16 Στον Καθρέφτη του Σκοταδιού

«Δεν έπρεπε να το κάνεις, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν, όταν ο Ραντ τους ξύπνησε με την αυγή. Ο ήλιος ήταν ακόμα κρυμμένος κάτω από τον ορίζοντα, αλλά υπήρχε φως για να βλέπουν. Η ομίχλη είχε χαθεί, σβήνοντας απρόθυμα, ενώ ακόμα είχε σκοτάδι. «Αν λιώσεις εσύ για να μην κουραστούμε εμείς, Άρχοντά μου, ποιος θα μας πάει στην πατρίδα;»

«Ήθελα να σκεφτώ», είπε ο Ραντ. Τίποτα δεν έδειχνε την παρουσία της ομίχλης, ή του Μπα’άλζαμον. Άγγιξε το μαντήλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από το δεξί του χέρι. Υπήρχε αυτό, που αποδείκνυε ότι είχε έρθει ο Μπα’άλζαμον. Ο Ραντ ήθελε να φύγει από κείνο το μέρος. «Είναι ώρα να ανέβουμε στα άλογα, αν θέλουμε να πιάσουμε τους Σκοτεινόφιλους του Φάιν. Αργήσαμε. Μπορούμε να φάμε ψωμί πηγαίνοντας».

Ο Λόιαλ, εκεί που τεντωνόταν, με τα χέρια του να φτάνουν ως εκεί που θα ήταν ο Χούριν, αν στεκόταν στους ώμους του Ραντ, σταμάτησε απότομα. «Το χέρι σου, Ραντ. Τι έγινε;»

«Το χτύπησα. Δεν είναι τίποτα».

«Έχω μια αλοιφή στο σακίδιο—»

«Δεν είναι τίποτα!» Ο Ραντ ήξερε ότι ήταν απότομος· αλλά, αν ο Λόιαλ κοίταζε το σημάδι, δα έκανε ερωτήσεις, στις οποίες ο Ραντ δεν θα ήθελε να απαντήσει. «Η ώρα περνά. Ας ξεκινήσουμε». Άρχισε να σελώνει τον Κοκκινοτρίχη, αδέξια, επειδή το τραυματισμένο χέρι τον εμπόδιζε, και ο Χούριν πήδηξε στο άλογό του.

«Καλά ντε, μην εξάπτεσαι», μουρμούρισε ο Λόιαλ.

Ένα αχνάρι, σκέφτηκε ο Ραντ καθώς ξεκινούσαν, θα ήταν κάτι φυσιολογικό σ’ αυτόν τον κόσμο. Παραήταν πολλά τα αφύσικα εδώ. Έστω κι ένα αποτύπωμα οπλής θα ήταν ευπρόσδεκτο. Κάποια σημάδια θα έπρεπε να αφήνουν ο Φάιν και οι Σκοτεινόφιλοι και οι Τρόλοκ. Έστρεψε την προσοχή του στο έδαφος που περνούσαν, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο ίχνος, που ίσως είχε γίνει από άλλο ζωντανό πλάσμα.

Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε πέτρα αναποδογυρισμένη, ούτε σβώλος χώματος πατημένος. Κάποια στιγμή κοίταζε το έδαφος πίσω τους, μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι η γη κρατούσε αχνάρια· το ανακατεμένο χώμα και το λυγισμένο γρασίδι έδειχναν ολοφάνερα το διάβα τους, αλλά μπροστά τους το έδαφος ήταν απείραχτο. Αλλά ο Χούριν επέμενε ότι μύριζε τα ίχνη τους, αμυδρά και αραιά, που κατευθύνονταν ακόμα προς το νότο.

Πάλι ο μυριστής αφιέρωσε όλη του την προσοχή στη διαδρομή που ακολουθούσε, σαν κυνηγόσκυλο που έψαχνε το ελάφι, και πάλι ο Λόιαλ προχωρούσε χαμένος στις σκέψεις του, μουρμουρίζοντας μόνος του και τρίβοντας την πελώρια ράβδο που κρατούσε κάθετα στη σέλα μπροστά του.

Δεν είχε περάσει μια ώρα από τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει, όταν ο Ραντ είδε το βέλος μπροστά τους. Ήταν τόσο απορροφημένος καθώς έψαχνε για αποτυπώματα, που η μυτερή στήλη φάνηκε να υψώνεται ψηλή και στιβαρή πάνω από τα δέντρα, όχι πολύ μακριά, όταν την πρωτοπρόσεξε. «Αναρωτιέμαι τι να είναι». Βρισκόταν πάνω στο δρόμο τους.

«Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι, Ραντ», είπε ο Λόιαλ.

«Αν ήταν — αν αυτός ήταν ο κόσμος μας, Άρχοντα Ραντ...» Ο Χούριν σάλεψε αμήχανα στη σέλα του. «Να, εκείνο το μνημείο που έλεγε ο Άρχοντας Ίνγκταρ —που ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος νίκησε τους Τρόλοκ— ήταν ένα μεγάλο βέλος. Μα το γκρέμισαν πριν χίλια χρόνια. Δεν έμεινε τίποτα, παρά μια τούμπα, σαν λόφος. Το είδα, όταν είχα πάει στην Καιρχίν για τον Άρχοντα Άγκελμαρ».

«Κατά τα λεγόμενα του Ίνγκταρ», είπε ο Λόιαλ, «είναι τρεις-τέσσερις μέρες δρόμο ακόμα. Αν υπάρχει εδώ. Δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να υπάρχει. Δεν νομίζω να υπάρχουν καθόλου άνθρωποι εδώ».

Ο μυριστής ξανάστρεψε το βλέμμα στο έδαφος. «Αυτό είναι το θέμα, Κατασκευαστή, ε; Δεν έχει ανθρώπους, μα αυτό είναι ίσια μπροστά μας. Ίσως θα ’ταν καλύτερο να το αποφύγουμε, Άρχοντά μου Ραντ. Δεν ξέρουμε τι είναι, ποιος είναι εκεί, σ’ αυτά τα μέρη».

Ο Ραντ ταμπούρλισε τα δάχτυλα του στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του για μια στιγμή, καθώς σκεφτόταν. «Πρέπει να μείνουμε όσο πιο κοντά γίνεται στα ίχνη», είπε τελικά. «Όπως πάμε, δεν βλέπω να πλησιάζουμε τον Φάιν, και δεν θέλω να αργοπορήσουμε κι άλλο. Αν δούμε κόσμο, ή κάτι έξω από τα συνηθισμένα, τότε θα κάνουμε κύκλο και θα ξαναβρούμε τη διαδρομή μετά. Αλλά ως τότε, συνεχίζουμε».

«Ό,τι πεις, Άρχοντά μου». Ο μυριστής είχε μια παράξενη έκφραση και έριξε μια βιαστική, λοξή ματιά στον Ραντ. «Ό,τι πεις».

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε για μια στιγμή και μετά κατάλαβε, και τότε ήταν η σειρά του να αναστενάξει. Οι άρχοντες δεν έδιναν εξηγήσεις σ’ αυτούς που τους ακολουθούσαν, αλλά μόνο σε άλλους άρχοντες. Δεν του ζήτησα να με πάρει για άρχοντα. Αλλά έτσι το πήρε, φάνηκε να του απαντά μια φωνούλα, κι εσύ τον άφησες. Έκανες την επιλογή· τώρα το καθήκον είναι δικό σου.

«Ακολούθησε τα ίχνη, Χούριν», είπε ο Ραντ.

Ο μυριστής, μ’ ένα ξαφνικό χαμόγελο ανακούφισης, κλώτσησε το άλογό του να ξεκινήσει.

Ο ασθενικός ήλιος ανηφόριζε στον ουρανό καθώς προχωρούσαν, και όταν είχε βρεθεί ακριβώς από πάνω τους, απείχαν περίπου ένα μίλι μόνο από το βέλος. Είχαν φτάσει σε ένα ποταμάκι, σ’ ένα ρέμα που είχε βάθος μια απλωσιά, και τα δέντρα στο ενδιάμεσο φύτρωναν αραιά. Ο Ραντ διέκρινε την τούμπα στην οποία ήταν θεμελιωμένο, σαν στρογγυλός λόφος με επίπεδη κορυφή. Το γκρίζο βέλος έφτανε σε ύψος εκατό απλωσιών τουλάχιστον, και ο Ραντ τώρα διέκρινε ότι στην κορυφή του ήταν σμιλεμένη η μορφή ενός πουλιού με απλωμένα φτερά.

«Ένα γεράκι», είπε ο Ραντ. «Είναι στ’ αλήθεια το μνημείο του Γερακόφτερου. Πρέπει να είναι. Ήταν κάποτε άνθρωποι εδώ, είτε υπάρχουν ακόμα, είτε όχι. Εδώ απλώς το κατασκεύασαν σε άλλο μέρος και δεν το γκρέμισαν. Σκέψου, Χούριν. Όταν γυρίσουμε πίσω, θα μπορείς να του πεις πώς ήταν στ’ αλήθεια το μνημείο. Μόνο οι τρεις μας σ’ ολόκληρο τον κόσμο θα το έχουμε δει ποτέ».

Ο Χούριν ένευσε. «Μάλιστα, Άρχοντά μου. Τα παιδιά μου θα ήθελαν να ακούσουν αυτή την ιστορία, το πώς ο πατέρας τους είδε το βέλος του Γερακόφτερου».

«Ραντ», είπε ο Λόιαλ με ανησυχία.

«Μπορούμε να πάμε καλπάζοντας», είπε ο Ραντ. «Ελάτε. Ο καλπασμός θα μας κάνει καλό. Μπορεί αυτό το μέρος να είναι νεκρό, αλλά εμείς είμαστε ζωντανοί».

«Ραντ», είπε ο Λόιαλ, «δεν νομίζω ότι είναι—»

Ο Ραντ, μην περιμένοντας να ακούσει, κλώτσησε με τις μπότες του τα πλευρά του Κοκκινοτρίχη και ο επιβήτορας όρμηξε μπροστά. Τσαλαβούτηξε στη στενή κορδέλα του νερού και πέρασε με δυο δρασκελιές, και μετά ανηφόρισε την πέρα όχθη. Ο Χούριν ακολούθησε από κοντά με το άλογό του. Ο Ραντ άκουσε τον Λόιαλ να φωνάζει από πίσω τους, αλλά γέλασε, κούνησε το χέρι για να τους ακολουθήσει ο Ογκιρανός και συνέχισε να καλπάζει. Όταν κρατούσε το βλέμμα σε ένα σημείο, η γη δεν έμοιαζε να γλιστρά και να σαλεύει τόσο πολύ, και ο άνεμος φυσούσε όμορφα στο πρόσωπό του.

Ο γήλοφος κάλυπτε επιφάνεια περίπου δύο τομαριών, αλλά η πράσινη πλαγιά ανηφόριζε με μικρή κλίση. Το γκρίζο βέλος πετιόταν στον ουρανό, τετραγωνισμένο και αρκετά πλατύ, τόσο που, παρά το ύψος του, έμοιαζε ογκώδες, σχεδόν κοντόχοντρο. Το γέλιο του Ραντ κόπηκε· τράβηξε τα γκέμια του Κοκκινοτρίχη, μι βλοσυρή έκφραση.

«Αυτό είναι το μνημείο του Γερακόφτερου, Άρχοντα Ραντ;» ρώτησε ταραγμένος ο Χούριν. «Κάτι δεν φαίνεται σωστό».

Ο Ραντ αναγνώρισε την τραχιά, γωνιώδη γραφή που κάλυπτε την πρόσοψη του μνημείου, και αναγνώρισε μερικά από τα σύμβολα που ήταν χαραγμένα στην επιφάνειά του, χαραγμένα με ύψος ανθρώπου. Το κερασφόρο κρανίο των Τρόλοκ Ντά’βολ. Τη σιδερένια γροθιά των Ντάι’μον. Την τρίαινα των Κά-μπολ, και τον ανεμοστρόβιλο των Αφ’φράιτ. Υπήρχε κι ένα γεράκι, επίσης, σκαλισμένο κοντά στη βάση. Πλάτους δέκα απλωσιών, ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα, το τρυπούσε ένας κεραυνός και κοράκια σκάλιζαν τα μάτια του. Τα πελώρια φτερά πάνω στο βέλος έμοιαζαν να κρύβουν τον ήλιο.

Άκουσε τον Λόιαλ να καλπάζει πίσω του.

«Προσπάθησα να σου το πω, Ραντ», είπε ο Λόιαλ. «Είναι κοράκι, όχι γεράκι. Το είχα δει καθαρά». Ο Χούριν γύρισε από την άλλη το άλογό του, αρνούμενος ακόμα και να κοπάζει πια το μνημείο.

«Μα πώς;» είπε ο Ραντ. «Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος νίκησε εδώ τους Τρόλοκ. Το είπε ο Ίνγκταρ».

«Όχι εδώ», είπε ο Λόιαλ αργά. «Προφανώς όχι εδώ. ‘Από Λίθο σε Λίθο τρέχουν οι γραμμές του ‘αν’, μεταξύ των κόσμων που ίσως υπάρχουν’. Το σκεφτόμουν, και πιστεύω πως ξέρω τι είναι οι κόσμοι ‘που ίσως υπάρχουν’. Ίσως ξέρω. Οι κόσμοι που θα μπορούσε να γίνει ο κόσμος μας, αν τα πράγματα είχαν συμβεί διαφορετικά. Ίσως γι’ αυτό να μοιάζουν όλα τόσο... ξεπλυμένα. Επειδή είναι ένα ‘αν’, ένα ‘ίσως’. Μονάχα μια σκιά του πραγματικού κόσμου. Σ’ αυτόν τον κόσμο νομίζω ότι νίκησαν οι Τρόλοκ. Μπορεί γι’ αυτό να μην έχουμε δει χωριά κι ανθρώπους».

Ο Ραντ ένιωσε ανατριχίλα. Όπου νικούσαν οι Τρόλοκ, δεν άφηναν ανθρώπους ζωντανούς, παρά μόνο για τροφή. Αν είχαν νικήσει παντού σ’ έναν ολόκληρο κόσμο... «Αν είχαν νικήσει οι Τρόλοκ, θα ήταν παντού. Θα είχαμε δει χίλιους ως τώρα. Θα είχαμε σκοτωθεί από χθες».

«Δεν ξέρω, Ραντ. Μπορεί, αφού σκότωσαν τους ανθρώπους, μετά να σκότωσαν ο ένας τον άλλον. Οι Τρόλοκ ζουν για να σκοτώνουν. Αυτό είναι το μόνο που κάνουν· είναι η φύση τους. Δεν ξέρω».

«Άρχοντα Ραντ», είπε ξαφνικά ο Χούριν, «κάτι κουνήθηκε εκεί κάτω».

Ο Ραντ στριφογύρισε το άλογό του, περιμένοντας να δει Τρόλοκ να εφορμούν, αλλά ο Χούριν έδειχνε το δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει, προς το τίποτα. «Τι είδες, Χούριν; Πού;»

Ο μυριστής κατέβασε το χέρι του. «Εκεί, στην άκρη της συστάδας των δέντρων, ένα μίλι πιο πέρα. Μου φάνηκε πως ήταν μια γυναίκα... και κάτι άλλο που δεν μπόρεσα να διακρίνω, αλλά...» Τρεμούλιασε. «Είναι δύσκολο να δεις κάτι, αν δεν είναι μπροστά στη μύτη σου. Με πιάνει σύγκρυο σ’ αυτό το μέρος. Μάλλον το έβγαλα από το νου μου, Άρχοντά μου. Είναι μέρος για να φαντάζεσαι τρελά πράγματα». Οι ώμοι του καμπούριασαν, σαν να ένιωθε το βέλος να τους βαραίνει. «Σίγουρα ήταν ο αέρας, Άρχοντά μου».

Ο Λόιαλ είπε, «Φοβάμαι πως υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να σκεφτόμαστε». Πάλι φαινόταν προβληματισμένος. Έδειξε προς το νότο. «Τι βλέπεις εκεί;»

Ο Ραντ μισόκλεισε τα μάπα, επειδή ό,τι ήταν μακριά φαινόταν να κυλά κατά πάνω του. «Γη, σαν αυτή που πατάμε. Δέντρα. Ύστερα λόφους και βουνά. Τίποτα άλλο. Τι θέλεις να δω;»

«Τα βουνά», είπε ο Λόιαλ αναστενάζοντας. Οι τούφες των αυτιών του είχαν πέσει και οι άκρες των φρυδιών του είχαν χαμηλώσει ως τα μάγουλα. «Αυτά πρέπει να είναι το Μαχαίρι του Σφαγέα, Ραντ. Δεν μπορεί να είναι άλλα βουνά, εκτός αν αυτός ο κόσμος είναι εντελώς διαφορετικός από τον δικό μας. Αλλά το Μαχαίρι του Σφαγέα είναι πάνω από εκατό λεύγες νοτιότερα του Ερίνιν. Παραπάνω. Είναι δύσκολο να κρίνεις αποστάσεις σ’ αυτό το μέρος, αλλά... νομίζω πως θα τα φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει». Λεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο. Δεν μπορεί να είχαν διανύσει εκατό λεύγες σε λιγότερο από τρεις μέρες.

Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ραντ μουρμούρισε, «Μπορεί αυτό το μέρος να είναι σαν τις Οδούς». Άκουσε τον Χούριν να αφήνει ένα βογκητό, και αμέσως μετάνιωσε που δεν είχε βάλει χαλινάρι στη γλώσσα του.

Δεν ήταν ευχάριστη σκέψη. Μπορούσες να μπεις σε μια Πύλη —βρισκόταν λίγο έξω από τα στέντιγκ και μέσα στα άλση των Ογκιρανών— και να προχωρήσεις για μια μέρα, και θα έβγαινες από μια άλλη Πύλη εκατό λεύγες μακρύτερα από κει που είχες ξεκινήσει. Τώρα οι Οδοί ήταν σκοτεινές, ρυπαρές, και όταν ταξίδευες εκεί ρίσκαρες να πεθάνεις ή να τρελαθείς. Ακόμα και οι Ξέθωροι φοβούνταν να ταξιδέψουν από τις Οδούς.

«Αν είναι έτσι, Ραντ», είπε αργά ο Λόιαλ, «τότε μήπως κι εδώ φτάνει ένα παραπάτημα για να σκοτωθούμε; Υπάρχουν πράγματα που δεν έχουμε δει ακόμα, τα οποία ίσως να ’ναι χειρότερα από το θάνατο;» Ο Χούριν ξαναβόγκηξε.

Έπιναν το νερό και προχωρούσαν αμέριμνοι με τα άλογα. Η αμεριμνησία στις Οδούς μπορούσε να σε σκοτώσει πριν το καταλάβεις. Ο Ραντ ξεροκατάπιε, ευχήθηκε να σταματούσε το στομάχι του να ανακατεύεται.

«Τώρα είναι πολύ αργά για να ανησυχούμε για ό,τι έγινε», είπε. «Από δω και πέρα, όμως, θα προσέχουμε πού πάμε και τι κάνουμε». Κοίταξε τον Χούριν. Το κεφάλι του μυριστή είχε χωθεί ανάμεσα στους ώμους του και τα μάτια του πηδούσαν εδώ κι εκεί, σαν να αναρωτιόταν τι θα του ορμούσε κι από πού. Αυτός ο άνθρωπος είχε καταδιώξει δολοφόνους, όμως όλα αυτά τον ξεπερνούσαν. «Ψυχραιμία, Χούριν. Ακόμα δεν πεθάναμε, ούτε πρόκειται. Απλώς θα πρέπει να έχουμε το νου μας από δω και πέρα. Αυτό είναι όλο».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσαν την κραυγή, αδύναμη λόγω της απόστασης.

«Γυναίκα!» είπε ο Χούριν. Ακόμα κι ένα τόσο απλό, φυσιολογικό πράγμα φάνηκε να τον εμψυχώνει λιγάκι. «Ήξερα ότι την είδα—»

Ακούστηκε άλλη μια κραυγή, πιο απελπισμένη από την πρώτη.

«Όχι, εκτός αν πέταξε», είπε ο Ραντ. «Είναι νότια από μας». Κλώτσησε τον Κοκκινοτρίχη, βάζοντάς τον σε ξέφρενο καλπασμό.

«Να προσέχουμε, είπες!» φώναζε ο Λόιαλ από πίσω του. «Φως μου, Ραντ, μην το ξεχνάς! Πρόσεχε!»

Ο Ραντ έσκυβε χαμηλά στην πλάτη του Κοκκινοτρίχη, αφήνοντας το άλογο να καλπάσει. Τον τραβούσαν οι κραυγές. Ήταν εύκολο να συνιστάς προσοχή, αλλά η φωνή της γυναίκας έδειχνε τρόμο. Δεν έδειχνε ότι είχε χρόνο για να φανεί ο Ραντ προσεκτικός. Τράβηξε τα χαλινάρια στην όχθη ενός ακόμα ρέματος, σ’ ένα ποτάμι με απότομες όχθες, πιο βαθύ από τα περισσότερα που είχαν περάσει· ο Κοκκινοτρίχης γλίστρησε, τινάζοντας βροχή από πέτρες και χώμα. Οι κραυγές ακούγονταν... Εκεί!

Τα είδε όλα με μια ματιά. Σε απόσταση περίπου διακοσίων απλωσιών, μια γυναίκα στεκόταν πλάι στο άλογό της μέσα στο ρέμα, στριμωγμένη μαζί με το άλογο στην απέναντι όχθη. Μ’ ένα κλαρί, προσπαθούσε ν’ απομακρύνει ένα αγριεμένο... κάτι. Ο Ραντ κατάπιε, νιώθοντας για μια στιγμή αποσβολωμένος. Αν ένας βάτραχος ήταν μεγάλος σαν αρκούδα, ή αν μια αρκούδα είχε το γκριζοπράσινο τομάρι ενός βατράχου, θα έμοιαζε κάπως έτσι. Μια μεγάλη αρκούδα.

Αποφεύγοντας ηθελημένα να σκεφτεί για το πλάσμα, πήδηξε κάτω και έβγαλε το τόξο του. Αν έχανε χρόνο για να πλησιάσει πιο κοντά, ίσως να ήταν πολύ αργά. Η γυναίκα μόλις που κατάφερνε πια να παραμερίζει το... πλάσμα... με το κλαδί που κρατούσε. Η απόσταση ήταν αρκετή —βλεφάρισε, προσπαθώντας να εκτιμήσει πόσο μακριά ήταν· η απόσταση έμοιαζε να αλλάζει κάδε φορά που το πλάσμα άλλαζε δέση— αλλά και ο στόχος μεγάλος. Το μπανιαρισμένο χέρι του δυσκόλευε το τράβηγμα της χορδής, αλλά, πριν σχεδόν τα πόδια του αγγίξουν το χώμα, είχε ρίξει ένα βέλος.

Ο κορμός του βέλους βυθίστηκε στο σκληρό πετσί ως τη μέση και το πλάσμα γύρισε και κοίταξε τον Ραντ. Ο Ραντ έκανε ένα βήμα πίσω, παρά την απόσταση. Το πελώριο κεφάλι με σχήμα σφήνας δεν ανήκε σε κανένα ζώο που μπορούσε να φανταστεί, με κείνο το ραμφοειδές στόμα με τα κεράτινα χείλη, κυρτωμένο έτσι ώστε να σχίζει τη σάρκα. Και είχε τρία μάτια, μικρά και φλογισμένα, με σκληρά δαχτυλίδια που προεξείχαν γύρω τους. Το πλάσμα πήρε φόρα και χίμηξε προς το μέρος του, τσαλαβουτώντας και κάνοντας πλατιά άλματα στο ρέμα. Όπως το έβλεπε ο Ραντ, του φαινόταν ότι μερικά πηδήματα κάλυπταν διπλάσιο έδαφος από άλλα, αν και ήταν σίγουρος πως ήταν όλα όμοια.

«Στο μάτι», φώναξε η γυναίκα. Η φωνή της ήταν εκπληκτικά γαλήνια, αν αναλογιζόταν τις κραυγές της. «Για να σκοτωθεί πρέπει να το πετύχεις στο μάτι».

Ο Ραντ έπιασε άλλο ένα βέλος και τράβηξε, ώσπου τα φτερά του βρέθηκαν κοντά στο αυτί του. Αναζήτησε απρόθυμα το κενό· δεν ήθελε, αλλά γι’ αυτό του το είχε μάθει ο πατέρας του, και ήξερε πως διαφορετικά η βολή δα αστοχούσε. Ο πατέρας μου, σκέφτηκε με μια αίσθηση απώλειας, και τον γέμισε η αδειανωσύνη. Το τρεμουλιαστό φως του σαϊντίν ήταν εκεί, αλλά το έκλεισε έξω. Ο Ραντ έγινε ένα με το τόξο, με το βέλος, με την τερατώδη μορφή που έτρεχε πλησιάζοντάς τον. Ένα με το μικρούλικο μάτι. Δεν ένιωσε καν το βέλος να φεύγει από τη χορδή.

Το πλάσμα υψώθηκε με το επόμενο πήδημά του, και στο ψηλότερο σημείο της κίνησης, το βέλος χτύπησε το κεντρικό μάτι του. Έπεσε, τινάζοντας γύρω του ένα πελώριο σιντριβάνι από νερό και λάσπη. Το νερό γέμισε κυματάκια, αλλά το πλάσμα δεν κουνήθηκε.

«Καλή βολή, γενναία», φώναξε η γυναίκα. Ήταν στο άλογά της και τον πλησίαζε. Ο Ραντ ένιωσε κάποια έκπληξη που δεν το είχε βάλει στα πόδια, όταν είχε αποσπαστεί η προσοχή του πλάσματος. Η γυναίκα προσπέρασε τον όγκο του, που τον περικύκλωναν τα κυματάκια του θανάτου του, χωρίς να του ρίξει μια ματιά, ανηφόρισε την όχθη και ξεπέζεψε. «Λίγοι άνδρες Θα αντιμετώπιζαν την επίθεση ενός γκρολμ, Άρχοντά μου».

Ήταν ντυμένη στα λευκά, με φόρεμα που είχε χώρισμα για να ιππεύει και ασημένια ζώνη, και οι μπότες της, που ξεπρόβαλλαν από τον ποδόγυρο της, ήταν κι αυτές στολισμένες με ασήμι. Ακόμα και η σέλα της ήταν άσπρη και ασημοστόλιστη. Η χιονάτη φοράδα της, με τον λαιμό σηκωμένο ψηλά και το λεπτεπίλεπτο βήμα, σχεδόν έφτανε στο ύψος το άλογο του Ραντ. Αλλά την προσοχή του τράβηξε η ίδια η γυναίκα, που, όπως φαινόταν, πρέπει να ήταν στην ηλικία της Νυνάβε. Κατ’ αρχάς, ήταν ψηλή· μια πιθαμή παραπάνω και θα τον κοίταζε ίσια στα μάτια. Έπειτα, ήταν όμορφη, με φιλντισένιο δέρμα, που έκανε αντίθεση με τα μακριά, νυχτόχρωμα μαλλιά και τα μαύρα μάτια. Ο Ραντ είχε δει όμορφες γυναίκες. Η Μουαραίν ήταν όμορφη, αν και ψυχρή, το ίδιο και η Νυνάβε, όταν δεν την έπιαναν τα νεύρα της. Η Εγκουέν, και η Ηλαίην, η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, ήταν τόσο όμορφες που σου κοβόταν η ανάσα. Αλλά αυτή η γυναίκα... Η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο του· ένιωσε την καρδιά του, που είχε ξαναρχίσει να χτυπά.

«Η συνοδεία σου, Άρχοντά μου;»

Κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος. Είχαν έρθει ο Χούριν και ο Λόιαλ. Είδε ότι ο Χούριν είχε την έκφραση που πρέπει να είχε και ο ίδιος προηγουμένως, ακόμα και ο Ογκιρανός ήταν μαγεμένος. «Φίλοι μου», είπε. «Ο Λόιαλ, και ο Χούριν. Το όνομά μου είναι Ραντ. Ραντ αλ’Θορ».

«Δεν το σκέφτηκα άλλη φορά», είπε απότομα ο Λόιαλ, με τόνο σαν να μονολογούσε, «αλλά, αν υπάρχει τέλεια ανθρώπινη ομορφιά, στο πρόσωπο και στη μορφή, τότε εσύ—»

«Λόιαλ!» φώναξε ο Ραντ. Τα αυτιά του Ογκιρανού κοκάλωσαν από ντροπή. Και του Ραντ τ’ αυτιά είχαν κοκκινίσει· τα λόγια του Λόιαλ έμοιαζαν πολύ μ’ αυτό που σκεφτόταν κι ο ίδιος προηγουμένως.

Η γυναίκα γέλασε μελωδικά, αλλά αμέσως συνέχισε με τόνο βασιλικής επισημότητας, σαν να ήταν βασίλισσα στο θρόνο της. «Λέγομαι Σελήνη», είπε. «Έδεσες τη ζωή σου σε κίνδυνο και με έσωσες. Είμαι δική σου, Άρχοντα Ραντ αλ’Θορ». Και προς φρίκη του Ραντ, γονάτισε μπροστά του.

Τη σήκωσε βιαστικά, χωρίς να κοιτάξει τον Χούριν ή τον Λόιαλ. «Ο άνδρας που δεν θα πέθαινε για να σώσει μια γυναίκα, δεν είναι άνδρας». Αμέσως ντροπιάστηκε, κοκκινίζοντας. Ήταν ένα ρητό των Σιναρανών, και λέγοντάς το είχε καταλάβει ότι φαινόταν πομπώδης, αλλά ο τρόπος της τον είχε επηρεάσει και δεν μπορούσε να σταματήσει. «Εννοώ... Δηλαδή, ήταν...» Βλάκα, δεν μπορείς να πεις σε μια γυναίκα ότι ήταν ασήμαντο που της έσωσες τη ζωή. «Ήταν τιμή μου». Αυτό είχε μια αόριστη, Σιναρανή αίσθηση επισημότητας. Ευχήθηκε να ήταν κατάλληλο· το μυαλό του είχε αδειάσει, δεν ήξερε τι άλλο να πει, σαν να ήταν ακόμα στο κενό.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το βλέμμα της ήταν πάνω του. Η έκφρασή της δεν είχε αλλάζει, αλλά τα σκούρα μάτια της τον έκαναν να νιώθει γυμνός. Στο μυαλό του ήρθε απρόσκλητη η σκέψη της Σελήνης χωρίς ρούχα. Κοκκίνισε ξανά. «Ααα! Α, από πού είσαι, Σελήνη; Από τότε που ήρθαμε δεν έχουμε δει άλλον άνθρωπο. Η πόλη σου είναι εδώ κοντά;» Εκείνη τον κοίταξε σκεπτικά, και ο Ραντ έκανε πίσω. Η ματιά της τον έκανε να αντιληφθεί πόσο κοντά της στεκόταν.

«Δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο, Άρχοντά μου», είπε. «Εδώ δεν υπάρχουν άνθρωποι. Τίποτα δεν ζει εδώ εκτός από τα γκρολμ, και λίγα άλλα πλάσματα όμοιά τους. Εγώ είμαι από την Καιρχίν. Κι όσο για το πώς ήρθα εδώ, δεν ξέρω ακριβώς. Έκανα ιππασία, και σταμάτησα να κοιμηθώ λιγάκι και, όταν ξύπνησα, το άλογά μου κι εγώ ήμασταν εδώ. Μόνο να ελπίσω δύνομαι, Άρχοντά μου, ότι θα μπορέσεις να με σώσεις πάλι και να με πας στην πατρίδα μου».

«Σελήνη, δεν είμαι... θέλω να πω, σε παρακαλώ να με λες Ραντ». Ένιωθε πάλι τ’ αυτιά του να καίνε. Φως μου, δεν θα ήταν κακό να με περνά για άρχοντα. Που να καώ, δεν θα ήταν καθόλου κακό.

«Αφού το επιθυμείς... Ραντ». Το χαμόγελο της έφερε έναν κόμπο στο λαιμό του. «Θα με βοηθήσεις;»

«Φυσικά και θα σε βοηθήσω». Που να καώ, είναι πανέμορφη. Και με κοιτάζει σαν να είμαι ήρωας σε παραμύθι. Κούνησε το κεφάλι του για να αποδιώξει αυτές τις ανοησίες. «Αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε τους ανθρώπους που ακολουθούμε. Θα προσπαθήσω να μην σε βάλω σε κίνδυνο, αλλά πρέπει να τους βρούμε. Θα είναι καλύτερο να έρθεις μαζί μας παρά να μείνεις εδώ μόνη σου».

Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή, με ανέκφραστο, ατάραχο πρόσωπό· ο Ραντ δεν είχε ιδέα τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της, μόνο ότι έμοιαζε να τον εξετάζει ξανά. «Άνθρωπος του καθήκοντος», του είπε τελικά. Ένα χαμογελάκι φάνηκε στα χείλη της. «Μου αρέσει αυτό. Ναι. Ποιοι είναι αυτοί οι αχρείοι που ακολουθείτε;»

«Σκοτεινόφιλοι και Τρόλοκ, Αρχόντισσά μου», χώθηκε ο Χούριν. Της έκανε μια αδέξια υπόκλιση από τη σέλα του. «Σκότωσαν ανθρώπους στο οχυρό Φαλ Ντάρα και έκλεψαν το Κέρας του Βαλίρ, Αρχόντισσά μου, αλλά ο Άρχοντας Ραντ θα το φέρει πίσω».

Ο Ραντ κοίταξε τον μυριστή πικρόχολα· ο Χούριν του χαμογέλασε αβέβαια. Πάει η μυστικότητα. Εδώ πέρα δεν είχε μεγάλη σημασία, αλλά όταν ξαναγύριζαν στον κόσμο τους... «Σελήνη, δεν πρέπει να μιλήσεις για το Κέρας σε κανέναν. Αν μαθευτεί, θα έχουμε εκατό άλλους μέσα στα πόδια μας, που θα προσπαθούν να βρουν το Κέρας για να το κρατήσουν».

«Όχι», είπε η Σελήνη, «δεν θα πρέπει να πέσει σε λάθος χέρια. Το Κέρας του Βαλίρ. Δεν μπορώ να σου πω πόσες φορές ονειρεύτηκα ότι το άγγιζα, ότι το κρατούσα στα χέρια μου. Πρέπει να μου υποσχεθείς, όταν το βρεις, ότι θα με αφήσεις να το αγγίξω».

«Για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να το βρούμε. Καλύτερα να φεύγουμε». Ο Ραντ πρόσφερε το χέρι του για να τη βοηθήσει να ανέβει στο άλογο· ο Χούριν κατέβηκε για να της κρατήσει τον αναβολέα. «Ό,τι και να ’ταν αυτό που σκότωσα —γκρολμ;— ίσως να υπάρχουν κι άλλα εδώ τριγύρω». Το χέρι της ήταν σταθερό —τον έσφιξε με ασυνήθιστη δύναμη— και η επιδερμίδα της... Μεταξένια; Κάτι πιο μαλακό, πιο απαλό. Ο Ραντ ανατρίχιασε.

«Πάντα υπάρχουν», είπε η Σελήνη, Η ψηλή, άσπρη φοράδα χοροπήδησε και έδειξε στον Κοκκινοτρίχη τα δόντια, αλλά το άγγιγμα της Σελήνης στα γκέμια την καθησύχασε.

Ο Ραντ έβαλε το τόξο διαγώνια στην πλάτη και ανέβηκε στον Κοκκινοτρίχη. Φως μου, πώς μπορεί να υπάρχει τόσο απαλή επιδερμίδα; «Χούριν, προς τα πού πάνε τα αχνάρια; Χούριν; Χούριν!»

Ο μυριστής τινάχτηκε κι έπαψε να κοιτάζει τη Σελήνη. «Ναι, Άρχοντα Ραντ. Α.. η διαδρομή. Νότια, Άρχοντά μου. Ακόμα νότια».

«Τότε πάμε». Ο Ραντ κοίταξε ανήσυχα τον γκριζοπράσινο όγκο του γκρολμ που κειτόταν στο ρέμα. Ήταν καλύτερα πριν, που πίστευαν ότι ήταν οι μόνοι ζωντανοί σ’ αυτόν τον κόσμο. «Ακολούθησε τα ίχνη, Χούριν».

Η Σελήνη στην αρχή προχωρούσε δίπλα στον Ραντ, μιλώντας για το ένα και για το άλλο, κάνοντάς του ερωτήσεις και αποκαλώντας τον άρχοντα. Αυτός πεντ’ έξι φορές έκανε να της πει ότι δεν ήταν άρχοντας, μονάχα ένας βοσκός και, κάθε φορά, εκεί που την κοίταζε, δεν μπορούσε να πει τα λόγια. Ήταν σίγουρος πως μια τέτοια αρχόντισσα δεν θα μιλούσε με τον ίδιο τρόπο μ’ έναν βοσκό, έστω κι αν της είχε σώσει τη ζωή.

«Θα γίνεις σπουδαίος άνθρωπος, όταν βρεις το Κέρας του Βαλίρ», του είπε. «Θα μπεις στους θρύλους. Αυτός που θα ηχήσει το Κέρας του Βαλίρ θα γράψει τους δικούς του θρύλους».

«Δεν θέλω να το ηχήσω, και δεν θέλω να γράψω Θρύλους», είπε ο Ραντ. Δεν ήξερε αν η Σελήνη φορούσε άρωμα, αλλά έμοιαζε να έχει μια ευωδιά, κάτι που έκανε τη μορφή της να δεσπόζει στις σκέψεις του. Μυρωδικά δριμεία και γλυκά, που του γαργαλούσαν τη μύτη, που τον έκαναν να ξεροκαταπιεί.

«Όλοι οι άνδρες θέλουν να γίνουν σπουδαίοι. Θα μπορούσες να γίνεις ο πιο σπουδαίος άνδρας όλων των Εποχών».

Έμοιαζε πολύ μ’ εκείνο που είχε πει η Μουαραίν. Ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας σίγουρα θα ξεχώριζε σ’ όλες τις Εποχές. «Όχι εγώ», είπε με θέρμη. «Εγώ είμαι απλός» —σκέφτηκε την περιφρόνηση της, αν της έλεγε τώρα ότι ήταν απλός βοσκός, ενώ πρωτύτερα την είχε αφήσει να πιστεύει ότι ήταν άρχοντας, και άλλαξε εκείνο που πήγαινε να πει— «απλώς κάποιος που προσπαθεί να το βρει. Και να βοηθήσει έναν φίλο».

Εκείνη έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, και ύστερα είπε, «Πλήγωσες το χέρι σου».

«Δεν είναι τίποτα». Έκανε να χώσει το χέρι στο μανδύα του —τον πονούσε όπως κρατούσε τα χαλινάρια— αλλά εκείνη του το έπιασε.

Αυτός ξαφνιάστηκε τόσο που την άφησε, και μετά δεν μπορούσε παρά να το τραβήξει με αγένεια, ή να την αφήσει να ξεδιπλώσει το μαντήλι. Το άγγιγμά της ήταν δροσερό και σταθερό. Η παλάμη του χεριού του ήταν κατακόκκινη και πρησμένη, αλλά ο ερωδιός ακόμα ξεχώριζε, καθαρά και ολοφάνερα.

Η Σελήνη άγγιξε το αποτύπωμα με το δάχτυλο της, αλλά δεν το σχολίασε, δεν τον ρώτησε καν πώς είχε γίνει. «Το χέρι σου θα μείνει αλύγιστο, αν δεν το φροντίσεις. Έχω μια αλοιφή, που ίσως βοηθήσει». Από μια τσέπη του μανδύα της έβγαλε ένα μικρό μαρμάρινο φιαλίδιο, άνοιξε το καπάκι και άρχισε να τρίβει απαλά μια άσπρη αλοιφή στο έγκαυμα καθώς προχωρούσαν,

Στην αρχή η αλοιφή του φάνηκε κρύα, και μετά φάνηκε να λιώνει και να μπαίνει στη σάρκα του. Και ήταν αποτελεσματική, όσο ήταν, μερικές φορές, τα βότανα της Νυνάβε. Κοίταξε έκπληκτος την κοκκινίλα να εξαφανίζεται και το πρήξιμο να υποχωρεί κάτω από το χάδι των δαχτύλων της.

«Μερικοί άνδρες», του είπε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χέρι του, «διαλέγουν να αναζητήσουν το μεγαλείο, ενώ σε άλλους έρχεται υποχρεωτικά. Είναι πάντα καλύτερα να διαλέγεις παρά να αναγκάζεσαι. Εκείνος που αναγκάζεται δεν είναι απόλυτος κύριος του εαυτού του. Πρέπει να χορέψει στα νήματα εκείνων που τον ανάγκασαν».

Ο Ραντ τράβηξε το χέρι του. Το έγκαυμα έμοιαζε να είχε γίνει πριν μια βδομάδα, σχεδόν είχε επουλωθεί. «Τι εννοείς;» απαίτησε να μάθει.

Εκείνη του χαμογέλασε και ο Ραντ ένιωσε ντροπή για το ξέσπασμά του. «Μα, το Κέρας, φυσικά», είπε γαλήνια, βάζοντας κατά μέρος την αλοιφή της. Η φοράδα της ήταν τόσο ψηλή, που τα μάτια της Σελήνης ήταν μόνο λίγο πιο χαμηλά από του Ραντ. «Αν βρεις το Κέρας του Βαλίρ, δεν θα μπορείς να αποφύγεις το μεγαλείο. Θα σου το επιβάλλουν όμως, ή θα το πάρεις; Αυτό είναι το ερώτημα».

Ο Ραντ λύγισε το χέρι του. Η Σελήνη έμοιαζε πολύ με τη Μουαραίν όταν μιλούσε. «Είσαι Άες Σεντάι;»

Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν· τα σκούρα μάτια της τον κοίταξαν λάμποντας, αλλά η φωνή της ήταν απαλή. «Άες Σεντάι; Εγώ; Όχι».

«Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Συγνώμη».

«Να με προσβάλεις; Δεν προσβλήθηκα, αλλά δεν είμαι Άες Σεντάι». Το στόμα της στράβωσε, παίρνοντας μια περιφρονητική έκφραση· ακόμα κι αυτή ήταν όμορφη. «Ζαρώνουν εκεί στη σιγουριά, όπως νομίζουν, ενώ θα μπορούσαν να κάνουν τόσα. Υπηρετούν, ενώ μπορούν να κυριαρχήσουν, αφήνουν τους άνδρες να πολεμούν, ενώ θα μπορούσαν να φέρουν τάξη στον κόσμο. Όχι, μην με λες Άες Σεντάι». Χαμογέλασε κι ακούμπησε το μπράτσο του για να δείξει ότι Λεν ήταν θυμωμένη —το άγγιγμά της τον έκανε να ξεροκαταπιεί— αλλά ένιωσε ανακούφιση όταν η Σελήνη άφησε τη φοράδα της να πάει πιο αργά και να μείνει πλάι στον Λόιαλ. Ο Χούριν την κοίταξε, ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι σαν γέρος οικογενειακός υπηρέτης.

Ο Ραντ ένιωθε ανακούφιση, αλλά επίσης του έλειπε η παρουσία της. Ήταν μόνο δυο απλωσιές μακριά του —γύρισε στη σέλα για να τη δει εκεί που ήταν δίπλα στον Λόιαλ· ο Ογκιρανός ήταν σχεδόν διπλωμένος στα δύο για να μπορεί να της μιλά— αλλά δεν ήταν σαν να την είχε εκεί πλάι του, τόσο κοντά που να μπορεί να μυρίζει τη μεθυστική ευωδιά της, τόσο κοντά που να απέχει ένα άγγιγμα. Έγειρε πίσω με θυμό. Δεν ήταν ακριβώς το ότι ήθελε να την αγγίξει —θύμισε στον εαυτό του ότι αγαπούσε την Εγκουέν· ένιωσε ένοχος που χρειαζόταν αυτή την υπενθύμιση— αλλά ήταν όμορφη, και τον περνούσε για λόρδο, και του είχε πει ότι μπορούσε να γίνει σπουδαίος. Διαφώνησε στυφά με τον εαυτό του στις σκέψεις του. Και η Μουαραίν λέει ότι μπορείς να γίνεις σπουδαίος· ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Η Σελήνη δεν είναι Άες Σεντάι. Σωστά· αυτή είναι Καιρχινή ευγενής κι εσύ βοσκός. Δεν το ξέρει. Πόσο ακόμα θα την αφήσεις να πιστεύει ένα ψέμα; Μόνο μέχρι να φύγουμε από αυτό το μέρος. Αν φύγουμε. Αν. Πάνω σ’ αυτή τη νότα οι σκέψεις του υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους βαριά σιωπή.

Προσπάθησε να έχει στο νου του την περιοχή που διέσχιζαν —αφού η Σελήνη έλεγε ότι υπήρχαν κι άλλα πλάσματα σαν αυτό το... γκρολμ... την πίστευε, και ο Χούριν ήταν προσηλωμένος στα αχνάρια που μύριζε και δεν έβλεπε τίποτα άλλο· ο δε Λόιαλ ήταν απορροφημένος από τη συζήτησή του με τη Σελήνη και δεν θα πρόσεχε τίποτα, παρά μόνο αν έπεφτε πάνω του— μα ήταν δύσκολο να παρακολουθεί. Όταν γύριζε απότομα το κεφάλι, τα μάτια του δάκρυζαν· ένας λόφος ή μια συστάδα δέντρων έμοιαζαν να απέχουν ένα μίλι, όταν τα έβλεπε από μια γωνία, και μόνο εκατό απλωσιές από την άλλη.

Τα βουνά πλησίαζαν, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Το Μαχαίρι του Σφαγέα, που τώρα ορθωνόταν απειλητικό κόντρα στον ουρανό, μια τραχιά σειρά από χιονοσκέπαστες κορυφές. Η γη ολόγυρά τους είχε ήδη αρχίσει να ανασηκώνεται σχηματίζοντας λόφους, προμηνύοντας τον ερχομό των βουνών. Θα έφταναν στους πρόποδες των βουνών αρκετή ώρα πριν σκοτεινιάσει, ίσως σε λιγότερο από μια ώρα. Πάνω από εκατό λεύγες σε λιγότερο από τρεις μέρες. Είναι ακόμα χειρότερο. Περάσαμε σχεδόν μια μέρα νότια του Ερίνιν στον πραγματικό κόσμο. Πάνω από εκατό λεύγες σε λιγότερο από δύο μέρες, εδώ.

«Λέει ότι είχες δίκιο γι’ αυτό το μέρος, Ραντ».

Ο Ραντ τινάχτηκε και μετά κατάλαβε ότι τον είχε πλησιάσει ο Λόιαλ. Κοίταξε τη Σελήνη και είδε ότι προχωρούσε μαζί με τον Χούριν· ο μυριστής χαμογελούσε κι έσκυβε το κεφάλι και μόνο που δεν χτυπούσε το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του μ’ όσα του έλεγε αυτή. Ο Ραντ λοξοκοίταξε τον Λόιαλ. «Ξαφνιάζομαι που την άφησες, έτσι που είχατε σμίξει τα κεφάλια. Τι εννοείς ότι είχα δίκιο;»

«Δεν είναι συναρπαστική γυναίκα; Ακόμα και μερικοί από τους Πρεσβύτερους δεν ξέρουν όσα ξέρει αυτή για την ιστορία —ειδικά για την Εποχή των Θρύλων— και για το — α, ναι. Λέει ότι είχες δίκιο για τις Οδούς, Ραντ. Κάποιες Άες Σεντάι μελέτησαν τέτοιους κόσμους κι εκείνες οι γνώσεις αποτέλεσαν τη βάση για την κατασκευή των Οδών. Λέει ότι υπάρχουν κόσμοι στους οποίους αλλάζει ο χρόνος και όχι η απόσταση. Μπορείς να περάσεις μια μέρα εκεί και, βγαίνοντας, να βρεις ότι πέρασε ένας χρόνος στον πραγματικό κόσμο, ή είκοσι, Ή μπορεί να γίνει το ανάποδο. Αυτοί οι κόσμοι —αυτός, όλοι οι άλλοι — είναι αντανακλάσεις του πραγματικού κόσμου, λέει. Αυτός μας φαίνεται τόσο ξεθωριασμένος επειδή είναι μια ασθενική αντανάκλαση, ένας κόσμος που δεν είχε πολλές πιθανότητες να υπάρξει ποτέ. Άλλοι, είναι σχεδόν εξίσου πιθανοί με τον δικό μας. Εκείνοι είναι στέρεοι σαν τον δικό μας κόσμο και έχουν ανθρώπους. Τους ίδιους ανθρώπους, Ραντ, λέει. Για φαντάσου! Μπορείς να πας εκεί και να συναντήσεις τον εαυτό σου. Το Σχήμα έχει άπειρες παραλλαγές, λέει, και όποια παραλλαγή μπορεί να υπάρξει, θα υπάρξει».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, και το μετάνιωσε, όταν το τοπίο τρεμόπαιξε και το στομάχι του ανακατώθηκε. Ανάσανε βαθιά. «Πού τα ξέρει όλα αυτά; Εσύ ξέρεις περισσότερα πράγματα από κάδε άλλον που έχω γνωρίσει, Λόιαλ, και το μόνο που ήξερες γι’ αυτόν τον κόσμο ήταν σχεδόν φήμες».

«Είναι Καιρχινή, Ραντ. Η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Καιρχίν είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, ίσως η μεγαλύτερη εκτός της Ταρ Βάλον. Οι Αελίτες σκοπίμως την άφησαν, όταν έκαψαν την Καιρχίν. Δεν καταστρέφουν βιβλία. Το ήξερες ότι—»

«Δεν με νοιάζουν οι Αελίτες», είπε ο Ραντ ενοχλημένος. «Αν η Σελήνη ξέρει τόσα πολλά, τότε μακάρι να έχει διαβάσει πώς να φύγουμε από δω. Μακάρι η Σελήνη—»

«Μακάρι η Σελήνη τι;» είπε η γυναίκα, γελώντας καθώς τους πλησίαζε,

Ο Ραντ την κοίταζε σαν να είχαν περάσει μήνες που έλειπε· αυτό ένιωθε. «Μακάρι να ερχόταν η Σελήνη και να προχωρούσαμε παρία», είπε. Ο Λόιαλ χασκογέλασε, και ο Ραντ ένιωσε να κοκκινίζει.

Η Σελήνη χαμογέλασε, και κοίταξε τον Λόιαλ. «Μας συγχωρείς, αλάντιν».

Ο Ογκιρανός υποκλίθηκε από τη σέλα και έμεινε πίσω τους, ενώ οι τούφες των αυτιών του έπεφταν δείχνοντας απροθυμία.

Ο Ραντ προχωρούσε λίγη ώρα σιωπηλός, απολαμβάνοντας την παρέα της Σελήνης. Μερικές φορές την κοίταζε με την άκρη του ματιού. Ευχόταν να μπορούσε να ξεκαθαρίσει να συναισθήματά του γι’ αυτήν. Υπήρχε περίπτωση να ήταν η Σελήνη Άες Σεντάι, παρά την άρνησή της; Κάποια που είχε στείλει η Μουαραίν να τον σπρώξει στο δρόμο που ήθελαν να ακολουθήσει για τα σχέδια των Άες Σεντάι; Η Μουαραίν δεν μπορεί να ήξερε ότι ο Ραντ θα ερχόταν σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο, και καμία Άες Σεντάι δεν θα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει εκείνο το θηρίο με ένα κλαδί, τη στιγμή που θα μπορούσε να το σκοτώσει ή να το διώξει με τη Δύναμη. Λοιπόν. Εφόσον τον είχε πάρει για άρχοντα και δεν υπήρχε κανείς στην Καιρχίν που να ξέρει την αλήθεια, μπορούσε να την αφήσει να το πιστεύει. Σίγουρα ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει ποτέ του, έξυπνη και μορφωμένη, και τον Θεωρούσε γενναίο· τι παραπάνω να ζητήσει κάποιος από τη σύζυγο του; Κι αυτό είναι τρελό. Θα ζητούσα σε γάμο την Εγκουέν, αν μπορούσα να παντρευτώ, αλλά δεν μπορώ να ζητήσω από μια γυναίκα να παντρευτεί κάποιον που θα τρελαθεί και ίσως της κάνει κακό. Αλλά η Σελήνη ήταν τόσο όμορφη.

Ο Ραντ πρόσεξε ότι η Σελήνη περιεργαζόταν το σπαθί του. Ετοίμασε τα λόγια στο νου του. Όχι, δεν ήταν αρχιξιφομάχος, αλλά το σπαθί του το είχε δώσει ο πατέρας του. Ταμ. Μα το Φως, γιατί να μην είσαι ο πατέρας μου; Έπνιξε με βία αυτή τη σκέψη.

«Ήταν έξοχη βολή», είπε ο Σελήνη.

«Όχι, δεν είμαι—» άρχισε να λέει ο Ραντ, και μετά ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Βολή;»

«Ναι. Μικρός στόχος, εκείνο το μάτι, κινούμενος, στις εκατό απλωσιές. Είσαι καταπληκτικός σκοπευτής μ’ αυτό το τόξο».

Ο Ραντ ανακάθισε αμήχανα. «Α... σ’ ευχαριστώ. Είναι ένα κόλπο που μου έμαθε ο πατέρας μου». Της είπε για το κενό, που του είχε διδάξει ο πατέρας του να χρησιμοποιεί με το τόξο. Άρχισε μάλιστα να της λέει για τον Λαν και τα μαθήματα ξιφομαχίας.

«Η Ενότητα», είπε εκείνη, δείχνοντας ικανοποίηση. Είδε το απορημένο βλέμμα του και πρόσθεσε, «Έτσι λέγεται... σε μερικά μέρη. Η Ενότητα. Για να μάθεις πώς να τη χρησιμοποιείς καλύτερα, είναι καλύτερα να την τυλίγεις γύρω σου συνεχώς, να στοχάζεσαι γι’ αυτήν αδιάκοπα, ή τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει».

Ο Ραντ δεν χρειάστηκε καν να σκεφτεί τι τον περίμενε στο κενό για να βρει πώς θα απαντούσε, αλλά το μόνο που είπε ήταν, «Θα το σκεφτώ».

«Φόρα το κενό συνεχώς, Ραντ αλ’Θορ, και θα μάθεις τρόπους να το χρησιμοποιείς που δεν υποψιάζεσαι».

«Είπα ότι θα το σκεφτώ». Εκείνη ξανάνοιξε το στόμα, αλλά ο Ραντ την διέκοψε. «Ξέρεις τόσα πράγματα. Για το κενό — την Ενότητα, όπως το λες. Γι’ αυτόν τον κόσμο. Ο Λόιαλ όλο διαβάζει βιβλία· έχει διαβάσει περισσότερα βιβλία απ’ όσα έχω δει ποτέ, και δεν έχει δει παρά μόνο κάποια αποσπάσματα για τις Λίθους».

Η Σελήνη κάθισε πιο ίσια στη σέλα της. Ξαφνικά του θύμισε τη Μουαραίν, και τη Βασίλισσα Μοργκέις, όταν ήταν θυμωμένες.

«Είχε γραφτεί ένα βιβλίο γι’ αυτούς τους κόσμους», είπε με ένταση. «Οι Καθρέφτες του Τροχού. Ο αλάντιν, όπως βλέπεις, δεν έχει δει όλα τα βιβλία που υπάρχουν».

«Τι είναι αυτό το αλάντιν που τον λες; Δεν ξανάκουσα—»

«Η Διαβατική Λίθος πλάι στην οποία ξύπνησα είναι εκεί πάνω», είπε η Σελήνη, δείχνοντας τα βουνά, ανατολικότερα της διαδρομής τους. Ο Ραντ ευχήθηκε να ξανάβρισκε τη θέρμη και τα χαμόγελά της. «Αν με πας εκεί, θα μπορέσεις να με επιστρέψεις στον κόσμο μου, όπως υποσχέθηκες. Μπορούμε να φτάσουμε μέσα σε μια ώρα».

Ο Ραντ μόλις που κοίταξε εκεί που του έδειχνε. Για να περάσει τη Λίθο —τη Διαβατική Λίθο, όπως την είχε πει η Σελήνη— θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη, αν ήθελε να πάει τη Σελήνη στον πραγματικό κόσμο. «Χούριν, πώς είναι τα ίχνη;»

«Πιο αχνά από κάθε άλλοτε, Άρχοντα Ραντ, αλλά υπάρχουν ακόμα». Ο μυριστής έστειλε ένα γοργό χαμόγελο στη Σελήνη, κουνώντας το κεφάλι του. «Νομίζω ότι αρχίζει να στρίβει προς τα δυτικά. Εκεί πάνω υπάρχουν μερικά ευκολότερα περάσματα, προς την άκρη του Μαχαιριού, αν Θυμάμαι από τότε που πήγα στην Καιρχίν».

Ο Ραντ αναστέναξε. Ο Φάιν, ή κάποιος από τους Σκοτεινόφιλους του, πρέπει να ξέρει κι άλλον τρόπο για να χρησιμοποιήσουμε τις Λίθους. Οι Σκοτεινόφιλοι δεν χρησιμοποιούν τη Δύναμη. «Πρέπει να ακολουθήσω το Κέρας, Σελήνη».

«Και πού ξέρεις αν το πολύτιμο Κέρας σου είναι καν σ’ αυτό τον κόσμο; Έλα μαζί μου, Ραντ. Σου υπόσχομαι, θα βρεις το θρύλο σου. Έλα μαζί μου».

«Τη Λίθο, αυτή τη Διαβατική Λίθο, μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις εσύ», είπε θυμωμένα. Πριν βγουν τα λόγια από το στόμα του, θέλησε να τα πάρει πίσω. Γιατί μιλάει συνέχεια για θρύλους; Πεισμωμένος, ανάγκασε τον εαυτό του να συνεχίσει. «Η Διαβατική Λίθος δεν σε έφερε εδώ μόνη της. Εσύ το έκανες, Σελήνη. Αν έκανες τη Λίθο να σε φέρει εδώ, μπορείς να την κάνεις να σε πάρει πίσω. Θα σε πάω ως εκεί, αλλά μετά πρέπει να ψάξω για το Κέρας».

«Δεν ξέρω πώς δουλεύουν οι Διαβατικές Λίθοι, Ραντ. Αν έκανα κάτι, δεν ξέρω τι ήταν».

Ο Ραντ την κοίταξε εξεταστικά. Καθόταν στη σέλα της, ψηλή, με την πλάτη ίσια, με ύφος βασίλισσας, αλλά και κάπως πιο ευαίσθητη. Περήφανη, αλλά και ευάλωτη, φαινόταν να τον χρειάζεται. Ο Ραντ είχε σκεφτεί ότι η Σελήνη είχε την ηλικία της Νυνάβε —μερικά χρόνια μεγαλύτερη του— αλλά τώρα καταλάβαινε ότι είχε κάνει λάθος. Ήταν πιο κοντά στη δική του ηλικία, ήταν όμορφη, και τον χρειαζόταν. Η σκέψη του κενού, μονάχα η σκέψη, πετάρισε στο μυαλό του· η σκέψη του κενού και του φωτός. Σαϊντίν. Για να χρησιμοποιήσει τη Διαβατική Λίθο, έπρεπε να βουλιάξει σε κείνο το μόλυσμα.

«Μείνε μαζί μου, Σελήνη», είπε. «Θα βρούμε το Κέρας, και το εγχειρίδιο του Ματ, και θα βρούμε ένα δρόμο για να επιστρέψουμε. Σου το υπόσχομαι. Μόνο μείνε μαζί μου».

«Πάντα...» Η Σελήνη πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ήθελε να ηρεμήσει. «Πάντα είσαι πεισματάρης. Ε λοιπόν, μ’ αρέσουν οι άνδρες που έχουν πείσμα. Δεν αξίζει ο άνδρας που εύκολα πείθεται».

Ο Ραντ κοκκίνισε, ήταν σαν εκείνα που έλεγε καμιά φορά η Εγκουέν· όταν ήταν μικροί, τους είχαν σχεδόν λογοδόσει για να παντρευτούν μια μέρα. Όταν έρχονταν από τη Σελήνη, τα λόγια και το ευθύ βλέμμα που τα συνόδευε ήταν ένα δυνατό σοκ. Ο Ραντ γύρισε για να πει στο Χούριν να συνεχίσουν να ψάχνουν τα ίχνη.

Από πίσω τους ακούστηκε ένα μακρινό, ξερό γρύλισμα. Πριν προλάβει ο Ραντ να γυρίσει τον Κοκκινοτρίχη για να κοιτάξει, ήχησε άλλο ένα γαύγισμα, και αμέσως μετά άλλα τρία. Στην αρχή δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα, καθώς το τοπίο κυμάτιζε στα μάτια του, αλλά μετά τα είδε μέσα από τις αραιές συστάδες των δέντρων, ακριβώς στην κορυφή ενός λόφου. Έμοιαζαν να είναι πέντε μορφές, σε απόσταση μόλις μισού μιλίου, χίλιες μονάχα απλωσιές το πολύ, που πλησίαζαν, πηδώντας δέκα μέτρα με κάθε άλμα.

«Γκρολμ», είπε γαλήνια η Σελήνη. «Ένα μικρό κοπάδι, αλλά φαίνεται ότι έπιασαν τη μυρωδιά μας».

Загрузка...