Ο Ραντ δεν τους άφησε να σταματήσουν λεπτό όλη τη νύχτα και επέτρεψε μόνο ίνα σύντομο διάλειμμα την αυγή, για να ξεκουραστούν τα άλογα. Και για να ξεκουραστεί ο Λόιαλ. Επειδή το Κέρας του Βαλίρ, με το χρυσό και ασημί κιβώτιό του, καταλάμβανε τη σέλα του, ο Ογκιρανός περπατούσε ή έτρεχε μπροστά από το μεγάλο άλογό του, χωρίς να παραπονιέται, χωρίς να τους καθυστερεί. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα είχαν περάσει τα σύνορα της Καιρχίν.
«Θέλω να το ξαναδώ», είπε η Σελήνη, όταν σταμάτησαν. Ξεπέζεψε και πλησίασε το άλογο το Λόιαλ. Οι σκιές τους, μακριές και λεπτές, έδειχναν δυτικά, καθώς ο ήλιος ξεμύτιζε από τον ορίζοντα. «Κατέβασε το μου, αλάντιν». Ο Λόιαλ άρχισε να λύνει τα λουριά. «Το Κέρας του Βαλίρ».
«Όχι», είπε ο Ραντ, κατεβαίνοντας από την πλάτη του Κοκκινοτρίχη. «Λόιαλ, όχι». Ο Ογκιρανός κοίταξε μια τον Ραντ και μια τη Σελήνη, τα αυτιά του κουνήθηκαν με αμφιβολία, αλλά κατέβασε τα χέρια του.
«Θέλω να δω το Κέρας», απαίτησε η Σελήνη. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως δεν ήταν μεγαλύτερή του στα χρόνια, αλλά εκείνη τη στιγμή φάνηκε αρχαία και ψυχρή σαν τα βουνά, και πιο όμοια με βασίλισσα απ’ όσο ήταν η Βασίλισσα Μοργκέις ακόμα και με το πιο αγέρωχο ύφος της.
«Νομίζω ότι πρέπει να έχουμε το εγχειρίδιο κρυμμένο», είπε ο Ραντ. «Δεν ξέρουμε τι κάνει, μπορεί και η ματιά να είναι εξίσου επικίνδυνη με το άγγιγμα. Ας μείνει εκεί που είναι μέχρι να το αφήσω στα χέρια του Ματ. Αυτός — αυτό ας το πάει στις Άες Σεντάι». Και ποιο αντίτιμο θα ζητήσουν γι’ αυτή τη Θεραπεία; Αλλά δεν έχει άλλη επιλογή. Ο Ραντ ένιωσε ενοχές, επειδή αισθανόταν ανακούφιση που, τουλάχιστον ο ίδιος, είχε ξεμπερδέψει από τις Άες Σεντάι. Στ’ αλήθεια ξεμπέρδεψα μαζί τους. Είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο.
«Το εγχειρίδιο! Μόνο για το εγχειρίδιο σε νοιάζει. Σου είπα να το ξεφορτωθείς. Το Κέρας του Βαλίρ, Ραντ».
«Όχι».
Τον πλησίασε, μ’ ένα λίκνισμα στο βάδισμα της, που τον έκανε να νιώσει έναν κόμπο στο λαιμό του. «Το μόνο που θέλω είναι να το δω στο φως της μέρας. Ούτε που θα το ακουμπήσω. Θα το κρατήσεις τού. Είναι κάτι για να θυμάμαι, το Κέρας του Βαλίρ στα χέρια σου». Του έπιασε τα χέρια καθώς μιλούσε· με το άγγιγμά της ένιωσε ένα γαργάλημα στην επιδερμίδα του και το στόμα του ξεράθηκε.
Κάτι για να θυμάται — όταν θα είχε φύγει... Μπορούσε να ξανακλείσει το εγχειρίδιο στο κιβώτιο αμέσως μόλις έβγαζε το Κέρας. Θα ήταν ωραίο αν κρατούσε το Κέρας στα χέρια του για να το δει στο φως.
Ευχήθηκε να ήξερε κι άλλα για τις Προφητείες του Δράκοντα. Τη μία φορά που είχε ακούσει τον σωματοφύλακα ενός εμπόρου να λέει ένα μέρος τους, τότε στο Πεδίο του Έμοντ, η Νυνάβε είχε χτυπήσει τον άνθρωπο εκείνο με σκούπα στην πλάτη, σπάζοντάς την. Από το λίγα που είχε ακούσει, τίποτα δεν ανέφερε το Κέρας του Βαλίρ.
Άες Σεντάι, που με θέλουν σκυλάκι τους. Η Σελήνη ακόμα τον κοίταζε κατάματα, με πρόσωπο τόσο νεανικό και όμορφο, που ο Ραντ ήθελε να τη φιλήσει παρά τις σκέψεις του. Ποτέ δεν είχε δει Άες Σεντάι να φέρεται σαν αυτήν, και έμοιαζε νέα, όχι αγέραστη. Μια κοπέλα της ηλικίας μου δεν Θα ήταν Άες Σεντάι. Αλλά...
«Σελήνη», είπε με χαμηλή φωνή, «μήπως είσαι Άες Σεντάι;»
«Άες Σεντάι», είπε εκείνη, σαν να έφτυνε το όνομα, τραβώντας απότομα τα χέρια της. «Άες Σεντάι! Όλο γι’ αυτό με κατηγορείς!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε το φόρεμά της, σαν να προσπαθούσε να ξαναβρεί την ψυχραιμία της. «Είμαι αυτό που είμαι, αυτή που είμαι. Και δεν είμαι Άες Σεντάι!» Και βυθίστηκε σε μια παγερή σιωπή, που έκανε ακόμα και τον πρωινό ήλιο να μοιάζει ψυχρός.
Ο Λόιαλ και ο Χούριν το αντιμετώπιζαν όσο πιο κόσμια μπορούσαν, προσπαθώντας να πιάσουν συζήτηση και να κρύψουν την αμηχανία τους, αλλά η Σελήνη τους έριζε ένα παγωμένο βλέμμα. Συνέχισαν το δρόμο τους.
Όμως μέχρι να στρατοπεδεύσουν εκείνη τη νύχτα, πλάι σ’ ένα ρέμα του βουνού που τους είχε προμηθεύσει με ψάρια για το φαγητό τους, η Σελήνη έμοιαζε να είχε ξαναβρεί τη διάθεσή της, συζητούσε με τον Ογκιρανό για βιβλία και μιλούσε γλυκά στον Χούριν.
Δεν μιλούσε όμως στον Ραντ, παρά μόνο όταν εκείνος μιλούσε πρώτος, κι αυτό συνεχίστηκε και το απόγευμα και την επόμενη μέρα, καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα βουνά που ορθωνόταν δεξιά κι αριστερά τους σαν πελώρια, τραχιά, γκρίζα τείχη, ανηφορίζοντας συνεχώς. Αλλά, όποτε ο Ραντ την κοίταζε, την έβρισκε να τον παρακολουθεί χαμογελώντας. Μερικές φορές ήταν χαμόγελο από κείνα που τον έκαναν να το ανταποδώσει, και μερικές από κείνα που τον έκαναν να ξεροβήξει και να κοκκινίσει, εξαιτίας των σκέψεών του, και άλλες πάλι φορές ήταν το μυστηριώδες, όλο γνώσεις χαμόγελο, το οποίο είχε κάποιες στιγμές και η Εγκουέν. Ήταν το χαμόγελο που τον έκανε να αισθάνεται παράξενα — αλλά τουλάχιστον ήταν χαμόγελο.
Δεν μπορεί να είναι Άες Σεντάι.
Ο δρόμος τους άρχισε να κατηφορίζει, κι ενώ ο ουρανός σουρούπωνε, το Μαχαίρι του Σφαγέα, επιτέλους, έδωσε τη θέση του σε λόφους, στρογγυλούς και πράους, με πιο πολλά δέντρα και αλσύλλια παρά δάση. Δεν υπήρχε κατασκευασμένος δρόμος, μονάχα ένα μονοπάτι, από κείνα που ήταν για να περνούν κάρα μια στις τόσες. Μερικοί λόφοι ήταν κομμένοι σχηματίζοντας αναβαθμίδες, όπου υπήρχαν χωράφια γεμάτα σπαρτά, αλλά χωρίς ανθρώπους, τέτοια ώρα. Τα διάσπαρτα κτίσματα από διάφορα αγροκτήματα ήταν μακριά από το δρόμο που είχαν πάρει και ο Ραντ το μόνο που διέκρινε ήταν ότι όλα ήταν φτιαγμένα από πέτρα.
Όταν είδε το χωριό μπροστά, τα φώτα είχαν κιόλας ανάψει και λαμπύριζαν σε μερικά παράθυρα προσμένοντας τη νύχτα.
«Απόψε θα κοιμηθούμε σε κρεβάτια», είπε.
«Θα το χαρώ, Άρχοντα Ραντ». Ο Χούριν γέλασε. Ο Λόιαλ ένευσε ότι συμφωνούσε.
«Στο πανδοχείο του χωριού», ξεφύσηξε η Σελήνη. «Βρώμικο, δίχως αμφιβολία, γεμάτο άπλυτους άνδρες, που θα κατεβάζουν τη μια μπύρα μετά την άλλη. Γιατί να μην κοιμηθούμε πάλι κάτω από τα αστέρια; Βρήκα ότι μου αρέσει να κοιμάμαι κάτω από τα άστρα».
«Δεν θα σου άρεσε να μας βρει ο Φάιν πάνω στον ύπνο», είπε ο Ραντ, «μαζί με κείνους τους Τρόλοκ. Με κυνηγά, Σελήνη. Και το Κέρας, επίσης, αλλά εμένα μπορεί να με βρει. Γιατί νομίζεις ότι πρόσεχα τόσο, αυτές τις μέρες;»
«Αν μας προλάβει ο Φάιν, θα τον κανονίσεις». Η φωνή της ήταν ψύχραιμη και σίγουρη. «Και μπορεί να υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι και στο χωριό».
«Αλλά, ακόμα και να ξέρουν ποιοι είμαστε, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα κοντά στους άλλους χωρικούς. Εκτός αν νομίζεις ότι οι πάντες στο χωριό είναι Σκοτεινόφιλοι».
«Κι αν ανακαλύψουν ότι μεταφέρεις το Κέρας; Είτε θέλεις μεγαλεία είτε όχι, ακόμα και οι αγρότες το ονειρεύονται».
«Έχει δίκιο, Ραντ», είπε ο Λόιαλ. «Φοβάμαι πως ακόμα και οι αγρότες ίσως θελήσουν να το πάρουν».
«Άνοιξε την κουβέρτα σου, Λόιαλ, και ρίξε την πάνω στο κιβώτιο. Σκέπασέ το». Ο Λόιαλ υπάκουσε και ο Ραντ ένευσε. Ήταν προφανές ότι κάτω από τη ριγέ κουβέρτα του Ογκιρανού υπήρχε ένα κιβώτιο ή ένα κουτί, αλλά τίποτα δεν φανέρωνε ότι δεν ήταν απλή αποσκευή. «Η ντουλάπα της Αρχόντισσάς μου», είπε ο Ραντ, χαμογελώντας πλατιά και κάνοντας μια υπόκλιση.
Η Σελήνη απάντησε στο αστειάκι του με σιωπή και μ’ ένα δυσανάγνωστο βλέμμα. Μετά από μια στιγμή, ξαναξεκίνησαν.
Σχεδόν αμέσως, προς τα αριστερά του Ραντ, κάτι στο έδαφος καθρέφτισε τον ήλιο που βασίλευε. Κάτι μεγάλο. Κάτι πολύ μεγάλο, αν έκρινε από το φως που αντανακλούσε. Νιώθοντας περιέργεια, έστριψε το άλογό του προς τα κει.
«Άρχοντά μου;» είπε ο Χούριν. «Το χωριό;»
«Απλώς θέλω να δω αυτό πρώτα», είπε ο Ραντ. Είναι πιο λαμπερό κι από το φως του ήλιου όταν πέφτει σε νερό. Τι μπορεί να είναι;
Έχοντας το βλέμμα στην αντανάκλαση, ξαφνιάστηκε, όταν ο Κοκκινοτρίχης σταμάτησε. Πριν τον κλωτσήσει για να συνεχίσει, κατάλαβε ότι στέκονταν στο πήλινο χείλος ενός βαράθρου, μπροστά σε μια πελώρια σκαμμένη περιοχή. Το μεγαλύτερο μέρος του λόφου είχε χαθεί, καθώς είχαν σκάψει σε βάθος τουλάχιστον εκατό απλωσιών. Σίγουρα είχαν εξαφανιστεί κι άλλοι λόφοι, μπορεί και μερικά χωράφια, γιατί η τρύπα είχε πλάτος δεκαπλάσιο του βάθους της. Η απέναντι πλευρά έμοιαζε πατημένη, έτσι ώστε να σχηματίζει ράμπα. Υπήρχαν άνδρες στον πυθμένα, καμιά δωδεκαριά, που άναβαν φωτιά· εκεί κάτω, πλησίαζε η νύχτα. Ανάμεσά τους κάποιες αρματωσιές γυάλιζαν στο φως και στα πλευρά τους κρέμονταν σπαθιά. Ο Ραντ σχεδόν δεν τους κοίταξε.
Από τον πηλό στον πάτο του λάκκου υψωνόταν γερτό ένα γιγαντιαίο πέτρινο χέρι, που κρατούσε μια κρυστάλλινη σφαίρα, κι ήταν αυτή που έλαμπε με τις τελευταίες αχτίδες του φωτός. Ο Ραντ κοίταξε χάσκοντας το μέγεθος της, αυτής της λείας σφαίρας —ήταν σίγουρος πως ούτε μια γρατζουνιά δεν χαλούσε την επιφάνειά της— η οποία είχε πλάτος τουλάχιστον είκοσι απλωσιές.
Κάπου παραπέρα από το χέρι, ήταν ξεθαμμένο ένα πέτρινο πρόσωπο αναλόγων διαστάσεων. Το πρόσωπο ενός άνδρα, γενειοφόρου, που ξεπρόβαλλε από το έδαφος με την αξιοπρέπεια της μακραίωνης ηλικίας του· τα πλατιά χαρακτηριστικά έμοιαζαν να έχουν σοφία και γνώση.
Το κενό σχηματίστηκε απρόσκλητο, πλήρες κι ολόκληρο μονομιάς, με το σαϊντίν να λάμπει, να καλεί. Ο Ραντ ήταν τόσο προσηλωμένος στο πρόσωπο που δεν συνειδητοποίησε καν τι είχε συμβεί. Είχε ακούσει κάποτε έναν καπετάνιο να μιλά για ένα γιγαντιαίο χέρι που κρατούσε μια πελώρια κρυστάλλινη σφαίρα· ο Μπέυλ Ντόμον ισχυριζόταν πως ξεπρόβαλλε από ένα λόφο στο νησί του Τρεμάλκινγκ.
«Αυτό είναι επικίνδυνο», είπε η Σελήνη. «Πάμε, Ραντ».
«Μου φαίνεται πως μπορώ να βρω μονοπάτι για να κατεβούμε», είπε αυτός αφηρημένα. Το σαϊντίν του τραγουδούσε. Η πελώρια λάμπα έμοιαζε να λάμπει κατάλευκη με το φως του δύοντος ήλιου. Του φαινόταν πως στα βάθη του κρυστάλλου, το φως στροβιλιζόταν με το ρυθμό του τραγουδιού του σαϊντίν. Αναρωτήθηκε γιατί οι άνδρες εκεί κάτω δεν το πρόσεχαν.
Μ Σελήνη τον πλησίασε και πήρε το χέρι του. «Σε παρακαλώ, Ραντ, πρέπει να έρθεις». Εκείνος κοίταξε το χέρι της, μπερδεμένος, και μετά το βλέμμα του ανηφόρισε το μπράτσο της και κατέληξε στο πρόσωπό της. Έμοιαζε πραγματικά ανήσυχη, ίσως και φοβισμένη. «Ας πούμε ότι το περβάζι δεν θα υποχωρήσει κάτω από τα άλογά μας και δεν θα σπάσουμε το λαιμό μας πέφτοντας· αλλά αυτοί οι άνδρες είναι φύλακες και κανένας δεν βάζει φύλακες σε μέρη που επιτρέπεται στους περαστικούς να χαζεύουν. Ποιο το όφελος που απέφυγες τον Φάιν, αν σε συλλάβουν οι φρουροί κάποιου άρχοντα; Έλα τώρα».
Ξαφνικά —μια μετέωρη, απόμακρη σκέψη— συνειδητοποίησε ό,τι τον περιέβαλλε το κενό. Το σαϊντίν τραγουδούσε και η σφαίρα παλλόταν —ακόμα και χωρίς να την κοιτάξει, την ένιωθε— και του ήρθε η σκέψη πως, αν τραγουδούσε κι ο ίδιος το τραγούδι του σαϊντίν, εκείνο το πελώριο πέτρινο πρόσωπο θα άνοιγε το στόμα και θα τραγουδούσε μαζί του. Μαζί του και μαζί με το σαϊντίν. Όλα ένα.
«Σε παρακαλώ, Ραντ», είπε η Σελήνη. «Θα πάω στο χωριό μαζί σου. Δεν θα ξαναμιλήσω για το Κέρας. Μόνο έλα!»
Ο Ραντ άφησε το κενό... κι εκείνο δεν χάθηκε. Το σαϊντίν γουργούριζε και το φως στη σφαίρα χτυπούσε σαν καρδιά. Σαν την καρδιά του. Ο Λόιαλ, ο Χούριν, η Σελήνη, όλοι τον κοίταζαν, αλλά έμοιαζαν να μην αντιλαμβάνονται την ολόλαμπρη πυρά του κρυστάλλου. Προσπάθησε να διώξει το κενό. Εκείνο στάθηκε ασάλευτο, σαν γρανίτης ο Ραντ έπλεε σε μια αδειανωσύνη, σκληρή σαν πέτρα. Το τραγούδι του σαϊντίν, το τραγούδι της σφαίρας, τα ένιωθε να ριγούν στα κόκαλά του. Αρνήθηκε βλοσυρά να παραδοθεί, άπλωσε βαθιά στον ι αυτό του... Λεν δα με...
«Ραντ». Δεν ήξερε ποιανού φωνή ήταν.
...άπλωσε για τον πυρήνα του ποιος ήταν, τον πυρήνα του τι ήταν...
...δεν θα...
«Ραντ». Το τραγούδι τον γέμιζε, γέμιζε την αδειανωσύνη.
...άγγιξε πέτρα, καυτή κάτω από τον άσπλαχνο ήλιο, παγωμένη από την ανελέητη νύχτα...
...δεν...
Το φως τον γέμισε, τον τύφλωσε.
«Μέχρι να μην υπάρχει πια απόσκιο», είπε μπερδεμένα, «μέχρι να μην υπάρχει πια νερό...»
Τον γέμισε η δύναμη. Ήταν ένα με τη σφαίρα.
«... στη Σκιά με τα δόντια γυμνωμένα...»
Η δύναμη ήταν δική του. Η Δύναμη ήταν δική του.
«... για να φτύσω στο μάτι του Τυφλωτή...»
Δύναμη για να Τσακίσει τον Κόσμο.
«...την τελευταία μέρα!» Ήταν μια κραυγή, κατ το κενό χάθηκε. Ο Κοκκινοτρίχης τινάχτηκε με το ξεφωνητό του· ο πηλός άρχισε να θρυμματίζεται κάτω από την οπλή του αλόγου και να χύνεται στο λάκκο. Το μεγάλο άλογο γονάτισε, Ο Ραντ έσκυψε μπροστά, πιάνοντας τα γκέμια, και ο Κοκκινοτρίχης βγήκε σε ασφαλές σημείο, μακριά από το χείλος.
Είδε ότι όλοι τον κοίταζαν. Η Σελήνη, ο Λόιαλ, ο Χούριν, όλοι. «Τι συνέβη;» Το κενό... Άγγιξε το μέτωπό του. Το κενό δεν είχε χαθεί όταν το είχε αφήσει και η λάμψη του σαϊντίν είχε δυναμώσει και... Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο. Σαϊντίν. Ένιωσε να παγώνει. «Μήπως... έκανα τίποτα;» Έσμιξε τα φρύδια, προσπαθώντας να θυμηθεί. «Είπα τίποτα;»
«Καθόσουν εκεί, σαν άγαλμα», είπε ο Λόιαλ, «μουρμούριζες μόνος σου, ό,τι και να σου λέγαμε. Δεν κατάλαβα τι έλεγες, παρά μόνο όταν φώναξες ‘μέρα!’ τόσο δυνατά, που παραλίγο θα ξυπνούσες και τους νεκρούς και θα έκανες τον Κοκκινοτρίχη να πέσει στο γκρεμό. Είσαι άρρωστος; Κάθε μέρα φέρεσαι όλο και πιο παράξενα».
«Λεν είμαι άρρωστος», είπε τραχιά ο Ραντ, και μετά απάλυνε τον τόνο του. «Είμαι μια χαρά, Λόιαλ». Η Σελήνη τον κοίταζε επιφυλακτικά.
Από το λάκκο ακούστηκαν κάποιοι να φωνάζουν, χωρίς να ξεχωρίζουν λόγια.
«Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν, «νομίζω ότι οι φρουροί τελικά μας πρόσεξαν. Αν ξέρουν δρόμο που να ανεβαίνει απ’ αυτή την πλευρά, θα μας φτάσουν από λεπτό σε λεπτό».
«Ναι», είπε η Σελήνη. «Ας φύγουμε γρήγορα».
Ο Ραντ κοίταξε τον τόπο της ανασκαφής και μετά τράβηξε γοργά το βλέμμα. Ο μεγάλος κρύσταλλος δεν είχε μέσα του τίποτα παρά μόνο το φως, που καθρεφτιζόταν από τον ήλιο του δειλινού, αλλά δεν ήθελε να το κοιτάξει. Σχεδόν μπορούσε να θυμηθεί... κάτι για τη σφαίρα. «Δεν βλέπω το λόγο να τους περιμένουμε. Δεν κάναμε τίποτα. Πάμε να βρούμε πανδοχείο». Έστρεψε τον Κοκκινοτρίχη προς το χωριό και σύντομα άφησαν πίσω τους και το λάκκο και τους φρουρούς που φώναζαν.
Όπως πολλά άλλα χωριά, το Τρεμόνσιεν καταλάμβανε την κορυφή ενός λόφου, αλλά, όπως και τα αγροκτήματα που είχαν περάσει στο δρόμο, είχαν σκάψει σ’ αυτό το λόφο αναβαθμίδες με πέτρινα τοιχάκια για να συγκρατούν το χώμα. Τετράγωνα πέτρινα σπίτια στέκονταν σε ακριβώς υπολογισμένα σημεία της γης, με λαχανόκηπους ακριβείας πίσω τους, πάνω σε λίγους ευθείς δρόμους, οι οποίοι συναντιόνταν μεταξύ τους σε ορθές γωνίες. Οι χωρικοί δεν είχαν συγκατανεύσει στην αναγκαιότητα της καμπύλης, στους δρόμους που πήγαιναν στην πίσω πλευρά του λόφου.
Αλλά όμως οι άνθρωποι έμοιαζαν αρκετά ανοιχτοί και φιλικοί, έτσι όπως κοντοστέκονταν για να χαιρετηθούν, καθώς έτρεχαν να ξεμπερδέψουν με τις τελευταίες δουλειές τους πριν βραδιάσει. Ήταν κοντοί —κανένας δεν ξεπερνούσε τον ώμο του Ραντ, και λίγοι έφταναν στο μπόι τον Χούριν— με σκούρα μάτια και χλωμά, στενά πρόσωπα, ντυμένοι με σκούρα ρούχα, με εξαίρεση κάτι λίγους, που είχαν μια πινελιά χρώματος οριζόντια στο στήθος. Οι μυρωδιές από μαγειρεμένα φαγητά —με παράξενα μπαχαρικά, όπως επέμενε η μύτη του Ραντ— γέμιζαν τον αέρα, αν και μερικές νοικοκυρές ακόμα έγερναν στις πόρτες τους για να μιλήσουν· οι πόρτες ήταν χωρισμένος στα δύο, έτσι μπορούσαν να έχουν ανοιχτό το πάνω μισό και κλειστό το κάτω. Οι άνθρωποι κοίταζαν τους νεοφερμένους με περιέργεια, δίχως ίχνος εχθρότητας. Μερικοί κοίταζαν λιγάκι παραπάνω τον Λόιαλ, βλέποντας έναν Ογκιρανό να προχωρά δίπλα σ’ ένα άλογο μεγάλο σαν επιβήτορας ράτσας Ντούραν, αλλά το βλέμμα δεν κρατούσε πολύ.
Το πανδοχείο, ακριβώς στην κορυφή του λόφου, ήταν από πέτρα, όπως όλα τα άλλα κτίρια του χωριού, και ήταν ολοφάνερο, χάρη σε μια ζωγραφισμένη ταμπέλα που κρεμόταν πάνω από τις πλατιές πόρτες. Τα Εννιά Δαχτυλίδια. Ο Ραντ κατέβηκε χαμογελώντας και έδεσε τον Κοκκινοτρίχη στο δοκάρι μπροστά. «Τα Εννιά Δαχτυλίδια» ήταν μια από τις αγαπημένες του περιπετειώδεις ιστορίες, όταν ήταν μικρός· και μάλλον ήταν ακόμα.
Η Σελήνη ακόμα έδειχνε ταραγμένη, όταν τη βοήθησε να ξεπεζέψει. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Δεν πιστεύω να σε τρόμαζα εκεί; Ο Κοκκινοτρίχης δεν θα έπεφτε από το γκρεμό μαζί μου». Αναρωτήθηκε τι στ’ αλήθεια είχε συμβεί.
«Με τρόμαξες», του είπε με πνιχτή φωνή, «και δεν τρομάζω εύκολα. Μπορεί να σκοτωνόσουν, να σκότωνες...» Έσιαξε το φόρεμά της. «Ας ανεβούμε στα άλογα να φύγουμε. Απόψε. Τώρα. Φέρε το Κέρας, και θα μείνω στο πλευρό σου για πάντα. Σκέψου το. Εγώ στο πλευρό σου και το Κέρας του Βαλίρ στα χέρια σου. Κι αυτό θα είναι μονάχα η αρχή, σου το υπόσχομαι. Τι παραπάνω να ζητήσεις;»
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ, Σελήνη. Το Κέρας...» Κοίταξε γύρω του. Ένας χωρικός κοίταξε από το παράθυρό του στην απέναντι πλευρά του δρόμου και μετά τράβηξε τις κουρτίνες· με το δειλινό ο δρόμος είχε σκοτεινιάσει και δεν φαινόταν άλλος κανείς, εκτός από τον Λόιαλ και τον Χούριν. «Το Κέρας δεν είναι δικό μου. Σου το έχω πει». Εκείνη του γύρισε την πλάτη και ο λευκός μανδύας της τον κράτησε μακριά της, σαν τοίχος φτιαγμένος από τούβλα.