41 Διαφωνίες

Ο κεραυνός μπουμπούνισε στη σκοτεινιά του απογευματινού ουρανού. Ο Ραντ σήκωσε κι άλλο την κουκούλα του μανδύα του, ελπίζοντας ότι δα σταματούσε έστω λίγη παγωνιά. Ο Κοκκινοτρίχης τσαλαβουτούσε απτόητος στις λασπολακκούβες. Η κουκούλα κρεμόταν μουσκεμένη από το κεφάλι του Ραντ, όπως και ο μανδύας από τους ώμους του, και το όμορφο μαύρο πανωφόρι του ήταν εξίσου υγρό και κρύο. Αν η θερμοκρασία έπεφτε λιγάκι ακόμα, θα τους έπιανε χιονόνερο ή χιόνι αντί για βροχή. Το χιόνι σύντομα θα ξαναρχόταν· ο κόσμος στο χωριό που είχαν περάσει τους είχαν πει ότι ήδη είχε χιονίσει δυο φορές φέτος. Ο Ραντ, καθώς έτρεμε, ευχήθηκε να χιόνιζε. Τουλάχιστον τότε δεν θα ήταν βρεγμένος ολόκληρος.

Η φάλαγγα προχωρούσε δύσκολα, και οι στρατιώτες κοίταζαν επιφυλακτικά την ανώμαλη περιοχή γύρω τους. Η Γκρίζα Κουκουβάγια του Ίνγκταρ κρεμόταν βαριά, ακόμα κι όταν ο άνεμος δυνάμωνε. Ο Χούριν, μερικές φορές, τραβούσε την κουκούλα του για να μυρίσει τον αέρα· έλεγε ότι ούτε η βροχή ούτε το κρύο επιδρούσαν στα ίχνη, τουλάχιστον στα ίχνη που έψαχνε αυτός, αλλά ως τώρα ο μυριστής δεν είχε βρει τίποτα. Ο Ραντ πίσω του άκουσε τον Ούνο να μουρμουρίζει μια βλαστήμια. Ο Λόιαλ όλο ασχολιόταν με τα σακίδια του· δεν τον πείραζε που βρεχόταν, αλλά συνεχώς ανησυχούσε για τα βιβλία του. Όλοι ένιωθαν χάλια, εκτός από τη Βέριν, που ήταν χαμένη στις σκέψεις της και δεν είχε προσέξει καν ότι η κουκούλα της είχε πέσει, αφήνοντας το πρόσωπο της εκτεθειμένο στη βροχή.

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα;» ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ. Μια φωνούλα στο βάθος του μυαλού του είπε ότι μπορούσε να το κάνει και ο ίδιος. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αγκαλιάσει το σαϊντίν. Τόσο γλυκό, το κάλεσμα του σαϊντίν. Να σε γεμίσει η Μία Δύναμη, να γίνεις ίνα με την καταιγίδα. Θα έφερνε στους ουρανούς λιακάδα, ή θα ίππευε την καταιγίδα που μαινόταν, θα την ξεσήκωνε να λυσσάξει και θα καθάριζε το Τόμαν Χεντ από τη θάλασσα ως τον κάμπο. Μπορούσε να αγκαλιάσει το σαϊντίν. Έπνιξε τη λαχτάρα δίχως έλεος.

Η Άες Σεντάι τινάχτηκε. «Τι; Α. Φαντάζομαι. Λιγάκι. Δεν μπορώ να σταματήσω τόσο μεγάλη καταιγίδα μόνη μου —καλύπτει πολύ μεγάλη περιοχή— αλλά μπορώ να τη μειώσω κάπως. Τουλάχιστον εδώ που είμαστε». Σκούπισε τη βροχή από το πρόσωπο της, φάνηκε να καταλαβαίνει για πρώτη φορά ότι η κουκούλα της είχε γλιστρήσει, και την ξανασήκωσε αφηρημένα.

«Τότε γιατί δεν το κάνεις;» είπε ο Ματ. Το τρεμουλιαστό πρόσωπο του, που κρυφοκοίταζε κάτω από την κουκούλα του, έμοιαζε να κοιτάζει το θάνατο κατάματα, αλλά η φωνή του ήταν ζωηρή.

«Επειδή, αν χρησιμοποιούσα τόσο πολύ από τη Μία Δύναμη, κάθε Άες Σεντάι που είναι σε πιο κοντινή απόσταση από δέκα μίλια θα ήξερε ότι κάποια είχε διαβιβάσει. Δεν θέλουμε να πέσουν πάνω μας αυτοί οι Σωντσάν με τις νταμέην τους». Το στόμα της σφίχτηκε με θυμό.

Είχαν μάθει κάποια πράγματα γι’ αυτούς τους εισβολείς σε κείνο το χωριό, που λεγόταν ο Μύλος του Ατουάν, αν και τα πιο πολλά γεννούσαν περισσότερες ερωτήσεις από τις απαντήσεις που έδιναν. Οι άνθρωποι εκεί τη μια στιγμή μιλούσαν και φλυαρούσαν, την άλλη κλείδωναν τα στόματα, έτρεμαν και κοίταζαν πάνω από τον ώμο τους. Όλοι ριγούσαν από το φόβο μήπως επιστρέψουν οι Σωντσάν με τα τέρατά τους και τις νταμέην τους. Γυναίκες οι οποίες θα ’πρεπε να είναι Άες Σεντάι, τώρα ήταν δεμένες στο λουρί σαν ζώα, κι αυτό φόβιζε τους χωρικούς πιο πολύ απ’ όσο τα παράξενα πλάσματα που είχαν οι Σωντσάν, πλάσματα που τα περιέγραφαν μόνο ψιθυριστά, λέγοντας ότι είχαν βγει από εφιάλτες. Και το χειρότερο απ’ όλα, ο τρόπος που είχαν χρησιμοποιήσει οι Σωντσάν για να τους παραδειγματίσουν πριν φύγουν, ακόμα έκανε τους χωρικούς να νιώθουν παγωνιά ως το μεδούλι. Είχαν θάψει τους νεκρούς, αλλά φοβούνταν να καθαρίσουν το καρβουνιασμένο σημείο στην πλατεία του χωριού. Κανείς δεν έλεγε τι είχε συμβεί εκεί, αλλά ο Χούριν είχε κάνει εμετό αμέσως μόλις είχε μπει στο χωριό, και δεν έλεγε να πλησιάσει το μαυρισμένο έδαφος.

Ο Μύλος του Ατουάν ήταν μισοέρημος. Κάποιοι το είχαν σκάσει για το Φάλμε, πιστεύοντας ότι οι Σωντσάν δεν δα ήταν τόσο σκληροί σε μια πόλη που είχαν υπό τον έλεγχο τους, μερικοί είχαν πάει ανατολικά. Άλλοι έλεγαν ότι το σκέφτονταν. Γίνονταν μάχες στην Πεδιάδα Άλμοθ. Έλεγαν ότι ήταν Ταραμπονέζοι εναντίον Ντομανών, αλλά τα σπίτια και οι στάβλοι που είχαν καεί, είχαν καεί από δαυλούς που τους κρατούσαν χέρια ανθρώπινα. Ήταν πιο εύκολο να αντικρίσουν τον πόλεμο παρά αυτά που είχαν κάνει οι Σωντσάν, αυτά που ίσως να τους έκαναν.

«Γιατί έφερε εδώ το Κέρας ο Φάιν;» μουρμούρισε ο Πέριν. Όλοι κάποια στιγμή είχαν κάνει την ερώτηση αυτή, και κανείς δεν είχε να δώσει απάντηση. «Υπάρχει πόλεμος, και αυτοί οι Σωντσάν, και τα τέρατά τους. Γιατί εδώ;»

Ο Ίνγκταρ γύρισε στη σέλα για να τους δει όπως έρχονταν πίσω του. Το πρόσωπο του ήταν βασανισμένο, σχεδόν σαν του Ματ. «Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ευκαιρίες για προσωπικό κέρδος στην αναστάτωση του πολέμου. Έτσι είναι ο Φάιν. Σίγουρα σκοπεύει να ξανακλέψει το Κέρας, από τον Σκοτεινό αυτή τη φορά, και να το χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος».

«Ο Πατέρας του Ψεύδους ποτέ δεν κάνει απλά σχέδια», είπε η Βέριν. «Ίσως θέλει να φέρει ο Φάιν το Κέρας εδώ, για κάποιο λόγο που ξέρει μόνο το Σάγιολ Γκουλ».

«Τέρατα», ξεφύσηξε ο Ματ. Τώρα τα μάγουλά του είχαν βουλιάζει, τα μάτια του ήταν σπηλιές. Ακουγόταν υγιής, κι αυτό ήταν το χειρότερο. «Αν θέλετε τη γνώμη μου, είδαν μερικούς Τρόλοκ, ή κάποιον Ξέθωρο. Γιατί όχι, ε; Αν οι Σωντσάν έχουν Άες Σεντάι να πολεμούν γι’ αυτούς, γιατί όχι Ξέθωρους και Τρόλοκ;» Έπιασε το βλέμμα της Βέριν και μόρφασε. «Μα είναι, είτε έχουν κολάρα, είτε όχι. Μπορούν να διαβιβάσουν, κι αυτό τις κάνει Άες Σεντάι». Κοίταξε τον Ραντ και γέλασε κακόηχα. «Αυτό κάνει κι εσένα Άες Σεντάι, που το Φως να μας βοηθήσει όλους».

Ο Μασέμα ήρθε καλπάζοντας από μπροστά, μέσα στη λάσπη και την αδιάκοπη βροχή. «Υπάρχει άλλο ένα χωριό μπροστά, Άρχοντά μου», είπε, καθώς σταματούσε πλάι στον Ίνγκταρ. Το βλέμμα του μόνο που πέρασε πάνω από τον Ραντ, αλλά τα μάτια του μισόκλεισαν, και δεν τον ξανακοίταξε. «Είναι άδειο, Άρχοντά μου. Ούτε χωρικοί, ούτε Σωντσάν, κανείς. Τα σπίτια μοιάζουν απείραχτα, εκτός από δυο-τρία που... να, δεν είναι πια εκεί, Άρχοντά μου».

Ο Ίνγκταρ σήκωσε το χέρι κι έκανε νόημα να συνεχίσουν με τροχασμό.

Το χωριό που είχε βρει ο Μασέμα απλωνόταν στις πλαγιές ενός λόφου, με μια πλακοστρωμένη πλατεία στην κορυφή γύρω από έναν κύκλο από πέτρινα τείχη. Τα σπίτια ήταν από πέτρα, είχαν επίπεδες στέγες, τα περισσότερα ισόγεια. Τρία, που ήταν τα μεγαλύτερα, σε μια πλευρά της πλατείας, τώρα ήταν μονάχα σωροί από μαυρισμένα ερείπια· θρυμματισμένα κομμάτια από πέτρες και δοκάρια οροφής κείτονταν σκορπισμένα στην πλατεία. Μερικά παντζούρια χτυπούσαν όταν δυνάμωνε ο αέρας.

Ο Ίνγκταρ ξεπέζεψε μπροστά στο μόνο μεγάλο κτίριο που στεκόταν ακόμα όρθιο. Η πινακίδα, που έτριζε πάνω από την είσοδό του, έδειχνε μια γυναίκα που έπαιζε με άστρα, αλλά δεν είχε όνομα· από τις γωνίες έσταζε η βροχή, σχηματίζοντας δυο ποταμάκια που δεν σταματούσαν. Η Βέριν έτρεξε μέσα, ενώ ο Ίνγκταρ μιλούσε. «Ούνο, ψάξε όλα τα σπίτια. Αν έχει μείνει κανείς, ίσως μας πει τι έγινε εδώ, και ίσως κάτι παραπάνω για τους Σωντσάν. Κι αν υπάρχουν τρόφιμα, φέρτα κι αυτά. Και κουβέρτες». Ο Ούνο ένευσε και άρχισε να δίνει οδηγίες στους άνδρες. Ο Ίνγκταρ στράφηκε στον Χούριν. «Τι μυρίζεις; Πέρασε από δω ο Φάιν;»

Ο Χούριν, τρίβοντας τη μύτη του, κούνησε το κεφάλι. «Όχι αυτός, Άρχοντά μου, ούτε και οι Τρόλοκ. Όποιος και να το ’κανε, άφησε πίσω του μια βρωμερή μυρωδιά». Έδειξε τα ερείπια που κάποτε ήταν σπίτια. «Ήταν φόνος, Άρχοντά μου. Εκεί μέσα υπήρχαν άνθρωποι».

«Σωντσάν», μούγκρισε ο Ίνγκταρ. «Ας μπούμε μέσα. Ράγκαν, βρες κάτι σαν στάβλο για τα άλογα».

Η Βέριν είχε ήδη ανάψει και τα δύο μεγάλα τζάκια που ήταν σε αντικριστές πλευρές της κοινής αίθουσας, και ζέσταινε στο ένα τα χέρια της, με το βρεγμένο μανδύα της απλωμένο σε ένα από τα τραπέζια, που στέκονταν εδώ κι εκεί στο πάτωμα με τα πλακάκια. Είχε βρει και μερικά κεριά, που τώρα έκαιγαν σ’ ένα τραπέζι, στηριγμένα σε κερί που είχε στάξει. Η ερημιά και η ησυχία —με εξαίρεση κάποιον κεραυνό πού και πού— συνδυάζονταν με τις τρεμουλιαστές σκιές, για να δώσουν στο μέρος όψη σπηλαίου. Ο Ραντ έριξε τον επίσης βρεγμένο μανδύα του σε ένα τραπέζι και την πλησίασε. Μόνο ο Λόιαλ φαινόταν να νοιάζεται πιο πολύ να περιποιηθεί τα βιβλία του παρά να ζεσταθεί ο ίδιος.

«Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν πρόκειται να βρούμε ποτέ το Κέρας του Βαλίρ», είπε ο Ίνγκταρ. «Τρεις μέρες από τότε που... από τότε που φτάσαμε εδώ» —ανατρίχιασε και έξυσε το κεφάλι του· ο Ραντ αναρωτήθηκε τι είχε δει ο Σιναρανός στις άλλες ζωές του— «κι άλλες δύο, το λιγότερο, για το Φάλμε, και δεν βρήκαμε ούτε αχνάρι του Φάιν ή των Σκοτεινόφιλων. Υπάρχουν δεκάδες χωριά στα παράλια. Τώρα πια μπορεί να έχει πάει σε οποιονδήποτε, να έχει πάρει πλοίο για οπουδήποτε. Αν ήταν ποτέ εδώ».

«Είναι εδώ», είπε γαλήνια η Βέριν, «και πήγε στο Φάλμε».

«Και είναι ακόμα εδώ», είπε ο Ραντ. Περιμένοντάς με. Σε παρακαλώ, Φως μου, κάνε να περιμένει ακόμα.

«Ο Χούριν ακόμα δεν τον μύρισε», είπε ο Ίνγκταρ. Ο μυριστής σήκωσε τους ώμους, σαν να ένιωθε ότι έφταιγε για την αποτυχία. «Γιατί να διαλέξει το Φάλμε; Αν δώσουμε βάση σ’ αυτά που λένε οι χωρικοί, το Φάλμε είναι στα χέρια αυτών των Σωντσάν. Θα έδινα το καλύτερο λαγωνικό μου για να ήξερα ποιοι είναι, και από πού ήρθαν».

«Το ποιοι είναι δεν έχει σημασία για μας». Η Βέριν γονάτισε και άνοιξε τα σακίδιά της, βγάζοντας στεγνά ρούχα. «Τουλάχιστον έχουμε δωμάτια για να αλλάξουμε ρούχα, έστω κι αν είναι μάταιο σ’ αυτόν τον καιρό. Ίνγκταρ, δεν είναι απίθανο να είχαν δίκιο οι χωρικοί, όταν έλεγαν ότι είναι οι απόγονοι των στρατευμάτων του Άρτουρ του Γερακόφτερου, που γύρισαν πίσω. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Πάνταν Φάιν πήγε στο Φάλμε. Το γράψιμο στο μπουντρούμι του Φαλ Ντάρα—»

«–δεν ανέφερε τον Φάιν. Συγχώρεσέ με, Άες Σεντάι, όμως αυτή μπορεί να ήταν σκοτεινή προφητεία, αλλά μπορεί να ήταν και κόλπο, Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ακόμα και οι Τρόλοκ θα ήταν τόσο βλάκες, που να μας πουν τι θα κάνουν πριν το κάνουν».

Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. «Και τι σκοπεύεις να κάνεις, αν δεν ακούσεις τη συμβουλή μου;»

«Σκοπεύω να βρω το Κέρας του Βαλίρ», είπε αταλάντευτα ο Ίνγκταρ. «Συγχώρεσέ με, αλλά πρέπει να εμπιστευτώ πιο πολύ τις αισθήσεις μου παρά κάτι ορνιθοσκαλίσματα ενός Τρόλοκ...»

«Μυρντράαλ, σίγουρα», μουρμούρισε η Βέριν, όμως ο άλλος δεν έκανε καν παύση.

«...ή ενός Σκοτεινόφιλου, που μοιάζει να προδίδει τον εαυτό του με το ίδιο του το στόμα. Θέλω να ψάξω όλο τον τόπο μέχρι ο Χούριν να μυρίσει ίχνη, ή μέχρι να βρούμε τον Φάιν με σάρκα και οστά. Πρέπει να ξαναπάρω το Κέρας, Βέριν Σεντάι. Πρέπει!»

«Δεν είναι αυτός ο τρόπος», είπε απαλά ο Χούριν». «Όχι ‘πρέπει’. Ό,τι γίνει, θα γίνει». Κανείς δεν του έδωσε σημασία.

«Όλοι πρέπει να το βρούμε», μουρμούρισε η Βέριν, κοιτώντας στα σακίδιά της, «αλλά ίσως κάποια πράγματα να είναι ακόμα σημαντικότερα».

Η Άες Σεντάι δεν είπε τίποτα άλλο, όμως ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Αδημονούσε να ξεφύγει απ’ αυτήν, από τις παρακινήσεις και τους υπαινιγμούς της. Δεν είμαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Φως μου, μακάρι να ξέφευγα για πάντα από τις Άες Σεντάι. «Ίνγκταρ, λέω να πάω στο Φάλμε. Ο Φάιν είναι εκεί —είμαι σίγουρος γι’ αυτό— και αν δεν φτάσω σύντομα, θα — θα κάνει κακό στο Πεδίο του Έμοντ». Αυτό δεν το είχε αναφέρει άλλοτε.

Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ο Ματ και ο Πέριν με σμιγμένα τα φρύδια, ανήσυχοι αλλά συλλογισμένοι· η Βέριν σαν να ’χε μόλις δει ένα καινούργιο κομμάτι του γρίφου. Ο Λόιαλ έμοιαζε έκπληκτος, και ο Χούριν σαστισμένος. Ο Ίνγκταρ έδειχνε απροκάλυπτη δυσπιστία.

«Γιατί να κάνει τέτοιο πράγμα;» είπε ο Σιναρανός.

«Δεν ξέρω», είπε ο Ραντ στα ψέματα, «αλλά ήταν στο μήνυμα που άφησε στον Μπαρτέηνς».

«Είπε ο Μπαρτέηνς ότι ο Φάιν πάει στο Φάλμε;» ζήτησε να μάθει ο Ίνγκταρ. «Όχι. Δεν θα ’χε σημασία κι αν το ’λεγε». Γέλασε πικρά. «Για τους Σκοτεινόφιλους το ψέμα είναι φυσικό σαν την ανάσα».

«Ραντ», είπε ο Ματ, «αν ήξερα ηώς να εμποδίσω τον Φάιν να βλάψει το Πεδίο του Έμοντ, θα τον σταματούσα. Αν ήμουν σίγουρος ότι αυτό πάει να κάνει. Αλλά χρειάζομαι το εγχειρίδιο, Ραντ, και ο Χούριν έχει τις περισσότερες πιθανότητες να το βρει».

«Όπου πας θα πάω κι εγώ, Ραντ», είπε ο Λόιαλ. Είχε δει ότι τα βιβλία του ήταν στεγνά, και έβγαζε το μουλιασμένο πανωφόρι του. «Αλλά δεν ξέρω αν αλλάζουν τίποτα μερικές μέρες ακόμα. Αυτή τη φορά προσπάθησε να μην είσαι τόσο βιαστικός».

«Για μένα δεν έχει σημασία αν πάμε στο Φάλμε τώρα, αργότερα ή ποτέ», είπε ο Πέριν σηκώνοντας τους ώμους, «αλλά, αν ο Φάιν στ’ αλήθεια απειλεί το Πεδίο του Έμοντ... ε, ο Ματ έχει δίκιο. Ο καλύτερος τρόπος για να τον βρούμε είναι με τον Ματ».

«Μπορώ να τον βρω, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν. «Μια φορά να τον μυριστώ, και θα σε πάω κατευθείαν σ’ αυτόν. Τέτοια ίχνη δεν τα αφήνει τίποτα άλλο».

«Εσύ πρέπει να διαλέξεις, Ραντ», είπε επιφυλακτικά η Βέριν, «αλλά μην ξεχνάς ότι το Φάλμε βρίσκεται στην κατοχή εισβολέων, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Αν πας στο Φάλμε μόνος, ίσως καταλήξεις αιχμάλωτος, ή κάτι χειρότερο, και δεν θα ’χεις κάνει τίποτα. Είμαι βέβαιη πως όποια επιλογή κι αν κάνεις, θα είναι η σωστή».

«Τα’βίρεν», είπε με μπουμπουνιστή φωνή ο Λόιαλ.

Ο Ραντ σήκωσε τα χέρια ψηλά.

Ο Ούνο μπήκε από την πλατεία, τινάζοντας τα βροχόνερα από το μανδύα του. «Που να καώ, Άρχοντά μου, δεν υπάρχει ψυχή. Μου φαίνεται ότι το ’σκασαν σαν τρομαγμένα γουρούνια. Πήραν όλα τα ζωντανά, και δεν έχει απομείνει ούτε κάρο ούτε άμαξα. Τα μισά σπίτια τα έγδυσαν κι άφησαν μόνο τις πόρτες να στέκονται. Πάω στοίχημα το μηνιάτικό μου ότι μπορούμε να τους ακολουθήσουμε από τα έπιπλα που άρχισαν να πετούν στο δρόμο, όταν κατάλαβαν ότι είχαν βάλει πολύ βάρος στα καμένα τα κάρα τους».

«Κι από ρούχα;» ρώτησε ο Ίνγκταρ.

Ο Ούνο ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτος. «Κάτι λίγα μόνο, Άρχοντά μου. Αυτά που νόμιζαν ότι δεν άξιζε να τα πάρουν μαζί τους, οι καμένοι».

«Θα βολευτούμε. Χούριν, θέλω εσύ και μερικοί άλλοι να ντυθείτε σαν ντόπιοι, όσο πιο πολλοί γίνεται, για να μην ξεχωρίζετε. Θέλω να πηγαινοέρχεσαι, βόρεια και νότια, μέχρι να βρεις τη διαδρομή τους». Συνεχώς έμπαιναν κι άλλοι στρατιώτες, που μαζεύονταν γύρω από τον Ίνγκταρ και τον Χούριν για να ακούσουν.

Ο Ραντ ακούμπησε τα χέρια στην κορνίζα του τζακιού και κοίταζε τις φλόγες. Του θύμιζαν τα μάτια του Μπα’άλζαμον. «Δεν υπάρχει χρόνος», είπε. «Νιώθω... κάτι... να με τραβά στο Φάλμε, και δεν υπάρχει χρόνος». Είδε τη Βέριν να τον παρακολουθεί με το βλέμμα, και πρόσθεσε τραχιά, «Όχι αυτό. Πρέπει να βρω τον Φάιν. Δεν έχει σχέση με... αυτό».

Η Βέριν ένευσε. «Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, κι όλους μας υφαίνει μέσα στο Σχήμα. Ο Φάιν έφτασε εδώ βδομάδες πριν από μας, ίσως και μήνες. Λίγες μέρες ακόμα δεν αλλάζουν ό,τι είναι να συμβεί».

«Πάω να κοιμηθώ λιγάκι», μουρμούρισε, παίρνοντας τα σακίδιά του. «Αποκλείεται να πήραν όλα τα κρεβάτια».

Βρήκε κρεβάτια πάνω, όμως ήταν λίγα εκείνα που είχαν στρώματα, κι αυτά ήταν τόσο ταλαιπωρημένα και γεμάτα εξογκώματα, που ίσως θα κοιμόταν πιο άνετα στο πάτωμα. Τελικά διάλεξε ένα κρεβάτι που το στρώμα απλώς βούλιαζε στη μέση. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο δωμάτιο, εκτός από μια ξύλινη καρέκλα κι ένα τραπεζάκι με ξεχαρβαλωμένο πόδι.

Έβγαλε τα υγρά ρούχα του, φόρεσε στεγνό πουκάμισο και παντελόνι πριν ξαπλώσει, αφού δεν υπήρχαν ούτε σεντόνια ούτε κουβέρτες, και στήριξε το σπαθί του δίπλα στο κρεβάτι, κοντά στο κεφάλι του. Σκέφτηκε ειρωνικά ότι το μόνο στεγνό πράγμα που είχε για να σκεπαστεί ήταν το λάβαρο του Δράκοντα· το άφησε στο κλεισμένο σακίδιό του.

Η βροχή έδερνε τη στέγη και από πάνω μούγκριζαν οι κεραυνοί, και μερικές φορές κάποια αστραπή φώτιζε τα παράθυρα. Στριφογυρνούσε στο στρώμα, ψάχνοντας να βρει ξεκούραστη θέση, ενώ αναρωτιόταν μήπως τελικά το λάβαρο θα του έκανε για κουβέρτα, και μήπως έπρεπε να πάει στο Φάλμε.

Γύρισε από την άλλη, και ο Μπα’άλζαμον στεκόταν δίπλα στην καρέκλα, με το κατάλευκο λάβαρο του Δράκοντα στα χέρια. Το δωμάτιο εκεί έμοιαζε σκοτεινότερο, σαν να στεκόταν ο Μπα’άλζαμον στην άκρη ενός σύννεφου από λιγδερό μαύρο καπνό. Εγκαύματα που κόντευαν να επουλωθούν χάραζαν το πρόσωπο του, και μπροστά στο βλέμμα του Ραντ, τα κατάμαυρα μάτια του χάθηκαν για μια στιγμή και αντικαταστάθηκαν από αχανή σπήλαια φωτιάς. Τα σακίδια του Ραντ κειτόταν κοντά στα πόδια του, με τις αγκράφες λυμένες, με το κάλυμμα γερμένο πίσω σε κείνο που ήταν κρυμμένο το λάβαρο.

«Πλησιάζει η ώρα, Λουζ Θέριν. Χίλια νήματα τεντώνονται, και σύντομα θα δεθείς και θα αιχμαλωτιστείς, παγιδευμένος σε ένα δρόμο που δεν θα μπορείς να τον αλλάξεις. Τρέλα. Θάνατος. Πριν πεθάνεις, θα σκοτώσεις άλλη μια φορά όσα αγαπάς;»

Ο Ραντ κοίταξε την πόρτα, αλλά απλώς γύρισε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Τι νόημα θα είχε να τρέξει μακριά από τον Σκοτεινό; Ένιωθε το λαρύγγι του ξερό σαν άμμο. «Δεν είμαι ο Δράκοντας, Πατέρα του Ψεύδους!» είπε βραχνά.

Το σκοτάδι πίσω από τον Σκοτεινό αναδεύτηκε, και καμίνια βρυχήθηκαν, όταν ο Μπα’άλζαμον γέλασε. «Με τιμάς. Και μειώνεις τον εαυτό σου. Σε ξέρω πολύ καλά. Χίλιες φορές βρεθήκαμε αντιμέτωποι. Χίλιες χιλιάδες φορές. Σε ξέρω ως τα βάθη της αξιολύπητης ψυχής σου, Λουζ Θέριν, Σφαγέα». Ξαναγέλασε· ο Ραντ έκρυψε το πρόσωπο με το χέρι του, μπροστά σε κείνο το φλογισμένο στόμα.

«Τι θέλεις; Δεν θα σε υπηρετήσω. Δεν θα κάνω τίποτα που θέλεις. Προτιμώ να πεθάνω!»

«Και βέβαια θα πεθάνεις, σκουλήκι! Πόσες φορές πέθανες στο πέρασμα των Εποχών, ανόητε, και πόσο σε βοήθησε ο θάνατος; Ο τάφος είναι κρύος και έρημος, με εξαίρεση τα σκουλήκια. Αυτή τη φορά δεν θα ξαναγεννηθείς. Αυτή τη φορά ο Τροχός του Χρόνου θα σπάσει και ο κόσμος θα ξαναπλασιεί καθ’ ομοίωσιν της Σκιάς. Αυτή τη φορά ο θάνατός σου θα είναι παντοτινός! Τι θα διαλέξεις; Τον παντοτινό θάνατο; Ή την αιώνια ζωή — και την εξουσία!»

Ο Ραντ σχεδόν δεν κατάλαβε ότι είχε σηκωθεί όρθιος Τον είχε κυκλώσει το κενό, το σαϊντίν ήταν εκεί, και η Μία Δύναμη κυλούσε μέσα του. Αυτό παραλίγο θα διέλυε την αδειανωσύνη. Ήταν αλήθεια; Ήταν όνειρο; Μπορούσε να διαβιβάσει μέσα στο όνειρο; Μα ο χείμαρρος που χυνόταν μέσα του παρέσερνε τις αμφιβολίες. Τον εξαπέλυσε προς τον Μπα’άλζαμον, εξαπέλυσε την αγνή Μία Δύναμη, τη δύναμη που γυρνούσε τον Τροχό του Χρόνου, μια δύναμη που μπορούσε να βάλει φωτιά στις θάλασσες και να γκρεμίσει βουνά.

Ο Μπα’άλζαμον έκανε ένα βηματάκι πίσω, κρατώντας σφιχτά το λάβαρο μπροστά του. Φλόγες ξεπήδησαν από τα ορθάνοιχτα μάτια του, και το σκοτάδι έμοιαζε να τον ντύνει με σκιά. Με τη Σκιά. Η Δύναμη βυθίστηκε σε κείνη τη μαύρη ομίχλη και χάθηκε, σαν καμένη άμμος που ρουφά το νερό.

Ο Ραντ άντλησε το σαϊντίν, άντλησε κι άλλο, ακόμα περισσότερο. Η σάρκα του έμοιαζε τόσο παγωμένη, που μ’ ένα άγγιγμα θα γινόταν χίλια κομμάτια. Ένιωθε τα κόκαλά του να ξεραίνονται και να γίνονται κρύα κρυστάλλινη στάχτη. Δεν τον ένοιαζε· ήταν σαν να ’πινε την ίδια τη ζωή.

«Ανόητε!» βρυχήθηκε ο Μπα’άλζαμον. «Θα σκοτωθείς!»

Ο Ματ. Η σκέψη μετεωριζόταν κάπου πέρα από την πλημμύρα που παράσερνε τα πάντα. Το εγχειρίδιο. Το Κέρας. Ο Φάιν. Το Πεδίο του Έμοντ. Λεν μπορώ να πεθάνω ακόμα.

Δεν ήξερε πώς το έκανε, αλλά ξαφνικά η Δύναμη χάθηκε, το ίδιο και το σαϊντίν, και το κενό. Τρέμοντας με σπασμούς, έπεσε γονατιστός πλάι στο κρεβάτι, τυλίγοντας τα χέρια γύρω του, προσπαθώντας μάταια να σταματήσει το τρέμουλο τους.

«Έτσι μπράβο, Λουζ Θέριν». Ο Μπα’άλζαμον πέταξε το λάβαρο στο πάτωμα και ακούμπησε τα χέρια στη ράχη της καρέκλας· ανάμεσα από τα δάχτυλά του υψώνονταν καπνοί. Δεν τον τύλιγε πια η σκιά. «Να το λάβαρό σου, Σφαγέα. Άχρηστο σου είναι. Χίλια νήματα, που απλώνονται εδώ και χίλια χρόνια, σε τράβηξαν σ’ αυτό το μέρος. Δέκα χιλιάδες νήματα, που υφαίνονται δια μέσου των Εποχών, σε δένουν σαν πρόβατο επί σφαγής. Ο ίδιος ο Τροχός σε κρατά αιχμάλωτο της μοίρας σου τη μια Εποχή μετά την άλλη. Αλλά εγώ μπορώ να σε λυτρώσω. Φοβητσιάρικο σκυλί, μόνο εγώ σ’ ολόκληρο τον κόσμο μπορώ να σε μάθω πώς να χειρίζεσαι τη Δύναμη. Μόνο εγώ μπορώ να την εμποδίσω να σε σκοτώσει, πριν καν προλάβεις να τρελαθείς. Μόνο εγώ μπορώ να σταματήσω την τρέλα. Με υπηρέτησες άλλοτε. Υπηρέτησέ με ξανά, Λουζ Θέριν, αλλιώς θα σε εξοντώσω δια παντός!»

«Το όνομά μου», είπε ο Ραντ, βγάζοντας τις λέξεις με κόπο μέσα από τα δόντια του που κροτάλιζαν, «είναι Ραντ αλ’Θορ». Το τρέμουλο του τον ανάγκασε να κλείσει τα μάτια σφιχτά, και, όταν τα ξανάνοιξε, ήταν μόνος.

Ο Μπα’άλζαμον είχε χαθεί. Η σκιά είχε χαθεί. Τα σακίδιά του στεκόταν πλάι στην καρέκλα με τις αγκράφες κλειστές, και το ένα φούσκωνε από τον όγκο του λάβαρου του Δράκοντα, ακριβώς όπως τα είχε αφήσει. Αλλά στη ράχη της καρέκλας, λεπτά συννεφάκια καπνού υψώνονταν από καρβουνιασμένα αποτυπώματα δαχτύλων.

Загрузка...