2 Το Καλωσόρισμα

Οι θάλαμοι του Φαλ Ντάρα, με τους λείους πέτρινους τοίχους, οι οποίοι ήταν λιτά διακοσμημένοι με κομψές, απλές ταπισερί και ζωγραφισμένα διαχωριστικά, έβραζαν από τα νέα της επικείμενης άφιξης της Έδρας της Άμερλιν. Οι υπηρέτες, ντυμένοι στα μαύρα και κι χρυσά, πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, τρέχοντας να ετοιμάσουν δωμάτια, ή να μεταφέρουν οδηγίες στις κουζίνες, ενώ έλεγαν αναστενάζοντας πως δεν θα πρόφταιναν να ετοιμάσουν τα πάντα για μια τέτοια προσωπικότητα, αφού δεν τους είχαν προειδοποιήθει. Οι μαυρομάτηδες πολεμιστές, με τα κεφάλια ξυρισμένα έτσι ώστε να αφήνουν μόνο έναν κότσο στην κορυφή, δεμένο με δερμάτινη λωρίδα, δεν έτρεχαν, αλλά τα βήματά τους έδειχναν βιασύνη και τα πρόσωπα τους έλαμπαν, με ενθουσιασμό που φυσιολογικά έδειχναν μόνο στη μάχη. Μερικοί από τους άνδρες μιλούσαν στον Ραντ, καθώς αυτός περνούσε τρέχοντας δίπλα τους.

«Α, εδώ είσαι, Ραντ αλ’Θορ. Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου. Πας να πλυθείς; Πρέπει να είσαι στην τρίχα, όταν σε παρουσιάσουν στην Έδρα της Άμερλιν. Θα θέλει να δει εσένα και τους δύο φίλους σου, όπως επίσης και τις γυναίκες, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό.»

Ο Ραντ πήγε με γοργό βήμα προς την φαρδιά σκάλα που έβγαζε πια καταλύματα των ανδρών, Ήταν τόσο πλατιά, που μπορούσαν να σταθούν είκοσι άνδρες ο ένας πλάι στον άλλον.

«Η Άμερλιν αυτοπροσώπως, απροειδοποίητα, λες κι είναι ο τελευταίος πραματευτής. Μάλλον ήρθε για τη Μουαραίν Σεντάι κι εσάς του νότιους, ε; Τι άλλο;»

Οι πλατιές Θύρες με το σιδερένιο δέσιμο στα καταλύματα των ανδρών ήταν ανοιχτές και σχεδόν φρακαρισμένες από άνδρες με κότσους, που μιλούσαν μ’ έξαψη για την άφιξη της Άμερλιν.

«Ε, νότιε! Η Άμερλιν είναι εδώ. Πρέπει να ’ρθε για σένα και τους φίλους σου. Μα την ειρήνη, τι τιμή για σένα! Σπάνια φεύγει από την Ταρ Βάλον και, απ’ όσο θυμάμαι, δεν έχει ξανάρθει στις Μεθόριες.»

Απέκρουσε την προσοχή τους με λίγες λέξεις. Έπρεπε να πλυθεί. Να βρει καθαρό πουκάμισο. Δεν είχε ώρα για συζήτηση. Εκείνοι νόμισαν ότι είχαν καταλάβει και τον άφησαν να φύγει. Κανείς τους δεν ήξερε το παραμικρό, μόνο ότι ο Ραντ και οι φίλοι του ταξίδευαν συντροφιά με μια Άες Σεντάι, ότι δυο από τους φίλους του ήταν γυναίκες, οι οποίες πήγαιναν στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευθούν ως Άες Σεντάι, αλλά τα λόγια τους τον έσφαζαν σαν να ήξεραν τα πάντα. Ήρθε για μένα.

Πέρασε τρεχάλα τα διαμερίσματα των ανδρών, όρμηξε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Ματ και τον Πέριν... και πάγωσε, μένοντας έκπληκτος με το στόμα να χάσκει. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο γυναίκες, που φορούσαν τα μαύρα και τα χρυσά και δούλευαν μεθοδικά. Δεν ήταν μεγάλο, και τα παράθυρά του, δύο ψηλές και στενές βελοθυρίδες, οι οποίες έβλεπαν σε μια από τις εσωτερικές αυλές, δεν βοηθούσαν για να φανεί μεγαλύτερο. Στο δωμάτιο στριμώχνονταν τρία κρεβάτια σε εξέδρες με μαύρα και χρυσά πλακάκια, και το καθένα είχε ένα σεντούκι στην άκρη του, τρεις απλές καρέκλες, μια λεκάνη πλάι στην πόρτα και μια ψηλή, πλατιά ντουλάπα ρούχων. Οι οκτώ γυναίκες εκεί μέσα έμοιαζαν με ψάρια σε πανέρι.

Οι γυναίκες μόλις που του έριξαν μια ματιά και συνέχισαν να βγάζουν τα ρούχα του —και του Ματ και του Πέριν— από την ντουλάπα και να τα αντικαθιστούν με καινούργια. Ό,τι έβρισκαν στις τσέπες το έβαζαν πάνω στα σεντούκια και τα παλιά ρούχα τα πετούσαν σε μια στοίβα, σαν να ήταν κουρέλια.

«Μα τι κάνετε;» ζήτησε να μάθει, όταν ανάσανε ξανά. «Αυτά είναι τα ρούχα μου!» Μια από τις γυναίκες μύρισε και έχωσε το δάχτυλο της σε μια τρύπα του μανικιού του μοναδικού παλτού του, έπειτα το πρόσθεσε στη στοίβα στο πάτωμα.

Μια άλλη, μια μελαχρινή γυναίκα με ένα μεγάλο κρίκο με κλειδιά στη μέση της, στήλωσε το βλέμμα της πάνω του. Ήταν η Ελάνσου, η σαταγιάν του οχυρού. Ο Ραντ θεωρούσε αυτή τη γυναίκα με το μυτερό πρόσωπο κάτι σαν οικονόμο του σπιτιού, αν και το σπίτι που φρόντιζε ήταν ένα φρούριο και δεκάδες υπηρέτες έτρεχαν στις προσταγές της. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι όλα σου τα ρούχα είναι φθαρμένα και η Αρχόντισσα Αμαλίζα έκανε καινούργια για να σου τα δώσει. Μην μπλέκεσαι στα πόδια μας», πρόσδεσε αυστηρά, «και θα τελειώσουμε αμέσως.» Η σαταγιάν μπορούσε να εκφοβίσει τους περισσότερους άνδρες εκεί για να κάνουν ό,τι ήθελε —ακόμα και τον Άρχοντα Άγκελμαρ, απ’ ό,τι λέγαν μερικοί— και προφανώς δεν περίμενε ότι δα της δημιουργούσε πρόβλημα ένας νεαρός, ο οποίος θα μπορούσε να είναι και γιος της.

Ο Ραντ κατάπιε τα λόγια που ετοιμαζόταν να πει· δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. Η Έδρα της Άμερλιν από λεπτό σε λεπτό θα έστελνε να τον φωνάξουν. «Τιμή στην Αρχόντισσα Αμαλίζα για το δώρο της», κατάφερε να πει με το τυπικό των Σιναρανών, «και τιμή σε σένα, Ελάνσου Σαταγιάν. Σε παρακαλώ να μεταφέρεις τα λόγια μου στην Αρχόντισσα Αμαλίζα, και να της πεις ότι είπα, η καρδιά και η ψυχή υπηρετούν.» Αυτό μάλλον θα ικανοποιούσε την αγάπη των Σιναρανών για τυπικότητες που είχαν οι δύο γυναίκες. «Προς το παρόν, όμως, συγχώρεσέ με, πρέπει να αλλάξω.»

«Πολύ ωραία», είπε μ’ ευχάριστο ύφος η Ελάνσου. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε να πάρουμε όλα τα παλιά ρούχα. Ακόμα και τις κλωστές. Ακόμα και τα ασπρόρουχα.» Μερικές γυναίκες τον λοξοκοίταξαν. Καμία δεν έκανε να πλησιάσει την πόρτα.

Ο Ραντ δάγκωσε το μάγουλο του για να μην γελάσει υστερικά. Οι τρόποι του Σίναρ ήταν σε πολλά σημεία διαφορετικοί απ’ ό,τι είχε συνηθίσει και υπήρχαν μερικοί τους οποίους δεν θα συνήθιζε ποτέ, ακόμα κι αν ζούσε παντοτινά. Είχε συνηθίσει να κάνει μπάνιο τις μικρές ώρες του πρωινού, όταν οι μεγάλες πλακοστρωμένες πισίνες δεν είχαν κόσμο, από τη στιγμή που είχε ανακαλύψει ότι τις άλλες ώρες όλο και κάποια γυναίκα θα έμπαινε στο νερό μαζί του. Μπορεί να ήταν κάποια λαντζιέρα, μπορεί και η Αρχόντισσα Αμαλίζα, η ίδια η αδερφή του Άρχοντα Άγκελμαρ —τα μπάνια ήταν το μόνο μέρος του Σίναρ στο οποίο δεν υπήρχαν βαθμοί κι αξιώματα— που θα του ζητούσε να της τρίψει την πλάτη για να του ανταποδώσει με τον ίδιο τρόπο τη χάρη, ρωτώντας τον γιατί το πρόσωπό του ήταν τόσο κόκκινο, μήπως είχε περάσει πολλές ώρες στον ήλιο; Δεν είχαν αργήσει να καταλάβουν ότι κοκκίνιζε, και όλες οι γυναίκες του οχυρού έμοιαζαν γοητευμένες απ’ αυτή την αντίδρασή του.

Σε μια ώρα μπορεί να είμαι πεθαμένος, ή κάτι χειρότερο, κι αυτές θέλουν να με δουν να κοκκινίζω! Ξερόβηξε. «Αν περιμένετε έξω, θα σας δώσω τα υπόλοιπα. Στην τιμή μου.»

Μια γυναίκα χαχάνισε απαλά, τα χείλη της Ελάνσου έπαιξαν, αλλά η σαταγιάν ένευσε και έβαλε τις άλλες γυναίκες να πάρουν τους μπόγους που είχαν μαζέψει. Έμεινε τελευταία στο δωμάτιο, και κοντοστάθηκε για να προσθέσει, «Ακόμα και τις μπότες. Η Μουαραίν Σεντάι είπε τα πάντα.»

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα, ύστερα το ξανάκλεισε. Τουλάχιστον οι μπότες του, που τις είχε φτιάξει ο Άλγουιν αλ’Βαν, ο τσαγκάρης του Πεδίου του Έμοντ, ήταν ακόμα καλές, τις είχε σπάσει και του έρχονταν βολικές. Αν όμως, εγκαταλείποντάς τις, έπειθε την σαταγιάν να τον αφήσει ήσυχο για να μπορέσει να φύγει, τότε θα της τις έδινε και θα έλεγε ό,τι του ζητούσε. Δεν είχε χρόνο. «Ναι. Ναι, φυσικά. Στην τιμή μου.» Έσπρωξε το φύλλο της πόρτας, αναγκάζοντάς την να βγει έξω.

Όταν έμεινε μόνος, έπεσε στο κρεβάτι για να βγάλει τις μπότες του —μα ήταν ακόμα καλές, λιγάκι τριμμένες, το δέρμα σε μερικά σημεία είχε σκάσει, αλλά φοριόνταν και τις είχε σπάσει έτσι που ταίριαζαν στα πόδια του— και μετά γδύθηκε βιαστικά, σώριασε τα ρούχα πάνω στις μπότες και πλύθηκε βιαστικά στη λεκάνη. Το νερό ήταν κρύο· το νερό ήταν πάντα κρύο στα διαμερίσματα των ανδρών.

Η ντουλάπα είχε τρεις πλατιές πόρτες, σκαλισμένες με τον απλό Σιναρανό τρόπο, έτσι ώστε υπαινίσσονταν μια σειρά από καταρράκτες και βραχώδεις λιμνούλες χωρίς να τα δείχνουν ξεκάθαρα. Άνοιξε τη μεσαία πόρτα και κοίταξε για μια στιγμή τι είχε αντικαταστήσει τα λίγα ρούχα που είχε φέρει μαζί του. Δώδεκα παλιά με ψηλά κολάρα, από το πιο μαλακό μαλλί και πιο καλοραμμένα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ να φορά έμπορος ή άρχοντας, τα πιο πολλά κεντημένα σαν γιορτινά. Δώδεκα! Τρία πουκάμισα για κάθε παλτό· τόσο λινά όσο και μεταξωτά, με φαρδιά μανίκια και στενά μανικέτια. Δύο μανδύες. Δύο, ενώ όλη του τη ζωή τα βόλευε μια χαρά με έναν. Ο ένας μανδύας ήταν απλός, από ανθεκτικό μαλλί σκουροπράσινου χρώματος, ο άλλος μπλε, με σκληρό γιακά με χρυσοκέντητους ερωδιούς... και ψηλά, αριστερά στο στήθος, εκεί που ένας άρχοντας θα είχε το οικόσημό του...

Το χέρι του πλησίασε από μόνο του το μανδύα. Σαν να μην ήξεραν τι θα ένιωθαν, τα δάχτυλά του χάιδεψαν το κεντημένο ερπετό που ήταν κουλουριασμένο, σχεδόν σχηματίζοντας κύκλο, ένα ερπετό όμως που είχε τέσσερα πόδια και χαίτη λιονταρίσια, χρυσό και πορφυρό, με πέντε χρυσαφένια γαμψώνυχα σε κάθε πόδι. Το χέρι του τινάχτηκε, σαν να είχε καεί. Βοήθησε με, Φως μου! Η Αμαλίζα να το έκανε αυτό, ή η Μουαραίν; Πόσοι το είδαν; Πόσοι ξέρουν τι είναι, τι σημαίνει; Κι ένας να το ξέρα πολύ είναι. Που να καώ, πάει να με σκοτώσει. Η άτιμη η Μουαραίν δεν μου μιλάει καν, μα τώρα μου έδωσε ωραία καινούργια ρούχα, για να πεθάνω φορώντας τα!

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε σχεδόν να πηδήξει στον αέρα.

«Τελείωσες;» ακούστηκε η φωνή της Ελάνσου. «Ακόμα και τις κλωστές. Καλύτερα να...» Ένα τρίξιμο, σαν να έστριβε το πόμολο.

Ο Ραντ τινάχτηκε, όταν κατάλαβε ότι ήταν ακόμα γυμνός. «Τελείωσα», φώναξε. «Μα την ειρήνη! Μην μπεις μέσα!» μάζεψε βιαστικά ό,τι φορούσε, και τις μπότες και τα πάντα. «Τα φέρνω!» Κρύφτηκε πίσω από την πόρτα, την άνοιξε μόνο όσο χρειαζόταν για να βάλει το μπόγο στην αγκαλιά της σαταγιάν. «Αυτά είναι όλα.»

Εκείνη προσπάθησε να κοιτάξει από το άνοιγμα. «Είσαι σίγουρος; Η Μουαραίν Σεντάι είπε τα πάντα. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ρίξω μια ματιά—»

«Όλα είναι», μούγκρισε εκείνος. «Στην τιμή μου!» Της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα, σπρώχνοντάς την με τον ώμο του, και άκουσε γέλιο από την άλλη μεριά.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ντύθηκε βιαστικά. Δεν έβρισκε απίθανο ότι κάποια τους Θα έβρισκε πρόφαση για να μπει με το ζόρι ούτως ή άλλως. Το γκρι παντελόνι ήταν πιο σφιχτό απ’ όσο είχε συνηθίσει, αλλά και πάλι ήταν άνετο, και το πουκάμισο, με τα φουσκωτά μανίκια του, ήταν αρκετά λευκό για να ικανοποιήσει κάθε νοικοκυρά του Πεδίου του Έμοντ τη μέρα της μπουγάδας. Οι μπότες, που έφταναν ως το γόνατο του, ταίριαζαν, σαν να τις φορούσε ολόκληρο χρόνο. Ήλπισε αυτό να οφειλόταν στην δουλειά ενός καλού υποδηματοποιού και να μην αποτελούσε έργο των Άες Σεντάι.

Όλα αυτά τα ρούχα θα έκαναν ένα δέμα ψηλό σαν κι αυτόν. Αλλά είχε μάθει πάλι στις ανέσεις, τα καθαρά πουκάμισα, το ότι δεν φορούσε τα ίδια παντελόνια κάθε μέρα μέχρι που ο ιδρώτας και το χώμα να τα κάνουν πιο σκληρά κι από τις μπότες του κι αυτός να συνεχίζει πάλι να τα φορά. Πήρε τα σακίδια της σέλας από το σεντούκι και έχωσε μέσα ό,τι μπορούσε, έπειτα άπλωσε απρόθυμα το φανταχτερό μανδύα στο κρεβάτι και έβαλε πάνω του μερικά ακόμα πουκάμισα και παντελόνια. Όταν τον δίπλωσε με το επικίνδυνο σήμα από μέσα και το έδεσε με σχοινί για να το κρεμάσει από τον ώμο του, δεν έμοιαζε διαφορετικό από τα μπαγκάζια που είχε δει να κουβαλάνε άλλοι νεαροί στο δρόμο.

Σαλπίσματα ήχησαν από τις βελοθυρίδες, σάλπιγγες απ’ έξω, οι οποίες έπαιζαν μια φανφάρα πέρα από τα τείχη, και σάλπιγγες που αποκρίνονταν από τους πύργους του οχυρού.

«Θα το ξηλώσω, όταν βρω ευκαιρία», μουρμούρισε. Είχε δει γυναίκες να ξηλώνουν κέντημα όταν έκαναν λάθος, ή όταν είχαν αλλάξει γνώμη για το σχέδιο, και δεν φαινόταν πολύ δύσκολο.

Τα υπόλοιπα ρούχα —τα περισσότερα, δηλαδή— τα ξανάχωσε στην ντουλάπα. Δεν ήταν ανάγκη να αφήσει ενδείξεις της φυγής του για να τις βρει ο πρώτος που θα έχωνε το κεφάλι του στο δωμάτιο.

Ακόμα συνοφρυωμένος, γονάτισε πλάι στο κρεβάτι του. Οι πλακοστρωμένες εξέδρες στις οποίες κάθονταν τα κρεβάτια ήταν σόμπες· εκεί η φωτιά, που την άφηναν να σιγοκαίει ολονυχτίς, μπορούσε να κρατήσει το κρεβάτι ζεστό ακόμα και την πιο κρύα νύχτα του Σιναρανού χειμώνα. Ο Ραντ δεν είχε συνηθίσει σε τόση παγωνιά τις νύχτες τέτοια εποχή, αλλά τώρα οι κουβέρτες του έφταναν για να ζεσταθεί. Άνοιξε το πορτάκι της σόμπας και έβγαλε ένα δέμα, που δεν μπορούσε να το αφήσει πίσω. Ευτυχώς που η Ελάνσου δεν είχε σκεφτεί ότι θα ’βαζε κανείς ρούχα σε κείνο το μέρος.

Ακούμπησε το δέμα πάνω στις κουβέρτες, έλυσε τη μια άκρη και την ξεδίπλωσε. Ήταν ο μανδύας ενός βάρδου, γυρισμένος το μέσα-έξω για να κρύβει τα εκατοντάδες μπαλώματα που τον κάλυπταν, μπαλώματα σ’ ό,τι μέγεθος και χρώμα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο μανδύας δεν ήταν τρύπιος· τα μπαλώματα ήταν το διακριτικό βάρδου. Ενός βάρδου, κάποτε.

Μέσα του ήταν τυλιγμένες δύο θήκες από σκληρό πετσί. Η πιο μεγάλη είχε μια άρπα, την οποία ο Ραντ δεν άγγιζε ποτέ. Αυτή η άρπα δεν φτιάχτηκε για τα αδέξια δάχτυλα ενός αγρότη, μικρέ. Η άλλη, μακριά και λεπτή, έκρυβε ένα φλάουτο με χρυσά και αργυρά σκαλίσματα, το οποίο είχε χρησιμοποιήσει για να κερδίσει ψωμί και στέγη αρκετές φορές από τότε που είχε φύγει από το σπίτι του. Ο βάρδος, ο Θομ Μέριλιν, του είχε μάθει να παίζει αυτό το φλάουτο πριν πεθάνει. Ο Ραντ, κάθε φορά που το άγγιζε, θυμόταν τον Θομ, με το έντονο, γαλανό βλέμμα και τα μακριά λευκά μουστάκια, τον θυμόταν να του βάζει στα χέρια το δέμα και να του φωνάζει να τρέξει. Ύστερα και ο Θομ είχε αρχίσει να τρέχει —και στα χέρια του είχαν εμφανιστεί μαχαίρια, ως δια μαγείας, σαν να έδινε παράσταση— για να σταματήσει τον Μυρντράαλ, που ερχόταν να τους σκοτώσει.

Ανατρίχιασε και ξανάδεσε το μανδύα. «Αυτό τελείωσε.» Σκέφτηκε τον άνεμο στην κορυφή του πύργου και πρόσθεσε, «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν τόσο κοντά στη Μάστιγα.» Δεν ήξερε αν το πίστευε, τουλάχιστον με τον τρόπο που φαινόταν να το εννοεί ο Λαν. Πάντως, ανεξάρτητα από τον ερχομό της Έδρας της Άμερλιν, είχε παρακαθίσει στο Φαλ Ντάρα.

Φόρεσε το μανδύα που είχε αφήσει έξω —είχε ένα βαθυπράσινο χρώμα, που του θύμιζε τα δάση στο σπίτι, τη φάρμα του Ταμ στο Δυτικό Δάσος όπου είχε μεγαλώσει, και το Νεροδάσος, όπου είχε μάθει να κολυμπά— και φόρεσε το σπαθί με το σήμα του ερωδιού στη μέση του, κρεμώντας από την άλλη μεριά τη φαρέτρα, απ’ όπου τα βέλη ξεπρόβαλλαν σαν αγκάθια. Το τόξο του, με τη χορδή λυμένη, βρισκόταν ακουμπισμένο στη γωνία, μαζί με τα τόξα του Ματ και του Πέριν· το ξύλο του τόξου ήταν δυο χέρια ψηλότερό του. Το είχε φτιάξει μόνος του όταν είχε έρθει στο Φαλ Ντάρα, κι εκτός από τον ίδιο, μόνο ο Λαν και ο Πέριν μπορούσαν να το λυγίσουν. Έβαλε τη διπλωμένη κουβέρτα του και τον καινούργιο μανδύα του στις Θηλιές των δεμάτων, τα κρέμασε και τα δύο από τον αριστερό ώμο του, έριζε τα σακίδια της σέλας από πάνω κι έπιασε το τόξο. Άφηνε ελεύθερο το χέρι με το οποίο πιάνεις το σπαθί, σκέφτηκε. Να δείχνεις επικίνδυνος. Ίσως κάποιος να το πιστέψει.

Μισάνοιξε την πόρτα, είδε ότι ο διάδρομος φαν σχεδόν άδειος· ένας υπηρέτης με λιβρέα πέρασε φουριόζος, μα ούτε που κοίταξε τον Ραντ. Μόλις έσβησε ο ήχος των βημάτων του άλλου, ο Ραντ βγήκε στο διάδρομο.

Προσπάθησε να περπατά φυσικά, άνετα, αλλά με τα σακίδια στον ώμο και τους μπόγους στον ώμο ήξερε με τι έμοιαζε, σαν άνθρωπος που ξεκινούσε για μακρύ ταξίδι χωρίς να σκοπεύει να ξαναγυρίσει. Οι σάλπιγγες ήχησαν πάλι, κι εδώ, μέσα στο οχυρό, ακούστηκαν πιο αμυδρές.

Ο Ραντ είχε άλογο, έναν ψηλό ρούσσο επιβήτορα στο βόρειο στάβλο, που λεγόταν ο Στάβλος του Άρχοντα και ήταν κοντά στη μικρή πύλη που χρησιμοποιούσε ο Άρχοντας Άγκελμαρ όταν έβγαινε με το άλογο. Ούτε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα, ούτε η οικογένειά του θα πήγαιναν για ιππασία σήμερα, όμως, και ο στάβλος ίσως να ήταν άδειος, με εξαίρεση τους σταβλίτες, Για να φτάσει κανείς στο Στάβλο του Άρχοντα από το δωμάτιο του Ραντ υπήρχαν δύο τρόποι. Ο ένας θα τον έφερνε γύρω από το οχυρό, πίσω από τον ιδιωτικό κήπο του Άρχοντα Άγκελμαρ, μετά από τη αντίπερα μεριά και μέσα από το πεταλωτήριο, που κι αυτό τώρα θα ήταν άδειο, και θα κατέληγε στην αυλή του στάβλου. Ο άλλος δρόμος ήταν πολύ πιο σύντομος· πρώτα θα περνούσε από την εξωτερική αυλή, όπου σχεδόν αυτή τη στιγμή έφτανε η Έδρα της Άμερλιν μαζί με καμιά δεκαριά Άες Σεντάι, ή και περισσότερες.

Το πετσί του ανατρίχιασε μ’ αυτή τη σκέψη· δεν ήθελε άλλα μπλεξίματα με τις Άες Σεντάι. Έστω και με μία, και πάλι πολύ ήταν. Το έλεγαν τα παραμύθια και ο Ραντ ήξερε ότι ήταν γεγονός. Αλλά δεν ξαφνιάστηκε, όταν τα πόδια του τον τράβηξαν μόνα τους προς την εξωτερική αυλή. Δεν Θα έβλεπε ποτέ τη Θρυλική Ταρ Βάλον —δεν μπορούσε να το ρισκάρει, ούτε τώρα ούτε ποτέ άλλοτε— αλλά Θα μπορούσε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην Έδρα της Άμερλιν πριν φύγει. Θα ήταν σαν να έβλεπε βασίλισσα. Μα δεν μπορεί να είναι επικίνδυνο να κοιτάξω, έτσι από μακριά. Θα συνεχίσω το δρόμο μου και θα φύγω, πριν καταλάβει καν ότι πέρασα από κει.

Άνοιξε τη βαριά πόρτα με τη σιδερένια ενίσχυση που έβγαζε στην εξωτερική αυλή και βγήκε σιωπηλά. Υπήρχε κόσμος στο διάδρομο των σκοπών, στην κορυφή κάθε τείχους· στρατιώτες με κότσο, υπηρέτες με λιβρέες, εργάτες ακόμα λασπωμένοι, όλοι κολλητά ο ένας στον άλλον, παιδιά που κάθονταν σε ώμους μεγάλων για να δουν πάνω από το κεφάλι τους, ή που στριμώχνονταν γύρω από τα γόνατα και τη μέση τους για να κρυφοκοιτάξουν. Ακόμα και τα μπαλκόνια των τοξοτών ξεχείλιζαν, σαν βαρέλια με μήλα, και πρόσωπα ξεμύτιζαν ακόμα και από τις βελοθυρίδες στα τείχη. Ένα πυκνό ανθρώπινο πλήθος στεκόταν αντίκρυ στην πλατεία σαν άλλο ένα τείχος. Κι όλοι έβλεπαν και περίμεναν σιωπηλά.

Ο Ραντ προχώρησε, ανοίγοντας δρόμο πλάι στο τείχος, μπροστά από τους πάγκους των σιδεράδων και των κατασκευαστών βελών που περικύκλωναν την αυλή —το Φαλ Ντάρα ήταν φρούριο, όχι παλάτι, παρά το μέγεθος και την τραχιά μεγαλοπρέπειά του, και τα πάντα εξυπηρετούσαν αυτό το σκοπό— ζητώντας χαμηλόφωνα συγνώμη από τους ανθρώπους που έσπρωχνε. Μερικοί κοίταζαν γύρω κατσουφιάζοντας, και κάποιοι έριχναν και δεύτερη ματιά στα σακίδια και χα δέματά του, κανένας όμως δεν έσπαζε τη σιωπή. Οι περισσότεροι δεν κοίταζαν καν αυτόν που τους σκουντούσε.

Ο Ραντ μπορούσε άνετα να δει πάνω από τα κεφάλια των περισσοτέρων, όσο για να διακρίνει τι συνέβαινε στην αυλή. Λίγο πιο μέσα από την κεντρική πύλη, μια σειρά ανδρών στεκόταν πλάι στα άλογά τους, δεκάξι συνολικά. Δεν υπήρχαν δυο που να έχουν όμοια πανοπλία ή σπαθί, και κανένας δεν έμοιαζε με τον Λαν, αλλά ο Ραντ δεν αμφέβαλλε ότι ήταν Πρόμαχοι. Στρογγυλά πρόσωπα, τετράγωνα πρόσωπα, μακρουλά πρόσωπα, στενά πρόσωπα, όλοι τους είχαν την ίδια έκφραση, σαν να έβλεπαν και να άκουγαν πράγματα, που δεν έφταναν στα μάτια και τα αυτιά των άλλων ανθρώπων. Έτσι όπως στέκονταν νωχελικά, έμοιαζαν πιο θανάσιμοι κι από κοπάδι λύκων. Μόνο μια ομοιότητα ακόμα υπήρχε. Όλοι μα όλοι φορούσαν τον μανδύα που άλλαζε χρώματα, τον οποίο ο Ραντ είχε πρωτοδεί να φορά ο Λαν, τον μανδύα που συχνά έμοιαζε να γίνεται ένα μ’ ό,τι ήταν πίσω του. Ήταν θέαμα που ενοχλούσε το βλέμμα κι έφερνε ταραχή, τόσοι άνδρες μ’ αυτούς τους μανδύες.

Δώδεκα απλωσιές μπροστά από τους Πρόμαχους, μια σειρά γυναικών στεκόταν πλάι στα κεφάλια των αλόγων τους, με τις κουκούλες τους ριγμένες πίσω. Ο Ραντ τώρα μπορούσε να τις μετρήσει. Δεκατέσσερις. Δεκατέσσερις Άες Σεντάι. Αυτό πρέπει να ήταν. Ψηλές και κοντές, λεπτές και παχουλές, ξανθές και μελαχρινές, με μαλλιά κοντά ή μακριά, αφημένα να πέφτουν στους ώμους ή πλεγμένα πλεξούδες, με ρούχα διαφορετικά, όπως και των Προμάχων, με κάθε μια τους να φορά κάτι διαφορετικό σε κόψιμο και χρώμα. Όμως κι αυτές επίσης είχαν μια ομοιότητα, κάτι που ήταν φανερό μόνο όταν στέκονταν έτσι μαζί. Όλες μα όλες έμοιαζαν αγέραστες. Ο Ραντ έτσι από μακριά θα έλεγε ότι ήταν όλες νεαρές, αλλά ήξερε ότι από πιο κοντά θα ήταν σαν τη Μουαραίν. Θα έδειχναν νέες, αλλά όχι ακριβώς, η επιδερμίδα τους θα ήταν απαλή, αλλά τα πρόσωπα υπερβολικά ώριμα για νιότη, τα μάτια τους θα παραέδειχναν έμπειρα.

Πιο κοντά; Βλάκα! Ακόμα κι εδώ παραείμαι κοντά! Που να καώ, έπρεπε να πάρω τον μακρύτερο δρόμο. Προχώρησε προς τον προορισμό του, άλλη μια πόρτα με σιδερένια ενίσχυση στην άλλη άκρη της αυλής, αλλά δεν μπορούσε να μην κοιτάζει.

Οι Άες Σεντάι, αγνοούσαν ατάραχες τους θεατές και είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο παλανκίνο με τις κουρτίνες, που τώρα ήταν στο κέντρο της αυλής. Τα άλογα στέκονταν ακίνητα, σαν να κρατούσαν ιπποκόμοι τα γκέμια τους, μα υπήρχε μόνο μια γυναίκα δίπλα στο παλανκίνο, με πρόσωπο Άες Σεντάι, η οποία δεν έδινε σημασία στα άλογα. Το ραβδί που κρατούσε όρθιο μπροστά της και με τα δύο χέρια ήταν ψηλό όσο η ίδια, και η χρυσή φλόγα στην οποία κατέληγε υψωνόταν πάνω από τα μάτια της.

Ο Άρχοντας Άγκελμαρ αντίκριζε το παλανκίνο από την άλλη άκρη της αυλής, ευθυτενής και γεροδεμένος και ανέκφραστος. Το θαλασσί χιτώνιο του με το ψηλό κολάρο είχε το σήμα του Οίκου Τζάγκαντ, τρεις κόκκινες αλεπούδες που τρέχουν, όπως επίσης και το σκυμμένο μαύρο γεράκι του Σίναρ. Πλάι του στεκόταν ο Ρόναν, μαραμένος από τα χρόνια, μα ακόμα ψηλός· τρεις αλεπούδες σκαλισμένες σε κόκκινη αβατίνη έστεφαν την κορυφή του ραβδιού που κρατούσε ο σαμπαγιάν. Ο Ρόναν ήταν ισότιμος της Ελάνσου στην ιεραρχία του οχυρού, σαμπαγιάν μαζί με σαταγιάν, όμως η Ελάνσου δεν άφηνε άλλες δουλειές γι’ αυτόν παρά μόνο τις τελετές και το ρόλο του γραμματέα του Άρχοντα Άγκελμαρ. Οι κότσοι και των δυο ανδρών ήταν άσπροι σαν το χιόνι.

Όλοι —οι Πρόμαχοι, οι Άες Σεντάι, ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα και ο σαμπαγιάν του— στέκονταν μαρμαρωμένοι. Το πλήθος που παρακολουθούσε έμοιαζε να κρατά την ανάσα του. Ο Ραντ, άθελά του, σταμάτησε.

Ξαφνικά ο Ρόναν χτύπησε δυνατά το ραβδί του τρεις στις μεγάλες πλάκες, φωνάζοντας μέσα στη σιωπή, «Ποιος έρχεται εδώ; Ποιος έρχεται εδώ; Ποιος έρχεται εδώ;»

Η γυναίκα πλάι στο παλανκίνο χτύπησε τρεις φορές το ραβδί της σε απάντηση. «Η Φύλακας των Σφραγίδων. Η Φλόγα της Ταρ Βάλον. Η Έδρα της Άμερλιν».

«Γιατί να φυλάμε;» ζήτησε να μάθει ο Ρόναν.

«Για την ελπίδα της ανθρωπότητας», αποκρίθηκε η ψηλή γυναίκα.

«Ενάντια σε ποιον φρουρούμε;»

«Τη σκιά του μεσημεριού».

«Πόσον καιρό θα φρουρούμε;»

«Από την αυγή ως την αυγή, όσο γυρνά ο Τροχός του Χρόνου».

Ο Άγκελμαρ υποκλίθηκε και ο λευκός κότσος του σάλεψε στο αεράκι. «Το Φαλ Ντάρα προσφέρει ψωμί κι αλάτι και καλωσόρισμα. Καλωσόριστη είναι η Φλόγα της Ταρ Βάλον στο Φαλ Ντάρα, επειδή εδώ είμαστε και φυλάμε, εδώ κρατάμε το Σύμφωνο. Καλωσόρισες».

Η ψηλή γυναίκα τράβηξε την κουρτίνα του παλανκίνου και η Έδρα της Άμερλιν βγήκε έξω. Μελαχρινή, αγέραστη σαν όλες τις Άες Σεντάι, το βλέμμα της πλανήθηκε στους μαζεμένους θεατές καθώς σηκωνόταν. Ο Ραντ έκανε ένα στιγμιαίο μορφασμό, όταν η ματιά της πέρασε από πάνω του· ένιωσε σαν να τον είχε αγγίξει. Αλλά τα μάτια της τον προσπέρασαν και κατέληξαν στον Άρχοντα Άγκελμαρ. Ένας υπηρέτης με λιβρέα γονάτισε δίπλα της, κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο με διπλωμένες πετσέτες που άχνιζαν. Εκείνη σκούπισε μ’ επισημότητα τα χέρια της και έφερε το υγρό πανί στο πρόσωπό της. «Σ’ ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, γιε μου. Είθε το Φως να φωτίζει τον Οίκο τον Οίκο Τζάγκαντ. Είδε το Φως να φωτίζει το Φαλ Ντάρα και τους ανθρώπους του».

Ο Άγκελμαρ υποκλίθηκε ξανά. «Μας τιμάς, Μητέρα». Δεν φαινόταν παράξενο, που αυτή τον αποκαλούσε γιο κι αυτός την έλεγε Μητέρα, παρ’ όλο που αν σύγκρινε κανείς χα λεία μάγουλά της με το σκαμμένο πρόσωπό του θα έλεγε ότι ήταν πατέρας της, ή ακόμα και παππούς της. Η ισχύς της παρουσίας της έφτανε και ξεπερνούσε τη δική του. «Ο Οίκος Τζάγκαντ είναι δικός σου. Το Φαλ Ντάρα είναι δικό σου».

Ζητωκραυγές υψώθηκαν απ’ όλες τις πλευρές κι αντήχησαν στα τείχη του οχυρού, σαν κύματα που σκάνε σε βράχια.

Ο Ραντ τρεμούλιασε και έσπευσε στην πάρια που θα τον έσωζε, χωρίς να τον νοιάζει τώρα ποιον έσπρωχνε. Η φαντασία σου είναι. Η Άμερλιν δεν ξέρει καν ποιος είσαι. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Μα το αίμα και τις στάχτες, αν με... Δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα είχε συμβεί, αν είχε καταλάβει ποιος ήταν, τι ήταν. Τι θα συνέβαινε, όταν τελικά το μάθαινε. Αναρωτήθηκε αν εκείνη είχε σχέση με τον αέρα στον πύργο· οι Άες Σεντάι ήξεραν από τέτοια κόλπα. Όταν πέρασε την πόρτα και την έκλεισε βροντερά πίσω του, πνίγοντας το βρυχηθμό του καλωσορίσματος, που ακόμα τράνταζε την αυλή, ανάσανε βαθιά με ανακούφιση.

Οι διάδρομοι εδώ ήταν άδειοι, όπως και οι άλλοι που είχε περάσει, και παραλίγο θα άρχιζε να τρέχει. Πέρασε από μια μικρότερη αυλή, που στο κέντρο της ένα σιντριβάνι ανάβλυζε, μπήκε σ’ άλλον ένα διάδρομο και βγήκε σε μια λιθόστρωτη αυλή στάβλου. Ο Στάβλος του Άρχοντα, κατασκευασμένος μέσα στο τείχος του οχυρού, στεκόταν ψηλός και μακρύς, με μεγάλα παράθυρα ανοιγμένα στα τείχη και άλογα σε δύο πατώματα. Το πεταλωτήριο στην άλλη πλευρά της αυλής ήταν βουβό, αφού ο πεταλουργός και οι βοηθοί του είχαν πάει να δουν το Καλωσόρισμα.

Ο Τέμα, ο αρχισταβλίτης με το τραχύ, μελαψό πρόσωπο, τον αντάμωσε στις πλατιές πόρτες με μια βαθιά υπόκλιση, αγγίζοντας πρώτα το μέτωπο και μετά την καρδιά του. «Με το πνεύμα και την καρδιά υπηρετεί, Άρχοντά μου. Πώς μπορεί να σε υπηρετήσει ο Τέμα, Άρχοντά μου;» Δεν υπήρχε εδώ ο κότσος των πολεμιστών· τα μαλλιά του Τέμα στέκονταν στο κεφάλι του σαν αναποδογυρισμένη γκρίζα κούπα.

Ο Ραντ αναστέναξε. «Για εκατοστή φορά, Τέμα, δεν είμαι άρχοντας».

«Όπως επιθυμεί ο Άρχοντάς μου». Η υπόκλιση του σταβλίτη τώρα ήταν ακόμα πιο βαθιά.

Γι’ αυτό το πρόβλημα έφταιγε το όνομά του, και μια ομοιότητα. Ραντ αλ’Θορ. Αλ’Λαν Μαντράγκοραν. Για τον Λαν, σύμφωνα με τα έθιμα της Μαλκίρ, το βασιλικό «αλ» ανήγγειλε πως ήταν Βασιλιάς, αν και ο ίδιος προσωπικά ποτέ δεν το χρησιμοποιούσε. Για τον Ραντ, το «αλ» ήταν απλώς ένα κομμάτι του ονόματος του, αν κι είχε ακούσει ότι κάποτε, πριν πολύ καιρό, πριν οι Δύο Ποταμοί ονομαστούν Δύο Ποταμοί, η λέξη σήμαινε «γιος του». Μερικοί υπηρέτες του οχυρού του Φαλ Ντάρα, όμως, το είχαν πάρει σαν να σήμαινε πως ήταν κι αυτός βασιλιάς, ή έστω πρίγκιπας. Φέρνοντας συνεχώς αντιρρήσεις, κατάφερε να γίνει απλός άρχοντας. Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε· τόσες υποκλίσεις και φιλοφρονήσεις δεν έβλεπε ούτε μπροστά στον Άρχοντα Άγκελμαρ.

«Θέλω να σελώσεις τον Κοκκινοτρίχη, Τέμα». Ήξερε ότι κακώς θα ζητούσε να το κάνει μόνος του· ο Τέμα δεν θα άφηνε τον Ραντ να λερώσει τα χέρια του. «Σκέφτηκα να περάσω μερικές μέρες τριγυρνώντας στην εξοχή γύρω από την πόλη». Με μερικές μέρες ταξίδι στην πλάτη του ρούσου επιβήτορα θα έφτανε στον Ποταμό Ερίνιν, ή θα περνούσε τα σύνορα με το Αράφελ. Εκεί θα με χάσουν δια παντός.

Ο σταβλίτης διπλώθηκε στα δύο, κι έμεινε έτσι λυγισμένος. «Συγχώρα με, Άρχοντά μου», ψιθύρισε βραχνά. «Συγχώρα με, αλλά ο Τέμα δεν μπορεί να υπακούσει».

Ο Ραντ κοκκίνισε από αμηχανία, κοίταξε με αγωνία γύρω —δεν φαινόταν κανένας— και άρπαζε τον άλλο από τον ώμο και τον τράβηξε να σηκωθεί. Μπορεί να μην κατάφερνε να εμποδίσει αυτό το φέρσιμο του Τέμα και μερικών άλλων, αλλά προσπαθούσε να μην το δει κανείς άλλος. «Γιατί όχι, Τέμα; Τέμα, κοίτα με, σε παρακαλώ. Γιατί όχι;»

«Είναι διαταγή, Άρχοντά μου», είπε ο Τέμα, πάλι ψιθυριστά. Το βλέμμα του χαμήλωνε συνεχώς, όχι από φόβο, αλλά από ντροπή που δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ζητούσε ο Ραντ. Οι Σιναρανοί αντιμετώπιζαν την ντροπή όπως άλλοι άνθρωποι την κατηγορία της κλεψιάς. «Κανόνα άλογο δεν θα φύγει από αυτό το στάβλο, αν δεν έρθουν άλλες διαταγές. Από κανένα στάβλο του οχυρού, Άρχοντά μου».

Ο Ραντ είχε ανοίξει το στόμα για να του πει ότι δεν πείραζε, αλλά τώρα έγλειψε τα χείλη. «Κανένα άλογο από κανένα στάβλο;»

«Ναι, Άρχοντά μου. Η διαταγή ήρθε εδώ και λίγη ώρα. Μερικές στιγμές πριν». Η φωνή του Τέμα δυνάμωσε. «Κι όλες οι πύλες έκλεισαν, Άρχοντά μου. Κανένας δεν μπορεί να μπει και να βγει δίχως άδεια. Ούτε καν η περίπολος της πόλης, έτσι είπαν στον Τέμα».

Ο Ραντ ξεροκατάπιε, αλλά δεν άλλαξε η αίσθηση που είχε ότι κάποια δάχτυλα έσφιγγαν το λαιμό του. «Η διαταγή, Τέμα. Ήρθε από τον Άρχοντα Άγκελμαρ;»

«Φυσικά, Άρχοντά μου. Από ποιον άλλον; Βέβαια δεν έφερε ο Άρχοντας Άγκελμαρ τη διαταγή στον Τέμα, ούτε στον άνθρωπο που την έφερε στον Τέμα, αλλά, Άρχοντά μου, ποιος άλλος στο Φαλ Ντάρα θα μπορούσε να δώσει τέτοια διαταγή;»

Ποιος άλλος; Ο Ραντ τινάχτηκε, καθώς η μεγαλύτερη καμπάνα στον πύργο του οχυρού ήχησε μελωδικά. Την ακολούθησαν κι οι άλλες καμπάνες του οχυρού και ύστερα της πόλης.

«Μ’ όλο το θάρρος του Τέμα», φώναξε ο σταβλίτης μέσα στις κωδωνοκρουσίες, «ο Άρχοντάς μου πρέπει να είναι πολύ χαρούμενος».

Ο Ραντ φώναξε για να ακουστεί. «Χαρούμενος; Γιατί;»

«Το Καλωσόρισμα τελείωσε, Άρχοντά μου». Ο Τέμα έδειξε το κωδωνοστάσιο. «Τώρα η Έδρα της Άμερλιν θα ζητήσει να δει τον Άρχοντά μου, και τους φίλους του Άρχοντά μου».

Ο Ραντ το έβαλε στα πόδια. Μόλις που πρόλαβε να δει την έκπληξη στο πρόσωπο του Τέμα, και μετά χάθηκε. Δεν τον ένοιαζε τι σκεφτόταν ο Τέμα. Θα ζητήσει να με δει τώρα.

Загрузка...