22 Παρατηρητές

«Τίποτα δεν γίνεται με τον τρόπο που περιμένω», μουρμούρισε η Μουαραίν, χωρίς να περιμένει απάντηση από τον Λαν.

Το μακρύ, στιλβωμένο τραπέζι μπροστά της ήταν γεμάτο βιβλία και χαρτιά, κύλινδρους και πάπυρους· πολλά ήταν σκονισμένα από τη μακρά αποθήκευση και ταλαιπωρημένα από τα χρόνια, άλλα ήταν μονάχα κομμάτια. Το δωμάτιο έμοιαζε να είναι φτιαγμένο σχεδόν μόνο από βιβλία και χειρόγραφα, τα οποία γέμιζαν όλα τα ράφια εκτός από τα σημεία που ήταν οι πόρτες ή τα παράθυρα ή το τζάκι. Οι καρέκλες είχαν ψηλές ράχες και μαλακή επένδυση, αλλά οι μισές απ’ αυτές, και τα περισσότερα από τα κοντά τραπεζάκια, είχαν βιβλία, και μερικές άλλες είχαν βιβλία και κύλινδρους χωμένα ακόμα και από κάτω. Όμως μόνο ο σωρός μπροστά στη Μουαραίν ήταν δικός της.

Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο, κοίταξε μέσα στη νύχτα τα φώτα του χωριού, που δεν ήταν μακριά. Εδώ δεν υπήρχε κίνδυνος να την καταδιώξουν. Κανένας δεν θα περίμενε να έρθει εδώ. Να καθαρίσει ο νους μου, και να αρχίσω από την αρχή, σκέφτηκε. Αυτό είναι όλο.

Κανένας χωρικός δεν υποψιαζόταν πως οι δύο ηλικιωμένες αδελφές που ζούσαν σ’ αυτό το βολικό σπιτάκι ήταν Άες Σεντάι. Δεν υποψιαζόσουν τέτοια πράγματα σε ένα απόμερο χωριουδάκι που λεγόταν το Πηγάδι του Τίφαν, μια αγροτική κοινότητα βαθιά στις καταπράσινες πεδιάδες του Αράφελ. Οι χωρικοί έρχονταν στις αδελφές να τους συμβουλέψουν για τα προβλήματά τους και να γιατρέψουν τις αρρώστιές τους, και τις τιμούσαν σαν γυναίκες ευλογημένες από το Φως, μα όχι κάτι παραπάνω. Η Αντελέας και η Βαντέν είχαν αποσυρθεί μαζί εθελοντικά, πριν τόσο καιρό, που ελάχιστες στο Λευκό Πύργο θυμούνταν ότι ζούσαν ακόμα.

Μαζί με έναν εξίσου ηλικιωμένο Πρόμαχο ο οποίος έμενε μαζί τους, ζούσαν ήσυχα και σχεδίαζαν ακόμα να γράψουν την ιστορία του κόσμου μετά το Τσάκισμα, κι όσα μπορούσαν να χωρέσουν από εκείνα που είχαν προηγηθεί. Κάποια μέρα. Εν τω μεταξύ, υπήρχαν τόσες πληροφορίες που έπρεπε να συλλέξουν, τόσους γρίφους να λύσουν. Το σπίτι τους ήταν το τέλειο μέρος για να βρει η Μουαραίν την πληροφορία που χρειαζόταν. Μόνο που δεν ήταν εκεί.

Το μάτι της έπιασε μια κίνηση και γύρισε το κεφάλι. Ο Λαν έγερνε στο τζάκι από κίτρινα τούβλα, ατάραχος σαν βράχος. «Θυμάσαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, Λαν;»

Η Μουαραίν έψαχνε κάποιο σημάδι, αλλιώς δεν θα είχε δει το γοργό σπαρτάρισμα του φρυδιού. Ήταν σπάνιες οι φορές που τον ξάφνιαζε. Το ζήτημα αυτό κανείς τους δεν το είχε Θίξει ποτέ· περίπου είκοσι χρόνια πριν, του είχε πει —και, απ’ ό,τι θυμόταν, είχε μιλήσει με την αγέρωχη περηφάνια κάποιας που ακόμα ήταν και φαινόταν νέα— ότι ποτέ δεν θα του ξαναμιλούσε γι’ αυτό και περίμενε την ίδια σιωπή εκ μέρους του.

«Θυμάμαι», είπε μόνο αυτός.

«Κι ακόμα ούτε μια συγνώμη, ε; Με πέταξες στη λιμνούλα». Δεν χαμογέλασε, αν και τώρα το έβρισκε διασκεδαστικό. «Μούσκεψα από πάνω ως κάτω, και ήταν νέα άνοιξη, όπως το λέτε εσείς οι Μεθορίτες. Κόντεψα να γίνω πάγος».

«Θυμάμαι, επίσης, ότι άναψα φωτιά και κρέμασα κουβέρτες, για να ζεσταθείς μακριά από βλέμματα». Σκάλισε τα κούτσουρα που καίγονταν και ξανακρέμασε τη μασιά. Στις Μεθόριους, ακόμα και τις καλοκαιρινές νύχτες έκανε ψύχρα. «Επίσης θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα, ενώ εγώ κοιμόμουν, εσύ έχυσες τη μισή λιμνούλα πάνω μου. Θα γλιτώναμε πολύ ρίγος, κι εγώ κι εσύ, αν μου είχες πει απλά ότι είσαι Άες Σεντάι, αντί το δείξεις. Αντί να προσπαθήσεις να με χωρίσεις από το σπαθί μου. Δεν είναι καλός τρόπος για να συστηθείς σε Μεθορίτη, ακόμα και για κοπέλα».

«Μα ήμουν κοπέλα, και μόνη, και τότε ήσουν ψηλός και γεροδεμένος όσο και τώρα, και είχες ακόμα πιο άγρια όψη. Δεν ήθελα να μάθεις ότι ήμουν Άες Σεντάι. Μου είχε φανεί πως, αν δεν το ήξερες, ίσως απαντούσες πιο ελεύθερα στις ερωτήσεις μου». Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, καθώς σκεφτόταν τα χρόνια από κείνη τη συνάντηση. Ήταν ωραίο που είχε βρει ένα σύντροφο να έρθει μαζί στην αναζήτησή της. «Τις επόμενες βδομάδες, μήπως υποψιάστηκες ότι θα σου ζητούσα να δεσμευτείς μαζί μου; Εγώ αποφάσισα ότι εσύ ήσουν ο κατάλληλος από την πρώτη μέρα».

«Δεν το μάντεψα καθόλου», είπε εκείνος ξερά. «Στο νου μου είχα τη σκέψη αν θα κατάφερνα να σε συνοδεύσω ως το Τσάτσιν χωρίς να πάθω τίποτα. Κάθε βράδυ μου είχες και διαφορετική έκπληξη. Θυμάμαι ιδιαιτέρως τα μυρμήγκια. Νομίζω πως ούτε μια νύχτα Μιν ξεκουράστηκα σ’ όλο εκείνο το ταξίδι».

Η Μουαραίν επέτρεψε στον εαυτό της ένα ελαφρύ χαμόγελο, καθώς το θυμόταν. «Ήμουν κοπέλα», επανέλαβε. «Μήπως σε γδέρνει ο δεσμός σου, μετά από τόσα χρόνια; Δεν είσαι άνδρας που θα έβαζες εύκολα το λουρί, ακόμα κι ένα ελαφρύ σαν το δικό μου». Ήταν τσουχτερή κουβέντα· την είχε πει σκόπιμα.

«Όχι». Μίλησε με ψυχρή φωνή, αλλά ξανάπιασε τη μασιά και σκάλισε άγρια τα ξύλα χωρίς να υπάρχει λόγος. Σπίθες τινάχτηκαν και πέταξαν στην καμινάδα. «Διάλεξα ελεύθερα, ξέροντας τι συνεπαγόταν αυτό». Το σιδερένιο εργαλείο κουδούνισε στο κρεμαστάρι του και ο Δαν υποκλίθηκε βαθιά. «Τιμή μου να υπηρετώ, Μουαραίν Άες Σεντάι. Ήταν και πάντα θα είναι τιμή μου».

Η Μουαραίν ξεφύσηξε. «Η ταπεινοφροσύνη σου, Λαν Γκαϊντίν, έχει περισσότερη αλαζονεία απ’ όσο θα κατάφερναν βασιλιάδες με στρατό πίσω τους. Από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, πάντα ήταν έτσι».

«Γιατί τόσες κουβέντες για τα περασμένα, Μουαραίν;»

Για εκατοστή φορά —ή τουλάχιστον έτσι αισθανόταν— συλλογίστηκε τι λέξεις θα χρησιμοποιούσε. «Πριν φύγουμε από την Ταρ Βάλον, φρόντισα, σε περίπτωση που μου συμβεί κάτι, ο δεσμός σου να περάσει σε άλλη». Εκείνος την κοίταξε σιωπηλός. «Όταν νιώσεις το θάνατό μου, θα νιώσεις αναγκασμένος να την αναζητήσεις αμέσως. Δεν θέλω να ξαφνιαστείς».

«Αναγκασμένος», είπε χαμηλόφωνα, με θυμό. «Ούτε μια φορά δεν χρησιμοποίησες το δεσμό μου για να με αναγκάσεις. Νόμιζα ότι το αποδοκίμαζες».

«Αν δεν το είχα κάνει αυτό, θα ελευθερωνόσουν από το δεσμό σου με το θάνατό μου και δεν θα σε κρατούσε ακόμα και η πιο επίμονη διαταγή μου. Δεν δα σου επιτρέψω να πεθάνεις σε μια άχρηστη προσπάθεια να με εκδικηθείς. Και δεν θα σου επιτρέψω να ξαναγυρίσεις στον, εξίσου άχρηστο, προσωπικό σου πόλεμο με τη Μάστιγα. Ο πόλεμος που πολεμάμε είναι ο ίδιος πόλεμος, αν άνοιγες τα μάτια λιγάκι, και θα φροντίσω να πολεμήσεις έτσι ώστε να υπάρχει αποτέλεσμα. Δεν χρειάζεται ούτε εκδίκηση ούτε να πεθάνεις στη Μάστιγα δίχως τάφο».

«Και προβλέπεις να έρχεται γρήγορα ο θάνατός σου;» Η φωνή του ήταν ήρεμη, το πρόσωπό του ανέκφραστο, και τα δύο όμοια με πέτρα σε χειμωνιάτικη χιονοθύελλα. Η Μουαραίν τον είχε δει πολλές φορές μ’ αυτό το ύφος, συνήθως στα πρόθυρα της βίας. «Σχεδίασες κάτι, χωρίς εμένα, που θα είναι μοιραίο για σένα;»

«Ξαφνικά νιώθω χαρά που δεν υπάρχει λιμνούλα σ’ αυτό το δωμάτιο», μουρμούρισε αυτή, και μετά σήκωσε τα χέρια της, όταν εκείνος φάνηκε να προσβάλλεται από τον ανάλαφρο τόνο της. «Βλέπω το θάνατό μου κάθε μέρα, όπως κι εσύ. Πώς αλλιώς, με το έργο που αναλάβαμε πριν τόσα χρόνια; Τώρα, που όλα φτάνουν σε αποφασιστικό σημείο, πρέπει να πω πως είναι ακόμα πιθανότερος».

Για μια στιγμή το βλέμμα του στάθηκε στα μεγάλα, τετράγωνα χέρια του. «Δεν είχα σκεφτεί ποτέ», της είπε αργά, «πως ίσως να μην πεθάνω πρώτος. Κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές, έμοιαζε...» Ξαφνικά έτριψε τα χέρια του. «Αν υπάρχει η πιθανότητα να με δώσεις σαν σκυλάκι του καναπέ, θα ήθελα, τουλάχιστον, να ξέρω σε ποια με δίνεις».

«Ποτέ δεν σε είδα σαν κατοικίδιο», είπε κοφτά η Μουαραίν, «ούτε και η Μυρέλ».

«Η Μυρέλ». Ο Λαν έκανε μια γκριμάτσα. «Ναι, θα ’πρεπε να είναι Πράσινη, ή αλλιώς κάποιο κοριτσόπουλο που μόλις έγινε αδελφή».

«Αν η Μυρέλ μπορεί να κουμαντάρει τους τρεις Γκαϊντίν της, ίσως κατορθώσει να κουμαντάρει κι εσένα. Παρ’ όλο που θα ήθελε να σε κρατήσει, το ξέρω αυτό, έχει υποσχεθεί να περάσει το δεσμό σου σε άλλη, όταν βρει κάποια που να σου ταιριάζει καλύτερα».

«Έτσι λοιπόν. Όχι κατοικίδιο, αλλά πακέτο. Η Μυρέλ θα είναι ο — ο αποθηκάριος! Μουαραίν, ούτε ακόμα και οι Πράσινες δεν φέρονται έτσι στους Πρόμαχους τους. Εδώ και τετρακόσια χρόνια, καμία Άες Σεντάι δεν πέρασε το δεσμό του Προμάχου της σε άλλη, όμως εσύ σκοπεύεις να μου το κάνεις όχι μια, αλλά δύο φορές!»

«Έχει γίνει, και δεν θα το αλλάξω».

«Που να με τυφλώσει το Φως, αν είναι να περνάω από χέρι σε χέρι, έχεις τουλάχιστον καμιά ιδέα σε ποιανής το χέρι θα καταλήξω;»

«Αυτό που κάνω είναι για το καλό σου, και, ίσως επίσης, για το καλό κάποιας άλλης. Ίσως η Μυρέλ να βρει κάποιο κοριτσόπουλο που μόλις θα έχει γίνει αδελφή —έτσι δεν είπες;— που θα χρειάζεται Πρόμαχο, σκληραγωγημένο στις μάχες και σοφό στους τρόπους του κόσμου, ένα κοριτσόπουλο, που ίσως χρειαστεί κάποιον να τη ρίξει στη λιμνούλα. Έχεις πολλά να προσφέρεις, Λαν και, αν τα σπαταλούσες σε έναν ανώνυμο τάφο, ή αν τάιζαν τα κοράκια, τη στιγμή που θα μπορούσαν να πάνε σε μια γυναίκα που τα χρειάζεται, αυτό θα ήταν χειρότερο από το αμάρτημα για το οποίο λένε οι Λευκομανδίτες. Ναι, νομίζω ότι θα σε χρειαστεί».

Τα μάτια του Λαν πλάτυναν λιγάκι· άλλος στη θέση του θα άφηνε κραυγή έκπληξης με την ιδέα που του είχε περάσει από το μυαλό. Η Μουαραίν ελάχιστες φορές τον είχε δει να ταράζεται τόσο. Ο Λαν άνοιξε και ξανάκλεισε το στόμα δυο φορές πριν μιλήσει. «Και ποια έχεις κατά νου γι’ αυτό το—»

Εκείνη τον διέκοψε. «Είσαι σίγουρος ότι το λουρί δεν σε γδέρνει, Λαν Γκαϊντίν; Μόνο τώρα κατάλαβες, για πρώτη φορά, τη δύναμη αυτού του δεσμού, το βάθος του; Μπορεί να καταλήξεις σε κάποια Λευκή, όλο λογική και καθόλου καρδιά, ή με μια μικρή Καφέ, που σε βλέπει μονάχα σαν τα δυο χέρια που θα της κουβαλούν τα βιβλία και τα σκίτσα. Μπορώ να σε δώσω όπου θέλω, σαν πακέτο —ή σαν κατσικίδιο— κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς παρά να πας. Είσαι σίγουρος ότι δεν σε γδέρνει;»

«Εδώ σκόπευαν όλα αυτά;» είπε με τραχιά φωνή εκείνος. Τα μάτια του έκαιγαν, σαν γαλάζιες φωτιές, και το στόμα του είχε στραβώσει. Θυμός· για πρώτη φορά η Μουαραίν έβλεπε ολοφάνερο το θυμό στο πρόσωπό του. «Όλα αυτά τα λόγια ήταν μια δοκιμασία —μια δοκιμασία!— για να δεις αν ο δεσμός μου με γδέρνει; Τόσον καιρό μετά; Από τη μέρα που σου έδωσα όρκο, πήγαινα εκεί που μου έλεγες να πάω, ακόμα κι όταν το έβρισκα ανόητο, ακόμα κι όταν είχα λόγους να στρίψω το άλογο αλλού. Ποτέ δεν χρειάστηκες το δεσμό μου για να με αναγκάσεις. Με το λόγο σου και μόνο, σε είδα να μπαίνεις στον κίνδυνο και κράτησα τα χέρια μου ασάλευτα, τη στιγμή που δεν ήθελα παρά να τραβήξω το σπαθί και να σου ανοίξω δρόμο για να σωθείς. Μετά απ’ όλα αυτά, με δοκιμάζεις;»

«Δεν είναι δοκιμασία, Λαν. Μίλησα απλά, χωρίς ύπουλα λόγια, κι έκανα ό,τι είπα. Αλλά στο Φαλ Ντάρα άρχισα να αναρωτιέμαι αν ήσουν ακόμα ολόψυχα στο πλευρό μου». Τα μάτια του έδειξαν επιφυλακτικότητα. Λαν, συγχώρεσέ με. Δεν ήθελα να σπάσω τα τείχη που ύψωσες γερά, αλλά πρέπει να ξέρω. «Γιατί έκανες αυτά που έκανες με τον Ραντ;» Ο Λαν ανοιγόκλεισε τα μάτια· προφανώς δεν το περίμενε. Η Μουαραίν ήξερε τι νόμιζε ο Λαν πως θα της έλεγε, και τώρα που ήταν μπερδεμένος συνέχισε την επίθεση της. «Τον έφερες στην Άμερλιν με ομιλία και φερσίματα Μεθορίτη άρχοντα, σαν γέννημα-θρέμμα στρατιώτης. Ταίριαζαν, κατά κάποιον τρόπο, με το δικό μου σχέδιο γι’ αυτόν, αλλά οι δυο μας δεν συνεννοηθήκαμε για να του τα διδάξεις. Γιατί, Λαν;»

«Έμοιαζε... σωστό. Ο μικρός λυκοθήρας πρέπει κάποια μέρα να συναντήσει για πρώτη φορά λύκο, αλλά, αν ο λύκος τον δει σαν κουτάβι, αν φερθεί σαν κουτάβι, ο λύκος σίγουρα θα τον σκοτώσει. Για να επιβιώσει ο λυκοθήρας, πρέπει να φαίνεται λυκοθήρας στο βλέμμα του λύκου, περισσότερο απ’ ότι στο δικό του».

«Έτσι βλέπεις τις Άες Σεντάι; Την Άμερλιν; Εμένα; Σαν λύκους, που περικυκλώνουν το νεαρό λυκοθήρα σου;» Ο Λαν κούνησε το κεφάλι. «Λαν, ξέρεις τι είναι ο Ραντ. Ξέρεις τι πρέπει να κάνει. Πρέπει. Αυτό για το οποίο μοχθώ από τη μέρα που πρωτοσυναντηθήκαμε, και πιο πριν. Αμφιβάλλεις τώρα για τις πράξεις μου;»

«Όχι. Όχι, αλλά...» Συνερχόταν, ξανασήκωνε τα τείχη του. Αλλά δεν είχαν ψηλώσει ακόμα. «Πόσες φορές έχεις πει ότι οι τα’βίρεν παρασύρουν όσους είναι κοντά τους, όπως η ρουφήχτρα τα κλαράκια; Ίσως να παρασύρθηκα κι εγώ. Ξέρω μόνο ότι μου φαινόταν σωστό. Αυτά τα χωριατόπαιδα χρειάζονταν κάποιον στο πλευρό τους. Τουλάχιστον ο Ραντ χρειαζόταν κάποιον. Μουαραίν, πιστεύω ό,τι κι εσύ, ακόμα και τώρα, που δεν ξέρω ούτε τα μισά· πιστεύω, όπως πιστεύω σε εσένα. Δεν ζήτησα να με απελευθερώσεις από το δεσμό μου, ούτε και πρόκειται. Όποιο σχέδιο κι αν έχεις κάνει για το πώς θα πεθάνεις και πώς θα με κανονίσεις —πώς θα με φροντίσεις— θα χαρώ πολύ να υπερασπιστώ τη ζωή σου και να μείνουν τουλάχιστον αυτά τα σχέδιά σου στο χαρτί».

«Τα’βίρεν», είπε η Μουαραίν αναστενάζοντας. «Ίσως αυτό να ήταν. Αντί να οδηγήσω ένα ξυλάκι στο ποτάμι, προσπαθώ να οδηγήσω έναν κορμό σε αφρισμένα νερά. Κάθε φορά που τον σπρώχνω, με σπρώχνει κι αυτός και όσο προχωράμε τόσο μεγαλώνει. Αλλά πρέπει να φτάσω ως το τέλος». Άφησε ένα γελάκι. «Δεν θα δυσαρεστηθώ, παλιέ μου φίλε, αν καταφέρεις να μου χαλάσεις αυτά τα σχέδια. Τώρα άφησέ με, σε παρακαλώ. Πρέπει να μείνω μόνη για να σκεφτώ». Ο Λαν δίστασε μόνο μια στιγμή, πριν γυρίσει προς την πόρτα. Όμως η Μουαραίν δεν μπόρεσε να μην του κάνει άλλη μια ερώτηση, την τελευταία στιγμή. «Ονειρεύεσαι ποτέ κάτι διαφορετικό, Λαν;»

«Όλοι οι άνδρες ονειρεύονται. Αλλά ξέρω ότι τα όνειρα είναι όνειρα. Αυτό» —άγγιξε τη λαβή του σπαθιού του— «είναι πραγματικότητα». Τα τείχη είχαν επιστρέψει, ψηλά και γερά όπως πάντα.

Όταν έφυγε, η Μουαραίν έμεινε αρκετή ώρα γερμένη στην πολυθρόνα, κοιτάζοντας τη φωτιά. Σκέφτηκε τη Νυνάβε και τείχη με ρωγμές. Χωρίς να το προσπαθήσει, χωρίς να σκεφτεί τι έκανε, αυτή η νεαρή γυναίκα είχε ραγίσει τα τείχη του Λαν και είχε σπείρει αναρριχητικά στις χαραμάδες. Ο Λαν νόμιζε πως ήταν. ασφαλής, αιχμαλωτισμένος στο φρούριο του χάρη στη μοίρα και τις δικές του ευχές, αλλά αργά, υπομονετικά, τα αναρριχητικά γκρέμιζαν τα τείχη για να δείξουν γυμνό τον άνδρα που ήταν εκεί μέσα. Ο Λαν ήδη συμμεριζόταν κάποια πράγματα, στα οποία πίστευε και η Νυνάβε· στην αρχή ήταν αδιάφορος για τους Διποταμίτες και τον ένοιαζαν μόνο επειδή ενδιέφεραν τη Μουαραίν. Η Νυνάβε το είχε αλλάξει αυτό, όπως είχε αλλάξει και τον Λαν.

Προς έκπληξή της, η Μουαραίν ένιωσε για μια στιγμή ζήλια. Λεν είχε ξανανιώσει κάτι τέτοιο, και σίγουρα όχι για τις γυναίκες που είχαν αφήσει την καρδιά τους στα πόδια του Λαν, ή εκείνες που είχαν μοιραστεί το κρεβάτι του. Και μάλιστα δεν τον είχε δει ποτέ ως αντικείμενο ζήλιας, δεν είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο για κανέναν άνδρα. Η Μουαραίν ήταν παντρεμένη με τη μάχη της, όπως ο Λαν ήταν παντρεμένος με τη δική του. Αλλά οι δυο τους ήταν σύντροφοι στις μάχες πόσον καιρό. Κάποτε ο Λαν είχε σκοτώσει στον καλπασμό ένα άλογο, και θα σκοτωνόταν και ο ίδιος τρέχοντας, κουβαλώντας την τελικά στα χέρια του, για να την πάει στην Ανάγια που θα τη Θεράπευε. Η Μουαραίν είχε φροντίσει αρκετές φορές τις πληγές του και είχε διατηρήσει με την τέχνη της τη ζωή του, που εκείνος ήταν έτοιμος να τη δώσει για να φυλάξει τη δική της ζωή. Ο Λαν πάντα έλεγε πως ήταν παντρεμένος με το θάνατο. Τώρα μια καινούργια νύφη είχε τραβήξει το βλέμμα του, αν και μπροστά της ήταν τυφλός. Νόμιζε πως ακόμα στεκόταν δυνατός πίσω από τα τείχη του, αλλά η Νυνάβε είχε πλέξει γαμήλια άνθη στα μαλλιά του. Θα μπορούσε να αψηφά πια το θάνατο τόσο χαρωπά; Η Μουαραίν αναρωτήθηκε πότε θα της ζητούσε να τον απελευθερώσει από το δεσμό του. Και τι θα έκανε αυτή, όταν της το ζητούσε.

Μόρφασε και σηκώθηκε. Υπήρχαν σημαντικότερα θέματα. Πολύ σημαντικότερα. Το βλέμμα της τριγύρισε στα ανοιχτά βιβλία και τα χαρτιά που σκέπαζαν το δωμάτιο. Τόσα ίχνη, μα καμία απάντηση.

Η Βαντέν μπήκε, κρατώντας ένα δίσκο με τσαγιέρα και φλιτζάνια. Ήταν λεπτή και όλο χάρη, με ίσια κορμοστασιά, ενώ τα μαλλιά που ήταν μαζεμένα με φροντίδα χαμηλά στο σβέρκο της ήταν σχεδόν κατάλευκα. Το αγέραστο της λείας επιδερμίδας της έδειχνε πολλά, πολλά χρόνια. «Θα έβαζα τον Τζάεμ να τα φέρει για να μην σε ενοχλήσω εγώ, αλλά είναι στον αχυρώνα και εξασκείται με το σπαθί». Γέλασε πνιχτά, καθώς παραμέριζε ένα φθαρμένο χειρόγραφο για να ακουμπήσει το δίσκο στο τραπέζι. «Τώρα που είναι ο Λαν εδώ, θυμήθηκε ότι δεν είναι μονάχα κηπουρός και άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Οι Γκαϊντίν είναι τόσο ξεροκέφαλοι. Νόμιζα ότι ο Λαν ήταν ακόμα εδώ· γι’ αυτό έφερα ένα φλιτζάνι παραπάνω. Βρήκες αυτό που έψαχνες;»

«Δεν είμαι καν σίγουρη τι ψάχνω». Η Μουαραίν έσμιξε τα φρύδια, κοιτάζοντας εξεταστικά την άλλη γυναίκα. Η Βαντέν ανήκε στο Πράσινο Άτζα, όχι στο Καφέ όπως η αδελφή της, αλλά οι δυο τους μελετούσαν τόσον καιρό μαζί, που γνώριζε τόσα για την ιστορία όσα και η Αντελέας.

«Ό,τι κι αν είναι, φαίνεται πως δεν ξέρεις καν πού να ψάξεις». Η Βαντέν έπιασε μερικά βιβλία που ήταν στο τραπέζι, κουνώντας το κεφάλι. «Τόσα θέματα. Οι Πόλεμοι των Τρόλοκ. Οι Παρατηρητές Πάνω από τα Κύματα. Ο θρύλος του Γυρισμού. Δύο πραγματείες για το Κέρας του Βαλίρ. Τρεις για τις σκοτεινές προφητείες, και — Φως μου, αυτό είναι το βιβλίο του Σάνθρα για τους Αποδιωγμένους. Απαίσιο πράγμα. Απαίσιο σαν κι αυτό για τη Σαντάρ Λογκόθ. Και οι Προφητείες του Δράκοντα, σε τρεις μεταφράσεις και το πρωτότυπο. Μουαραίν, τι ψάχνεις; Για τις Προφητείες, το καταλαβαίνω — μαθαίνουμε κάποια νέα εδώ, αν και είμαστε τόσο απομονωμένοι. Μαθαίνουμε κάποια πράγματα που συμβαίνουν στο Ίλιαν. Υπάρχει μάλιστα μια φήμη στο χωριό, ότι κάποιος βρήκε κιόλας το Κέρας». Έκανε μια χειρονομία, κρατώντας ένα χειρόγραφο για το Κέρας, και έβηξε όταν σηκώθηκε σκόνη. «Αυτό, φυσικά, το αποκλείω. Θα υπήρχαν φήμες. Αλλά τι–; Όχι. Είπες ότι ήθελες να απομονωθείς και θα σε αφήσω».

«Στάσου μια στιγμή», είπε η Μουαραίν, σταματώντας την άλλη Άες Σεντάι λίγο πριν φτάσει στην πόρτα. «Ίσως μπορέσεις να δώσεις απαντήσεις σε κάποιες ερωτήσεις μου».

«Θα προσπαθήσω». Ξαφνικά η Βαντέν χαμογέλασε. «Η Αντελέας υποστηρίζει ότι έπρεπε να διαλέξω το Καφέ. Ρώτα». Έβαλε τσάι σε δυο φλιτζάνια, έδωσε το ένα στη Μουαραίν και ύστερα κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στη φωτιά.

Τα φλιτζάνια άχνιζαν, καθώς η Μουαραίν συλλογιζόταν τις ερωτήσεις της με προσοχή. Να βρω οι απαντήσεις, δίχως να αποκαλύψω πολλά. «Το Κέρας του Βαλίρ δεν αναφέρεται στις Προφητείες, αλλά σχετίζεται πουθενά με τον Δράκοντα;»

«Όχι. Εκτός του ότι το Κέρας πρέπει να βρεθεί πριν το Τάρμον Γκάι’ντον και ότι ο Δράκοντας πρέπει να πολεμήσει στην Τελευταία Μάχη, δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία σχέση». Η ασπρομάλλα γυναίκα στάθηκε περιμένοντας, πίνοντας το τσάι της.

«Συνδέει κάτι τον Δράκοντα με το Τόμαν Χεντ;»

Η Βαντέν δίστασε. «Ναι, και όχι. Γι’ αυτό τσακωνόμαστε με την Αντελέας». Η φωνή της πήρε δασκαλίστικο τόνο, θυμίζοντας, προς στιγμήν, Καφέ αδελφή. «Υπάρχει ένας στίχος στο πρωτότυπο, ο οποίος μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «Πέντε πηγαίνουν καλπάζοντας και τέσσερις γυρίζουν. Πάνω από τους παρατηρητές εκείνος θα ανακηρυχθεί, θα διασχίσει φλεγόμενος τον ουρανό, κρατώντας λάβαρο... « Και πάει λέγοντας. Το ζήτημα είναι, η λέξη μα’βρον. Εγώ λέω ότι δεν πρέπει να μεταφραστεί ως ‘παρατηρητές’, που είναι α’βρον. Το μα’βρον έχει ιδιαίτερη σημασία. Υποστηρίζω ότι εννοεί τους Παρατηρητές Πάνω από τα Κύματα, αν και αυτοαποκαλούνται Ντο Μιέρε Α’βρον, φυσικά, και όχι Μα’βρον. Η Αντελέας λέει ότι κακώς το σκαλίζω τόσο. Αλλά εγώ πιστεύω ότι εννοεί πως ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας θα εμφανιστεί κάπου πάνω από το Τόμαν Χεντ, στο Άραντ Ντόμον, ή στη Σαλδαία. Η Αντελέας μπορεί να με περνά για χαζή, αλλά εγώ προσέχω κάθε ψίθυρο που μας έρχεται από τη Σαλδαία αυτόν τον καιρό. Ο Μάζριμ Τάιμ μπορεί να διαβιβάζει, έτσι άκουσα, και οι αδελφές μας ακόμα δεν κατόρθωσαν να τον στριμώξουν. Αν Ξαναγεννηθεί ο Δράκοντας και βρεθεί το Κέρας του Βαλίρ, τότε η Τελευταία Μάχη θα έρθει σύντομα. Ίσως να μην τελειώσουμε την ιστορία που γράφουμε». Ανατρίχιασε και μετά γέλασε ξαφνικά. «Αλλόκοτο που ανησυχώ γι’ αυτό. Μάλλον στ’ αλήθεια γίνομαι σαν τις Καφέ. Φρικτό και μόνο να το σκέφτεσαι. Η επόμενη ερώτηση σου».

«Νομίζω πως δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τον Μάζριμ Τάιμ», είπε αφηρημένα η Μουαραίν. Ήταν μια σχέση με το Τόμαν Χεντ, αν και μικρή και αόριστη. «Θα τον αντιμετωπίσουμε όπως και τον Λογκαίν. Η Σαντάρ Λογκόθ;»

«Η Σαντάρ Λογκόθ!» η Βαντέν ξεφύσηξε. «Εν συντομία, την πόλη την κατέστρεψε το ίδιο της το μίσος, αφού όλα τα ζωντανά πλάσματα εκεί, με εξαίρεση τον Μόρντεθ, τον σύμβουλο που έδωσε το έναυσμα, χρησιμοποίησαν τις τακτικές των Σκοτεινόφιλων εναντίων των Σκοτεινόφιλων· τώρα αυτός βρίσκεται παγιδευμένος εκεί, περιμένοντας να κλέψει μια ψυχή. Δεν είναι ασφαλές να μπεις και τίποτα στην πόλη δεν είναι ασφαλές για να το αγγίξεις. Αυτά όμως τα ξέρουν όλες οι μαθητευόμενες που κοντεύουν να γίνουν Αποδεχθείσες. Για ολόκληρη την ιστορία, πρέπει να μείνεις εδώ ένα μήνα και να ακούς την Αντελέας να σου κάνει διάλεξη —αυτή γνωρίζει όσα αφορούν την πόλη— αλλά ακόμα κι εγώ μπορώ να σου πω ότι δεν υπάρχει σχέση με τον Δράκοντα. Αυτό το μέρος είχε πεθάνει εκατό χρόνια πριν σηκωθεί ο Γιούριαν Στόουνμποου από τις στάχτες των Πολέμων των Τρόλοκ και σ’ όλη την ιστορία των ψεύτικων Δρακόντων εκείνος ήταν ο κοντινότερος χρονικά σ’ αυτή την πόλη».

Η Μουαραίν σήκωσε το χέρι της. «Δεν μίλησα ξεκάθαρα και δεν λέω για Δράκοντα, τώρα, είτε Ξαναγεννημένο, είτε ψεύτικο. Μπορείς να φανταστείς οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο ένας Ξέθωρος θα έπαιρνε κάτι που προέρχεται από τη Σαντάρ Λογκόθ;»

«Αν ήξερε τι ήταν το αντικείμενο, όχι. Το μίσος που κατέστρεψε τη Σαντάρ Λογκόθ ήταν το μίσος που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του Σκοτεινού· θα κατέστρεφε τους Σκιογέννητους, όπως και εκείνους που περπατούν στο Φως. Έχουν δίκιο που φοβούνται τη Σαντάρ Λογκόθ όσο κι εμείς».

«Και τι μπορείς να μου πεις για τους Αποδιωγμένους;»

«Πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο. Μπορώ να σου πω λίγα περισσότερα απ’ όσα έμαθες ως μαθητευόμενη. Ελάχιστα παραπάνω είναι γνωστά για τους Ανώνυμους. Θέλεις να σου πω αυτά που μάθαμε και οι δύο τότε που ήμασταν κοριτσάκια;»

Για μια στιγμή, η Μουαραίν έμεινε σιωπηλή. Δεν ήθελε να πει πολλά, αλλά και η Βαντέν και η Αντελέας είχαν περισσότερες γνώσεις πρόχειρες στο νου τους απ’ όσες υπήρχαν οπουδήποτε αλλού εκτός από το Λευκό Πύργο· αλλά εκεί την περίμεναν περισσότερα προβλήματα, που δεν ήθελε να τα αντιμετωπίσει τώρα. Άφησε το όνομα να ξεχυθεί από τα χείλη της, σαν να της δραπέτευε. «Λανφίαρ».

«Αυτή τη φορά», είπε η άλλη γυναίκα αναστενάζοντας, «δεν ξέρω ούτε λέξη παραπάνω απ’ όσα ήξερα ως μαθητευόμενη. Η Κόρη της Νυκτός παραμένει μυστήριο, σαν πραγματικά να την κατάπιε το σκοτάδι». Κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας το φλιτζάνι της, και όταν σήκωσε τα μάτια, το βλέμμα της κάρφωσε τη Μουαραίν. «Η Λανφίαρ συνδεόταν με τον Δράκοντα, με τον Λουζ Θέριν Τέλαμον. Μουαραίν, έχεις κάποιο στοιχείο για το πού θα Ξαναγεννηθεί ο Δράκοντας; Ή πού Ξαναγεννήθηκε; Ήρθε κιόλας;»

«Αν είχα», απάντησε ατάραχη η Μουαραίν, «θα ήμουν εδώ, αντί για τον Λευκό Πύργο; Η Άμερλιν ξέρει όσα κι εγώ, το ορκίζομαι. Λάβατε πρόσκλησή της;»

«Όχι, και φαντάζομαι πως θα λαβαίναμε. Όταν έρθει ο καιρός να αντιμετωπίσουμε τον Ξαναγεννημένο Δράκοντα, η Άμερλιν θα χρειαστεί όλες τις αδελφές και κάθε μαθητευόμενη που ξέρει να ανάβει κερί δίχως καθοδήγηση». Η Βαντέν χαμήλωσε τη φωνή, συλλογισμένη. «Με τη δύναμη που δα χειρίζεται, θα πρέπει να τον κατατροπώσουμε πριν τη στρέψει εναντίον μας, πριν τρελαθεί και καταστρέψει τον κόσμο. Αλλά πρώτα πρέπει να τον αφήσουμε να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό». Γέλασε κακόηχα βλέποντας την όψη της Μουαραίν. «Δεν είμαι Κόκκινη. Μελέτησα τις Προφητείες και ξέρω ότι δεν τολμούμε να τον ειρηνέψουμε από πριν. Αν μπορούμε να τον ειρηνέψουμε. Ξέρω πολύ καλά, όπως κι εσύ, όπως και κάθε αδελφή που ενδιαφέρθηκε να μάθει, ότι οι σφραγίδες που κρατούν τον Σκοτεινό στο Σάγιολ Γκουλ εξασθενούν. Οι Ιλιανοί συγκάλεσαν το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος. Πληθαίνουν οι ψεύτικοι Δράκοντες. Και δύο απ’ αυτούς, ο Λογκαίν και τώρα αυτός ο άλλος στη Σαλδαία, μπορούν να διαβιβάζουν. Πότε άλλοτε βρήκαν οι Κόκκινες σε λιγότερο από ένα χρόνο δύο άνδρες που μπορούν να διαβιβάζουν; Πότε βρήκαν έστω έναν μέσα σε πέντε χρόνια; Δεν ξανάγινε όσο ζω εγώ, και είμαι πολύ μεγαλύτερη από σένα. Τα σημάδια είναι παντού. Η Τάρμον Γκάι’ντον πλησιάζει. Ο Σκοτεινός θα απελευθερωθεί. Και ο Δράκοντας θα Ξαναγεννηθεί». Το κύπελλό της έτρεμε καθώς το άφηνε κάτω. «Μάλλον γι’ αυτό φοβήθηκα ότι είχες δει κάποιο σημάδι του».

«Θα έρθει», είπε γαλήνια η Μουαραίν, «και θα κάνουμε αυτό που πρέπει να γίνει».

«Αν πίστευα ότι θα έβγαινε κάτι, θα άρπαζα την Αντελέας από τα βιβλία της και θα τραβούσαμε για το Λευκό Πύργο. Αλλά νιώθω τώρα χαρά που είμαι εδώ κι όχι εκεί. Ίσως προλάβουμε να τελειώσουμε την ιστορία μας».

«Ελπίζω να προλάβετε, Αδελφή».

Η Βαντέν σηκώθηκε. «Έχω δουλειές να κάνω πριν πλαγιάσω. Αν δεν έχεις άλλες ερωτήσεις, θα σε αφήσω ήσυχη να μελετήσεις». Αλλά κοντοστάθηκε και αποκάλυψε ότι, παρά τον τόσο καιρό που είχε περάσει παρέα με τα βιβλία, ήταν ακόμα μια αδελφή του Πράσινου Άτζα. «Κάτι πρέπει να κάνεις για τον Λαν, Μουαραίν. Ο άνθρωπος μέσα του μουγκρίζει χειρότερα από το Όρος του Δράκοντα. Κάποια στιγμή θα εκραγεί. Ξέρω από άνδρες και καταλαβαίνω ότι κάποια γυναίκα τον βασανίζει. Εσείς οι δύο είστε μαζί πολύ καιρό. Ίσως είδε ότι πέρα από Άες Σεντάι είσαι και γυναίκα».

«Ο Λαν με βλέπει όπως είμαι, Βαντέν, Άες Σεντάι. Και ακόμα ως φίλη, ελπίζω».

«Α, εσείς οι Γαλάζιες. Πάντα έτοιμες να σώσετε τον κόσμο, τόσο που χάνετε τον εαυτό σας».

Όταν έφυγε η ασπρομάλλα Άες Σεντάι, η Μουαραίν πήρε το μανδύα της και κατέβηκε στον κήπο, μουρμουρίζοντας μόνη της. Κάτι απ’ αυτά που είχε πει η Βαντέν την τραβούσε απ’ το μανίκι, μα δεν θυμόταν τι. Μια απάντηση, ή ένα ίχνος απάντησης, για μια ερώτηση που δεν είχε κάνει — μα ούτε την ερώτηση θυμόταν.

Ο κήπος ήταν μικρός, σαν το σπίτι, αλλά έδειχνε περιποιημένος ακόμα και στο σεληνόφωτο, που το βοηθούσε η κίτρινη λάμψη από τα παράθυρα, και είχε χωμάτινα δρομάκια ανάμεσα στις πρασιές με τα λουλούδια. Έριξε ανάλαφρα το μανδύα στους ώμους της για να φυλαχτεί από τη γλυκιά ψύχρα της νύχτας. Ποια ήταν η απάντηση και ποια η ερώτηση;

Ένας απαλός ήχος ακούστηκε στο χώμα πίσω της και η Μουαραίν γύρισε, πιστεύοντας πως ήταν ο Λαν.

Μια σκιά ορθωνόταν αμυδρή λίγες μόνο απλωσιές πίσω της, μια σκιά που έμοιαζε με πανύψηλο άνδρα, τυλιγμένο στο μανδύα του. Αλλά το πρόσωπο φαινόταν στο φεγγάρι, με μάγουλα ρουφηγμένα, χλωμό, με μαύρα μάτια, υπερβολικά μεγάλα, πάνω από ένα σουφρωμένο στόμα με κόκκινα χείλη. Ο μανδύας άνοιξε και ξεδιπλώθηκαν φτερά, μεγάλα σαν νυχτερίδας.

Η Μουαραίν, ξέροντας ότι ήταν πολύ αργά, ανοίχτηκε στο σαϊντάρ, αλλά το Ντραγκχάρ άρχισε να σιγοτραγουδά και το απαλό μουρμουρητό του τη γέμισε, τσακίζοντας τη θέλησή της. Το σαϊντάρ χάθηκε. Ένιωσε μόνο μια αόριστη λύπη, καθώς πήγαινε προς το πλάσμα· το βαθύ σιγοτραγούδισμα που την τραβούσε κοντά παραμέριζε κάθε αίσθημα. Χέρια λευκά, κατάλευκα —σαν ανθρώπινα, μα με γαμψώνυχα στις άκρες— απλώθηκαν να την πλησιάσουν, και χείλη που είχαν το χρώμα του αίματος κύρτωσαν, όμοια με παρωδία χαμόγελου, αποκαλύπτοντας κοφτερά δόντια, αλλά αμυδρά, τόσο αμυδρά, η Μουαραίν ήξερε πως ούτε θα τη δάγκωνε, ούτε θα την έκοβε. Φοβού το φιλί του Ντραγκχάρ. Όταν την άγγιζαν εκείνα τα χείλη, αυτό θα ήταν το τέλος της· θα της έπινε την ψυχή και μετά τη ζωή. Όταν την έβρισκαν, ακόμα κι αν ήταν τη στιγμή που το Ντραγκχάρ θα την άφηνε να πέσει, θα έβρισκαν ένα πτώμα δίχως σημάδι, παγωμένο, σαν να ήταν δυο μέρες στην αγκαλιά του θανάτου. Και αν έρχονταν πριν πεθάνει, αυτό που θα έβρισκαν θα ήταν χειρότερο, και δεν θα ήταν πια ο εαυτός της. Το σιγοτραγούδισμα την τράβηξε κοντά σε κείνα τα χλωμά χέρια και το κεφάλι του Ντραγκχάρ έσκυψε αργά.

Η Μουαραίν δοκίμασε μικρή μόνο έκπληξη, όταν η λεπίδα ενός σπαθιού άστραψε πάνω από τον ώμο της και τρύπησε το στήθος του Ντραγκχάρ, και ελάχιστα μεγαλύτερη, όταν άλλο ένα σπαθί πέρασε πάνω από τον άλλο ώμο της και χτύπησε πλάι στο πρώτο.

Ζαλισμένη, έτοιμη να πέσει, είδε τη σκηνή σαν από μεγάλη απόσταση, καθώς έσπρωχναν το πλάσμα μακριά της. Μπροστά της φάνηκε ο Λαν, έπειτα ο Τζάεμ· τα κοκαλιάρικα μπράτσα του Πρόμαχου κρατούσαν τη λεπίδα του ίσια και σταθερή, σαν του νεώτερου συντρόφου του. Τα χλωμά χέρια του Ντραγκχάρ μάτωσαν, καθώς χτυπούσε το κοφτερό ατσάλι και τα φτερά του μαστίγωναν τους δύο άνδρες με δυνατούς, ξερούς κρότους. Ξαφνικά, πληγωμένο και ματωμένο, άρχισε πάλι να σιγοτραγουδά. Προς τους Προμάχους.

Η Μουαραίν έβαλε τα δυνατά της να συνέλθει· ένιωθε εξαντλημένη, σαν να είχε καταφέρει το πλάσμα να τη φιλήσει. Δεν είναι ώρα για λιγοθυμίες. Σε μια στιγμή, ανοίχτηκε στο σαϊντάρ και, καθώς τη γέμιζε η Δύναμη, ετοιμάστηκε να αγγίξει απευθείας το Σκιογέννημα. Οι δύο άνδρες ήταν πολύ κοντά· οτιδήποτε άλλο, θα χτυπούσε κι αυτούς. Ήξερε ότι, ακόμα και με τη χρήση της Μίας Δύναμης, θα ένιωθε τον εαυτό της ακάθαρτο από το άγγιγμα του Ντραγκχάρ.

Αλλά τη στιγμή που η Μουαραίν άρχιζε, ο Λαν φώναξε, «Αγκάλιασε το θάνατο!» Ο Τζάεμ τον μιμήθηκε με σταθερή φωνή. «Αγκάλιασε το θάνατο!» Και οι δύο άνδρες πλησίασαν τόσο κοντά, που το Ντραγκχάρ θα μπορούσε να τους αγγίξει, και κάρφωσαν μέσα του τις λεπίδες τους ως τη λαβή.

Το Ντραγκχάρ τίναξε πίσω το κεφάλι και τσίριξε, με μια στριγκλιά που ήταν σαν να τρυπούσαν βελόνες το κεφάλι της Μουαραίν. Την ένιωσε, αν και ήταν τυλιγμένη με το σαϊντάρ. Το Ντραγκχάρ σωριάστηκε σαν δέντρο που έπεφτε, και το φτερό του έριξε τον Τζάεμ πια τέσσερα. Ο Λαν μισόσκυψε, σαν να ’ταν κατάκοπος.

Από το σπίτι φάνηκαν φανάρια που πλησίαζαν βιαστικά, καθώς έρχονταν η Βαντέν και η Αντελέας.

«Τι ήταν αυτή η φασαρία;» ζήτησε να μάθει η Αντελέας. Ήταν σχεδόν φτυστή η αδελφή της. «Μήπως ο Τζάεμ...» Το φως του φαναριού έπεσε στο Ντραγκχάρ· η φωνή της έσβησε.

Η Βαντέν έπιασε το χέρι της Μουαραίν. «Δεν...;» Δεν τελείωσε την ερώτηση, και τα μάτια της Μουαραίν είδαν να την περιβάλλει μια νεφέλη. Καθώς ένιωθε να κυλά μέσα της δύναμη από την άλλη γυναίκα, η Μουαραίν ευχήθηκε, για πολλοστή φορά, να μπορούσαν οι Άες Σεντάι να κάνουν για τον εαυτό τους ό,τι και για τους άλλους.

«Όχι», είπε με ευγνωμοσύνη. «Φρόντισε τον Γκαϊντίν».

Ο Λαν την κοίταξε με το στόμα σφιγμένο. «Αν δεν με είχες θυρώσει τόσο, που αναγκάστηκα να πάω και να εξασκηθώ με τον Τζάεμ, αν δεν ήμουν τόσο θυμωμένος, που σταμάτησα για να ξανάρθω στο σπίτι...»

«Αλλά το έκανα», είπε αυτή. «Το Σχήμα τραβά τα πάντα στην πλέξη του». Ο Τζάεμ μουρμούριζε, αλλά είχε αφήσει τη Βαντέν να περιποιηθεί τον ώμο του. Ήταν όλος κόκαλα και τένοντες, αλλά έμοιαζε σκληρός σαν γέρικη ρίζα.

«Πώς μπορεί ένα πλάσμα της Σκιάς να πλησιάσει τόσο χωρίς να το νιώσουμε;» απαίτησε να μάθει η Αντελέας.

«Ήταν προστατευμένο με φυλακτό», είπε η Μουαραίν.

«Αδύνατον», είπε κοφτά η Αντελέας. «Μόνο μια αδελφή θα μπορούσε να—» Σταμάτησε, και η Βαντέν γύρισε από τον Τζάεμ και κοίταζε τη Μουαραίν.

Η Μουαραίν είπε τα λόγια που δεν ήθελε να ακούσει καμιά τους. «Το Μαύρο Άτζα». Φωνές ακούστηκαν από το χωριό. «Καλύτερα να το κρύψεις γρήγορα», είπε, δείχνοντας το Ντραγκχάρ, που ήταν σωριασμένο σε μια πρασιά με λουλούδια. «Θα ’ρθουν να ρωτήσουν αν θέλεα βοήθεια, αλλά, άμα το δουν, θα αρχίσουν ανεπιθύμητες συζητήσεις».

-Ναι, φυσικά», είπε η Αντελέας. «Τζάεμ, πήγαινε και βρες τους. Πες τους ότι δεν ξέρεις τι ήταν αυτή η φασαρία, αλλά εδώ όλα πάνε καλά. Καθυστέρησέ τους», Ο γκριζομάλλης Πρόμαχος χώθηκε βιαστικά στο σκοτάδι, προς εκεί που ακουγόταν οι χωρικοί που πλησίαζαν. Η Αντελέας στράφηκε για να μελετήσει το Ντραγκχάρ, σαν να ήταν ένα δυσνόητο χωρίο σε βιβλίο της. «Είτε έχουν αναμιχθεί Άες Σεντάι είτε όχι, τι μπορεί να το έφερε εδώ;» Η Βαντέν κοίταζε σιωπηλά τη Μουαραίν.

«Φοβάμαι πως πρέπει να σας αφήσω», είπε η Μουαραίν. «Λαν, θα ετοιμάσεις τα άλογα;» Καθώς ο Λαν έφευγε, συνέχισε λέγοντας, «Θα αφήσω γράμματα για να τα στείλετε στο Λευκό Πύργο, αν το κανονίσετε». Η Αντελέας ένευσε αφηρημένα, ενώ η προσοχή της ήταν ακόμα στο πεσμένο πράγμα.

«Και θα βρεις απαντήσεις εκεί που πας;» ρώτησε η Βαντέν.

«Ίσως βρήκα ήδη μία, την οποία δεν ήξερα ότι έψαχνα. Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά. Θέλω πένα και πάπυρο». Πήρε τη Βαντέν στο σπίτι κι άφησε την Αντελέας να ασχοληθεί με το Ντραγκχάρ.

Загрузка...