Μπροστά τους εμφανίστηκαν συγκεντρωμένες άμαξες, λίγο προς το νότο, σαν σπιτάκια σε ρόδες ― ψηλά, ξύλινα κουτιά βαμμένα και λακαρισμένα σε έντονες αποχρώσεις του κόκκινου, του γαλάζιου, του πράσινου και του κίτρινου, βαλμένες να σχηματίζουν ένα μεγάλο κύκλο γύρω από μερικές βελανιδιές με χοντρό κορμό. Από κει ερχόταν η μουσική. Ο Πέριν είχε ακούσει ότι υπήρχαν Μάστορες, Ταξιδιώτες, εδώ στους Δύο Ποταμούς, αλλά δεν είχε δει κανέναν ως τώρα. Εκεί κοντά, τα πεδικλωμένα άλογα μασουλούσαν το ψηλό χορτάρι.
«Θα κοιμηθώ αλλού», είπε ο Γκαούλ παγωμένα, όταν είδε ότι ο Πέριν σκόπευε να πάει στις άμαξες, και έφυγε χωλαίνοντας χωρίς άλλη λέξη.
Η Μπάιρ και η Τσιάντ μιλούσαν χαμηλόφωνα αλλά έντονα στη Φάιλε. Ο Πέριν έπιασε αρκετές λέξεις και κατάλαβε ότι ήθελαν να την πείσουν να περάσει τη νύχτα μαζί τους σε κάποια ασφαλή λόχμη και όχι μαζί με τους «Ξεστρατισμένους». Έμοιαζαν να αποστρέφονται την ιδέα ότι θα μιλούσε με τους Μάστορες, πόσο μάλλον ότι θα έτρωγε ή θα κοιμόταν μαζί τους. Το χέρι της Φάιλε έσφιξε πιο δυνατά το πόδι του Πέριν καθώς αρνιόταν ήρεμα, αποφασισμένα. Οι δύο Κόρες κοιτάχτηκαν σμίγοντας τα φρύδια, τα γαλάζια μάτια αντάμωσαν τα γκρίζα με βαθύτατη έγνοια, αλλά πριν πλησιάσουν πολύ στις άμαξες των Ταξιδιωτών, έφυγαν τρέχοντας προς το μέρος που είχε πάει ο Γκαούλ. Εντούτοις, έμοιαζαν να έχουν ξαναβρεί κάπως το κέφι τους. Ο Πέριν άκουσε την Τσιάντ να προτείνει να πείσουν τον Γκαούλ να παίξει ένα παιχνίδι που λεγόταν Φιλί της Κόρης. Γελούσαν καθώς απομακρύνονταν.
Άντρες και γυναίκες δούλευαν στον καταυλισμό, έραβαν, διόρθωναν χάμουρα, μαγείρευαν, έπλεναν ρούχα και παιδιά, σήκωναν μια άμαξα για να αλλάξουν έναν τροχό. Άλλα παιδιά έτρεχαν κι έπαιζαν, ή χόρευαν στους σκοπούς που έπαιζαν πέντ' έξι άντρες με βιολιά και φλάουτα. Από τους γηραιότερους ως τους νεότερους, οι Μάστορες φορούσαν ρούχα ακόμα πιο φανταχτερά από τις άμαξές τους, με συνδυασμούς που ζάλιζαν τον παρατηρητή, τους οποίους σίγουρα τους είχαν διαλέξει στα τυφλά. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα φορούσε τέτοιες αποχρώσεις, κι ελάχιστες γυναίκες.
Καθώς η οικτρή ομάδα πλησίαζε τις άμαξες, έπεσε σιωπή και οι άνθρωποι σταμάτησαν ό,τι έκαναν για να παρακολουθήσουν με ανησυχία· οι γυναίκες αγκάλιαζαν τα μωρά τους, ενώ τα παιδιά έτρεχαν να κρυφτούν πίσω από τους μεγάλους και κρυφοκοίταζαν πίσω από τα πόδια τους ή έκρυβαν τα πρόσωπά τους σε φουστάνια. Ένας γκριζομάλλης κοντός με νευρώδες σώμα βγήκε μπροστά και υποκλίθηκε με σοβαρότητα, πιέζοντας και με τα δύο χέρια το στήθος του. Φορούσε ένα λαμπερό μπλε σακάκι με ψηλό γιακά και ένα φαρδύ παντελόνι με ένα τόσο έντονα πράσινο χρώμα, που έμοιαζε να λάμπει, χωμένο σε μπότες που έφταναν ως το γόνατο. «Σας καλωσορίζουμε στη φωτιά μας. Ξέρετε το τραγούδι;»
Στην αρχή, καθώς προσπαθούσε να μη διπλωθεί στα δύο από το βέλος που είχε μέσα του, ο Πέριν μπόρεσε μόνο να τον κοιτάζει. Τον ήξερε αυτό τον άνθρωπο, τον Μάχντι, τον Αναζητητή αυτού του καραβανιού. Πόσο πιθανό ήταν; αναρωτήθηκε. Απ όλους τους Μάστορες σ' ολόκληρο τον κόσμο, πόσο πιθανό ήταν να βρω αυτούς που ξέρω; Οι συμπτώσεις τον αναστάτωναν· όταν το Σχήμα δημιουργούσε συμπτώσεις, ο Τροχός έμοιαζε να βιάζει τα γεγονότα. Αρχίζω να σκέφτομαι σαν ης καμένες τις Άες Σεντάι. Το τόξο ξεπερνούσε τις δυνάμεις του, αλλά το τελετουργικό το θυμόταν. «Το καλωσόρισμά σου μου ζεσταίνει το πνεύμα, Ράεν, αλλά δεν ξέρω το τραγούδι». Η Φάιλε και ο Ίχβον τον κοίταξαν απορημένοι, όμως όχι λιγότερο από τους Δυποταμίτες. Κρίνοντας από τα μουρμουρητά που άκουγε από τον Μπαν, τον Τελ και τους άλλους, τους είχε δώσει κάτι ακόμα για να λένε.
«Τότε συνεχίζουμε να αναζητούμε», είπε με επίσημο τόνο ο άντρας με το νευρώδες κορμί. «Όπως ήταν, έτσι θα ξαναγίνει, αρκεί να θυμόμαστε, να αναζητήσουμε και να βρούμε». Έκανε μια γκριμάτσα και περιεργάστηκε τα ματωμένα πρόσωπα που τον αντίκριζαν, ενώ το βλέμμα του στρεφόταν αλλού όταν έβλεπε όπλα. Οι Ταξιδιώτες δεν άγγιζαν τίποτα που θεωρούσαν όπλο. «Καλωσορίσατε στις φωτιές μας. Έχουμε ζεστό νερό, επιδέσμους και καταπλάσματα. Ξέρεις το όνομά μου», είπε στον Πέριν, κοιτάζοντάς τον ερευνητικά. «Φυσικά. Τα μάτια σου».
Η σύζυγος του Ράεν είχε πάει στο πλευρό του καθώς αυτός μιλούσε, μια παχουλή γυναίκα, γκριζομάλλα, αλλά με αφράτα μάγουλα, ένα κεφάλι ψηλότερη από το σύζυγό της. Η κόκκινη μπλούζα της, η χτυπητή κίτρινη φούστα και η εσάρπα με τα πράσινα κρόσσια θάμπωναν το μάτι, αλλά ο τρόπος της ήταν μητρικός. «Πέριν Αϋμπάρα!» είπε. «Καλά το κατάλαβα ότι ξέρω αυτό το πρόσωπο. Είναι μαζί σου ο Ιλάυας;»
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. «Έχω να τον δω πολύ καιρό, Ίλα».
«Ζει μια ζωή βίας», είπε λυπημένα ο Ράεν. «Όπως κι εσύ. Η ζωή της βίας είναι μια κηλιδωμένη ζωή, ακόμα κι αν είναι μακρά».
«Μην προσπαθείς να τον φέρεις στην Οδό του Φύλλου εκεί που στέκεται, Ράεν», είπε ζωηρά η Ιλα, όχι όμως απότομα. «Είναι τραυματισμένος. Όλοι τους».
«Μα τι κάνω;» μουρμούρισε ο Ράεν. Ύψωσε τη φωνή και μίλησε ξανά. «Ελάτε, άνθρωποί μου. Ελάτε να βοηθήσετε. Είναι πληγωμένοι. Ελάτε να βοηθήσετε».
Άντρες και γυναίκες μαζεύτηκαν γρήγορα, μουρμουρίζοντας πονετικά λόγια, καθώς βοηθούσαν τους τραυματισμένους να κατέβουν από τα άλογα για να τους οδηγήσουν στις άμαξες τους, ή να τους κουβαλήσουν, όταν ήταν ανάγκη. Ο Γουίλ και μερικοί άλλοι έδειξαν να ανησυχούν που θα χώριζαν, όχι όμως ο Πέριν. Η βία ήταν το τελευταίο που θα σκέφτονταν οι Τουάθα’αν. Δεν σήκωναν χέρι σε κανέναν, ούτε καν για να υπερασπίσουν τη ζωή τους.
Ο Πέριν ανακάλυψε ότι έπρεπε να δεχτεί τη βοήθεια του Ίχβον για να ξεπεζέψει. Κατεβαίνοντας, κύματα πόνου ξεπηδούσαν από το πλευρό του. «Ράεν», είπε λαχανιασμένα, «δεν πρέπει να είστε εδώ. Πολεμήσαμε Τρόλοκ ούτε πέντε μίλια απ' αυτό το σημείο. Πάρε τους ανθρώπους σου στο Πεδίο του Έμοντ. Θα είναι ασφαλείς εκεί».
Ο Ράεν δίστασε —και φάνηκε να ξαφνιάζεται― πριν κουνήσει το κεφάλι. «Ακόμα κι αν το επιθυμούσα, οι άνθρωποί μου δεν θα το ήθελαν, Πέριν. Προσπαθούμε να μην καταλύουμε κοντά έστω και στο μικρότερο χωριό, και όχι μόνο επειδή οι χωρικοί ίσως μας κατηγορήσουν ψευδώς ότι κλέψαμε ό,τι έχασαν, ή ότι πείθουμε τα παιδιά τους να ακολουθήσουν την Οδό. Όπου οι άνθρωποι χτίζουν τα σπίτια κοντά υπάρχει το ενδεχόμενο της βίας. Οι Τουάθα'αν το ξέρουν αυτό από το Τσάκισμα. Η ασφάλεια είναι οι άμαξες μας και το γεγονός ότι μετακινούμαστε συνεχώς, αναζητώντας συνεχώς το τραγούδι». Μια παραπονεμένη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπό του. «Παντού ακούμε τα νέα να λένε για βία, Πέριν. Όχι μόνο εδώ, στους Δύο Ποταμούς. Στον κόσμο υπάρχει μια αίσθηση αλλαγής, καταστροφής. Σύντομα θα πρέπει να βρούμε το τραγούδι. Αλλιώς δεν πιστεύω ότι θα το βρούμε ποτέ».
«Θα το βρείτε το τραγούδι», είπε χαμηλόφωνα ο Πέριν. Ίσως να αποστρέφονταν τόσο πολύ τη βία, που αυτό να μην μπορούσε να το υπερβεί ακόμα και ένας τα'βίρεν· ίσως ακόμα και ένας τα'βίρεν να μην μπορούσε να πολεμήσει την Οδό του Φύλλου. Και σ' αυτόν κάποτε είχε φανεί ελκυστική. «Πραγματικά ελπίζω να το βρείτε».
«Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει», είπε ο Ράεν. «Τα πάντα πεθαίνουν στον καιρό τους. Ίσως ακόμα και το τραγούδι». Η Ίλα αγκάλιασε παρηγορητικά το σύζυγό της, αν και το βλέμμα της ήταν ταραγμένο, σαν το δικό του.
«Ελάτε», είπε προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία της, «πρέπει να σας πάμε μέσα. Οι άντρες είναι ικανοί να κάθονται να συζητάνε, ακόμα κι αν έχουν πιάσει φωτιά τα σακάκια τους». Στράφηκε στη Φάιλε. «Είσαι πολύ όμορφη, μικρή μου. Μάλλον θα πρέπει να προσέχεις τον Πέριν. Πάντα τον βλέπω παρέα με όμορφες κοπέλες». Η Φάιλε τον κοίταξε ήρεμα, συλλογισμένα, και μετά προσπάθησε να το πάρει στ' αστεία.
Ο Πέριν κατόρθωσε να φτάσει ως την άμαξα του Ράεν —κίτρινη, με κόκκινο χρώμα στις άκρες, κόκκινες και κίτρινες ακτίνες σε ψηλές ρόδες με κόκκινα στεφάνια, κόκκινα και κίτρινα μπαούλα δεμένα έξω, πλάι σε μια φωτιά στο κέντρο του καταυλισμού― αλλά όταν πάτησε το πόδι στο πρώτο σκαλί της ξύλινης σκάλας στο πίσω μέρος, τα γόνατά του λύγισαν. Ο Ίχβον και ο Ράεν σχεδόν τον κουβάλησαν μέσα, ενώ τους ακολούθησαν βιαστικά η Φάιλε με την Ίλα, και τον ξάπλωσαν σε ένα κρεβάτι στο μπροστινό τμήμα της άμαξας, το οποίο μόλις άφηνε χώρο για τη συρόμενη πόρτα που οδηγούσε στο κάθισμα του οδηγού.
Ήταν πραγματικά σαν ένα μικρό σπίτι, είχε ακόμα και ροζ κουρτίνες στα παραθυράκια, που ήταν ένα σε κάθε πλευρά, δεξιά κι αριστερά. Αυτός έμεινε εκεί ξαπλωμένος, κοιτάζοντας την οροφή. Κι εδώ μέσα, επίσης, οι Μάστορες χρησιμοποιούσαν όλα τα χρώματα· το ταβάνι ήταν βαμμένο ουρανί και λακαρισμένο, τα ψηλά ντουλάπια πράσινα και κίτρινα. Η Φάιλε του έλυσε τη ζώνη και του πήρε το τσεκούρι και τη φαρέτρα, ενώ η Ίλα έψαχνε σε ένα ντουλαπάκι. Ο Πέριν δεν φαινόταν να δείχνει κανένα ενδιαφέρον γι' αυτά που έκαναν.
«Όλοι μπορούν να αιφνιδιαστούν», είπε ο Ίχβον. «Μάθε απ' αυτό, αλλά μην το πάρεις κατάκαρδα. Ακόμα και ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος δεν κέρδισε όλες τις μάχες».
«Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος». Ο Πέριν προσπάθησε να γελάσει, αλλά το γέλιο έγινε βογκητό. «Ναι», κατάφερε να πει. «Σίγουρα δεν είμαι ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος, έτσι δεν είναι;»
Η Ίλα κοίταξε συνοφρυωμένη τον Πρόμαχο —ή μάλλον το σπαθί του· έμοιαζε να το θεωρεί χειρότερο από το τσεκούρι του Πέριν — και πλησίασε το κρεβάτι με μια στοίβα διπλωμένους επιδέσμους. Όταν τράβηξε το πουκάμισο του Πέριν γύρω από το βέλος, έκανε ένα μορφασμό. «Δεν νομίζω ότι έχω την ικανότητα να το βγάλω. Είναι χωμένο βαθιά».
«Είναι ακιδωτό», είπε ο Ίχβον με έναν τόνο σαν να μιλούσε για τον καιρό. «Οι Τρόλοκ δεν χρησιμοποιούν συχνά τόξο, αλλά όταν το κάνουν, τα βέλη είναι ακιδωτά».
«Έξω», είπε η παχουλή Μαστόρισσα γυρνώντας προς το μέρος του. «Έξω κι εσύ, Ράεν. Η περιποίηση των τραυματιών δεν είναι αντρική δουλειά. Πάνε καλύτερα να δεις αν ο Μοσέα έβαλε τη ρόδα στην άμαξά του, ή ακόμα».
«Καλή ιδέα», είπε ο Ράεν. «Μάλλον αύριο θα χρειαστεί να μετακινηθούμε. Ο τελευταίος χρόνος ήταν όλο κοπιαστικά ταξίδια», εκμυστηρεύθηκε στον Πέριν. «Πήγαμε ως την Καιρχίν, γυρίσαμε στο Γκεάλνταν, ανεβήκαμε στο Άντορ. Αύριο νομίζω».
Όταν έκλεισε πίσω τους η κόκκινη πόρτα, η Ίλα στράφηκε ανήσυχα στη Φάιλε. «Αν είναι ακιδωτό, δεν νομίζω ότι μπορώ να το αφαιρέσω. Αν χρειαστεί, θα προσπαθήσω, αλλά αν είναι εδώ κοντά κάποιος που να ξέρει απ' αυτά τα πράγματα...»
«Υπάρχει κάποιος στο Πεδίο του Έμοντ», την καθησύχασε η Φάιλε. «Αλλά είναι ασφαλές να το αφήσουμε μέσα του μέχρι αύριο;»
«Ίσως πιο ασφαλές, παρά να το κόψω. Μπορώ να του φτιάξω κάτι να πιει για τον πόνο και να ετοιμάσω ένα κατάπλασμα για να μη μολυνθεί».
«Γεια χαρά. Με θυμάστε; Εδώ μπροστά είμαι. Μη μιλάτε μεταξύ σας», είπε ο Πέριν, αγριοκοιτάζοντας τις δύο γυναίκες.
Για μια στιγμή τον κοίταξαν.
«Κράτα τον ακίνητο», είπε η Ίλα στη Φάιλε. «Ασε τον να μιλά, δεν πειράζει, αλλά μην τον αφήσεις να κουνηθεί. Ίσως τραυματιστεί χειρότερα».
«Θα το φροντίσω», απάντησε η Φάιλε.
Ο Πέριν έτριξε τα δόντια και προσπάθησε να τις βοηθήσει να του βγάλουν το σακάκι και το πουκάμισο, αλλά την περισσότερη δουλειά την έκαναν εκείνες. Ένιωθε αδύναμος σαν σίδερο στη φωτιά, έτοιμος να λυγίσει με κάθε πίεση. Δέκα πόντοι από το βέλος, που ήταν χοντρό σαν τον αντίχειρά του, ξεπρόβαλλαν ακριβώς πάνω από το τελευταίο πλευρό του, μέσα από μια σουφρωμένη οπή, που μέσα της είχε πήξει και ξεραθεί το αίμα. Του έσπρωξαν το κεφάλι στο μαξιλάρι για κάποιο λόγο, μη θέλοντας να τον αφήσουν να το βλέπει. Η Φάιλε πρόσεχε την πληγή, ενώ η Ίλα ετοίμαζε το βάλσαμο με γουδί και γουδοχέρι ― τα οποία ήταν από απλή, λεία, γκρίζα πέτρα, τα πρώτα πράγματα που έβλεπε η Φάιλε στον καταυλισμό να μην είναι βαμμένα με λαμπερά χρώματα. Άπλωσαν το βάλσαμο γύρω από το βέλος και τον έδεσαν με επιδέσμους για να το κρατήσουν.
«Ο Ράεν κι εγώ θα κοιμηθούμε κάτω από την άμαξα απόψε», είπε τελικά η Τουάθα’αν, σκουπίζοντας τα χέρια. Κοίταξε συνοφρυωμένη το κομμάτι του βέλους που ξεπρόβαλλε από τους επιδέσμους του και κούνησε το κεφάλι. «Κάποτε νόμιζα ότι μπορεί τελικά να έβρισκε την Οδό του Φύλλου. Ήταν ένα πράο αγόρι, νομίζω».
«Η Οδός του Φύλλου δεν είναι για όλους», είπε καλοσυνάτα η Φάιλε, όμως η Ίλα κούνησε ξανά το κεφάλι.
«Είναι για όλους», αποκρίθηκε η άλλη εξίσου καλοσυνάτα και κάπως λυπημένα, «αρκεί μόνο να το ήξεραν».
Τους άφησε και η Φάιλε κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, σκουπίζοντάς του το πρόσωπο με ένα διπλωμένο πανί. Για κάποιο λόγο, έμοιαζε να χύνει άφθονο ιδρώτα.
«Τα θαλάσσωσα», είπε αυτός ύστερα από λίγη ώρα. «Όχι, είναι πολύ μαλακό αυτό. Δεν ξέρω ποια είναι η σωστή λέξη».
«Δεν τα θαλάσσωσες», του είπε σταθερά. «Έκανες αυτό που έμοιαζε σωστό εκείνη τη στιγμή. Ήταν σωστό· δεν μπορώ να φανταστώ πώς βγήκαν πίσω μας. Ο Γκαούλ δεν κάνει λάθη όταν πάει να βρει που είναι οι εχθροί του. Ο Ίχβον είχε δίκιο, Πέριν. Όλοι μπορεί να αντιμετωπίσουν συνθήκες που έχουν αλλάξει χωρίς να το γνωρίζουν. Τους κράτησες όλους ενωμένους. Μας γλίτωσες από κει».
Αυτός κούνησε δυνατά κεφάλι, κάτι που χειροτέρεψε τον πόνο στο πλευρό του. «Ο Ίχβον μας γλίτωσε από κει. Αυτό που έκανα εγώ ήταν που πήγα είκοσι επτά ανθρώπους να σκοτωθούν», είπε πικρά, προσπαθώντας να ανασηκωθεί για να την κοιτάξει. «Κάποιοι ήταν φίλοι μου, Φάιλε. Κι εγώ πήγα και τους σκότωσα».
Η Φάιλε κράτησε τους ώμους του μ όλο της το βάρος, για να μην τον αφήσει να ανασηκωθεί. Η ευκολία με την οποία τον κράτησε κάτω έδειχνε πόσο εξασθενημένος ήταν. «Θα έχεις ώρα γι' αυτά το πρωί», του είπε σταθερά, κοιτώντας τον στο πρόσωπο, «όταν θα πρέπει να σε ξανανεβάσουμε στο άλογό σου. Δεν μας γλίτωσε ο Ίχβον· νομίζω ότι δεν θα τον ένοιαζε αν φεύγατε από κει μόνο εσύ κι αυτός. Αν δεν ήσουν εσύ, αυτοί οι άντρες θα σκορπίζονταν δεξιά κι αριστερά και τότε οι Τρόλοκ θα μας κυνηγούσαν όλους. Δεν θα είχαν μείνει ενωμένοι για τον Ίχβον, για έναν ξένο. Όσο για τους φίλους σου —» Αναστέναξε και κάθισε πάλι. «Πέριν, ο πατέρας μου λέει ότι ο στρατηγός μπορεί να φροντίσει τους ζωντανούς ή να κλάψει τους νεκρούς, αλλά δεν μπορεί να τα κάνει και τα δύο».
«Δεν είμαι στρατηγός, Φάιλε. Είμαι ένας βλάκας σιδεράς, που νόμιζε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλους ανθρώπους για να βρει δικαιοσύνη, ή ίσως για να εκδικηθεί. Ακόμα το ίδιο θέλω, αλλά δεν θέλω να χρησιμοποιήσω άλλους γι' αυτό».
«Λες να φύγουν οι Τρόλοκ, επειδή εσύ αποφάσισες ότι τα συναισθήματά σου δεν είναι αρκετά αγνά;» Η φλόγα στη φωνή της τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι, αυτή όμως τον έσπρωξε στο μαξιλάρι σχεδόν με βία. «Είναι λιγότερο ρυπαροί; Για να τους πολεμήσεις χρειάζεσαι αγνότερο λόγο από το γεγονός ότι είναι Τρόλοκ; Κάτι ακόμα που λέει ο πατέρας μου. Η χειρότερη αμαρτία που μπορεί να κάνει ένας στρατηγός, χειρότερη από γκάφες, χειρότερη από ήττες, χειρότερη από κάθε τι, είναι να εγκαταλείψει τους άντρες που βασίζονται πάνω του».
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ένας λιγνός, καλοκαμωμένος νεαρός Μάστορας, που φορούσε ένα σακάκι με κόκκινες και πράσινες ρίγες, μπήκε μέσα. Αστραψε ένα χαμόγελο στη Φάιλε, κατάλευκα δόντια, όλο γοητεία, και μετά κοίταξε τον Πέριν. «Ο παππούς είπε ότι εσύ είσαι. Καλά μου φαινόταν ότι η Εγκουέν μας είχε πει ότι είναι από δω». Ξαφνικά έσμιξε τα φρύδια αποδοκιμαστικά. «Τα μάτια σου. Βλέπω ότι ακολούθησες τον Ιλάυας τελικά, για να τρέξεις με τους λύκους. Ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δεν θα έβρισκες την Οδό του Φύλλου».
Ο Πέριν τον ήξερε· ήταν ο Άραμ, ο εγγονός του Ράεν και της Ίλα. Δεν τον συμπαθούσε· χαμογελούσε σαν τον Γουίλ. «Φύγε, Άραμ. Είμαι κουρασμένος».
«Είναι μαζί σου η Εγκουέν;»
«Η Εγκουέν τώρα είναι Άες Σεντάι, Άραμ», μούγκρισε, «και θα σου ξερίζωνε την καρδιά με τη Μία Δύναμη, αν της ζητούσες να χορέψετε. Φύγε!»
Ο Άραμ βλεφάρισε και έκλεισε βιαστικά την πόρτα. Απ' έξω.
Ο Πέριν έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι. «Πολύ χαμογελά», μουρμούρισε. «Δεν αντέχω αυτούς που χαμογελάνε πολύ». Η Φάιλε έκανε έναν ήχο σαν να είχε στραβοκαταπιεί κι εκείνος την κοίταξε καχύποπτα. Δάγκωνε το κάτω χείλος της.
«Έχω κάτι στο λαιμό», είπε με πνιγμένη φωνή και σηκώθηκε γοργά. Έτρεξε στο πλατύ ράφι στην κάτω άκρη του κρεβατιού, εκεί που η Ίλα είχε ετοιμάσει το κατάπλασμα, και του γύρισε την πλάτη, βάζοντας νερό από μια πράσινη και κόκκινη κανάτα σε μια γαλάζια και κίτρινη κούπα. «Θες κι εσύ κάτι να πιεις; Η Ίλα άφησε αυτή τη σκόνη για τον πόνο. Θα σε βοηθήσει να κοιμηθείς».
«Δεν θέλω καμιά σκόνη», της είπε. «Φάιλε, ποιος είναι ο πατέρας σου;»
Η Φάιλε μαρμάρωσε. Ύστερα από μια στιγμή, γύρισε κρατώντας την κούπα και με τα δύο χέρια, με ένα δυσανάγνωστο βλέμμα στα γερτά μάτια της. Πέρασε άλλο ένα λεπτό μέχρι να του μιλήσει. «Ο πατέρας μου είναι ο Ντάβραμ του Οίκου Ντάβραμ, Άρχοντας του Μπασίρε, του Τυρ και του Σιντόνα, Προστάτης της Μεθορίου της Μάστιγας, Υπερασπιστής της Χώρας, Στρατάρχης της Βασίλισσας Τενοβία της Σαλδαία. Και θείος της».
«Φως μου! Τι ήταν αυτά που έλεγες, ότι ήταν έμπορος μαλλιού, ή γουναράς; Θυμάμαι που κάποτε εμπορευόταν και παγοπιπεριές».
«Δεν ήταν ψέμα», του είπε απότομα και έπειτα πρόσθεσε με ψιλή φωνή: «Απλώς δεν ήταν... όλη η αλήθεια. Τα κτήματα του πατέρα μου όντως προσφέρουν ξυλεία για κάθε χρήση, όπως και παγοπιπεριές, γουναρικά και πολλά άλλα. Και οι διαχειριστές που έχει τα πουλάνε κι έτσι είναι έμπορος. Κατά έναν τρόπο».
«Γιατί δεν μου το είπες; Έκρυβες πράγματα. Έλεγες ψέματα. Είσαι μια αρχόντισσα!» Την κοίταξε με σμιγμένα τα φρύδια, κατηγορώντας τη. Δεν το περίμενε αυτό. Να ήταν ο πατέρας της ένας μικρός έμπορος, ένας πρώην στρατιώτης, ίσως ναι, μα όχι αυτό. «Φως μου, τι θες και τριγυρνάς ως Κυνηγός του Κέρατος; Μη μου πεις ότι ο Άρχοντας του Μπασίρε και των υπόλοιπων σε έστειλε να ζήσεις περιπέτειες».
Κρατώντας ακόμα την κούπα, πήγε και κάθισε πλάι του. Για κάποιο λόγο έμοιαζε προσηλωμένη στο πρόσωπό του. «Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί μου πέθαναν, Πέριν, ο ένας πολεμώντας Τρόλοκ, ο άλλος πέφτοντας από το άλογό του ενώ κυνηγούσε. Έτσι έμεινα εγώ, η μεγαλύτερη, κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μάθω λογιστικά και το εμπόριο. Ενώ οι μικρότεροι αδελφοί μου μάθαιναν πώς να είναι στρατιώτες, ενώ προετοιμάζονταν για περιπέτειες, εγώ έπρεπε να μάθω πώς να εποπτεύω τα κτήματα! Είναι το καθήκον του μεγαλύτερου. Καθήκον! Είναι βαρετό, μονότονο και πληκτικό. Σε θάβουν στα χαρτιά και τους υπαλλήλους.
»Όταν ο πατέρας πήρε μαζί του τον Μήντιν στη Μεθόριο της Μάστιγας —είναι δυο χρόνια μικρότερός μου― τότε το ποτήρι ξεχείλισε. Στη Σαλδαία οι κοπέλες δεν διδάσκονται το σπαθί ή τον πόλεμο, όμως ο πατέρας μου είχε πάρει για υπηρέτη μου έναν παλιό στρατιώτη από την πρώτη μονάδα του και ο Έραν πάντα με προθυμία μου δίδασκε πώς να χρησιμοποιώ το μαχαίρι και πώς να μάχομαι με γυμνά χέρια. Νομίζω ότι τον διασκέδαζε. Εν πάση περιπτώσει, όταν ο πατέρας πήρε μαζί του τον Μήντιν, είχαν φτάσει τα νέα για το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος κι έτσι... έφυγα. Κι έφτασα στο Ίλιαν πάνω στην ώρα για να δώσω τον όρκο του Κυνηγού...» Πήρε το πανί και του σκούπισε πάλι το ιδρωμένο πρόσωπο, «Πρέπει να κοιμηθείς, αν μπορείς».
«Φαντάζομαι δηλαδή ότι είσαι η Αρχόντισσα Μπασίρε ή κάτι τέτοιο;» της είπε. «Πώς και έδειξες συμπάθεια σε έναν κοινό θνητό, που είναι σιδεράς;»
«Η σωστή λέξη είναι “αγάπη”, Πέριν Αϋμπάρα». Η κοφτή φωνή της ερχόταν σε αντίθεση με την τρυφερότητα με την οποία το πανί του σκούπιζε το πρόσωπο. «Και επίσης νομίζω ότι δεν είσαι τόσο κοινός θνητός». Το πανί σταμάτησε. «Πέριν, τι εννοούσε αυτός, ότι έτρεχες με τους λύκους; Ο Ράεν, επίσης, ανέφερε κάποιον Ιλάυας».
Για λίγο ο Πέριν πάγωσε, δεν ανάσαινε καν. Αλλά την είχε μαλώσει που του κρατούσε μυστικά. Να τι παθαίνεις όταν θυμώνεις και βιάζεσαι. Αν βιαστείς να κατεβάσεις το σφυρί, θα βρεις το δάχτυλό σου. Αφησε την ανάσα του να βγει αργά και της εξήγησε. Πώς είχε ανταμώσει τον Ιλάυας Ματσίρα και είχε μάθει ότι μπορούσε να μιλά στους λύκους. Πώς τα μάτια του είχαν αλλάξει χρώμα, η όρασή του είχε γίνει οξύτερη και επίσης η όσφρηση και η ακοή του, σαν λύκου. Για το λυκίσιο όνειρο. Γι' αυτό που ίσως του συνέβαινε, αν παρατούσε ποτέ την ανθρώπινη υπόσταση του. «Είναι πολύ εύκολο. Μερικές φορές, ειδικά στο όνειρο, ξεχνώ ότι είμαι άνθρωπος και όχι λύκος. Τουλάχιστον μέσα στο μυαλό μου. Είμαι σαν μια σχεδόν λάθος εικόνα λύκου. Δεν θα μείνει τίποτα από εμένα». Σταμάτησε, περίμενε να τη δει να μορφάζει, να φεύγει.
«Αν τα αφτιά σου ακούνε στ' αλήθεια τόσο καλά», του είπε αυτή ήρεμα, «τότε να προσέχω τι λέω κοντά σου».
Της έπιασε το χέρι, για να σταματήσει να τον σκουπίζει. «Άκουσες τι είπα; Τι θα σκεφτούν ο πατέρας και η μητέρα σου, Φάιλε; Ένας ημίλυκος σιδεράς. Είσαι αρχόντισσα! Φως μου!»
«Άκουσα κάθε λέξη. Ο πατέρας θα συμφωνήσει. Πάντα έλεγε ότι το αίμα της οικογένειάς μας νερώνει· δεν είναι όπως ήταν τον παλιό καιρό. Ξέρω ότι με θεωρεί τρομερά μαλθακή». Του χάρισε ένα χαμόγελο που θα ταίριαζε σε λύκο. «Φυσικά, η μητέρα μου πάντα ήθελε να παντρευτώ ένα βασιλιά, που θα κόβει τους Τρόλοκ στα δύο με μια σπαθιά. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να βολευτεί με το τσεκούρι σου, αλλά μήπως θα μπορούσες να της πεις ότι είσαι ο βασιλιάς των λύκων; Δεν νομίζω ότι θα βγει κανείς να διαψεύσει το δικαίωμά σου στο θρόνο. Η αλήθεια είναι ότι η μητέρα μου θα αρκεστεί στο ξεκοίλιασμα των Τρόλοκ, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι θα ήθελε και το άλλο».
«Φως μου!» είπε εκείνος βραχνά. Μιλούσε σχεδόν σοβαρά. Όχι, μιλούσε απολύτως σοβαρά. Αν έστω και τα μισά απ' όσα έλεγε ήταν σοβαρά, ίσως να ήταν προτιμότεροι οι Τρόλοκ από μια γνωριμία με τους γονείς της.
«Έλα», είπε φέρνοντας την κούπα στα χείλη του. «Μου φαίνεται ότι στέγνωσε ο λαιμός σου».
Κατάπιε και τινάχτηκε με την πικρή γεύση. Του είχε βάλει μέσα τη σκόνη της Ίλα! Προσπάθησε να σταματήσει, αλλά εκείνη του γέμισε το στόμα και είτε θα το κατάπινε, είτε θα πνιγόταν. Όταν μπόρεσε να σπρώξει την κούπα, η Φάιλε του είχε αδειάσει μέσα στο στόμα τη μισή. Γιατί τα φάρμακα είχαν πάντα τόσο φρικτή γεύση; Υποψιαζόταν ότι οι γυναίκες το έκαναν σκοπίμως. Θα έβαζε στοίχημα ότι εκείνα που έφτιαχναν γι' αυτές δεν είχαν τέτοια γεύση. «Σου είπα ότι δεν θέλω τέτοιο πράγμα. Μπλιαξ!»
«Το είπες; Ε, δεν θα τ' άκουσα. Αλλά είτε το είπες, είτε όχι, σου χρειάζεται ύπνος». Του χάιδεψε τα σγουρά μαλλιά. «Κοιμήσου, Πέριν μου».
Προσπάθησε να της εξηγήσει ότι πράγματι το είχε πει κι ότι τον είχε ακούσει, αλλά τα λόγια μπερδεύτηκαν στη γλώσσα του. Τα μάτια του ήθελαν να κλείσουν. Ή, καλύτερα, δεν μπορούσε να τα ανοίξει. Το τελευταίο που άκουσε, πριν κοιμηθεί, ήταν το απαλό μουρμουρητό της.
«Κοιμήσου, λύκε βασιλιά μου. Κοιμήσου».