3 Καθρέφτισμα

Παρά την ώρα, κόσμος πολύς διέσχιζε βιαστικά τους μεγάλους διάδρομους της Πέτρας ― ένα επίμονο ποταμάκι αντρών και γυναικών, που φορούσαν τα χρυσόμαυρα των υπηρετών της Πέτρας, ή την τυπική ενδυμασία του ενός ή του άλλου Υψηλού Άρχοντα. Πού και πού εμφανίζονταν κι ένας-δύο Υπερασπιστές, ασκεπείς, άοπλοι και κάποιοι με τα σακάκια ξεκούμπωτα. Οι υπηρέτες υποκλίνονταν στον Πέριν και τη Φάιλε αν τους πλησίαζαν κι ύστερα έσπευδαν να φύγουν. Οι περισσότεροι στρατιώτες ξαφνιάζονταν βλέποντάς τους. Μερικοί υποκλίνονταν δύσκαμπτα, φέρνοντας το χέρι στην καρδιά, όμως όλοι τάχυναν το βήμα, σαν να ανυπομονούσαν να απομακρυνθούν.

Αναμμένη ήταν μόνο η μία λάμπα στις τέσσερις. Στις μισοσκότεινες εκτάσεις ανάμεσα στους ψηλούς λυχνοστάτες, οι σκιές αγκάλιαζαν τα κρεμαστά υφαντά και έκρυβαν τα αραιά βαλμένα σεντούκια μπροστά στους τοίχους. Τα έκρυβαν για τα μάτια των άλλων, όχι του Πέριν. Τα δικά του μάτια έλαμπαν σαν στιλβωμένο χρυσάφι σε εκείνα τα μισοφωτισμένα τμήματα των διαδρόμων. Περπατούσε γοργά από λάμπα σε λάμπα και κρατούσε το βλέμμα χαμηλωμένο, εκτός από τα σημεία που ήταν καλά φωτισμένα. Οι περισσότεροι στην Πέτρα ήξεραν για τα μάτια του με το παράξενο χρώμα, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Κανείς δεν το ανέφερε, φυσικά. Ακόμα και η Φάιλε έμοιαζε να υποθέτει ότι το χρώμα είχε να κάνει με τη σχέση του με τις Άες Σεντάι, κάτι που απλώς έτσι ήταν, που το αποδεχόσουν χωρίς εξηγήσεις. Ακόμα κι έτσι, ο Πέριν πάντα ένιωθε ένα ρίγος στην πλάτη, όποτε συνειδητοποιούσε ότι ένας ξένος είχε δει τα μάτια του να αστράφτουν στο σκοτάδι. Όταν μετά έμεναν αμίλητοι, η σιωπή απλώς τόνιζε τη διαφορετικότητά του.

«Μακάρι να μη με κοίταζαν έτσι», μουρμούρισε όταν τους πέρασε ένας ψημένος βετεράνος Υπερασπιστής, που είχε τα διπλά του χρόνια, ο οποίος παραλίγο να το βάλει στα πόδια. «Σαν να με φοβούνται. Δεν με κοίταζαν παλιά, τουλάχιστον όχι με αυτό τον τρόπο. Τι κάνει αυτός ο κόσμος και δεν κοιμάται;» Μια γυναίκα με σφουγγαρίστρα και κουβά έκλινε το γόνυ και έφυγε σιγοτρέχοντας, με το κεφάλι σκυμμένο.

Με το χέρι της πλεγμένο στο δικό του, η Φάιλε τον κοίταξε. «Θα έλεγα ότι οι φρουροί κανονικά δεν πρέπει να βρίσκονται σ' αυτό το μέρος της Πέτρας, εκτός αν έχουν υπηρεσία. Είναι καλή η ώρα για να χαϊδολογήσει κανείς την υπηρέτρια στην καρέκλα του άρχοντα, ίσως για να κάτσουν οι δύο και να υποκριθούν ότι είναι άρχοντας κι αρχόντισσα, ενώ οι πραγματικοί κοιμούνται. Μάλλον φοβούνται μήπως τους αναφέρεις. Όσο για τους υπηρέτες, τις περισσότερες δουλειές τις κάνουν νύχτα. Ποιος θα τους ήθελε μέσα στα πόδια του, να σκουπίζουν, να ξεσκονίζουν και να γυαλίζουν στο φως της μέρας;»

Ο Πέριν ένευσε με αμφιβολία. Σκέφτηκε ότι μάλλον η Φάιλε ήξερε γι' αυτά τα πράγματα από το σπίτι του πατέρα της. Ο πετυχημένος έμπορος μάλλον θα είχε υπηρέτες και φρουρούς για τις άμαξές του. Τουλάχιστον οι άνθρωποι εδώ δεν είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους εξαιτίας αυτού που του είχε συμβεί. Αν ήταν έτσι, τότε θα το είχαν σκάσει από την Πέτρα, μπορεί και να έτρεχαν ακόμα. Αλλά γιατί είχε γίνει στόχος ο ίδιος, γιατί, απ' ό,τι φαινόταν, τον είχε ξεχωρίσει; Δεν ανυπομονούσε να αντιμετωπίσει τον Ραντ, αλλά έπρεπε να μάθει. Η Φάιλε άνοιξε το βήμα για να τον προφτάσει.

Παρά το μεγαλείο της, παρά τα χρυσάφια, τα ψιλά τορεύματα και τα μαρκετερί, το εσωτερικό της Πέτρας είχε σχεδιαστεί για πόλεμο, ακριβώς όπως και το εξωτερικό της. Όπου διασταυρώνονταν διάδρομοι υπήρχαν ανοίγματα στο ταβάνι, απ' όπου θα μπορούσαν να εξαπολύσουν κάποια φονική επίθεση σε καιρό πολέμου. Στενές πολεμίστρες για βέλη, που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ, έβλεπαν σε προθαλάμους, από σημεία που μπορούσαν να καλύπτουν ολόκληρη την αίθουσα. Ο Πέριν και η Φάιλε περνούσαν τη μια στενή, ελικοειδή σκάλα μετά την άλλη, που όλες ήταν χτισμένες μέσα στους τοίχους ή κλεισμένες, γεμάτες στενές πολεμίστρες για βέλη, που κοίταζαν στους διαδρόμους από κάτω. Το σχέδιο αυτό φυσικά δεν είχε εμποδίσει καθόλου τους Αελίτες, τον πρώτο εχθρό που είχε περάσει ποτέ από το εξωτερικό τείχος.

Ανηφορίζοντας τα στριφογυριστά σκαλιά, ο Πέριν —δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έτρεχαν, παρ' όλο που θα έκανε ακόμα πιο γρήγορα αν δεν είχε τη Φάιλε πιασμένη στο μπράτσο του― έπιασε τη μυρωδιά μπαγιάτικου ιδρώτα και μια ιδέα από ένα αηδιαστικά γλυκό άρωμα, όμως τα κατάλαβε μόνο στο βάθος του μυαλού του. Οι σκέψεις του ήταν στραμμένες σε αυτό που θα έλεγε στον Ραντ. Γιατί πήγες να με σκοτώσεις; Άρχισες κιόλας να τρελαίνεσαι; Δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να ρωτήσεις τέτοιο πράγμα και δεν περίμενε εύκολες απαντήσεις.

Βγαίνοντας σε ένα γεμάτο σκιές διάδρομο, σχεδόν στην κορυφή της Πέτρας, ο Πέριν βρέθηκε να κοιτάζει τις πλάτες ενός Υψηλού Άρχοντα και δύο προσωπικών φρουρών του. Μόνο οι Υπερασπιστές είχαν δικαίωμα να φορούν αρματωσιά μέσα στην Πέτρα, όμως αυτοί οι τρεις είχαν ζωσμένα τα σπαθιά τους. Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο φυσικά, όμως εδώ, σ' αυτό τον όροφο, στις σκιές, έτσι που κοίταζαν προσηλωμένοι το λαμπερό φως στην άλλη άκρη του διαδρόμου, όλα αυτά δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα.

Ο Πέριν και η Φάιλε δεν προσπαθούσαν να κάνουν ησυχία ανεβαίνοντας τις σκάλες, όμως οι τρεις άντρες ήταν τόσο απορροφημένοι σε αυτό που κοιτούσαν, που στην αρχή κανείς τους δεν πρόσεξε τους νεοαφιχθέντες. Έπειτα, ένας από τους σωματοφύλακες με τα γαλάζια σακάκια γύρισε το κεφάλι, σαν να ήθελε να ξεμουδιάσει το λαιμό του· το στόμα του έμεινε ορθάνοιχτο όταν τους είδε. Έπνιξε μια βλαστήμια και γύρισε να αντικρίσει τον Πέριν, μισογυμνώνοντας τη λεπίδα του. Ο άλλος τον μιμήθηκε ελάχιστα πιο αργά. Και οι δύο έμειναν με το κορμί σφιγμένο, πανέτοιμοι, όμως τα βλέμματά τους πηγαινοέρχονταν ανήσυχα στα μάτια του Πέριν. Έβγαζαν μια ξινή οσμή φόβου. Το ίδιο και ο Υψηλός Άρχοντας, αν κι αυτός είχε χαλιναγωγήσει το δικό του φόβο.

Ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν, με άσπρες πινελιές στη μαύρη, μυτερή γενειάδα του, προχώρησε με χαυνωμένες κινήσεις, σαν να ήταν σε χορό. Τράβηξε ένα γλυκά αρωματισμένο μαντίλι από το μανίκι του και σκούπισε τη στρογγυλή μύτη του, που σε σύγκριση με τα αφτιά του δεν φαινόταν καθόλου μεγάλη. Φορούσε ένα σακάκι από φίνο μετάξι, με κόκκινα σατέν μανικέτια, που απλώς τόνιζε το άχαρο πρόσωπό του. Κοίταξε τα μανίκια του πουκάμισου του Πέριν και έφερε πάλι το μαντίλι στη μύτη του, πριν γείρει ελαφρά το κεφάλι. «Το Φως να σε φωτίζει», είπε ευγενικά. Η ματιά του στάθηκε στο κίτρινο βλέμμα του Πέριν και μετά τραβήχτηκε απότομα μακριά, αν και η έκφρασή του δεν άλλαξε. «Είσαι καλά, ελπίζω;» Ίσως υπερβολικά ευγενικά.

Του Πέριν δεν του πολυάρεσε ο τόνος του άλλου, όμως ο τρόπος που κοίταξε ο Τορέαν τη Φάιλε από πάνω ως κάτω, με ανέμελο ενδιαφέρον, τον έκανε να σφίξει τις γροθιές του. Κατόρθωσε όμως να κρατήσει ήρεμη τη φωνή του. «Το Φως να σε φωτίζει, Υψηλέ Άρχοντα Τορέαν. Χαίρομαι που βλέπω ότι βοηθάς τη σκοπιά του Άρχοντα Δράκοντα. Άλλοι στη θέση σου ίσως να έτρεφαν κάποια απέχθεια για την παρουσία του εδώ».

Τα λεπτά φρύδια του Τορέαν έσμιξαν. «Η προφητεία πραγματοποιήθηκε και το Δάκρυ εκπλήρωσε το ρόλο του στην προφητεία. Ίσως ο Αναγεννημένος Δράκοντας να οδηγήσει το Δάκρυ σε ένα ακόμα πιο λαμπρό πεπρωμένο. Ποιος θα ένιωθε απέχθεια για κάτι τέτοιο; Μα είναι αργά. Καλή σας νύχτα». Ξανακοίταξε τη Φάιλε σουφρώνοντας το στόμα και προχώρησε στο διάδρομο με βήμα κάπως γρήγορο, μακριά από τα φώτα του προθάλαμου. Οι σωματοφύλακες τον ακολούθησαν σαν καλά εκπαιδευμένα σκυλιά.

«Δεν υπήρχε λόγος να είσαι αγενής», είπε η Φάιλε με σφιγμένη φωνή, όταν ο Υψηλός Άρχοντας είχε απομακρυνθεί αρκετά. «Μιλούσες λες και η γλώσσα σου ήταν από παγωμένο σίδερο. Αν θέλεις να μείνεις εδώ, μάθε να συμβιώνεις με τους άρχοντες».

«Σε κοίταζε σαν να ήθελε να σε καθίσει στα γόνατά του. Και δεν εννοώ με πατρικό τρόπο».

Εκείνη ξεφύσησε αδιάφορα. «Μήπως είναι ο πρώτος άντρας που με κοιτάει; Αν είχε το θράσος να κάνει κάτι παραπάνω, θα τον έβαζα στη θέση του σμίγοντας τα φρύδια μου και ρίχνοντάς του μια ματιά. Δεν θέλω να ερμηνεύεις τις σκέψεις μου, Πέριν Αϋμπάρα». Εντούτοις, δεν φαινόταν και τόσο δυσαρεστημένη.

Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του και έστρεψε το βλέμμα στον Τορέαν που απομακρυνόταν. Είδε τον Υψηλό Άρχοντα και τους φρουρούς του να χάνονται πίσω από μια μακρινή στροφή. Αναρωτήθηκε πώς οι Δακρινοί άρχοντας τα κατάφερναν και δεν ήταν λουσμένοι στο ιδρώτα. «Το πρόσεξες, Φάιλε; Τα πειθήνια λαγωνικά του δεν πήραν το χέρι από το σπαθί, παρά μόνο όταν βρέθηκε δέκα απλωσιές μακριά μας».

Εκείνη τον κοίταξε, έπειτα έριξε μια ματιά στο διάδρομο όπου είχαν χαθεί οι άλλοι τρεις και ένευσε αργά. «Έχεις δίκιο. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Μπορεί να μην υποκλίνονται βαθιά, όπως κάνουν γι' αυτόν, όμως όλοι είναι πολύ προσεκτικοί κοντά σε σένα και στον Ματ, όπως και στις Άες Σεντάι επίσης».

«Ίσως το να είσαι φίλος του Αναγεννημένου Δράκοντα να μην είναι πια αρκετή προστασία, όπως άλλοτε».

Η Φάιλε δεν πρότεινε ξανά να φύγουν, τουλάχιστον όχι με λόγια, αλλά τα μάτια της το έδειχναν καθαρά. Ο Πέριν κατάφερε να αγνοήσει τη σιωπηλή πρότασή της καλύτερα απ' όσο είχε αγνοήσει την ομιλούσα εκδοχή της πριν.

Πριν φτάσουν στο τέρμα του διαδρόμου, η Μπερελαίν βγήκε βιαστικά από το λαμπρά φωτισμένο προθάλαμο, κρατώντας τυλιγμένη σφιχτά γύρω της μια ψιλή, λευκή ρόμπα και με τα δύο χέρια. Η Πρώτη της Μαγιέν περπατούσε βιαστικά, σχεδόν έτρεχε.

Ο Πέριν, για να δείξει στη Φάιλε ότι μπορούσε να φερθεί όσο ευγενικά επιθυμούσε η καρδιά της, υποκλίθηκε τόσο βαθιά, που ακόμα κι ο Ματ δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα. Σε αντίθεση, ο χαιρετισμός της Φάιλε ήταν μια απειροελάχιστη κλίση της κεφαλής με ένα ανεπαίσθητο λύγισμα του γονάτου. Ο Πέριν μόλις που το πρόσεξε. Καθώς η Μπερελαίν περνούσε φουριόζα δίπλα τους χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά, η οσμή του φόβου, μια οσμή δριμεία και άγρια σαν πυορροούσα πληγή, έκανε τα ρουθούνια του να συσπαστούν. Πλάι σ' αυτόν ωχριούσε ο φόβος του Τορέαν. Αυτός εδώ ήταν ένας τρελός πανικός, που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να συγκρατηθεί. Ορθώθηκε αργά, κοιτάζοντάς τη να φεύγει.

«Ξεκουράζεις τα μάτια σου;» ρώτησε γλυκά η Φάιλε.

Προσηλωμένος στην Μπερελαίν, διερωτώμενος τι την είχε κάνει να φτάσει στα όριά της, μίλησε δίχως να το σκεφτεί. «Είχε μια μυρωδιά σαν —»

Μακριά στο διάδρομο, ο Τορέαν ξαφνικά βγήκε από έναν προθάλαμο και άρπαξε την Μπερελαίν από το μπράτσο. Μιλούσε ακατάπαυστα, όμως ο Πέριν δεν μπορούσε ν' ακούσει παρά μονάχα σκόρπιες λέξεις, ότι παρατραβούσε το σκοινί μέσα στην περηφάνια της, καθώς και κάτι άλλο, που έμοιαζε να είναι προσφορά προστασίας εκ μέρους του Τορέαν. Η Μπερελαίν του απάντησε σύντομα, κοφτά, ακόμα πιο χαμηλόφωνα, υψώνοντας προκλητικά το σαγόνι. Η Πρώτη του Μαγιέν τράβηξε απότομα το χέρι της και απομακρύνθηκε με το κορμί ίσιο, έχοντας ξαναβρεί κάπως την αυτοκυριαρχία της. Ο Τορέαν, έτοιμος να την ακολουθήσει, είδε τον Πέριν που τους παρακολουθούσε. Ο Υψηλός Άρχοντας έφερε το μαντίλι στη μύτη του και χάθηκε πάλι στη διασταύρωση των διαδρόμων.

«Δεν με νοιάζει αν μύριζε Ευωδιά της Αυγής», είπε σκοτεινά η Φάιλε. «Αυτή εδώ δεν έχει διάθεση να κυνηγήσει μια αρκούδα, όσο ωραίο κι αν θα φαινόταν το αρκουδοτόμαρο απλωμένο στον τοίχο. Κυνηγάει τον ήλιο».

Εκείνος την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Ήλιος; Αρκούδα; Τι λες τώρα;»

«Πήγαινε μόνος σου. Εγώ λέω να γυρίσω στο κρεβάτι μου».

«Αφού το θέλεις έτσι», είπε αυτός αργά, «αλλά νόμιζα ότι ήθελες κι εσύ να ανακαλύψουμε τι συνέβη».

«Δεν νομίζω. Δεν θα κάνω ότι ανυπομονώ να δω τον... Ραντ... αφού τον απέφευγα ως τώρα. Το αντίθετο, αυτή τη στιγμή. Δίχως αμφιβολία, οι δυο σας θα κουβεντιάσετε μια χαρά δίχως εμένα. Ειδικά αν υπάρχει και κρασί».

«Είναι παράλογα αυτά που λες», μουρμούρισε αυτός περνώντας το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Αν θέλεις να ξαπλώσεις, πήγαινε, αλλά θα ήθελα να λες πράγματα που καταλαβαίνω».

Για αρκετή ώρα η Φάιλε στάθηκε εκεί μελετώντας το πρόσωπό του κι έπειτα, ξαφνικά, δάγκωσε το χείλος της. Του Πέριν του φάνηκε ότι προσπαθούσε να μη γελάσει. «Αχ, Πέριν, μερικές φορές πιστεύω ότι αυτό που απολαμβάνω περισσότερο από κάθε τι είναι η αθωότητά σου». Πράγματι, αποχρώσεις γέλιου έβαφαν τη φωνή της. «Πάνε στο... φίλο σου και το πρωί πες μου τι έγινε. Πολλά ή λίγα, όσα θέλεις». Του τράβηξε το κεφάλι κάτω, άγγιξε τα χείλη του μ' ένα φιλί και μετά χάθηκε στο διάδρομο, βιαστικά όσο το φιλί.

Ο Πέριν, κουνώντας το κεφάλι, την παρακολούθησε ώσπου έστριψε στα σκαλιά. Ο Τορέαν δεν φαινόταν πουθενά. Μερικές φορές η Φάιλε έμοιαζε να μιλά διαφορετική γλώσσα. Ο Πέριν προχώρησε προς τα φώτα.

Ο προθάλαμος ήταν μια κυκλική αίθουσα με πλάτος πενήντα απλωσιές, ή και παραπάνω. Εκατό επίχρυσες λάμπες κρέμονταν σε χρυσές αλυσίδες από το ψηλό ταβάνι της. Κολώνες από στιλβωμένη κοκκινόπετρα σχημάτιζαν έναν εσωτερικό δακτύλιο και το πάτωμα έμοιαζε να είναι ένα πελώριο, μονοκόμματο, μαύρο μάρμαρο με νερά από χρυσάφι. Ήταν ο προθάλαμος των βασιλικών διαμερισμάτων τον καιρό που το Δάκρυ είχε βασιλιάδες, πριν ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος θέσει τα πάντα, από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου ως τον ωκεανό Άρυθ, υπό ένα βασιλιά. Οι Δακρινοί βασιλιάδες δεν είχαν επιστρέψει όταν είχε καταρρεύσει η αυτοκρατορία του Άρτουρ και για χίλια χρόνια οι μόνοι κάτοικοι αυτών των διαμερισμάτων ήταν τα ποντίκια, που πατούσαν τη σκόνη. Κανένας Υψηλός Άρχοντας δεν είχε αποκτήσει ποτέ αρκετή δύναμη για να τολμήσει να τα διεκδικήσει για τον εαυτό του.

Στο κέντρο της αίθουσας πενήντα Υπερασπιστές σχημάτιζαν ένα δακτύλιο, φορώντας αλυσιδωτούς θώρακες και αστραφτερά κράνη με γείσο, με όλα τα δόρατα γερμένα ακριβώς στην ίδια γωνία. Στραμμένοι προς κάθε κατεύθυνση με αυτό τον τρόπο, υποτίθεται ότι θα σταματούσαν όλους τους εισβολείς πριν φτάσουν στο νυν άρχοντα της Πέτρας. Ο διοικητής τους, ένας λοχαγός που ξεχώριζε από τα δύο λευκά πούπουλα στο κράνος του, ήταν σχεδόν εξίσου σφιγμένος. Στεκόταν με το ένα χέρι στη λαβή του σπαθιού και το άλλο στο γοφό του, προσφέροντας αυτάρεσκα την υπηρεσία του. Όλοι ανάδιναν μια οσμή φόβου και αβεβαιότητας, σαν άνθρωποι που ζούσαν κάτω από έναν γκρεμό έτοιμο να καταρρεύσει και είχαν σχεδόν πείσει τον εαυτό τους ότι δεν θα έπεφτε ποτέ. Ή τουλάχιστον δεν θα έπεφτε απόψε. Ή την επόμενη ώρα.

Ο Πέριν τους προσπέρασε, με τα τακούνια από τις μπότες του να δημιουργούν αντίλαλο. Ο αξιωματικός έκανε να τον πλησιάσει και μετά δίστασε, βλέποντας ότι ο Πέριν δεν είχε σταματήσει για να πάρει άδεια. Φυσικά, ήξερε ποιος ήταν ο Πέριν· ή τουλάχιστον ήξερε όσα ήξεραν οι Δακρινοί. Συνταξιδιώτης των Άες Σεντάι, φίλος του Άρχοντα Δράκοντα. Δεν ήταν από τους ανθρώπους με τους οποίους θα έμπλεκε ένας απλός αξιωματικός των Υπερασπιστών της Πέτρας. Είχε κι ένα άλλο καθήκον, όπως φαινόταν, να διασφαλίζει την ανάπαυση του Άρχοντα Δράκοντα, όμως, παρ’ όλο που μάλλον δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό του, ο αξιωματικός σίγουρα ήξερε ότι τόσο αυτός όσο και η γενναία παράσταση με τις καλογυαλισμένες αρματωσιές ήταν μόνο αυτό: μια παράσταση. Οι πραγματικοί φρουροί ήταν αυτοί που βρήκε ο Πέριν περνώντας τις κολώνες και πλησιάζοντας την είσοδο για τα διαμερίσματα του Ραντ.

Οι μορφές κάθονταν τόσο ασάλευτες πίσω από τις κολώνες, που έμοιαζαν να γίνονται ένα με την πέτρα, μόλο που τα σακάκια και τα φαρδιά παντελόνια τους —σε αποχρώσεις του γκρίζου και του καφέ, για να κρύβονται στην Ερημιά― εδώ πέρα χτυπούσαν αμέσως στο μάτι, μόλις έκαναν κάποια κίνηση. Οι έξι Κόρες του Δόρατος, Αελίτισσες που είχαν προτιμήσει τη ζωή του πολεμιστή παρά την οικογενειακή εστία, μπήκαν γοργά ανάμεσα στον Πέριν και την είσοδο, με τις μαλακές μπότες με κορδόνια, που έφταναν ως το γόνατο, να τις κάνουν αθόρυβες. Ήταν ψηλές για γυναίκες —η ψηλότερη ήταν μόλις ένα κεφάλι κοντύτερή του― και είχαν ηλιοκαμένη επιδερμίδα και κοντοκουρεμένα μαλλιά, ξανθά ή κόκκινα ή κάτι ενδιάμεσο. Οι δύο κρατούσαν κυρτά, κεράτινα τόξα και είχαν το βέλος έτοιμο στη χορδή, χωρίς να το έχουν τραβήξει. Οι άλλες έφεραν μικρές, στρογγυλές ασπίδες με επένδυση από τομάρι ζώου, καθώς και τρία-τέσσερα κοντά δόρατα η καθεμιά ― κοντά μεν, αλλά με αιχμές τόσο μακριές που τρυπούσαν ανθρώπινο κορμί και περίσσευαν και λίγοι πόντοι.

«Νομίζω ότι δεν μπορώ να σε αφήσω να περάσεις», είπε μια γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς, με ένα μικρό χαμόγελο για να μαλακώσει την άρνηση. Οι Αελίτες δεν χαμογελούσαν όσο οι άλλοι λαοί, ούτε και φανέρωναν ιδιαίτερα τα συναισθήματά τους. «Νομίζω ότι απόψε δεν θέλει να δει κανέναν».

«Θα μπω μέσα, Μπάιν». Αγνοώντας τα δόρατά της, την έπιασε από τα μπράτσα. Εκείνη τη στιγμή, όμως, αναγκάστηκε να δώσει σημασία στα δόρατα, επειδή η Μπάιν είχε καταφέρει να κολλήσει την αιχμή του δόρατος στην άκρη του λαιμού του. Κι επίσης, μια κάπως πιο ξανθιά γυναίκα, ονόματι Τσιάντ, ξαφνικά είχε ακουμπήσει το δικό της από την άλλη πλευρά, λες και τα δυο ετοιμάζονταν να ανταμώσουν στη μέση. Οι άλλες γυναίκες έμειναν να κοιτάζουν, πεπεισμένες ότι η Μπάιν και η Τσιάντ μπορούσαν να κάνουν ό,τι έπρεπε να γίνει. Ο Πέριν πάντως έβαλε τα δυνατά του. «Δεν έχω χρόνο για να τσακωθώ μαζί σας. Όχι ότι κάθεστε να ακούσετε αυτόν που έρχεται να τσακωθεί, αν θυμάμαι καλά. Θα μπω μέσα». Όσο πιο απαλά μπορούσε, σήκωσε την Μπάιν και την άφησε κάτω παραδίπλα.

Με ένα απαλό σπρώξιμο της Τσιάντ, το δόρυ της μπορούσε να τον σουβλίσει, όμως η Μπάιν, αφού στην αρχή γούρλωσε τα σκούρα μπλε μάτια της, ξαφνικά τράβηξε το δικό της δόρυ και χαμογέλασε. «Πέριν, τι θα έλεγες να σου μαθαίναμε ένα παιχνίδι που λέγεται το Φιλί της Κόρης; Νομίζω ότι θα γινόσουν καλός παίκτης. Αν μη τι άλλο, ίσως μάθεις κάτι». Μια Αελίτισσα γέλασε δυνατά. Το δόρυ της Τσιάντ απομακρύνθηκε από το λαιμό του.

Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα, ελπίζοντας να μην προσέξουν ότι ήταν η πρώτη του από τη στιγμή που τον είχαν αγγίξει τα δόρατα. Δεν είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους, τα σούφα ήταν ακόμα γύρω από το λαιμό τους σαν σκούρες μαντίλες ― όμως ο Πέριν δεν ήξερε αν οι Αελίτες έπρεπε να καλύψουν το πρόσωπο πριν σκοτώσουν, μόνο ότι, αν το κάλυπταν, τότε σίγουρα αυτό ετοιμάζονταν να κάνουν.

«Ίσως μια άλλη φορά», είπε ευγενικά. Όλες χαμογελούσαν πλατιά, λες και η Μπάιν είχε πει κάτι διασκεδαστικό και μέρος του αστείου ήταν το γεγονός ότι αυτός δεν καταλάβαινε. Ο Θομ είχε δίκιο. Ο άντρας μπορεί να τρελαθεί αν προσπαθήσει να καταλάβει μια γυναίκα, οποιουδήποτε έθνους και κοινωνικής θέσης· έτσι έλεγε ο Θομ.

«Κακό δικό σου. Μόλις τώρα έδιωξε μια παρέα, την οποία οι περισσότεροι άντρες θα θεωρούσαν καλύτερη από σένα», πρόσθεσε η Μπάιν, καθώς άπλωνε το χέρι για να πιάσει το χερούλι της πόρτας, που είχε τη μορφή ορθωμένου, χρυσού λιονταριού.

Φυσικά, σκέφτηκε αυτός ανοίγοντας την πόρτα. Η Μπερελαίν. Από δω έβγαινε. Απόψε όλα περιστρέφονται γύρω από...

Η Πρώτη της Μαγιέν χάθηκε από τις σκέψεις του, όταν το βλέμμα του έπεσε στο δωμάτιο. Σπασμένοι καθρέφτες κρέμονταν στους τοίχους και γυαλιά κάλυπταν το πάτωμα, μαζί με θρύψαλα από πορσελάνες και πούπουλα από το ξεκοιλιασμένο στρώμα. Ανοιχτά βιβλία ήταν πεταμένα ανάμεσα σε αναποδογυρισμένες καρέκλες και πάγκους. Κι ο Ραντ καθόταν στο κρεβάτι του, γερμένος στο στύλο, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια χαλαρά πάνω στο Καλαντόρ, που ήταν απλωμένο στα γόνατά του. Έμοιαζε λουσμένος στο αίμα.

«Φέρτε τη Μουαραίν!» ξεφώνισε ο Πέριν στις Αελίτισσες. Ζούσε ακόμα ο Ραντ; Αν ναι, τότε χρειαζόταν τη Θεραπεία των Άες Σεντάι για να μην πεθάνει. «Πείτε της να βιαστεί!» Άκουσε μια κοφτή κραυγή πίσω του και μετά το γρήγορο θρόισμα που έκαναν οι μαλακές μπότες.

Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι. Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στο αίμα. «Κλείσε την πόρτα».

«Ραντ, σε λίγο θα έρθει η Μουαραίν. Ξεκουράσου. Θα —»

«Κλείσε την πόρτα, Πέριν».

Μουρμουρίζοντας μεταξύ τους, οι Αελίτισσες έσμιξαν τα φρύδια, αλλά έκαναν πίσω. Ο Πέριν έκλεισε την πόρτα, κόβοντας στη μέση την ερωτηματική κραυγή του αξιωματικού με τα λευκά πούπουλα.

Γυαλιά έτριξαν κάτω από τις μπότες του, καθώς πατούσε πάνω στο χαλί για να φτάσει τον Ραντ. Έκοψε μια λωρίδα από ένα σχισμένο, λινό σεντόνι και την ακούμπησε στη λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ. Τα χέρια του Ραντ σφίχτηκαν πάνω στο διάφανο σπαθί όταν ένιωσε την πίεση κι ύστερα χαλάρωσαν. Το αίμα έβαψε σχεδόν αμέσως τη λωρίδα. Από τις πατούσες ως το κεφάλι, ήταν γεμάτος κοψίματα και αμυχές· σε πολλές πληγές λαμπύριζαν γυάλινα θραύσματα. Ο Πέριν ανεβοκατέβασε τους ώμους του με μια αίσθηση ανημποριάς. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, πέρα από το να περιμένει τη Μουαραίν.

«Τι στο Φως πήγες να κάνεις, Ραντ; Δείχνεις σαν να προσπάθησες να γδάρεις τον εαυτό σου. Και παραλίγο να σκότωνες κι εμένα». Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι ο Ραντ δεν θα έδινε απάντηση.

«Όχι εγώ», είπε τελικά ο Ραντ, σχεδόν ψιθυριστά. «Κάποιος Αποδιωγμένος».

Ο Πέριν προσπάθησε να χαλαρώσει τους μυς του, που δεν είχε καταλάβει πότε σφίχτηκαν. Είχε αναφέρει τους Αποδιωγμένους στη Φάιλε, όχι ακριβώς αφηρημένα, αλλά γενικά προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι θα έκαναν, όταν θα ανακάλυπταν πού βρισκόταν ο Ραντ. Αν κάποιος Αποδιωγμένος κατόρθωνε να νικήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα, τότε θα είχε το προβάδισμα επί των άλλων, όταν θα ελευθερωνόταν ο Σκοτεινός. Και τότε ο Σκοτεινός θα ήταν ελεύθερος και η Τελευταία Μάχη θα είχε χαθεί πριν διεξαχθεί.

«Είσαι σίγουρος;» είπε χαμηλόφωνα κι αυτός.

«Πρέπει να ήταν απ' αυτούς, Πέριν. Πρέπει».

«Αν επιτέθηκε και σε μένα εκτός από σένα...; Ραντ, πού είναι ο Ματ; Αν ήταν ζωντανός και είχε πάθει ό,τι κι εγώ, το ίδιο θα σκεφτόταν. Ότι ήσουν εσύ. Τώρα θα έφτανε εδώ για να σου τα ψάλλει».

«Ή θα ήταν καβάλα στο άλογο και θα έτρεχε προς τις πύλες της πόλης». Ο Ραντ πάσχισε να καθίσει πιο ίσια. Οι ξεραμένες πληγές του άνοιξαν, κάνοντας καινούρια ρυάκια αίματος να κυλήσουν στο στήθος και στους ώμους του. «Αν είναι νεκρός, Πέριν, τότε καλύτερα να φύγεις όσο πιο μακριά γίνεται από μένα. Νομίζω ότι εσύ κι ο Λόιαλ έχετε δίκιο σ' αυτό». Κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε τον Πέριν. «Εσύ κι ο Ματ σίγουρα εύχεστε να μην είχα γεννηθεί ποτέ. Ή τουλάχιστον να μη με είχατε δει ποτέ στα μάτια σας».

Δεν υπήρχε λόγος να πάει και να κοιτάξει· αν είχε συμβεί κάτι στον Ματ, τώρα θα είχαν τελειώσει όλα. Επίσης, είχε την αίσθηση ότι ο πρόχειρος επίδεσμος στο πλευρό του Ραντ θα τον κρατούσε ζωντανό μέχρι να φτάσει η Μουαραίν. «Δεν φαίνεται να σε νοιάζει αν το έσκασε. Που να καώ, είναι κι αυτός σημαντικός. Τι θα κάνεις αν έφυγε; Ή αν πέθανε, που το Φως να δώσει να μην είναι έτσι».

«Αυτό που δεν περιμένουν». Τα μάτια του Ραντ έμοιαζαν με την αχλύ της αυγής ― γκριζογάλανα, με μια πυρετώδη λάμψη να αχνοφαίνεται στο βάθος. Η φωνή του είχε μια κοφτερή χροιά. «Ούτως ή άλλως, αυτό πρέπει να κάνω πάντα. Αυτό που κανείς δεν περιμένει».

Ο Πέριν ανάσανε αργά. Ήταν δικαιολογημένα τα τεντωμένα νεύρα του Ραντ. Δεν ήταν κάποιο δείγμα εκδήλωσης τρέλας. Έπρεπε να πάψει να έχει το νου του για δείγματα τρέλας. Αυτά θα εμφανίζονταν στην ώρα τους και δεν θα κέρδιζε τίποτα ψάχνοντας, παρά μόνο έναν κόμπο στο στομάχι. «Τι δηλαδή;» ρώτησε χαμηλόφωνα.

Ο Ραντ έκλεισε τα μάτια. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να τους αιφνιδιάσω. Να τους αιφνιδιάσω όλους», μουρμούρισε άγρια.

Μια πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ένας ψηλός Αελίτης, που είχε γκρίζες πινελιές στα σκούρα κόκκινα μαλλιά του. Πίσω του, τα πούπουλα του Δακρινού αξιωματικού ταλαντεύονταν καθώς τσακωνόταν με τις Κόρες· ο τσακωμός συνεχιζόταν ακόμα, όταν η Μπάιν έκλεισε την πόρτα.

Ο Ρούαρκ εξέτασε το δωμάτιο με ένα κοφτερό, γαλανό βλέμμα, σαν να υποψιαζόταν ότι υπήρχαν εχθροί κρυμμένοι πίσω από τις κουρτίνες και τις αναποδογυρισμένες καρέκλες. Ο αρχηγός της φατρίας του Τάαρνταντ Αελ δεν φαινόταν οπλισμένος, με εξαίρεση ένα μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη μέση του, όμως χρησιμοποιούσε την εξουσία και την αυτοπεποίθηση που τον περιέβαλλαν σαν όπλα, ήρεμα αλλά με βεβαιότητα, σαν να τα είχε θηκαρωμένα πλάι στο μαχαίρι. Και το σούφα του κρεμόταν ολόγυρα στους ώμους του· όσοι γνώριζαν έστω και στο ελάχιστο τους Αελίτες, ήξεραν ότι ήταν επικίνδυνος, εφόσον είχε το μέσο για να καλύψει το πρόσωπό του.

«Ο ανόητος ο Δακρινός απ' έξω έστειλε μήνυμα στο διοικητή του ότι κάτι έγινε εδώ μέσα», είπε ο Ρούαρκ, «και ήδη άρχισαν να διαδίδονται φήμες, πιο γρήγορα κι από βρύα σε πτώμα μέσα σε μια βαθιά σπηλιά. Κάποιοι λένε ότι ο Λευκός Πύργος επιχείρησε να σε δολοφονήσει, άλλοι ότι η Τελευταία Μάχη δόθηκε μέσα σ' αυτό το δωμάτιο, καθώς κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς». Ο Πέριν άνοιξε το στόμα· ο Ρούαρκ σήκωσε το χέρι για να τον προλάβει. «Έτυχε να πετύχω την Μπερελαίν, που έμοιαζε σαν να της είπαν τι μέρα θα ανταμώσει το θάνατο, και μου είπε την αλήθεια. Και φαίνεται να είναι η αλήθεια, μολονότι αμφέβαλλα».

«Έβαλα να φέρουν τη Μουαραίν», είπε ο Πέριν. Ο Ρούαρκ ένευσε. Φυσικά, οι Κόρες θα του είχαν πει ό,τι ήξεραν.

Ο Ραντ ξέσπασε σε ένα ξερό γέλιο, όλο πόνο. «Της είπα να μην ανοίξει το στόμα της. Φαίνεται ότι ο Άρχοντας Δράκοντας δεν κυβερνά το Μαγιέν». Μια πικρόχολη θυμηδία διακρινόταν ξεκάθαρα στα λόγια του.

«Έχω θυγατέρες μεγαλύτερες απ' αυτή τη νεαρή», είπε ο Ρούαρκ. «Δεν πιστεύω να το πει σε κάποιον άλλο. Νομίζω ότι θα ήθελε να ξεχάσει ό,τι έχει συμβεί απόψε».

«Κι εγώ θα ήθελα να μάθω τι συνέβη», είπε η Μουαραίν μπαίνοντας στο δωμάτιο. Λεπτή και λυγερή όπως ήταν, ο Ρούαρκ μπορεί να δέσποζε από πάνω της με το ανάστημά του, όπως κι ο άντρας που την ακολούθησε —ο Λαν, ο Πρόμαχός της― αλλά στην αίθουσα εκείνη που κυριαρχούσε ήταν η Μουαραίν. Σίγουρα είχε έρθει τρέχοντας, για να φτάσει τόσο γρήγορα, όμως τώρα ήταν γαλήνια σαν παγωμένη λίμνη. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να ταράξεις την ηρεμία της Μουαραίν. Η γαλάζια, μεταξωτή εσθήτα της είχε έναν ψηλό, δαντελωτό γιακά και μανίκια στολισμένα με βαθυγάλανο βελούδο, όμως η Άες Σεντάι δεν φαινόταν να επηρεάζεται από τη ζέστη. Μια μικρή, γαλάζια πέτρα άστραφτε στο μέτωπό της, κρεμασμένη με μια χρυσή αλυσιδίτσα από τα μαλλιά της, και τόνιζε την απουσία οποιουδήποτε ίχνους ιδρώτα.

Όπως κάθε φορά που αντάμωναν, τα παγωμένα, γαλανά βλέμματα του Λαν και του Ρούαρκ σχεδόν τίναζαν σπίθες. Ένα δερμάτινο κορδόνι συγκρατούσε τα μαύρα μαλλιά του Λαν, που είχαν γκριζάρει στους κροτάφους. Το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι σμιλεμένο από βράχο, γεμάτο σκληρές επιφάνειες και γωνίες, ενώ το σπαθί του ακουμπούσε στο γοφό του σαν να ήταν μέλος του σώματός του. Ο Πέριν δεν ήξερε να πει ποιος από τους δύο άντρες ήταν ο πιο θανατηφόρος ― η διαφορά, κατά τη γνώμη του, ήταν αμελητέα.

Το βλέμμα του Πρόμαχου στράφηκε στον Ραντ. «Νόμιζα ότι μεγάλωσες αρκετά, ώστε να μπορείς να ξυρίζεσαι χωρίς κανείς να σε κρατά από το χεράκι».

Ο Ρούαρκ χαμογέλασε· το χαμόγελο ήταν σχεδόν αδιόρατο, όμως ήταν η πρώτη φορά που ο Πέριν τον έβλεπε να χαμογελά μπροστά στον Λαν. «Μικρός είναι ακόμα. Θα μάθει».

Ο Λαν κοίταξε τον Αελίτη και του ανταπέδωσε το χαμόγελο σχεδόν εξίσου αδιόρατα.

Η Μουαραίν έριξε μια φευγαλέα, αυστηρή ματιά στους δυο άντρες. Παρ' όλο που δεν προσπάθησε να ελιχθεί στα συντρίμμια πάνω στο χαλί, πατούσε τόσο ανάλαφρα, υψώνοντας τον ποδόγυρο από τα φουστάνια της, που δεν ακούστηκε ούτε ένα θραύσμα γυαλιού να τρίζει κάτω από τα πέδιλά της. Το βλέμμα της χτένισε το δωμάτιο· ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι κατέγραφε και τις μικρότερες λεπτομέρειες. Για μια στιγμή, τον κοίταξε εξεταστικά —αυτός δεν την αντιγύρισε το βλέμμα· τον ήξερε καλά και δεν ένιωθε άνετα κοντά ι ης― αλλά συνέχισε να κατευθύνεται προς τον Ραντ σαν σιωπηλή, μεταξωτή κατολίσθηση, παγωμένη και αναπότρεπτη.

Ο Πέριν κατέβασε το χέρι του και έκανε στην άκρη. Το πανί έμεινε πάνω στο πλευρό του Ραντ, κολλημένο στο αίμα που έπηζε. Από την κορφή ως τα νύχια του Ραντ, το αίμα ξεραινόταν αφήνοντας μαύρα ποταμάκια και λεκέδες. Τα γυάλινα θραύσματα στο δέρμα του αστραφτοβολούσαν στο φως από τις λάμπες. Η Μουαραίν άγγιξε το ματωμένο πανί με τα ακροδάχτυλά της και μετά τράβηξε το χέρι, σαν να είχε αλλάξει γνώμη και να μην ήθελε πια να κοιτάξει από κάτω. Ο Πέριν αναρωτήθηκε πώς η Άες Σεντάι κατάφερνε και κοιτούσε τον Ραντ χωρίς καν ένα μορφασμό, όμως το ατάραχο πρόσωπό της δεν άλλαζε έκφραση. Είχε μια αχνή ευωδιά από σαπούνι αρωματισμένο με τριαντάφυλλο.

«Τουλάχιστον ζεις». Η φωνή της ήταν μελωδική, όμως η μελωδία προς το παρόν ήταν παγερή και θυμωμένη. «Αυτό που συνέβη μπορεί να περιμένει. Προσπάθησε να αγγίξεις την Αληθινή Πηγή».

«Γιατί;» ρώτησε ο Ραντ με έναν επιφυλακτικό τόνο. «Δεν μπορώ να Θεραπεύσω τον εαυτό μου, δεν θα μπορούσα ακόμα κι αν ήξερα να Θεραπεύω. Κανείς δεν μπορεί. Τουλάχιστον αυτό το ξέρω».

Για μια μόνο στιγμή η Μουαραίν φάνηκε έτοιμη να ξεσπάσει, όσο παράξενο κι αν θα ήταν κάτι τέτοιο, όμως μετά ξαναβρέθηκε τυλιγμένη σε μια γαλήνη τόσο απόλυτη, που σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε να τη διαπεράσει. «Μόνο ένα μέρος της δύναμης για τη Θεραπεία προέρχεται από τη θεραπεύτρια. Η Δύναμη μπορεί να αναπληρώσει αυτήν που προέρχεται από τον ασθενή. Δίχως αυτή, θα περάσεις την αυριανή μέρα ξαπλωμένος ανάσκελα, ίσως και τη μεθαυριανή. Τώρα άντλησε τη Δύναμη, αν μπορείς, αλλά μην κάνεις τίποτα. Απλώς κράτησέ τη. Χρησιμοποίησε αυτό, αν χρειαστεί». Δεν χρειάστηκε να σκύψει πολύ για να αγγίξει το Καλαντόρ.

Ο Ραντ πήρε το σπαθί δίπλα από το χέρι της. «Απλώς να την κρατήσω είπες». Φαινόταν έτοιμος να γελάσει δυνατά. «Πολύ καλά».

Απ' όσο μπορούσε να δει ο Πέριν, δεν συνέβη τίποτα, όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο. Ο Ραντ καθόταν εκεί, σαν επιζήσας από μια χαμένη μάχη, κοιτάζοντας τη Μουαραίν. Εκείνη σχεδόν δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια, Δυο φορές έξυσε τις παλάμες της, ίσως ασυναίσθητα.

Κάποια στιγμή ο Ραντ αναστέναξε. «Ούτε το Κενό δεν μπορώ να φτάσω. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ». Ένα γοργό χαμόγελο έκανε το ξεραμένο αίμα στο πρόσωπό του να ανοίξει. «Δεν καταλαβαίνω γιατί». Ένα πυκνό, κόκκινο ρυάκι κατηφόρισε ελικοειδώς, περνώντας δίπλα από το αριστερό του μάτι.

«Τότε θα κάνω ό,τι έκανα πάντα», είπε η Μουαραίν και πήρε το κεφάλι του Ραντ στα χέρια της, αγνοώντας το αίμα που κύλησε στα δάχτυλά της.

Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος με ένα κοφτό μουγκρητό, σαν να του είχαν διώξει απότομα όλο τον αέρα από τα πνευμόνια, ενώ η ράχη του κύρτωσε τόσο πολύ, που το κεφάλι του παραλίγο να ξεφύγει από τη Μουαραίν. Το ένα χέρι του τινάχτηκε, με τα δάχτυλα ανοιγμένα και γυρισμένα τόσο πίσω, που έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν· το άλλο χέρι έπεσε στη λαβή του Καλαντόρ και οι μύες του τεντώθηκαν τόσο, που φάνηκαν να γεμίζουν κόμπους. Το σώμα του έτρεμε σαν απλωμένο πανί σε ανεμοθύελλα. Σκούρα κομματάκια ξεραμένου αίματος έπεσαν κάτω και τα γυαλάκια έτριξαν στο στήθος του και μετά στο πάτωμα, πεταμένα έξω από τις πληγές που έκλειναν και γιατρεύονταν.

Ο Πέριν ανατρίχιασε, σαν να μούγκριζε γύρω του αυτή η ανεμοθύελλα. Είχε ξαναδεί να Θεραπεύουν, έτσι και χειρότερα, μεγαλύτερες και πιο άσχημες πληγές, αλλά ποτέ δεν ένιωθε άνετα όταν έβλεπε τη χρήση της Δύναμης, ή όταν ήξερε ότι τη χρησιμοποιούσαν, έστω και για Θεραπεία. Στο μυαλό του είχαν χαραχτεί οι ιστορίες για τις Άες Σεντάι που έλεγαν οι σωματοφύλακες των εμπόρων και οι οδηγοί τους, πολλά χρόνια πριν γνωρίσει τη Μουαραίν. Η οσμή του Ρούαρκ έδειχνε ότι αισθανόταν ταραχή. Μόνο ο Λαν το δεχόταν ως φυσιολογικό. Ο Λαν και η Μουαραίν.

Σχεδόν με το που άρχισε, τελείωσε. Η Μουαραίν τράβηξε τα χέρια της και ο Ραντ παραπάτησε κι έπιασε το στύλο του κρεβατιού για να μείνει όρθιος. Δεν φαινόταν αν έσφιγγε με μεγαλύτερο πείσμα το Καλαντόρ ή το στύλο. Όταν η Μουαραίν προσπάθησε να του πάρει το σπαθί, για να το ξαναβάλει στο περίτεχνο στήριγμα στον τοίχο, αυτός της το τράβηξε σταθερά, ίσως και άγρια.

Το στόμα της σφίχτηκε για μια στιγμή, αλλά αρκέστηκε να τραβήξει το πανί από το πλευρό του και μ' αυτό σκούπισε τους γύρω λεκέδες. Η παλιά λαβωματιά ήταν πάλι μια φρέσκια ουλή. Οι άλλες πληγές είχαν απλώς χαθεί. Το αίμα που τον κάλυπτε, το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος είχε ξεραθεί, θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον άλλο.

Η Μουαραίν συνοφρυώθηκε. «Ακόμα δεν ανταποκρίνεται», μουρμούρισε σχεδόν μονολογώντας. «Δεν γιατρεύεται τελείως».

«Αυτή θα με σκοτώσει, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο Ραντ χαμηλόφωνα και ύστερα παρέθεσε: «“Το αίμα του στα βράχια του Σάγιολ Γκουλ να ξεπλένει τη Σκιά, θυσία για τη λύτρωση του ανθρώπου”».

«Διαβάζεις πολλά», του είπε εκείνη κοφτά, «και καταλαβαίνεις λίγα».

«Εσύ καταλαβαίνεις περισσότερα; Αν ναι, τότε πες μου».

«Απλώς προσπαθεί να βρει το δρόμο του», είπε ξαφνικά ο Λαν. «Σε κανέναν δεν αρέσει να τρέχει στα τυφλά, όταν ξέρει ότι κάπου μπροστά τον περιμένει γκρεμός».

Ο Πέριν παραλίγο να τιναχτεί από την έκπληξη. Ο Λαν σχεδόν ποτέ δεν διαφωνούσε με τη Μουαραίν, τουλάχιστον όχι μπροστά σε τρίτους. Περνούσε πολλές ώρες όμως μαζί με τον Ραντ και εξασκούνταν στο σπαθί.

Τα μαύρα μάτια της Μουαραίν άστραψαν, όμως δεν αντέδρασε. «Χρειάζεται ύπνο. Θα πεις να φέρουν νερό να πλυθεί και να ετοιμάσουν μια άλλη κρεβατοκάμαρα; Αυτή εδώ θέλει γερό καθάρισμα και καινούριο στρώμα», είπε μόνο. Ο Λαν ένευσε και έβγαλε για μια στιγμή το κεφάλι στον προθάλαμο, μιλώντας χαμηλόφωνα.

«Εδώ θα κοιμηθώ, Μουαραίν». Ο Ραντ άφησε το στύλο, σηκώθηκε με κόπο όρθιος, έχωσε τη μύτη του Καλαντόρ στο λερωμένο χαλί και ακούμπησε τα δύο του χέρια στη λαβή. Ίσως να στηριζόταν στο ξίφος, αλλά δεν το έδειχνε ιδιαίτερα. «Δεν θα με κυνηγήσουν άλλο πια. Ούτε θα με διώξουν από το κρεβάτι μου».

«Ταϊ'σάρ Μανέθερεν», μουρμούρισε ο Λαν.

Αυτή τη φορά ακόμα κι ο Ρούαρκ φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά η Μουαραίν δεν έδειξε αν είχε ακούσει τον Πρόμαχο να επαινεί τον Ραντ. Ατένιζε τον Ραντ με πρόσωπο ατάραχο, αλλά με βλέμμα φουρτουνιασμένο. Ο Ραντ είχε ένα απορημένο χαμόγελο, σαν να αναρωτιόταν τι θα δοκίμαζε στη συνέχεια η Μουαραίν.

Ο Πέριν πλησίασε τις πόρτες. Αν ο Ραντ και η Άες Σεντάι διασταύρωναν τη βούλησή τους, θα προτιμούσε να βρίσκεται αλλού. Ο Λαν δεν έδειχνε να νοιάζεται· ήταν δύσκολο να τον καταλάβει κανείς με τη στάση που είχε ― με κάποιον τρόπο έμοιαζε την ίδια στιγμή να έχει τη ράχη ίσια, αλλά και το κορμί χαλαρό. Μπορεί να βαριόταν και να ήθελε να κοιμηθεί επιτόπου, ή ίσως να ήταν έτοιμος να ξιφουλκήσει· ο τρόπος του δεν έδειχνε τίποτα από τα δύο, ή ίσως και τα δύο. Ο Ρούαρκ είχε περίπου την ίδια στάση, αλλά κοίταζε και τις πόρτες.

«Ούτε βήμα από κει!» Η Μουαραίν δεν τράβηξε το βλέμμα από τον Ραντ και το απλωμένο δάχτυλό της έδειχνε κάπου ανάμεσα στον Πέριν και τον Ρούαρκ, όμως τα πόδια του Πέριν ακινητοποιήθηκαν ούτως ή άλλως. Ο Ρούαρκ σήκωσε τους ώμους και σταύρωσε τα χέρια.

«Πεισματάρη», μουρμούρισε η Μουαραίν. Αυτή τη φορά, η λέξη απευθυνόταν στον Ραντ. «Πολύ καλά. Αν σκοπεύεις να σταθείς εκεί ώσπου να σωριαστείς χάμω, ελπίζω τουλάχιστον, πριν πέσεις με τα μούτρα, να προλάβεις να μου πεις τι έγινε εδώ. Δεν μπορώ να σε διδάξω, αλλά αν μου πεις, ίσως καταλάβω τι έκανες λάθος. Μικρή η πιθανότητα, αλλά ίσως καταλάβω». Η φωνή της σκλήρυνε. «Πρέπει να μάθεις να την ελέγχεις και δεν εννοώ μόνο για τέτοια πράγματα. Αν δεν μάθεις να ελέγχεις τη Δύναμη, θα σε σκοτώσει. Το ξέρεις. Σου το έχω πει πολλές φορές. Πρέπει να διδάξεις τον καυτό σου. Πρέπει να το βρεις μέσα σου».

«Δεν έκανα τίποτα, εκτός από το να επιζήσω», είπε με ξερή φωνή. Εκείνη άνοιξε το στόμα, αυτός όμως συνέχισε. «Λες να διαβίβασα και να μην το κατάλαβα; Δεν το έκανα στον ύπνο μου. Αυτό συνέβη όταν ήμουν ξύπνιος». Τρεμούλιασε και στηρίχτηκε στο σπαθί.

«Ακόμα κι εσύ δεν θα μπορούσες να διαβιβάσεις στον ύπνο σου παρά μόνο Πνεύμα», είπε ψύχραιμα η Μουαραίν, «κι αυτά δεν έγιναν με Πνεύμα. Ήμουν έτοιμη να ρωτήσω τι έγινε».

Ο Πέριν ένιωσε τις τρίχες του να σηκώνονται, όταν ο Ραντ άρχισε να λέει την ιστορία του. Όχι ότι ο πέλεκυς ήταν κάτι ευχάριστο, αλλά τουλάχιστον ήταν κάτι στερεό, κάτι πραγματικό. Η ίδια σου η αντανάκλαση, όμως, να πηδήξει πάνω σου από τους καθρέφτες... Ασυναίσθητα σάλεψε τα πόδια του, προσπαθώντας να μην πατά πάνω σε σπασμένα γυαλιά.

Λίγο μετά την αρχή της αφήγησης του, ο Ραντ έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω του, στο σεντούκι, σαν να μην ήθελε να το παρατηρήσουν. Αμέσως μετά, τα θραύσματα του επάργυρου γυαλιού, που ήταν σκορπισμένα πάνω στο καπάκι του, κουνήθηκαν και έπεσαν στο χαλί, σαν να τα είχε μαζέψει μια αόρατη σκούπα. Ο Ραντ αντάλλαξε μια ματιά με τη Μουαραίν κι ύστερα κάθισε αργά και συνέχισε να διηγείται την ιστορία του. Ο Πέριν δεν ήξερε να πει ποιος από τους δύο είχε καθαρίσει το σεντούκι. Στην ιστορία του Ραντ η Μπερελαίν δεν μνημονεύθηκε.

«Πρέπει να ήταν κάποιος Αποδιωγμένος», κατέληξε ο Ραντ. «Ίσως ο Σαμαήλ. Είπες ότι είναι στο Ίλιαν. Εκτός αν είναι κανείς τους εδώ, στο Δάκρυ. Μπορεί ο Σαμαήλ να φτάσει στην Πέτρα από το Ίλιαν;»

«Ούτε ακόμα κι αν είχε στο χέρι το Καλαντόρ», του είπε η Μουαραίν. «Υπάρχουν όρια. Ο Σαμαήλ είναι απλώς άνθρωπος, όχι ο Σκοτεινός».

Απλώς άνθρωπος; Δεν είναι καλή η περιγραφή, σκέφτηκε ο Πέριν: ένας άντρας που μπορούσε να διαβιβάζει, ο οποίος όμως με κάποιον τρόπο δεν είχε τρελαθεί· τουλάχιστον όχι ακόμα, δεν το ήξερε κανείς στα σίγουρα. Κάποιος που ήταν εξίσου ισχυρός με τον Ραντ ― αλλά εκεί που ο Ραντ προσπαθούσε να μάθει, ο Σαμαήλ ήδη γνώριζε όλα τα κόλπα που του πρόσφεραν οι ικανότητές του. Κάποιος που ήδη είχε περάσει τρεις χιλιάδες χρόνια παγιδευμένος στη φυλακή του Σκοτεινού, κάποιος που είχε περάσει στη Σκιά από δική του επιλογή. Όχι. Η φράση «απλώς άνθρωπος» δεν μπορούσε να περιγράψει τον Σαμαήλ, ούτε και κάποιον από τους Αποδιωγμένους.

«Τότε κάποιος απ' αυτούς βρίσκεται εδώ. Στην πόλη». Ο Ραντ χαμήλωσε το κεφάλι στους καρπούς του, αλλά αμέσως μετά ίσιωσε το σώμα του και αγριοκοίταξε τους υπόλοιπους στο δωμάτιο. «Δεν θα επιτρέψω να με κυνηγήσουν άλλο πια. Εγώ θα γίνω το κυνηγόσκυλο. Θα τον βρω —όποιος ή όποια κι αν είναι― και θα —»

«Δεν είναι Αποδιωγμένος», τον έκοψε η Μουαραίν. «Έτσι νομίζω. Αυτό που έγινε παραήταν απλό. Και περίπλοκο».

Ο Ραντ μίλησε ήρεμα. «Μη μιλάς με γρίφους, Μουαραίν. Αν δεν είναι ένας Αποδιωγμένος, τότε ποιος είναι; Ή τι;»

Το πρόσωπο της Μουαραίν ήταν ανέκφραστο και σκληρό σαν αμόνι, όμως η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε καθώς ζύγιζε τα λόγια της. Δεν μπορούσε να διακρίνει κανείς αν ήταν αβέβαιη για την απάντηση, ή αν σκεφτόταν πόσα έπρεπε να αποκαλύψει.

«Καθώς εξασθενούν οι σφραγίδες που συγκρατούν τη φυλακή του Σκοτεινού», είπε έπειτα από λίγο, «ίσως αναπόφευκτα ένα... μίασμα... να δραπέτευσε, ενόσω ακόμα αυτός είναι φυλακισμένος. Σαν φυσαλίδες, που ανεβαίνουν στην επιφάνεια από κάτι που σαπίζει στον πυθμένα μιας λιμνούλας. Αλλά αυτές οι φυσαλίδες θα πλέουν στο Σχήμα μέχρι να προσκολληθούν σε ένα νήμα και να σπάσουν».

«Φως μου!» Η φράση ξέφυγε από το στόμα του Πέριν πριν προλάβει να τη σταματήσει. Το βλέμμα της Μουαραίν καρφώθηκε πάνω του. «Εννοείς ότι αυτό που συνέβη... στον Ραντ, θα αρχίσει να συμβαίνει στους πάντες;»

«Όχι στους πάντες. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Στην αρχή, νομίζω ότι θα υπάρχουν μόνο μερικές φυσαλίδες που θα γλιστρούν από τις χαραμάδες, μέσα από τις οποίες μπορεί να ασκήσει επιρροή ο Σκοτεινός. Αργότερα ποιος ξέρει; Και όπως οι τα'βίρεν κάμπτουν τα άλλα νήματα του Σχεδίου γύρω τους, έτσι νομίζω πως θα κάνουν και με αυτές τις φυσαλίδες: θα τείνουν να τις προσελκύουν πιο έντονα απ' όσο άλλοι». Τα μάτια της έλεγαν ότι ήξερε πως ο Ραντ δεν ήταν ο μόνος που είχε δει ένα ζωντανό εφιάλτη. Ένα φευγαλέο χαμόγελο, που χάθηκε σχεδόν πριν το δει ο Πέριν, του είπε ότι μπορούσε να διατηρήσει τη σιωπή του, αν ήθελε να το κρατήσει μυστικό από τους άλλους. Όμως η Μουαραίν το ήξερε. «Αλλά στους μήνες που θα έρθουν —στα χρόνια, αν είμαστε τυχεροί και ζήσουμε τόσο― φοβάμαι ότι πολλοί θα δουν πράγματα που θα κάνουν τις τρίχες της κεφαλής τους να ασπρίσουν, αν επιζήσουν».

«Ο Ματ», είπε ο Ραντ. «Ξέρεις αν...; Είναι...;»

«Σύντομα θα ξέρω», αποκρίθηκε γαλήνια η Μουαραίν. «Αυτό που έγινε δεν αλλάζει, αλλά μπορούμε να ελπίζουμε». Παρά τον τόνο της, όμως, η οσμή της έδειχνε ανησυχία, ώσπου μίλησε ο Ρούαρκ.

«Είναι καλά. Ή, τουλάχιστον, ήταν καλά. Τον είδα καθώς ερχόμουν».

«Πού πήγαινε;» ρώτησε η Μουαραίν με ένταση στη φωνή της.

«Έμοιαζε να κατευθύνεται προς τα διαμερίσματα των υπηρετών», της είπε ο Αελίτης. Ήξερε ότι οι τρεις ήταν τα’βίρεν, αν και γνώριζε λιγότερα απ' όσα νόμιζε, και ήξερε τον Ματ αρκετά ώστε να προσθέσει: «Όχι στους στάβλους, Άες Σεντάι. Ανάποδα πήγαινε, κατά το ποτάμι. Και δεν υπάρχουν βάρκες στις αποβάθρες της Πέτρας». Η φωνή του δεν σκάλωσε στις λέξεις «βάρκες» και «αποβάθρες», όπως έκαναν οι περισσότεροι Αελίτες, παρ' όλο που στην Ερημιά τέτοια πράγματα υπήρχαν μονάχα στα παραμύθια.

Αυτή ένευσε σαν να μην περίμενε τίποτα διαφορετικό. Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι· η Μουαραίν ήταν τόσο συνηθισμένη να κρύβει τις πραγματικές σκέψεις της, που αυτό έμοιαζε να έχει γίνει δεύτερη φύση της.

Ξαφνικά μια πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκαν η Μπάιν με την Τσιάντ, χωρίς τα δόρατά τους. Η Μπάιν κρατούσε μια μεγάλη, λευκή λεκάνη και μια χοντρή κανάτα, που έβγαζε ατμούς από την κορυφή. Η Τσιάντ είχε διπλωμένες πετσέτες παραμάσχαλα.

«Γιατί τα φέρνετε εσείς αυτά;» απαίτησε να μάθει η Μουαραίν.

Η Τσιάντ σήκωσε τους ώμους. «Η άλλη δεν ερχόταν».

Ο Ραντ γέλασε ξερά. «Ακόμα και οι υπηρέτριες ξέρουν και με αποφεύγουν. Αφήστε τα όπου θέλετε».

«Τελειώνει ο χρόνος σου, Ραντ», είπε η Μουαραίν. «Οι Δακρινοί άρχισαν να σε συνηθίζουν κατά κάποιον τρόπο και κανένας δεν φοβάται το γνώριμο, αλλά το ξένο. Πόσες βδομάδες ή μέρες θα περάσουν μέχρι να προσπαθήσει κάποιος να σε καρφώσει με κάποιο βέλος, ή να σου δηλητηριάσει το φαγητό; Πόσο μέχρι να χτυπήσει κάποιος Αποδιωγμένος, ή να έρθει άλλη μια φυσαλίδα από το Σχήμα;»

«Μη με σπρώχνεις, Μουαραίν». Ήταν καταλερωμένος, μισόγυμνος, σχεδόν ακουμπούσε στο Καλαντόρ για να μπορεί να κάθεται με το κορμί ίσιο, αλλά κατάφερε να προσδώσει μια ήρεμη προσταγή σ' αυτά τα λόγια. «Δεν θα τρέξω ούτε και για σένα».

«Μην αργήσεις να διαλέξεις το δρόμο σου», είπε αυτή. «Κι αυτή τη φορά πληροφόρησέ με για το τι σκοπεύεις να κάνεις. Οι γνώσεις μου δεν μπορούν να σε βοηθήσουν, αν αρνείσαι να δεχτείς τη βοήθειά μου».

«Τη βοήθειά σου;» είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Θα δεχτώ τη βοήθειά σου. Αλλά εγώ θα το αποφασίσω, όχι εσύ». Κοίταξε τον Πέριν σαν να προσπαθούσε να του πει κάτι δίχως λόγια, κάτι που δεν ήθελε να το ακούσουν οι άλλοι. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα τι ήταν. Έπειτα από λίγο ο Ραντ αναστέναξε· το κεφάλι του έγειρε. «Θέλω να κοιμηθώ. Όλοι σας, φύγετε. Σας παρακαλώ. Θα μιλήσουμε αύριο». Ξανακοίταξε τον Πέριν και ανοιγόκλεισε τα μάτια, τονίζοντάς του τις λέξεις.

Η Μουαραίν πλησίασε την Μπάιν και την Τσιάντ, και οι δύο Αελίτισσες έγειραν κοντά της για να ακούσουν μόνο αυτές τι είχε να πει. Ο Πέριν άκουσε μονάχα ένα βουητό και αναρωτήθηκε αν χρησιμοποιούσε τη Δύναμη για να τον εμποδίσει να κρυφακούσει. Η Μουαραίν ήξερε ότι είχε οξύτατη ακοή. Βεβαιώθηκε γι' αυτό όταν η Μπάιν αποκρίθηκε ψιθυριστά και ο Πέριν πάλι δεν άκουσε τίποτα. Όμως η Άες Σεντάι δεν είχε κάνει τίποτα για την όσφρησή του. Οι Αελίτισσες κοίταζαν τον Ραντ καθώς άκουγαν την Άες Σεντάι και η μυρωδιά τους έδειχνε επιφυλακτικότητα. Όχι φόβο, αλλά σαν ο Ραντ να ήταν ένα μεγάλο ζώο που μπορούσε να γίνει επικίνδυνο αν στραβοπατούσαν.

Η Άες Σεντάι ξαναγύρισε στον Ραντ. «Αύριο θα μιλήσουμε. Δεν μπορείς να κάθεσαι σαν πέρδικα που περιμένει το δίχτυ του κυνηγού». Πριν ο Ραντ προλάβει να απαντήσει, η Μουαραίν είχε ξεκινήσει προς την πόρτα. Ο Λαν κοίταξε τον Ραντ σαν να ετοιμαζόταν να του πει κάτι, όμως την ακολούθησε αμίλητος.

«Ραντ;» είπε ο Πέριν.

«Κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε». Ο Ραντ δεν ύψωσε το βλέμμα από τη λαμπερή λαβή ανάμεσα στα χέρια του. «Όλοι κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε». Η μυρωδιά του έδειχνε φόβο.

Ο Πέριν ένευσε και ακολούθησε τον Ρούαρκ, που έβγαινε από το δωμάτιο. Η Μουαραίν και ο Λαν δεν φαίνονταν πουθενά. Ο Δακρινός αξιωματικός κοίταζε την πόρτα από δέκα απλωσιές παραπέρα, προσπαθώντας να προσποιηθεί ότι η απόσταση αυτή ήταν δική του επιλογή και δεν είχε να κάνει με τις τέσσερις γυναίκες που τον παρακολουθούσαν. Ο Πέριν τότε αντιλήφθηκε ότι οι άλλες δύο Κόρες ήταν ακόμα στο υπνοδωμάτιο. Άκουσε φωνές από κει.

«Φύγετε», είπε ο Ραντ κουρασμένα. «Αφήστε τα κάπου και φύγετε».

«Αν μπορέσεις να σηκωθείς όρθιος», είπε κεφάτα η Τσιάντ, «τότε θα φύγουμε. Σήκω όρθιος, αυτό μας φτάνει».

Ακούστηκε ο παφλασμός του νερού που χυνόταν στη λεκάνη. «Δεν είναι η πρώτη φορά που θα περιποιηθούμε τραυματισμένο», είπε η Μπάιν με έναν παρηγορητικό τόνο. «Επίσης, μπανιάριζα τους αδελφούς μου, όταν ήταν μικρά παιδιά».

Ο Ρούαρκ έκλεισε την πόρτα, εμποδίζοντας τους άλλους να δουν τη συνέχεια.

«Δεν του φέρεστε σαν τους Δακρινούς», είπε χαμηλόφωνα ο Πέριν. «Δεν υποκλίνεστε, δεν σκύβετε. Δεν νομίζω να άκουσα κάποιον από εσάς να τον αποκαλεί Άρχοντα Δράκοντα».

«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι προφητεία των υδρόβιων», είπε ο Ρούαρκ. «Εμείς λέμε για Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή».

«Νόμιζα ότι είναι ένα και το αυτό. Αλλιώς τι γυρεύετε στην Πέτρα; Που να καώ, Ρούαρκ, εσείς οι Αελίτες είστε ο Λαός του Δράκοντα, όπως ακριβώς λένε οι Προφητείες. Σχεδόν το παραδέχεστε, αν και δεν βγήκατε να το πείτε απερίφραστα».

Αυτό το τελευταίο ο Ρούαρκ το αγνόησε. «Στις Προφητείες του Δράκοντα που έχετε, η πτώση της Πέτρας και το πάρσιμο του Καλαντόρ διακηρύσσουν ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Η δική μας προφητεία λέει μόνο ότι η Πέτρα πρέπει να πέσει, πριν εμφανιστεί Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή για να μας οδηγήσει πίσω, σε ό,τι ήταν δικό μας. Μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος, όμως αμφιβάλω αν ακόμα και οι Σοφές θα ήξεραν να πουν με σιγουριά. Αν ο Ραντ είναι ο εκλεκτός, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που πρέπει να κάνει για να το αποδείξει».

«Σαν τι;» ζήτησε να μάθει ο Πέριν.

«Αν είναι ο ένας, θα ξέρει και θα τα κάνει. Αν όχι, τότε η έρευνά μας συνεχίζεται».

Κάτι δυσνόητο στη φωνή του Αελίτη έκανε τον Πέριν να τεντώσει τ' αφτιά του. «Κι αν δεν είναι αυτός που ψάχνετε; Τότε τι, Ρούαρκ;»

«Κοιμήσου καλά και ήσυχα, Πέριν». Οι μαλακές μπότες του Ρούαρκ δεν άφηναν κανέναν ήχο στο μαύρο μάρμαρο, καθώς έφευγε.

Ο Δακρινός αξιωματικός ακόμη κοίταζε πέρα από τις Κόρες, αναδίνοντας μια οσμή φόβου. Δεν μπορούσε να κρύψει το θυμό και το μίσος του, που ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Αν οι Αελίτες έκριναν ότι ο Ραντ δεν ήταν Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή... Ο Πέριν περιεργάστηκε το πρόσωπο του Δακρινού αξιωματικού και σκέφτηκε πώς θα ήταν αν έλειπαν οι Κόρες, αν η Πέτρα άδειαζε από τους Αελίτες, και ανατρίχιασε. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η Φάιλε θα έφευγε. Αυτό ήταν όλο. Έπρεπε να φύγει, δίχως αυτόν.

Загрузка...