Κρατώντας ψηλά τη λάμπα με το προστατευτικό γυαλί, ο Ματ κοίταξε προσεκτικά το στενό διάδρομο, βαθιά εκεί στην κοιλιά του Δακρύου. Όχι, εκτός αν εξαρτιόταν απ' αυτό η ζωή μου. Αυτή την υπόσχεση έδωσα. Που να καώ, να που εξαρτάται! Προχώρησε βιαστικά, πριν προλάβουν να τον καταλάβουν οι αμφιβολίες, περνώντας μπροστά από σαρακιασμένες και στραβές πόρτες, καθώς και δίπλα από άλλες, στις οποίες είχαν απομείνει μόνο μερικά σχισμένα ξύλα να κρέμονται από τους σκουριασμένους μεντεσέδες. Πρόσφατα είχαν σκουπίσει το πάτωμα, όμως ο αέρας ακόμα μύριζε παμπάλαια σκόνη και μούχλα. Κάτι σάλεψε στο σκοτάδι και ο Ματ έβγαλε το μαχαίρι του, πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν απλώς ένα ποντίκι που έφευγε μακριά του, το οποίο αναμφίβολα έτρεχε να ξεφύγει μέσα σε κάποια τρύπα που ήξερε.
«Δείξε μου πώς να βγω», ψιθύρισε στο ποντίκι, που είχε χαθεί, «και θα έρθω μαζί σου». Γιατί ψιθυρίζω; Δεν είναι κανένας εδώ να με ακούσει. Μα του φαινόταν ένα μέρος όπου έπρεπε να κάνει ησυχία. Ένιωθε όλο το βάρος της Πέτρας στο κεφάλι του, να τον πλακώνει.
Η τελευταία πόρτα, είχε πει η Εγκουέν. Κι αυτή, επίσης, κρεμόταν λοξά. Την άνοιξε με μια κλωτσιά κι η πόρτα διαλύθηκε. Η αίθουσα ήταν γεμάτη σκοτεινά περιγράμματα ― κιβώτια, βαρέλια και πράγματα στοιβαγμένα στους τοίχους και τριγύρω στο πάτωμα. Και σκόνη. Η Μεγάλη Συλλογή! Μοιάζει με το υπόγειο κάποιου εγκαταλειμμένου αγροτόσπιτου, αλλά προς το χειρότερο. Ξαφνιάστηκε που η Εγκουέν και η Νυνάβε δεν είχαν κάτσει να ξεσκονίσουν και να τακτοποιήσουν το μέρος, όταν είχαν κατέβει εδώ. Οι γυναίκες όλο ξεσκόνιζαν και έσιαζαν, ακόμα και πράγματα που δεν το είχαν ανάγκη. Στο πάτωμα φαίνονταν πατημασιές, μερικές από μπότες, αλλά δίχως αμφιβολία είχαν βάλει άντρες να παραμερίσουν τα πιο βαριά αντικείμενα. Της Νυνάβε της άρεσε να βρίσκει τρόπους για να βάζει τους άντρες να δουλέψουν· μάλλον είχε ψάξει επίτηδες να βρει κάποιους που διασκέδαζαν.
Αυτό που έψαχνε ο Ματ ξεχώριζε μέσα στο συνονθύλευμα. Ένα ψηλό πλαίσιο πόρτας από κοκκινόπετρα, που φάνταζε παράξενο στις σκιές που δημιουργούσε η λάμπα του. Όταν ο Ματ το πλησίασε, αυτό ακόμα φαινόταν παράξενο. Ήταν στρεβλωμένο με κάποιον τρόπο. Το βλέμμα του δεν ήθελε να το ακολουθήσει· οι γωνίες δεν ενώνονταν σωστά. Το ψηλό, κούφιο παραλληλόγραμμο έμοιαζε λες και θα έπεφτε με μια ανάσα, όταν όμως ο Ματ το σκούντηξε, αυτό έμεινε σταθερό. Το σκούντηξε λιγάκι δυνατότερα, χωρίς να ξέρει αν μέσα του ήθελε να το αναποδογυρίσει, κι η μια πλευρά του πλαισίου έτριξε καθώς σύρθηκε στη σκόνη. Μια ανατριχίλα διέτρεξε τα χέρια του. Ήταν λες και υπήρχε ένα σύρμα στερεωμένο στην κορυφή του, που το σταθεροποιούσε από το ταβάνι. Σήκωσε ψηλά τη λάμπα για να δει. Δεν υπήρχε σύρμα. Τουλάχιστον δεν θα σωριαστεί κάτω όταν θα είμαι μέσα. Φως μου, θα μπω μέσα λοιπόν, έτσι δεν είναι;
Ένα σωρός από μικρές μορφές και πραγματάκια τυλιγμένα σε σάπια πανιά καταλάμβανε το πάνω μέρος ενός ψηλού βαρελιού δίπλα του. Ο Ματ παραμέρισε τα πράγματα για να ακουμπήσει εκεί τη λάμπα και κοίταξε εξεταστικά την πόρτα. Το τερ'ανγκριάλ. Αν η Εγκουέν ήξερε τι έλεγε. Μάλλον ήξερε· σίγουρα θα είχε μάθει διάφορα παράξενα πράγματα στον Πύργο, όσο κι αν το αρνιόταν. Και βέβαια θα το αρνιόταν. Όμως δεν αρνήθηκε ότι μελετούσε για να γίνει Άες Σεντάι, έτσι δεν είναι; Αν μισόκλεινε τα μάτια του, έμοιαζε να είναι ένα πέτρινο πλαίσιο πόρτας, ελάχιστα γυαλιστερό από μόνο του και ακόμα πιο μουντό από τη σκόνη. Ένα απλό πλαίσιο πόρτας και τίποτα παραπάνω. Ή μάλλον όχι ακριβώς απλό. Τρεις φιδίσιες γραμμές, σκαλισμένες βαθιά στην πέτρα, διέτρεχαν από πάνω ως κάτω τους παραστάτες. Είχε δει πιο καλοδουλεμένα διακοσμητικά και σε αγροτόσπιτα. Μάλλον θα δρασκέλιζε την πόρτα και θα έβλεπε ότι βρισκόταν ακόμα στην ίδια σκονισμένη αίθουσα.
Αλλά δεν θα το μάθω παρά μόνο αν δοκιμάσω, έτσι δεν είναι; Τι τύχη! Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα —και βήχοντας από τη σκόνηέκανε ένα βήμα μέσα.
Ήταν σαν να περνούσε από ένα φύλλο ολόλαμπρου λευκού φωτός, απείρως φωτεινό, απείρως παχύ. Για μια στιγμή, που έμοιαζε να διαρκεί για πάντα, ήταν τυφλός· ένα μουγκρητό γέμισε τα αφτιά του, λες και οι ήχοι του κόσμου είχαν συγκεντρωθεί όλοι μαζί την ίδια στιγμή. Μόνο για τη διάρκεια ενός απροσμέτρητου βήματος.
Έκανε σκοντάφτοντας άλλο ένα βήμα και κοίταξε γύρω του έκθαμβος. Το τερ'ανγκριάλ ήταν ακόμα εκεί, όμως δεν βρισκόταν στο μέρος απ' όπου είχε ξεκινήσει. Το στρεβλωμένο, πέτρινο πλαίσιο στεκόταν στο κέντρο μιας στρογγυλής αίθουσας, με ταβάνι τόσο ψηλό που χανόταν στις σκιές, περικυκλωμένο από παράξενες, στριφογυριστές, κίτρινες κολώνες που ανηφόριζαν στο ζόφο εκεί πάνω, σαν πελώριες κληματσίδες που ελίσσονταν γύρω από στύλους που τώρα είχαν αφαιρεθεί. Ένα μαλακό φως ερχόταν από τις λαμπερές σφαίρες πάνω σε κάτι κουλουριασμένα υποστηρίγματα, φτιαγμένα από κάποιο λευκό μέταλλο. Δεν ήταν ασήμι· παραήταν θαμπή η λάμψη του. Τίποτα, όμως, δεν έδειχνε την πηγή του φωτός· δεν φαινόταν να είναι φλόγα, οι σφαίρες απλώς έλαμπαν. Τα πλακάκια του πατώματος δημιουργούσαν ασπροκίτρινες λωρίδες, που ξεκινούσαν ελικοειδώς από το τερ'ανγκριάλ. Μια βαριά οσμή πλανιόταν στον αέρα, δριμεία, ξερή, όχι ιδιαίτερα ευχάριστη. Ο Ματ ήταν έτοιμος να γυρίσει την πλάτη του και να γυρίσει πίσω εκείνη τη στιγμή.
«Πολύς καιρός».
Τινάχτηκε κι ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του. Κοίταξε ανάμεσα στις κολώνες για να βρει από πού είχε ακουστεί η βραχνή φωνή, που είχε προφέρει τόσο τραχιά αυτές τις λέξεις.
«Πολύς καιρός, όμως οι αναζητητές ξανάρχονται για τις απαντήσεις. Οι ερωτώντες πρέπει να έρθουν άλλη μια φορά». Μια μορφή κινήθηκε ανάμεσα στις κολώνες· ανδρική μορφή, φάνηκε στον Ματ. «Ωραία. Έφερες λάμπα, όχι δαυλό, όπως ήταν η συμφωνία ― και είναι, και θα είναι παντοτινά. Δεν έχεις σίδηρο; Ούτε μουσικά όργανα;»
Η μορφή βγήκε από τις κολώνες, ψηλή, ξυπόλητη, με χέρια, πόδια και σώμα τυλιγμένα σε στρώματα κίτρινου υφάσματος. Ο Ματ δεν ήταν πια σίγουρος αν ήταν άντρας. Ή αν ήταν άνθρωπος. Έμοιαζε ανθρώπινη η μορφή εκ πρώτης όψεως, αν και ίσως οι κινήσεις της παραήταν χαριτωμένες, αλλά του φαινόταν υπερβολικά λεπτή για το ύψος της και το πρόσωπό της ήταν στενό, επίμηκες. Το δέρμα της, ακόμα και τα ίσια, μαύρα μαλλιά της, καθρέφτιζαν το χλωμό φως με τρόπο που του θύμιζε φολίδες ερπετού. Και αυτά τα μάτια· οι κόρες ήταν απλώς δυο μαύρες, κάθετες σχισμένες. Όχι, δεν ήταν άνθρωπος.
«Σίδηρο. Μουσικά όργανα. Δεν έχεις τίποτα τέτοιο;»
Ο Ματ αναρωτήθηκε από τι νόμιζε το πλάσμα ότι ήταν φτιαγμένο το μαχαίρι· δεν φαινόταν να το ενοχλεί. Βέβαια η λεπίδα ήταν από καλό ατσάλι, όχι από σίδηρο. «Όχι. Ούτε σίδηρο, ούτε όργανα. Γιατί —» Σταμάτησε απότομα να μιλά. Τρεις ερωτήσεις, είπε η Εγκουέν. Δεν θα χαλούσε τη μια για το σίδηρο και τα όργανα μουσικής. Τι το νοιάζει αν έχω δέκα μουσικούς στην τσέπη και σιδεράδικο στην πλάτη; «Ήρθα εδώ για αληθινές απαντήσεις. Αν δεν τις δίνεις εσύ, πήγαινέ με σ' αυτόν που μπορεί».
Ο άντρας —ο Ματ θεώρησε ότι το πλάσμα ήταν αρσενικό― του χαμογέλασε. Τα δόντια του δεν φάνηκαν. «Όπως ορίζει η συμφωνία. Έλα». Του έκανε νόημα με τα μακριά του δάχτυλα. «Ακολούθησέ με».
Ο Ματ έκρυψε το μαχαίρι στο μανίκι του. «Οδήγησε με και θα σε ακολουθήσω». Κοίτα μόνο να είσαι μπροστά μου και να σε βλέπω καλά. Τούτο το μέρος μου φέρνει ανατριχίλα.
Πουθενά δεν φαινόταν ευθεία γραμμή, με εξαίρεση το ίδιο το δάπεδο, καθώς ο Ματ ακολουθούσε τον παράξενο άντρα. Ακόμα και το ταβάνι ήταν πάντα θολωτό, ενώ οι τοίχοι φούσκωναν προς τα έξω. Οι θάλαμοι ήταν συνεχώς καμπυλωτοί, οι πόρτες στρογγυλεμένες, τα παράθυρα τέλειοι κύκλοι. Τα πλακάκια σχημάτιζαν σπείρες και κυματοειδείς γραμμές, ενώ τα μπρούτζινα διακοσμητικά στο ταβάνι ήταν όλα περίτεχνα ελίγματα, τοποθετημένα σε κανονικά διαστήματα. Πουθενά δεν υπήρχαν εικόνες, ούτε υφαντά ή πίνακες. Μόνο σχήματα, και πάντα καμπύλα.
Δεν είδε κανέναν πέρα από το σιωπηλό οδηγό του· το μέρος έμοιαζε να είναι άδειο, με εξαίρεση τους δυο τους. Από κάπου του ήρθε μια αμυδρή ανάμνηση, ότι βάδιζε σε διαδρόμους στους οποίους είχε να πατήσει ανθρώπινο πόδι εκατοντάδες χρόνια, και αυτό το μέρος του έδινε την ίδια αίσθηση. Εντούτοις, μερικές φορές έπιανε με την άκρη του ματιού κάποια φευγαλέα κίνηση. Μόνο που όσο γοργά κι αν κοίταζε, ποτέ δεν έβλεπε κανέναν. Προσποιήθηκε ότι έτριβε τους πήχεις του, ελέγχοντας τα μαχαίρια στα μανίκια του για παρηγοριά.
Αυτά όμως που έβλεπε από εκείνα τα στρογγυλά παράθυρα ήταν ακόμα χειρότερα. Ψηλόλιγνα δέντρα, που είχαν γερτά κλαριά στην κορυφή σχηματίζοντας μια ομπρέλα, άλλα που έμοιαζαν με πελώριες βεντάλιες από δαντελωτά φύλλα, πυκνή βλάστηση, σαν την καρδιά ενός σύδεντρου πνιγμένου στα βάτα, κι όλα αυτά κάτω από ένα θαμπό, συννεφιασμένο φως, αν και ο ουρανός έμοιαζε ανέφελος. Υπήρχαν παντού παράθυρα, πάντα από τη μια μεριά του καμπυλωτού διαδρόμου, όμως άλλοτε ήταν μόνο δεξιά κι άλλοτε μόνο αριστερά, ενώ εκεί που σίγουρα έπρεπε να βλέπουν σε μια εσωτερική αυλή ή σε δωμάτια, αντίθετα πρόσφεραν τη θέα του ίδιου δάσους. Δεν είδε ποτέ στα παράθυρα την παραμικρή εικόνα από κάποιο άλλο σημείο του παλατιού, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό το μέρος, ούτε άλλα κτίρια, μόνο που...
Από ένα στρογγυλό παράθυρο είδε τρεις ψηλούς, ασημένιους οβελίσκους, που καμπύλωναν ο ένας προς τον άλλο, έτσι που οι κορυφές τους να τείνουν προς το ίδιο σημείο. Δεν φαίνονταν από το επόμενο παράθυρο, που ήταν τρία βήματα παραπέρα, αλλά μερικά λεπτά αργότερα, όταν ο Ματ και ο οδηγός του είχαν περάσει τόσες στροφές που σίγουρα είχαν πάρει διαφορετική κατεύθυνση, τους ξαναείδε. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτοί εδώ ήταν άλλοι οβελίσκοι, όμως ανάμεσα στον Ματ και τους οβελίσκους υπήρχε ένα δέντρο σε σχήμα βεντάλιας, με ένα σπασμένο κλωνάρι, ένα δέντρο που ήταν στο ίδιο σημείο την πρώτη φορά. Όταν είδε για τρίτη φορά τους οβελίσκους και το παράξενο δέντρο με το σπασμένο κλωνάρι, αυτή τη φορά δέκα βήματα παραπέρα αλλά από την απέναντι πλευρά του διαδρόμου, προσπάθησε να πάψει να κοιτάζει τι υπήρχε έξω.
Η διαδρομή φαινόταν να μην έχει τέλος.
«Πότε...; Θα —» Ο Ματ έτριξε τα δόντια. Τρεις ερωτήσεις. Ήταν δύσκολο να μάθεις κάτι χωρίς να κάνεις ερωτήσεις. «Ελπίζω να με πηγαίνεις σε κάποιους που να μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου. Που να καούν τα κόκαλα μου, το ελπίζω. Για το δικό μου καλό και για το δικό σου, και το Φως ξέρει ότι είναι αλήθεια».
«Εδώ», είπε ο αλλόκοτος τύπος, που ήταν τυλιγμένος στα κίτρινα, κάνοντας νόημα με τα λεπτά του χέρια προς μια στρογγυλεμένη πόρτα δυο φορές μεγαλύτερη από κάθε άλλη που είχε δει ποτέ ο Ματ. Τα παράξενα μάτια του περιεργάστηκαν τον Ματ. Το στόμα του άνοιξε και πήρε μια μεγάλη, αργή ανάσα. Ο Ματ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια και ο παράξενος τύπος κούνησε τους ώμους με έναν τρόπο που έμοιαζε με σπαρτάρισμα. «Εδώ ίσως βρεθούν οι απαντήσεις. Μπες. Μπες και ρώτα».
Ο Ματ πήρε κι αυτός μια βαθιά ανάσα και μετά έκανε μια γκριμάτσα και έτριψε τη μύτη του. Εκείνη η δριμεία, βαριά οσμή ήταν πολύ ενοχλητική. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς την είσοδο και κοίταξε γύρω για να δει τον οδηγό του. Ο παράξενος είχε χαθεί. Φως μου! Δεν καταλαβαίνω γιατί ξαφνιάζομαι πια σ' αυτό το μέρος. Που να καώ, δεν γυρνάω πίσω τώρα. Προσπάθησε να μη σκέφτεται αν θα μπορούσε να ξαναβρεί μόνος του το τερ'ανγκριάλ και μπήκε μέσα.
Άλλο ένα στρογγυλό δωμάτιο, με κόκκινα και λευκά πλακάκια στα δάπεδο, παραταγμένα ελικοειδώς κάτω από ένα θολωτό ταβάνι. Δεν υπήρχαν κολώνες, ούτε έπιπλα οποιουδήποτε είδους, με εξαίρεση τρία χοντρά, σπειροειδή βάθρα γύρω από το κέντρο των ελίκων του δαπέδου. Ο Ματ δεν έβλεπε άλλο τρόπο για να ανέβει στα βάθρα παρά μόνο σκαρφαλώνοντας από τις σπείρες τους, όμως πάνω στο καθένα καθόταν σταυροπόδι ένας άντρας, όλοι τυλιγμένοι σε στρώματα κόκκινου υφάσματος. Με μια δεύτερη ματιά, έκρινε ότι δεν ήταν όλοι άντρες· δύο απ' αυτά τα μακρουλά πρόσωπα με τα αλλόκοτα μάτια είχαν μια σαφή θηλυκή όψη. Τον κοίταζαν με κοφτερό, διαπεραστικό βλέμμα και ανάσαιναν βαθιά, σχεδόν λαχανιασμένα. Αναρωτήθηκε αν τους προκαλούσε νευρικότητα με κάποιον τρόπο. Αυτό αποκλείεται. Εμένα, όμως, με έχει λούσει κρύος ιδρώτας.
«Πέρασε καιρός», είπε η γυναίκα στα δεξιά.
«Πολύς καιρός», πρόσθεσε η γυναίκα στα αριστερά.
Ο άντρας ένευσε. «Μα ξανάρχονται».
Και οι τρεις είχαν τη βραχνή φωνή του οδηγού ―μάλιστα, ήταν σχεδόν ολόιδια― και τον τραχύ τρόπο που πρόφερε κι εκείνος τις λέξεις. Μιλούσαν εν χορώ και τα λόγια ήταν σαν να έβγαιναν από ένα στόμα. «Μπες και ρώτα, όπως ορίζει η συμφωνία η παλιά».
Μπορεί προηγουμένως ο Ματ να ένιωθε ότι τον έλουζε κρύος ιδρώτας, τώρα όμως ήταν σαν να τον έπνιγε. Ανάγκασε τον εαυτό του να ζυγώσει. Προσεκτικά —προσέχοντας να μην πει τίποτα που να μοιάζει έστω και αόριστα με ερώτηση― τους παρουσίασε την κατάσταση. Οι Λευκομανδίτες σίγουρα ήταν στο χωριό του, σίγουρα κυνηγούσαν τους φίλους του, μπορεί και τον ίδιο. Ένας από τους φίλους του πήγαινε να τα βάλει με τους Λευκομανδίτες, ένας άλλος όχι. Η οικογένειά του μπορεί να μην αντιμετώπιζε κίνδυνο, αλλά με τα καμένα τα Τέκνα του καμένου του Φωτός εκεί πέρα... Ένας τα'βίρεν τον έλκυε τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Δεν έβλεπε το λόγο να δώσει ονόματα ή να αναφέρει ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Την πρώτη του ερώτηση —αλλά και τις επόμενες δύο, βεβαίως― την είχε δουλέψει πριν κατέβει στη Μεγάλη Συλλογή. «Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι για να βοηθήσω τους δικούς μου;» ρώτησε στο τέλος.
Τρία ζευγάρια σχιστά μάτια τραβήχτηκαν από πάνω του —απρόθυμα, έτσι φάνηκε― και εξέτασαν τον αέρα πάνω από το κεφάλι του. «Πρέπει να πας στο Ρουίντιαν», είπε στο τέλος η γυναίκα στα αριστερά.
Αμέσως μόλις μίλησαν, κατέβασαν πάλι το βλέμμα τους πάνω του και έγειραν μπροστά, ανασαίνοντας πάλι βαθιά. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ήχησε δυνατά και στριγκά μια καμπάνα, αντηχώντας στην αίθουσα. Όρθωσαν τα σώματά τους με μια λικνιστική κίνηση, κοιτάχτηκαν κι έπειτα κοίταξαν πάλι τον αέρα πάνω από το κεφάλι του Ματ.
«Είναι κι αυτός το ίδιο», ψιθύρισε η γυναίκα στ' αριστερά. «Τι ένταση. Τι ένταση».
«Τι απόλαυση», είπε ο άντρας. «Πέρασε τόσος καιρός».
«Υπάρχει ακόμα χρόνος», τους είπε η άλλη γυναίκα. Φαινόταν γαλήνια —όλοι έτσι έδειχναν― αλλά είχε μια βιασύνη η φωνή της όταν στράφηκε πάλι στον Ματ. «Ρώτα. Ρώτα».
Ο Ματ τους αγριοκοίταξε οργισμένος. Στο Ρουίντιαν; Φως μου! Ήταν κάπου στην Ερημιά, μόνο το Φως και οι Αελίτες ήξεραν πού. Αυτό ήταν το μόνο που ήξερε. Στην Ερημιά! Ο θυμός έδιωξε από το νου του τις άλλες ερωτήσεις, για το πώς θα ξέφευγε από τις Άες Σεντάι και πώς θα ανακτούσε τα χαμένα κομμάτια των αναμνήσεων του. «Στο Ρουίντιαν!» γάβγισε. «Το Φως να μου κάνει τα κόκαλα στάχτη αν θέλω να πάω στο Ρουίντιαν! Και το αίμα μου να χυθεί στο χώμα αν πάω! Γιατί να πάω; Δεν μου απαντήσατε στην ερώτηση. Πρέπει να απαντήσετε, όχι να μου λέτε γρίφους!»
«Αν δεν πας στο Ρουίντιαν», είπε η γυναίκα στα δεξιά, «θα πεθάνεις».
Η καμπάνα χτύπησε ξανά, δυνατότερα αυτή τη φορά· ο Ματ ένιωσε τη δόνηση να περνά μέσα από τις μπότες του. Οι τρεις αντάλλαξαν πρόδηλες ματιές αγωνίας. Έκανε να μιλήσει, αλλά οι τρεις τους είχαν την προσοχή στραμμένη ο ένας στον άλλο.
«Η ένταση», είπε βιαστικά μια γυναίκα. «Είναι πολύ μεγάλη».
«Η απόλαυση που δίνει», είπε η άλλη, πριν η πρώτη ολοκληρώσει τη φράση της. «Έχει περάσει τόσος καιρός».
Πριν τελειώσει κι αυτή, μίλησε ο άντρας. «Η ένταση είναι πολύ μεγάλη. Πολύ μεγάλη. Ρώτα. Ρώτα!»
«Που να καεί η ψυχή σου και η κορακίσια καρδιά σου», μούγκρισε ο Ματ. «Αν θα ρωτήσω λέει! Γιατί θα πεθάνω αν δεν πάω στο Ρουίντιαν; Το πιθανότερο είναι ότι θα πεθάνω αν προσπαθήσω να πάω. Δεν είναι λογ —»
Ο άντρας τον έκοψε και μίλησε βιαστικά. «Θα έχεις παρακάμψει το νήμα της μοίρας, θα έχεις αφήσει τη μοίρα σου να αιωρείται στους ανέμους του χρόνου και θα σε σκοτώσουν εκείνοι που δεν θέλουν να εκπληρωθεί αυτή η μοίρα. Φύγε τώρα. Πρέπει να φύγεις. Γρήγορα!»
Ο κιτρινοντυμένος οδηγός βρέθηκε ξαφνικά στο πλευρό του Ματ, τραβώντας του το μανίκι με τα υπερβολικά μακριά χέρια του.
Ο Ματ τα τίναξε από πάνω του. «Όχι! Δεν φεύγω! Με παρασύρατε μακριά από τις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω και μου δώσατε απαντήσεις δίχως νόημα. Δεν θα το αφήσετε έτσι. Για ποια μοίρα μιλάτε; Θέλω να μου δώσετε τουλάχιστον μια ξεκάθαρη απάντηση!»
Η καμπάνα ήχησε θρηνητικά για τρίτη φορά κι ολόκληρη η αίθουσα δονήθηκε.
«Πήγαινε!» φώναξε ο άντρας. «Πήρες απαντήσεις. Πρέπει να φύγεις πριν να είναι αργά!»
Ξαφνικά, καμιά δεκαριά κιτρινοντυμένοι άντρες βρέθηκαν γύρω από τον Ματ, σαν να είχαν εμφανιστεί από το πουθενά, και προσπάθησαν να τον σύρουν προς την πόρτα. Αυτός πάλεψε μαζί τους με γροθιές, αγκώνες, γόνατα. «Ποια μοίρα; Που να καούν οι καρδιές σας, ποια μοίρα;» Τότε καμπάνισε η ίδια η αίθουσα, οι τοίχοι και το πάτωμα σείστηκαν και παραλίγο να ρίξουν κάτω τον Ματ και τους άλλους που του είχαν επιτεθεί. «Ποια μοίρα;»
Οι τρεις ήταν όρθιοι πάνω στα βάθρα και ο Ματ δεν διέκρινε ποιος ούρλιαζε ποια απάντηση.
«Να παντρευτείς την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών!»
«Να πεθάνεις και να ξαναζήσεις, και να ζήσεις άλλη μια φορά ένα μέρος αυτού που είχε υπάρξει!»
«Να εγκαταλείψεις το μισό φως του κόσμου για να σώσεις τον κόσμο!»
Κι οι τρεις μαζί τσίριξαν σαν ατμός που βγαίνει με μεγάλη πίεση. «Πήγαινε στο Ρουίντιαν, γιε των μαχών! Πήγαινε στο Ρουίντιαν, κατεργάρη! Πήγαινε, τζογαδόρε! Πήγαινε!»
Οι κιτρινοντυμένοι σήκωσαν τον Ματ στον αέρα, πιάνοντάς τον από τα χέρια και τα πόδια, και άρχισαν να τρέχουν, κρατώντας τον πάνω από τα κεφάλια τους. «Αφήστε με, κιτρινοντυμένοι γιδογέννητοι!» φώναξε παλεύοντας. «Που να σας καούν τα μάτια! Που να πάρει η Σκιά τις ψυχές σας, αφήστε με! Θα σας βγάλω τα σπλάχνα και θα τα κάνω χάμουρα για το άλογό μου!» Όσο κι αν σφάδαζε ή έβριζε, τα μακριά δάχτυλα τον έσφιγγαν σαν σίδερο.
Δυο φορές ακόμα χτύπησε η καμπάνα, ή το παλάτι. Όλα έτρεμαν, σαν να γινόταν σεισμός· οι τοίχοι τρεμούλιαζαν με τις εκκωφαντικές αντηχήσεις, που η καθεμιά ήταν δυνατότερη από την προηγούμενη. Οι δεσμώτες του Ματ παραπατούσαν, έκαναν να πέσουν, μα δεν σταματούσαν ποτέ αυτή τη χαοτική φυγή. Ο Ματ δεν έβλεπε καν πού τον πήγαιναν, ώσπου σταμάτησαν απότομα και τον πέταξαν στον αέρα. Τότε είδε τη στρεβλή πόρτα, το τερ'ανγκριάλ, καθώς πετούσε προς τα κει.
Ένα λευκό φως τον τύφλωσε· ο βρυχηθμός του γέμισε το κεφάλι και έδιωξε κάθε σκέψη.
Έπεσε βαριά σ' ένα σκονισμένο πάτωμα μέσα στο μισοσκόταδο και άρχισε να κατρακυλάει, ώσπου έφτασε στο βαρέλι όπου είχε αφήσει τη λάμπα του, στη Μεγάλη Συλλογή. Το βαρέλι κουνήθηκε, τα πακέτα και οι μορφές έπεσαν στο πάτωμα, με κρότους από πέτρες και πορσελάνες και φίλντισι. Πετάχτηκε όρθιος και χίμηξε πάλι στην πέτρινη είσοδο. «Που να καείτε, δεν μπορείτε να με πετάξετε —!»
Πέρασε από μέσα ― κι έπεσε στα κιβώτια και τα βαρέλια που ήταν από την άλλη μεριά. Δίχως να κοντοσταθεί, γύρισε και χίμηξε ξανά. Με το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά πιάστηκε από το βαρέλι όπου στεκόταν η λάμπα του, η οποία παραλίγο να πέσει στα θρύψαλα που είχαν γεμίσει το πάτωμα κάτω από τις μπότες του. Μόλις που πρόφτασε να την αρπάξει, παραλίγο καίγοντας το χέρι του, και την άφησε σε ένα πιο σταθερό πεζούλι.
Που να καώ, δεν έχω διάθεση να μείνω στο σκοτάδι εδώ κάτω, σκέφτηκε ρουφώντας τα δάχτυλά του. Φως μου, έτσι που πάει η τύχη μου, μάλλον θα έπιανε καμιά φωτιά και θα καιγόμουν ζωντανός!
Αγριοκοίταξε το τερ'ανγκριάλ. Γιατί δεν δούλευε; Μπορεί οι τύποι από την άλλη μεριά να το είχαν κλείσει με κάποιον τρόπο. Ουσιαστικά δεν καταλάβαινε τίποτα απ' όσα είχαν συμβεί. Εκείνη η καμπάνα, κι ο πανικός τους. Θαρρείς πως φοβούνταν μήπως σωριαστεί η στέγη στα κεφάλια τους. Τώρα που το σκεφτόταν, παραλίγο αυτό να γίνει. Και το Ρουίντιαν και τα υπόλοιπα. Σαν να μην έφτανε η Ερημιά, του είχαν πει ότι ήταν στη μοίρα του να παντρευτεί κάποια που ονομαζόταν η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. Να παντρευτεί! Και μάλιστα αριστοκράτισσα, κατά πώς φαινόταν. Χίλιες φορές θα προτιμούσε να παντρευτεί ένα γουρούνι, παρά μια αριστοκράτισσα. Και η άλλη η σαχλαμάρα, ότι θα πέθαινε και θα ξαναζούσε. Πολύ ευγενικό εκ μέρους τους που πρόσθεσαν αυτό το τελευταίο! Θα μάθαινε πόσο αληθινό ήταν, αν τον σκότωνε κανένας μαυροντυμένος Αελίτης στο δρόμο για το Ρουίντιαν. Όλα ανοησίες, δεν πίστευε λέξη. Μόνο που... Η παλιόπορτα πράγματι τον είχε πάει κάπου και εκεί ήθελαν να απαντήσουν μόνο τρεις ερωτήσεις, ακριβώς όπως είχε πει η Εγκουέν ότι θα έκαναν.
«Δεν παντρεύομαι εγώ καμία παλιο-αριστοκράτισσα!» είπε στο τερ'ανγκριάλ. «Θα παντρευτώ όταν θα γεράσω και δεν θα μπορώ πια να διασκεδάζω, μόνο τότε! Το Ρουίντιαν το έχω γραμμένο στο —»
Μια μπότα φάνηκε να βγαίνει από τη στρεβλή, πέτρινη πόρτα και την ακολούθησε το υπόλοιπο σώμα του Ραντ, με το φλεγόμενο σπαθί στα χέρια. Η λεπίδα χάθηκε μόλις βγήκε ολόκληρος και ο Ραντ αναστέναξε με ανακούφιση. Ακόμα και στο αμυδρό φως, ο Ματ έβλεπε ότι κάτι τον στενοχωρούσε. Αναπήδησε όταν είδε τον Ματ. «Ψάχνεις στα πέριξ, Ματ; Ή μήπως μπήκες κι εσύ;»
Ο Ματ για μια στιγμή τον κοίταξε επιφυλακτικά. Τουλάχιστον το σπαθί είχε χαθεί. Δεν φαινόταν να διαβιβάζει —αλλά πώς θα το καταλάβαινε;― και δεν έμοιαζε ιδιαίτερα με τρελό. Η αλήθεια ήταν ότι έδειχνε να είναι όπως τον θυμόταν ο Ματ. Θύμισε στον εαυτό του ότι δεν βρίσκονταν πια στο χωριό και ότι ο Ραντ δεν ήταν αυτό που θυμόταν. «Πέρασα, πώς δεν πέρασα. Τι άτιμοι ψεύτες που είναι, αν θες τη γνώμη μου! Τι είναι; Μου θύμιζαν φίδια».
«Δεν νομίζω να είναι ψεύτες». Ο τόνος του Ραντ έδειχνε λες και ευχόταν να ήταν ψεύτες. «Όχι, αυτό όχι. Με φοβούνταν από την αρχή που μπήκα. Κι όταν άρχισε εκείνο το καμπάνισμα... Το σπαθί τους κράτησε σε απόσταση· ούτε ήθελαν να το κοιτάξουν. Γύρισαν αλλού. Έκρυψαν τα μάτια. Πήρες απαντήσεις;»
«Καμία απάντηση που να έχει νόημα», μουρμούρισε ο Ματ. «Εσύ;»
Ξαφνικά βγήκε η Μουαραίν από το τερ'ανγκριάλ ― ένα κομψό βήμα που εμφανίστηκε από το πουθενά να γλιστράει προς τα έξω. Θα ήταν μια καλή ντάμα για χορό, αν δεν ήταν Άες Σεντάι. Το στόμα της σφίχτηκε όταν τους είδε.
«Εσείς! Ήσασταν και οι δύο εκεί μέσα. Να γιατί...!» Άφησε μια ενοχλημένη, σφυριχτή εκπνοή. «Κι ένας μόνο θα ήταν πρόβλημα, αλλά μαζί δύο τα'βίρεν― μπορεί να κόβατε εντελώς τη σύνδεση και να παγιδευόσασταν εκεί. Σαν ζημιάρικα παιδιά που παίζουν με πράγματα χωρίς να ξέρουν ότι είναι επικίνδυνα. Ο Πέριν! Είναι κι ο Πέριν μέσα; Συμμετείχε κι αυτός στην.... περιπέτειά σας;»
«Την τελευταία φορά που είδα τον Πέριν», είπε ο Ματ, «ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι». Μπορεί ο Πέριν να τον διέψευδε και να ήταν ο επόμενος που θα έβγαινε από αυτό το πράγμα, αλλά ο Ματ καλά θα έκανε να καταπραΰνει το θυμό της Άες Σεντάι, αν μπορούσε. Δεν ήταν ανάγκη να τον αντιμετωπίσει κι ο Πέριν. Ίσως να της ξεφύγει, αν βρεθεί αρκετά μακριά πριν αυτή το πάρει χαμπάρι. Άτιμη γυναίκα! Πάω στοίχημα ότι γεννήθηκε αριστοκράτισσα.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Μουαραίν ήταν θυμωμένη. Τα μάγουλά της είχαν ασπρίσει και τα μάτια της ήταν σαν μαύρα τρυπάνια που χώνονταν στον Ραντ. «Τουλάχιστον διαφύγατε μαζί με τη ζωή σας. Ποιος σας είπε γι' αυτό; Ποια απ' όλες; Θα την κάνω να παρακαλά να της είχα γδάρει το τομάρι».
«Ένα βιβλίο μου το είπε», απάντησε γαλήνια ο Ραντ. Κάθισε στην άκρη ενός κιβωτίου, που έτριξε ανησυχητικά κάτω από το βάρος του, και σταύρωσε τα χέρια του. Με μεγάλη ψυχραιμία· ο Ματ ευχήθηκε να μπορούσε να τον μιμηθεί. «Δύο βιβλία, για την ακρίβεια. Οι Θησαυροί της Πέτρας και οι Δοσοληψίες με την Περιφέρεια τον Μαγιέν. Είναι παράξενο τι μπορείς να ξεθάψεις από τα βιβλία, αν διαβάζεις πολύ, έτσι δεν είναι;»
«Κι εσύ;» Έστρεψε το διαπεραστικό βλέμμα της στον Ματ. «Το διάβασες κι εσύ σε βιβλίο;»
«Πού και πού διαβάζω», είπε αυτός ξερά. Δεν θα διαμαρτυρόταν αν η Μουαραίν έγδερνε την Εγκουέν και τη Νυνάβε, ύστερα απ' αυτά που του είχαν κάνει για να τους πει πού είχε κρύψει την επιστολή της Άμερλιν —σαν να μην έφτανε που τον είχαν δέσει με Δύναμη, ήταν και τα υπόλοιπα― αλλά ήταν πιο απολαυστικό να πειράζει τη Μουαραίν. «Τους Θησαυρούς. Τις Δοσοληψίες. Και τι δεν έχουν μέσα τα βιβλία». Ευτυχώς γι' αυτόν, η Μουαραίν δεν επέμεινε να επαναλάβει τους τίτλους· ο Ματ δεν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή όταν τους έλεγε ο Ραντ.
Αντίθετα, η Μουαραίν ξαναγύρισε στον Ραντ. «Και οι απαντήσεις σου;»
«Είναι για μένα», αποκρίθηκε ο Ραντ και ύστερα έσμιξε τα φρύδια. «Δεν ήταν εύκολο όμως. Έφεραν... μια γυναίκα... για να ερμηνεύει, αλλά μιλούσε σαν παλιό βιβλίο. Μερικές λέξεις δεν τις καταλάβαινα. Δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να μιλούσαν άλλη γλώσσα».
«Την Παλιά Γλώσσα», του είπε η Μουαραίν. «Χρησιμοποιούν την Παλιά Γλώσσα —μια μάλλον τραχιά διάλεκτό της― για τις δοσοληψίες τους με τους ανθρώπους. Κι εσύ, Ματ; Καταλάβαινες εύκολα τη διερμηνέα;»
Το στόμα του είχε ξεραθεί και προσπάθησε να το υγράνει λίγο. «Η Παλιά Γλώσσα; Αυτό ήταν λοιπόν; Δεν μου έδωσαν διερμηνέα. Και μάλιστα δεν πρόφτασα να κάνω ερώτηση. Η καμπάνα τράνταξε τους τοίχους και με έβγαλαν από κει πέρα λες και είχα φέρει κοπριές στα χαλιά τους». Η Μουαραίν τον κοίταζε συνεχώς, με ένα βλέμμα που τρυπούσε το κεφάλι του. Ήξερε ότι μερικές φορές ξεπηδούσε από μέσα του η Παλιά Γλώσσα. «Πού και πού σχεδόν διέκρινα μια λέξη εδώ και μια εκεί, αλλά χωρίς να την καταλαβαίνω. Εσύ και ο Ραντ πήρατε απαντήσεις. Αυτοί τι βγάζουν; Εννοώ τα φίδια με τα πόδια. Δεν πιστεύω να ανέβουμε πάνω και να ανακαλύψουμε ότι πέρασαν δέκα χρόνια, όπως έπαθε η Μπίλι στο παραμύθι;»
«Συναισθήματα», απάντησε η Μουαραίν με μια γκριμάτσα. «Συναισθήματα, συγκινήσεις, εμπειρίες. Τα ξεδιαλέγουν· τους νιώθεις όταν το κάνουν, ανατριχιάζεις. Ίσως με κάποιον τρόπο να τρέφονται απ' αυτά. Η Άες Σεντάι που μελέτησε αυτό το τερ'ανγκριάλ, όταν ήταν στο Μαγιέν, έγραψε ότι έπειτα είχε μια ισχυρή επιθυμία να κάνει μπάνιο. Εγώ, πάντως, αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω».
«Μα οι απαντήσεις τους είναι αληθινές;» είπε ο Ραντ καθώς η Μουαραίν έστριβε να φύγει. «Είσαι σίγουρη γι' αυτό; Κάτι τέτοιο υπαινίσσονταν τα βιβλία, όμως μπορούν να δώσουν αληθινές απαντήσεις για το μέλλον;»
«Οι απαντήσεις είναι αληθινές», είπε αργά η Μουαραίν, «αρκεί να αφορούν το δικό σου μέλλον. Αυτό, τουλάχιστον, είναι βέβαιο». Κοίταξε τον Ραντ και τον Ματ, που συλλογίζονταν τα λόγια της. «Όσο για το πώς, μόνο εικασίες υπάρχουν. Ότι ο κόσμος είναι...
διπλωμένος... με παράξενους τρόπους. Δεν μπορώ να γίνω πιο σαφής. Μάλλον αυτό τους επιτρέπει να διαβάσουν το νήμα μιας ανθρώπινης ζωής, να διαβάσουν τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να υφανθεί μέσα στο Σχήμα. Ή ίσως να είναι μια ικανότητα αυτού του λαού. Οι απαντήσεις, όμως, συχνά είναι δυσνόητες. Αν θέλεις βοήθεια για να ανακαλύψεις τι σημαίνουν οι απαντήσεις που έλαβες, σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου». Το βλέμμα της πήγε από τον έναν στον άλλο και ο Ματ παραλίγο να βρίσει. Δεν τον πίστευε που είχε πει ότι δεν είχε λάβει απαντήσεις. Εκτός αν ήταν η συνήθης καχυποψία των Άες Σεντάι.
Ο Ραντ της χαμογέλασε αργά. «Και θα μου πεις τι ρώτησες εσύ και τι σου απάντησαν;»
Για απάντηση του αντιγύρισε μια ανέκφραστη, ερευνητική ματιά και ύστερα κίνησε για την πόρτα. Μια μικρή σφαίρα, φωτεινή όσο μια λάμπα, φάνηκε ξαφνικά να αιωρείται μπροστά της, φωτίζοντάς της το δρόμο.
Ο Ματ ήξερε ότι δεν έπρεπε να μπλέξει άλλο τώρα. Έπρεπε να την αφήσει να φύγει και να ευχηθεί ότι η Μουαραίν θα ξεχνούσε την παρουσία του εκεί. Όμως μέσα του έκαιγε ακόμα ένας κόμπος θυμού. Όλα εκείνα τα γελοία πράγματα που είχαν πει. Μπορεί να ήταν αληθινά, αφού το έλεγε η Μουαραίν, αλλά ήθελε να αρπάξει εκείνους τους τύπους από το γιακά, ή απ' όπου αλλού μπορούσε σε εκείνα τα κίτρινα περιτυλίγματα, και να τους βάλει να του εξηγήσουν μερικά πραγματάκια.
«Γιατί δεν μπορείς να πας εκεί και δεύτερη φορά, Μουαραίν;» φώναξε πίσω της. «Γιατί όχι;» Παραλίγο να τη ρωτήσει γιατί ανησυχούσαν για το σίδηρο και τα μουσικά όργανα, αλλά πρόλαβε να δαγκώσει τη γλώσσα του. Αφού δεν είχε καταλάβει τι έλεγαν, δεν θα ήξερε και γι' αυτά.
Εκείνη κοντοστάθηκε στην είσοδο του προθαλάμου και ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει ο Ματ αν κοίταζε το τερ'ανγκριάλ ή τον Ραντ. «Αν ήξερα τα πάντα, Μάτριμ, τότε δεν θα είχα ανάγκη να ρωτώ». Κοίταξε μια στιγμή ακόμα στην αίθουσα —τελικά κοίταζε τον Ραντ— και έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.
Για λίγη ώρα ο Ματ και ο Ραντ έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί.
«Βρήκες αυτό που ήθελες;» ρώτησε στο τέλος ο Ραντ.
«Εσύ;»
Ξεπήδησε μια λαμπερή φλόγα, ισορροπώντας πάνω από την παλάμη του Ραντ. Δεν ήταν η λεία, λαμπερή σφαίρα της Άες Σεντάι, αλλά μια τραχιά φωτιά, σαν δαυλού. Καθώς ο Ραντ ξεκινούσε για να φύγει, ο Ματ πρόσθεσε άλλη μια ερώτηση. «Αλήθεια θα αφήσεις τους Λευκομανδίτες να κάνουν ό,τι θέλουν στο χωριό; Ξέρεις ότι κατευθύνονται προς το Πεδίο του Έμοντ. Αν δεν έχουν ήδη φτάσει. Κίτρινα μάτια, ο άτιμος ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Όλα αυτά παραπάνε».
«Ο Πέριν θα κάνει... ό,τι πρέπει να κάνει για να σώσει το Πεδίο του Έμοντ», απάντησε ο Ραντ με μια οδύνη στη φωνή του. «Εγώ πρέπει να κάνω αυτό που πρέπει, αλλιώς δεν θα κατακτηθεί μόνο το Πεδίο του Έμοντ, και μάλιστα ο κατακτητής θα είναι κάτι χειρότερο από τους Λευκομανδίτες».
Ο Ματ στάθηκε κοιτάζοντας το φως εκείνης της φλόγας να σβήνει στο τέλος του διαδρόμου και μετά θυμήθηκε πού βρισκόταν. Έπειτα άρπαξε τη λάμπα του και ξεκίνησε βιαστικά. Στο Ρουίντιαν! Φως μου, τι να κάνω;