Σιγάνεμα. Η λέξη φάνηκε να τρεμοπαίζει στον αέρα, σχεδόν ορατή. Όταν το έκαναν σε έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη» τον οποίο έπρεπε να σταματήσουν, πριν η τρέλα τον αναγκάσει να καταστρέψει τα πάντα γύρω του, λεγόταν ειρήνεμα, αλλά για τις Άες Σεντάι ήταν σιγάνεμα. Σιγανεμένες. Δεν θα μπορούσαν πια να διαβιβάσουν τη ροή της Μίας Δύναμης. Θα μπορούσαν να νιώθουν το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής, αλλά δεν θα είχαν πια την ικανότητα να το αγγίζουν. Θα θυμούνταν για πάντα τι είχαν χάσει. Τόσο σπάνια γινόταν αυτό, που όλες οι μαθητευόμενες ήταν υποχρεωμένες να μάθουν το όνομα καθεμιάς Άες Σεντάι που είχε σιγανευτεί μετά το Τσάκισμα του Κόσμου, και το έγκλημά της, μα δεν μπορούσαν να το φέρουν στο νου τους δίχως ανατριχίλα. Ούτε οι άνδρες άντεχαν το ειρήνεμα, ούτε οι γυναίκες το σιγάνεμα.
Η Μουαραίν ήξερε από την αρχή το ρίσκο, και ήξερε ότι ήταν αναγκαίο. Αυτό δεν σήμαινε ότι το συλλογιζόταν μ’ ευχαρίστηση. Τα μάτια της στένεψαν, και μόνο η λάμψη τους έδειχνε το θυμό και την ανησυχία της. «Η Ληάνε θα σε ακολουθούσε ως τις πλαγιές του Σάγιολ Γκουλ, Σιουάν, ως το Χάσμα του Χαμού. Δεν μπορεί να νομίζεις ότι θα σε πρόδιδε».
«Όχι. Αλλά, όμως, θα το θεωρούσε προδοσία; Είναι προδοσία να προδώσεις τον προδότη; Το σκέφτηκες ποτέ;»
«Ποτέ. Αυτό που κάνουμε, Σιουάν, είναι αυτό που πρέπει να γίνει. Το γνωρίζουμε και οι δύο, είκοσι χρόνια τώρα. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και γι’ αυτό μας διάλεξε το Σχήμα. Είμαστε μέρος των Προφητειών, και οι Προφητείες πρέπει να εκπληρωθούν. Πρέπει!»
«Οι Προφητείες πρέπει να εκπληρωθούν. Μας δίδαξαν ότι έτσι θα γίνει, και πρέπει να γίνει, αλλά η εκπλήρωσή τους θα προδώσει όλα τα άλλα που διδαχθήκαμε. Κάποιοι Θα έλεγαν ότι θα προδώσει όλα όσα πιστεύουμε». Τρίβοντας τα μπράτσα της, η Έδρα της Άμερλιν πλησίασε τη στενή βελοθυρίδα και κοίταξε τον κήπο πιο κάτω. Άγγιξε τις κουρτίνες. «Εδώ στους γυναικωνίτες κρεμούν κουρτίνες για να απαλύνουν την όψη του δωματίου, και φτιάχνουν πανέμορφους κήπους, αλλά δεν υπάρχει κανένα σημείο αυτού του μέρους που να μην είναι φτιαγμένο για μάχες, σκοτωμούς και θανάτους». Συνέχισε με τον ίδιο στοχαστικό τόνο. «Μόνο δύο φορές μετά το Τσάκισμα του Κόσμου αφαίρεσαν από την Έδρα της Άμερλιν το οράριο και το ραβδί της».
«Από την Τετσουάν, η οποία πρόδωσε τη Μανέθερεν, ζηλεύοντας τις δυνάμεις της Ελισάντε, και από την Μπόνχουιν, που για να κυριαρχήσει στον κόσμο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο σαν μαριονέτα, κι έτσι παραλίγο θα γκρέμιζε την Ταρ Βάλον».
Η Άμερλιν συνέχισε να ατενίζει τον κήπο. «Και ο; δύο Κόκκινες, και οι δύο αντικαταστάθηκαν από Άμερλιν του Γαλάζιου. Είναι ο λόγος που δεν εξελέγη Άμερλιν από το Κόκκινο μετά την Μπόνχουιν, και ο λόγος που το Κόκκινο Άτζα θα αρπάξει και την παραμικρή πρόφαση για να ρίξει μια Άμερλιν από το Γαλάζιο· να πώς ταιριάζουν όλα ωραία μεταξύ τους. Δεν θέλω να γίνω η τρίτη που θα χάσει οράριο και ραβδί, Μουαραίν. Για σένα, φυσικά, σημαίνει ότι θα σε σιγάνευαν και θα σε έδιωχναν εκτός των Λαμπερών Τειχών».
«Η Ελάιντα, κατ’ αρχάς, δεν θα με άφηνε να γλιτώσω τόσο εύκολα». Η Μουαραίν κοίταξε εξεταστικά την πλάτη της φίλης της. Φως μου, τι την έπιασε; Ποτέ άλλοτε δεν έκανε έτσι. Πού είναι το σθένος της, η φλόγα της; «Αλλά δεν θα έχουμε τέτοια κατάληξη, Σιουάν».
Η άλλη γυναίκα συνέχισε, σαν να μην είχε μιλήσει η Μουαραίν. «Για μένα, θα ήταν αλλιώς. Ακόμα και σαγηνεμένη, μια Άμερλιν που ανατράπηκε δεν θα της επιτρέψουν να τριγυρνά ανεξέλεγκτη· μπορεί άλλες να τη δουν σαν μάρτυρα, να γίνει πόλος έλξης της αντιπολίτευσης. Την Τετσουάν και την Μπόνχουιν τις κράτησαν στον Λευκό Πύργο για υπηρέτριες. Για λαντζιέρες, να μπορούν να τις δείχνουν σαν προειδοποίηση για το τι μπορούν να πάθουν και οι πιο ισχυροί. Τι πόλος θα γινόταν μια γυναίκα, που όλη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα και πλένει κατσαρολικά; Θα τη συμπονούσαν, μα δεν θα συσπειρώνονταν γύρω της».
Με μάτια γεμάτα φλόγες, η Μουαραίν στηρίχθηκε με τις γροθιές στο τραπέζι. «Κοίταξέ με, Σιουάν. Κοίταξέ με! Λες ότι θέλεις να τα εγκαταλείψεις, μετά από τόσα χρόνια, μετά απ’ όσα κάναμε; Να εγκαταλείψεις, και να παρατήσεις τον κόσμο; Μόνο επειδή φοβάσαι ότι θα σε δείρουν με τη βίτσα, αν δεν πλύνεις καλά τις κατσαρόλες;» Πότισε τα λόγια της μ’ όσο πιο πολύ χλευασμό μπορούσε, και ανακουφίστηκε, όταν η φίλη της στριφογύρισε για να την αντικρίσει. Το σθένος υπήρχε ακόμα, εξασθενημένο, αλλά υπήρχε ακόμα. Τα καταγάλανα μάτια έκαιγαν από θυμό, σαν τα δικά της.
«Θυμάμαι ποια από τις δυο μας τσίριζε δυνατότερα, όταν μας έδερναν τότε που ήμασταν μαθητευόμενες. Είχες ζήσει μαλθακή ζωή στην Καιρχίν, Μουαραίν. Δεν ήταν σαν να δουλεύεις σε ψαρόβαρκα». Η Σιουάν χτύπησε απότομα το τραπέζι, κι ο κρότος ακούστηκε δυνατός. «Όχι, δεν προτείνω να εγκαταλείψουμε, αλλά ούτε σκοπεύω να δω τα πάντα να χάνονται μέσα από τα χέρια μας χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα! Τα περισσότερα προβλήματα που έχω με την Αίθουσα πηγάζουν από σένα. Ακόμα και οι Πράσινες απορούν γιατί δεν σε κάλεσα στον Πύργο, να σου μάθω τι σημαίνει πειθαρχία. Οι μισές αδελφές που είναι μαζί μου πιστεύουν ότι πρέπει να σε παραδώσω στις Κόκκινες και, αν γίνει αυτό, θα ευχηθείς να ήσουν πάλι μαθητευόμενη και να σε περίμενε, στην χειρότερη περίπτωση, ένα χέρι ξύλο.» Φως μου! Αν θυμηθεί καμιά τους ότι ως μαθητευόμενες ήμασταν φίλες, τότε μαζί σου θα βρεθώ κι εγώ.
«Είχαμε ένα σχέδιο! Ένα σχέδιο, Μουαραίν! Θα έβρισκες τον μικρό και θα τον έφερνες στην Ταρ Βάλον, για να τον κρύψουμε σε ασφάλεια και να τον καθοδηγήσουμε. Από τότε που έφυγες από τον Πύργο, έλαβα μόνο δύο μηνύματά σου. Μόνο δύο! Νιώθω σαν να προσπαθώ να αρμενίσω στα Δάχτυλα του Δράκοντα μέσα στη σκοτεινιά. Ένα μήνυμα για να πεις ότι έμπαινες στους Δύο Ποταμούς, ότι πήγαινες στο χωριό, σ’ εκείνο το Πεδίο του Έμοντ. Σε λίγο, σκέφτηκα εγώ. Τον βρήκε και σε λίγο θα τον έχει στα χέρια της. Έπειτα το μήνυμα από το Κάεμλυν, για να πεις ότι ερχόσουν στο Σίναρ, στο Φαλ Ντάρα, όχι στην Ταρ Βάλον. Στο Φαλ Ντάρα, με τη Μάστιγα τόσο κοντά που την αγγίζεις. Στο Φαλ Ντάρα, όπου οι Τρόλοκ κάνουν επιδρομές και οι Μυρντράαλ φτάνουν σχεδόν ως τα τείχη του. Κοντά είκοσι χρόνια καταστρώνουμε και ερευνούμε, και εσύ πετάς τα σχέδιά μας σχεδόν κατάμουτρα στον Σκοτεινό. Σου έστριψε;»
Τώρα που είχε ξαναφέρει ζωή στην άλλη γυναίκα, η Μουαραίν ξανάδειχνε εξωτερικά γαλήνια. Γαλήνια, αλλά και ανυποχώρητη. «Το Σχήμα δεν λογαριάζει τα σχέδια των ανθρώπων, Σιουάν. Μ’ όλα τα τεχνάσματά μας, ξεχάσαμε τι αντιμετωπίζουμε. Τα’βίρεν. Η Ελάιντα κάνει λάθος. Ο Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ ποτέ δεν ήταν τόσο δυνατός τα’βίρεν. Ο Τροχός θα υφάνει το Σχήμα γύρω από αυτόν τον νεαρό, όπως ο Τροχός το θέλει, ό,τι σχέδια κι αν κάνουμε εμείς».
Ο θυμός χάθηκε από το πρόσωπο της Άμερλιν και τη θέση του πήρε μια χλομάδα, σαν από δυνατό ξάφνιασμα. «Φαίνεται σαν να λες εσύ τώρα ότι μάταια πασχίζουμε. Προτείνεις να σταυρώσουμε τα χέρια και να βλέπουμε τον κόσμο να καίγεται;»
«Όχι, Σιουάν. Ποτέ δεν θα σταυρώσουμε τα χέρια». Αλλά ο κόσμος θα καεί, Σιουάν, είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, ό,τι κι αν κάνουμε. Αυτό δεν Θα το πίστευες ποτέ. «Όμως τώρα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα σχέδιά μας είναι παρακινδυνευμένα. Δεν κρατάμε τα ηνία με σταθερό χέρι, όπως νομίζαμε. Ίσως μόνο μ’ ένα δάχτυλο. Οι άνεμοι της μοίρας φυσούν, Σιουάν, και πρέπει να τους ακολουθήσουμε εκεί που θα μας πάνε».
Η Άμερλιν ρίγησε, σαν να ένιωθε αυτούς τους ανέμους στο σβέρκο της. Τα χέρια της πλησίασαν τον πεπλατυσμένο κύβο από χρυσάφι, και τα κοντόχοντρα, επιδέξια δάχτυλά της βρήκαν συγκεκριμένα σημεία στα περίπλοκα σχέδια. Προσεκτικά ισορροπημένο, το σκέπασμα υψώθηκε και αποκάλυψε ένα κουλουριασμένο χρυσό κέρας, φωλιασμένο σε μια εσοχή, προορισμένη να το συγκρατεί. Σήκωσε το όργανο και το δάχτυλό της ακολούθησε τη ρέουσα αργυρή γραφή στην Παλιά Γλώσσα, η οποία ήταν σκαλισμένη ολόγυρα στο πλατύ στόμιο.
«‘Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου’», μετέφρασε, με φωνή τόσο χαμηλή, που έμοιαζε να μονολογεί. «Το Κέρας του Βαλίρ, φτιαγμένο για να καλεί νεκρούς ήρωες από τον τάφο. Και η προφητεία είπε ότι θα βρισκόταν ακριβώς πριν την Τελευταία Μάχη». Ξανάχωσε απότομα το κέρας στην εσοχή του και έκλεισε το σκέπασμα, σαν να μην άντεχε πια την όψη του. «Ο Άγκελμαρ μου το πέταξε στα χέρια μόλις τελείωσε το Καλωσόρισμα. Είπε ότι φοβόταν να μπει ακόμα και στο ίδιο του το Θησαυροφυλάκιο μ’ αυτό να είναι εκεί. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, είπε. Ο πειρασμός να ηχήσει το Κέρας ο ίδιος και να οδηγήσει βόρεια το στρατό που θα απαντούσε στο κάλεσμα, να περάσουν τη Μάστιγα και να ισοπεδώσουν το Σάγιολ Γκουλ, και να εξοντώσουν τον Σκοτεινό. Ένιωθε την έκσταση της δόξας να τον καίει, είπε, και αυτό του υπέδειξε ότι δεν ήταν γι’ αυτόν, ότι δεν έπρεπε να το κάνει ο ίδιος. Ανυπομονούσε να το ξεφορτωθεί, αλλά ακόμα το ήθελε».
Η Μουαραίν ένευσε. Ο Άγκελμαρ γνώριζε την Προφητεία του Κέρατος, όπως και οι πιο πολλοί από αυτούς που πολεμούσαν τον Σκοτεινό. «‘Αυτός που θα με ηχήσει να μην σκέφτεται τη δόξα, αλλά μόνο τη λύτρωση’».
«Λύτρωση». Η Άμερλιν γέλασε πικρά. «Όπως είδα το βλέμμα του Άγκελμαρ, δεν ήξερε αν έχανε τη λύτρωση, ή αν απέρριπτε την καταδίκη της ψυχής του. Ήξερε μόνο ότι έπρεπε να το παρατήσει, πριν τον κάψει. Προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό, αλλά λέει ότι στο οχυρό άρχισαν ήδη να κυκλοφορούν φήμες. Εγώ δεν νιώθω τον πειρασμό, αλλά κι έτσι το Κέρας μου φέρνει ανατριχίλα. Θα πρέπει να το ξαναβάλει στο θησαυροφυλάκιό του, μέχρι να φύγω. Δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ κοντά στο Κέρας, ακόμα κι αν ήταν στο διπλανό δωμάτιο». Έτριψε τις ρυτίδες, τις οποίες η ανησυχία είχε χαράξει στο μέτωπό της, και αναστέναξε. «Και δεν ήταν να βρεθεί, παρά μόνο λίγο πριν την Τελευταία Μάχη. Μπορεί να είναι τόσο κοντινή. Σκεφτόμουν, ήλπιζα, ότι θα είχαμε περισσότερο χρόνο».
«Ο Κύκλος της Κάρεδον».
«Ναι, Μουαραίν. Δεν είναι ανάγκη να μου το θυμίσεις. Ζω με τις Προφητείες του Δράκοντα τόσο καιρό όσο κι εσύ». Η Άμερλιν κούνησε το κεφάλι. «Πάντα υπήρχε ένας μόνο ψεύτικος Δράκοντας σε κάθε γενιά μετά το Τσάκισμα, και τώρα τρεις ταυτοχρόνως λυμαίνονται τον κόσμο, κι άλλοι τρεις τα τελευταία δύο χρόνια. Το Σχήμα απαιτεί έναν Δράκοντα, επειδή το Σχήμα υφαίνει για την Τάρμον Γκάι’ντον. Μερικές φορές με πλημμυρίζουν αμφιβολίες, Μουαραίν». Μίλησε συλλογισμένα, σαν να στοχαζόταν, και συνέχισε με τον ίδιο τόνο. «Αν ο Λογκαίν είναι εκείνος; Μπορούσε να διαβιβάσει, πριν τον φέρουν οι Κόκκινες στο Λευκό Πύργο, όπου τον ειρηνέψαμε. Το ίδιο και ο Μάζριμ Τάιμ, στη Σαλδαία. Κι αν είναι αυτός; Ήδη υπάρχουν αδελφές στη Σαλδαία μπορεί τώρα να τον έχουν πιάσει. Αν εξ αρχής κάναμε λάθος; Τι θα γίνει, αν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας ειρηνευτεί πριν αρχίσει καν η Τελευταία Μάχη; Ακόμα και οι προφητείες μπορεί να αποτύχουν, αν αυτός τον οποίο προφητεύουν σκοτωθεί ή ειρηνευτεί. Και μετά θα αντιμετωπίσουμε τον Σκοτεινό γυμνοί στην καταιγίδα».
«Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν είναι εκείνος, Σιουάν. Το Σχήμα δεν απαιτεί κάποιον Δράκοντα, αλλά τον ένα και αληθινό Δράκοντα. Μέχρι να φανερωθεί, το Σχήμα θα συνεχίσει να βγάζει ψεύτικους Δράκοντες, αλλά μετά δεν θα υπάρξουν άλλοι. Αν ήταν ο Λογκαίν, ή ο Μάζριμ, δεν θα υπήρχαν άλλοι».
«‘Γιατί θα έρθει σαν το χάραμα της αυγής, και δα συντρίψει πάλι τον κόσμο με τον ερχομό του, και θα τον κάνει πάλι νέο’. Είτε πάμε γυμνοί στην καταιγίδα, ή καταφεύγουμε σε μια προστασία που θα μας έρθει σαν συμφορά. Το Φως να μας φυλάει». Η Άμερλιν τινάχτηκε, παν να ήθελε να διώξει μακριά τα ίδια της τα λόγια. Το πρόσωπό της είχε πάρει μια σκληρή έκφραση, σαν να ετοιμαζόταν να δεχθεί χτύπημα. «Ποτέ δεν μπορούσες να κρύψεις από μένα τι σκέφτεσαι, όπως κάνεις με τις άλλες, Μουαραίν. Έχεις κι άλλα να μου πεις, και δεν είναι καλά νέα».
Η Μουαραίν για απάντηση πήρε το δερμάτινο σακίδιο από τη ζώνη της και το αναποδογύρισε, χύνοντας τα περιεχόμενά του στο τραπέζι. Έμοιαζε να είναι ένας σωρός από σπασμένα κομμάτια κεραμικού, με αστραφτερά μαύρα και άσπρα χρώματα.
Η Έδρα της Άμερλιν άγγιξε ένα με περιέργεια, και της κόπηκε η ανάσα. «Κουεντιγιάρ».
«Καρδιόπετρα», συμφώνησε η Μουαραίν. Ο τρόπος της κατασκευής του κουεντιγίαρ είχε χαθεί με το Τσάκισμα του Κόσμου, αλλά ό,τι φτιάχτηκε από καρδιόπετρα διασώθηκε από τον κατακλυσμό. Είχαν αντέξει ακόμα και τα αντικείμενα που είτε τα είχε καταπιεί η γη, είτε είχαν βουλιάξει στη θάλασσα· πρέπει να είχαν αντέξει. Καμία γνωστή δύναμη δεν μπορούσε να σπάσει το κουεντιγιάρ από τη στιγμή που θα κατασκευαζόταν· ακόμα κι αν έστρεφε κανείς τη Μία Δύναμη εναντίον της καρδιόπετρας, απλώς θα την έκανε δυνατότερη. Μόνο που αυτήν εδώ κάποια δύναμη την είχε σπάσει.
Η Άμερλιν ένωσε βιαστικά τα Θραύσματα. Αυτό που σχηματίστηκε ήταν ένας δίσκος, μεγάλος σαν ανθρώπινο χέρι, ο μισός πιο μαύρος από κατράμι, και ο άλλος μισός πιο άσπρος κι από χιόνι, με τα χρώματα να ενώνονται σε μια φιδίσια γραμμή, που τα χρόνια δεν την είχαν ξεθωριάσει. Το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν τσακιστεί ο κόσμος, τότε που άνδρες και γυναίκες χειρίζονταν τη Δύναμη μαζί. Τώρα το μισό ονομαζόταν Φλόγα της Ταρ Βάλον· το άλλο μισό το ζωγράφιζαν σε πόρτες για να κατηγορήσουν κάποιους ότι ήταν με το μέρος του κακού. Μόνο επτά τέτοιοι δίσκοι είχαν κατασκευαστεί· ό,τι αντικείμενο είχε φτιαχτεί ποτέ από καρδιόπετρα ήταν καταγραμμένο στο Λευκό Πύργο, και πιο καλά θυμούνταν αυτά τα επτά. Η Σιουάν Σάντσε το κοίταξε όπως θα έβλεπε μια όχεντρα στο μαξιλάρι της.
«Μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού», είπε τελικά, απρόθυμα. Γι’ αυτές ακριβώς τις επτά σφραγίδες υποτίθεται πως η Έδρα της Άμερλιν ήταν Φύλακας. Το μυστικό που έκρυβαν από τον κόσμο, αν κάποιου του περνούσε ποτέ από το νου, ήταν ότι, μετά τους Πολέμους των Τρόλοκ, ποτέ καμία Έδρα της Άμερλιν δεν ήξερε πού βρίσκονταν οι σφραγίδες.
«Ξέρουμε ότι ο Σκοτεινός σαλεύει, Σιουάν. Ξέρουμε ότι η φυλακή του δεν μπορεί να μείνει σφραγισμένη για πάντα. Τα έργα των ανθρώπων δεν είναι σαν τα έργα του Δημιουργού. Ξέραμε ότι ξανάγγιξε τον κόσμο, αν και, δόξα στο Φως, μόνο έμμεσα. Οι Σκοτεινόφιλοι πληθαίνουν, κι αυτό που αποκαλούσαμε κακό πριν δέκα χρόνια, τώρα είναι σχεδόν καπρίτσιο, αν το συγκρίνουμε μ’ όσα γίνονται τώρα καθημερινά».
«Αν οι σφραγίδες άρχισαν ήδη να σπάνε... Ίσως να μην έχουμε καθόλου χρόνο».
«Λιγοστό. Αλλά αυτός ο λίγος ίσως να αρκεί. Πρέπει».
Η Άμερλιν άγγιξε τη θρυμματισμένη σφραγίδα και η φωνή της σφίχτηκε, σαν να βίαζε τον εαυτό της να μιλήσει. «Ξέρεις, το είδα αυτό το αγόρι, στην αυλή, πάνω στο Καλωσόρισμα. Είναι ένα από τα Ταλέντα μου, το να βλέπω τους τα’βίρεν. Σπάνιο Ταλέντο αυτόν τον καιρό, σπανιότερο ακόμα και από τα’βίρεν, και βέβαια σχεδόν άχρηστο. Είναι ένας ψηλός νεαρός, ένας αρκετά ωραίος άνδρας. Δεν φαίνεται πολύ διαφορετικός από έναν τυχαίο νεαρό, που θα ’βλεπες σε κάθε χωριό». Κοντοστάθηκε για να πάρει ανάσα. «Μουαραίν, έλαμπε σαν τον ήλιο. Ελάχιστες φορές φοβήθηκα στη ζωή μου, αλλά η όψη του με τρόμαζε ως βαθιά στα σπλάχνα. Ήθελα να κουλουριαστώ, να ουρλιάξω. Δυσκολευόμουν να βγάλω μιλιά. Ο Άγκελμαρ νόμισε πως ήμουν θυμωμένη μαζί του, επειδή είπα δυο λόγια μόνο. Αυτός ο νεαρός... είναι εκείνος που αναζητούσαμε τόσα χρόνια».
Η φωνή της είχε μια χροιά ερωτηματική. Η Μουαραίν της απάντησε. «Εκείνος είναι».
«Είσαι βέβαιη; Μπορεί...; Μπορεί... να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη;»
Το στόμα της ζορίστηκε για να προφέρει αυτές τις λέξεις, και η Μουαραίν ένιωσε και η ίδια την ένταση, ένα στρέβλωμα μέσα της, μια παγωνιά, που άρπαζε την καρδιά της. Όμως συνέχισε να έχει την ίδια ήρεμη έκφραση. «Μπορεί». Ένας άνδρας, ο οποίος χειριζόταν τη Μία Δύναμη. Ήταν κάτι που καμιά Άες Σεντάι δεν μπορούσε να σκεφτεί δίχως να νιώσει φόβο. Ήταν κάτι που φοβόταν ολόκληρος ο κόσμος. Κι εγώ θα το εξαπολύσω στον κόσμο. «Ο Ραντ αλ’Θορ θα σταθεί μπροστά στον κόσμο ως ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας».
Η Άμερλιν ανατρίχιασε σύγκορμη. «Ραντ αλ’Θορ. Δεν μοιάζει με όνομα που θα εμπνεύσει φόβο και θα πυρπολήσει τον κόσμο». Ανατρίχιασε ξανά και έτριψε τα μπράτσα της με απότομες κινήσεις, αλλά ξαφνικά το βλέμμα της έλαμψε, σαν να είχε πάρει μια απόφαση. «Αν είναι εκείνος, τότε ίσως πράγματι να έχουμε το χρόνο που χρειαζόμαστε. Αλλά είναι ασφαλής εδώ; Έχω δυο Κόκκινες αδελφές μαζί μου, και δεν μπορώ πια να μιλώ εκ μέρους των Πράσινων ή των Κίτρινων. Που να με κάψει το Φως, δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους καμιάς, γι’ αυτό το ζήτημα. Ακόμα και η Βέριν και η Σεραφέλ θα ορμούσαν πάνω του, σαν να ’βλεπαν πορφυρή οχιά σε θάλαμο παιδιών».
«Είναι ασφαλής, προς το παρόν».
Η Άμερλιν περίμενε ν’ ακούσει κι άλλα. Η σιωπή απλώθηκε, ώσπου φάνηκε καθαρά πως η Μουαραίν δεν θα μιλούσε άλλο. Τελικά η Άμερλιν είπε, «Λες ότι το παλιό μας σχέδιο είναι άχρηστο. Τι προτείνεις τώρα;»
Τον άφησα σκοπίμως να νομίζει ότι δεν νοιάζομαι πια γι’ αυτόν, ότι, όσον αφορά εμένα, είναι ελεύθερος να πάει όπου του κάνει κέφι». Σήκωσε τα χέρια, καθώς η Άμερλιν άνοιγε το στόμα. «Ήταν αναγκαίο, Σιουάν. Ο Ραντ αλ’Θορ μεγάλωσε στους Δύο Ποταμούς, όπου το πεισματάρικο αίμα της Μανέθερεν κυλά στις φλέβες ολωνών, και το δικό του αίμα, σε σύγκριση με της Μανέθερεν, είναι σαν βράχος πλάι σε πηλό. Πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε με λεπτότητα, αλλιώς θα πάρει οποιονδήποτε άλλο δρόμο εκτός απ’ αυτόν που θέλουμε».
«Τότε ας του φερθούμε σαν να ’ταν νεογέννητο μωρό. Θα τον τυλίξουμε σε φασκιές και θα παίξουμε με τα ποδαράκια του, αν νομίζεις ότι έτσι πρέπει. Αλλά για τους άμεσους σκοπούς μας;»
«Οι δύο φίλοι του, ο Μάτριμ Κώθον και ο Πέριν Αϋμπάρα, είναι έτοιμοι να δουν τον κόσμο και να ξαναχαθούν στην ανωνυμία των Δύο Ποταμών. Αν μπορούν να ξαναχαθούν· είναι κι αυτοί τα’βίρεν, αν και όχι δυνατοί σαν αυτόν. Θα τους καταφέρω να πάνε το Κέρας του Βαλίρ στο Ίλιαν». Κοντοστάθηκε, έσμιξε τα φρύδια. «Υπάρχει ένα... πρόβλημα με τον Ματ. Κουβαλάει μαζί του ένα εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ».
«Από τη Σαντάρ Λογκόθ! Φως μου, τι ήθελες και τους άφησες να πλησιάσουν αυτό το μέρος. Κι η τελευταία πέτρα του είναι μολυσμένη. Ούτε ένα πετραδάκι δεν είναι ασφαλές να πάρεις έξω. Το Φως να μας βοηθήσει, αν ο Μόρντεθ άγγιξε το αγόρι...» Η Άμερλιν ακουγόταν σαν να πνιγόταν. «Αν είχε συμβεί αυτό, τότε όλος ο κόσμος θα ’ταν καταδικασμένος».
«Μα δεν συνέβη, Σιουάν. Κάνουμε ό,τι πρέπει από ανάγκη, και αυτό ήταν αναγκαίο. Έκανα αρκετά για να μην μολύνει ο Ματ άλλους, όμως είχε το εγχειρίδιο πολύ καιρό πριν το μάθω. Ο σύνδεσμος υπάρχει ακόμα. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να τον πάρω στην Ταρ Βάλον για να τον γιατρέψω, αλλά με τόσες αδελφές παρούσες, ίσως μπορούμε να το κάνουμε εδώ. Αρκεί να υπάρχουν μερικές για οποίες ξέρεις σίγουρα ότι δεν Θα αρχίσουν να βλέπουν Σκοτεινόφιλους εκεί που δεν υπάρχουν. Εγώ κι εσύ και δυο άλλες θα είμαστε αρκετές, με τη χρήση του ανγκριάλ μου».
«Κατ’ αρχάς, η Ληάνε μας κάνει, και μπορώ να βρω άλλη μία». Ξαφνικά η Άμερλιν χαμογέλασε πικρόχολα. «Η Αίθουσα θέλει πίσω αυτό το ανγκριάλ, Μουαραίν. Δεν έχουν απομείνει πολλά, και τώρα θεωρείσαι... αναξιόπιστη».
Η Μουαραίν χαμογέλασε, μα το χαμόγελο δεν φώτισε τα μάπα της. «Μέχρι να τελειώσω, Θα έχουν να σκέφτονται πολύ χειρότερα για μένα. Ο Ματ θα πηδήξει από τη χαρά του για την ευκαιρία να πάρει τέτοιο μεγάλο ρόλο στο θρύλο του Κέρατος, και δεν θα είναι δύσκολο να πειστεί και ο Πέριν. Χρειάζεται κάτι για να ξεχάσει τα βάσανά του. Ο Ραντ ξέρει τι είναι —ένα μέρος, τουλάχιστον· κάποια πράγματα— και το φοβάται, φυσικά. Θέλει να πάει κάπου μόνος του, σε μέρος που δεν θα βλάψει κανέναν. Λέει ότι ποτέ δεν θα ξαναχειριστεί τη Μία Δύναμη, αλλά φοβάται ότι δεν μπορεί να το σταματήσει».
«Δίκιο έχει. Πιο εύκολο είναι να κόψεις το νερό».
«Ακριβώς. Και θέλει να ελευθερωθεί από τις Άες Σεντάι». Η Μουαραίν μειδίασε χωρίς ιδιαίτερη χαρά. «Αν του προσφερόταν η ευκαιρία να αφήσει τις Άες Σεντάι και να μείνει μαζί με τους φίλους του λίγο ακόμα, θα πρέπει να ενθουσιαστεί όσο κι ο Ματ».
«Μα πώς θα αφήσει τις Άες Σεντάι; Αφού θα πρέπει να ταξιδέψεις μαζί του. Δεν μπορούμε να τον χάσουμε τώρα, Μουαραίν».
«Δεν μπορώ να ταξιδέψω μαζί του». Είναι μακρύς ο δρόμος από το Φαλ Ντάρα ως το Ίλιαν, μα ήδη έχει κάνει ένα ταξίδι σχεδόν εξίσου μεγάλο. «Πρέπει, για ένα διάστημα, να του βγάλουμε το λουρί. Δεν γίνεται αλλιώς. Έβαλα να κάψουν τα παλιά τους ρούχα. Υπήρξαν πολλές ευκαιρίες για να πέσει σε λάθος χέρια μια κλωστή απ’ αυτά που φορούσαν. Θα τους εξαγνίσω πριν φύγουν· δεν θα καταλάβουν καν τι έκανα. Δεν θα υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να τους ακολουθήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο, και η μόνη άλλη απειλή τέτοιου είδους είναι κλειδωμένη εδώ στο μπουντρούμι». Η Άμερλιν, η οποία είχε αρχίσει να νεύει επιδοκιμαστικά, τώρα την κοίταξε ερωτηματικά, αλλά η Μουαραίν δεν σταμάτησε. Θα ταξιδέψουν μ’ όσο περισσότερη ασφάλεια μπορέσω να τους προσφέρω, Σιουάν. Και όταν τι Ραντ με χρειαστεί στο Ίλιαν, θα είμαι εκεί, και Θα φροντίσω ο ίδιος να παρουσιάσει το Κέρας στο Συμβούλιο των Εννέα και στη Συνέλευση. Στο Ίλιαν θα φροντίσω τα πάντα. Σιουάν, οι Ιλιανοί θα ακολουθούσαν τον Δράκοντα, ακόμα και τον ίδιο τον Μπα’άλζαμον, αν ερχόταν κρατώντας το Κέρας του Βαλίρ, το ίδιο και οι περισσότεροι απ’ αυτούς που θα μαζευτούν εκεί για το Κυνήγι. Ο αληθινός Ξαναγεννημένος Δράκοντας δεν θα χρειαστεί να συγκεντρώσει οπαδούς πριν στραφούν εναντίον του τα έθνη. Θα ξεκινήσει μ’ ένα έθνος στο πλευρό του και ένα στρατό πίσω του».
Η Άμερλιν έπεσε πίσω στη ράχη της καρέκλας της, αλλά αμέσως έσκυψε μπροστά. Έμοιαζε παγιδευμένη ανάμεσα στην κούραση και την ελπίδα. «Μα θα το διακηρύξει; Αν φοβάται... Το Φως ξέρει ότι καλώς φοβάται, Μουαραίν, αλλά οι άνδρες που αυτοανακηρύσσονται Δράκοντες θέλουν τη δύναμη. Αν δεν το κάνει...»
«Έχω τον τρόπο να ονομαστεί Δράκοντας, είτε το επιθυμεί, είτε όχι. Ακόμα κι αν, για κάποιο λόγο, αποτύχω, το ίδιο το Σχήμα θα φροντίσει να ονομαστεί Δράκοντας, είτε το επιθυμεί, είτε όχι. Μην ξεχνάς ότι είναι τα’βίρεν, Σιουάν. Δεν έχει λόγο πάνω στη μοίρα του, όπως το φυτίλι του κεριού πάνω στη φλόγα».
Η Άμερλιν αναστέναξε. «Είναι ρίσκο, Μουαραίν. Ρίσκο. Αλλά ο πατέρας μου έλεγε, «Κοριτσάκι μου, αν δεν το ρισκάρεις, τα χάλκινη τα χάνεις». Πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας. Κάθισε κάτω· θα αργήσουμε να ξεμπερδέψουμε. Θα πω να φέρουν κρασί και τυρί».
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Έχει πολλή ώρα που είμαστε κλεισμένες ολομόναχες. Αν κάποια προσπάθησε να κρυφακούσει και βρήκε τη Φύλαξη, θα έχει μπει σε σκέψεις. Δεν αξίζει το ρίσκο. Μπορούμε να βρούμε αφορμή για άλλη συνάντηση αύριο». Εκτός αυτού, πολυαγαπημένη μου φίλη, δεν μπορώ να σου πω τα πάντα, και δεν ρισκάρω να καταλάβεις ότι κρατώ κάτι κρυφό.
«Μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά να βρεθούμε αύριο νωρίς το πρωί. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθω».
«Το πρωί», συμφώνησε η Μουαραίν. Η Άμερλιν σηκώθηκε, και αγκαλιάστηκαν ξανά. «Το πρωί θα σου πω ό,τι πρέπει να ξέρεις».
Η Ληάνε αγριοκοίταξε τη Μουαραίν, όταν βγήκε στον προθάλαμο, και αμέσως μπήκε στο δωμάτιο της Άμερλιν. Η Μουαραίν προσπάθησε να δείξει ταπεινωμένη, σαν να της τα είχε ψάλει η Άμερλιν με τον διαβόητο τρόπο που συνήθιζε —οι περισσότερες γυναίκες, όσο δυνατή θέληση κι αν είχαν, έβγαιναν από μια τέτοια συνάντηση με τα μάτια βουρκωμένα κατ τα γόνατα να τρέμουν· αλλά δεν ήταν συνηθισμένη να έχει τέτοια έκφραση. Μάλλον θυμωμένη φαινόταν, κι αυτό κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Σχεδόν δεν έδωσε σημασία στις άλλες γυναίκες του εξωτερικού θαλάμου της φάνηκε πως, όσο η ίδια ήταν με την Άμερλιν, μερικές είχαν φύγει και είχαν έρθει άλλες, αλλά δεν τις καλοκοίταξε. Η ώρα ήταν περασμένη και έμεναν πολλά να γίνουν πριν το πρωί. Πολλά, πριν τη στιγμή που δα ξανάβλεπε την Έδρα της Άμερλιν.
Τάχυνε το βήμα και προχώρησε πιο βαθιά στο οχυρό.
Η φάλαγγα θα ήταν εντυπωσιακό Θέαμα κάτω από το φεγγάρι, το οποίο ήταν στη χάση του, καθώς προχωρούσε στη νύχτα του Τάραμπον κάτω από τις κλαγγές των αρματωσιών, αν ήταν κανείς εκεί για να τη δει. Δύο χιλιάδες Τέκνα του Φωτός, έφιπποι, με λευκούς, κοντούς χιτώνες και μανδύες, με γυαλισμένες πανοπλίες, με συνοδεία το καραβάνι που σχημάτιζαν οι άμαξες των εφοδίων, μαζί με πεταλωτές και βοηθούς, που κρατούσαν τα ηνία των αλόγων εφεδρείας. Σ’ αυτές τις περιοχές με τα αραιά δάση υπήρχαν χωριά, αλλά τα Τέκνα είχαν αφήσει τους δρόμους και απέφευγαν να πλησιάζουν ακόμα και μικρούς αγρούς. Πήγαιναν να συναντήσουν... κάποιον... σ’ ένα ασήμαντο χωριουδάκι κοντά στα βόρεια σύνορα του Τάραμπον, στην άκρη της Πεδιάδας Άλμοθ.
Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ, που προχωρούσε επικεφαλής των ανδρών του, αναρωτήθηκε τι νόημα είχαν όλα αυτά. Θυμόταν πολύ καλά τη συνομιλία του στο Άμαντορ με τον Πέντρον Νάιαλ, τον Μάγιστρο των Τέκνων του Φωτός, αλλά δεν είχε μάθει τίποτα ουσιαστικό εκεί.
«Είμαστε μόνοι, Τζέφραμ», είχε πει ο ασπρομάλλης. Με τα χρόνια η φωνή του είχε γίνει λεπτή και ασθματική. «Θυμάμαι που σε όρκισα... πότε ήταν... πρέπει να πέρασαν τριάντα έξι χρόνια».
Ο Μπόρνχαλντ όρθωσε το κορμί του. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου, μπορώ να ρωτήσω γιατί ανακλήθηκα από το Κάεμλυν, τόσο εσπευσμένα; Μ’ ένα σπρώξιμο, η Μοργκέις Θα έπεφτε. Υπάρχουν Οίκοι στο Άντορ που βλέπουν τις δοσοληψίες με την Ταρ Βάλον όπως κι εμείς, και ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν το Θρόνο. Άφησα επικεφαλής τον Ήμον Βάλντα, αλλά αυτός, απ’ ό,τι φαινόταν, σκόπευε να παρακολουθήσει την Κόρη-Διάδοχο ως την Ταρ Βάλον. Λεν Θα ξαφνιαζόμουν αν μάθαινα ότι απήγαγε την κοπέλα, ή ακόμα κι ότι επιτέθηκε στην Ταρ Βάλον». Και ο Ντάιν, ο γιος του Μπόρνχαλντ, είχε φτάσει λίγο πριν ανακαλέσουν τον Μπόρνχαλντ. Ο Ντάιν είχε μεγάλο ζήλο. Υπερβολικά μεγάλο, μερικές φορές. Αρκετό για να συμφωνήσει απερίσκεπτα με κάθε τι που πρότεινε ο Βάλντα.
«Ο Βάλντα περπατά στο Φως, Τζέφραμ. Αλλά είσαι ο καλύτερος διοικητής μάχης μεταξύ των Τέκνων. Θα σχηματίσεις μια πλήρη λεγεώνα, με τους καλύτερους άνδρες που θα βρεις, και θα τους πάρεις στο Τάραμπον, αποφεύγοντας μάτια που βλέπουν κι έχουν γλώσσα να μιλήσουν. Αν βρεις τέτοια γλώσσα, πρέπει να σιωπήσει, αν σας δουν τα μάτια».
Ο Μπόρνχαλντ δίστασε. Πενήντα Τέκνα μαζί, ή ακόμα κι εκατό, μπορούσαν να μπουν σε κάδε χώρα χωρίς να προκαλέσουν ερωτήσεις, τουλάχιστον δίχως πολλές ερωτήσεις, αλλά μια ολόκληρη λεγεώνα... «Έχουμε πόλεμο, Άρχοντα Μάγιστρέ μου; Στους δρόμους ακούγονται διαδόσεις. Πιο πολύ εξωφρενικές διαδόσεις, για τις στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου που επέστρεψαν». Ο ηλικιωμένος δεν μίλησε. «Ο Βασιλιάς...»
«Δεν διατάζει αυτός τα Τέκνα, Άρχοντα Ταξιάρχη». Για πρώτη φορά η φωνή του Μάγιστρου ακούστηκε σκληρή. «Αλλά εγώ. Ας καθίσει ο Βασιλιάς στο παλάτι του να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα. Δηλαδή τίποτα. Θα έχεις μια συνάντηση σ’ ένα χωριό που λέγεται Αλκρούνα, κι εκεί Θα λάβεις τις τελικές διαταγές σου. Περιμένω τη λεγεώνα σου να φτάσει εκεί σε τρεις μέρες. Τώρα πήγαινε, Τζέφραμ. Έχεις δουλειά».
Ο Μπόρνχαλντ συνοφρυώθηκε. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Μάγιστρέ μου, αλλά ποιος θα με συναντήσει; Γιατί να ρισκάρω πόλεμο με το Τάραμπον;»
«Θα μάθεις όσα πρέπει όταν φτάσεις στην Αλκρούνα». Ο Μάγιστρος ξαφνικά έδειξε καθαρά τα χρόνια του, κι ακόμα περισσότερα. Άγγιξε αφηρημένα τη λευκή τουνίκα του, με το χρυσό ήλιο των Τέκνων να απλώνεται στο στέρνο. «Υπάρχουν δυνάμεις, που ενεργούν πέρα από αυτά που ξέρεις, Τζέφραμ. Πέρα απ’ οτιδήποτε θα μπορούσες να καταλάβεις. Διάλεξε τους άνδρες σου γρήγορα. Φύγε τώρα. Μη με ρωτάς άλλα. Και το Φως ας είναι μαζί σου».
Τώρα ο Μπόρνχαλντ ορθώθηκε στη σέλα, για να ξεμουδιάσει την πλάτη του. Γερνάω, σκέφτηκε. Ένα μερόνυχτο στη σέλα, με δυο διαλείμματα για να ποτίσουν τα άλογα, και ένιωθε και την παραμικρή γκρίζα τρίχα στο κεφάλι του. Πριν λίγα χρόνια ούτε που θα το πρόσεχε. Τουλάχιστον δεν σκότωσα αθώους. Απέναντι στους Σκοτεινόφιλους μπορούσε να είναι σκληρός, σαν κάθε άλλο που είχε ορκιστεί στο Φως —οι Σκοτεινόφιλοι έπρεπε να εξοντωθούν, πριν παρασύρουν όλο τον κόσμο κάτω από τη Σκιά— αλλά πρώτα ήθελε να είναι βέβαιος ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ήταν δύσκολο να αποφύγει τα βλέμματα των Ταραμπονέζων με τόσους άνδρες, ακόμα και μακριά από τις πόλεις, αλλά το είχε καταφέρει. Δεν είχε χρειαστεί να σιγήσει καμία γλώσσα.
Οι ανιχνευτές που είχε στείλει ξαναγύρισαν, και πίσω τους ήρθαν κι άλλοι άνδρες με λευκούς μανδύες, μερικοί κρατώντας δαυλούς, που θα κατέστρεφαν τη νυκτερινή όραση όλων στην κεφαλή της φάλαγγας. Ο Μπόρνχαλντ μουρμούρισε μια κατάρα και διέταξε να σταματήσουν, ενώ περιεργαζόταν αυτούς που είχαν έρθει για να τον συναντήσουν.
Οι μανδύες τους έφεραν τον ίδιο χρυσό ήλιο στο στέρνο όπως και ο δικός του, όπως όλα τα Τέκνα του Φωτός, και μάλιστα ο αρχηγός τους είχε τους χρυσούς κόμπους που έδειχναν το βαθμό του, που ήταν ίσος με του Μπόρνχαλντ. Αλλά πίσω από τους ήλιους τους υπήρχαν κόκκινες ποιμενικές ράβδοι. Ιεροεξεταστές. Με καυτά σίδερα και λαβίδες και νερό που έσταζε, οι Ιεροεξεταστές αποσπούσαν από τους Σκοτεινόφιλους την ομολογία και τη μετάνοιά τους, αλλά κάποιοι έλεγαν πως αποφάσιζαν την ενοχή πριν ακόμα αρχίσουν. Μεταξύ αυτών των κάποιων ήταν και ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ.
Μ’ έστειλαν εδώ για να συναντήσω Ιεροεξεταστές;
«Σε περιμέναμε, Άρχοντα Ταξιάρχη Μπόρνχαλντ,» είπε ο αρχηγός τους με τραχιά φωνή. Ήταν ένας ψηλός άνδρας, με γαμψή μύτη και το λαμπύρισμα της βεβαιότητας στο βλέμμα που είχαν όλοι οι Ιεροεξεταστές. «Μπορούσες να έρθεις και πιο γρήγορα. Είμαι ο Άινορ Σάρεν, υπαρχηγός του Τζάιτσιμ Καρίντιν, ο οποίος διοικεί το Χέρι του Φωτός στο Τάραμπον». Το Χέρι του Φωτός — το Χέρι που ξεσκέπαζε την αλήθεια, έτσι έλεγαν. Δεν τους άρεσε το όνομα Ιεροεξεταστές. «Υπάρχει μια γέφυρα στο χωριό. Βάλε τους άνδρες σου να την περάσουν. Θα μιλήσουμε στο πανδοχείο. Είναι ασυνήθιστα βολικό».
«Μου είπε ο ίδιος ο Άρχοντας Μάγιστρος να αποφύγω όλα τα βλέμματα».
«Το χωριό... ειρηνοποιήθηκε. Βάλε τους άνδρες σου να προχωρήσουν. Εγώ διοικώ τώρα. Έχω εντολές με τη σφραγίδα του Άρχοντα Μάγιστρου, αν αμφιβάλλεις».
Ο Μπόρνχαλντ έπνιξε το μουγκρητό που υψώθηκε στο λαρύγγι του. Ειρηνοποιήθηκε. Αναρωτήθηκε, αν τα πτώματα τα είχαν στοιβάξει έξω από το χωριό, ή αν τα είχαν πετάξει στο ποτάμι. Έτσι ήταν οι Ιεροεξεταστές, αρκετά ψυχροί για να σκοτώσουν ένα ολόκληρο χωριό για λόγους μυστικότητας, και αρκετά ηλίθιοι για να πετάξουν τα πτώματα στο ποτάμι, που θα τα παράσερνε παρακάτω, διατυμπανίζοντας την πράξη τους από την Αλκρούνα ως το Τάντσικο. «Αμφιβάλλω για το λόγο που είμαι στο Τάραμπον με δύο χιλιάδες άνδρες, Ιεροεξεταστή».
Το πρόσωπο του Σάρεν σφίχτηκε, αλλά η φωνή του παρέμεινε τραχιά και απαιτητική. «Είναι απλό, Άρχοντα Ταξιάρχη. Υπάρχουν πόλεις και χωριά διάσπαρτα στην Πεδιάδα Άλμοθ, δίχως εξουσία ανώτερη από έναν δήμαρχο ή το Συμβούλιο του Χωριού. Είναι καιρός πια να έρθουν στο Φως. Θα υπάρχουν πολλοί Σκοτεινόφιλοι σε τέτοια μέρη».
Το άλογο του Μπόρνχαλντ ποδοκρότησε. «Σάρεν, μου λες ότι έφερα μια ολόκληρη λεγεώνα, περνώντας την κρυφά μέσα από όλο σχεδόν το Τάραμπον, για να ξετρυπώσεις μια χούφτα Σκοτεινόφιλους από χωριουδάκια της συμφοράς;»
«Ήρθες εδώ για να υπακούσεις, Μπόρνχαλντ. Για να κάνεις το έργο του Φωτός! Ή μήπως απομακρύνεσαι από το Φως;» Το χαμόγελο του Σάρεν ήταν μια γκριμάτσα. «Αν αυτό που αναζητάς είναι η μάχη, ίσως να σου δοθεί η ευκαιρία. Οι ξένοι έχουν πολυάριθμες δυνάμεις στο Τόμαν Χεντ, περισσότερες απ’ όσες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μαζί το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, ακόμα κι αν σταματήσουν τους τσακωμούς μεταξύ τους και συνεργαστούν. Αν οι ξένοι περάσουν, θα έχεις όσες μάχες θέλεις και με το παραπάνω. Οι Ταραμπονέζοι ισχυρίζονται ότι οι ξένοι είναι τέρατα, πλάσματα του Σκοτεινού. Μερικοί λένε ότι έχουν Άες Σεντάι που πολεμούν γι’ αυτούς. Αν είναι πράγματι Σκοτεινόφιλοι, αυτοί οι ξένοι, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Με τη σειρά τους».
Για μια στιγμή, ο Μπόρνχαλντ σταμάτησε να ανασαίνει. «Άρα οι φήμες είναι αληθινές. Οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου ξαναγύρισαν».
«Ξένοι», είπε ανέκφραστα ο Σάρεν. Φαινόταν ότι είχε μετανιώσει που τους είχε αναφέρει. «Ξένοι, και πιθανότατα Σκοτεινόφιλοι, απ’ όπου και να ήρθαν. Αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε και το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις. Δεν σε αφορούν τώρα. Σπαταλάμε το χρόνο μας. Πέρασε με τους άνδρες σου το ποτάμι, Μπόρνχαλντ. Θα σου δώσω τις διαταγές σου στο χωριό». Έκανε μεταβολή με το άλογό του και κάλπασε προς εκεί απ’ όπου είχε έρθει, με τους ανθρώπους του να κρατούν τους πυρσούς στο κατόπι του.
Ο Μπόρνχαλντ έκλεισε τα μάτια, για να συνηθίσουν τα μάτια του πιο γρήγορα στο σκοτάδι. Μας έχουν σαν λίθους στον άβακα. «Μπάυαρ!» Άνοιξε τα μάτια, καθώς ο υπαρχηγός του εμφανιζόταν μπροστά του και στεκόταν άκαμπτος στη σέλα μπροστά στον Άρχοντα Ταξιάρχη. Ο άνδρας με το ισχνό πρόσωπο είχε, σχεδόν, τη φλόγα των Ιεροεξεταστών στα μάτια του, όμως ήταν καλός στρατιώτης. «Υπάρχει μια γέφυρα μπροστά. Βάλε τη λεγεώνα να περάσει το ποτάμι και να στρατοπεδεύσει. Θα έρθω το συντομότερο δυνατόν».
Έπιασε τα γκέμια και έφυγε, προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Ιεροεξεταστής. Λίθοι σε άβακα. Μα ποιος μας μετακινεί; Και γιατί;
Οι σκιές του απογεύματος έδιναν τη θέση τους στο δειλινό, καθώς η Λίαντριν διέσχιζε τους θαλάμους των γυναικών. Πέρα από τις βελοθυρίδες το σκοτάδι πύκνωνε, και πολιορκούσε το φως που έριχναν οι λάμπες στο διάδρομο. Τώρα τελευταία το σούρουπο ήταν δύσκολη ώρα για τη Λίαντριν, το σούρουπο και η αυγή. Την αυγή η μέρα γεννιόταν, ακριβώς όπως το σούρουπο γεννούσε τη νύχτα, αλλά την αυγή πέθαινε η νύχτα και το σούρουπο η μέρα. Η δύναμη του Σκοτεινού ήταν ριζωμένη στο θάνατο· αποκτούσε δύναμη από το θάνατο, κι αυτές τις ώρες η Λίαντριν πίστευε πως ένιωθε το σκίρτημα της δύναμης του. Κάτι πάντως σάλευε με το μισοσκόταδο. Κάτι που της φαινόταν πως, αν γυρνούσε αρκετά γρήγορα, θα το έβλεπε, κάτι που ήταν σίγουρη πως θα το έβλεπε, αν κοίταζε καλά.
Υπηρέτριες με μαύρα και χρυσά ρούχα έκλιναν το γόνυ, καθώς περνούσε από κοντά τους, αλλά η Λίαντριν δεν αντιχαιρετούσε. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο ευθεία μπροστά, και δεν τις έβλεπε.
Στην πόρτα που αναζητούσε, κοντοστάθηκε για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στις δύο άκρες του διαδρόμου. Οι μόνες γυναίκες που φαινόταν ήταν υπηρέτριες· φυσικά, δεν υπήρχαν άνδρες. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε χωρίς να χτυπήσει.
Ο προθάλαμος των διαμερισμάτων της Αρχόντισσας Αμαλίζας ήταν κατάφωτος και μια δυνατή φωτιά στο τζάκι έδιωχνε την παγωνιά της Σιναρανής νύχτας. Η Αμαλίζα και οι κυρίες της τιμής της κάθονταν εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, σε καρέκλες και στα στρώματα των χαλιών, κι άκουγαν μία απ’ αυτές να διαβάζει όρθια. Ήταν Ο Χορός του Γερακιού και του Κολιμπρί του Τέβεν Ήργουιν, που φιλοδοξούσε να κωδικοποιήσει την αρμόζουσα συμπεριφορά των ανδρών προς τις γυναίκες και των γυναικών προς τους άνδρες. Η Λίαντριν έσφιξε το στόμα· δεν το είχε διαβάσει, βεβαίως, αλλά της αρκούσαν όσα είχε ακούσει γι’ αυτό. Η Αμαλίζα και οι κυρίες της απαντούσαν σε κάθε απόφθεγμα του συγγραφέα με κύματα γέλιου, έπεφταν η μια στην άλλη και χτυπούσαν τα πόδια στα χαλιά σαν κοριτσάκια.
Η αναγνώστρια ήταν η πρώτη που αντιλήφθηκε την παρουσία της Λίαντριν. Σταμάτησε να διαβάζει, ανοίγοντας έκπληκτη τα μάπα. Οι άλλες γύρισαν να δουν τι κοίταζε, και η σιωπή διαδέχτηκε τα γέλια. Όλες σηκώθηκαν όρθιες νευρικά, εκτός από την Αμαλίζα, σιάζοντας βιαστικά τα μαλλιά και τα φουστάνια τους.
Η Αρχόντισσα Αμαλίζα σηκώθηκε με χάρη, χαμογελώντας. «Μας τιμάς με την παρουσία σου, Λίαντριν. Πολύ ευχάριστη έκπληξη. Περίμενα ότι θα έρθεις αύριο. Νόμιζα ότι θα ήθελες να ξεκουραστείς μετά το μακρύ ταξ—»
Η Λίαντριν τη διέκοψε απότομα, μιλώντας χωρίς να απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένα. «Θα μιλήσω στην Αρχόντισσα Αμαλίζα μόνη μου. Όλες σας φύγετε. Αμέσως».
Οι άλλες γυναίκες για μια στιγμή έμειναν βουβές και σοκαρισμένες, κι έπειτα αποχαιρέτησαν την Αμαλίζα. Μία-μία έκλιναν το γόνυ στη Λίαντριν, αλλά εκείνη δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να κοιτάζει μπροστά της το τίποτα, αλλά τις έβλεπε και τις άκουγε. Χαιρετούσαν με τυπική αβρότητα, λαχανιασμένες και ανήσυχες, λόγω της διάθεσης της Άες Σεντάι. Χαμήλωναν το βλέμμα όταν τις αγνοούσε. Την προσπερνούσαν και πλησίαζαν την πόρτα, και στριμώχνονταν στα έπιπλα μακριά της, για να μην αγγίξουν τα φουστάνια τους το δικό της.
Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω από την τελευταία, η Αμαλίζα είπε, «Λίαντριν, δεν καταλ—»
«Περπατάς στο Φως, κόρη μου;» Εδώ δεν θα επαναλαμβάνονταν οι ίδιες ανοησίες, όπως το να την αποκαλεί αδελφή. Η Αμαλίζα ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερη, αλλά θα τηρούσαν τους αρχαίους τύπους. Αν και είχαν ξεχαστεί προ πολλού, ήταν καιρός να τους θυμηθούν.
Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση, όμως, η Λίαντριν συνειδητοποίησε πως είχε κάνει λάθος. Ήταν μια ερώτηση με σκοπό να προκαλέσει αμφιβολίες και ταραχή, έτσι όπως θα ακουγόταν από μια Άες Σεντάι, αλλά η Αμαλίζα όρθωσε το σώμα και η έκφρασή της σκλήρυνε.
«Αυτό είναι προσβολή, Λίαντριν Σεντάι. Είμαι Σιναρανή, ενός ευγενούς Οίκου, από αίμα στρατιωτών. Οι πρόγονοι μου πολεμούσαν τη Σκιά προτού ακόμα υπάρξει το Σίναρ, τρεις χιλιάδες χρόνια χωρίς σταματημό, χωρίς να λιποψυχήσουμε ούτε μέρα».
Η Λίαντριν άλλαξε το στόχο της επίθεσης, αλλά δεν υποχώρησε. Διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές, πήρε το δερματόδετο αντίτυπο του Ο Χορός του Γερακιού και του Κολιμπρί από την κορνίζα του τζακιού και το ζύγισε στο χέρι χωρίς να το κοιτάζει. «Στο Σίναρ, κόρη μου, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, πρέπει το Φως να αγαπούν και το Σκοτάδι να φοβούνται». Πέταξε το βιβλίο στη φωτιά με μια αδιάφορη κίνηση. Οι φλόγες πετάχτηκαν ψηλά, σαν να είχε ρίξει ένα κούτσουρο από παχύξυλο, και μούγκρισαν, καθώς έγλειφαν την καμινάδα ως ψηλά. Την ίδια στιγμή, όλες οι λάμπες του δωματίου άναψαν συρίζοντας, κόρωσαν, κατέκλυσαν το δωμάτιο με φως. «Εδώ περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Εδώ, τόσο κοντά στην καταραμένη Μάστιγα, όπου καραδοκεί η σαπίλα. Εδώ, ακόμα και κάποιος που νομίζει πως περπατά στο Φως ίσως να έχει μολυνθεί από τη Σκιά».
Χάντρες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπο της Αμαλίζας. Το χέρι της, που είχε υψωθεί σε χειρονομία διαμαρτυρίας για το κάψιμο του βιβλίου, έπεσε αργά στο πλευρό της. Τα χαρακτηριστικά της έμειναν ανέκφραστα, αλλά η Λίαντριν την είδε να καταπίνει και να ανασαλεύει τα πόδια της. «Δεν καταλαβαίνω, Λίαντριν Σεντάι. Φταίει το βιβλίο; Μια ανοησία είναι».
Η φωνή της είχε ένα ελαφρύ τρέμουλο. Ωραία. Τα θαμπόγυαλα στις λάμπες έτριξαν, καθώς οι φλόγες τινάζονταν πιο ψηλά και δυνάμωναν, φωτίζοντας το δωμάτιο με λάμψη σαν του μεσημεριού. Η Αμαλίζα στεκόταν μαρμαρωμένη, με το πρόσωπο σφιγμένο, καθώς προσπαθούσε να μην μισοκλείσει τα μάτια.
«Εσύ είσαι η ανόητη, κόρη μου. Δεν με νοιάζουν τα βιβλία. Εδώ, οι άνδρες μπαίνουν στη Μάστιγα και περπατούν στο μόλυσμά της. Στην ίδια τη Σκιά. Τι απορείς, που το μόλυσμα μπορεί να τους ποτίσει; Είτε με τη θέλησή τους, είτε εναντίον της, μπορεί να τους μολύνει. Γιατί νομίζεις ότι ήρθε εδώ αυτοπροσώπως η Έδρα της Άμερλιν;»
«Όχι». Πνιχτό, κοφτό.
«Του Κόκκινου είμαι, κόρη μου», συνέχισε αδυσώπητα η Λίαντριν. «Όλους τους διεφθαρμένους άνδρες κυνηγώ».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Όχι μόνο τους βδελυρούς, εκείνους που δοκιμάζουν τη Μία Δύναμη. Όλους τους διεφθαρμένους άνδρες. Τους υψηλούς και τους ταπεινούς κυνηγώ».
«Δεν...» Η Αμαλίζα έγλειψε νευρικά τα χείλη της και φάνηκε σαν να προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. «Δεν καταλαβαίνω, Λίαντριν. Σε παρακαλώ...»
«Τους υψηλούς ακόμα πριν από τους ταπεινούς».
«Όχι!» Σαν να είχε χαθεί κάποιο αόρατο στήριγμα, η Αμαλίζα έπεσε στα γόνατα και το κεφάλι της έγειρε. «Σε παρακαλώ, Λίαντριν Σεντάι, πες ότι δεν εννοείς τον Άγκελμαρ. Δεν μπορεί να είναι αυτός».
Εκείνη τη στιγμή της αμφιβολίας και της σύγχυσης, η Λίαντριν επιτέθηκε. Δεν σάλεψε, μα χτύπησε με τη Μία Δύναμη. Η Αμαλίζα έβγαλε μια κοφτή κραυγή και τινάχτηκε, σαν να την είχε τσιμπήσει βελόνα, και στα θυμωμένα χείλη της Λίαντριν χαράχτηκε ένα χαμόγελο.
Αυτό ήταν το δικό της, ξεχωριστό κόλπο, το οποίο είχε μάθει μικρή, η πρώτη φορά που είχε καταλάβει τις ικανότητές της. Της το είχε απαγορεύσει η Κυρά των Μαθητευομένων αμέσως μόλις το είχε ανακαλύψει, αλλά για τη Λίαντριν αυτό απλώς σήμαινε κάτι ακόμα που έπρεπε να κρύβει από όσους τη ζήλευαν.
Προχώρησε και σήκωσε το πρόσωπο της Αμαλίζας, κρατώντας την από το σαγόνι. Η θέληση της ήταν ακόμα ατσαλένια, αλλά τώρα το μέταλλο ήταν ζεστό και εύπλαστο. Δάκρια κυλούσαν από τις άκρες των ματιών της Αμαλίζας και άστραφταν στα μάγουλά της. Η Λίαντριν άφησε τις φωτιές να χαμηλώσουν· δεν ήταν αναγκαίες πια. Μαλάκωσε τα λόγια της, αλλά η φωνή της ήταν σκληρή σαν βράχος.
«Κόρη μου, κανένας δεν θέλει να πέσετε εσύ και ο Άγκελμαρ στα χέρια του λαού ως Σκοτεινόφιλοι. Θα σε βοηθήσω, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις».
«Ν-να σε βοηθήσω;» Η Αμαλίζα άγγιζε τους κροτάφους της· φαινόταν μπερδεμένη. «Σε παρακαλώ, Λίαντριν Σεντάι, δεν... καταλαβαίνω. Είναι όλα τόσο... Όλα είναι...»
Η ικανότητα δεν ήταν τέλεια· η Λίαντριν δεν μπορούσε να αναγκάσει κανέναν να κάνει αυτό που ήθελε η ίδια — αν και είχε προσπαθήσει· ω, πόσο προσπαθήσει. Αλλά μπορούσε να τους κάνει δεκτικούς στα επιχειρήματά της, να τους κάνει να θέλουν να την πιστέψουν, να θέλουν πάνω απ’ όλα να πειστούν ότι είχε δίκιο.
«Υπάκουσε, κόρη μου. Υπάκουσε, και απάντησε στις ερωτήσεις μου ειλικρινά, και σου υπόσχομαι ότι κανένας δεν θα πει ότι εσύ και ο Άγκελμαρ είστε Σκοτεινόφιλοι. Δεν θα σας σύρουν γυμνούς στο δρόμο, για να σας διώξουν μαστιγώνοντάς σας από την πόλη, αν βέβαια δεν προλάβει το πλήθος να σας κομματιάσει. Λεν θα επιτρέψω να συμβεί. Καταλαβαίνεις;»
«Ναι, Λίαντριν Σεντάι, ναι. Θα κάνω ό,τι λες και θα απαντήσω ειλικρινά».
Η Λίαντριν ανασηκώθηκε και κοίταξε την άλλη γυναίκα χαμηλά μπροστά της. Η Αρχόντισσα Αμαλίζα έμεινε εκεί που ήταν, γονατιστή, με ευθύτητα παιδιού στην έκφραση παιδιού που περιμένει να το παρηγορηθεί και να το βοηθήσει κάποιος σοφότερος και δυνατότερος. Της Λίαντριν της φαινόταν ότι αυτό ήταν το σωστό. Ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί μια απλή υπόκλιση ή γονυκλισία αρκούσε για τις Άες Σεντάι, τη στιγμή που όλοι γονάτιζαν μπροστά σε βασιλιάδες και βασίλισσες. Ποια βασίλισσα έχει μέσα της τη δύναμή μου; Το στόμα της στράβωσε από θυμό και η Αμαλίζα τρεμούλιασε.
«Μην ταράζεσαι, κόρη μου. Ήρθα να σε βοηθήσω, όχι να τιμωρήσω. Μόνο αυτοί που το αξίζουν θα τιμωρηθούν. Την αλήθεια μόνο, πες την μου».
«Την αλήθεια θα πω, Λίαντριν Σεντάι. Θα την πω, το ορκίζομαι στον Οίκο μου και στην τιμή μου».
«Η Μουαραίν ήρθε στο Φαλ Ντάρα μαζί με έναν Σκοτεινόφιλο».
Η Αμαλίζα ήταν τόσο φοβισμένη που δεν έδειχνε έκπληξη. «Α, όχι, Λίαντριν Σεντάι. Όχι. Εκείνος ήρθε αργότερα. Τώρα είναι στα μπουντρούμια».
«Αργότερα λες. Μα είναι αλήθεια ότι μιλά συχνά μαζί του; Κάνει συχνά παρέα μ’ αυτόν τον Σκοτεινόφιλο; Μόνη της;»
«Μερικές φορές, Λίαντριν Σεντάι. Μόνο μερικές φορές. Θέλει να βρει γιατί ήρθε αυτός ο άνδρας εδώ. Η Μουαραίν Σεντάι είναι—» Η Λίαντριν σήκωσε το χέρι με μια κοφτή κίνηση και η Αμαλίζα κατάπιε τα λόγια που θα έλεγε μετά.
«Από τρεις νεαρούς συνοδευόταν η Μουαραίν. Αυτό το ξέρω. Πού είναι; Πήγα στα δωμάτιά τους, και δεν βρίσκονται».
«Δεν — δεν ξέρω, Λίαντριν Σεντάι. Φαίνονται καλά παιδιά. Λεν πιστεύω να τους νομίζεις Σκοτεινόφιλους»;
«Όχι Σκοτεινόφιλους, όχι. Χειρότερο. Πολύ πιο επικίνδυνο από Σκοτεινόφιλους, κόρη μου. Ολόκληρος ο κόσμος κινδυνεύει απ’ αυτούς. Πρέπει να βρεθούν. Θα διατάξεις τους υπηρέτες σου να ψάξουν το οχυρό· θα ψάξουν και οι κυρίες της τιμής σου, κι εσύ. Κάθε άκρη και γωνιά. Αυτό θα το φροντίσεις προσωπικά. Προσωπικά! Και σε κανέναν δεν θα μιλήσεις, παρά μόνο σ’ αυτούς που θα σου φανερώσω. Κανένας άλλος δεν πρέπει να το μάθει. Κανένας. Από το Φαλ Ντάρα με μυστικότητα πρέπει οι τρεις να φύγουν, και στην Ταρ Βάλον να μεταφερθούν. Με άκρα μυστικότητα».
«Όπως προστάζεις, Λίαντριν Σεντάι. Μα δεν καταλαβαίνω την ανάγκη για μυστικότητα. Κανένας εδώ δεν θα μπει εμπόδιο στις Άες Σεντάι».
«Για το Μαύρο Άτζα έχεις ακουστά;»
Η Αμαλίζα γούρλωσε τα μάτια και έγειρε πίσω, όσο πιο μακριά γινόταν από τη Λίαντριν, υψώνοντας τα χέρια, σαν να ήθελε να φυλαχτεί από χτύπημα. «Μια κ-κατάπτυστη φήμη, Λίαντριν Σεντάι. Κ-κατάπτυστη. Δ-δεν υπάρχουν Άες Σεντάι που να υπ-πηρετούν τον Σκοτεινό. Δεν το πιστεύω. Πρέπει να με πιστέψεις! Κάτω από το Φως, ο-ορκίζομαι ότι δεν το πιστεύω. Στην τιμή μου και στον Οίκο μου, ορκίζομαι...»
Η Λίαντριν, ψυχρά, την άφησε να συνεχίσει, παρακολουθώντας τη δύναμη που απέμενε στην άλλη γυναίκα να στερεύει μπροστά στη σιωπή της. Ήταν γνωστό ότι οι Άες Σεντάι θύμωναν, θύμωναν πολύ με κείνους που ανέφεραν έστω το Μαύρο Άτζα, και πολύ περισσότερο με κείνους που έλεγαν ότι πίστευαν στην μυστική ύπαρξή του. Μετά απ’ αυτό, με τη βούληση της εξασθενημένη χάρη σε κείνο το παιδικό κόλπο, η Αμαλίζα θα ήταν πηλός στα χέρια της. Μετά από ένα ακόμα χτύπημα.
«Το Μαύρο Άτζα είναι αληθινό, παιδί μου. Αληθινό, και υπάρχει εδώ, εντός των τειχών του Φαλ Ντάρα». Η Αμαλίζα έμεινε γονατιστή εκεί, με το στόμα να χάσκει. Το Μαύρο Άτζα. Άες Σεντάι που ήταν επίσης Σκοτεινόφιλοι. Σχεδόν εξίσου φρικιό με το να μάθαινε ότι ο ίδιος ο Σκοτεινός περπατούσε στο οχυρό του Φαλ Ντάρα. Αλλά η Λίαντριν δεν σταμάτησε εκεί. «Κάθε Άες Σεντάι που περνά στους διαδρόμους, Μαύρη αδελφή θα μπορούσε να είναι. Αυτό το ορκίζομαι. Δεν μπορώ να σου πω ποιες είναι, μα την προστασία μου μπορείς να έχεις. Αν περπατάς στο Φως και με υπακούς».
«Ναι», ψιθύρισε βραχνά η Αμαλίζα. «Ναι. Σε παρακαλώ, Άες Σεντάι, σε παρακαλώ πες ότι θα προστατέψεις τον αδελφό μου και τις κυρίες της τιμής μου...»
«Αυτούς που τους αξίζει προστασία, θα προστατέψω. Ν’ ανησυχείς για σένα, κόρη μου. Καν να σκέφτεσαι μόνο αυτό που σε διέταξα. Μόνο αυτό. Η μοίρα του κόσμου κρέμεται απ’ αυτό, κόρη μου. Όλα τα άλλα πρέπει να τα ξεχάσεις».
«Ναι, Λίαντριν Σεντάι. Ναι. Ναι».
Η Λίαντριν γύρισε και διέσχισε το δωμάτιο, και μόνο όταν έφτασε. στην πόρτα κοίταξε πίσω. Η Αμαλίζα ήταν ακόμα γονατισμένη, την κοίταζε ακόμα με αγωνία. «Σήκω, Αρχόντισσά μου Αμαλίζα». Μίλησε με ευχάριστο ύφος, με μόνο ένα ίχνος της κοροϊδευτικής διάθεσής της. Αδελφή, αν είναι δυνατόν! Ούτε μια μέρα ως μαθητευόμενη δεν θα άντεχε. Και την εξουσία να διατάζει αυτή την έχει. «Σήκω». Η Αμαλίζα ορθώθηκε με αργές, σπασμωδικές κινήσεις, σαν να ήταν δεμένη πολλές ώρες χειροπόδαρα. Όταν τελικά σηκώθηκε, η Λίαντριν, με τη φωνή της όσο πιο σκληρή γινόταν, είπε, «Και αν απογοητεύσεις τον κόσμο, αν με απογοητεύσεις, τότε θα ζηλέψεις τον αξιολύπητο Σκοτεινόφιλο στο μπουντρούμι».
Κρίνοντας από την όψη της Αμαλίζας, η Λίαντριν σκέφτηκε πως η αποτυχία δεν θα οφειλόταν σε έλλειψη προσπάθειας από μέρους της.
Η Λίαντριν έκλεισε την πόρτα πίσω της και ξαφνικά ένιωσε ένα γαργαλητό στο δέρμα της. Της κόπηκε η ανάσα και στριφογύρισε σαν σβούρα, κοιτάζοντας πέρα-δώθε το μισοσκότεινο διάδρομο. Άδειος. Έξω από τις βελοθυρίδες, είχε πέσει η νύχτα. Ο διάδρομος ήταν άδειος, όμως η Λίαντριν ήταν σίγουρη πως κάποια μάτια την είχαν κοιτάξει. Ο άδειος διάδρομος, γεμάτος σκιές ανάμεσα στις λάμπες των τοίχων, τη χλεύαζε. Παιχνίδια της φαντασίας μου. Τίποτα άλλο.
Είχε πέσει η νύχτα, και υπήρχαν πολλά που έπρεπε να κάνει πριν την αυγή. Οι διαταγές της ήταν σαφείς.
Βαθύ σκοτάδι επικρατούσε στα μπουντρούμια ό,τι ώρα κι αν ήταν, εκτός αν έφερνε κανείς φανάρι, αλλά ο Πάνταν Φάιν καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του, ατενίζοντας το σκοτάδι μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Άκουγε τους άλλους δύο φυλακισμένους να μιλούν στον ύπνο τους, μουρμουρίζοντας με τους εφιάλτες τους. Ο Πάνταν Φάιν περίμενε κάτι, κάτι που το περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Πάρα πολύ. Αλλά όχι για πολύ ακόμα.
Η πόρτα της εξωτερικής αίθουσας των φρουρών άνοιξε, χύνοντας ένα ποτάμι από φως, και μια σκοτεινή σιλουέτα πρόβαλε στο άνοιγμα.
Ο Φάιν σηκώθηκε. «Εσύ! Δεν περίμενα εσένα». Τεντώθηκε με προσποιητή άνεση. Το αίμα κυλούσε ορμητικά στις φλέβες του· του φαινόταν πως, αν δοκίμαζε, Θα μπορούσε να πηδήξει πάνω από το οχυρό. «Εκπλήξεις για όλους, ε; Άντε, λοιπόν. Η νύχτα περνά και Θέλω να κοιμηθώ κάποια στιγμή»,
Καθώς ένα φανάρι πλησίαζε το θάλαμο των κελιών, ο Φάιν σήκωσε το κεφάλι, χαμογελώντας προς κάτι αθέατο αλλά αισθητό, πέρα από το πέτρινο ταβάνι του μπουντρουμιού. «Δεν τελείωσε ακόμα», ψιθύρισε. «Η μάχη ποτέ δεν τελειώνει».