39 Φυγή από το Λευκό Πύργο

Η Εγκουέν και η Ηλαίην χαιρετούσαν με μια σύντομη κλίση της κεφαλής κάθε ομάδα γυναικών που περνούσαν, καθώς έβγαιναν από το Λευκό Πύργο. Ευτυχώς που σήμερα υπήρχαν τόσες ξένες γυναίκες στον Πύργο, σκέφτηκε η Εγκουέν, που δεν μπορούσαν να έχουν όλες μια Άες Σεντάι ή έναν Πρόμαχο για συνοδεία. Μόνες ή σε μικρές ομάδες, ντυμένες πλούσια ή φτωχικά, με φορέματα από πεντ’ έξι διαφορετικές χώρες, που μερικά είχαν ακόμα τη σκόνη του ταξιδιού προς την Ταρ Βάλον, ήταν κλεισμένες στον εαυτό τους και περίμεναν τη σειρά τους για να κάνουν στις Άες Σεντάι τις ερωτήσεις που ήθελαν, ή για να παρουσιάσουν τα αιτήματά τους. Μερικές γυναίκες —αρχόντισσες ή έμποροι ή σύζυγοι εμπόρων— είχαν μαζί τις υπηρέτριές τους. Ακόμα και μερικοί άνδρες είχαν έρθει με αιτήματα, δείχνοντας να απορούν αν καλώς είχαν έρθει στο Λευκό Πύργο, κοιτάζοντας γύρω ταραγμένοι.

Η Νυνάβε οδηγούσε τις άλλες, με το βλέμμα της στραμμένο μπροστά με αποφασιστικότητα, με το μανδύα της να στροβιλίζεται πίσω της, περπατώντας σαν να ήξερε πού πήγαιναν —κάτι το οποίο ήξερε, αρκεί να μην της το ρωτούσαν— και να είχαν κάθε δικαίωμα να πάνε εκεί — κάτι που ήταν τελείως άλλο ζήτημα. Ντυμένες τώρα με τα ρούχα που είχαν φέρει στην Ταρ Βάλον, δεν έμοιαζαν να ανήκουν στον Πύργο. Η καθεμιά τους είχε διαλέξει το καλύτερο φόρεμα ιππασίας που είχε, σχιστό για τη σέλα, και κεντημένο μανδύα από φίνο μαλλί. Η Εγκουέν πίστευε ότι θα τα κατάφερναν, αρκεί να απέφευγαν εκείνες που ήξεραν τα πρόσωπά τους — είχαν ήδη κρυφτεί από μερικές που μπορούσαν να τις αναγνωρίσουν.

«Αυτό δα ήταν καλύτερο για βόλια σε πάρκο άρχοντα παρά για να πας με το άλογο στο Τόμαν Χεντ», είχε πει ξερά η Νυνάβε, καθώς η Εγκουέν τη βοηθούσε με τα κουμπιά ενός γκρίζου, χρυσοκέντητου μεταξωτού φορέματος, με χάντρες που σχημάτιζαν λουλούδια στο στήθος και στα μανίκια, «αλλά ίσως μας βοηθήσει να φύγουμε απαρατήρητες».

Η Εγκουέν τίναξε το μανδύα της, έσιαξε το χρυσοκέντητο φόρεμά της από πράσινο μετάξι και κοίταξε την Ηλαίην που φορούσε ίνα γαλάζιο με μπεζ πινελιές, ελπίζοντας να είχε δίκιο η Νυνάβε. Ως τώρα, όλοι τις είχαν πάρει για ικέτισσες, ευγενείς, ή τουλάχιστον πλούσιες, όμως της φαινόταν ότι ξεχώριζαν. Ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε γιατί· ένιωθε άβολα με το ωραίο φόρεμα, αφού είχε περάσει τους τελευταίους μήνες φορώντας το απλό, λευκό φόρεμα των μαθητευομένων.

Μια μικρή ομάδα από χωρικές με χοντρά, μάλλινα ρούχα έκλιναν το γόνυ, καθώς τις περνούσαν. Η Εγκουέν γύρισε να κοιτάξει τη Μιν αμέσως μόλις τις προσπέρασαν. Η Μιν φορούσε ακόμα παντελόνι και ανδρικό πουκάμισο, κι από πάνω καφέ αγορίστικο μανδύα, μ’ ένα παλιό καπέλο με φαρδύ γείσο, φορεμένο χαμηλά στα κοντοκομμένα μαλλιά της. «Μια από μας πρέπει να είναι ο υπηρέτης», είχε πει, γελώντας. «Οι γυναίκες που ντύνονται σαν και σας πάντα έχουν τουλάχιστον έναν. Αν χρειαστεί να τρέξουμε, θα ευχηθείτε να φορούσατε το παντελόνι μου». Ήταν φορτωμένη με σακίδια σέλλας για τέσσερα άλογα, τα οποία φούσκωναν γεμάτα ζεστά ρούχα, γιατί σίγουρα θα έπεφτε ο χειμώνας μέχρι να επιστρέψουν ξανά. Είχαν επίσης τρόφιμα, που τα είχαν βουτήξει από τα μαγειρεία, και μάλλον θα τους έφτανε μέχρι να μπορέσουν να αγοράσουν κι άλλα.

«Σίγουρα δεν μπορώ να κουβαλήσω τίποτα, Μιν;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Εγκουέν.

«Είναι άβολα στο κράτημα», είπε η Μιν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, «όχι βαριά». Φαινόταν να νομίζει ότι όλα αυτά ήταν παιχνίδι, ή έκανε ότι αυτό νόμιζε. «Ο κόσμος θα λέει γιατί μια κυρία περιωπής σαν και του λόγου σου κουβαλά μόνη τα σακίδιά της. Μπορείς να πάρεις τα δικά σου —και τα δικά μου, αν θέλεις— όταν—» Το χαμόγελό της χάθηκε, και ψιθύρισε μ’ ένταση, «Άες Σεντάι!»

Η Εγκουέν κοίταξε αμέσως μπροστά. Μια Άες Σεντάι με μακριά, λαμπερά μελαχρινά μαλλιά και δέρμα σαν παλιό φίλντισι τις πλησίαζε από την άλλη άκρη του διαδρόμου, ακούγοντας μια γυναίκα που φορούσε κακοφτιαγμένα ρούχα αγρότισσας και μπαλωμένο μανδύα. Η Άες Σεντάι δεν τις είχε δει ακόμα, αλλά η Εγκουέν την αναγνώρισε· ήταν η Τακίμα, του Καφέ Άτζα, η οποία δίδασκε την ιστορία του Λευκού Πύργου και των Άες Σεντάι, και που μπορούσε να αναγνωρίσει μια από τις μαθήτριές της σε απόσταση εκατό απλωσιών.

Η Νυνάβε έστριψε σ’ ένα μικρό διπλανό διάδρομο χωρίς να βραδύνει το βήμα της, αλλά εκεί πέρασε βιαστικά δίπλα τους μια Αποδεχθείσα, μια ψηλόλιγνη γυναίκα, η οποία ήταν πάντα κατσούφα, και τραβούσε από το αυτί μια μαθητευόμενη με κατακόκκινο πρόσωπο.

Η Εγκουέν κατάπιε για να μπορέσει να μιλήσει. «Αυτές ήταν η Ιρέλα και η Έλσε. Μας είδαν;» Δεν άντεχε να γυρίσει να κοιτάξει.

«Όχι», είπε η Μιν μετά από μια στιγμή. «Το μόνο που είδαν ήταν τα ρούχα μας». Η Εγκουέν άφησε με ανακούφιση να βγει μια αργή ανάσα, άκουσε τη Νυνάβε να κάνει το ίδιο.

«Η καρδιά μου θα σπάσει μέχρι να φτάσουμε στους στάβλους», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Πάντα έτσι είναι οι περιπέτειες, Εγκουέν; Έχεις την ψυχή στο στόμα και νιώθεις σουβλιές στο στομάχι;»

«Θα έλεγα ναι», είπε αργά η Εγκουέν. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι κάποτε ανυπομονούσε να γνωρίσει την περιπέτεια, να κάνει κάτι επικίνδυνο και διαφορετικό, σαν τους ανθρώπους στις ιστορίες. Τώρα της φαινόταν ότι θυμόσουν μόνο τις συναρπαστικές στιγμές, όταν τα ξανάφερνες στο νου σου, και οι ιστορίες παρέλειπαν πολλά από τα δυσάρεστα. Αυτό είπε στην Ηλαίην.

«Πάντως», είπε με σταθερή φωνή η Κόρη-Διάδοχος, «δεν είχα ζήσει τίποτα συναρπαστικό άλλοτε, και ούτε πρόκειται, όσο περνά από το χέρι της μητέρας μου, δηλαδή μέχρι να ανέβω στο θρόνο».

«Κάντε ησυχία εσείς οι δυο», είπε η Νυνάβε. Ήταν επιτέλους μόνες σ’ ένα διάδρομο, και δεν φαινόταν κανείς ούτε στη μια άκρη ούτε στην άλλη. Έδειξε μια στενή σκάλα που κατέβαινε. «Μάλλον αυτήν ψάχνουμε. Αν δεν μπερδεύτηκα εντελώς, με τις στροφές και γυρίσματα που κάναμε».

Κατέβηκε πάντως τα σκαλιά, σαν να ήταν σίγουρη, και οι άλλες την ακολούθησαν. Και πράγματι, η πορτούλα στο τέλος της σκάλας έβγαζε στην αυλή του Νότιου Στάβλου, όπου φύλαγαν τα άλογα των μαθητευομένων, όσων είχαν άλογα, μέχρι να τα ξαναχρειαστούν, συνήθως μόνο όταν γίνονταν Αποδεχθείσες, ή τις έστελναν στα σπίτια τους. Πίσω τους ορθωνόταν ο λαμπερός όγκος του Πύργου· η γενική περιοχή του Πύργου καταλάμβανε εκατοντάδες στρέμματα και τα τείχη του ήταν ψηλότερα από τα τείχη μερικών πόλεων.

Η Νυνάβε μπήκε στο στάβλο σαν να ήταν δικός της. Είχε μια καθαρή οσμή από σανό και άλογα, και δύο μακριές σειρές διαχωριστικών χάνονταν στις σκιές που έριχνε το φως, πέφτοντας από ανοίγματα εξαερισμού στην οροφή. Ω του θαύματος, η δασύτριχη Μπέλα και η γκρίζα φοράδα της Νυνάβε ήταν σε διαχωριστικά κοντά στην είσοδο. Η Μπέλα έβγαλε το κεφάλι πάνω από την κοντή πόρτα και χρεμέτισε στην Εγκουέν. Φαινόταν να υπάρχει μόνο ένας σταβλίτης, ένας γκριζογέννης με φιλικό ύφος, που μασούσε ένα άχυρο.

«Σέλωσε τα άλογά μας», του είπε η Νυνάβε όσο πιο προστακτικά μπορούσε. «Αυτά τα δύο. Μιν, βρες το άλογό σου και της Ηλαίην». Η Μιν άφησε κάτω τα σακίδια και πήρε την Ηλαίην πιο μέσα.

Ο σταβλίτης έσμιξε τα φρύδια κοιτάζοντάς τις, και έβγαλε αργά το άχυρο από το στόμα. «Κάποιο λάθος έγινε, Αρχόντισσά μου. Αυτά τα ζώα—»

«Είναι δικά μας», είπε με σταθερή φωνή η Νυνάβε, σταυρώνοντας τα χέρια, έτσι ώστε να φαίνεται καλά το δαχτυλίδι. «Θα τα σελώσεις τώρα».

Η Εγκουέν κράτησε την ανάσα της· ήταν το σχέδιο της τελευταίας στιγμής, ότι η Νυνάβε θα προσπαθούσε να κάνει την Άες Σεντάι μπροστά σε κείνους που ίσως την πίστευαν. Οι Άες Σεντάι και οι Αποδεχθείσες δεν θα το κατάπιναν, φυσικά, μάλλον ούτε και οι μαθητευόμενες, αλλά ένας σταβλίτης...

Ο γκριζογέννης ανοιγόκλεισε τα μάτια, βλέποντας το δαχτυλίδι της Νυνάβε, και μετά την κοίταξε. «Μου είπαν για δύο», είπε στο τέλος· δεν φαινόταν να του έχει κάνει μεγάλη εντύπωση. «Μια Αποδεχθείσα και μια μαθητευόμενη. Δεν είπαν τίποτα για τέσσερις».

Η Εγκουέν θέλησε να βάλει τα γέλια. Φυσικά και η Λίαντριν δεν θα τις θεωρούσε ικανές να πάρουν τα άλογά τους αβοήθητες.

Η Νυνάβε φάνηκε απογοητευμένη και η φωνή της σκλήρυνε. «Βγάλε αμέσως τα άλογα και σέλωσέ τα, αλλιώς θα ζητάς από τη Λίαντριν να σε Θεραπεύσει, αν δεχτεί».

Ο σταβλίτης πρόφερε σιωπηλά το όνομα της Λίαντριν, αλλά έριζε μια ματιά στην έκφραση της Νυνάβε και αμέσως έβγαλε και σέλωσε τα άλογα, γκρινιάζοντας μια-δυο φορές, τόσο χαμηλόφωνα που μόνο ο ίδιος άκουγε. Η Μιν και η Ηλαίην γύρισαν με τα δικά τους άλογα, καθώς έδενε το λουρί της σέλας στο δεύτερο. Η Μιν είχε ένα καφετί μουνούχι, η Ηλαίην μια ξανθοκόκκινη φοράδα με κυρτό λαιμό.

Όταν ανέβηκαν στα άλογα, η Νυνάβε ξαναμίλησε στον σταβλίτη. «Σίγουρα σου είπαν να μην ανοίξεις το στόμα σου, κι αυτό δεν αλλάζει, είτε είμαστε δύο, είτε εκατόν δύο. Αν νομίζεις ότι άλλαξε, σκέψου τι θα σου κάνει η Λίαντριν, αν μιλήσεις γι’ αυτό που έπρεπε να κρατήσεις κρυφό».

Καθώς έβγαιναν από τους στάβλους, η Ηλαίην του πέταξε ένα νόμισμα και μουρμούρισε, «Για τον κόπο σου, καλέ μου άνθρωπε. Καλά τα πήγες». Έξω, είδε το βλέμμα της Εγκουέν και χαμογέλασε. «Η μητέρα λέει ότι το ραβδί και το μέλι είναι καλύτερα από το ραβδί μόνο του».

«Ελπίζω να μην χρειαστούμε ούτε το ένα ούτε το άλλο με τους φρουρούς», είπε η Εγκουέν. «Ελπίζω η Λίαντριν να μίλησε και σ’ αυτούς».

Στην Πύλη Τάρλομεν, όμως, που τρυπούσε το ψηλό νότιο τείχος της περιοχής του Πύργου, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αν είχε μιλήσει ή όχι κανείς στους φρουρούς. Εκεί τους έκαναν νόημα να περάσουν μονάχα με μια ματιά και μια τυπική υπόκλιση. Η δουλειά των φρουρών ήταν να εμποδίζουν την είσοδο σε όσους ήταν επικίνδυνοι· προφανώς δεν είχαν πάρει διαταγές να μην αφήσουν κάποιους να περάσουν.

Ένα ψυχρό αεράκι από το ποτάμι τους έδωσε πρόσχημα να σηκώσουν τις κουκούλες των μανδυών, καθώς προχωρούσαν αργά στους δρόμους της πόλης. Οι κρότοι από τις οπλές των αλόγων στο πλακόστρωτο πνίγονταν στο μουρμουρητό του πλήθους που γέμιζε τους δρόμους και στη μουσική, η οποία ακουγόταν από μερικά κτίρια που περνούσαν. Υπήρχαν άνθρωποι ντυμένοι με ρούχα από κάδε χώρα, από το σκούρο και σοβαρό στυλ της Καιρχίν ως τα λαμπερά, χαρούμενα χρώματα των Ταξιδιωτών, καθώς και όλες οι ενδιάμεσες παραλλαγές, και χώριζαν γύρω από τις γυναίκες στα άλογα σαν ποτάμι γύρω από βράχο· αλλά κι έτσι ακόμα, η ομάδα τους δεν προχωρούσε όσο γρήγορα ήθελαν.

Η Εγκουέν δεν έδινε σημασία στους μυθικούς πύργους με τους εναέριες γέφυρές τους, ούτε στα κτίρια, που πιο πολύ έμοιαζαν με κύματα που έσπαζαν στην ακτή, ή με ανεμοδαρμένους γκρεμούς, ή με φανταχτερά κοχύλια, παρά με κτίσματα από πέτρα. Οι Άες Σεντάι πήγαιναν συχνά στην πόλη και σε κείνο το πλήθος μπορεί να βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποια πριν το καταλάβουν. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι και οι άλλες της ομάδας είχαν τα μάτια τους τέσσερα σαν κι αυτήν, αλλά και πάλι ένιωσε αρκετή ανακούφιση, όταν φάνηκε μπροστά τους το Ογκιρανό άλσος.

Τα Μεγάλα Δένδρα τώρα φαίνονταν πέρα από τις στέγες των σπιτιών, με τα φυλλώματά τους να απλώνονται τουλάχιστον εκατό απλωσιές στον αέρα. Από κάτω τους φάνταζαν σαν νάνοι οι πανύψηλες βαλανιδιές και οι φτελιές, οι σημύδες και τα έλατα. Κάτι σαν τείχος περικύκλωνε το άλσος, το οποίο είχε πλάτος τουλάχιστον δύο μίλια, αλλά ήταν μονάχα μια σειρά από ελικοειδείς πέτρινες αψίδες, που η καθεμιά είχε ύψος πέντε απλωσιές και πλάτος δέκα. Ο δρόμος κοντά στο τείχος ήταν γεμάτος κάρα, άμαξες και ανθρώπους, ενώ μέσα από το τείχος ήταν κάτι σαν φυσικό τοπίο. Το άλσος δεν είχε ούτε τη δαμασμένη όψη ενός πάρκου, ούτε την οργιαστική τυχαιότητα της καρδιάς ενός δάσους. Αντίθετα, έμοιαζε να είναι το ιδανικό της φύσης, σαν να ήταν το τέλειο δάσος, το πιο όμορφο δάσος που μπορούσε να υπάρξει. Μερικά φύλλα είχαν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα, και της Εγκουέν της φαινόταν πως οι μικρές πινελιές του πορτοκαλιού και του κίτρινου και του κόκκινου ανάμεσα στην πρασινάδα ήταν ακριβώς όπως έπρεπε να δείχνει το φθινόπωρο.

Μερικοί προχωρούσαν λιγάκι πιο μέσα από τις ανοιχτές αψίδες, και κανένας δεν κοίταξε τις γυναίκες δεύτερη φορά όταν μπήκαν στο άλσος. Η πόλη σύντομα χάθηκε από το βλέμμα τους και τα δέντρα μαλάκωσαν και μετά έπνιξαν τους ήχους της. Δέκα βήματα πιο πέρα, ήταν σαν να είχαν βρεθεί πολλά μίλια μακριά από την κοντινότερη πόλη.

«Είπε στη βόρεια άκρη του άλσους», μουρμούρισε η Νυνάβε, κοιτάζοντας γύρω της. «Δεν υπάρχει μέρος βορειότερο από—» Σταμάτησε, καθώς δυο άλογα έβγαιναν από μια συστάδα μαύρων αφροξυλιών, μια φοράδα με αστραφτερό, μαύρο τρίχωμα, που είχε καβαλάρη, και ένα άλογο ελαφρά φορτωμένο.

Η μαύρη φοράδα ορθώθηκε στον αέρα, τινάζοντας τα μπροστινά της πόδια, καθώς η Λίαντριν τραβούσε με δύναμη τα χαλινάρια. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι το κάλυπτε οργή, σαν να φορούσε μάσκα. «Σας είπα να μην το πείτε σε καμία άλλη! Σε καμία!» Η Εγκουέν πρόσεξε ότι το υποζύγιο κουβαλούσε λάμπες σε κοντάρια, και της φάνηκε παράξενο.

«Είναι φίλες», είπε η Νυνάβε και η ράχη της κορδώθηκε, αλλά η Ηλαίην την πρόλαβε.

«Συγχώρεσέ μας, Λίαντριν Σεντάι. Δεν μας είπαν· κρυφακούσαμε. Δεν θέλαμε να ακούσουμε κάτι που δεν έπρεπε, αλλά κρυφακούσαμε. Και θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον Ραντ αλ’Θορ. Και τα άλλα αγόρια, φυσικά», πρόσθεσε βιαστικά.

Η Λίαντριν κοίταξε την Ηλαίην και τη Μιν. Το απογευματινό φως του ήλιου, όπως έπεφτε γερτό ανάμεσα από τα κλαδιά, σκίαζε τα πρόσωπα κάτω από τις κουκούλες τους. «Έτσι, λοιπόν», είπε τελικά, κοιτάζοντάς τις ακόμα. «Είχα κανονίσει να σας φροντίσουν, αλλά, αφού ήρθατε, ήρθατε. Ας έρθουν τέσσερις σ’ αυτό το ταξίδι αντί για δύο».

«Να μας φροντίσουν, Λίαντριν Σεντάι;» είπε η Ηλαίην. «Δεν καταλαβαίνω».

«Παιδί μου, είναι γνωστό ότι εσύ και η άλλη είστε φίλες αυτών των δύο. Νομίζεις ότι δεν θα βρεθούν κάποιοι να σας κάνουν ερωτήσεις, όταν ανακαλυφθεί η εξαφάνισή τους; Πιστεύεις ότι το Μαύρο Άτζα θα σου δείξει επιείκεια μόνο και μόνο επειδή είσαι διάδοχος ενός θρόνου; Αν έμενες στο Λευκό Πύργο, ίσως το πρωί να μην ζούσες». Αυτό τις έκανε να μείνουν σιωπηλές για μια στιγμή, αλλά η Λίαντριν έστριψε το άλογό της και φώναξε, «Ακολουθήστε με!»

Η Άες Σεντάι τις οδήγησε πιο βαθιά στο άλσος, ώσπου βρέθηκαν μπροστά σε έναν ψηλό, γερό φράχτη από σίδερο, που στην κορυφή του είχε αιχμές, κοφτερές σαν ξυράφι. Καμπύλωνε ελαφρά, σαν να έκλεινε μια μεγάλη περιοχή, και χανόταν δεξιά κι αριστερά ανάμεσα στα δένδρα. Υπήρχε μια είσοδος, ασφαλισμένη με μια μεγάλη κλειδαριά. Η Λίαντριν την άνοιξε με ένα μεγάλο κλειδί που έβγαλε από το μανδύα της, έκανε νόημα στις άλλες να περάσουν, την ξανακλείδωσε και τις ακολούθησε αμέσως. Ένας σκίουρος τις χαιρέτησε χαρωπά από ένα κλαδί πιο πάνω τους, και από κάπου ακούστηκε το σκληρό ταμπούρλισμα ενός δρυοκολάπτη.

«Που πάμε;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. Η Λίαντριν δεν απάντησε και η Νυνάβε κοίταξε τις άλλες θυμωμένα. «Γιατί πάμε πιο βαθιά στο δάσος; Για να φύγουμε από την Ταρ Βάλον πρέπει να περάσουμε γέφυρα, ή να πάρουμε πλοίο, και δεν υπάρχει γέφυρα ή πλοίο στο—»

«Υπάρχει αυτό», ανακοίνωσε η Λίαντριν. «Ο φράχτης, εμποδίζει μερικές να βρεθούν σε κίνδυνο, αλλά για μας σήμερα είναι ανάγκη». Αυτό που έδειξε ήταν μια ψηλή, χοντρή στήλη από κάτι που έμοιαζε με πέτρα, που στεκόταν όρθια, με μια πλευρά γεμάτη περίτεχνα σκαλισμένες κληματσίδες και φύλλα.

Η Εγκουέν ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό· είχε καταλάβει ξαφνικά γιατί η Λίαντριν είχε φέρει λάμπες, και δεν της άρεσε καθόλου. Άκουσε τη Νυνάβε να ψιθυρίζει, «Μια Πύλη». Και οι δύο θυμούνταν πολύ καλά τις Οδούς.

«Το κάναμε μια φορά», είπε, για να το ακούσει και η Νυνάβε αλλά και η ίδια. «Μπορούμε να το ξανακάνουμε». Αν ο Ραντ και οι άλλοι μας χρειάζονται, πρέπει να τους βοηθήσουμε. Αυτό είναι όλο.

«Είναι στ’ αλήθεια...;» άρχισε να λέει η Μιν με πνιγμένη φωνή, και δεν μπόρεσε να τελειώσει.

«Μια Πύλη», είπε με χαμηλή φωνή η Ηλαίην. «Δεν πίστευα πως οι Οδοί μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν. Ή, τουλάχιστον, δεν πίστευα πως επιτρέπεται η χρήση τους».

Η Λίαντριν είχε ήδη αφιππεύσει και είχε βγάλει το τρίλοβο φύλλο του Αβεντεσόρα από τη θέση του· οι πύλες, σαν δυο πελώριες πόρτες από πλεγμένες κληματσίδες, άρχισαν να ανοίγουν, αποκαλύπτοντας κάτι που έμοιαζε με θαμπό, ασημένιο καθρέφτη, ο οποίος αντιγύριζε αχνά τα είδωλά τους.

«Λεν χρειάζεται να έρθετε», είπε η Λίαντριν. «Μπορείτε να με περιμένετε εδώ, ασφαλείς μέσα στο φράχτη, μέχρι να επιστρέψω. Ή ίσως να σας βρει πρώτο το Μαύρο Άτζα». Το χαμόγελό της δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Πίσω της, η Πύλη άνοιξε διάπλατα και σταμάτησε.

«Δεν είπα ότι δεν έρχομαι», είπε η Ηλαίην, αλλά το βλέμμα της στάθηκε για λίγο στις σκιές του δάσους.

«Αν είναι να το κάνουμε», είπε η Μιν, «τότε ας το κάνουμε». Κοίταζε την Πύλη, και της Εγκουέν της φάνηκε ότι μουρμούρισε, «Το Φως να σε κάψει, Ραντ αλ’Θορ».

«Πρέπει να μπω τελευταία», είπε η Λίαντριν. «Μπείτε, όλες σας. Θα ακολουθήσω». Τώρα κι αυτή κοίταζε το δάσος, σαν να της φαινόταν πως κάποιος τις ακολουθούσε. «Γρήγορα! Γρήγορα!»

Η Εγκουέν δεν ήξερε τι περίμενε να δει η Λίαντριν, αλλά όποιος κι αν ερχόταν, μάλλον θα τις εμπόδιζε να μπουν στην Πύλη. Ραντ, χοντροκέφαλε, σκέφτηκε, δεν μπορείς μια φορά να μπλέξεις χωρίς να χρειαστεί να κάνω την ηρωίδα παραμυθιού;

Χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά της Μπέλας, και η δασύτριχη φοράδα, ξεκούραστη μετά από τόσο καιρό στο στάβλο, όρμηξε μπροστά.

«Αργά!» φώναξε η Νυνάβε, αλλά δεν πρόλαβε.

Η Εγκουέν και η Μπέλα χίμηξαν στα μουντά είδωλά τους· δύο δασύτριχα άλογα άγγιξαν μύτες, φάνηκαν να κυλούν το ένα μέσα στο άλλο. Ύστερα και η Εγκουέν έγινε ένα με το καθρέφτισμά της, νιώθοντας απότομη παγωνιά. Ο χρόνος φάνηκε να τεντώνεται, σαν να απλωνόταν πάνω της η παγωνιά, προχωρώντας όσο το πλάτος μιας τρίχας κάθε φορά, και κάθε τρίχα χρειαζόταν αρκετά λεπτά.

Ξαφνικά η Μπέλα βρέθηκε να παραπατά στο κατάμαυρο σκοτάδι, τόσο γρήγορα που παραλίγο θα έριχνε την Εγκουέν από την πλάτη της. Κρατήθηκε και στάθηκε τρέμοντας, καθώς η Εγκουέν ξεπέζευε βιαστικά και ψηλαφούσε τα πόδια της φοράδας στο σκοτάδι για να δει μήπως είχε τραυματιστεί. Σχεδόν χαιρόταν για το σκοτάδι, που έκρυβε το κατακόκκινο πρόσωπο της. Ήξερε ότι στην άλλη πλευρά μιας Πύλης και ο χρόνος και η απόσταση ήταν διαφορετικά· είχε ξεκινήσει χωρίς να σκεφτεί.

Μόνο μαυρίλα υπήρχε γύρω της προς όλες τις κατευθύνσεις, με μόνη εξαίρεση το ορθογώνιο της ανοιχτής Πύλης, που, βλέποντάς την από αυτή την πλευρά, ήταν σαν παράθυρο με φυμέ τζάμι. Δεν άφηνε να μπει φως —η μαυρίλα έμοιαζε να κολλά πάνω του— αλλά η Εγκουέν μπορούσε από μέσα της να δει τις άλλες που κινούνταν με αργόσυρτες κινήσεις, σαν μορφές σε εφιάλτη. Η Νυνάβε επέμεινε να μοιράσουν τις λάμπες με τα κοντάρια και να τις ανάψουν· η Λίαντριν συναίνεσε κακότροπα, προφανώς προτιμώντας να βιαστούν.

Όταν πέρασε η Νυνάβε από την Πύλη —οδηγώντας αργά, τόσο αργά, τη φοράδα της— η Εγκουέν παραλίγο θα έτρεχε να την αγκαλιάσει, και μεγάλο μέρος της χαράς της οφειλόταν στη λάμπα που κρατούσε η Νυνάβε. Ο κύκλος του φωτός που έριχνε η λάμπα ήταν μικρότερος απ’ όσο θα έπρεπε —το σκοτάδι έμοιαζε να πιέζει το φως, να το σπρώχνει πίσω στη λάμπα— αλλά η Εγκουέν ένιωθε το σκοτάδι να πιέζει και την ίδια, σαν να είχε βάρος. Αντίθετα, αρκέστηκε να πει, «Η Μπέλα είναι καλά, κι εγώ δεν έσπασα το κεφάλι μου, αν και μου άξιζε».

Κάποτε υπήρχε φως στις Οδούς, πριν αρχίσει να τις σαπίζει το μόλυσμα στη Δύναμη με την οποία είχαν φτιαχτεί, το μόλυσμα του Σκοτεινού στο σαϊντίν.

Η Νυνάβε της έβαλε στα χέρια το κοντάρι και γύρισε να πάρει ένα που ήταν στερεωμένο στο λουρί της σέλας. «Αφού ξέρεις ότι σου άξιζε», μουρμούρισε, «τότε δεν σου άξιζε». Ξαφνικά χασκογέλασε. «Μερικές φορές νομίζω ότι ο τίτλος της Σοφίας γεννήθηκε από τέτοια ρητά. Να άλλο ένα, λοιπόν. Αν σπάσεις το ξεροκέφαλό σου, θα το γιατρέψω για να σου το ξανασπάσω».

Το είπε με ανάλαφρο τόνο και η Εγκουέν έβαλε τα γέλια — ώσπου θυμήθηκε πού ήταν. Ούτε το κέφι της Νυνάβε κράτησε πολύ.

Η Μιν και η Ηλαίην πέρασαν από την Πύλη διστακτικά, οδηγώντας τα άλογα και κρατώντας φανάρια, προφανώς περιμένοντας ότι θα ’βρισκαν τέρατα, αν μη τι άλλο. Στην αρχή φάνηκαν να ανακουφίζονται βρίσκοντας μονάχα σκοτάδι, αλλά το καταθλιπτικό μέρος σύντομα τις έκανε να σαλεύουν τα πόδια νευρικά. Η Λίαντριν ξανάβαλε το φύλλο του Αβεντεσόρα στη θέση του και μπήκε από την Πύλη που έκλεινε, τραβώντας πίσω της το φορτωμένο άλογο.

Η Λίαντριν δεν περίμενε να κλείσει τελείως η είσοδος, αλλά πέταξε το λουρί του αλόγου στη Μιν δίχως να πει λέξη και ξεκίνησε, ακολουδώντας μια λευκή γραμμή, αμυδρά ορατή στο φως τη λάμπας της, που οδηγούσε στις Οδούς. Το έδαφος έμοιαζε να είναι από πέτρα, φαγωμένη και γεμάτη μικρές λακουβίτσες, σαν από οξύ. Η Εγκουέν ανέβηκε βιαστικά στη ράχη της Μπέλας, αλλά δεν ήταν η πρώτη που έτρεξε πίσω από την Άες Σεντάι. Δεν έμοιαζε να υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο εκτός από το τραχύ έδαφος κάτω από τις οπλές των αλόγων.

Η άσπρη γραμμή συνέχιζε ευθεία μπροστά μέσα στο σκοτάδι και κατέληγε σε μια μεγάλη πέτρινη στήλη, καλυμμένη από Ογκιρανή γραφή χαραγμένη σε ασήμι. Ήταν φαγωμένη σαν το έδαφος, και σε μερικά σημεία η γραφή ήταν φθαρμένη.

«Οδηγός», μουρμούρισε η Εγκουέν, και ανακάθισε στη σέλα για να δει καλύτερα. «Η Ελάιντα μου έμαθε μερικά πράγματα για τις Οδούς. Δεν είχε πει πολλά. Λιγότερα απ’ όσα έπρεπε», πρόσθεσε σκοτεινά. «Ή ίσως περισσότερα απ’ όσα έπρεπε».

Η Λίαντριν σύγκρινε γαλήνια τον Οδηγό με μια περγαμηνή και μετά την ξανάχωσε σε μια τσέπη του μανδύα της, πριν προλάβει η Εγκουέν να τη δει.

Το φως των φαναριών σταματούσε απότομα στις άκρες αντί να σβήνει, αλλά ήταν αρκετό για να δει η Εγκουέν ένα χοντρό πέτρινο κιγκλίδωμα, φαγωμένο σε αρκετά σημεία, καθώς η Άες Σεντάι τις έπαιρνε από τον Οδηγό. Η Ηλαίην το έλεγε Νησί· το σκοτάδι δυσκόλευε το βλέμμα, αλλά η Εγκουέν εκτίμησε ότι είχε πλάτος περίπου εκατό απλωσιές.

Πέτρινες γέφυρες και ράμπες κατέληγαν σε ανοίγματα στο κιγκλίδωμα, και καθεμιά είχε έναν πέτρινο πάσαλο δίπλα της με μια γραμμή στη γραφή των Ογκιρανών. Οι γέφυρες έμοιαζαν να απλώνονται πάνω από το τίποτα. Οι ράμπες οδηγούσαν πάνω ή κάτω. Ήταν αδύνατο να διακρίνουν κάτι άλλο εκτός από την αρχή τους, καθώς τις προσπερνούσαν.

Η Λίαντριν σταμάτησε μόνο για να κοιτάξει τους πέτρινους πάσσαλους, πήρε μια ράμπα που οδηγούσε προς τα κάτω, και σε λίγο το μόνο που υπήρχε ήταν η ράμπα και το σκοτάδι. Όλα τα τύλιγε πνιγηρή σιωπή· η Εγκουέν είχε την αίσθηση ότι ακόμα και οι κρότοι των οπλών στην τραχιά πέτρα δεν ακούγονταν πολύ μακριά από το φως.

Η ράμπα κατηφόριζε συνεχώς, καμπυλώνοντας προς τον εαυτό της, ώσπου τελικά έφτασε σε άλλο ένα Νησί, με το σπασμένο κιγκλίδωμα ανάμεσα στις γέφυρες και τις ράμπες, και με τον Οδηγό του, τον οποίο η Λίαντριν σύγκρινε με την περγαμηνή της. Το Νησί έμοιαζε να αποτελείται από συμπαγή πέτρα, όπως και το πρώτο. Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην ήταν τόσο σίγουρη ότι το πρώτο Νησί ήταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους.

Η Νυνάβε μίλησε ξαφνικά, αντηχώντας τις σκέψεις της Εγκουέν. Η φωνή της ήταν σταθερή, αλλά, πριν τελειώσει τα λόγια της, σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί.

«Μπορεί — μπορεί να είναι», είπε ξεψυχισμένα η Ηλαίην. Το βλέμμα της στράφηκε προς τα πάνω και γρήγορα ξανάπεσε. «Η Ελάιντα λέει ότι οι κανόνες της φύσης δεν ισχύουν στις Οδούς. Τουλάχιστον όχι όπως έξω».

«Φως μου!» μουρμούρισε η Μιν, και μετά δυνάμωσε τη φωνή της. «Πόσο ακόμα θα μας αφήσεις εδώ;»

Οι μελόχρυσες κοτσίδες της Άες Σεντάι λικνίστηκαν, καθώς γυρνούσε το κεφάλι για να απαντήσει. «Μέχρι να σας βγάλω έξω», είπε ανέκφραστα. «Όσο πιο πολύ με ενοχλείτε, τόσο πιο πολύ θα κάνουμε».

Η Εγκουέν και οι άλλες έμειναν σιωπηλές.

Η Λίαντριν συνέχισε από Οδηγό σε Οδηγό, παίρνοντας γέφυρες και ράμπες, οι οποίες έμοιαζαν να μην έχουν κανένα υποστήριγμα μέσα στο ατέλειωτο σκοτάδι. Η Άες Σεντάι δεν έδινε σχεδόν καμία σημασία στις υπόλοιπες, και η Εγκουέν στο τέλος αναρωτήθηκε αν η Λίαντριν θα γυρνούσε να ψάξει σε περίπτωση που κάποια έμενε πίσω. Ίσως και οι άλλες να είχαν κάνει την ίδια σκέψη, γιατί όλες προχωρούσαν με τα άλογα σχεδόν κολλητά στη μαύρη φοράδα.

Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε συνειδητοποιώντας ότι ακόμα ένιωθε την έλξη του σαϊντάρ, τόσο την παρουσία του θηλυκού μισού της Αληθινής Πηγής, όσο και την επιθυμία να το αγγίξει, να διαβιβάσει τη ροή. Για κάποιον λόγο πίστευε πως το μόλυσμα του Σκοτεινού στις Οδούς θα της το έκρυβε. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε αυτό το μόλυσμα. Ήταν αχνό και δεν είχε καμία σχέση με το σαϊντάρ, αλλά ήταν σίγουρη πως, αν άπλωνε εδώ προς την Αληθινή Πηγή, θα ήταν σαν να άπλωνε το χέρι της γυμνό μέσα από ρυπαρό, λιγδερό καπνό για να φτάσει ένα καθαρό φλιτζάνι. Ό,τι κι αν έκανε θα ήταν μολυσμένο. Για πρώτη φορά εδώ και βδομάδες, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αντισταθεί στην έλξη του σαϊντάρ.

Στον έξω κόσμο θα είχε πέσει η νύχτα βαθιά, όταν η Λίαντριν ξεπέζεψε σε ένα νησί, και ανακοίνωσε ότι θα σταματούσαν για να φάνε και να κοιμηθούν, και ότι είχε φαγητό στο φορτωμένο άλογο.

«Μοιράστε το», είπε, χωρίς να κάνει τον κόπο να το πει σε κάποια συγκεκριμένα. «Θα κάνουμε κοντά στις δυο μέρες για να φτάσουμε στο Τόμαν Χεντ. Δεν θέλω να φτάσετε πεινασμένες, αν ήσασταν τόσο ανόητες ώστε να μην φέρετε φαγητό μαζί σας». Ξεσέλωσε και πεδίκλωσε με ζωηρές κινήσεις τη φοράδα της, αλλά μετά κάθισε στη σέλα και περίμενε να της φέρουν κάτι να φάει.

Η Ηλαίην πήγε στη Λίαντριν ψωμί και τυρί. Η Άες Σεντάι έδειχνε καθαρά ότι δεν ήθελε την παρέα τους, κι έτσι οι άλλες έφαγαν το φαγητό τους λίγο παραπέρα, καθισμένες στις σέλες που τις είχαν τραβήξει κοντά. Το σκοτάδι πέρα από τις λάμπες δεν ήταν το καλύτερο ορεκτικό.

Μετά από λίγη ώρα, η Εγκουέν είπε, «Λίαντριν Σεντάι, τι θα γίνει αν ανταμώσουμε το Μαύρο Άνεμο;» Η Μιν ανοιγόκλεισε το στόμα, επαναλαμβάνοντας ερωτηματικά τη λέξη χωρίς να βγάλει ήχο, όμως η Ηλαίην τινάχτηκε. «Η Μουαραίν Σεντάι είπε ότι δεν μπορείς να το σκοτώσεις, ή να το πληγώσεις πολύ, και νιώθω ότι το μόλυσμα σ’ αυτό το μέρος είναι έτοιμο να διαφθείρει ό,τι μπορούμε να κάνουμε με τη Δύναμη».

«Ούτε καν θα σκεφτείτε την Πηγή, αν δεν σας πω εγώ», είπε απότομα η Λίαντριν. «Αν κάποια σαν και σας προσπαθούσε να διαβιβάσει εδώ, στις Οδούς, μπορεί να τρελαινόταν, σαν άνδρας. Λεν έχετε την εκπαίδευση για να αντιμετωπίσετε το μόλυσμα των ανδρών που τις έφτιαξαν. Αν εμφανιστεί ο Μαύρος Άνεμος, θα τον αναλάβω εγώ». Σούφρωσε τα χείλη, κοιτάζοντας εξεταστικά ένα κομμάτι άσπρο τυρί. «Η Μουαραίν δεν ξέρει όσα νομίζει». Έριξε το τυρί στο στόμα της χαμογελώντας».

«Δεν τη συμπαθώ», μουρμούρισε η Εγκουέν, χαμηλόφωνα, για να μην την ακούσει η Άες Σεντάι.

«Αν μπορεί η Μουαραίν να συνεργαστεί μαζί της», είπε ήσυχα η Νυνάβε, «τότε μπορούμε κι εμείς. Όχι ότι η Μουαραίν μ’ αρέσει καλύτερα από τη Λίαντριν, αλλά, αν ξανάρχισαν να ασχολούνται με τον Ραντ και τους άλλους...» Έμεινε σιωπηλή, τράβηξε ψηλά το μανδύα της. Το σκοτάδι δεν ήταν κρύο, αλλά φαινόταν ότι έπρεπε να είναι.

«Τι είναι αυτός ο Μαύρος Άνεμος;» ρώτησε η Μιν. Όταν της εξήγησε η Ηλαίην, αναφέροντας πολλά απ’ αυτά που είχαν πει η μητέρα της και η Ελάιντα, η Μιν αναστέναξε. «Το Σχήμα θα τ’ ακούσει για τα καλά. Δεν ξέρω αν υπάρχει άνδρας που να αξίζει τόσο».

«Δεν ήσουν υποχρεωμένη να έρθεις», της θύμισε η Εγκουέν. «Μπορούσες να φύγεις όποτε ήθελες. Κανένας δεν θα σε εμπόδιζε να φύγεις από τον Πύργο».

«Ε, θα μπορούσα να πάρω τους δρόμους», είπε πικρά η Μιν. «Όσο εύκολα θα το έκανες κι εσύ, ή η Ηλαίην. Το Σχήμα δεν το νοιάζει τι θέλουμε. Εγκουέν, τι θα γινόταν, αν μετά από τόσα που κάνεις γι’ αυτόν, ο Ραντ δεν σε παντρευτεί; Αν παντρευτεί κάποια γυναίκα που δεν έχεις ξαναδεί, ή την Ηλαίην, ή εμένα; Τι γίνεται τότε;»

Η Ηλαίην χαχάνισε. «Η μητέρα δεν θα το ενέκρινε».

Η Εγκουέν έμεινε σιωπηλή για λίγο. Ο Ραντ ίσως δεν προλάβαινε να ζήσει για να παντρευτεί καμία. Και αν παντρευόταν... Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Ραντ να πειράζει κανέναν. Ακόμα κι αν τρελαθεί; Έπρεπε να υπάρχει τρόπος να το εμποδίσει, τρόπος να το αλλάξει· οι Άες Σεντάι ήξεραν τόσα πολλά, μπορούσαν να κάνουν τόσα. Αν μπορούν να το σταματήσουν, γιατί δεν το κάνουν; Η μόνη απάντηση ήταν ότι δεν μπορούσαν, και δεν ήταν αυτή η απάντηση που ήθελε.

Προσπάθησε να μιλήσει κεφάτα. «Δεν πιστεύω να τον παντρευτώ τελικά. Οι Άες Σεντάι, ξέρεις, σπάνια παντρεύονται. Αλλά, αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα τον γλυκοκοίταζα. Ή αν ήμουν στη δική σου θέση, Ηλαίην. Νομίζω πως δεν....» Η φωνή της κόμπιασε, και έβηξε για να το κρύψει. «Νομίζω πως δεν θα παντρευτεί ποτέ. Αλλά, αν το κάνει, τότε τις καλύτερες ευχές μου σ’ όποια καταλήξει, ακόμα κι αν είναι μία από σας». Σκέφτηκε πως το έλεγε σαν να το εννοούσε. «Είναι πεισματάρης σαν μουλάρι, ξεροκέφαλος μέχρι αηδίας, αλλά είναι καλός». Η φωνή της τρεμούλιασε, αλλά κατάφερε να κάνει το τρέμουλο γέλιο.

«Όσο και να λες ότι δεν σε νοιάζει», είπε η Ηλαίην, «νομίζω ότι ούτε εσύ θα το ενέκρινες. Είναι ενδιαφέρων, Εγκουέν. Πιο ενδιαφέρων από κάθε άλλο άνδρα που έχω γνωρίσει, έστω κι αν είναι βοσκός. Αν είσαι τόσο χαζή που να τον παρατήσεις, τότε εσύ η ίδια θα φταις, αν αποφασίσω να αψηφήσω και εσένα και τη μητέρα μου. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που ο Πρίγκιπας του Άντορ δεν είχε τίτλο πριν το γάμο. Αλλά δεν είσαι τόσο χαζή, γι’ αυτό μην προσποιείσαι. Σίγουρα θα διαλέξεις το Πράσινο Άτζα και θα γίνει ένας από τους Προμάχους σου. Οι μόνες Πράσινες που ξέρω ότι έχουν έναν μόνο Πρόμαχο, είναι παντρεμένες μ’ αυτόν».

Η Εγκουέν πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει στο ίδιο πνεύμα, λέγοντας ότι, αν γινόταν Πράσινη, θα είχε δέκα Προμάχους.

Η Μιν την παρακολουθούσε κατσουφιασμένη, και η Νυνάβε παρακολουθούσε τη Μιν σκεφτική. Σιγά σιγά έμειναν σιωπηλές, ενώ άλλαζαν ρούχα κι έβαζαν πιο κατάλληλα για το ταξίδι με τα άλογα. Δεν ήταν εύκολο να κρατήσουν το ηθικό τους ψηλά σε κείνο τον τόπο.

Η Εγκουέν άργησε να κοιμηθεί και ο ύπνος της ήταν ταραγμένος, γεμάτος άσχημα όνειρα. Δεν ονειρεύτηκε τον Ραντ, αλλά τον άνδρα που τα μάτια του ήταν φωτιά. Αυτή τη φορά το πρόσωπο του δεν είχε μάσκα, και ήταν φρικτό, όλο εγκαύματα που είχαν σχεδόν γιατρευτεί. Μόνο την κοίταζε και γελούσε, αλλά αυτό ήταν χειρότερο από τα όνειρα που ακολούθησαν, όνειρα στα οποία χανόταν στις Οδούς για πάντα, στα οποία ο Μαύρος Άνεμος την κυνηγούσε. Ένιωσε ευγνωμοσύνη όταν η Λίαντριν την κλώτσησε στα πλευρά με τη μπότα ιππασίας της για να την ξυπνήσει· ένιωθε σαν να μην είχε κοιμηθεί καθόλου.

Η Λίαντριν τις έβαλε να ακολουθήσουν κουραστικό ρυθμό εκείνη τη μέρα, ή το αντίστοιχο της μέρας εκεί αφού ο μόνος ήλιος ήταν οι λάμπες τους, και δεν τις άφησε να σταματήσουν για ύπνο παρά μόνο όταν άρχισαν να ταλαντεύονται στις σέλες τους. Η πέτρα ήταν σκληρό κρεβάτι, αλλά η Λίαντριν, δίχως να τις λυπηθεί, τις σήκωσε μετά από λίγες ώρες, χωρίς σχεδόν να τις περιμένει να ανέβουν στα άλογα πριν ξεκινήσει. Ράμπες και γέφυρες, Νησιά και Οδηγοί. Η Εγκουέν είδε τόσα σε κείνο το μαύρο σκοτάδι, που έχασε το μέτρημα. Είχε ήδη χάσει προ πολλού το μέτρημα των ωρών ή των ημερών που είχαν περάσει. Η Λίαντριν επέτρεπε μόνο σύντομες στάσεις για να φάνε και να ξεκουράσουν τα άλογα, και το σκοτάδι ήταν ασήκωτο στους ώμους τους. Έγερναν στις σέλες σαν σακιά με σιτάρι, εκτός από τη Λίαντριν. Η Άες Σεντάι έμοιαζε απρόσβλητη από την κούραση και το σκοτάδι. Ήταν ακόμα ακμαία όσο και πριν στον Λευκό Πύργο, και εξίσου ψυχρή. Δεν άφηνε καμιά να κοιτάζει την περγαμηνή, καθώς τη σύγκρινε με τους Οδηγούς και μετά την έκρυβε. «Δεν θα το καταλάβεις», είχε πει απότομα στη Νυνάβε.

Και μετά, εκεί που η Εγκουέν ανοιγόκλεινε τα μάτια κουρασμένη, η Λίαντριν απομακρύνθηκε από έναν Οδηγό, όχι προς την κατεύθυνση μιας άλλης γέφυρας ή ράμπας, αλλά ακολουθώντας μια φαγωμένη άσπρη γραμμή, που χανόταν στο σκοτάδι. Η Εγκουέν κοίταζε τις φίλες της και όλες έτρεξαν πίσω της. Μπροστά, στο φως της λάμπας της, η Άες Σεντάι ήδη έβγαζε το φύλλο του Αβεντεσόρα από τη θέση του σε μια Πύλη.

«Εδώ είμαστε», είπε η Λίαντριν χαμογελώντας. «Επιτέλους, σας έφερα εκεί που πρέπει να πάτε».

Загрузка...