστεί, οπότε υπάρχει ανάγκη για νερό στο καινούριο φρούριο. Αν δεν είναι γνωστή κάποια τοποθεσία με νερό, ίσως καλέσουν κάποια από μας για να βρει μια. Το κλειδί τότε είναι η ανάγκη για μια κατάλληλη κοιλάδα ή φαράγγι, όχι πολύ μακριά από την πρώτη, που να έχει νερό. Αν συγκεντρωθείς στην ανάγκη, αυτό θα σε φέρει κοντά σ' αυτό που θέλεις. Αν συγκεντρωθείς πάλι στην ανάγκη, θα σε φέρει κοντύτερα. Κάθε βήμα θα σε φέρνει κοντύτερα, ώσπου στο τέλος όχι μόνο θα είσαι στην κοιλάδα, αλλά θα στέκεσαι δίπλα εκεί που θα βρεθεί νερό. Μπορεί να είναι πιο δύσκολο για σένα επειδή δεν ξέρεις τι ακριβώς αναζητάς, αλλά μπορεί το βάθος της ανάγκης να το αναπληρώσει αυτό. Και ξέρεις ήδη κατά προσέγγιση πού βρίσκεται ― σ' αυτό το παλάτι.

»Να ποιος είναι ο κίνδυνος τώρα, που πρέπει να τον έχεις κατά νου». Η Σοφή έγειρε προς το μέρος της γεμάτη ένταση και υπογράμμισε τα λόγια της με έναν τόνο κοφτερό, σαν τη ματιά της. «Κάθε βήμα γίνεται στα τυφλά, με τα μάτια κλεισμένα. Δεν μπορείς να ξέρεις πού θα βρίσκεσαι όταν θα ανοίξεις τα μάτια. Και σίγουρα δεν σε βοηθήσει καθόλου αν τελικά βρεις νερό, αλλά στέκεσαι σε μια φωλιά γεμάτη οχιές. Τα μακριά, φαρμακερά δόντια του βασιλιά των βουνών θα σε σκοτώσουν γρήγορα, τόσο στο όνειρο, όσο και στην πραγματικότητα. Νομίζω ότι αυτές οι γυναίκες που λέει η Εγκουέν θα σε σκοτώσουν πιο γρήγορα από το φίδι».

«Το έκανα αυτό», αναφώνησε η Εγκουέν. Η Νυνάβε την ένιωσε να τινάζεται όταν οι Αελίτισσες έστρεψαν πάνω της το βλέμμα τους. «Πριν σας συναντήσω», είπε βιαστικά. «Πριν πάμε στο Δάκρυ».

Ανάγκη. Η Νυνάβε ένιωθε πιο φιλικά προς τις Αελίτισσες τώρα που η μια της είχε πει κάτι χρήσιμο. «Πρέπει να έχετε το νου σας στην Εγκουέν», είπε και την αγκάλιασε, για να δείξει ότι το εννοούσε με στοργή. «Έχεις δίκιο, Μπάιρ. Θα προσπαθήσει να κάνει περισσότερα απ' όσα ξέρει. Πάντα έτσι έκανε». Για κάποιο λόγο, η Μπάιρ κοίταξε την ίδια, υψώνοντας το λευκό φρύδι της.

«Δεν νομίζω να είναι έτσι», είπε η Αμυς στεγνά. «Τώρα είναι υπάκουη μαθήτρια. Σωστά, Εγκουέν;»

Το στόμα της Εγκουέν σφιγγόταν με μια πεισματάρικη έκφραση. Αυτές οι Σοφές δεν την ήξεραν καλά, αν νόμιζαν ότι μια γυναίκα από τους Δύο Ποταμούς μπορούσε να είναι υπάκουη. Πάντως δεν είπε τίποτα. Αυτό ήταν αναπάντεχο. Απ' ό,τι φαινόταν, οι Αελίτισσες ήταν σκληρές σαν τις Άες Σεντάι.

Η ώρα που είχε ορίσει περνούσε και την πλημμύρισε ανυπομονησία να δοκιμάσει την καινούρια μέθοδο· αν η Ηλαίην την ξυπνούσε, ίσως να έκανε ώρες μέχρι να ξανακοιμηθεί. «Σε επτά μέρες», είπε, «μια από μας θα σας ξανασυναντήσει εδώ».

Η Εγκουέν ένευσε. «Σε επτά μέρες ο Ραντ θα έχει εμφανιστεί στους αρχηγούς φατριών ως Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή και οι Αελίτες θα είναι όλοι στο πλευρό του». Τα μάτια των Σοφών ανοιγόκλεισαν βιαστικά και η Άμυς έσιαξε την εσάρπα της· η Εγκουέν δεν το είδε. «Το Φως μόνο ξέρει τι σκοπεύει να κάνει μετά».

«Σε επτά μέρες», είπε η Νυνάβε, «εγώ και η Ηλαίην θα έχουμε πάρει από τη Λίαντριν αυτό που κυνηγά, ό,τι κι αν είναι». Αλλιώς, πιθανότατα, θα το είχε το Μαύρο Άτζα. Οι Σοφές, λοιπόν, δεν ήταν βέβαιες ότι οι Αελίτες θα ακολουθούσαν τον Ραντ, όπως η Εγκουέν δεν ήταν βέβαιη για τα σχέδιά του. Πουθενά δεν υπήρχε βεβαιότητα. Αλλά δεν υπήρχε λόγος να φορτώσει κι άλλες αμφιβολίες στην Εγκουέν. «Όταν σας ξαναδεί μια από μας, θα τις έχουμε δέσει από τη μύτη και θα τις κουβαλάμε στον Πύργο μέσα σε τσουβάλια για να δικαστούν».

«Προσπάθησε να δείξεις προσοχή, Νυνάβε. Ξέρω ότι δεν το καταφέρνεις, αλλά προσπάθησε. Πες το αυτό και στην Ηλαίην. Δεν είναι τόσο... τολμηρή... όσο εσύ, αλλά πλησιάζει». Η Άμυς και η Μπάιρ ακούμπησαν καθεμιά το χέρι στον ώμο την Εγκουέν και μετά χάθηκαν.

Προσπάθησε να δείξεις προσοχή; Ανόητη μικρή. Πάντα έδειχνε προσοχή. Τι ήθελε να πει η Εγκουέν αντί για «τολμηρή»; Η Νυνάβε σταύρωσε σφιχτά τα χέρια, αντί να τραβήξει την πλεξούδα της. Ίσως να ήταν καλύτερα που δεν ήξερε.

Κατάλαβε ότι δεν είχε πει στην Εγκουέν για την Εγκήνιν. Μπορεί να ήταν καλύτερα έτσι, για να μην ξαναζωντανέψει τις αναμνήσεις που είχε η Εγκουέν από την αιχμαλωσία της. Η Νυνάβε θυμόταν πολύ καλά τους εφιάλτες της άλλης γυναίκας, οι οποίοι είχαν διαρκέσει βδομάδες μετά την απελευθέρωση της, όταν ξυπνούσε ουρλιάζοντας ότι δεν θα την αλυσόδεναν. Καλύτερα να το άφηνε να ξεχαστεί. Στο κάτω-κάτω, η Εγκουέν δεν ήταν ανάγκη να συναντήσει ποτέ τη Σωντσάν. Που να καεί αυτή η γυναίκα! Να καεί η Εγκήνιν, να γίνει στάχτη! Να καεί!

«Ας μη σπαταλάω έτσι ασύνετα το χρόνο μου», είπε δυνατά. Τα λόγια της αντήχησαν στις ψηλές κολώνες. Τώρα που οι άλλες γυναίκες είχαν φύγει, οι κολώνες έμοιαζαν πιο δυσοίωνες από πριν, μια κρυψώνα για αθέατους παρατηρητές και πράγματα που θα σου ορμούσαν. Ήταν ώρα να φεύγει.

Στην αρχή, όμως, άλλαξε τα μαλλιά της και τα έκανε μια φούντα από μακριές, στενές κοτσίδες, ενώ το φόρεμά της έγινε σκούρο πράσινο μετάξι, που κολλούσε πάνω της. Ένα διάφανο πέπλο της κάλυπτε το στόμα και τη μύτη, πεταρίζοντας ελαφρά όταν ανάσαινε. Με μια γκριμάτσα, πρόσθεσε χάντρες από πράσινο νεφρίτη στα κοτσιδάκια. Αν κάποια Μαύρη αδελφή χρησιμοποιούσε ένα κλεμμένο τερ'ανγκριάλ για να μπει στον Κόσμο των Ονείρων και την έβλεπε στο Παλάτι της Πανάρχισσας, θα την περνούσε για μια απλή Ταραμπονέζα, που είχε βρεθεί εκεί με ένα συνηθισμένο όνειρο. Κάποιες, όμως, την ήξεραν εξ όψεως. Σήκωσε μερικές κοτσίδες στολισμένες με χάντρες και χαμογέλασε. Είχαν μελί χρώμα. Δεν είχε καταλάβει ότι ήταν δυνατόν αυτό. Αναρωτιέμαι πώς είμαι. Θα με γνωρίσουν τώρα;

Ξαφνικά, ένας ψηλός καθρέφτης σε υποστήριγμα βρέθηκε πλάι στο Καλαντόρ. Στο γυαλί του είδε τα καστανά μάτια της να γουρλώνουν από την έκπληξη, το τριανταφυλλένιο στόμα της να χάσκει. Είχε το πρόσωπο της Ρέντρα! Τα χαρακτηριστικά της τρεμόπαιξαν, τα μάτια και τα μαλλιά της σκούρυναν και μετά ξάνοιξαν· πασχίζοντας, τα επανέφερε στην όψη της ιδιοκτήτριας του πανδοχείου. Τώρα καμία δεν θα τη γνώριζε. Ας έμενε η Εγκουέν με την ιδέα ότι δεν ήξερε να προσέχει.

Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στο Τάντσικο, στο Παλάτι της Πανάρχισσας, στην ανάγκη. Κάτι επικίνδυνο για τον Ραντ, για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, η ανάγκη... Γύρω της ο Τελ'αράν'ριοντ άλλαξε· η Νυνάβε το ένιωσε, ένα γλίστρημα, ένα τράνταγμα, και άνοιξε τα μάτια ανυπόμονα για να δει τι είχε βρει.

Ήταν μια κρεβατοκάμαρα, μεγάλη όσο θα ήταν μαζί έξι δωμάτια της Αυλής των Τριών Δαμάσκηνων, με ζωγραφισμένα περιζώματα στους λευκούς, γυψωμένους τοίχους και χρυσές λάμπες κρεμασμένες σε επίχρυσες αλυσίδες από το ταβάνι. Τα ψηλά κολωνάκια του κρεβατιού άπλωναν σκαλισμένα κλωνιά και φύλλα προς τον ουρανό τους, πάνω από τα στρώματα. Μια γυναίκα, πολύ πριν από τη μέση ηλικία, στεκόταν αλύγιστη με τη ράχη ακουμπισμένη στο κολωνάκι, στο κάτω μέρος του κρεβατιού· ήταν πράγματι πολύ ωραία, με το στόμα της σουφρωμένο, όπως είχε συνηθίσει να κάνει τον τελευταίο καιρό και η Νυνάβε. Φορούσε στο κεφάλι ένα στέμμα από χρυσά, τριμερή φύλλα ανάμεσα σε ρουμπίνια και μαργαριτάρια, με ένα σεληνόλιθο πιο μεγάλο από αυγό χήνας, ενώ στο λαιμό της κρεμόταν ένα φαρδύ επιτραχήλιο, που έπεφτε ως τα γόνατα, γεμάτο με κεντημένα δέντρα. Εκτός από το στέμμα και το επιτραχήλιο, φορούσε μόνο τον ιδρώτα της, που γυάλιζε.

Τα φοβισμένα μάτια της ήταν στυλωμένα στη γυναίκα που καθόταν αναπαυτικά σε ένα χαμηλό καναπέ. Αυτή είχε την πλάτη γυρισμένη στη Νυνάβε και ήταν θαμπή, όπως η Εγκουέν πριν. Ήταν κοντή και μικροκαμωμένη, με μαύρα μαλλιά που κυλούσαν λυτά στους ώμους και μια πλατιά φούστα από ανοιχτό κίτρινο μετάξι, που σίγουρα δεν ήταν Ταραμπονέζικη. Η Νυνάβε δεν χρειάστηκε να δει το πρόσωπό της για να καταλάβει ότι είχε μεγάλα, γαλανά μάτια και αλεπουδίσια κοψιά, ούτε χρειάστηκε να δει τα δεσμά από Αέρα που συγκρατούσαν τη γυναίκα στο κολωνάκι για να καταλάβει ότι έβλεπε την Τεμάιλε Κιντερόντε.

«...μαθαίνεις τόσα πολλά όταν χρησιμοποιείς τα όνειρά σου, αντί να σπαταλάς τον ύπνο», έλεγε η Τεμάιλε με Καιρχινή προφορά, γελώντας. «Δεν το απολαμβάνεις; Τι να σου μάθω τώρα; Α, ξέρω. “Χίλιους Ναύτες Αγάπησα”». Κούνησε το δάχτυλό της δασκαλίστικα. «Κοίτα να μάθεις σωστά όλα τα λόγια, Αμάθιρα. Ξέρεις ότι δεν θα ήθελα να... Πού χάσκεις;»

Ξαφνικά, η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα στην κολώνα —η Αμάθιρα; Η Πανάρχισσα;― κοίταζε ίσια πάνω της. Η Τεμάιλε κουνήθηκε τεμπέλικα, σαν να ετοιμαζόταν να γυρίσει το κεφάλι.

Η Νυνάβε έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Ανάγκη.

Αλλαγή.

Η Νυνάβε έγειρε κατάκοπη στη στενή κολώνα και ρούφηξε αέρα σαν να είχε τρέξει είκοσι μίλια, χωρίς να αναρωτηθεί καν πού βρισκόταν. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε σαν μανιασμένο τύμπανο. Η φωλιά με τις οχιές που έλεγαν. Η Τεμάιλε Κιντερόντε. Η Μαύρη αδελφή για την οποία η Αμίκο είχε πει ότι απολάμβανε να προκαλεί πόνο, το απολάμβανε τόσο, ώστε είχε κάνει μια άλλη του Μαύρου Άτζα να το σχολιάσει. Κι η Νυνάβε δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σπίθα. Θα κατέληγε να στολίζει άλλο ένα κολωνάκι, πλάι στην Αμάθιρα. Φως μου! Ανατρίχιασε καθώς το έβλεπε με το νου της. Ησύχασε, γυναίκα! Έφυγες από κει. Έστω κι αν σε είδε η Τεμάιλε, αυτό που είδε ήταν μια γυναίκα με μελιά μαλλιά που εξαφανίστηκε, απλώς μια Ταραμπονέζα που είχε μπει στον Τελ'αράν'ριοντ για μια στιγμή, μέσα σε ένα συνηθισμένο όνειρο. Η Τεμάιλε αποκλείεται να την είχε αντιληφθεί αρκετή ώρα ώστε να νιώσει ότι μπορούσε να διαβιβάζει· έστω κι αν δεν μπορούσε να διαβιβάσει τώρα, η ικανότητα ήταν εκεί και μπορούσε να τη νιώσει κάθε γυναίκα που την είχε. Μόνο μια στιγμή. Με λίγη τύχη, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός για να τη νιώσει.

Τουλάχιστον τώρα ήξερε την κατάσταση της Αμάθιρα. Σίγουρα δεν ήταν σύμμαχος της Τεμάιλε. Αυτή η μέθοδος της έρευνας είχε ήδη δικαιώσει τη χρήση της. Αλλά δεν ήταν ακόμα αρκετό. Προσπάθησε να γαληνέψει την ανάσα της και κοίταξε γύρω.

Σειρές από λεπτές, λευκές κολώνες εκτείνονταν παντού σε έναν πελώριο, σχεδόν τετράγωνο θάλαμο με λείες, γυαλισμένες, λευκές πλάκες στο δάπεδο και επιχρυσωμένα ανάγλυφα στην οροφή. Ένα χοντρό σκοινί από λευκό μετάξι διέτρεχε την περιφέρεια του θαλάμου, πάνω σε πάσσαλους από γυαλισμένο, μαύρο ξύλο, που την έφταναν ως τη μέση, σταματώντας μόνο στα σημεία που θα εμπόδιζε τις εισόδους με τις διπλές αψίδες. Στους τοίχους υπήρχαν στηρίγματα, ανοιχτά ντουλάπια και οστά από αλλόκοτα θηρία, ενώ άλλες θήκες με εκθέματα ήταν στο πάτωμα, κι αυτές περιφραγμένες με σκοινί. Ήταν η κύρια αίθουσα εκθεμάτων, σύμφωνα με την περιγραφή της Εγκουέν. Αυτό που αναζητούσε πρέπει να ήταν σ' αυτόν ακριβώς το θάλαμο. Το επόμενο βήμα της δεν θα ήταν τυφλό όσο το πρώτο· δεν υπήρχαν οχιές εδώ, δεν υπήρχαν Τεμάιλε.

Μια όμορφη γυναίκα εμφανίστηκε ξαφνικά, πλάι σε μια γυάλινη θήκη με τέσσερα σκαλισμένα πόδια στο κέντρο της αίθουσας. Δεν ήταν Ταραμπονέζα, μια και τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν κυματιστά στους ώμους της, όμως δεν ήταν αυτό που αιχμαλώτισε την προσοχή της Νυνάβε. Το φόρεμα της γυναίκας έμοιαζε να είναι από ομίχλη, μερικές φορές ασημί και αδιαφανές, άλλες γκρίζο και τόσο λεπτό, που έδειχνε καθαρά τα μέλη και το σώμα της. Απ' όπου κι αν είχε ονειρευτεί τον εαυτό της εδώ, σίγουρα είχε ζωηρή φαντασία για να σκεφτεί κάτι τέτοιο! Σίγουρα μπροστά του δεν συγκρίνονταν ακόμα και τα Ντομανά φορέματα, που προκαλούσαν σκάνδαλο.

Η γυναίκα χαμογέλασε στη γυάλινη θήκη και μετά προχώρησε πιο πέρα στην αίθουσα, σταματώντας στην άλλη μεριά για να εξετάσει κάτι που η Νυνάβε δεν μπορούσε να διακρίνει, κάτι σκούρο, πάνω σε ένα λευκό, πέτρινο υποστήριγμα.

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και άφησε τις μελιές κοτσίδες της. Η γυναίκα θα χανόταν πολύ γρήγορα· ελάχιστοι έμεναν για πολύ στον Τελ'αράν'ριοντ. Φυσικά, δεν είχε σημασία αν την έβλεπε η γυναίκα αυτή· σίγουρα δεν ήταν καμία από τη λίστα με τις Μαύρες αδελφές. Εντούτοις, έμοιαζε κάπως... Η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι πάλι είχε αρπάξει μια χούφτα κοτσίδες. Η γυναίκα... Από μόνο του το χέρι της είχε τραβήξει —απότομα― τις κοτσίδες της. Η Νυνάβε έμεινε να το κοιτάζει έκπληκτη· οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει, το χέρι της έτρεμε. Ήταν λες και το γεγονός ότι σκεφτόταν τη γυναίκα... Το μπράτσο της τρεμούλιασε, το χέρι προσπάθησε να της ξεριζώσει τα μαλλιά. Στο όνομα τον Φωτός, γιατί;

Η ομιχλώδης γυναίκα ακόμα στεκόταν μπροστά σε εκείνο το λευκό στήριγμα μακριά. Το τρεμούλιασμα από το μπράτσο της Νυνάβε απλώθηκε στον ώμο της. Δεν είχε ξαναδεί τη γυναίκα. Κι όμως... Προσπάθησε να ανοίξει τα δάχτυλα της· αυτά σφίχτηκαν πιο δυνατά. Σίγουρα δεν την είχε δει ποτέ. Τρέμοντας από την κορφή ως τα νύχια, έσφιξε το σώμα της με το χέρι που είχε ελεύθερο. Σίγουρα... Τα δόντια της θα άρχιζαν να χτυπάνε. Η γυναίκα έμοιαζε... Θέλησε να κλάψει. Η γυναίκα...

Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό της, το κατέκλυσαν. Σωριάστηκε στην κολώνα πλάι της, σαν να την είχαν χτυπήσει· τα μάτια της γούρλωσαν. Το ξαναείδε. Την Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, τη στιβαρή, εμφανίσιμη εκείνη γυναίκα που την περιέβαλλε η λάμψη του σαϊντάρ. Είδε τον εαυτό της και την Ηλαίην να φλυαρούν σαν παιδιά, να παλεύουν για να απαντήσουν πρώτες, να βγάζουν από μέσα σαν ποτάμι ό,τι ήξεραν. Πόσα της είχαν πει; Δυσκολευόταν να θυμηθεί λεπτομέρειες, μα θυμόταν αμυδρά ότι είχε αποσιωπήσει μερικά πράγματα. Όχι επειδή το ήθελε· θα έλεγε τα πάντα στη γυναίκα, θα έκανε ό,τι της ζητούσε. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από ντροπή και θυμό. Αν είχε καταφέρει να κρατήσει κάποιες μικρολεπτομέρειες, ήταν επειδή βιαζόταν τόσο να απαντήσει την τελευταία ερώτηση, που πηδούσε την προηγούμενη.

Δεν είναι λογικό, σκέφτηκε μια φωνούλα στο βάθος του μυαλού της. Αν είναι μια Μαύρη αδελφή την οποία δεν ξέρω, γιατί δεν μας παρέδωσε στη Λίαντριν; Μπορούσε. Θα την ακολουθούσαμε σαν πρόβατα.

Η ψυχρή οργή της δεν την άφηνε να ακούσει. Μια Μαύρη αδελφή την είχε κάνει να χορέψει σαν μαριονέτα και μετά της είχε πει να το ξεχάσει. Την είχε διατάξει να το ξεχάσει. Και η Νυνάβε το είχε κάνει; Ε, τώρα αυτή η γυναίκα θα μάθαινε πώς ήταν αν την αντιμετώπιζε έτοιμη και προειδοποιημένη!

Πριν απλώσει στην Αληθινή Πηγή, ξαφνικά φάνηκε στη διπλανή κολώνα η Μπιργκίττε με το κοντό, λευκό σακάκι της και το φαρδύ, κίτρινο παντελόνι μαζεμένο στους αστραγάλους. Η Μπιργκίττε, ή κάποια γυναίκα που ονειρευόταν ότι ήταν η Μπιργκίττε, με χρυσά μαλλιά χτενισμένα σε μια περίτεχνη πλεξούδα. Πίεσε προειδοποιητικά το δάχτυλο στα χείλη της και ύστερα έδειξε τη Νυνάβε και αμέσως μετά μια από τις αψιδωτές πόρτες πίσω τους. Με μια επιτακτική έκφραση στα λαμπερά, γαλανά μάτια της, χάθηκε.

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Όποια κι αν ήταν η γυναίκα, δεν είχε χρόνο γι' αυτήν. Ανοίχτηκε στο σαϊντάρ και γύρισε, γεμάτη με τη Μία Δύναμη και έναν ακριβοδίκαιο θυμό. Η ομιχλώδης γυναίκα είχε χαθεί. Είχε χαθεί! Επειδή της είχε αποσπάσει την προσοχή εκείνη η ανόητη η χρυσομάλλα! Ίσως να ήταν ακόμα εκεί γύρω, να περίμενε τη Νυνάβε. Τυλιγμένη στη Δύναμη, πήγε προς την πόρτα που της είχε δείξει η άλλη.

Η χρυσομάλλα γυναίκα περίμενε σε ένα διάδρομο στρωμένο με λαμπερά χαλιά, όπου χρυσές, σβηστές λάμπες ανέδιναν τη μυρωδιά αρωματισμένου λαδιού. Τώρα κρατούσε ένα ασημένιο τόξο και είχε μια φαρέτρα με ασημένια βέλη κρεμασμένη στη μέση.

«Ποια είσαι;» ζήτησε να μάθει έξω φρενών η Νυνάβε. Θα της έδινε μια ευκαιρία να εξηγήσει. Και μετά θα της έδινε ένα μάθημα που θα της έμενε αξέχαστο! «Είσαι εκείνη η ανόητη που μου έριξε ένα βέλος στην Ερημιά, υποστηρίζοντας ότι ήταν η Μπιργκίττε; Ετοιμαζόμουν να μάθω τρόπους σε μια του Μαύρου Ατζα κι εσύ τη βοήθησες να το σκάσει!»

«Είμαι η Μπιργκίττε», είπε η γυναίκα γέρνοντας στο τόξο της. «Τουλάχιστον αυτό είναι το όνομα που θα αναγνώριζες. Και ίσως να έπαιρνες εσύ ένα μάθημα, τόσο εδώ, όσο και στην Τρίπτυχη Γη. Θυμάμαι τις ζωές που έζησαν σαν να ήταν πολυδιαβασμένα βιβλία, τα παλιά πιο θαμπά στη θύμηση απ' όσο τα καινούρια, αλλά θυμάμαι καλά τότε που πολέμησα στο πλευρό του Λουζ Θέριν. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο της Μογκέντιεν, όπως και ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο του Ασμόντιαν, του άντρα που παραλίγο να ενοχλήσεις στο Ρουίντιαν».

Ασμόντιαν; Μογκέντιεν; Η γυναίκα εκείνη ήταν Αποδιωγμένη; Μια Αποδιωγμένη στο Τάντσικο. Κι ένας άλλος στο Ρουίντιαν, στην Ερημιά! Η Εγκουέν σίγουρα θα είχε πει κάτι, αν ήξερε. Δεν είχε τρόπο να την προειδοποιήσει τώρα για τις επόμενες επτά μέρες. Την κατέκλυσε ο θυμός ― και το σαϊντάρ. «Τι γυρεύεις εδώ; Ξέρω ότι όλοι εξαφανιστήκατε αφότου σας κάλεσε το Κέρας του Βαλίρ, αλλά είσαι...;» Η φωνή της Νυνάβε ξεψύχησε, νιώθοντας ταραγμένη μ' αυτό που παραλίγο θα έλεγε, όμως η άλλη γυναίκα ολοκλήρωσε ήρεμα τη φράση της.

«Νεκρή; Εμείς που είμαστε δεσμευμένοι στον Τροχό δεν είμαστε νεκροί με τον ίδιο τρόπο που είναι οι άλλοι. Πού είναι καλύτερα για μας να περιμένουμε τον Τροχό να μας υφάνει στις καινούριες ζωές μας, παρά στον Κόσμο των Ονείρων;» Η Μπιργκίττε ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Μιλάω λες και είμαι φιλόσοφος. Σχεδόν σε κάθε ζωή μου που θυμάμαι, γεννιόμουν απλό κορίτσι, που έπιανε το τόξο. Είμαι μια τοξότρια, τίποτα παραπάνω».

«Είσαι η ηρωίδα εκατό παραμυθιών», είπε η Νυνάβε. «Είδα τι έκαναν τα βέλη σου στο Φάλμε. Η διαβίβαση των Σωντσάν δεν σε άγγιζε. Μπιργκίττε, αντιμετωπίζουμε περίπου δώδεκα Μαύρες αδελφές. Και μια Αποδιωγμένη, όπως φαίνεται. Θα θέλαμε τη βοήθειά σου».

Η άλλη γυναίκα έκανε μια γκριμάτσα με αμηχανία και πίκρα. «Δεν μπορώ, Νυνάβε. Δεν μπορώ να αγγίξω τον κόσμο της σάρκας, αν το Κέρας δεν με ξανακαλέσει. Εκτός αν με υφάνει ξανά εκεί ο Τροχός. Αν το έκανε αυτή τη στιγμή, θα έβρισκες ένα μωρό να κλαίει στο στήθος της μάνας του. Όσο για το Φάλμε, μας είχε καλέσει το Κέρας· δεν ήμασταν εκεί όπως εσύ, με σάρκα και οστά. Να γιατί η Δύναμη δεν μπορούσε να μας αγγίξει. Εδώ όλα είναι μέρος του Ονείρου και η Μία Δύναμη μπορεί να με αφανίσει εύκολα, όσο και σένα. Πιο εύκολα. Σου είπα· είμαι μια τοξότρια, στρατιώτης μερικές φορές, τίποτα παραπάνω». Η περίτεχνη, χρυσή πλεξούδα της τινάχτηκε καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Δεν ξέρω γιατί σου τα εξηγώ όλα αυτά. Δεν πρέπει καν να σου μιλάω».

«Γιατί όχι; Μου έχεις ξαναμιλήσει. Και της Εγκουέν, επίσης, της φάνηκε ότι σε είδε. Εσύ δεν ήσουν;» Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε. «Πώς ξέρεις το όνομά μου; Ξέρεις έτσι διάφορα πράγματα;»

«Ξέρω ό,τι βλέπω και ακούω. Σας παρακολουθούσα και σας άκουγα όποτε μπορούσα να σας βρω. Εσένα, τις άλλες δύο γυναίκες και το νεαρό με τους λύκους του. Σύμφωνα με τις εντολές, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με όσους ξέρουν ότι είναι στον Τελ'αράν'ριοντ. Αλλά το κακό περπατά και στα όνειρα, όχι μόνο στον κόσμο της σάρκας· εσείς, που το πολεμάτε, με τραβάτε κοντά σας. Ακόμα και ξέροντας ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, νιώθω ότι θέλω να σας βοηθήσω. Αλλά δεν μπορώ. Αυτό θα παραβίαζε τις εντολές, εντολές που με κρατούν εδώ και τόσο πολλές στροφές του Τροχού, που στις πιο παλιές και πιο αχνές αναμνήσεις μου ξέρω ότι είχα ήδη ζήσει εκατό ζωές, ή χίλιες. Όταν σου μιλάω, παραβιάζω εντολές που είναι δυνατές, σαν νόμος».

«Πράγματι», είπε μια τραχιά, αντρική φωνή.

Η Νυνάβε τινάχτηκε και παραλίγο να εξαπολύσει τη Δύναμη. Ο άντρας ήταν μελαψός, με γερούς μυς, ενώ πίσω από τους ώμους του ξεπρόβαλλαν οι μακριές λαβές δύο σπαθιών, καθώς ερχόταν στην Μπιργκίττε με πλατιά βήματα από κει που είχε εμφανιστεί. Η όψη του και αυτά που είχε ακούσει από την Μπιργκίττε ήταν αρκετά για να αναγνωρίσει τον Γκάινταλ Κέιν, αλλά παρ' όλο που η λαμπερή, χρυσόμαλλη Μπιργκίττε ήταν όμορφη όσο έλεγαν τα παραμύθια, αυτός δεν ήταν καθόλου ωραίος. Για την ακρίβεια, ήταν από τους πιο άσχημους άντρες που είχε συναντήσει ποτέ της η Νυνάβε, με φαρδύ, πλακουτσό πρόσωπο, βαριά, μεγάλη μύτη και στόμα λεπτό σαν χαρακιά και πολύ πλατύ. Η Μπιργκίττε, όμως, του χαμογέλασε· ο τρόπος που του άγγιξε το μάγουλο έδειχνε κάτι παραπάνω από συμπάθεια. Η έκπληξη ήταν ότι ο κοντύτερος από τους δύο ήταν ο Κέιν. «Συνήθως γεννιέται αρκετά πριν από μένα —έτσι, όταν δεν μπορώ να τον βρω, ξέρω ότι πλησιάζει ο καιρός μου― και όταν τον ανταμώνω με σάρκα και οστά, στην αρχή συνήθως τον μισώ. Αλλά σχεδόν πάντα καταλήγουμε εραστές ή παντρεμένοι. Απλή ιστορία, αλλά νομίζω ότι την εηαναλάβαμε με χίλιες παραλλαγές».

Ο Κέιν δεν έδινε σημασία στη Νυνάβε, ήταν σαν να μην υπήρχε. «Οι εντολές υπάρχουν για κάποιο λόγο, Μπιργκίττε. Όταν τις παραβιάζουμε, το μόνο αποτέλεσμα είναι συμφορές και αγωνίες». Η Νυνάβε κατάλαβε ότι η φωνή του ήταν πράγματι τραχιά. Δεν έμοιαζε με τη φωνή του ανθρώπου στα παραμύθια.

«Μάλλον δεν μπορώ να κάθομαι όταν το κακό δίνει μάχη», είπε χαμηλόφωνα η Μπιργκίττε. «Ή ίσως να πεινώ ξανά για τη σάρκα. Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που γεννηθήκαμε. Η Σκιά απλώνεται ξανά, Γκάινταλ. Απλώνεται εδώ. Πρέπει να την πολεμήσουμε. Γι' αυτό το λόγο είμαστε δεσμευμένοι στον Τροχό».

«Όταν μας καλέσει το Κέρας, θα πολεμήσουμε. Όταν μας υφάνει ο Τροχός, θα πολεμήσουμε. Μόνο τότε!» Την αγριοκοίταξε. Μήπως ξέχασες τι σου υποσχέθηκε η Μογκέντιεν, όταν ακολουθήσαμε τον Λουζ Θέριν; Την είδα, Μπιργκίττε. Θα σε γνωρίσει εδώ».

Η Μπιργκίττε στράφηκε στη Νυνάβε. «Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, αλλά μην περιμένεις πολλά. Ο Τελ'αράν'ριοντ είναι ολόκληρος ο κόσμος μου και εδώ μπορώ να κάνω λιγότερα από σένα».

«Τι μπορείς να μου πεις για τη Μογκέντιεν, Μπιργκίττε; Πρέπει να ξέρω όσα μπορώ, για να τα βάλω μαζί της».

Η Μπιργκίττε έγειρε στο τόξο της και έσμιξε τα φρύδια σκεφτική. «Είναι δύσκολο να τα βάλεις με τη Μογκέντιεν κι όχι μόνο επειδή είναι Αποδιωγμένη. Κρύβεται και δεν ριψοκινδυνεύει. Επιτίθεται μόνο όταν δει αδυναμία και κινείται μόνο στις σκιές. Αν φοβηθεί την ήττα, θα το σκάσει· δεν είναι απ' αυτούς που πολεμούν μέχρι τέλους, έστω κι αν έτσι θα είχε μια ελπίδα να νικήσει. Μία μόνο ελπίδα δεν της αρκεί. Αλλά μην την πάρεις αψήφιστα. Είναι ένα ερπετό κουλουριασμένο στα ψηλά χορτάρια, περιμένει τη στιγμή της για να χτυπήσει με λιγότερη συμπόνια από το φίδι. Ειδικά εδώ, μην την πάρεις αψήφιστα. Η Λανφίαρ πάντα διεκδικούσε τον Τελ'αράν'ριοντ για δικό της, αλλά η Μογκέντιεν μπορούσε να κάνει εδώ πράγματα που την ξεπερνούσαν, αν και δεν έχει τη δύναμη της Λανφίαρ στον κόσμο της σάρκας. Νομίζω ότι δεν θα αναλάμβανε τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει τη Λανφίαρ».

Η Νυνάβε ρίγησε και ο φόβος πάλεψε με το θυμό, που την έκανε να κρατά μέσα της τη Δύναμη. Η Μογκέντιεν, η Λανφίαρ. Αυτή η γυναίκα μιλούσε πολύ ανέμελα για τους Αποδιωγμένους. «Μπιργκίττε, τι σου υποσχέθηκε η Μογκέντιεν;»

«Ήξερε τι ήμουν, αν κι εγώ δεν το ήξερα. Πώς, δεν γνωρίζω». Η Μπιργκίττε έριξε μια ματιά στον Κέιν· εκείνος έμοιαζε απασχολημένος με το σπαθί του, αλλά αυτή καλού-κακού χαμήλωσε τη φωνή της. «Υποσχέθηκε ότι θα με κάνει να κλαίω μόνη για όσο γυρνά ο Τροχός. Το είπε σαν να ήταν ένα γεγονός που απλώς δεν είχε συμβεί ακόμα».

«Αλλά είσαι πρόθυμη να βοηθήσεις».

«Σύμφωνα με τις δυνατότητές μου, Νυνάβε. Μην ξεχνάς αυτό που σου είπα, να μην περιμένεις πολλά». Ξανακοίταξε τον άντρα, που ακόνιζε το σπαθί του. «Θα ξανανταμώσουμε, Νυνάβε. Αν προσέχεις και αν επιζήσεις». Σήκωσε το ασημένιο τόξο της, πλησίασε τον Κέιν, έφερε το άλλο χέρι της γύρω από τους ώμους του και του μουρμούρισε κάτι στο αφτί. Η Νυνάβε δεν άκουσε τι είχε πει, αλλά ο Κέιν γελούσε καθώς εξαφανίζονταν.

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Προσοχή. Όλοι της έλεγαν προσοχή. Μια ηρωίδα των θρύλων της είχε πει ότι θα τη βοηθούσε, μόνο που δεν είχε πολλά να κάνει. Και υπήρχε μια Αποδιωγμένη στο Τάντσικο.

Η σκέψη της Μογκέντιεν, αυτού που είχε κάνει στη Νυνάβε, της κέντρισε το φόβο και η Μία Δύναμη άστραψε μέσα της σαν ήλιος. Ξαφνικά βρέθηκε πίσω, στη μεγάλη αίθουσα όπου στεκόταν πριν, σχεδόν ελπίζοντας να έχει επιστρέψει η Μογκέντιεν. Μα η αίθουσα ήταν άδεια, μόνο η Νυνάβε βρισκόταν εκεί. Η οργή και η Δύναμη φούσκωσαν μέσα της, ώσπου της φάνηκε ότι το δέρμα της θα ξεραινόταν και θα καρβούνιαζε. Η Μογκέντιεν, ή κάποια Μαύρη αδελφή, θα την ένιωθαν πολύ πιο εύκολα αν κρατούσε τη Δύναμη παρά χωρίς αυτήν, αλλά πάντως συνέχισε να την κρατάει. Σχεδόν ήθελε να τη βρουν, για να τις χτυπήσει. Η Τεμάιλε μάλλον θα ήταν ακόμα στον Τελ'αράν'ριοντ. Αν ξαναγυρνούσε σε εκείνη την κρεβατοκάμαρα, θα ξεμπέρδευε με την Τεμάιλε μια για πάντα. Θα ξεμπέρδευε με την Τεμάιλε ― και θα προειδοποιούσε τις άλλες. Της ήρθε να μουγκρίσει.

Τι έβλεπε η Μογκέντιεν και χαμογελούσε; Η Νυνάβε πλησίασε τη θήκη, ένα πλατύ, γυάλινο κουτί πάνω σε ένα σκαλισμένο τραπέζι και κοίταξε μέσα. Έξι αταίριαστα ειδώλια σχημάτιζαν έναν κύκλο κάτω από το γυαλί. Μια γυμνή γυναίκα ύψους τριάντα πότων ισορροπούσε στις μύτες του ενός ποδιού χορεύοντας με μια κομψή κίνηση, ένας βοσκός στο μισό ύψος της έπαιζε έναν αυλό, με το ραβδί στον ώμο κι ένα πρόβατο στα πόδια του, καθώς και άλλα αντίστοιχα. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, όμως, για αυτό που είχε προκαλέσει το χαμόγελο της Μογκέντιεν.

Στο κέντρο του κύκλου, σε ένα στήριγμα από κόκκινο, λακαρισμένο ξύλο, υπήρχε ένας δίσκος μεγάλος σαν ανδρικό χέρι, τον οποίο διαιρούσε στα δύο μια ελικοειδής γραμμή· το ένα μισό έλαμπε πιο λευκό κι από το χιόνι, ενώ το άλλο ήταν πιο μαύρο από πίσσα. Η Νυνάβε ήξερε ότι ήταν φτιαγμένο από κουεντιγιάρ· είχε ξαναδεί όμοιό του και μόνο επτά είχαν κατασκευαστεί ποτέ. Ήταν μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού· ήταν η εστία για μια από τις κλειδωνιές που τον κρατούσαν μακριά από τον κόσμο, στο Σάγιολ Γκουλ. Τούτη ήταν ίσως μια ανακάλυψη εξίσου σημαντική με ό,τι κι αν ήταν εκείνο που απειλούσε τον Ραντ. Έπρεπε να το πάρουν από το Μαύρο Άτζα.

Ξαφνικά αντιλήφθηκε το καθρέφτισμά της. Το πάνω μέρος της θήκης ήταν από το καλύτερο γυαλί, χωρίς καθόλου φυσαλίδες, και χάριζε εικόνα καθαρή, σαν καθρέφτης, αν και ήταν πιο σκοτεινή. Οι σκούρες πράσινες πτυχές του μεταξιού αγκάλιαζαν το σώμα της και έτσι έδειχναν κάθε καμπύλη του στήθους, των γοφών και των μηρών της. Μακριές, μελιές κοτσίδες, γεμάτες χάντρες από νεφρίτη, αγκάλιαζαν ένα πρόσωπο με μεγάλα, καστανά μάτια και σουφρωμένο στόμα. Φυσικά, η λάμψη του σαϊντάρ δεν φαινόταν. Αν και ήταν μασκαρεμένη έτσι που δεν γνώριζε και η ίδια τον εαυτό της, κυκλοφορούσε σαν να κρατούσε μια ζωγραφισμένη ταμπέλα που ανακοίνωνε ότι ήταν Άες Σεντάι.

«Μπορώ να προσέχω», μουρμούρισε. Αλλά έμεινε ακόμα λίγο έτσι. Η Δύναμη έκανε τη ζωή να σφύζει στα μέλη της, σαν να πότιζαν τη σάρκα της όλες οι απολαύσεις που είχε γνωρίσει ποτέ. Στο τέλος ένιωθε τόσο ανόητη, που ο θυμός της υποχώρησε λιγάκι και αυτό της επέτρεψε να αφήσει τη Δύναμη. Ή μπορεί να είχε καταπραΰνει το θυμό της τόσο, που δεν μπορούσε πια να κρατήσει τη Δύναμη.

Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, δεν τη βοηθούσε στην έρευνά της. Αυτό που έψαχνε έπρεπε να είναι κάπου σ' αυτή την πελώρια αίθουσα, ανάμεσα σ' όλα αυτά τα εκθέματα. Τράβηξε το βλέμμα από κάτι που έμοιαζε να είναι τα κόκαλα μιας σαύρας όλο δόντια, η οποία είχε ύψος δέκα βήματα, και έκλεισε τα μάτια. Ανάγκη. Κίνδυνος για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, για τον Ραντ. Κίνδυνος.

Αλλαγή.

Στεκόταν πλάι στο λευκό, μεταξωτό σκοινί που έζωνε τους τοίχους και η άκρη ενός λευκού, πέτρινου στηρίγματος άγγιζε το φόρεμά της. Με την πρώτη ματιά, αυτό που ήταν εκεί πάνω δεν φαινόταν πολύ επικίνδυνο —ένα περιδέραιο και δύο βραχιόλια από αρθρωτό, μαύρο μέταλλο― αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να πλησιάσει πιο κοντά. Μόνο αν το φορούσα, σκέφτηκε πικρά.

Άπλωσε το χέρι να το αγγίξει -Πόνος. Θλίψη. Δυστυχία― και το πήρε πίσω με μια κοφτή κραυγή, ενώ τα αδρά συναισθήματα αντηχούσαν στο νου της. Ακόμα και οι ελάχιστες αμφιβολίες που είχε, χάθηκαν. Το Μαύρο Άτζα αυτό έψαχνε. Κι αν βρισκόταν ακόμα εδώ, στο βάθρο του στον Τελ'αράν'ριοντ, τότε βρισκόταν ακόμα εκεί και στον ξυπνητό κόσμο. Τις είχε νικήσει. Ήταν αυτό το λευκό, πέτρινο βάθρο.

Γύρισε και κοίταξε τη γυάλινη θήκη που είχε τη σφραγίδα του κουεντιγιάρ, εντόπισε με το βλέμμα το μέρος που στεκόταν όταν είχε πρωτοδεί τη Μογκέντιεν. Η Αποδιωγμένη κοίταζε σ' αυτό το βάθρο τα βραχιόλια και το περιλαίμιο. Η Μογκέντιεν σίγουρα ήξερε. Αλλά...

Όλα γύρω της στριφογύρισαν και θόλωσαν, ξεθωριάζοντας.


«Ξύπνα, Νυνάβε», μουρμούρισε η Ηλαίην καταπίνοντας το χασμουρητό της, καθώς κουνούσε τους ώμους της κοιμισμένης γυναίκας. «Σίγουρα έχει περάσει μία ώρα. Θέλω κι εγώ να κοιμηθώ. Ξύπνα, αλλιώς θα δεις πώς είναι να σου χώνουν το κεφάλι σ' έναν κουβά νερό».

Τα μάτια της Νυνάβε άνοιξαν απότομα, κοιτάζοντάς την. «Αν ξέρει τι είναι, γιατί δεν τους το έδωσε; Αν αυτές ξέρουν ποια είναι, τότε γιατί αναγκάζεται να το ψάξει στον Τελ'αράν'ριοντ; Άραγε κρύβεται κι απ' αυτές;»

«Τι λες τώρα;»

Οι κοτσίδες της Νυνάβε τινάχτηκαν πέρα-δώθε καθώς σηκωνόταν για να καθίσει με την πλάτη στο κεφαλάρι του κρεβατιού, κατεβάζοντας απότομα το μεταξωτό μεσοφόρι της. «Θα σου πω τι λέω».

Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς η Νυνάβε ξεδίπλωνε την ιστορία του πώς είχε εξελιχθεί η συνάντηση της με την Εγκουέν. Η έρευνα με την ανάγκη. Η Μογκέντιεν. Η Μπιργκίττε και ο Γκάινταλ Κέιν. Το περιδέραιο και τα βραχιόλια από μαύρο μέταλλο. Ο Ασμόντιαν στην Ερημιά. Μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού στο Παλάτι της Πανάρχισσας. Η Ηλαίην έπεσε αδύναμα στην άκρη του στρώματος, πριν η Νυνάβε φτάσει στο σημείο για την Τεμάιλε και την Πανάρχισσα, κάτι που πρόσθεσε σχεδόν σαν να ήταν δευτερεύον. Και το γεγονός ότι είχε αλλάξει την εμφάνισή της και είχε μασκαρευτεί σε Ρέντρα. Αν το πρόσωπο της Νυνάβε δεν είχε αυτή τη βλοσυρή σοβαρότητα, η Ηλαίην θα το περνούσε για κάποια παρατραβηγμένη ιστορία του Θομ.

Η Εγκήνιν, που καθόταν σταυροπόδι μέσα στο λινό μεσοφόρι της, με τα χέρια στα γόνατα, έδειχνε ότι μάλλον δεν το πίστευε. Η Ηλαίην έλπιζε ότι η Νυνάβε δεν θα τη μάλωνε που είχε λύσει τα χέρια της άλλης.

Η Μογκέντιεν. Αυτό ήταν το πιο τρομακτικό. Μια Αποδιωγμένη στο Τάντσικο. Μια Αποδιωγμένη που είχε υφάνει τη Δύναμη γύρω τους, κάνοντάς τες να της πουν τα πάντα. Η Ηλαίην δεν θυμόταν τίποτα γι' αυτό. Η σκέψη την έκανε να ζουλήξει το στομάχι της, που ξαφνικά ανακατευόταν. «Δεν ξέρω αν η Μογκέντιεν» -Φως μου, άραγε στ' αλήθεια μπήκε μέσα και μας ανάγκασε να...;― «κρύβεται από τη Λίαντριν και τις άλλες, Νυνάβε. Φαίνεται ότι η Μπιργκίττε» -Φως μου, η Μπιργκίττε της δίνει συμβουλές!― «κάτι τέτοιο είπε».

«Ό,τι και να σκαρώνει η Μογκέντιεν», είπε η Νυνάβε με σφιγμένη φωνή, «έχω έναν ανοιχτό λογαριασμό μαζί της». Ξανάπεσε στο κεφαλάρι με τα σκαλισμένα λουλούδια. «Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να πάρουμε τη σφραγίδα, όπως επίσης και το περιδέραιο με τα βραχιόλια».

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι. «Πώς μπορεί ένα κόσμημα να είναι επικίνδυνο για τον Ραντ; Είσαι σίγουρη; Μήπως είναι κανένα τερ'ανγκριάλ; Πώς ακριβώς έμοιαζαν;»

«Έμοιαζαν με περιδέραιο και βραχιόλια», είπε με απόγνωση πια η Νυνάβε. Δύο αρθρωτά βραχιόλια από μαύρο μέταλλο και ένα φαρδύ περιδέραιο, σαν μαύρο περιλαίμιο...» Το βλέμμα της στράφηκε στην Εγκήνιν, όχι όμως πιο γρήγορα από το βλέμμα της Ηλαίην.

Ατάραχη, η μελαχρινή γυναίκα άλλαξε στάση και κάθισε πάνω στα διπλωμένα πόδια της. «Δεν άκουσα ποτέ να έχει φτιαχτεί α'νταμ για άντρα, ή κάποιο που να είναι όπως το περιγράφετε. Κανένας δεν προσπαθεί να ελέγξει έναν άντρα που διαβιβάζει».

«Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του», είπε αργά η Ηλαίην. Αχ, Φως μου, μάλλον έλπιζα να μην υπάρχει τέτοιο πράγμα. Τουλάχιστον το είχε βρει πρώτη η Νυνάβε· τουλάχιστον είχαν μια ευκαιρία να εμποδίσουν τις άλλες να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του Ραντ.

Τα μάτια της Νυνάβε στένεψαν όταν είδε τα λυμένα χέρια της Εγκήνιν, αλλά δεν το ανέφερε. «Η Μογκέντιεν πρέπει να είναι η μόνη που ξέρει. Αλλιώς δεν βγαίνει νόημα. Αν βρούμε έναν τρόπο να μπούμε στο παλάτι, θα πάρουμε τη σφραγίδα και το... ό,τι είναι τέλος πάντων. Κι αν βγάλουμε και την Αμάθιρα, οι Λίαντριν και οι υποτακτικές της θα βρουν γύρω τους έναν κλοιό από τη Λεγεώνα της Πανάρχισσας, την Πολιτοφυλακή και ίσως τους Λευκομανδίτες. Δεν θα γλιτώσουν διαβιβάζοντας! Το πρόβλημα είναι να μπούμε μέσα απαρατήρητες».

«Σκεφτόμουν πώς θα γίνει», της είπε η Ηλαίην, «αλλά φοβάμαι ότι οι άντρες θα μας δυσκολέψουν».

«Άσε τους σε μένα», ξεφύσησε η Νυνάβε. «Θα —» Στο διάδρομο ακούστηκαν κρότοι, κάποιος φώναξε· όσο γρήγορα είχαν ξεσπάσει όλα, σίγησαν ξανά. Εκεί έξω είχε σκοπιά ο Θομ.

Η Εγκουέν έτρεξε να ανοίξει την πόρτα, αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ καθώς έτρεχε, αλλά η Νυνάβε την ακολούθησε αμέσως, παλεύοντας για να κατέβει από το κρεβάτι. Το ίδιο και η Εγκήνιν.

Ο Θομ σηκωνόταν από κάτω με το χέρι στο κεφάλι. Ο Τζούιλιν με το ραβδί του και ο Μπέυλ Ντόμον με το ρόπαλό του στέκονταν πάνω από έναν άντρα με ανοιχτόξανθα μαλλιά, που κείτονταν μπρούμυτα στο πάτωμα αναίσθητος.

Η Ηλαίην έτρεξε στον Θομ και προσπάθησε μαλακά να τον σηκώσει. Της χάρισε ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης, αλλά της έσπρωξε τα χέρια. «Μια χαρά είμαι, μικρή μου». Μια χαρά; Ένα καρούμπαλο είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του στον κρόταφό του! «Ο τύπος αυτός προχωρούσε στο διάδρομο και ξαφνικά με κλώτσησε στο κεφάλι. Θα ήθελε, φαντάζομαι, το πουγκί μου». Έτσι απλά. Ο άλλος τον είχε κλωτσήσει στο κεφάλι κι αυτός ήταν εντάξει.

«Και θα του το έπαιρνε», είπε ο Τζούιλιν, «αν δεν είχα έρθει για να δω μήπως ο Θομ ήθελε αλλαγή».

«Αν εγώ δεν είχα αποφασίσει να έρθω», μουρμούρισε ο Ντόμον. Αυτή τη φορά, η μεταξύ τους εχθρότητα φαινόταν λιγότερο έντονη.

Η Ηλαίην δεν άργησε να καταλάβει γιατί. Η Νυνάβε και η Εγκήνιν είχαν βγει στο διάδρομο με τα μεσοφόρια. Ο Τζούιλιν τις κοίταζε και τις δύο με επιδοκιμαστικό ύφος, που θα οδηγούσε σε καβγά αν το είχε δει η Ρέντρα, παρ' όλο που προσπαθούσε να κοιτάζει διακριτικά. Ο Ντόμον δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει το βλέμμα του, που μετρούσε και ζύγιζε την Εγκήνιν· είχε σταυρώσει τα χέρια και σούφρωνε τα χείλη αηδιαστικά, ενώ την κοίταζε από πάνω ως κάτω.

Οι άλλες γυναίκες γρήγορα κατάλαβαν την κατάσταση, αλλά οι αντιδράσεις τους ήταν διαφορετικές. Η Νυνάβε, φορώντας το λεπτό, λευκό μεσοφόρι της, κοίταξε ανέκφραστα τον κλεφτοκυνηγό, μπήκε μουδιασμένα στο δωμάτιο και μετά άφησε μόνο το κάπως κόκκινο πρόσωπό της να φανεί από το άνοιγμα της πόρτας. Η Εγκήνιν, που το λινό μεσοφόρι της ήταν αρκετά μακρύτερο και πιο χοντρό από της Νυνάβε —η Εγκήνιν, που ήταν παγερή κι ατάραχη όταν την είχαν αιχμαλωτίσει, που είχε πολεμήσει σαν Πρόμαχος― γούρλωσε τα μάτια και έγινε κατακόκκινη. Η Ηλαίην την κοίταζε έκπληκτη να αφήνει μια έντρομη τσιρίδα και να μπαίνει στο δωμάτιο πηδώντας.

Δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου άνοιξαν κάποιες πόρτες και κεφάλια πρόβαλαν στα ανοίγματά τους· χάθηκαν αμέσως, συνοδευόμενα από άλλες πόρτες που έκλειναν με πάταγο, όταν είδαν έναν άνθρωπο πεσμένο στο πάτωμα και άλλους να στέκονται από πάνω του. Οι ήχοι από βαριά αντικείμενα που σέρνονταν έδειχναν ότι οι άνθρωποι οχυρώνονταν με κρεβάτια ή ντουλάπες.

Έπειτα από αρκετές στιγμές, η Εγκήνιν τελικά εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας δίπλα από τη Νυνάβε, με πρόσωπο κόκκινο ως τις ρίζες των μαλλιών της. Η Ηλαίην δεν καταλάβαινε. Πράγματι φορούσε το μεσοφόρι της, αλλά τη σκέπαζε σχεδόν όσο σκέπαζε την Ηλαίην το Ταραμπονέζικο φόρεμά της. Πάντως ο Τζούιλιν και ο Ντόμον δεν είχαν δικαίωμα να κοιτάζουν έτσι ξελιγωμένα. Τους κάρφωσε με μια ματιά που κανονικά θα τους έκανε να ντραπούν.

Δυστυχώς, ο Ντόμον χασκογελούσε και έτριβε την περιοχή πάνω από το χείλος του, χωρίς να έχει προσέξει το φαρμακερό βλέμμα. Τουλάχιστον ο Τζούιλιν είχε πιάσει τη ματιά, αν και βαριαναστέναξε, όπως έκαναν οι άντρες που νιώθουν ότι τους αδικούν. Απέφυγε το βλέμμα της και έσκυψε για να γυρίσει το λιποθυμισμένο ανάσκελα. Ένας λεπτός, εμφανίσιμος άντρας.

«Τον ξέρω», αναφώνησε ο Τζούιλιν. «Είναι αυτός που προσπάθησε να με ληστέψει. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα», πρόσθεσε αργά. «Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Εκτός αν είναι στην πόλη ο Αναγεννημένος Δράκοντας».

Η Ηλαίην κοιτάχτηκε με τη Νυνάβε. Ο ξένος αποκλείεται να ήταν στην υπηρεσία της Λίαντριν· το Μαύρο Άτζα δεν θα χρησιμοποιούσε πια ανθρώπους που θα έρχονταν νυχοπατώντας στους διαδρόμους... Όπως και δεν θα χρησιμοποιούσε μπράβους του δρόμου. Η Ηλαίην κοίταξε την Εγκήνιν ερωτηματικά. Το βλέμμα της Νυνάβε ήταν πιο απαιτητικό.

«Είναι Σωντσάν», είπε η Εγκήνιν ύστερα από μια στιγμή.

«Απόπειρα διάσωσης;» μουρμούρισε στεγνά η Νυνάβε, όμως η άλλη γυναίκα κούνησε το κεφάλι.

«Δεν αμφιβάλω ότι έψαχνε για μένα, αλλά νομίζω πως δεν το έκανε για να με σώσει. Αν ξέρει —αν έστω υποψιάζεται― ότι άφησα την Μπέθαμιν ελεύθερη, θα ήθελε να μου... μιλήσει». Η Ηλαίην υποψιάστηκε ότι θα ήθελε κάτι παραπάνω από το να της μιλήσει και επιβεβαιώθηκε όταν η Εγκήνιν συνέχισε τη σκέψη της. «Το καλύτερο θα ήταν να του κόψετε το λαρύγγι. Ίσως βάλει κι εσάς σε φασαρίες, αν πιστέψει ότι είστε φίλες μου, ή αν ανακαλύψει ότι είστε Άες Σεντάι». Ο μεγαλόσωμος Ιλιανός λαθρέμπορος την κοίταξε εμβρόντητος και ο Τζούιλιν έμεινε με το στόμα να χάσκει. Ο Θομ, αντιθέτως, ένευσε με περίσκεψη που προκαλούσε ανησυχία.

«Δεν ήρθαμε εδώ για να κόψουμε λαρύγγια των Σωντσάν», είπε η Νυνάβε, λες κι αυτό μπορεί να άλλαζε μετά. «Μπέυλ, Τζούιλιν, βγάλτε τον στο σοκάκι πίσω από το πανδοχείο. Όταν ξυπνήσει, θα είναι τυχερός αν του έχουν αφήσει τα ασπρόρουχά του. Θομ, βρες τη Ρέντρα και πες της ότι θέλουμε δυνατό τσάι στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν. Και ρώτα μήπως έχει φλοιό ιτιάς ή άσεμ· θα σου φτιάξω κάτι για το κεφάλι». Οι τρεις άντρες την κοίταξαν. «Άντε, κουνηθείτε!» τους φώναξε. «Έχουμε να καταστρώσουμε τα σχέδια μας!» Μόλις που άφησε την Ηλαίην να ξαναμπεί μέσα πριν βροντήξει την πόρτα και πήρε να βάλει το φόρεμά της πάνω από το κεφάλι. Η Εγκήνιν φόρεσε βιαστικά το δικό της, λες και οι άντρες την κοίταζαν ακόμα.

«Εγκήνιν, το καλύτερο είναι να μην τους δίνεις σημασία», είπε η Ηλαίην. Ήταν παράξενο να συμβουλεύει κάποια που ήταν μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, αλλά η Σωντσάν, όσο ικανή κι αν ήταν σε άλλα θέματα, προφανώς ήξερε ελάχιστα για τους άντρες. «Αλλιώς, απλώς τους ενθαρρύνεις. Δεν ξέρω γιατί», παραδέχτηκε, «αλλά έτσι είναι. Ήσουν ευπρεπώς ντυμένη. Στ' αλήθεια».

Το κεφάλι της Εγκήνιν πρόβαλε από το λαιμό του φορέματός της. «Ευπρεπώς; Δεν είμαι σερβιτόρα. Δεν είμαι χορεύτρια σία!» Το κατσουφιασμένο πρόσωπό της μαλάκωσε και πήρε μια μπερδεμένη έκφραση. «Δεν είναι καθόλου άσχημος, όμως. Δεν τον είχα σκεφτεί έτσι πιο πριν».

Η Ηλαίην, ενώ αναρωτιόταν τι ήταν η χορεύτρια σία, πήγε να τη βοηθήσει με τα κουμπιά. «Η Ρέντρα θα έχει να σου πει δυο λογάκια, αν αφήσεις τον Τζούιλιν να φλερτάρει μαζί σου».

Η μελαχρινή γυναίκα την κοίταξε έκπληκτη πάνω από τον ώμο της. «Τον κλεφτοκυνηγό; Εννοούσα τον Μπέυλ Ντόμον. Άντρας με τα όλα του. Μα είναι λαθρέμπορος», αναστέναξε λυπημένα. «Παράνομος».

Η Ηλαίην καταλάβαινε ότι τα γούστα διέφεραν —η Νυνάβε αγαπούσε τον Λαν, τον οποίο η ίδια έβρισκε πολύ άγριο στο πρόσωπο και απειλητικό― αλλά τον Μπέυλ Ντόμον; Το φάρδος του έφτανε το μισό του ύψος, ήταν σωματώδης σαν Ογκιρανός!

«Φλυαρείς σαν τη Ρέντρα, Ηλαίην», την αποπήρε η Νυνάβε. Πάλευε να κουμπώσει το φόρεμά της με τα δύο χέρια στην πλάτη της. «Αν τελείωσες τα γλυκανάλατα για τους άντρες, μήπως θα σε πείραζε να μας μιλήσεις κάποια άλλη στιγμή για την καινούρια μοδίστρα που σίγουρα έχεις βρει; Πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδια μας. Αν περιμένουμε μέχρι να έρθουν οι άντρες, θα θελήσουν να πάρουν το πάνω χέρι και δεν θέλω να χάσω χρόνο για να τους βάλω στη θέση τους. Τελείωσες μ' αυτή; Θέλω κι εγώ ένα χεράκι».

Η Ηλαίην κούμπωσε γοργά το τελευταίο κουμπάκι της Εγκήνιν και πλησίασε ψυχρά την Νυνάβε. Δεν μιλούσε για άντρες και φορέματα. Πολύ λιγότερο από τη Ρέντρα. Η Νυνάβε, κρατώντας στην άκρη τις κοτσίδες της, την κοίταξε συνοφρυωμένη όταν η Ηλαίην της τράβηξε απότομα το φόρεμα για να πιάσει τα κουμπιά. Τα τρία που ήταν βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο ήταν αναγκαία, δεν ήταν μόνο για στόλισμα. Η Νυνάβε επέτρεπε στη Ρέντρα να την πείσει για τα στενά αυτά φορέματα, που ήταν της τελευταίας μόδας. Και μετά έλεγε για τους άλλους, ότι σπαταλούσαν την ώρα τους μιλώντας για ρούχα. Λες κι εκείνη δεν σκεφτόταν άλλα πράγματα. «Σκεφτόμουν πώς μπορούμε να κινηθούμε μέσα στο παλάτι απαρατήρητες, Νυνάβε. Μπορούμε να γίνουμε σχεδόν αόρατες».

Καθώς μιλούσε, η έκφραση της Νυνάβε ηρέμησε. Κι η Νυνάβε είχε σκεφτεί έναν τρόπο να μπουν στο παλάτι. Όταν η Εγκήνιν έκανε μερικές υποδείξεις, το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε, αλλά οι ιδέες της ήταν λογικές και ακόμα και η Νυνάβε δεν μπορούσε να τις απορρίψει επιπόλαια. Όταν ήταν έτοιμες να κατέβουν στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, είχαν συμφωνήσει σε ένα σχέδιο και δεν είχαν καμία πρόσθεση να αφήσουν τους άντρες να αλλάξουν τίποτα. Η Μογκέντιεν, το Μαύρο Άτζα, όποιοι κι αν έκαναν κουμάντο στο Παλάτι της Πανάρχισσας, θα έχαναν το θησαυρό τους πριν καταλάβουν τι είχε συμβεί.

Загрузка...