Ήταν μια παράξενη πομπή αυτή που οδήγησε ο Ραντ έξω από την Πέτρα, με κατεύθυνση την ανατολή. Τα άσπρα σύννεφα έκρυβαν το μεσημεριάτικο ήλιο και μια πνοή αέρα χάιδευε την πόλη. Κατόπιν διαταγής του, δεν είχαν γίνει ούτε αναγγελίες, ούτε ανακοινώσεις, αλλά σιγά-σιγά το νέο μαθεύτηκε για κάτι που γινόταν: οι πολίτες παράτησαν ό,τι κι αν έκαναν και έτρεξαν να βρουν σημεία με θέα. Οι Αελίτες προήλαυναν στην πόλη, έφευγαν από την πόλη. Οι άνθρωποι που δεν τους είχαν δει να έρχονται μέσα στη νύχτα, που δεν πίστευαν καν ότι Αελίτες βρίσκονταν στην Πέτρα, άρχισαν να γεμίζουν τους δρόμους σ' όλη τη διαδρομή τους, να στριμώχνονται στα παράθυρα, να σκαρφαλώνουν ακόμα και στις κεραμιδένιες σκεπές, να κάθονται καβάλα στις δίριχτες στέγες και στις γωνιές που σχημάτιζαν οι ταράτσες. Ακούγονταν μουρμουρητά, καθώς μετρούσαν τους Αελίτες. Αυτές οι λίγες εκατοντάδες αποκλείεται να είχαν καταλάβει την Πέτρα. Η σημαία του Δράκοντα ακόμα ανέμιζε πάνω από το φρούριο. Πρέπει να υπήρχαν χιλιάδες Αελίτες εκεί μέσα. Και ο Άρχοντας Δράκοντας.
Ο Ραντ ίππευε άνετα με το πουκάμισο του μόνο, σίγουρος ότι κανείς από τους θεατές δεν θα τον έπαιρνε για κάτι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας ξενομερίτης, που ήταν αρκετά πλούσιος ώστε να πάει ιππεύοντας —και μάλιστα πάνω σ' ένα θαυμάσιο σταχτή, πιτσιλωτό επιβήτορα, από τις καλύτερες ράτσες του Δακρύου― ένας πλούσιος που ταξίδευε με την πιο παράξενη παρέα που έβαζε ο νους, μα σίγουρα ένας απλός άνθρωπος, παρ' όλα αυτά. Δεν ήταν καν ο αρχηγός της παράξενης συντροφιάς· αυτός ο τίτλος σίγουρα ανήκε στον Λαν ή στη Μουαραίν, παρά το γεγονός ότι προχωρούσαν με τα άλογά τους κάποια απόσταση πιο πίσω του, ακριβώς μπροστά από τους Αελίτες. Το χαμηλό, γεμάτο δέος σούσουρο που συνόδευε το πέρασμά του δυνάμωνε για τους Αελίτες, όχι γι' αυτόν. Κι ίσως, μάλιστα, οι Δακρινοί να τον περνούσαν για ιπποκόμο, που καβαλούσε το άλογο του αφέντη του. Μπα, όχι αυτό· τουλάχιστον όχι εκεί μπροστά που ήταν. Εν πάση περιπτώσει, ήταν μια ωραία μέρα. Η ζέστη ήταν απλώς αντιληπτή, όχι ανυπόφορη. Κανένας δεν θα περίμενε απ' αυτόν να αποδώσει δικαιοσύνη ή να κυβερνήσει ένα έθνος. Μπορούσε να απολαύσει τη διαδρομή μέσα στην ανωνυμία, να απολαύσει μια φορά την αύρα. Προς το παρόν, μπορούσε να ξεχάσει την αίσθηση που του έδιναν οι σημαδεμένες με τους ερωδιούς παλάμες του στα γκέμια. Για λίγο ακόμα, σκέφτηκε. Λίγο ακόμα.
«Ραντ», είπε η Εγκουέν, «στ' αλήθεια νομίζεις ότι ήταν σωστό να αφήσεις τους Αελίτες να πάρουν όλα αυτά τα πράγματα;» Ο Ραντ κοίταξε γύρω, όταν εκείνη έφερε δίπλα του την γκρίζα φοράδα της, την Ομίχλη. Κάπου είχε βρει ένα σκούρο πράσινο, σχιστό φόρεμα, ενώ μια λωρίδα πράσινου υφάσματος συγκρατούσε τα μαλλιά της στο σβέρκο.
Η Μουαραίν κι ο Λαν ακόμα έμεναν πέντ' έξι δρασκελιές πιο πίσω, εκείνη πάνω στη λευκή φοράδα της, φορώντας μια γαλάζια, μεταξωτή στολή ιππασίας με σχιστή φούστα και μ' ένα χρυσό διχτάκι να πιάνει τα μαύρα μαλλιά της, εκείνος καβάλα στο μεγάλο, μαύρο, πολεμικό του άτι, φορώντας το μανδύα Προμάχου, που μάλλον προκαλούσε τόσα επιφωνήματα στους θεατές όσα και οι Αελίτες. Όταν η αύρα έκανε το μανδύα του να σαλεύει, πάνω του κυμάτιζαν αποχρώσεις του πράσινου, του καφέ και του γκρίζου· όταν κρεμόταν ασάλευτος, με κάποιον τρόπο έμοιαζε να σβήνει και να γίνεται ένα με ό,τι υπήρχε πίσω του, έτσι το βλέμμα έμοιαζε να διαπερνά τον Λαν και το άτι του. Δεν ήταν ευχάριστο να το βλέπεις.
Ήταν κι ο Ματ εκεί, σωριασμένος στη σέλα του, με παραιτημένο ύφος, προσπαθώντας να κρατήσει απόσταση από τον Πρόμαχο και την Άες Σεντάι. Είχε διαλέξει ένα κάθε άλλο παρά εντυπωσιακό καφέ μουνούχι, το οποίο ονόμαζε Πιπς· έπρεπε κάποιος να έχει έμπειρο βλέμμα για να προσέξει το πλατύ στήθος και τα γερά ακρώμια του αλόγου, που υπόσχονταν ότι ο Πιπς με τη χοντρή μουσούδα μπορούσε να παραβγεί σε ταχύτητα και αντοχή τους επιβήτορες του Ραντ και του Λαν. Η απόφαση του Ματ να έρθει ήταν έκπληξη· ο Ραντ ακόμα δεν ήξερε το λόγο. Φιλία, ίσως, αλλά ίσως και όχι. Ο Ματ ήταν παράξενος σ' αυτά που έκανε και στους λόγους για τους οποίους τα έκανε.
«Δεν σου εξήγησε η φίλη σου, η Αβιέντα, για το “πέμπτο”;» τη ρώτησε.
«Κάτι ανέφερε, αλλά... Ραντ, δεν φαντάζεσαι ότι κι αυτή... πήζε... πράγματα;»
Πίσω από τη Μουαραίν και τον Λαν, πίσω από τον Ματ, πίσω από τον Ρούαρκ, που ήταν επικεφαλής τους, οι Αελίτες βάδιζαν σε ευθείες γραμμές, δεξιά κι αριστερά από φορτωμένα μουλάρια σε ζυγούς των τεσσάρων, που εκτείνονταν ως πίσω. Όταν οι Αελίτες καταλάμβαναν φρούριο εχθρικής φυλής στην Ερημιά, το έθιμο ήταν —ή ίσως ο νόμος· ο Ραντ δεν το είχε καταλάβει καλά― να παίρνουν το ένα πέμπτο απ' όσα περιείχε, με εξαίρεση μόνο το φαγητό. Δεν είχαν δει κάποιον λόγο να μην κάνουν το ίδιο στην Πέτρα. Όχι ότι τα μουλάρια κουβαλούσαν κάτι παραπάνω από ένα ελάχιστο ποσοστό του ενός πέμπτου των θησαυρών της Πέτρας. Ο Ρούαρκ είχε πει ότι περισσότερους άντρες σκοτώνει η απληστία, παρά το ατσάλι. Τα καλαμένια κοφίνια, με χαλιά και υφαντά για καλύμματα, ήταν ελαφρώς φορτωμένα. Μπροστά τους είχαν να περάσουν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου με τις δυσκολίες της κι έπειτα ένα ακόμα σκληρότερο ταξίδι στην Ερημιά.
Πότε να τους το πω; αναρωτήθηκε ο Ραντ. Σύντομα· πρέπει να γίνει σύντομα. Η Μουαραίν σίγουρα θα το θεωρούσε τολμηρό, ένα θαρραλέο χτύπημα· μπορεί και να επικροτούσε. Ίσως. Νόμιζε ότι τώρα ήξερε όλο το σχέδιό του και δεν έκρυβε τη διαφωνία της. Οι Αελίτες, όμως... Αν αρνηθούν; Ε, αν αρνηθούν, αρνήθηκαν. Πρέπει να το κάνω. Όσο για το ένα πέμπτο... Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να τους εμποδίσει να το πάρουν, ακόμα κι αν ήθελε, και δεν το ήθελε· είχαν κερδίσει αυτή την ανταμοιβή και δεν είχε διάθεση να βοηθήσει τους Δακρινούς άρχοντες να κρατήσουν αυτά που έκλεβαν επί γενιές από το λαό τους.
«Την είδα να δείχνει στον Ρούαρκ μια ασημένια γαβάθα», είπε δυνατά στην Εγκουέν. «Έτσι που κουδούνισε ο σάκος της όταν έχωσε μέσα τη γαβάθα, είχε κι άλλα ασημικά. Ή χρυσά. Το κατακρίνεις;»
«Όχι». Έβγαλε αργά τη λέξη, με μια δόση αμφιβολίας, όμως η φωνή της μετά έγινε πιο σταθερή. «Απλώς δεν είχα σκεφτεί ότι η Αβιέντα θα ήταν... Οι Δακρινοί δεν θα σταματούσαν στο ένα πέμπτο, αν ήταν αλλιώς τα πράγματα. Θα άφηναν πίσω μόνο τους τοίχους και θα έκλεβαν όλα τα κάρα για να μεταφέρουν αυτά που πήραν. Μπορεί οι τρόποι ενός λαού να είναι διαφορετικοί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λάθος, Ραντ. Εσύ το ξέρεις καλά».
Αυτός γέλασε μαλακά. Ήταν σχεδόν σαν τον παλιό καιρό, που αυτός ήταν έτοιμος να της εξηγήσει πού και γιατί έκανε λάθος κι αυτή του άρπαζε τα επιχειρήματα και του επέστρεφε την εξήγηση που είχε σιωπηλή μέσα του. Ο επιβήτοράς του χοροπήδησε δυο-τρεις φορές, νιώθοντας τη διάθεση του. Χάιδεψε τον ψηλό λαιμό του αλόγου του, Ήταν μια ωραία μέρα.
«Ωραίο άλογο», του είπε αυτή. «Πώς το ονόμασες;»
«Τζήντ'εν», είπε αυτός επιφυλακτικά, ενώ το κέφι του ξεφούσκωνε λιγάκι. Ένιωθε κάποια ντροπή για το όνομα, για τους λόγους που το είχε διαλέξει. Ένα από τα αγαπημένα του βιβλία ήταν πάντα Τα Ταξίδια τον Τζάιν του Πεζοπόρου κι εκείνος ο λαμπρός ταξιδευτής είχε ονομάσει το άλογό του Τζήντ'εν —Αυτός που Βρίσκει στ' Αλήθεια, στην Παλιά Γλώσσα― επειδή πάντα έβρισκε το δρόμο για την πατρίδα. Θα ήταν ωραίο αν πίστευε ότι ο Τζήντ'εν θα τον γύριζε σπίτι μια μέρα. Ωραίο, αλλά απίθανο και δεν ήθελε κανείς να καταλάβει την προέλευση του ονόματος. Οι αγορίστικες φαντασιώσεις δεν είχαν θέση πια στη ζωή του. Πολλά δεν είχαν θέση, εκτός από αυτό που είχε να κάνει.
«Ωραίο όνομα», είπε αυτή αφηρημένα. Ο Ραντ ήξερε ότι η Εγκουέν είχε διαβάσει το βιβλίο, σχεδόν περίμενε ότι θα αναγνώριζε το όνομα, όμως εκείνη έμοιαζε να κλωθογυρίζει κάτι άλλο στο μυαλό της, μασώντας σκεφτικά το κάτω χείλος της.
Του έφτανε η σιωπή. Τα τελευταία απομεινάρια της πόλης τα διαδέχθηκαν η εξοχή και κάποια σκόρπια, αξιολύπητα αγροκτήματα. Ακόμα και οι Κόνγκαρ ή οι Κόπλιν, που ήταν διαβόητοι για την τεμπελιά τους μεταξύ άλλων, δεν θα άφηναν ένα σπίτι να χαλάσει και να μισογκρεμιστεί, όπως ήταν αυτά τα πρόχειρα, πέτρινα σπίτια, που οι τοίχοι έγερναν σαν να ήταν έτοιμοι να σωριαστούν πάνω στις κότες, που έσκαβαν το χώμα. Βουλιαγμένοι αχυρώνες έγερναν πάνω σε δάφνες και μπαχαρόξυλα. Οι στέγες με τα ραγισμένα και τα σπασμένα κεραμίδια έδειχναν ότι, όταν έβρεχε, θα άφηναν τα νερά να περάσουν. Τα κατσίκια βέλαζαν απαρηγόρητα σε μάντρες από πέτρες, που έμοιαζαν να έχουν φτιαχτεί βιαστικά το ίδιο πρωί. Σκυφτοί, ξυπόλητοι άντρες και γυναίκες τσάπιζαν χωράφια δίχως φράχτες και δεν σήκωναν το βλέμμα ακόμα κι όταν περνούσε η πολυπληθής ομάδα. Οι κοκκινόραμφοι και οι τσίχλες, που κελαηδούσαν στα αλσύλλια, δεν έφταναν για να ελαφρύνουν την αίσθηση του ζόφου που σε πλάκωνε.
Κάτι πρέπει να κάνω γι' αυτό. Να... Όχι, όχι τώρα. Όλα με τη σειρά τους. Έκανα ό,τι μπορούσα γι αυτούς μέσα σε λίγες βδομάδες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο τώρα. Προσπάθησε να μην κοιτάζει τις άθλιες φάρμες. Άραγε ήταν εξίσου άσχημα και στους ελαιώνες του νότου; Οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί δεν ήταν καν ιδιοκτήτες της γης· όλα ανήκαν στους Υψηλούς Άρχοντες. Όχι. Η αύρα. Ωραία έτσι που απαλύνει τη ζέστη. Μπορώ να το απολαύσω λίγο ακόμα. Πρέπει να τους το πω σύντομα.
«Ραντ», έκανε ξαφνικά η Εγκουέν, «θέλω να σου μιλήσω». Ήταν κάτι σοβαρό, κρίνοντας από την έκφραση της· τα μεγάλα, μαύρα μάτια της, που είχαν στυλωθεί πάνω του, θύμιζαν λιγάκι τα μάτια της Νυνάβε, όταν ήταν έτοιμη να του κάνει κήρυγμα. «Θέλω να σου πω για την Ηλαίην».
«Τι να μου πεις γι' αυτήν;» ρώτησε επιφυλακτικά. Άγγιξε το θύλακο του, όπου δύο γράμματα έτριζαν πάνω σε ένα μικρό, σκληρό αντικείμενο. Αν δεν ήταν γραμμένα και τα δύο με την ίδια κομψή, ρέουσα γραφή, δεν θα πίστευε ότι ήταν από την ίδια γυναίκα. Και μάλιστα ύστερα από τόσα φιλιά και αγκαλιάσματα. Ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις τους Υψηλούς Άρχοντες, παρά τις γυναίκες.
«Γιατί την άφησες να φύγει έτσι;»
Αυτός έμεινε να την κοιτάζει μπερδεμένος. «Ήθελε να φύγει. Θα έπρεπε να τη δέσω για να τη σταματήσω. Εκτός αυτού, θα είναι πιο ασφαλής στο Τάντσικο, παρά κοντά μου —ή κοντά στον Ματ― αν πρόκειται να προσελκύουμε φυσαλίδες κακού, όπως λέει η Μουαραίν. Το ίδιο κι εσύ».
«Δεν εννοούσα αυτό. Φυσικά και ήθελε να φύγει. Δεν είχες δικαίωμα να την εμποδίσεις. Αλλά γιατί δεν της είπες ότι θα προτιμούσες να μείνει;»
«Ήθελε να φύγει», επανέλαβε αυτός και μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο, όταν εκείνη κοίταξε αγανακτισμένη ψηλά, σαν να της μιλούσε κορακίστικα. Αφού δεν είχε δικαίωμα να την εμποδίσει κι αφού εκείνη ήθελε να φύγει, γιατί έπρεπε να προσπαθήσει νά τη μεταπείσει, τη στιγμή που θα διέτρεχε και λιγότερο κίνδυνο αν έφευγε;
Η Μουαραίν μίλησε ακριβώς από πίσω τους. «Είσαι έτοιμος να μου πεις το επόμενο μυστικό; Ήταν φανερό ότι μου κρύβεις κάτι, Τουλάχιστον θα μπορέσω να σου πω αν πηγαίνεις ίσια στο γκρεμό».
Ο Ραντ αναστέναξε. Δεν είχε ακούσει τη Μουαραίν και τον Λαν να ζυγώνουν. Και τον Ματ επίσης, παρ' όλο που ακόμα κρατούσε απόσταση από την Άες Σεντάι. Το πρόσωπο του Ματ ήταν μια ζωγραφιά· αμφιβολία, απροθυμία και μια απαισιόδοξη αποφασιστικότητα εναλλάσσονταν στην έκφραση του, ειδικά όταν έριχνε τη ματιά του στη Μουαραίν. Δεν την κοίταζε απευθείας, μόνο με την άκρη του ματιού.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να έρθεις, Ματ;» ρώτησε ο Ραντ.
Ο Ματ σήκωσε τους ώμους και έσκασε ένα χαμόγελο που δεν έδειχνε ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση. «Ποιος θα άφηνε την ευκαιρία να δει το παλιο-Ρουίντιαν;» Η Εγκουέν τον κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Α, με συγχωρείς για τη γλώσσα μου, Άες Σεντάι. Άκουσα να λες τα ίδια και χειρότερα, και πάω στοίχημα ότι δεν είχες πάντα λόγο». Η Εγκουέν στύλωσε πάνω του το βλέμμα της φουρκισμένη, όμως οι κόκκινες πιτσιλάδες που φάνηκαν στα μάγουλά της έδειχναν ότι ο Ματ είχε πετύχει διάνα.
«Να χαίρεσαι που ο Ματ είναι εδώ», είπε η Μουαραίν στον Ραντ με φωνή ψυχρή, καθόλου ευχαριστημένη. «Έκανες μεγάλο λάθος που άφησες τον Πέριν να φύγει, που μου έκρυψες την αναχώρηση του. Ο κόσμος πατά στους ώμους σου, αλλά και οι δύο πρέπει να σε στηρίζουν, αλλιώς θα αποτύχεις και μαζί σου κι ο κόσμος». Ο Ματ μόρφασε και του Ραντ του φάνηκε ότι παραλίγο να στρίψει επιτόπου το μουνούχι του για να γυρίσει πίσω.
«Ξέρω το καθήκον μου», της είπε. Ξέρω και τη μοίρα μου, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε δυνατά· δεν ζητούσε συμπόνια. «Ένας από μας πρέπει να γυρίσει πίσω, Μουαραίν, και ο Πέριν το ήθελε. Είσαι πρόθυμη να εγκαταλείψεις τα πάντα για να σώσεις τον κόσμο. Εγώ... εγώ κάνω αυτό που πρέπει». Ο Πρόμαχος ένευσε, αν και δεν άνοιξε το στόμα του· ο Λαν δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τη Μουαραίν μπροστά σε κόσμο.
«Και το άλλο μυστικό;» επέμεινε εκείνη. Δεν θα εγκατέλειπε την προσπάθεια αν δεν το ξετρύπωνε κι ο Ραντ δεν είχε πια λόγο να το κρατά μυστικό. Τουλάχιστον το δικό του σκέλος του μυστικού.
«Οι Διαβατικές Πέτρες», είπε απλά. «Αν είμαστε τυχεροί».
«Ωχ, Φως μου», βόγκηξε ο Ματ. «Το καμένο το παλιο-Φως! Μη μου ξινίζεις τα μούτρα, Εγκουέν. Τύχη; Μια φορά δεν φτάνει, Ραντ; Παραλίγο να μας σκοτώσεις, δεν θυμάσαι; Όχι, είναι χειρότερο κι από το να σκοτωνόμασταν. Θα προτιμούσα να γυρίσω πίσω, σε μια απ' αυτές τις φάρμες και να ζητήσω δουλειά, να κουβαλάω σβουνιές γουρουνιών για την υπόλοιπη ζωή μου».
«Μπορείς να ακολουθήσεις το δικό σου δρόμο αν θέλεις, Ματ», του είπε ο Ραντ. Το γαλήνιο πρόσωπο της Μουαραίν ήταν μια μάσκα που έκρυβε οργή, όμως αυτός αγνόησε το παγερό βλέμμα, που προσπαθούσε να του κλείσει το στόμα. Ακόμα και ο Λαν φαινόταν να το αποδοκιμάζει, παρ’ όλο που το σκληρό του πρόσωπο δεν άλλαξε πολύ· ο Πρόμαχος πίστευε στο καθήκον πάνω απ' όλα. Ο Ραντ θα έκανε το καθήκον του, αλλά οι φίλοι του... Δεν του άρεσε να αναγκάζει τον κόσμο να κάνει κάτι· δεν θα το έκανε στους φίλους του. Τουλάχιστον αυτό ίσως κατάφερνε να το αποφύγει. «Δεν έχεις λόγο να έρθεις στην Ερημιά».
«Πώς δεν έχω. Δηλαδή... Ωχ, κάψε με! Έχω μόνο μια ζωή να ξοδέψω, σωστά; Γιατί όχι έτσι;» Ο Ματ γέλασε νευρικά, κάπως άγρια. «Οι καμένες οι Διαβατικές Πέτρες! Φως μου!»
Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια· κανονικά αυτός έπρεπε να τρελαθεί, όμως τώρα ο Ματ φαινόταν στα πρόθυρα της τρέλας.
Η Εγκουέν κοίταξε τον Ματ ανοιγοκλείνοντας τα μάτια ανήσυχα, αλλά έγειρε προς τον Ραντ. «Η Βέριν Σεντάι μου είπε μερικά πράγματα για τις Διαβατικές Πέτρες. Μου είπε για το... ταξίδι που έκανες. Στ' αλήθεια σκοπεύεις να το κάνεις;»
«Αυτό πρέπει να κάνω, Εγκουέν». Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα και δεν υπήρχε γρηγορότερος τρόπος από τις Διαβατικές Πέτρες. Ήταν τα απομεινάρια μια Εποχής παλαιότερης κι από την Εποχή των Θρύλων· απ' ό,τι φαινόταν, ακόμα και οι Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων δεν τις καταλάβαιναν. Μα δεν υπήρχε γρηγορότερος τρόπος. Αν γινόταν όπως έλπιζε.
Η Μουαραίν άκουγε υπομονετικά αυτή τη στιχομυθία. Ειδικά τα λόγια του Ματ, αν και ο Ραντ δεν καταλάβαινε γιατί. «Η Βέριν είπε και σε μένα για το ταξίδι σου με τις Διαβατικές Πέτρες. Είχε γίνει μόνο με λίγους ανθρώπους και άλογα, όχι με εκατοντάδες, και παρ' όλο που δεν είχε απειληθεί στ' αλήθεια η ζωή σας, όπως λέει ο Ματ, έμοιαζε με εμπειρία που κανένας δεν θα ήθελε να επαναλάβει. Ούτε η κατάληξη ήταν αυτή που περίμενες. Εκτός αυτού, είχε απαιτήσει μεγάλη ποσότητα Δύναμης· τόση που παραλίγο να σε σκοτώσει, απ' ό,τι είπε η Βέριν. Ακόμα κι αν αφήσεις πίσω τους περισσότερους Αελίτες, θα τολμήσεις να το διακινδυνεύσεις;» είπε η Άες Σεντάι.
«Πρέπει», είπε και ψηλάφισε το θύλακο στη ζώνη του, ψάχνοντας το μικρό, σκληρό αντικείμενο πλάι στα γράμματα, αλλά εκείνη συνέχισε σαν να μην της είχε μιλήσει.
«Είσαι βέβαιος ότι υπάρχει Διαβατική Πέτρα στην Ερημιά; Η Βέριν ξέρει περισσότερα από μένα γι' αυτές, αλλά εγώ δεν έχω ακούσει να υπάρχει καμία. Αν κι αν υπάρχει, θα μας βγάλει πιο κοντά στο Ρουίντιαν απ' όσο είμαστε τώρα;»
«Πριν από περίπου εξακόσια χρόνια», της είπε, «ένας πραματευτής προσπάθησε να δει με τα μάτια του το Ρουίντιαν». Άλλοτε θα ήταν ευχαρίστησή του να της κάνει διάλεξη, έτσι για αλλαγή. Όχι σήμερα. Υπήρχαν πολλά που δεν ήξερε ούτε αυτός. «Αυτός ο φιλαράκος, απ' ό,τι φαίνεται, δεν είδε τίποτα· ισχυρίστηκε ότι είχε δει μια χρυσή πόλη ψηλά στα σύννεφα, που έπλεε πάνω από τα βουνά».
«Δεν υπάρχουν πόλεις στην Ερημιά», είπε ο Λαν, «είτε στα σύννεφα, είτε στο έδαφος. Πολέμησα τους Αελίτες. Δεν έχουν πόλεις».
Η Εγκουέν ένευσε. «Η Αβιέντα μου είπε ότι δεν είχε δει πόλη στη ζωή της πριν φύγει από την Ερημιά».
«Μπορεί να είναι έτσι», είπε ο Ραντ. «Αλλά ο πραματευτής είδε επίσης κάτι να ξεφυτρώνει στην πλαγιά ενός από εκείνα τα βουνά. Μια Διαβατική Πέτρα. Την περιέγραψε τέλεια. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μοιάζει με Διαβατική Πέτρα. Όταν περιέγραψα μία στον αρχιβιβλιοθηκάριο της Πέτρας» —δεν πρόσθεσε ότι δεν είχε πει την ονομασία αυτού που έψαχνε― «αυτός την αναγνώρισε, αν και δεν ήξερε τι ήταν, και μου έδειξε τέσσερις σε έναν παλιό χάρτη του Δακρύου —»
«Τέσσερις;» Η Μουαραίν φαινόταν έκπληκτη. «Όλες στο Δάκρυ; Οι Διαβατικές Πέτρες δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο».
«Τέσσερις», είπε ο Ραντ με σιγουριά. Ο κοκαλιάρης γερο-βιβλιοθηκάριος ήταν βέβαιος και είχε ξεθάψει ένα κουρελιασμένο, κιτρινισμένο χειρόγραφο, που έλεγε για τις απόπειρες που είχαν γίνει να μετακινήσουν τα «άγνωστα τεχνουργήματα μιας πρότερης Εποχής» στη Μεγάλη Συλλογή. Όλες οι προσπάθειες είχαν αποτύχει και οι Δακρινοί τελικά σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Για τον Ραντ, αυτό ήταν μια επιβεβαίωση· οι Διαβατικές Πέτρες αντιστέκονταν στη μετακίνησή τους. «Η μία βρίσκεται ούτε μιας ώρας δρόμο από δω που είμαστε», συνέχισε. «Οι Αελίτες επέτρεψαν στον άντρα να φύγει, αφού ήταν πραματευτής, με ένα μόνο από τα μουλάρια που είχε και με όσο νερό μπορούσε να κουβαλήσει στην πλάτη του. Με κάποιον τρόπο μπόρεσε να φτάσει μέχρι ένα στέντιγκ στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, όπου συνάντησε κάποιον ονόματι Σόραν Μίλο, έναν άνθρωπο που έγραφε ένα βιβλίο με τίτλο Οι Φονιάδες με τα Μαύρα Πέπλα. Ο βιβλιοθηκάριος μου έφερε ένα σχεδόν διαλυμένο αντίτυπο, όταν του ζήτησα βιβλία για το Άελ. Ο Μίλο, απ' ό,τι φαίνεται, το βάσισε ολόκληρο στους Αελίτες που έρχονταν για εμπόριο στο στέντιγκ και εν πάση περιπτώσει τα περισσότερα τα έγραψε λάθος, σύμφωνα με τον Ρούαρκ, όμως μια Διαβατική Πέτρα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά μια Διαβατική Πέτρα». Είχε εξετάσει κι άλλους χάρτες και χειρόγραφα, δεκάδες από αυτά, υποτίθεται μελετώντας το Δάκρυ και την ιστορία του και μαθαίνοντας τη χώρα· αποκλείεται να είχε κανείς την παραμικρή ιδέα για το τι σκόπευε να κάνει πριν το πει λίγα λεπτά νωρίτερα.
Η Μουαραίν ξεφύσησε και η λευκή φοράδα της, η Αντίμπ, έκανε μερικά σπασμωδικά βήματα, νιώθοντας την ενόχληση της. «Μια υποτιθέμενη ιστορία, την οποία είπε ένας υποτιθέμενος πραματευτής, που ισχυρίζεται ότι είχε δει μια χρυσή πόλη να πετά στα σύννεφα. Την έχει δει αυτή τη Διαβατική Πέτρα με τα μάτια του ο Ρούαρκ; Αυτός έχει πάει στο Ρουίντιαν. Έστω κι αν αυτός ο πραματευτής πήγε στην Ερημιά και είδε μια Διαβατική Πέτρα, μπορεί να ήταν οπουδήποτε. Ο άνθρωπος που διηγείται μια ιστορία συχνά θέλει να ωραιοποιήσει αυτό που συνέβη στ' αλήθεια. Μια πόλη που έπλεε στα σύννεφα;»
«Πού ξέρεις ότι δεν είναι έτσι;» ρώτησε αυτός. Ο Ρούαρκ γελούσε πρόθυμα με τα πράγματα που έγραφε λάθος ο Μίλο για το Άελ, για το Ρουίντιαν όμως δεν ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός. Ή, μάλλον, ήταν κάτι περισσότερο απ' αυτό ― ή ίσως λιγότερο. Ο Αελίτης είχε αρνηθεί ακόμα και να σχολιάσει τα σημεία του βιβλία που υποτίθεται πως αναφέρονταν στο Ρουίντιαν. Το Ρουίντιαν, στις χώρες του Τζεν Αελ, της φυλής που δεν υπάρχει· σχεδόν αυτό ήταν το μόνο που είχε να πει ο Ρούαρκ. Το Ρουίντιαν δεν έπρεπε να αναφέρεται.
Η Άες Σεντάι δεν χάρηκε με το αύθαδες σχόλιο, αλλά αυτό τον Ραντ δεν τον πείραξε. Και η Μουαραίν, επίσης, φυλούσε πολλά μυστικά και πολλές φορές τον είχε βάλει να την ακολουθήσει στα τυφλά. Τώρα είχε έρθει η σειρά της. Έπρεπε να μάθει ότι ο Ραντ δεν ήταν μαριονέτα. Θα δεχθώ τη συμβουλή της όταν την κρίνω σωστή, αλλά δεν χορεύω ξανά στα νήματα της Ταρ Βάλον. Θα πέθαινε με τους δικούς του όρους.
Η Εγκουέν τον πλησίασε με το γκρίζο άλογό της και τα γόνατά της σχεδόν άγγιξαν τα δικά του. «Ραντ, στ' αλήθεια σκοπεύεις να θέσεις σε κίνδυνο τις ζωές μας για μια... μια πιθανότητα; Ο Ρούαρκ δεν σου είπε τίποτα, έτσι δεν είναι; Όταν ρωτώ την Αβιέντα για το Ρουίντιαν, σφαλίζει το στόμα και δεν της παίρνεις λόγια με τίποτα». Ο Ματ φαινόταν να έχει πάθει ναυτία.
Ο Ραντ κράτησε την ήρεμη έκφρασή του και δεν άφησε να φανεί η ντροπή που είχε νιώσει. Δεν ήθελε να τρομάξει τους φίλους του. «Υπάρχει μια Διαβατική Πέτρα εκεί», επέμεινε. Έτριψε πάλι το σκληρό αντικείμενο στο θύλακό του. Αυτό που θα δοκίμαζε έπρεπε να πετύχει.
Οι χάρτες του βιβλιοθηκάριου ήταν παλιοί, αλλά με έναν τρόπο που τον βοηθούσε. Τα λιβάδια στα οποία προχωρούσαν τώρα ήταν δάση όταν σχεδιάζονταν οι χάρτες· ήταν ελάχιστα τα δέντρα που είχαν απομείνει τώρα, κάτι αραιά, λυπητερά αλσύλλια με λευκές βαλανιδιές, πεύκα, πολυτρίχια και ψηλά, μοναχικά δέντρα που δεν τα ήξερε, με ροζιασμένους, στενούς κορμούς. Εύκολα διέκρινε τη διαμόρφωση του εδάφους, μιας και τώρα οι λόφοι ήταν σκεπασμένοι κυρίως με ψηλό χορτάρι.
Στους χάρτες υπήρχαν δύο ψηλές, κυρτές ράχες, η μια ακριβώς πίσω από την άλλη, που έδειχναν την ομάδα των στρογγυλών λόφων όπου βρισκόταν η Διαβατική Πέτρα. Αν οι χάρτες ήταν σωστά φτιαγμένοι. Αν ο βιβλιοθηκάριος είχε καταλάβει καλά την περιγραφή και αν ο πράσινος ρόμβος σήμαινε αρχαία ερείπια, όπως ισχυριζόταν. Γιατί να πει ψέματα; Έχω γίνει πολύ καχύποπτος. Όχι, πρέπει να είμαι καχύποπτος. Δύσπιστος και ψυχρός σαν φίδι. Αυτό, όμως, δεν του άρεσε.
Προς το βορρά μόλις που διέκρινε λόφους δίχως καθόλου δέντρα, γεμάτους με κινούμενες κουκκίδες, που πρέπει να ήταν άλογα. Τα κοπάδια των Υψηλών Αρχόντων, που βοσκούσαν στην περιοχή του παλιού Ογκιρανού άλσους. Έλπισε να είχαν ξεφύγει με ασφάλεια ο Πέριν και ο Λόιαλ. Βοήθησέ τους, Πέριν, σκέφτηκε. Βοήθησέ τους με κάποιον τρόπο, γιατί εγώ δεν μπορώ.
Το Ογκιρανό άλσος σήμαινε ότι οι διπλές ράχες ήταν κοντά και σε λίγο πράγματι τις εντόπισε, κάπως προς το νότο, σαν δύο βέλη που είναι το ένα μέσα στο άλλο, με λίγα δέντρα στις κορυφές να σχηματίζουν μια λεπτή γραμμή μπροστά από τον ουρανό. Πιο πέρα, κοντοί, στρογγυλοί λόφοι, σαν φουσκάλες σκεπασμένες με χορτάρι, βρίσκονταν ο ένας πάνω στον άλλο. Οι λόφοι ήταν περισσότεροι απ' όσους έδειχνε ο παλιός χάρτης. Ήταν υπερβολικά πολλοί, διότι όλο εκείνο το τμήμα απεικόνιζε μια περιοχή μικρότερη από ένα τετραγωνικό μίλι. Αν δεν αντιστοιχούσαν στο χάρτη, τότε σε ποιου την πλαγιά υπήρχε η Διαβατική Πέτρα;
«Οι Αελίτες είναι πολλοί και έχουν μάτια που βλέπουν καλά», είπε χαμηλόφωνα ο Λαν.
Με ένα νεύμα ευγνωμοσύνης, ο Ραντ τράβηξε τα γκέμια του Τζήντ'εν και έμεινε πίσω, για να θέσει το πρόβλημα στον Ρούαρκ. Απλώς περιέγραψε τη Διαβατική Πέτρα, δεν είπε τι ήταν· όταν την έβρισκαν, θα υπήρχε χρόνος γι' αυτό. Είχε γίνει καλός στο να κρατάει μυστικά. Κι ο Ρούαρκ μάλλον δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι είναι η Διαβατική Πέτρα. Εκτός από τις Άες Σεντάι, ελάχιστοι ήξεραν. Κι αυτός δεν ήξερε, μέχρι που του το είχε πει κάποιος.
Ο Ραντ πήγε δίπλα στο άλογο του Αελίτη, ο οποίος έσμιξε ελαφρά τα φρύδια —για κάποιον άλλο, αυτή η έκφραση θα ήταν το αντίστοιχο με μια γκριμάτσα ανησυχίας― και ύστερα ένευσε. «Μπορούμε να το βρούμε». Ύψωσε τη φωνή του. «Άεθαν Ντορ! Φαρ Αλντάζαρ Ντιν! Ντουάντε Μάχντι'ιν! Φαρ Ντάραϊς Μάι! Σέια Ντουν! Σά'μαντ Κόντε!»
Όπως φώναζε, τα μέλη των πολεμικών κοινωνιών που ανέφερε τους πλησίαζαν τρέχοντας και στο τέλος το ένα τέταρτο των Αελιτών στεκόταν γύρω από τον Ρούαρκ και τον Ραντ. Κόκκινες Ασπίδες. Αδέρφια του Αετού. Αναζητητές Νερού. Κόρες του Δόρατος. Μαύρα Μάτια. Κεραυνοπόροι.
Ο Ραντ διέκρινε τη φίλη της Εγκουέν, την Αβιέντα, μια όμορφη νεαρή με αγέρωχο, αγέλαστο βλέμμα. Οι Κόρες φρουρούσαν την πόρτα του, αλλά δεν θυμόταν να την έχει δει πριν μαζευτούν οι Αελίτες για να φύγουν από την Πέτρα. Του αντιγύρισε το βλέμμα, περήφανη σαν πρασινομάτικο γεράκι, και ύστερα τίναξε το κεφάλι και έστρεψε την προσοχή της στον αρχηγό της φατρίας.
Τι να κάνουμε, ήθελα να ξαναγίνω συνηθισμένος άνθρωπος, σκέφτηκε πικρόχολα. Οι Αελίτες έτσι τον αντιμετώπιζαν. Ακόμα και τον αρχηγό φατρίας τον άκουγαν απλώς με σεβασμό και του πρόσφεραν την υπακοή τους, αλλά σαν να ήταν ίσοι προς ίσον, αντί για τα πολύπλοκα τυπικά της υποταγής που θα ζητούσε ένας άρχοντας. Δεν μπορούσε να τους ζητήσει κάτι παραπάνω.
Ο Ρούαρκ έδωσε λιτά τις οδηγίες του και οι Αελίτες που τον άκουγαν απλώθηκαν στους λόφους, τρέχοντας με άνεση, ενώ μερικοί φόρεσαν τα πέπλα για παν ενδεχόμενο. Οι υπόλοιποι περίμεναν, όρθιοι ή ανακούρκουδα, πλάι στα φορτωμένα μουλάρια.
Εκπροσωπούσαν σχεδόν κάθε φατρία —εκτός από το Τζεν Άελ, φυσικά· ο Ραντ δεν είχε καταφέρει να ξεδιαλύνει αν το Τζεν υπήρχε στ' αλήθεια ή όχι και από τον τρόπο που μιλούσαν γι' αυτό οι Αελίτες, τις σπάνιες φορές που το ανέφεραν, αμφότερα ήταν πιθανά― συμπεριλαμβανομένων μερικών που είχαν μεταξύ τους βεντέτες αίματος, καθώς και άλλων, που συχνά μάχονταν μεταξύ τους. Τουλάχιστον αυτό το ήξερε για τους Αελίτες. Αναρωτήθηκε, όχι για πρώτη φορά, τι τους κρατούσε ενωμένους ως τώρα. Ήταν οι προφητείες για την Πέτρα που θα έπεφτε και η έρευνα για Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή;
«Είναι κάτι περισσότερο», είπε ο Ρούαρκ και ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι είχε πει τις σκέψεις του δυνατά. «Η Προφητεία μας έφερε πέρα από το Δρακότειχος και το όνομα που δεν λέγεται μας τράβηξε στην Πέτρα του Δακρύου». Το όνομα που εννοούσε ήταν ο «Λαός του Δράκοντα», ένα μυστικό όνομα των Αελιτών· το ήξεραν και το χρησιμοποιούσαν μόνο οι αρχηγοί φατριών και οι Σοφές, μάλλον σπανίως και αποκλειστικά μεταξύ τους. «Όσο για τα άλλα; Κανείς δεν μπορεί να κάνει το αίμα κάποιου που ανήκει στην ίδια κοινωνία να χυθεί, αλλά όταν ανακατεύεις Σάραντ με Γκόσιεν, Τάαρνταντ και Νακάι με Σάιντο... Ακόμα κι εγώ μπορεί να χόρευα τα δόρατα με τους Σάιντο, αν οι Σοφές δεν είχαν βάλει όσους πέρασαν το Δρακότειχος να δώσουν όρκο ύδατος, να αντιμετωπίζουν όλους τους Αελίτες σαν μέλη της ίδιας κοινωνίας όσο θα είναι στην από δω πλευρά των βουνών. Ακόμα και τους ύπουλους Σάιντο...» Σήκωσε ελαφρά τους ώμους. «Βλέπεις; Δεν είναι εύκολο, ακόμα και για μένα».
«Αυτοί οι Σάιντο είναι εχθροί σου;» Ο Ραντ είπε αδέξια το όνομά· στην Πέτρα οι Αελίτες ακολουθούσαν την κοινωνία τους, όχι τις φατρίες.
«Έχουμε αποφύγει τη βεντέτα αίματος», είπε ο Ρούαρκ, «αλλά το Τάαρνταντ και το Σάιντο ποτέ δεν είχαν φιλικές σχέσεις· οι φυλές καμιά φορά κάνουν επιδρομές η μια στην άλλη και κλέβουν κατσίκια ή γελάδια. Όμως οι όρκοι κράτησαν, παρά τις τρεις βεντέτες αίματος και τα δέκα παλιά μίση μεταξύ φατριών ή φυλών. Βοηθάει επίσης το γεγονός ότι τώρα ταξιδεύουμε προς το Ρουίντιαν, έστω κι αν κάποιοι θα φύγουν νωρίτερα. Δεν μπορείς να κάνεις το αίμα κάποιου να χυθεί, ο οποίος πηγαίνει ή γυρίζει από το Ρουίντιαν». Ο Αελίτης ύψωσε το βλέμμα στον Ραντ, με πρόσωπο παντελώς ανέκφραστο. «Ίσως σύντομα κανείς μας να μην κάνει το αίμα του άλλου να χύνεται». Ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς αν έβρισκε αυτή την προοπτική ευχάριστη.
Ένας αλαλαγμός ακούστηκε από μια Κόρη, που στεκόταν πάνω σ' ένα λόφο και ανέμιζε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της.
«Φαίνεται ότι βρήκαν την πέτρινη κολώνα σου», είπε ο Ρούαρκ.
Η Μουαραίν έπιασε τα χαλινάρια και κοίταξε ήρεμα τον Ραντ, καθώς αυτός περνούσε από δίπλα της και κέντριζε ανυπόμονα τον Τζήντ'εν για να καλπάσει. Η Εγκουέν έφερε τη φοράδα της κοντά στον Ματ κι έγειρε πάνω του από τη σέλα της, με το χέρι της στο ψηλό μπροστάρι του, για να συζητήσουν κάτι οι δυο τους. Απ' ό,τι φαινόταν, προσπαθούσε να τον κάνει να της πει κάτι, ή να παραδεχτεί κάτι, κι από την ένταση που είχαν οι κινήσεις του Ματ, είτε ήταν αθώος σαν νεογέννητο μωρό, είτε έλεγε ψέματα με το τσουβάλι.
Ο Ραντ κατέβηκε γρήγορα από τη σέλα και ανηφόρισε βιαστικά την ομαλή πλαγιά, για να εξετάσει αυτό που η Κόρη —ήταν η Αβιέντα― είχε βρει μισοθαμμένο στο χώμα, κρυμμένο στο ψηλό χορτάρι. Ήταν μια πολυκαιρισμένη, πέτρινη κολώνα, με μήκος τουλάχιστον τρεις απλωσιές και διάμετρο ένα βήμα. Παράξενα σύμβολα κάλυπταν κάθε σημείο της εκτεθειμένης επιφάνειας, ενώ μια στενή σειρά από σημαδάκια, που του έμοιαζαν για γραφή, περιέβαλλε το καθένα. Ακόμα κι αν μπορούσε να καταλάβει τη γλώσσα, το κείμενο —αν επρόκειτο για γλώσσα και κείμενο― είχε εδώ και πολύ καιρό φθαρεί κι ήταν ακατανόητο. Τα σύμβολα φαίνονταν κάπως καλύτερα. Μερικά· πολλά απ' αυτά δεν θα είχαν διαφορά αν τα είχαν σκαλίσει ο άνεμος και η βροχή.
Ξερίζωσε χούφτες-χούφτες το χορτάρι για να βλέπει καλύτερα και κοίταξε την Αβιέντα. Είχε ρίξει το σούφα της, γύρω από τους ώμους, αποκαλύπτοντας τα κοντά, κόκκινα μαλλιά της και τον παρακολουθούσε με μια ήρεμη, σκληρή έκφραση. «Δεν με συμπαθείς», της είπε. «Γιατί;» Έπρεπε να βρει ένα σύμβολο, το μόνο που ήξερε.
«Να σε συμπαθώ;» είπε αυτή. «Μπορεί να είσαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, ένας άνθρωπος του πεπρωμένου. Ποιος μπορεί να συμπαθήσει ή να αντιπαθήσει έναν τέτοιο άνθρωπο; Εκτός αυτού, περπατάς ελεύθερος, υδρόβιος παρά το πρόσωπό σου, αλλά πηγαίνεις στο Ρουίντιαν για την τιμή, ενώ εγώ...»
«Ενώ εσύ τι;» τη ρώτησε όταν εκείνη σταμάτησε. Έψαξε αργά προς τα πάνω. Πού ήταν; Δύο παράλληλες, κυματιστές γραμμούλες, τις οποίες διέσχιζε πλάγια ένα παράξενο ορνιθοσκάλισμα. Φως μου, αν είναι θαμμένο, θα κάνουμε ώρες για να την αναποδογυρίσουμε. Ξαφνικά γέλασε. Όχι ώρες. Μπορούσε να διαβιβάσει και να τη σηκώσει από το έδαφος, θα μπορούσε να το κάνει αυτό και η Μουαραίν, ή η Εγκουέν. Μπορεί μια Διαβατική Πέτρα να αντιστέκονταν στη μετακίνηση, αλλά σίγουρα τόσο λίγο θα μπορούσαν να τη μετακινήσουν. Η διαβίβαση, όμως, δεν θα τον βοηθούσε να βρει τις κυματιστές γραμμές. Θα τις έβρισκε μόνο ψηλαφώντας την πέτρα πάνω-κάτω.
Η Αελίτισσα, αντί να απαντήσει, κάθισε ανακούρκουδα, με τα κοντά δόρατα στα γόνατά της. «Φέρθηκες άσχημα στην Ηλαίην. Εμένα δεν θα με ένοιαζε, αλλά η Ηλαίην είναι σχεδόν αδελφή της Εγκουέν, που είναι φίλη μου. Αλλά η Εγκουέν ακόμα σε συμπαθεί, άρα θα το προσπαθήσω για χατίρι της».
Ενώ συνέχιζε να ψάχνει τη χοντρή κολώνα, κούνησε το κεφάλι του. Πάλι η Ηλαίην. Μερικές φορές του φαινόταν ότι όλες οι γυναίκες ανήκαν σε μια συντεχνία, όπως έκαναν οι τεχνίτες στις πόλεις. Αν τσακωνόσουν με κάποιον, οι άλλοι δέκα το μάθαιναν και σε αγριοκοίταζαν.
Τα δάχτυλά του σταμάτησαν και ξαναγύρισαν στο σημείο που μόλις τώρα είχε εξετάσει. Ήταν φαγωμένο από τον καιρό, δεν διακρινόταν σχεδόν καθόλου, αλλά ήταν βέβαιος ότι ήταν οι κυματιστές γραμμές. Παρίσταναν μια Διαβατική Πέτρα στο Τόμαν Χεντ, όχι στην Ερημιά, αλλά έδειχναν πού ήταν η βάση της κολώνας όταν έστεκε ορθή. Τα σύμβολα στην κορυφή σήμαιναν κόσμους· εκείνα στη βάση Διαβατικές Πέτρες. Με ένα σύμβολο από την κορυφή και ένα από τη βάση, θεωρητικά θα μπορούσε να ταξιδέψει σε μια συγκεκριμένη Διαβατική Πέτρα, σε ένα συγκεκριμένο κόσμο. Αν είχε μόνο ένα σύμβολο από τη βάση, ήξερε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε μια Διαβατική Πέτρα σ' αυτό τον κόσμο. Τη Διαβατική Πέτρα κοντά στο Ρουίντιαν, για παράδειγμα. Αν ήξερε το σύμβολο του Ρουίντιαν. Τώρα ήταν που χρειαζόταν τύχη, που χρειαζόταν την επιρροή των τα'βίρεν στις πιθανότητες, για να τον ευνοήσουν.
Ένα χέρι απλώθηκε πάνω από τον ώμο του. «Αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για το Ρουίντιαν στα παλιά γραπτά. Πολύ παλιά δεν έγραφαν ούτε καν το όνομα», είπε ο Ρούαρκ με διστακτική φωνή. Έδειξε δύο τρίγωνα, που έμοιαζαν να περιβάλλουν διχαλωτούς κεραυνούς, το ένα στραμμένο δεξιά, το άλλο αριστερά.
«Ξέρεις τι είναι;» ρώτησε ο Ραντ. Ο Αελίτης απέστρεψε το βλέμμα. «Κάψε με, Ρούαρκ, πρέπει να μάθω. Ξέρω ότι δεν σου αρέσει να μιλάς γι' αυτά, όμως πρέπει να μου πεις. Πες μου, Ρούαρκ. Έχεις ξαναδεί όμοιό του;»
Ο άλλος πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει. «Έχω δει όμοια». Λες και του έβγαζες τα λόγια με το τσιγκέλι. «Όταν ένας άντρας πάει στο Ρουίντιαν, οι Σοφές και οι αρχηγοί των φατριών περιμένουν στις πλαγιές του Τσήνταρ, κοντά σε μια τέτοια πέτρα». Η Αβιέντα σηκώθηκε και έφυγε σφιγμένη· ο Ρούαρκ την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Δεν ξέρω τίποτα παραπάνω, Ραντ αλ'Θόρ. Αλλιώς να μην ξαναβρώ σκιά».
Ο Ραντ διέτρεξε με το δάχτυλό του τη δυσανάγνωστη γραφή, που περιέβαλλε τα τρίγωνα. Ποιο; Μόνο ένα θα τον πήγαινε εκεί που ήθελε να πάει. Το δεύτερο μπορεί να τον έβγαζε στην άλλη μεριά του κόσμου, ή στο βυθό του ωκεανού.
Οι υπόλοιποι Αελίτες είχαν συγκεντρωθεί στα ριζά του λόφου μαζί με τα μουλάρια τους. Η Μουαραίν και οι άλλοι αφίππευσαν και ανηφόρισαν την ομαλή πλαγιά, τραβώντας τα άλογά τους. Ο Ματ είχε όχι μόνο το δικό του καφέ μουνούχι, αλλά και τον Τζήντ'εν, τον οποίο κρατούσε σε απόσταση από τον Μαντάρμπ του Λαν. Οι δύο επιβήτορες κοιτάζονταν άγρια τώρα που δεν είχαν αναβάτες.
«Στ' αλήθεια δεν ξέρεις τι κάνεις, έτσι δεν είναι;» διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. «Μουαραίν, σταμάτα τον. Μπορούμε να πάμε με τα άλογα στο Ρουίντιαν. Γιατί τον αφήνεις να το κάνει; Γιατί δεν λες κάτι;»
«Τι προτείνεις να πω;» είπε ξερά η Άες Σεντάι. «Δεν μπορώ να τον πιάσω από το αφτί και να τον τραβήξω. Ίσως έτσι δούμε πόσο χρήσιμο είναι το Ονείρεμα».
«Το Ονείρεμα;» είπε κοφτά η Εγκουέν. «Τι σχέση έχει το Ονείρεμα μ' αυτό;»
«Θα κάνετε ησυχία εσείς οι δύο;» Ο Ραντ έβαλε μια δόση υπομονής στη φωνή του. «Προσπαθώ να αποφασίσω». Η Εγκουέν τον κοίταξε αγανακτισμένη· η Μουαραίν δεν έδειχνε το παραμικρό συναίσθημα, αλλά τον κοίταζε με προσήλωση.
«Πρέπει να το κάνουμε έτσι;» είπε ο Ματ. «Δεν σ' αρέσει να πάμε με τα άλογα;» Ο Ραντ απλώς τον κοίταξε κι εκείνος σήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Που να καώ. Αν προσπαθείς να αποφασίσεις...» Έπιασε τα γκέμια και των δύο αλόγων με το ένα χέρι, έβγαλε ένα νόμισμα από την τσέπη, ένα χρυσό μάρκο της Ταρ Βάλον, και αναστέναξε. «Κοίτα να δεις που πέτυχα το ίδιο νόμισμα». Το έκανε να κυλήσει στις ράχες των δαχτύλων του. «Μερικές φορές... είμαι τυχερός, Ραντ, Άσε την τύχη μου να διαλέξει. Κεφαλή, εκείνο που δείχνει δεξιά· φλόγα, το άλλο. Τι λες;»
«Είναι το πιο γελοίο —» άρχισε να λέει η Εγκουέν, όμως η Μουαραίν την έκανε να σταματήσει αγγίζοντάς της το χέρι.
Ο Ραντ ένευσε. «Γιατί όχι;» Η Εγκουέν μουρμούρισε κάτι· το μόνο που έπιασε ήταν οι λέξεις «άντρες» και «παιδάκια», όμως δεν έμοιαζε με κομπλιμέντο.
Το νόμισμα πετάχτηκε από τον αντίχειρα του Ματ και στριφογύρισε στον αέρα, αστράφτοντας στο θολό ήλιο. Στο κορύφωμα της τροχιάς του, ο Ματ το ξανάπιασε, το κόλλησε στη ράχη του άλλου χεριού του κι ύστερα δίστασε. «Είναι φοβερό να εμπιστεύεσαι το πέταγμα ενός νομίσματος, Ραντ».
Ο Ραντ ακούμπησε την παλάμη του σ’ ένα από τα σύμβολα, δίχως να κοιτάξει. «Αυτό», είπε. «Αυτό διάλεξες».
Ο Ματ κοίταξε το νόμισμα και τα μάτια του έπαιξαν. «Δίκιο έχεις. Πού το κατάλαβες;»
«Κάποια στιγμή θα έπρεπε να το κάνω κι εγώ». Κανείς τους δεν κατάλαβε —το έβλεπε καθαρά― όμως δεν είχε σημασία. Σήκωσε το χέρι και κοίταξε αυτό που είχαν διαλέξει και ο ίδιος και ο Ματ. Το τρίγωνο έδειχνε αριστερά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει. Έπρεπε να το κάνει σωστά. Μ' ένα λάθος θα έχαναν χρόνο, αντί να κερδίσουν. Σίγουρα αυτό ήταν το χειρότερο ενδεχόμενο. Έτσι έλπιζε.
Σηκώθηκε, έψαξε στο θύλακο και έβγαλε το μικρό, σκληρό αντικείμενο, ένα γλυπτό από αστραφτερή, σκούρα πράσινη πέτρα, που χωρούσε άνετα στο χέρι του· έδειχνε έναν άντρα, στρογγυλοπρόσωπο και στρογγυλόσωμο, που καθόταν σταυροπόδι, με ένα σπαθί στα γόνατα. Έτριψε με τον αντίχειρα το φαλακρό κεφάλι της μορφής. «Μάζεψε τους όλους κοντά. Όλους. Ρούαρκ, πες να φέρουν εδώ τα ζώα φόρτου. Όλοι πρέπει να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο κοντά μου».
«Γιατί;» ρώτησε ο Αελίτης.
«Πάμε στο Ρουίντιαν». Ο Ραντ έπαιξε το αγαλματάκι στην παλάμη του και έσκυψε για να χτυπήσει ανάλαφρα τη Διαβατική Πέτρα. «Στο Ρουίντιαν. Αυτή τη στιγμή».
Ο Ρούαρκ τον κοίταξε αρκετή ώρα ανέκφραστα και μετά ορθώθηκε και κάλεσε τους άλλους Αελίτες.
Η Μουαραίν έκανε ένα βήμα πιο κοντά στη χλοερή πλαγιά. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε με περιέργεια.
«Ένα ανγκριάλ», είπε ο Ραντ, γυρίζοντάς το στο χέρι του. «Το οποίο λειτουργεί για άντρες. Το βρήκα στη Μεγάλη Συλλογή, όταν έψαχνα εκείνη την πόρτα. Το σπαθί με έκανε να το πάρω στα χέρια και τότε κατάλαβα. Αν αναρωτιέσαι πώς σκοπεύω να διαβιβάσω αρκετή Δύναμη ώστε να μας μεταφέρω όλους —Αελίτες, μουλάρια, τους πάντες και τα πάντα― αυτός είναι ο τρόπος».
«Ραντ», είπε ταραγμένα η Εγκουέν, «είμαι σίγουρη ότι κάνεις αυτό που θεωρείς καλύτερο, αλλά είσαι βέβαιος; Είσαι βέβαιος ότι το ανγκριάλ είναι αρκετά δυνατό; Εγώ δεν μπορώ να ξέρω αν είναι καν ανγκριάλ. Σε πιστεύω, αφού το λες, αλλά αυτά τα πράγματα ποικίλλουν, Ραντ. Ή τουλάχιστον αυτά που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι γυναίκες. Μερικά είναι ισχυρότερα από άλλα και το μέγεθος και η μορφή δεν αρκούν για να σου δείξουν».
«Φυσικά και είμαι βέβαιος», έκανε αυτός ψέματα. Δεν υπήρχε τρόπος να το δοκιμάσει γι’ αυτό το σκοπό δίχως να καταλάβει το μισό Δάκρυ ότι κάτι ετοίμαζε, όμως του φαινόταν ότι θα έκανε τη δουλειά. Οριακά. Και ήταν τόσο μικρό, που κανένας δεν θα ήξερε ότι είχε χαθεί από την Πέτρα, εκτός αν αποφάσιζαν να κάνουν απογραφή στη Συλλογή. Κάτι που δεν ήταν πιθανό.
«Άφησες πίσω το Καλαντόρ και φέρνεις αυτό», μουρμούρισε η Μουαραίν. «Δείχνεις να έχεις αρκετές γνώσεις για τη χρήση των Διαβατικών Πετρών. Περισσότερες απ' όσες θα φανταζόμουν».
«Μου είπε αρκετά η Βέριν», της απάντησε. Του είχε μιλήσει η Βέριν, βέβαια, αλλά πρώτα του τα είχε εξηγήσει η Λανφίαρ. Τότε την ήξερε με το όνομα Σελήνη, αλλά δεν σκόπευε να το εξηγήσει στη Μουαραίν, όπως και δεν θα της έλεγε ότι η άλλη του είχε προσφέρει τη βοήθεια της. Η Μουαραίν είχε δεχτεί υπερβολικά ήρεμα το νέο της εμφάνισης της Λανφίαρ, υπερβολικά ήρεμα ακόμα και για Άες Σεντάι. Και είχε στα μάτια της το βλέμμα που έλεγε ότι τον εξέταζε, σαν να τον είχε βάλει σε ζυγαριά.
«Να έχεις το νου σου, Ραντ αλ'Θόρ», του είπε με την παγερή, μελωδική φωνή της. «Κάθε τα'βίρεν πλάθει το Σχήμα στον έναν ή τον άλλο βαθμό, όμως ένας τα'βίρεν σαν και σένα μπορεί να σχίσει τη Δαντέλα των Εποχών για όλη την ύπαρξη του χρόνου».
Ο Ραντ ευχήθηκε να ήξερε τι σκεφτόταν η Μουαραίν. Να ήξερε τι σχεδίαζε η Μουαραίν.
Οι Αελίτες ανηφόρισαν το λόφο με τα φορτωμένα μουλάρια τους και σκέπασαν όλη την πλαγιά όταν στάθηκαν στριμωγμένοι γύρω από τον Ραντ και τη Διαβατική Πέτρα, κολλημένοι ώμο με ώμο με όλους, εκτός από τη Μουαραίν και την Εγκουέν. Σ' αυτές τις δυο άφησαν λίγο χώρο. Ο Ρούαρκ του ένευσε, σαν να έλεγε: Έγινε, τώρα είναι όλα στα χέρια σου.
Ζύγιασε στο χέρι το αστραφτερό, πράσινο ανγκριάλ και σκέφτηκε να πει στους Αελίτες να αφήσουν τα ζώα, όμως ήταν αμφίβολο αν θα το έκαναν και ήθελε να φτάσουν όλοι μαζί, με την αίσθηση ότι τους είχε φροντίσει. Στην Ερημιά η καλή προαίρεση ίσως να ήταν ένα αγαθό εν ανεπαρκεία. Τον κοίταζαν με ατάραχα πρόσωπα. Μερικοί, όμως, είχαν βάλει το πέπλο. Ο Ματ, που όλο έπαιζε νευρικά το μάρκο της Ταρ Βάλον στις ράχες των δαχτύλων του, και η Εγκουέν, που είχε γεμίσει κόμπους ιδρώτα στο πρόσωπο, ήταν οι μόνοι που έδειχναν ταραγμένοι. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένει άλλο. Έπρεπε να κινηθεί γρηγορότερα απ' όσο θα πίστευε κανείς.
Τυλίχτηκε στο Κενό και άπλωσε προς την Αληθινή Πηγή, εκείνο το αρρωστημένο τρεμουλιαστό φως που ήταν πάντα εκεί, λίγο πάνω από τον ώμο του. Τον γέμισε η Δύναμη, η ανάσα της ζωής, ο άνεμος που ξεριζώνει βαλανιδιές, ο καλοκαιρινός αέρας που τον γλυκαίνουν τα λουλούδια, η ρυπαρή αύρα που περνά από τη χωματερή. Ο Ραντ, κυλώντας στο κενό, χάραξε σταθερά το τρίγωνο με τον κεραυνό μπροστά του και άπλωσε τα χέρια μέσα από το τερ'ανγκριάλ, άντλησε βαθιά από το μανιασμένο χείμαρρο του σαϊντίν. Έπρεπε να τους μεταφέρει όλους. Δεν υπήρχε περιθώριο για αποτυχία. Κράτησε εκείνο το σύμβολο και τράβηξε τη Μία Δύναμη ― την τράβηξε μέσα του ώσπου ένιωσε ότι θα έσκαγε. Και τράβηξε κι άλλο. Κι άλλο.
Ο κόσμος φάνηκε να χάνεται μονομιάς.