55 Στα Βαθιά

Υπηρέτες βούιζαν σαν μελίσσι στους διαδρόμους καθώς έτρεχε η Νυνάβε, φωνάζοντας και ρωτώντας με αγωνία ο ένας τον άλλο. Μπορεί να μην ένιωθαν τη διαβίβαση, αλλά καταλάβαιναν πότε γκρεμιζόταν το παλάτι. Πέρασε ανάμεσά τους· γι' αυτούς ήταν απλώς άλλη μια πανικόβλητη υπηρέτρια.

Το σαϊντάρ εξασθένισε και έφυγε καθώς η Νυνάβε έτρεχε στους διαδρόμους και τις αυλές. Ήταν δύσκολο να διατηρήσει το θυμό της όταν ανησυχούσε για την Ηλαίην. Αν την είχαν βρει οι Μαύρες αδελφές... Ποιος ήξερε τι διέθεταν, εκτός από το τερ'ανγκριάλ της μοιροφωτιάς; Η λίστα τους, πάντως, δεν έλεγε ποια ήταν χρήση όλων των αντικειμένων.

Κάποια στιγμή είδε τη Λίαντριν με τις ανοιχτές μελιές κοτσίδες της και τη Ριάνα με τη λευκή πινελιά στα μαύρα μαλλιά της, οι οποίες κατέβαιναν τρέχοντας μια πλατιά, μαρμάρινη σκάλα· δεν έβλεπε τη λάμψη του σαϊντάρ γύρω τους, αλλά από τον τρόπο που οι υπηρέτες φώναζαν και πηδούσαν στο πλάι, ήταν φανερό ότι άνοιγαν δρόμο με τη Δύναμη. Χάρηκε που δεν είχε κρατηθεί από την Πηγή· με τη λάμψη, θα την καταλάβαιναν αμέσως μέσα στο πλήθος. Αν δεν ξεκουραζόταν, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει έστω και μια τους, πόσο μάλλον δύο. Είχε πάρει αυτό που ήθελε. Αυτές μπορούσαν να περιμένουν.

Το πλήθος αραίωσε και χάθηκε όταν πια έφτασε το στενό διάδρομο στη δυτική πλευρά του παλατιού, που ήταν ο τόπος συνάντησης. Οι άλλες την περίμεναν πλάι σε μια μικρή πόρτα με μπρούτζινα στολίδια, που είχε μια μεγάλη, σιδερένια κλειδαριά. Μαζί τους είδε την Αμάθιρα, που στεκόταν με το κορμί στητό, φορώντας έναν ψιλό, λινό μανδύα με την κουκούλα σηκωμένη. Το λευκό φόρεμα της Πανάρχισσας θα το περνούσε κανείς για στολή υπηρέτριας αν δεν το κοιτούσε καλά για να καταλάβει ότι ήταν μεταξωτό, αλλά το πέπλο, που δεν έκρυβε το πρόσωπό της, ήταν σίγουρα το λινό που φορούσαν οι υπηρέτες. Από την πόρτα ακούγονταν πνιχτές φωνές. Απ' ό,τι φαινόταν, τα επεισόδια έξω συνεχίζονταν. Αρκεί να έκαναν οι άντρες όλη τη δουλειά που είχαν αναλάβει.

Η Νυνάβε αγνόησε την Εγκήνιν και αγκάλιασε βιαστικά την Ηλαίην. «Δεν ξέρεις πόσο ανησυχούσα. Μπλέξατε πουθενά;»

«Καθόλου», αποκρίθηκε η Ηλαίην. Η Εγκήνιν σάλεψε λιγάκι τα πόδια της και η Ηλαίην την κοίταξε με νόημα. «Η Αμάθιρα μας έκανε λίγη φασαρία, αλλά το τακτοποιήσαμε», πρόσθεσε.

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια. «Φασαρία; Γιατί έκανε φασαρία; Γιατί έκανες φασαρία;» Το τελευταίο απευθυνόταν στην Πανάρχισσα, η οποία είχε το κεφάλι ψηλά και αρνιόταν να κοιτάξει οποιαδήποτε. Η Ηλαίην φαινόταν κι αυτή απρόθυμη.

Αυτή που απάντησε ήταν η Σωντσανή. «Προσπάθησε να το σκάσει, για να ειδοποιήσει τους φρουρούς της να διώξουν τις Σκοτεινόφιλες. Αφού την είχαμε ήδη προειδοποιήσει». Η Νυνάβε αρνήθηκε να την κοιτάξει.

«Μη μουτρώνεις, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην. «Γρήγορα την πρόφτασα και κάτσαμε και τα είπαμε. Νομίζω ότι τώρα συμφωνεί απολύτως μαζί μου».

Το μάγουλο της Πανάρχισσας τρεμούλιασε. «Συμφωνώ, Άες Σεντάι», έσπευσε να πει. «Θα κάνω ακριβώς ό,τι λες και θα σας προμηθεύσω έγγραφα που θα κάνουν ακόμα και τους αντάρτες να σας αφήσουν να περάσετε ανενόχλητες. Δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω... συζήτηση».

Η Ηλαίην ένευσε σαν να ήταν λογικά όλα αυτά κι έκανε νόημα στη γυναίκα να σωπάσει ― κι ευθύς αμέσως η Πανάρχισσα έκλεισε πειθήνια το στόμα. Κάπως σκυθρωπά, αλλά ίσως να έφταιγε το σχήμα του στόματός της. Προφανώς είχαν συμβεί ορισμένα αλλόκοτα πράγματα και η Νυνάβε σκόπευε να ανακαλύψει τι. Αργότερα. Ο στενός διάδρομος ήταν ακόμα άδειος και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά βαθιά στο παλάτι αντηχούσαν ακόμα πανικόβλητες φωνές. Ο όχλος βούιζε πέρα από την πορτούλα.

«Όμως τι έκανες εσύ;» συνέχισε η Ηλαίην σμίγοντας τα φρύδια. «Έπρεπε να είχες έρθει πριν από μισή ώρα. Εσύ τα προκάλεσες όλα αυτά; Ένιωσα δυο γυναίκες να διαβιβάζουν αρκετή Δύναμη για να τραντάξουν το παλάτι και ύστερα από λίγο κάποια προσπάθησε να το γκρεμίσει. Νόμιζα ότι ήσουν εσύ. Με το ζόρι κράτησα την Εγκήνιν να μην πάει να σε βρει».

Την Εγκήνιν; Η Νυνάβε δίστασε και έπειτα πίεσε τον εαυτό της να αγγίξει τον ώμο της Σωντσανής. «Σ' ευχαριστώ». Η Εγκήνιν δεν κατάλαβε τι είχε κάνει, αλλά ένευσε κοφτά. «Με βρήκε η Μογκέντιεν και επειδή ανησυχούσα πώς θα γίνει να την πάμε να δικαστεί, η Τζεάνε Κάιντε παραλίγο να μου κόψει το κεφάλι με μοιροφωτιά». Η Ηλαίην έσκουξε χαμηλόφωνα και η Νυνάβε έσπευσε να την καθησυχάσει. «Δεν με πέτυχε».

«Αιχμαλώτισες τη Μογκέντιεν; Αιχμαλώτισες μια Αποδιωγμένη

«Να, αλλά μου ξέφυγε». Να λοιπόν. Τα είχε παραδεχτεί όλα. Νιώθοντας τα βλέμματα όλων τους πάνω της, σάλεψε αμήχανα. Δεν της άρεσε να κάνει λάθος. Και δεν της άρεσε να κάνει λάθος όταν η ίδια είχε επισημάνει εξαρχής ότι ήταν λάθος. «Ηλαίην, ξέρω τι είπα, ότι πρέπει να προσέχουμε, αλλά όταν την είχα στα χέρια μου, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να την πάμε να δικαστεί». Πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε με έναν απολογητικό τόνο στη φωνή της. Το μισούσε αυτό. Πού ήταν αυτοί οι ανόητοι οι άντρες; «Έθεσα σε κίνδυνο τα πάντα επειδή δεν ήμουν συγκεντρωμένη σ' αυτό που σχεδιάζαμε, αλλά σε παρακαλώ μη με μαλώσεις».

«Δεν θα σε μαλώσω», είπε σταθερά η Ηλαίην. «Αρκεί στο μέλλον να προσέχεις». Η Εγκήνιν ξερόβηξε. «Α, ναι», πρόσθεσε βιαστικά η Ηλαίην. Η αναμονή φαινόταν να την ταράζει· τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει λιγάκι. «Βρήκες το περιλαίμιο και τη σφραγίδα;»

«Τα έχω». Άγγιξε το θύλακό της. Οι φωνές απ' έξω έμοιαζαν να δυναμώνουν. Το ίδιο και οι φωνές που αντηχούσαν στους διαδρόμους. Η Λίαντριν πρέπει να έκανε το παλάτι άνω-κάτω προσπαθώντας να βρει τι είχε συμβεί. «Τι έπαθαν αυτοί οι άντρες;»

«Η Λεγεώνα μου», έκανε η Αμάθιρα. Η Ηλαίην την κοίταξε και εκείνη έκλεισε αμέσως το στόμα. Η συζήτηση που είχαν κάνει σίγουρα ήταν ενδιαφέρουσα. Η Πανάρχισσα ήταν μουτρωμένη, σαν κοριτσάκι που φοβόταν μήπως το στείλουν στο κρεβάτι νηστικό.

Η Νυνάβε κοίταξε την Εγκήνιν. Η Σωντσανή είχε στρέψει την προσοχή της στην πόρτα. Ήθελε να πάει να βρει τη Νυνάβε. Γιατί δεν με αφήνει να τη μισήσω; Είμαι τόσο διαφορετική απ’ αυτήν;

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ο Τζούιλιν τράβηξε δύο λεπτά, μεταλλικά ραβδάκια από την κλειδαριά και σηκώθηκε από κει που ήταν γονατισμένος. Αίμα κυλούσε στο μάγουλό του. «Βιαστείτε. Πρέπει να φύγουμε από δω, πριν η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο».

Η Νυνάβε, κοιτώντας πίσω του με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, αναρωτήθηκε τι θεωρούσε εκτός ελέγχου. Οι ναύτες του Μπέυλ Ντόμον, τουλάχιστον τριακόσιοι, σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο γύρω από την πόρτα. Ο ίδιος ο Ντόμον κράδαινε ένα ρόπαλο και φώναζε για να τους ενθαρρύνει. Φώναζε για να ακουστεί πάνω από το μουγκρητό που απλωνόταν στον πλατύ δρόμο. Άντρες στριμώχνονταν, σπρώχνονταν και φώναζαν, μια μάζα που έβραζε, την οποία μόλις που κατάφερναν να απωθήσουν οι ναύτες με τα ραβδιά και τα ρόπαλα. Όχι ότι ο όχλος νοιαζόταν για τους ναύτες. Σκορπισμένες ανάμεσα στο πλήθος, ομάδες από έφιππους Λευκομανδίτες ανεβοκατέβαζαν τα σπαθιά σε άντρες που τους πλησίαζαν με δικράνια, με βαρελοσάνιδα και γυμνά χέρια. Μια βροχή από πέτρες έπεφτε γύρω τους, οι οποίες μερικές φορές αναπηδούσαν σε κάποιο κράνος, χωρίς να ακούγονται μέσα στην οχλοβοή. Το άλογο ενός μοναχικού Λευκομανδίτη ξαφνικά χλιμίντρισε, σηκώθηκε όρθιο και έπεσε πίσω· σηκώθηκε γρήγορα όρθιο, ενώ ο αναβάτης έλειπε. Κι άλλα ζώα δίχως καβαλάρηδες τριγυρνούσαν σ' αυτή την ανθρωποθάλασσα. Αυτό το πράγμα είχαν πυροδοτήσει για να καλυφθούν; Θύμισε στον εαυτό της το λόγο —έβαλε το χέρι στο θύλακό της, για να νιώσει τη σφραγίδα από κουεντιγιάρ, το περιλαίμιο και τα βραχιόλια― αλλά ήταν δύσκολο. Σίγουρα υπήρχαν άνθρωποι που πέθαιναν εκεί πέρα.

«Θα κουνηθείτε από κει;» φώναξε ο Θομ κάνοντας νόημα να βγουν. Είχε ένα ματωμένο κόψιμο πάνω από το φουντωτό του φρύδι, ίσως από πέτρα, ενώ ο καφετής μανδύας του τώρα δεν έκανε ούτε για πατσαβούρα. «Αν η Λεγεώνα της Πανάρχισσας σταματήσει ποτέ να τρέχει, ίσως τα βρούμε σκούρα».

Η Αμάθιρα άφησε έναν ήχο από την έκπληξή της, λίγο πριν τη σπρώξει έξω η Ηλαίην. Η Νυνάβε και η Εγκήνιν τις ακολούθησαν και μόλις βγήκαν και οι τέσσερις γυναίκες, οι ναύτες έκλεισαν γύρω τους το σχηματισμό τους, δημιουργώντας ένα σφιχτό δαχτυλίδι που απομακρύνθηκε με δυσκολία από το παλάτι. Η Νυνάβε μετά βίας μπορούσε να σταθεί όρθια, καθώς την έσπρωχναν οι άντρες που πάσχιζαν να την προστατεύσουν. Κάποια στιγμή η Εγκήνιν γλίστρησε και παραλίγο να πέσει. Η Νυνάβε την έπιασε από το μπράτσο, τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της και η άλλη της χαμογέλασε πλατιά, γεμάτη ευγνωμοσύνη. Δεν είμαστε τόσο διαφορετικές, σκέφτηκε. Δεν είμαστε ίδιες, αλλά δεν είμαστε και διαφορετικές. Το ενθαρρυντικό της χαμόγελο προς τη Σωντσανή ήταν αβίαστο.

Η βουερή μάζα απλωνόταν αρκετούς δρόμους πιο πέρα από το παλάτι, αλλά όταν ξέφυγαν, τα στενά, στριφογυριστά δρομάκια ήταν σχεδόν άδεια. Όσοι δεν ήταν ανακατεμένοι στα επεισόδια, φαίνονταν αρκετά φρόνιμοι ώστε να τα αποφεύγουν. Κι όσοι από τους περαστικούς κοίταζαν προς το μέρος τους, έρχονταν αντιμέτωποι με άγριες ματιές. Οι δρόμοι του Τάντσικο δεν έπαυαν να είναι οι δρόμοι του Τάντσικο. Αυτό για κάποιο λόγο ξάφνιασε τη Νυνάβε. Ένιωθε σαν να είχε περάσει βδομάδες μέσα στο παλάτι. Η πόλη θα έπρεπε να είναι αλλιώτικη.

Όταν ο αχός έσβησε πίσω τους, ο Θομ κατόρθωσε να υποκλιθεί κομψά στην Αμάθιρα, καθώς προχωρούσε χωλαίνοντας. «Τιμή μου, Πανάρχισσα», είπε. «Αν μπορώ να σου προσφέρω κάποια υπηρεσία, δεν έχεις παρά να μιλήσεις».

Η Αμάθιρα κοίταξε την Ηλαίην, κάτι που την άφησε κατάπληκτη, έκανε μια μικρή γκριμάτσα και μετά μίλησε. «Καλέ μου κύριε, με πέρασες για άλλη. Είμαι μια φτωχή πρόσφυγας από την ύπαιθρο, που με έσωσαν αυτές οι καλές γυναίκες».

Ο Θομ αντάλλαξε έκπληκτες ματιές με τον Τζούιλιν και τον Ντόμον, αλλά όταν έκανε να μιλήσει, η Ηλαίην τον πρόλαβε. «Μπορούμε να πάμε στο πανδοχείο, Θομ; Δεν προσφέρεται αυτό το μέρος για συζήτηση».

Όταν έφτασαν στην Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων, προκάλεσε επίσης έκπληξη το γεγονός ότι η Ηλαίην σύστησε στη Ρέντρα την Πανάρχισσα ως Θέρα, μια πρόσφυγα χωρίς χρήματα, που ήθελε ένα στρώμα και ίσως λίγη δουλειά για να βγάλει το φαΐ της. Η Ρέντρα σήκωσε τους ώμους καρτερικά, αλλά καθώς οδηγούσε τη «Θέρα» στα μαγειρεία, ήδη της έλεγε τι ωραία μαλλιά που είχε και πόσο όμορφη θα φαινόταν αν είχε ένα σωστό φόρεμα.

Η Νυνάβε περίμενε να βρεθούν οι υπόλοιποι στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν και να κλείσει την πόρτα για να μιλήσει. «Θέρα; Και το δέχτηκε; Ηλαίην, η Ρέντρα θα τη βάλει να σερβίρει τα τραπέζια στην κοινή αίθουσα!»

Η Ηλαίην δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. «Ναι, είναι πολύ πιθανόν». Σωριάστηκε αναστενάζοντας σε μια καρέκλα, πέταξε τα γοβάκια της και άρχισε να τρίβει ζωηρά τα πόδια της. «Δεν ήταν δύσκολο να πείσω την Αμάθιρα να μείνει κρυμμένη μερικές μέρες. Δεν είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στο “η Πανάρχισσα είναι νεκρή” και το “θάνατος στην Πανάρχισσα”. Νομίζω ότι τη βοήθησε που είδε τα επεισόδια. Δεν θέλει να βασιστεί στον Άντρικ για να αναλάβει ξανά το αξίωμά της· θέλει τους δικούς της στρατιώτες γι' αυτό, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μείνει κρυμμένη μέχρι να επικοινωνήσει με τον Άρχοντα Διοικητή της Λεγεώνας. Πιστεύω ότι τον Άντρικ τον περιμένει μια έκπληξη από την Αμάθιρα. Κρίμα που αυτός δεν πρόκειται να την ξαφνιάσει. Θα της άξιζε». Ο Ντόμον και ο Τζούιλιν κοιτάχτηκαν και μετά κούνησαν τα κεφάλια χωρίς να καταλαβαίνουν. Η Εγκήνιν ένευσε σαν να καταλάβαινε και το επιδοκίμαζε.

«Μα γιατί;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. «Μπορεί να ταράχτηκες που το έσκασε, αλλά γιατί αυτό; Πώς το κατάφερε, αφού ήσασταν δύο εκεί να την παρακολουθείτε;» Τα μάτια της Εγκήνιν πετάρισαν προς την Ηλαίην τόσο γρήγορα, που η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη αν το είχε δει στ' αλήθεια.

Η Ηλαίην ξανάπιασε να τρίβει το πέλμα της. Σίγουρα την πονούσε· τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. «Νυνάβε, αυτή η γυναίκα δεν έχει ιδέα πώς είναι οι ζωές των απλών ανθρώπων». Λες και εκείνη είχε ιδέα! «Μοιάζει να νοιάζεται στ' αλήθεια για τη δικαιοσύνη —έτσι νομίζω― αλλά δεν την ενοχλούσε που το παλάτι είχε τρόφιμα για ένα χρόνο. Ανέφερα τα συσσίτια και δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσα! Θα της κάνει καλό να δουλέψει λίγες μέρες για να βγάλει το ψωμί της». Άπλωσε τα πόδια της κάτω από τραπέζι και κούνησε τα γυμνά της δάχτυλα. «Α, τι ωραίο που είναι αυτό. Όχι ότι θα μείνει εκεί πολύ, αφού θέλει να συγκεντρώσει τη Λεγεώνα της Πανάρχισσας και να διώξει τη Λίαντριν και τις άλλες από το παλάτι. Κρίμα, αλλά τι να κάνουμε».

«Πρέπει, πάντως», της είπε σταθερά η Νυνάβε. Ήταν ωραίο να κάθεσαι, αν και δεν καταλάβαινε γιατί η άλλη ασχολιόταν τόσο με τα πόδια της. Δεν είχαν περπατήσει σχεδόν καθόλου όλη μέρα. «Κι όσο νωρίτερα, τόσο το καλύτερο. Χρειαζόμαστε την Πανάρχισσα ― κι όχι για να τη βάλουμε στην κουζίνα της Ρέντρα». Της φαινόταν ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για τη Μογκέντιεν. Η γυναίκα εκείνη είχε κάθε ευκαιρία να κάνει την εμφάνιση της αφότου είχε ελευθερωθεί. Αυτό ακόμα μπέρδευε τη Νυνάβε· πρέπει να είχε στερεώσει απρόσεκτα τη μόνωση. Αφού όμως η Μογκέντιεν ήταν απρόθυμη να την αντιμετωπίσει τότε, που πρέπει να ήξερε ότι η Νυνάβε ήταν σχεδόν εξαντλημένη, μάλλον δεν θα τις ακολουθούσε έπειτα. Ειδικά για κάτι που φαινόταν μη θεωρεί σημαντικό. Δεν ίσχυε βεβαίως το ίδιο για τη Λίαντριν. Αν η Λίαντριν καταλάβαινε τι είχε συμβεί, σίγουρα θα τις καταδίωκε.

«Η δικαιοσύνη της Κόρης-Διαδόχου», μουρμούρισε ο Θομ, «ίσως υπερβεί τη δικαιοσύνη της Πανάρχισσας. Άντρες χιμούσαν σε εκείνη την πόρτα όταν φεύγαμε και νομίζω ότι ήδη κάποιοι είχαν μπει από μπροστά. Είδα καπνό να βγαίνει από αρκετά παράθυρα. Μέχρι να νυχτώσει, θα έχει απομείνει μονάχα ένα πυρπολημένο κουφάρι. Δεν χρειάζονται στρατιώτες για να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα· κι έτσι η “Θέρα” θα έχει μερικές μέρες για να πάρει το μάθημα που θέλεις να της διδάξεις. Θα γίνεις σπουδαία βασίλισσα κάποια μέρα, Ηλαίην του Άντορ».

Το ευχαριστημένο χαμόγελο της Ηλαίην έσβησε όταν τον κοίταξε. Σηκώθηκε, έκανε το γύρο τραπεζιού, έψαξε στις τσέπες του σακακιού του για να βρει ένα μαντίλι και άρχισε να του καθαρίζει το αίμα από το μέτωπο, παρά τις διαμαρτυρίες του. «Μην κουνιέσαι», του είπε, κάνοντας σαν μητέρα που περιποιείται ένα άτακτο παιδί.

«Μπορούμε τουλάχιστον να δούμε για τι πράγμα διακινδυνεύσαμε το κεφάλι μας;» είπε ο βάρδος όταν έγινε φανερό ότι η Ηλαίην συνέχιζε να κάνει ακάθεκτη αυτό που ήθελε.

Η Νυνάβε άνοιξε το θύλακο της ζώνης της και άδειασε τα περιεχόμενά του στο τραπέζι· τον ασπρόμαυρο δίσκο που μαζί με άλλους κρατούσε κλειστή τη φυλακή του Σκοτεινού, καθώς και το περιλαίμιο με τα βραχιόλια, που έστειλαν κύματα θλίψης μέσα της πριν προλάβει να τα ακουμπήσει κάτω. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω της για να τα κοιτάξουν.

Ο Ντόμον άγγιξε με το δάχτυλο τη σφραγίδα. «Είχα κάποτε κάτι τέτοιο».

Η Νυνάβε αμφέβαλε γι' αυτό. Μόνο επτά είχαν κατασκευαστεί. Οι τρεις ήταν σπασμένες, κι ας ήταν φτιαγμένες από κουεντιγιάρ. Μια άλλη βρισκόταν στα χέρια της Μουαραίν. Τέσσερις απέμεναν. Πώς μπορούσαν τέσσερις να κρατήσουν κλειδωμένη τη φυλακή του Σκοτεινού; Ανατριχιαστική σκέψη.

Η Εγκήνιν άγγιξε το περιλαίμιο και έσπρωξε τα βραχιόλια μακριά του. Αν ένιωσε τα συναισθήματα που ήταν παγιδευμένα μέσα τους, σίγουρα δεν το έδειξε. Ίσως η ευαισθησία να ήταν απόρροια της ικανότητας διαβίβασης. «Δεν είναι α'ντάμ», είπε η Σωντσανή. «Εκείνα είναι φτιαγμένα από επάργυρο μέταλλο και είναι μονοκόμματα».

Η Νυνάβε ευχήθηκε να μην είχε αναφέρει τα α'ντάμ. Μα αυτή ποτέ δεν φόρεσε τέτοιο βραχιόλι. Και άφησε να φύγει η γυναίκα που μας είπε. Η καημένη. Εκείνη η άλλη, η Μπέθαμιν, εκείνη ήταν που έλεγχε γυναίκες μέσω του α'ντάμ. Η Εγκήνιν είχε δείξει περισσότερο έλεος απ' όσο θα είχε δείξει η Νυνάβε. «Είναι τόσο όμοια μεταξύ τους, όσο είμαστε εγώ με σένα, Εγκήνιν». Εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά ύστερα από μια στιγμή ένευσε. Δεν ήταν και τόσο διαφορετικές. Δύο γυναίκες που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.

«Έχετε σκοπό να συνεχίσουμε το κυνήγι της Λίαντριν;» Ο Τζούιλιν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα στο τραπέζι, κοιτώντας τα αντικείμενα. «Δεν ξέρω αν έχει εκδιωχθεί από το Τάντσικο, αλλά ακόμα είναι κάπου γύρω. Όπως και οι άλλες. Αυτά, όμως, φαίνονται σημαντικά και δεν μπορούμε τα να αφήσουμε έτσι. Δεν είμαι παρά ένας απλός κλεφτοκυνηγός, αλλά θα έλεγα ότι πρέπει να τα πάμε στο Λευκό Πύργο να τα φυλάξουν».

«Όχι!» Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε και η ίδια από το ξέσπασμά της. Το ίδιο και οι υπόλοιποι, κρίνοντας από τα βλέμματά τους. Σήκωσε αργά τη σφραγίδα και την ξανάβαλε στο θύλακό της. «Αυτό θα πάει στο Λευκό Πύργο. Εκείνα, όμως...» Δεν ήθελε να ξαναγγίξει αυτά τα μαύρα πράγματα. Αν τα είχαν στο Λευκό Πύργο, ίσως οι Άες Σεντάι να αποφάσιζαν να τα χρησιμοποιήσουν, όπως σκόπευε να το κάνει και το Μαύρο Άτζα. Για να ελέγξουν τον Ραντ. Θα έκανε άραγε κάτι τέτοιο η Μουαραίν; Η Σιουάν Σάντσε; Δεν μπορούσε να το αφήσει στην τύχη. «Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πιθανότητα να ξαναπέσουν σε χέρια Σκοτεινόφιλων. Ηλαίην, μπορείς να τα καταστρέψεις; Λιώσε τα. Δεν με νοιάζει αν κάψουν το τραπέζι. Κατάστρεψε τα!»

«Καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε η Ηλαίην με μια γκριμάτσα. Η Νυνάβε αμφέβαλε γι' αυτό, μιας και η Ηλαίην πίστευε ολόψυχα στον Πύργο· αλλά πίστευε και στον Ραντ.

Η Νυνάβε δεν μπόρεσε φυσικά να δει τη λάμψη του σαϊντάρ, όμως από την προσήλωση με την οποία κοίταζε η Ηλαίην τα ρυπαρά αντικείμενα μπροστά της, κατάλαβε ότι διαβίβαζε. Τα βραχιόλια και το περιλαίμιο έμειναν στη θέση τους. Η Ηλαίην έσμιξε τα φρύδια· το βλέμμα της έγινε πιο έντονο. Απότομα, κούνησε το κεφάλι. Το χέρι της μετεωρίστηκε διστακτικά για μια στιγμή κοντά σε ένα βραχιόλι, πριν το σηκώσει. Και το ξανάφησε με μια κοφτή κραυγή. «Το νιώθω να... Είναι γεμάτο από...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έκανα αυτό που μου ζήτησες, Νυνάβε. Αν ήταν σφυρί, θα είχε γίνει πύρινη λιμνούλα με τη Φωτιά που ύφανα, αλλά αυτά ούτε που ζεστάθηκαν», είπε.

Η Μογκέντιεν, λοιπόν, δεν είχε πει ψέματα. Σίγουρα φανταζόταν ότι δεν υπήρχε λόγος να πει ψέματα, επειδή πίστευε ότι θα νικούσε. Πώς ελευθερώθηκε αυτή η γυναίκα; Αλλά τι μπορούσαν να κάνουν μ' αυτά τα πράγματα; Δεν θα τα άφηνε να πέσουν στα χέρια κανενός.

«Αφέντη Ντόμον, ξέρεις κανένα πολύ βαθύ σημείο της θάλασσας;»

«Ξέρω, κυρά αλ'Μεάρα», είπε αυτός αργά.

Προσεκτικά, προσπαθώντας να μη νιώσει τα συναισθήματα που κουβαλούσαν αυτά τα αντικείμενα, η Νυνάβε έσπρωξε προς το μέρος του το περιλαίμιο και τα βραχιόλια πάνω στο τραπέζι. «Πέτα τα λοιπόν εκεί, για να μην τα ξαναβρεί ποτέ κανείς».

Ύστερα από μια παύση, αυτός ένευσε. «Θα το κάνω». Τα έχωσε βιαστικά στην τσέπη του σακακιού του, προφανώς μη θέλοντας να αγγίξει κάτι που είχε σχέση με τη Δύναμη. «Στο βαθύτερο σημείο της θάλασσας που ξέρω, κοντά στα Άιλε Σομίρα».

Η Εγκήνιν κοίταζε κατσουφιασμένη το πάτωμα και σίγουρα σκεφτόταν τον Ιλιανό που θα έφευγε. Η Νυνάβε δεν είχε ξεχάσει που η γυναίκα τον είχε αποκαλέσει «άντρα με τα όλα του». Της ήρθε να γελάσει. Είχαν σχεδόν τελειώσει. Μόλις σαλπάριζε ο Ντόμον, το μισητό περιλαίμιο και τα βραχιόλια θα χάνονταν για πάντα. Θα μπορούσαν να γυρίσουν στην Ταρ Βάλον. Και μετά... Μετά πάλι στο Δάκρυ, ή όπου βρισκόταν ο αλ'Λάν Μαντράγκοραν. Είχε αντιμετωπίσει τη Μογκέντιεν και είχε συνειδητοποιήσει ότι παραλίγο να σκοτωνόταν ή να πάθαινε κάτι χειρότερο, κι αυτό έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μαζί του. Τον άντρα αυτόν έπρεπε να τον μοιράζεται με μια γυναίκα την οποία μισούσε, αλλά αν η Εγκήνιν μπορούσε να γλυκοκοιτάζει έναν άντρα τον οποίο κάποτε είχε αιχμαλωτίσει —ο Ντόμον από πλευράς του σίγουρα την κοίταζε με ενδιαφέρον― και αν η Ηλαίην μπορούσε να αγαπήσει έναν άντρα που θα τρελαινόταν, τότε και η ίδια θα μπορούσε να βρει κάποιον τρόπο να απολαύσει το λίγο που μπορούσε με τον Λαν.

«Να κατέβουμε να δούμε πώς της φαίνεται της “Θέρα” που είναι υπηρέτρια;» πρότεινε. Σύντομα θα έφευγαν για την Ταρ Βάλον. Σύντομα.

Загрузка...