38 Εξάσκηση

Η Εγκουέν, καθισμένη σταυροπόδι στο κρεβάτι της και φορώντας ένα λευκό φόρεμα, έκανε τρεις μικρές μπάλες φωτός να υφαίνουν σχήματα πάνω από τα χέρια της. Κανονικά δεν έπρεπε να το κάνει χωρίς τουλάχιστον μια από τις Αποδεχθείσες για να την επιτηρούν, αλλά βέβαια η Νυνάβε, που βολτάριζε με άγριο βλέμμα μπροστά στο μικρό τζάκι, φορούσε το δαχτυλίδι με το Ερπετό που έδιναν στις Αποδεχθείσες, και το λευκό φόρεμά της είχε τους χρωματιστούς κύκλους στον ποδόγυρο, έστω κι αν δεν της επιτρεπόταν ακόμα να διδάξει. Και τις δεκατρείς βδομάδες που είχαν περάσει, η Εγκουέν είχε βρει ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί. Τώρα ήξερε πόσο εύκολο ήταν να αγγίξει το σαϊντάρ. Πάντα το ένιωθε εκεί, να την περιμένει, σαν ευωδιά αρώματος ή αίσθηση μεταξιού, τραβώντας την, τραβώντας την. Κι όταν το άγγιζε, σπάνια άντεχε να μην διαβιβάσει, ή τουλάχιστον να μην προσπαθήσει. Σχεδόν τις μισές φορές αποτύχαινε, αλλά αυτό ήταν άλλο ένα κίνητρο για να συνεχίσει.

Συχνά τη φόβιζε. Τη φόβιζε το πόσο πολύ ήθελε να διαβιβάζει, και πόσο χλωμή και άχαρη ένιωθε όταν δεν διαβίβαζε, σε σύγκριση με την αίσθηση που είχε πριν. Ήθελε να το πιει όλο, παρά τις προειδοποιήσεις ότι θα καιγόταν, και αυτή η επιθυμία την τρόμαζε πιο πολύ απ’ όλα. Μερικές φορές ευχόταν να μην είχε έρθει ποτέ στην Ταρ Βάλον. Αλλά η τρομάρα που ένιωθε δεν την εμπόδιζε για πολύ, όπως δεν τη σταματούσε ούτε ο φόβος μήπως την έπιανε κάποια Άες Σεντάι, ή μια Αποδεχθείσα εκτός από τη Νυνάβε.

Εδώ όμως, στο δωμάτιό της, ήταν αρκετά ασφαλής. Εκεί ήταν και η Μιν, που καθόταν στο τρίποδο σκαμνί παρακολουθώντας την, αλλά τώρα γνώριζε τη Μιν αρκετά καλά και ήξερε ότι δεν θα την ανέφερε. Της φαινόταν πως ήταν τυχερή που είχε κάνει δύο καλές φίλες στην Ταρ Βάλον.

Ήταν ένα μικρό δωμάτιο δίχως παράθυρα, όπως τα δωμάτια όλων των μαθητευομένων. Η Νυνάβε είχε μόλις τρεις απλωσιές χώρο για περπάτημα μεταξύ των σοβατισμένων τοίχων· το δωμάτιο της Νυνάβε ήταν μεγαλύτερο, αλλά, εφόσον δεν είχε κάνει φίλες ανάμεσα στις άλλες Αποδεχθείσες, ερχόταν στο δωμάτιο της Εγκουέν όταν ήθελε να μιλήσει, ακόμα και τώρα που δεν είχε ανοίξει το στόμα της. Η φωτίτσα στο στενό τζάκι έδιωχνε το πρώτο κρύο του φθινοπώρου που πλησίαζε, αν και η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι το χειμώνα δεν θα ήταν αρκετή. Τα υπόλοιπα έπιπλα συμπλήρωνε ένα μικρό τραπεζάκι για μελέτη, και τα υπάρχοντα της Εγκουέν ήταν κρεμασμένα τακτικά σε μια σειρά από κρεμαστάρια στον τοίχο ή ακουμπισμένα στο ραφάκι πάνω από το τραπέζι. Οι μαθητευόμενες συνήθως είχαν τόσα να κάνουν που δεν περνούσαν πολύ χρόνο στα δωμάτιά τους, αλλά σήμερα ήταν αργία, μόλις η τρίτη από τότε που είχαν φτάσει η Εγκουέν και η Νυνάβε στο Λευκό Πύργο.

«Σήμερα η Έλσε σαλιάριζε με τον Γκάλαντ, που έκανε εξάσκηση με τους Πρόμαχους», είπε η Μιν, ισορροπώντας στα δύο πόδια του σκαμνιού.

Οι μικρές μπάλες τραντάχτηκαν για μια στιγμή πάνω από τα χέρια της Εγκουέν. «Ας κοιτάζει όποιον θέλει», είπε αδιάφορα η Εγκουέν. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να με νοιάζει».

«Δεν υπάρχει λόγος, φαντάζομαι. Είναι πολύ χαριτωμένος, αν δεν σε πειράζει που είναι τόσο τυπικός. Πολύ ωραίος στο βλέμμα, ειδικά χωρίς το πουκάμισο».

Οι μπάλες στριφογυρνούσαν λυσσασμένες. «Δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να κοιτάξω τον Γκάλαντ, με ή χωρίς το πουκάμισό του».

«Δεν πρέπει να σε πειράζω», είπε η Μιν συντετριμμένη. «Λυπάμαι γι’ αυτό. Αλλά σου αρέσει να τον κοιτάζεις —μη μου κάνεις έτσι το στόμα— και το ίδιο κάνουν όλες οι γυναίκες στο Λευκό Πύργο εκτός από τις Κόκκινες. Είδα Άες Σεντάι, ειδικά τις Πράσινες, να και φαίνουν στο χώρο εξάσκησης, όταν ο Γκάλαντ εξασκείται στις στάσεις, Λένε ότι πάνε να δουν τους Προμάχους τους, αλλά εγώ δεν βλέπω τόσες όταν λείπει ο Γκάλαντ. Ακόμα και οι μαγείρισσες και οι καμαριέρες βγαίνουν να τον δουν».

Τα μπαλάκια πάγωσαν στη θέση τους, και η Εγκουέν στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντάς τα. Εξαφανίστηκαν. Ξαφνικά χαχάνισε. «Στ’ αλήθεια είναι ομορφούλης, ε; Ακόμα κι όταν περπατά, μοιάζει να χορεύει». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ξέρω ότι δεν πρέπει να τον κοιτάζω, αλλά δεν μπορώ».

«Κι εγώ το ίδιο», είπε η Μιν, «έστω κι αν βλέπω τι άνθρωπος είναι».

«Μα, αν είναι καλός—»

«Εγκουέν, ο Γκάλαντ είναι τόσο καλός, που σου ’ρχεται να ξεριζώσεις τα μαλλιά σου. Μπορεί να σε πληγώσει για να υπηρετήσει ένα ανώτερο καλό. Δεν θα πρόσεχε καν ότι σε είχε πληγώσει, επειδή θα είχε το νου του αλλού, αν όμως σε πρόσεχε, θα περίμενε να καταλάβεις, και να πεις ότι όλα είναι ωραία και καλά».

«Μάλλον εσύ ξέρεις», είπε η Εγκουέν. Είχε δει την ικανότητα της Μιν να βλέπει κάποιον άνθρωπο και να διαβάζει πάνω του πολλά και διάφορα· η Μιν δεν έλεγε πάντα ό,τι έβλεπε, και δεν τα έβλεπε όλα, αλλά η Εγκουέν μ’ όσα είχε ακούσει την πίστευε. Έριξε μια ματιά στη Νυνάβε —βολτάριζε ακόμα, μουρμουρίζοντας μόνη της— και μετά άπλωσε πάλι στο σαϊντάρ και ξανάρχισε να παίζει με τα μπαλάκια πετώντας τα τυχαία.

Η Μιν σήκωσε τους ώμους. «Άντε, να στο πω. Ούτε που πρόσεξε τι έκανε η Έλσε. Τη ρώτησε μήπως ήξερε αν θα έβγαινες για περίπατο στο Νότιο Κήπο μετά το δείπνο, αφού σήμερα είναι αργία. Τη λυπήθηκα».

«Η καημένη η Έλσε», μουρμούρισε η Εγκουέν, και οι μπάλες του φωτός ζωήρεψαν στα χέρια της. Η Μιν γέλασε.

Η πόρτα άνοιξε και ο άνεμος την έριζε με βρόντο στον τοίχο. Η Εγκουέν άφησε μια ψιλή τσιρίδα και εξαφάνισε τα μπαλάκια, προτού δει ότι ήταν μόνο η Ηλαίην.

Η χρυσομάλλα Κόρη-Διάδοχος του Άντορ έκλεισε την πόρτα και κρέμασε το μανδύα της. «Μόλις το έμαθα», είπε. «Οι φήμες έλεγαν αλήθεια. Ο Βασιλιάς Γκάλντριαν είναι νεκρός. Αυτό σημαίνει πόλεμο διαδοχής».

Η Μιν ξεφύσηξε. «Εμφύλιος πόλεμος. Πόλεμος διαδοχής. Πολλά χαζά ονόματα για το ίδιο χαζό πράγμα. Σε πειράζει να μην μιλήσουμε γι’ αυτό; Δεν ακούμε και τίποτα άλλο. Πόλεμος στην Καιρχίν. Πόλεμος στο Τόμαν Χεντ. Μπορεί να έπιασαν τον ψεύτικο Δράκοντα στη Σαλδαία, αλλά στο Δάκρυ πολεμούν ακόμα. Αλλά, βέβαια, τα πιο πολλά που λέγονται είναι διαδόσεις. Χτες άκουσα μια μαγείρισσα να λέει ότι είχε ακούσει ότι ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος προελαύνει στο Τάντσικο. Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος!»

«Νόμιζα ότι δεν ήθελες να μιλήσουμε γι’ αυτά», είπε η Εγκουέν.

«Είδα τον Λογκαίν», είπε η Ηλαίην. «Καθόταν σ’ ένα παγκάκι στην Εσωτερική Αυλή, κλαίγοντας. Όταν με είδε έτρεξε να κρυφτεί. Τον λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».

«Καλύτερα να κλαίει αυτός παρά εμείς οι άλλοι, Ηλαίην», είπε η Μιν.

«Ξέρω τι είναι», είπε ήρεμα η Ηλαίην. «Ή μάλλον τι ήταν. Δεν είναι πια, και τον λυπάμαι».

Η Εγκουέν έγειρε στον τοίχο. Ραντ. Ο Λογκαίν πάντα την έκανε να θυμηθεί τον Ραντ. Είχε μήνες να τον ονειρευτεί, τουλάχιστον σε όνειρο σαν εκείνα που είχε δει στη Βασίλισσα του Ποταμού. Η Ανάγια ακόμα την έβαζε να γράφει ό,τι ονειρευόταν, και μετά τα έλεγχε για να δει αν υπήρχαν οιωνοί, ή σχέσεις με γεγονότα· αλλά δεν υπήρχε ποτέ τίποτα για τον Ραντ, παρά μόνο όνειρα που, όπως έλεγε η Ανάγια, σήμαιναν ότι της έλειπε. Κατά παράξενο τρόπο, η Εγκουέν ένιωθε σχεδόν σαν ο Ραντ να μην ήταν πια εκεί, σαν να είχε πάψει να υπάρχει, μαζί με τα όνειρά της, μερικές βδομάδες μετά την άφιξή της στο Λευκό Πύργο. Κι εγώ κάθομαι και σκέφτομαι πόσο ωραία περπατά ο Γκάλαντ, σκέφτηκε πικρά. Ο Ραντ πρέπει να είναι καλά. Αν τον είχαν πιάσει και τον είχαν ειρηνέψει, κάτι θα άκουγα.

Ένα ρίγος τη διέτρεξε, όπως γινόταν πάντα, όταν σκεφτόταν να ειρηνεύουν τον Ραντ, όταν τον σκεφτόταν να κλαίει και να θέλει να πεθάνει σαν τον Λογκαίν.

Η Ηλαίην κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της κι έχωσε τα πόδια από κάτω της. «Εγκουέν, αν γλυκοκοιτάς τον Γκάλαντ, μην περιμένεις να σε λυπηθώ. Θα βάλω τη Νυνάβε να σε ποτίσει μ’ ένα απ’ αυτά τα φρικτά καταπότια που μας λέει». Κοίταξε συνοφρυωμένη τη Νυνάβε, που δεν είχε αντιληφθεί την είσοδο της. «Τι έπαθε; Μην μου πεις ότι κι αυτή αναστενάζει για τον Γκάλαντ!»

«Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα την ενοχλούσα». Η Μιν έγειρε προς το μέρος τους και χαμήλωσε τη φωνή της. «Εκείνη η κοκαλιάρα Αποδεχθείσα, η Ιρέλα, της είπε ότι ήταν άχαρη κι ατάλαντη σαν αγελάδα και η Νυνάβε την μπάτσισε στ’ αυτί». Η Ηλαίην μόρφασε. «Ακριβώς», μουρμούρισε η Μιν. «Στο πι και φι την ανέβασαν στο γραφείο της Σέριαμ, κι από τότε είναι ανυπόφορη».

Προφανώς η Μιν δεν είχε χαμηλώσει αρκετά τη φωνή της, γιατί ένα γρυλλητό ακούστηκε από την πλευρά της Νυνάβε. Ξαφνικά η πόρτα ξανάνοιξε απότομα και μια σπιλιάδα ανέμου φύσηξε ουρλιάζοντας στο δωμάτιο. Δεν άγγιξε καν τις κουβέρτες στο κρεβάτι της Εγκουέν, αλλά η Μιν και το σκαμνάκι αναποδογύρισαν και κύλησαν στον τοίχο. Ο άνεμος αμέσως καταλάγιασε και η Νυνάβε στάθηκε κοιτάζοντάς τις πανικόβλητη.

Η Εγκουέν έτρεξε στην πόρτα και κρυφοκοίταξε έξω. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε τα τελευταία απομεινάρια της χτεσινοβραδινής καταιγίδας. Το υγρό μπαλκόνι γύρω από την Αυλή των Μαθητευομένων ήταν άδειο, οι πόρτες των δωματίων των μαθητευομένων, που σχημάτιζαν μια μακριά σειρά, ήταν όλες κλειστές. Οι μαθητευόμενες, που είχαν εκμεταλλευτεί την αργία για να απολαύσουν τον κήπο, σίγουρα τώρα αναπλήρωναν τις χαμένες ώρες του ύπνου τους. Σίγουρα καμία δεν το είχε δει. Έκλεισε την πόρτα και ξανακάθισε πλάι στην Ηλαίην, ενώ η Νυνάβε βοηθούσε τη Μιν να σηκωθεί.

«Λυπάμαι, Μιν», είπε η Νυνάβε με πνιγμένη φωνή. «Μερικές φορές τα νεύρα μου... Δεν μπορώ να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό το πράγμα». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αν θέλεις να με αναφέρεις στη Σέριαμ, θα το καταλάβω. Μου αξίζει».

Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην είχε ακούσει αυτή την παραδοχή· η Νυνάβε μερικές φορές θύμωνε με τέτοια πράγματα. Έψαξε να βρει κάτι άλλο να απορροφήσει την προσοχή της, ένιωσε ότι άγγιζε πάλι το σαϊντάρ, και άρχισε πάλι να παίζει με τα μπαλάκια. Η Ηλαίην δεν άργησε να μπει κι αυτή στο παιχνίδι. Η Εγκουέν είδε τη λάμψη να σχηματίζεται γύρω από την Κόρη-Διάδοχο πριν ακόμα εμφανιστούν στα χέρια της τρία μικρούλικα μπαλάκια. Άρχισαν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις μικρές λαμπερές σφαίρες με επαναλαμβανόμενες κινήσεις, που γινόταν όλο και πιο πολύπλοκες. Μερικές φορές κάποιο μπαλάκι έσβηνε, καθώς η μια τους δεν κατάφερνε να το κρατήσει όπως ερχόταν στο μέρος της, και μετά ξανάναβε με κάπως διαφορετικό χρώμα ή μέγεθος.

Η Μία Δύναμη γέμιζε την Εγκουέν ζωή. Μπορούσε να μυρίσει το αχνό άρωμα τριαντάφυλλου από το σαπούνι που είχε χρησιμοποιήσει η Ηλαίην στο πρωινό μπάνιο της. Ένιωθε τον τραχύ σοβά των τοίχων, τις λείες πέτρες του πατώματος, όπως επίσης και το κρεβάτι στο οποίο καθόταν. Άκουγε τη Μιν και τη Νυνάβε να ανασαίνουν, και φυσικά τις λέξεις που έλεγαν χαμηλόφωνα.

«Αν είναι ζήτημα συγνώμης», είπε η Μιν, «τότε ίσως εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις. Εσύ έχεις νεύρα, κι εγώ έχω μεγάλο στόμα. Θα σε συγχωρήσω, αν με συγχωρήσεις». Μουρμουρίζοντας «σε συγχωρώ», με τόνο που έμοιαζε ειλικρινής, οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν. «Αλλά, αν το ξανακάνεις», είπε η Μιν γελώντας, «ίσως σε μπατσίσω εγώ».

«Την άλλη φορά», απάντησε η Νυνάβε, «θα σου πετάξω κάτι». Κι αυτή γελούσε, αλλά το γέλιο της κόπηκε απότομα, όταν το βλέμμα της έπεσε στην Εγκουέν και την Ηλαίην. «Σταματήστε το εσείς οι δύο, αλλιώς όντως κάποια θα πάει στην Κυρά των Μαθητευομένων. Δύο κάποιες».

«Νυνάβε, δεν μπορείς!» διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. Όταν όμως είδε το βλέμμα της Νυνάβε, έκοψε βιαστικά κάθε επαφή με το σαϊντάρ. «Πολύ καλά. Σε πιστεύω. Δεν υπάρχει λόγος να το αποδείξεις».

«Πρέπει να εξασκούμαστε», είπε η Ηλαίην. «Συνέχεια μας ζητούν να κάνουμε περισσότερα πράγματα. Αν δεν εξασκούμαστε μόνες μας, δεν θα καταφέρναμε τίποτα». Το πρόσωπό της έδειχνε γαλήνη και αυτοσυγκράτηση, αλλά είχε αφήσει το σαϊντάρ βιαστικά, σαν την Εγκουέν.

«Και τι γίνεται αν αντλήσετε πολύ», ρώτησε η Νυνάβε, «και δεν είναι κανείς εκεί να σας σταματήσει; Μακάρι να φοβόσασταν περισσότερο. Εγώ φοβάμαι. Νομίζετε ότι δεν ξέρω πώς νιώθετε; Είναι πάντα εκεί, και θέλετε να σας γεμίσει. Μερικές φορές δυσκολεύομαι να σταματήσω· το θέλω όλο. Ξέρω ότι μπορεί να με κάνει κάρβουνο, αλλά και πάλι το θέλω». Ανατρίχιασε. «Το μόνο που θέλω είναι να φοβάστε λίγο περισσότερο».

«Φοβάμαι», είπε αναστενάζοντας η Εγκουέν. «Με τρομάζει. Όμως δεν αλλάζει τίποτα. Εσύ, Ηλαίην;»

«Το μόνο που με τρομάζει», είπε εύθυμα η Ηλαίην, «είναι το πλύσιμο των πιάτων. Μου φαίνεται ότι κάθε μέρα είμαι αναγκασμένη να πλένω πιάτα». Η Εγκουέν της πέταξε το μαξιλάρι. Η Ηλαίην το πήρε από το κεφάλι της και το πέταξε πίσω, αλλά μετά οι ώμοι της καμπούριασαν. «Καλά, λοιπόν. Είμαι τόσο τρομαγμένη και δεν ξέρω γιατί δεν χτυπούν τα δόντια μου. Η Ελάιντα μου είπε ότι θα φοβόμουν τόσο, που θα ήθελα να το σκάσω μαζί με τους Ταξιδιώτες, αλλά δεν το είχα καταλάβει. Αν κανείς έβαζε τα βόδια του να δουλεύουν όσο εμείς, θα ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Είμαι συνέχεια κουρασμένη. Ξυπνάω κουρασμένη και πέφτω στο κρεβάτι κατάκοπη, και μερικές φορές φοβάμαι τόσο ότι θα μου ξεφύγει και θα διαβιβάσω περισσότερη Δύναμη απ’ όση μπορώ να χειριστώ, που...» Χαμηλώνοντας το βλέμμα στα γόνατά της, σταμάτησε να μιλά.

Η Εγκουέν ήξερε τι δεν είχε πει. Τα δωμάτιά τους ήταν γειτονικά και, όπως συνέβαινε σε πολλά δωμάτια μαθητευομένων, πριν πολύ καιρό κάποιες είχαν ανοίξει μια τρυπούλα στον κοινό τοίχο, τόσο μικρή, που δεν φαινόταν αν δεν ήξερες πού να κοιτάξεις, αλλά χρήσιμη για να μιλάνε τα κορίτσια όταν το βράδυ έσβηναν οι λάμπες και δεν μπορούσαν να βγουν από τα δωμάτια. Κάποιες φορές η Εγκουέν είχε ακούσει την Ηλαίην να αποκοιμιέται κλαίγοντας, και ήταν σίγουρη ότι η Ηλαίην είχε ακούσει τα δικά της κλάματα.

«Οι Ταξιδιώτες είναι πειρασμός», συμφώνησε η Νυνάβε, «αλλά όπου και να πας, αυτό που μπορείς να κάνεις δεν αλλάζει. Δεν μπορείς να κρυφτείς από το σαϊντάρ». Αυτά που έλεγε δεν φαίνονταν να της αρέσουν.

«Τι βλέπεις, Μιν;» είπε η Ηλαίην. «Θα γίνουμε όλες ισχυρές Άες Σεντάι, ή Θα περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας πλένοντας πιάτα σαν μαθητευόμενες, ή...» Σήκωσε αμήχανα τους ώμους, σαν να μην ήθελε να ξεστομίσει την τρίτη εναλλακτική λύση που της περνούσε από το μυαλό. Ότι θα τις έστελναν σπίτι. Θα τις έδιωχναν από τον Πύργο. Δυο μαθητευόμενες είχαν αποπεμφθεί από τότε που είχε έρθει η Εγκουέν, και όλες μιλούσαν γι’ αυτές ψιθυριστά, σαν να είχαν πεθάνει.

Η Μιν ανακάθισε στο σκαμνί της. «Δεν μου αρέσει να διαβάζω φίλες», μουρμούρισε. «Η φιλία μπερδεύει την ανάγνωση. Προσπαθώ να ερμηνεύσω πιο ευνοϊκά αυτά που βλέπω. Γι’ αυτό δεν το κάνω πια για σας τις τρεις. Πάντως, τίποτα δεν άλλαζε πάνω σας απ’ ό,τι...» Μισόκλεισε τα μάτια, και ξαφνικά κατσούφιασε. «Αυτό είναι καινούργιο», είπε χαμηλόφωνα.

«Τι;» ρώτησε απότομα η Νυνάβε.

Η Μιν δίστασε να απαντήσει. «Κίνδυνος. Όλες βρίσκεστε σε κάποιον κίνδυνο· ή θα βρεθείτε σύντομα. Δεν καταλαβαίνω τι είναι, αλλά υπάρχει κίνδυνος».

«Βλέπετε», είπε η Νυνάβε, στις δύο κοπέλες που κάθονταν στο κρεβάτι. «Πρέπει να προσέχετε. Όλες πρέπει. Πρέπει να υποσχεθείτε και οι δύο να μην διαβιβάσετε ξανά χωρίς κάποια να σας καθοδηγεί».

«Δεν θέλω να μιλήσω πια γι’ αυτό», είπε Εγκουέν.

Η Ηλαίην ένευσε ζωηρά. «Ναι. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Μιν, αν βάλεις φόρεμα, πάω στοίχημα ότι ο Γκάγουιν θα σου ζητήσει να πάτε περίπατο. Ξέρεις ότι σε κοιτάζει, αλλά νομίζω ότι τον ενοχλούν τα παντελόνια και το ανδρικό πανωφόρι».

«Φοράω ό,τι ρούχα θέλω, και δεν τα αλλάζω για κανέναν άρχοντα, ακόμα κι αν είναι αδελφός σου». Η Μιν μιλούσε αφηρημένα, κοιτάζοντάς τις ακόμα με μισόκλειστα μάτια· ήταν μια συζήτηση που είχαν ξανακάνει. «Μερικές φορές είναι χρήσιμο να σε περνούν γι’ αγόρι».

«Κανένας που σου ρίχνει δεύτερη ματιά δεν πιστεύει ότι είσαι αγόρι». Η Ηλαίην χαμογέλασε.

Η Εγκουέν ένιωθε αμήχανα. Η Ηλαίην προσπαθούσε να τους φτιάξει το κέφι με το ζόρι, η Μιν σχεδόν δεν έδινε σημασία, και η Νυνάβε φαινόταν έτοιμη να τις προειδοποιήσει ξανά.

Όταν η πόρτα ξανάνοιξε, η Εγκουέν όρμηξε να την κλείσει, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που είχε να κάνει κάτι πέρα από το βλέπει τις άλλες να προσποιούνται. Αλλά, πριν τη φτάσει, μπήκε στο δωμάτιο μια Άες Σεντάι με μαύρα μάτια και τα μαλλιά πλεγμένα σε πλήθος κοτσίδες. Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια, τόσο επειδή ήταν μια Άες Σεντάι, όσο και επειδή η συγκεκριμένη ήταν η Λίαντριν. Δεν είχε ακούσει ότι η Λίαντριν είχε επιστρέψει στο Λευκό Πύργο, κι εκτός αυτού, αν μια Άες Σεντάι ήθελε μια μαθητευόμενη, έλεγε να τη φέρουν μπροστά της· το ότι μια αδελφή ερχόταν μόνη της δεν ήταν καλό σημάδι.

Το δωμάτιο ήταν στριμωγμένο με πέντε γυναίκες μαζί. Η Λίαντριν κοντοστάθηκε για να σιάξει το σάλι της με τα κόκκινα κρόσσια, κοιτάζοντάς τις. Η Μιν δεν σάλεψε, αλλά η Ηλαίην σηκώθηκε, και οι τρεις που ήταν όρθιες έκλιναν το γόνυ, αν και η Νυνάβε μόλις που το λύγισε. Της Εγκουέν της φαινόταν πως η Νυνάβε ποτέ δεν θα συνήθιζε να έχει άλλη πάνω της εξουσία.

Το βλέμμα της Λίαντριν στάθηκε στη Νυνάβε. «Και γιατί είσαι ιού εδώ, στα καταλύματα των μαθητευομένων, παιδί μου;» Η φωνή της ήταν πάγος.

«Επισκέπτομαι φίλες μου», είπε η Νυνάβε με ψιλή φωνή. Μετά από μια στιγμή, πρόσθεσε καθυστερημένα, «Λίαντριν Σεντάι».

«Οι Αποδεχθείσες, αυτές δεν έχουν φίλες μεταξύ των μαθητευομένων. Θα ’πρεπε να το έχεις μάθει πια, παιδί μου. Ευτυχώς όμως που σε βρίσκω εδώ. Εσύ και εσύ» —το δάχτυλό της έδειξε την Ηλαίην και τη Μιν— «φύγετε».

«Θα ξανάρθω μετά». Η Μιν σηκώθηκε με αμέριμνο ύφος, δείχνοντας θεατρικά ότι δεν βιαζόταν να υπακούσει, και προσπέρασε τη Λίαντριν μ’ ένα χαμόγελο, το οποίο η Λίαντριν δεν πρόσεξε καθόλου. Η Ηλαίην έριξε μια ανήσυχη ματιά στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, και μετά έκλινε το γόνυ κι έφυγε.

Όταν η Ηλαίην έκλεισε την πόρτα πίσω της, η Λίαντριν στάθηκε να περιεργάζεται την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Η Εγκουέν άρχισε να νιώθει νευρικά μπροστά στο εξεταστικό βλέμμα της, αλλά η Νυνάβε έμεινε με το κορμί ίσιο, και μόνο τα μάγουλά της ρόδιο αν λιγάκι.

«Είστε από το ίδιο χωριό με τα αγόρια που ταξίδευαν με τη Μουαραίν. Είναι έτσι;» είπε ξαφνικά η Λίαντριν.

«Έχεις νέα από τον Ραντ;» ρώτησε με λαχτάρα η Εγκουέν. Η Λίαντριν την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι. «Συγχώρεσέ με, Άες Σεντάι. Ξεχάστηκα».

«Είχες νέα τους;» είπε η Νυνάβε, σχεδόν επιτακτικά. Οι Αποδεχθείσες δεν είχαν κανόνα που να λέει ότι δεν μιλούσαν σε Άες Σεντάι αν δεν μιλούσε πρώτα η άλλη.

«Ανησυχείτε γι’ αυτούς. Αυτό είναι καλό. Κινδυνεύουν, και ίσως μπορέσετε να τους βοηθήσετε».

«Πού ξέρεις ότι έμπλεξαν;» Αυτή τη φορά η φωνή της Νυνάβε ήταν σαφώς επιτακτική.

Το ροδαλό στόμα της Λίαντριν σφίχτηκε, αλλά ο τόνος της δεν άλλαξε. «Μολονότι δεν το γνωρίζετε, η Μουαραίν έχει στείλει στο Λευκό Πύργο επιστολές που σας αφορούν. Η Μουαραίν Σεντάι, ανησυχεί για σας, και για τους... φίλους σας. Αυτά τα αγόρια, σε κίνδυνο βρίσκονται. Θέλετε να τα βοηθήσετε, ή να τα εγκαταλείψετε στη μοίρα τους;»

«Ναι», είπε η Εγκουέν, την ίδια στιγμή που η Νυνάβε έλεγε, «Τι μπλεξίματα; Εσένα γιατί σε ενδιαφέρει να τα βοηθήσουμε;» Η Νυνάβε έριξε μια ματιά στα κόκκινα κρόσσια στο σάλι της Λίαντριν. «Και νόμιζα ότι δεν συμπαθείς τη Μουαραίν».

«Μην περνάς τα όρια, παιδί μου», την έψεξε η Λίαντριν. «Οι Αποδεχθείσες δεν είναι αδελφές. Ομοίως οι Αποδεχθείσες και οι μαθητευόμενες ακούνε τις αδελφές και κάνουν ότι λένε». Ανάσανε και συνέχισε· ο τόνος της ήταν πάλι γαλήνιος, όμως λευκές πιτσιλάδες από το θυμό γέμιζαν τα μάγουλά της. «Είμαι σίγουρη πως κάποια μέρα, θα υπηρετήσετε κάποιο σκοπό, και θα μάθετε πως για να τον υπηρετήσετε θα πρέπει να εργαστείτε από κοινού ακόμα και με εκείνες που αντιπαθείτε. Σας λέω ότι έχω συνεργαστεί με πολλές, με τις οποίες δεν θα μοιραζόμουν το ίδιο δωμάτιο αν μπορούσα. Δεν θα συνεργαζόσασταν με το χειρότερο εχθρό σας για να σώσετε τους φίλους σας;»

Η Νυνάβε ένευσε απρόθυμα. «Όμως ακόμα δεν μας είπες σε τι κίνδυνο βρίσκονται, Λίαντριν Σεντάι».

«Ο κίνδυνος προέρχεται από το Σάγιολ Γκουλ. Τους κυνηγούν, όπως έχει ξαναγίνει άλλοτε, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι. Αν έρθετε μαζί μου, μερικοί τουλάχιστον από τους κινδύνους μπορούν να αντιμετωπισθούν. Μην ρωτάτε το πώς, διότι δεν μπορώ να σας πω, αλλά σας λέω ρητά ότι έτσι είναι».

«Θα έρθουμε, Λίαντριν Σεντάι», είπε η Εγκουέν.

«Να έρθουμε πού;» είπε η Νυνάβε. Η Εγκουέν την κοίταξε αγανακτισμένα.

«Στο Τόμαν Χεντ».

Η Εγκουέν έμεινε με ανοιχτό το στόμα, και η Νυνάβε μουρμούρισε, «Γίνεται πόλεμος στο Τόμαν Χεντ. Αυτός ο κίνδυνος έχει καμία σχέση με τις στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου;»

«Πιστεύεις τις φήμες, παιδί μου; Αλλά, αν ήταν αληθινές, θα αρκούσαν για να σε σταματήσουν; Νόμιζα πως αποκαλούσες φίλους αυτούς τους άνδρες». Η ίδια δεν θα έκανε ποτέ το ίδιο, έλεγε ο τόνος της Λίαντριν.

«Θα έρθουμε», είπε η Εγκουέν. Η Νυνάβε ξανάνοιξε το στόμα της, αλλά η Εγκουέν συνέχισε χωρίς να σταματήσει, «Θα πάμε, Νυνάβε. Αν ο Ραντ χρειάζεται τη βοήθειά μας —και ο Ματ, και ο Πέριν— πρέπει να την προσφέρουμε».

«Το ξέρω», είπε η Νυνάβε, «αλλά αυτό που θέλω να μάθω είναι γιατί εμείς; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, που δεν μπορεί να το κάνει η Μουαραίν — ή εσύ, Λίαντριν;»

Τα μάγουλα της Λίαντριν άσπρισαν κι άλλο —η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι η Νυνάβε είχε ξεχάσει να την προσφωνήσει με τον τίτλο της— αλλά είπε μόνο, «Εσείς οι δύο είστε από το χωριό τους. Κατά κάποιον τρόπο, τον οποίο δεν καταλαβαίνω, είστε συνδεμένες μαζί τους. Πέραν αυτού, δεν μπορώ να πω. Και σ’ άλλες ανόητες ερωτήσεις δεν θα απαντήσω. Θα έρθετε μαζί μου για χάρη τους;» Κοντοστάθηκε για να δει αν θα συμφωνούσαν· φάνηκε να χαλαρώνει όταν εκείνες ένευσαν. «Ωραία. Θα με συναντήσετε στο βόρειο άκρο του Ογκιρανού άλσους μια ώρα πριν την ανατολή του ήλιου με τα άλογά σας και ό,τι χρειάζεστε για το ταξίδι. Μην πείτε σε καμία γι’ αυτό».

«Δεν μπορούμε να φύγουμε από το χώρο του Πύργου χωρίς άδεια», είπε αργά η Νυνάβε.

«Έχετε την άδειά μου. Μην μιλήσετε σε καμία. Σε καμία απολύτως. Στους διαδρόμους του Λευκού Πύργου βαδίζει το Μαύρο Άτζα».

Η Εγκουέν άφησε μια κοφτή κραυγή, το ίδιο και η Νυνάβε, αλλά η Νυνάβε συνήλθε πρώτη. «Νόμιζα ότι όλες οι Άες Σεντάι αρνούνται την ύπαρξη του — αυτού».

Το στόμα της Λίαντριν σφίχτηκε χλευαστικά. «Πολλές το αρνούνται, αλλά η Τάρμον Γκάι’ντον πλησιάζει, και λιγοστεύει ο καιρός που θα μπορούν να το αρνηθούν. Το Μαύρο Άτζα είναι το αντίθετο όσων σημαίνει ο Λευκός Πύργος, αλλά υπάρχει, παιδί μου. Είναι παντού, οποιαδήποτε γυναίκα θα μπορούσε να είναι μέλος του, και υπηρετεί τον Σκοτεινό. Αν η Σκιά καταδιώκει τους φίλους σου, λες το Μαύρο Άτζα να σας αφήσει ζωντανές κι ελεύθερες να τους βοηθήσετε; Μην το πείτε σε καμία —σε καμία!— αλλιώς μπορεί να μην ζήσετε για να φτάσετε στο Τόμαν Χεντ. Μια ώρα πριν την αυγή. Μην με απογοητεύσετε». Λέγοντας αυτά, χάθηκε, και η πόρτα έκλεισε πίσω της.

Η Εγκουέν σωριάστηκε στο κρεβάτι της με τα χέρια στα γόνατα. «Νυνάβε, είναι του Κόκκινου Άτζα. Δεν μπορεί να ξέρει για τον Ραντ. Αν ήξερε...»

«Δεν μπορεί να ξέρει», συμφώνησε η Νυνάβε. «Μακάρι να ήξερα γιατί μια Κόκκινη θέλει να τον βοηθήσει. Και γιατί είναι πρόθυμη να δουλέψει πλάι-πλάι με τη Μουαραίν. Θα ’παιρνα όρκο ότι αυτές δεν θα ’διναν η μια στην άλλη νερό ακόμα κι αν πέθαινε από δίψα».

«Νομίζεις ότι λέει ψέματα;»

«Είναι Άες Σεντάι», είπε ξερά η Νυνάβε. «Πάω στοίχημα την καλύτερη ασημένια καρφίτσα μου με αντάλλαγμα ένα βατόμουρο ότι και η τελευταία της λέξη ήταν αληθινή. Αλλά αναρωτιέμαι αν ακούσαμε αυτά που νομίσαμε ότι ακούσαμε».

«Το Μαύρο Άτζα». Η Εγκουέν ανατρίχιασε. «Δεν ακούσαμε λάθος όσα είπε γι’ αυτό, που το Φως να μας βοηθήσει».

«Δεν ακούσαμε λάθος», είπε η Νυνάβε. «Και μας εμπόδισε εκ των προτέρων να ζητήσουμε βοήθεια από αλλού, επειδή, τώρα που το ξέρουμε, ποια μπορούμε να εμπιστευτούμε; Αλήθεια, το Φως να μας βοηθήσει».

Η Μιν και η Ηλαίην ήρθαν με φούρια, βροντώντας πίσω τους την πόρτα. «Στ’ αλήθεια θα πάτε;» ρώτησε η Μιν, και η Ηλαίην έδειξε την τρυπούλα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της Εγκουέν, λέγοντας, «Ακούγαμε από το δωμάτιό μου. Ακούσαμε τα πάντα».

Η Εγκουέν αντάλλαξε ματιές με τη Νυνάβε, καθώς αναρωτιόταν πόσα είχαν ακούσει, και είδε την ίδια ανησυχία στο πρόσωπο της Νυνάβε. Αν καταφέρουν να ξεδιαλύνουν όσα ειπώθηκαν για τον Ραντ...

«Πρέπει να το κρατήσετε μυστικό», τις προειδοποίησε η Νυνάβε. «Φαντάζομαι ότι η Λίαντριν πήρε άδεια από τη Σέριαμ για να φύγουμε, αλλά, ακόμα κι αν δεν πήρε, ακόμα χι αν αύριο αρχίσουν να ψάχνουν το Λευκό Πύργο από την κορυφή ως τα θεμέλια, δεν πρέπει να πείτε λέξη».

«Να το κρατήσω μυστικό;» είπε η Μιν. «Μη φοβού. Θα έρθω μαζί σας. Το μόνο που κάνω εδώ όλη μέρα είναι να εξηγώ σε διάφορες Καφέ αδελφές κάτι που δεν καταλαβαίνω ούτε εγώ η ίδια. Δεν μπορώ ούτε μια βόλια να πάω χωρίς να ξεφυτρώσει μπροστά μου η Άμερλιν και να μου ζητήσει να διαβάσω όποια δούμε. Όταν αυτή η γυναίκα σου ζητά κάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγεις. Πρέπει να της διάβασα το μισό Λευκό Πύργο, αλλά πάντα θέλει άλλη μια επίδειξη. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένα πρόσχημα για να φύγω, και να το». Το πρόσωπο της είχε μια αποφασισμένη έκφραση, που δεν επέτρεπε αντιλογίες.

Η Εγκουέν αναρωτήθηκε γιατί η Μιν ήταν τόσο αποφασισμένη να φύγει μαζί τους, αντί να φύγει απλώς μόνη της, αλλά, πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, η Ηλαίην είπε, «Έρχομαι κι εγώ».

«Ηλαίην», είπε η Νυνάβε γλυκά. «Η Εγκουέν κι εγώ είμαστε συγχωριανοί των παιδιών, από το Πεδίο του Έμοντ. Εσύ είσαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Αν εξαφανιστείς από το Λευκό Πύργο, τι να πω, αυτό ίσως — ίσως δώσει αφορμή για πόλεμο».

«Η μητέρα δεν θα άρχιζε πόλεμο με την Ταρ Βάλον ακόμα κι αν με έγδερναν και με αλάτιζαν, κάτι που ίσως θέλουν να κάνουν. Αν εσείς οι τρεις μπορείτε να φύγετε και να ζήσετε μια περιπέτεια, μην νομίζετε ότι εγώ θα μείνω εδώ να πλένω πιάτα, να σφουγγαρίζω πατώματα, και να ακούω μια Άες Σεντάι να μου τα ψέλνει επειδή δεν έκανα τη φωτιά ακριβώς στην απόχρωση του γαλάζιου που ήθελε. Ο Γκάγουιν θα πεθάνει από ζήλια όταν το μάθει». Η Ηλαίην χαμογέλασε πλατιά και τράβηξε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά της Εγκουέν. «Εκτός αυτού, αν αφήσεις τον Ραντ να τριγυρνά ελεύθερος, ίσως τον μαζέψω εγώ».

«Νομίζω πως ούτε η μια ούτε η άλλη δεν θα τον αποκτήσουμε», είπε λυπημένα η Εγκουέν.

«Τότε θα βρούμε εκείνη που θα διαλέξει, και θα της κάνουμε τη ζωή μαρτύριο. Αλλά δεν μπορεί να είναι τόσο βλάκας, που να διαλέξει κάποια άλλη τη στιγμή που μπορεί να έχει μια από μας. Έλα, χαμογέλα, Εγκουέν. Ξέρω ότι είναι δικός σου. Απλώς νιώθω» —δίστασε, ψάχνοντας για την κατάλληλη λέξη— «ελεύθερη. Ποτέ δεν έχω ζήσει περιπέτεια. Πάω στοίχημα ότι, όταν θα ζούμε την περιπέτεια, ούτε εγώ ούτε εσύ θα κλαίμε κάθε νύχτα. Κι αν κλάψουμε, θα φροντίσουμε να μείνει αυτό το σημείο έξω από την ιστορία που θα λένε οι βάρδοι».

«Αυτά είναι βλακείες», είπε η Νυνάβε. «Πάμε στο Τόμαν Χεντ. Άκουσες τα νέα, και τις φήμες. Θα είναι επικίνδυνα. Πρέπει να μείνεις εδώ».

«Άκουσα τι είπε η Λίαντριν για το — το Μαύρο Άτζα». Η φωνή της Ηλαίην χαμήλωσε, έγινε ψίθυρος για να πει το όνομα. «Πόσο ασφαλής θα είμαι εδώ, αν είναι κι αυτές εδώ; Αν η μητέρα υποψιαζόταν έστω ότι το Μαύρο Άτζα υπάρχει στ’ αλήθεια, ακόμα και στη μάχη θα με έριχνε για να με γλιτώσει απ’ αυτό».

«Μα, Ηλαίην—»

«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να με εμποδίσεις να έρθω. Κι αυτός είναι να το πεις στην Κυρά των Μαθητευομένων. Θα είμαστε ωραίο θέαμα, παραταγμένες και οι τρεις εκεί στο γραφείο της. Και οι τέσσερις. Δεν νομίζω να γλιτώσει η Μιν. Έτσι, αφού δεν πρόκειται να το πεις στη Σέριαμ Σεντάι, έρχομαι κι εγώ».

Η Νυνάβε σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Μήπως μπορείς εσύ να την πείσεις», είπε στη Μιν.

Η Μιν έγερνε στην πόρτα, κοιτώντας την Ηλαίην με μισόκλειστα μάτια, και κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω ότι πρέπει να έρθει όσο κι εσείς. Όσο κι εμείς. Τώρα βλέπω πιο καθαρά τον κίνδυνο γύρω σας. Όχι τόσο που να το διακρίνω, αλλά νομίζω ότι έχει κάποια σχέση με το ότι αποφασίσατε να πάτε. Γι’ αυτό είναι πιο καθαρός· επειδή είναι πιο σίγουρος».

«Δεν υπάρχει λόγος να έρθει κι αυτή», είπε η Νυνάβε, αλλά η Μιν κούνησε πάλι τη κεφάλι.

«Είναι συνδεμένη με — με κείνα τα αγόρια όσο κι εσύ, κι η Εγκουέν, κι εγώ. Είναι μέρος όλων αυτών, Νυνάβε, ό,τι κι αν είναι. Φαντάζομαι ότι μια Άες Σεντάι θα ’λεγε ότι είναι μέρος του Σχήματος».

Η Ηλαίην έδειξε έκπληξη, αλλά και ενδιαφέρον, επίσης. «Ναι; Τι μέρος, Μιν;»

«Δεν διακρίνω καθαρά». Η Μιν κοίταζε το πάτωμα. «Μερικές φορές εύχομαι να μην μπορούσα καθόλου να διαβάζω τους ανθρώπους. Στο κάτω-κάτω, οι πιο πολλοί δεν είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτά που βλέπω».

«Αν είναι να πάμε όλες», είπε η Νυνάβε, «τότε καλά θα κάνουμε να ετοιμαστούμε». Όσο κι αν διαφωνούσε πριν, από τη στιγμή που αποφάσιζαν τι θα έκαναν η Νυνάβε πάντα έστρεφε την προσοχή της στα πρακτικά θέματα: τι έπρεπε να πάρουν μαζί τους, πόσο κρύο θα έκανε όταν θα έφταναν στο Τόμαν Χεντ, πώς θα έπαιρναν τα άλογα από τους στάβλους χωρίς να τις σταματήσουν.

Ακούγοντάς την, η Εγκουέν άθελά της αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο κίνδυνος που έβλεπε η Μιν πάνω τους, και ποιος ο κίνδυνος που απειλούσε τον Ραντ. Ήξερε έναν μόνο κίνδυνο που μπορεί να τον απειλούσε, κι ένιωθε παγωνιά μέσα της. Κουράγιο, Ραντ. Κουράγιο, χοντροκέφαλε. Θα βρω τρόπο να σε βοηθήσω.

Загрузка...