Ο Ραντ άνοιξε τα μάτια, και βρέθηκε να κοιτάζει τις γερτές ακτίνες του ήλιου που περνούσαν από τα κλαριά μιας σημύδας, που τα πλατιά, σκληρά φύλλα της ήταν ακόμα πράσινα παρά την εποχή του χρόνου. Ο άνεμος έκανε τα φύλλα να θροΐζουν κι έφερνε μαζί του μια γεύση από χιόνι, που ίσως έπεφτε με το σκοτάδι. Ο Ραντ έμεινε ξαπλωμένος, νιώθοντας να τον σκεπάζουν κουβέρτες. Το πανωφόρι και το πουκάμισό του έλειπαν, αλλά κάτι έσφιγγε το στήθος του, και η αριστερή πλευρά του τον πονούσε. Γύρισε το κεφάλι, και η Μιν καθόταν εκεί στο χώμα, παρακολουθώντας τον. Παραλίγο δεν θα τη γνώριζε, τώρα που φορούσε φουστάνι. Του χαμογέλασε διστακτικά.
«Μιν. Εσύ είσαι. Πώς βρέθηκες εδώ; Πού είμαστε;» Η μνήμη του επέστρεψε με αναλαμπές και θραύσματα. Θυμόταν τα παλιά, αλλά οι τελευταίες μέρες έμοιαζαν με κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη, που στροβιλίζονταν στο νου του κι έδειχναν φευγαλέες εικόνες, που χάνονταν πριν τις δει καθαρά.
«Φύγαμε από το Φάλμε», είπε εκείνη. «Τώρα είμαστε πέντε μέρες δρόμο ανατολικά από κει, και όλο αυτό τον καιρό κοιμόσουνα».
«Το Φάλμε». Κι άλλες θύμησες. Ο Ματ είχε φυσήξει το Κέρας του Βαλίρ. «Η Εγκουέν! Είναι...; Την ελευθέρωσαν;» Κράτησε την ανάσα του.
«Δεν ξέρω ποιους εννοείς, αλλά είναι ελεύθερη. Την ελευθερώσαμε εμείς».
«Εσείς; Δεν καταλαβαίνω». Είναι ελεύθερη. Τουλάχιστον είναι—
«Η Νυνάβε, και η Ηλαίην, κι εγώ».
«Η Νυνάβε; Η Ηλαίην; Πώς; Ήσασταν όλες στο Φάλμε;» Πάσχισε να ανακαθίσει, αλλά εκείνη τον έσπρωξε πίσω με άνεση και στάθηκε εκεί, με τα χέρια της στους ώμους του, με το βλέμμα της καρφωμένο στο πρόσωπο του. «Πού είναι;»
«Έφυγε». Η Μιν κοκκίνισε. «Όλοι έφυγαν. Και η Εγκουέν, και η Νυνάβε, και ο Ματ, και ο Χούριν, και η Βέριν. Ο Χούριν δεν ήθελε καθόλου να σε αφήσει. Είναι στο δρόμο για την Ταρ Βάλον. Η Εγκουέν και η Νυνάβε για να συνεχίσουν την εκπαίδευση στον Πύργο, και ο Ματ για να του κάνουν οι Άες Σεντάι ό,τι χρειάζεται για το εγχειρίδιο. Πήραν μαζί τους το Κέρας του Βαλίρ. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι το είδα».
«Έφυγε», μουρμούρισε αυτός. «Δεν περίμενε καν να ξυπνήσω». Η Μιν κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, και κάθισε πίσω, χαμηλώνοντας το βλέμμα.
Σήκωσε τα χέρια του για να τρίψει το πρόσωπο του, και πάγωσε από το σοκ, όταν είδε τις παλάμες του. Τώρα και στην αριστερή υπήρχε το αποτύπωμα ενός ερωδιού, που έκανε ζευγάρι με τον άλλο στη δεξιά, μ’ όλες τις γραμμές πεντακάθαρες. Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο του· δυο φορές ο ερωδιός, για να πει ότι είναι αληθινός. «Όχι!»
«Έφυγαν», είπε εκείνη. «Με το ‘όχι’, δεν αλλάζει τίποτα».
Αυτός κούνησε το κεφάλι. Κάτι του έλεγε ότι ο πόνος στο πλευρό του είχε μεγάλη σημασία. Δεν θυμόταν πώς είχε τραυματιστεί, αλλά είχε σημασία. Έκανε να σηκώσει τις κουβέρτες για να κοιτάξει, αλλά αυτή του μπάτσισε το χέρι.
«Μόνο κακό θα κάνεις. Ακόμα δεν έθρεψε. Η Βέριν προσπάθησε να το Θεραπεύσει, αλλά είπε ότι δεν αντιδρούσε όπως έπρεπε». Δίστασε, δάγκωσε το χείλος της. «Η Μουαραίν λέει ότι η Νυνάβε πρέπει να έκανε κάτι, αλλιώς δεν θα είχες ζήσει μέχρι να σε πάμε στη Βέριν, αλλά η Νυνάβε λέει ότι ήταν τόσο τρομαγμένη, που δεν μπορούσε ούτε κερί να ανάψει. Υπάρχει κάτι... κακό στην πληγή σου. Πρέπει να περιμένεις να επουλωθεί φυσιολογικά». Κάτι έμοιαζε να τη βασανίζει.
«Είναι εδώ η Μουαραίν;» Άφησε ένα πικρό, ξερό γέλιο. «Όταν είπες ότι η Βέριν έχει φύγει, νόμισα ότι είχα γλιτώσει πάλι από τις Άες Σεντάι».
«Εδώ είμαι», είπε η Μουαραίν. Εμφανίστηκε ντυμένη στα γαλάζια, και γαλήνια σαν να βρισκόταν στο Λευκό Πύργο, και πλησίασε για να σταθεί από πάνω του. Η Μιν κοίταζε κατσουφιασμένη την Άες Σεντάι. Ο Ραντ είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι ήθελε να τον προστατεύσει από τη Μουαραίν.
«Μακάρι να μην ήσουν εδώ», είπε στην Άες Σεντάι. «Αν θες τη γνώμη μου, μπορείς να γυρίσεις εκεί που κρυβόσουν και να μην ξαναβγείς.»
«Δεν κρυβόμουν», είπε ατάραχα η Μουαραίν. «Έκανα ό,τι μπορούσα να κάνω, εδώ στο Τόμαν Χεντ, και στο Φάλμε. Ήταν λίγα, αν και έμαθα πολλά. Απέτυχα να σώσω δύο αδελφές μου, πριν τις φορτώσουν στα πλοία οι Σωντσάν μαζί με τις Δεμένες, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα».
«Ό,τι μπορούσες. Έστειλες τη Βέριν να με προσέχει, αλλά δεν είμαι πρόβατο, Μουαραίν. Είπες ότι μπορώ να πάω όπου θέλω, και θέλω να πάω όπου δεν είσαι εσύ».
«Δεν έστειλα εγώ τη Βέριν», είπε η Μουαραίν σμίγοντας τα φρύδια. «Ήρθε από μόνη της. Είναι πολλοί που ενδιαφέρονται για σένα, Ραντ. Μήπως σε βρήκε ο Φάιν, ή τον βρήκες εσύ;»
Η ξαφνική αλλαγή θέματος τον ξάφνιασε. «Τον Φάιν; Όχι. Καλός ήρωας είμαι. Πήγα να σώσω την Εγκουέν, και την έσωσε η Μιν. Ο Φάιν είπε ότι θα έκανε κακό στο Πεδίο του Έμοντ, αν δεν τον αντιμετώπιζα, και δεν τον βρήκα πουθενά. Πήγε κι αυτός με τους Σωντσάν;»
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Λεν ξέρω. Μακάρι να ήξερα. Αλλά είναι καλύτερα που δεν τον βρήκες, τουλάχιστον πριν μάθεις τι είναι».
«Είναι Σκοτεινόφιλος».
«Είναι κάτι παραπάνω. Κάτι χειρότερο. Ο Πάνταν Φάιν ήταν πλάσμα του Σκοτεινού ως τα βάθη της ψυχής του, αλλά πιστεύω ότι στη Σαντάρ Λογκόθ έπεσε στα βρόχια του Μόρντεθ, που ήταν εξίσου ρυπαρός όταν πολεμούσε τη Σκιά όσο η ίδια η Σκιά. Ο Μόρντεθ προσπάθησε να απορροφήσει την ψυχή του Φάιν, να αποκτήσει πάλι ανθρώπινο σώμα, αλλά βρήκε μια ψυχή που ο Σκοτεινός την είχε αγγίξει απευθείας, και το αποτέλεσμα ήταν... Το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε ο Πάνταν Φάιν, ούτε ο Μόρντεθ, αλλά κάτι ακόμα πιο κακό, ένα αμάλγαμα των δύο. Δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο επικίνδυνος είναι ο Φάιν — ας τον λέμε έτσι. Μπορεί να μην επιζούσες από μια συνάντησή σας, και αν επιζούσες, ίσως να ήταν χειρότερο από το να σε παράσερνε η Σκιά».
«Αν είναι ζωντανός, αν δεν πήγε με τους Σωντσάν, πρέπει να—» Τα λόγια του κόπηκαν απότομα, όταν εκείνη έβγαλε από το μανδύα της το σπαθί με το σήμα του ερωδιού. Η λεπίδα τελείωνε απότομα τριάντα πόντους από τη λαβή, σαν να ’χε λιώσει. Οι μνήμες ξανάρθαν ορμητικές. «Τον σκότωσα», είπε με απαλή φωνή. «Αυτή τη φορά τον σκότωσα».
Η Μουαραίν άφησε κατά μέρος το χαλασμένο σπαθί, άχρηστο τώρα πια, και σκούπισε τα χέρια της. «Δεν σφάζει κανείς τον Σκοτεινό τόσο εύκολα. Και μόνο το γεγονός ότι εμφανίστηκε στον ουρανό πάνω από το Φάλμε προκαλεί κάτι παραπάνω από ανησυχία. Κανονικά, δεν θα μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα, αν ήταν αιχμαλωτισμένος όπως πιστεύουμε. Αλλά, αν δεν είναι, τότε γιατί δεν μας εξολόθρευσε όλους;» Η Μιν ανακάθισε ταραγμένη.
«Στον ουρανό;» θαύμασε ο Ραντ.
«Και οι δυο σας», είπε η Μουαραίν. «Η μάχη σας δόθηκε στον ουρανό, σε πλήρη θέα όσων ήταν στο Φάλμε. Ίσως και σε άλλες πόλεις του Τόμαν Χεντ, αν μπορώ να πιστέψω αυτά που ακούω».
«Τα — τα είδαμε όλα», είπε η Μιν ξεψυχισμένα. Ακούμπησε το μπράτσο του Ραντ για να τον παρηγορήσει.
Η Μουαραίν ξανάχωσε το χέρι στο μανδύα της και έβγαλε μια τυλιγμένη περγαμηνή, ένα μεγάλο φύλλο, σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες των δρόμων του Φάλμε. Η κιμωλία ήταν λιγάκι πασαλειμμένη όταν την ξεδίπλωσε, αλλά η εικόνα ήταν αρκετά καθαρή. Ένας άνδρας, του οποίου το πρόσωπο ήταν μια πύρινη μάζα, πάλευε με το ραβδί του εναντίον ενός άλλου, που κρατούσε σπαθί, ανάμεσα σε σύννεφα όπου χόρευαν οι αστραπές, και πίσω τους ανέμιζε το λάβαρο του Δράκοντα. Πανεύκολα αναγνώριζε κανείς το πρόσωπο του Ραντ.
«Πόσοι το είδαν;» ζήτησε να μάθει αυτός. «Σχίσ’ το. Κάψ’ το».
Η Άες Σεντάι άφησε την περγαμηνή να τυλιχτεί μόνη της. «Άδικος κόπος, Ραντ. Το αγόρασα πριν δυο μέρες, σε ένα χωριό που περάσαμε. Υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως, και παντού λένε την ιστορία του πώς ο Δράκοντας πάλεψε με τον Σκοτεινό στους ουρανούς πάνω από το Φάλμε».
Ο Ραντ κοίταξε τη Μιν. Εκείνη ένευσε απρόθυμα, και του έσφιξε το χέρι. Φαινόταν φοβισμένη, αλλά δεν τράβηξε το βλέμμα της. Αναρωτιέμαι αν γι’ αυτό έφυγε η Εγκουέν. Είχε δίκιο που έφυγε.
«Το Σχήμα υφαίνεται γύρω σου ακόμα πιο σφιχτά», είπε η Μουαραίν. «Τώρα με χρειάζεσαι περισσότερο από ποτέ».
«Δεν σε χρειάζομαι», είπε τραχιά ο Ραντ, «και δεν σε θέλω. Δεν πρόκειται να ανακατευτώ σ’ αυτά». Θυμήθηκε που τον είχαν αποκαλέσει Λουζ Θέριν· όχι μόνο ο Σκοτεινός, αλλά και ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. «Δεν πρόκειται. Φως μου, ο Δράκοντας λένε ό,τι θα Τσακίσει πάλι τον Κόσμο, θα ρημάξει τα πάντα. Δεν θα γίνω ο Δράκοντας».
«Είσαι αυτό που είσαι», είπε η Μουαραίν. «Άρχισες κιόλας να κουνάς τον κόσμο. Το Μαύρο Άτζα αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Το Άραντ Ντόμαν και το Τάραμπον ήταν στο χείλος του πολέμου, και η κατάσταση θα χειροτερέψει, όταν μαθευτούν τα νέα από το Φάλμε. Στην Καιρχίν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος».
«Δεν έκανα τίποτα στην Καιρχίν», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι’ αυτό».
«Το να μην κάνει κάποιος τίποτα είναι ένα τέχνασμα του Μεγάλου Παιχνιδιού», είπε αυτή αναστενάζοντας, «ειδικά όπως το παίζουν τώρα. Ήσουν η σπίθα, και η Καιρχίν εξερράγη, σαν πυροτέχνημα των Διαφωτιστών. Τι νομίζεις ότι θα γίνει, όταν η είδηση από το Φάλμε φτάσει στο Άραντ Ντόμαν και στο Τάραμπον; Πάντα υπήρχαν άνθρωποι πρόθυμοι να συμπαραταχθούν με οποιονδήποτε ισχυριζόταν πως ήταν ο Δράκοντας, όμως ποτέ άλλοτε δεν είχαν οιωνούς σαν αυτούς. Υπάρχουν κι άλλα. Να». Πέταξε ένα σακουλάκι στο στήθος του.
Εκείνος δίστασε μια στιγμή πριν το ανοίξει. Μέσα βρισκόταν θραύσματα από κάτι που έμοιαζε με ασπρόμαυρο κεραμικό. Είχε ξαναδεί όμοιό τους. «Άλλη μια σφραγίδα της φυλακής του Σκοτεινού», μουρμούρισε. Η Μιν άφησε μια πνιχτή κραυγούλα· το χέρι της, που έσφιγγε το δικό του, τώρα δεν πρόσφερε παρηγοριά αλλά ζητούσε.
«Δύο», είπε η Μουαραίν. «Τώρα έχουν σπάσει τρεις από τις επτά. Η μία που είχα, και δύο που βρήκα στην κατοικία του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ στο Φάλμε. Όταν σπάσουν και οι επτά, ίσως και πιο πριν, τότε το κάλυμμα θα σπάσει —κάποτε είχαν ανοίξει τρύπα στη φυλακή που του είχε κάνει ο Δημιουργός, και η τρύπα είχε κλείσει μ’ ένα κάλυμμα— και ο Σκοτεινός θα μπορεί και πάλι να απλώσει το χέρι από την τρύπα και να αγγίξει τον κόσμο. Και η μόνη ελπίδα του κόσμου είναι να βρίσκεται εκεί ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας για να τον αντιμετωπίσει».
Η Μιν προσπάθησε να εμποδίσει τον Ραντ, που ήθελε να πετάξει τις κουβέρτες του, αλλά εκείνος την παραμέρισε απαλά. «Θέλω να περπατήσω». Τον βοήδησε να σηκωθεί, αλλά στενάζοντας και γκρινιάζοντάς του ότι έτσι θα χειροτέρευε την πληγή του. Ο Ραντ βρήκε ότι το στήθος του ήταν τυλιγμένο μ’ επιδέσμους. Η Μιν του έριξε μια κουβέρτα στους ώμους σαν μανδύα.
Για μια στιγμή, ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντας το σπαθί με το σήμα του ερωδιού, ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό, που κειτόταν στο χώμα. Το σπαθί του Ταμ. Το σπαθί τον πατέρα μου. Απρόθυμα, πιο απρόθυμα από κάθε τι άλλο που είχε κάνει στη ζωή του, εγκατέλειψε την ελπίδα ότι κάποτε Θα ανακάλυπτε πως ο Ταμ ήταν πράγματι ο πατέρας του. Ένιωσε σαν να του ξερίζωναν την καρδιά. Αλλά αυτό δεν άλλαζε τα συναισθήματά του για τον Ταμ, και το Πεδίο του Έμοντ ήταν η μόνη πατρίδα που ήξερε. Το σημαντικό είναι ο Φάιν. Ένα καθήκον μου έμεινε. Να τον σταματήσω.
Οι δύο γυναίκες έπρεπε να τον κρατούν, μια σε κάθε πλευρό του, για να κατέβει εκεί που ήδη έκαιγαν οι φωτιές του στρατοπέδου, κοντά σε έναν χωματόδρομο. Εκεί ήταν ο Λόιαλ και διάβαζε ένα βιβλίο, το Όταν Σαλπάρεις Πέρα από το Ηλιοβασίλεμα, και ο Πέριν, που ατένιζε μια φωτιά. Οι Σιναρανοί ετοίμαζαν το βραδινό. Ο Λαν καθόταν κάτω από ένα δένδρο, ακονίζοντας το σπαθί του· ο Πρόμαχος κοίταξε τον Ραντ ζυγίζοντάς τον, και μετά ένευσε.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Το λάβαρο του Δράκοντα κυμάτιζε στον αέρα, στο κέντρο του στρατοπέδου. Κάπου είχαν βρει κανονικό κοντάρι για να αντικαταστήσουν το δεντράκι που είχε κόψει ο Πέριν.
Ο Ραντ ζήτησε να μάθει, «Τι γυρεύει αυτό εδώ, που μπορούν να το δουν όσοι περνούν το δρόμο;»
«Είναι πολύ αργά για να το κρύψεις, Ραντ», είπε η Μουαραίν. «Είναι πολύ αργά για να κρυφτείς».
«Αλλά ούτε και χρειάζεται να βάλουμε ταμπέλα να λέει «εδώ είμαι». Δεν θα προλάβω να βρω τον Φάιν, αν με σκοτώσει κανείς με αφορμή αυτό το λάβαρο». Στράφηκε προς τον Λόιαλ και τον Πέριν. «Χαίρομαι που μείνατε. Θα το καταλάβαινα, αν είχατε φύγει».
«Γιατί να μην μείνω;» είπε ο Λόιαλ. «Πράγματι, είσαι πιο δυνατός τα’βίρεν απ’ όσο πίστευα, αλλά είσαι ακόμα φίλος μου. Ελπίζω να είσαι ακόμα φίλος μου». Τα αυτιά του συσπάστηκαν με αβεβαιότητα.
«Είμαι», είπε ο Ραντ. «Για όσο είναι ασφαλές να είσαι κοντά μου, ακόμα και μετά». Το χαμόγελο του Ογκιρανού ήταν τόσο πλατύ, που έμοιαζε να χωρίζει το κεφάλι του στα δύο.
«Θα μείνω κι εγώ», είπε ο Πέριν. Η φωνή του είχε ένα τόνο που έδειχνε καρτερικότητα, ή αποδοχή. «Ο Τροχός μας υφαίνει σφιχτά στο Σχήμα, Ραντ. Ποιος θα το πίστευε, τότε στο Πεδίο του Έμοντ;»
Οι Σιναρανοί μαζεύονταν γύρω του. Προς έκπληξη του Ραντ, όλοι έπεσαν στα γόνατα. Όλοι τους τον παρακολουθούσαν με το βλέμμα.
«Θέλουμε να ορκιστούμε πίστη σε σένα», είπε ο Ούνο. Οι άλλοι που γονάτιζαν πλάι του ένευσαν.
«Έχετε ορκιστεί στον Ίνγκταρ και τον Άρχοντα Άγκελμαρ», διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. «Ο Ίνγκταρ πέθανε γενναία, Ούνο. Πέθανε για να γλιτώσουμε οι υπόλοιποι με το Κέρας». Δεν χρειαζόταν να πει στον Ούνο, ή σε οποιονδήποτε άλλο, τα υπόλοιπα. Ήλπισε ότι ο Ίνγκταρ είχε ξαναβρεί το Φως. «Πείτε το στον Άρχοντα Άγκελμαρ, όταν φτάσετε στο Φαλ Ντάρα».
«Έχει λεχθεί», είπε ο μονόφθαλμος, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του, «ότι, όταν ο Δράκοντας ξαναγεννηθεί, θα σπάσει κάθε όρκο, θα κόψει όλα τα δεσμά. Τώρα τίποτα δεν μας κρατά. Θέλουμε να ορκιστούμε σε σένα». Τράβηξε το σπαθί του και το ακούμπησε μπροστά του, με τη λαβή προς τον Ραντ, και οι άλλοι Σιναρανοί έκαναν το ίδιο.
«Πολέμησες τον Σκοτεινό», είπε ο Μασέμα. Ο Μασέμα, που τον μισούσε. Ο Μασέμα, που τον κοίταζε σαν να ’βλεπε ένα όραμα του Φωτός. «Σε είδα, Άρχοντα Δράκοντα. Είδα. Είμαι δικός σου, ως το θάνατο». Τα μαύρα μάτια του έλαμπαν με ζήλο.
«Πρέπει να διαλέξεις, Ραντ», είπε η Μουαραίν. «Ο κόσμος θα τσακιστεί, είτε τον τσακίσεις εσύ, είτε όχι. Η Τάρμον Γκάι’ντον θα έρθει, κι αυτό από μόνο του θα διαλύσει τον κόσμο. Ακόμα θα κρύβεσαι απ’ αυτό που είσαι, και θα αφήσεις τον κόσμο να φτάσει στην Τελευταία Μάχη ανυπεράσπιστος; Διάλεξε».
Όλοι τον παρακολουθούσαν, όλοι περίμεναν. Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό. Πήρε την απόφασή του.