31 Ακολουθώντας τη Μυρωδιά

Ο Ραντ δεν κατάλαβε ότι ήταν εκεί και η Βέριν, παρά μόνο όταν η Άες Σεντάι έπιασε το πρόσωπο του με τα χέρια της. Για μια στιγμή, είδε ανησυχία στο πρόσωπο της, ίσως ακόμα και φόβο, και ύστερα, ξαφνικά, ένιωσε σαν να τον είχαν λούσει με παγωμένο νερό, όχι την υγρασία, αλλά τα τσιμπηματάκια. Ανατρίχιασε απότομα και σταμάτησε να γελά· εκείνη τον άφησε και έσκυψε πάνω από τον Χούριν. Η Αναγνώστρια την παρακολουθούσε με προσοχή. Το ίδιο και ο Ραντ. Τι κάνει εκεί; Λες και δεν ξέρω.

«Πού πήγατε;» ζήτησε να μάθει ο Ματ βραχνά. «Εξαφανιστήκατε, και τώρα είστε στην Καιρχίν πριν από μας. Λόιαλ;» Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους αβέβαια, και κοίταζε το πλήθος, ενώ τα αυτιά του τινάζονταν. Ο μισός κόσμος εκεί είχε αφήσει τη φωτιά και είχε γυρίσει για να βλέπει τους νεοφερμένους. Μερικοί πλησίαζαν κοντά για να ακούσουν.

Ο Ραντ πήρε το χέρι του Πέριν για να σηκωθεί. «Πώς βρήκατε το πανδοχείο;» Έριξε μια ματιά στη Βέριν, που ήταν γονατισμένη με τα χέρια στο κεφάλι του μυριστή. «Αυτή;»

«Κατά έναν τρόπο», είπε ο Πέριν. «Οι φρουροί της πύλης ήθελαν τα ονόματά μας, και ένας τύπος που έβγαινε από το φυλάκιο τινάχτηκε, όταν άκουσε το όνομα του Ίνγκταρ. Είπε ότι δεν το ήξερε, αλλά είχε ένα χαμόγελο, που φώναζε από μακριά ότι έλεγε ψέματα».

«Νομίζω ότι ξέρω ποιον εννοείς», είπε ο Ραντ. «Πάντα έτσι χαμογελά».

«Η Βέριν του έδειξε το δαχτυλίδι της», συνέχισε ο Ματ, «και ψιθύρισε στο αυτί του». Η όψη και η φωνή του έδειχναν ότι ήταν άρρωστος, τα μάγουλά του ήταν αναψοκοκκινισμένα και το δέρμα τεντωμένο, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει. Ο Ραντ δεν είχε προσέξει άλλη φορά τα ζυγωματικά του. «Δεν άκουγα τι του έλεγε, αλλά αυτός φαινόταν έτοιμος να καταπιεί τη γλώσσα του, ή να του πεταχτούν τα μάτια από το κεφάλι. Από τη μια στιγμή στην άλλη, τσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει. Μας είπε ότι μας περιμένατε, πού μένατε. Προσφέρθηκε να μας οδηγήσει ο ίδιος, αλλά ανακουφίστηκε όταν η Βέριν του είπε όχι». Ξεφύσηξε. «Άρχοντα Ραντ του Οίκου αλ’Θορ».

«Είναι μεγάλη ιστορία, δεν προλαβαίνω να την εξηγήσω τώρα», είπε ο Ραντ. «Πού είναι ο Ούνο και οι υπόλοιποι; Θα τους χρειαστούμε».

«Στα Προπύλαια». Ο Ματ τον κοίταξε συνοφρυωμένος και συνέχισε αργά. «Ο Ούνο είπε ότι θα προτιμούσαν να μείνουν εκεί παρά να περάσουν τα τείχη. Απ’ ό,τι βλέπω, θα προτιμούσα να ’μενα μαζί τους. Ραντ, γιατί θα χρειαστούμε τον Ούνο. Μήπως βρήκες... εκείνους;»

Ο Ραντ ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν η στιγμή την οποία απέφευγε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τον φίλο του κατάματα. «Ματ, είχα το εγχειρίδιο και το έχασα. Το ξαναπήραν οι Σκοτεινόφιλοι». Άκουσε κοφτές κραυγές έκπληξης από τους Καιρχινούς που άκουγαν, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ας έπαιζαν το Μεγάλο Παιχνίδι τους, αν ήθελαν, αλλά είχε έρθει ο Ίνγκταρ, και ο ίδιος επιτέλους είχε τελειώσει απ’ αυτά. «Όμως δεν μπορεί να πήγαν μακριά».

Ο Ίνγκταρ είχε μείνει σιωπηλός, αλλά τώρα έκανε μπροστά και έσφιξε το μπράτσο του Ραντ. «Το είχες; Και το» —κοίταξε τους θεατές τριγύρω— «το άλλο;»

«Το ξαναπήραν κι αυτό», είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ. Ο Ίνγκταρ βρόντηξε τη γροθιά του στην παλάμη του και γύρισε να απομακρυνθεί· μερικοί Καιρχινοί, μπροστά στο βλέμμα του, έκαναν πίσω.

Ο Ματ μάσησε το χείλος του και μετά κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήξερα ότι είχε βρεθεί, έτσι δεν νιώθω σαν να το ξανάχασα. Απλώς είναι ακόμα χαμένο». Ήταν φανερό ότι μιλούσε για το εγχειρίδιο, όχι για το Κέρας του Βαλίρ. «Θα το ξαναβρούμε. Τώρα έχουμε δύο μυριστές, είναι κι ο Πέριν τέτοιος. Ακολούθησε τα ίχνη μέχρι τα Προπύλαια, όταν εξαφανίστηκες με τον Χούριν και τον Λόιαλ. Νόμιζα ότι το είχες σκάσει... ε, ξέρεις τι θέλω να πω. Πού πήγατε; Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς βρεθήκατε τόσο μπροστά μας. Ο άλλος είπε ότι είστε μέρες εδώ».

Ο Ραντ έριξε μια ματιά στον Πέριν -Είναι μυριστής;— και είδε ότι κι ο Πέριν επίσης τον κοίταζε εξεταστικά. Του φάνηκε πως ο Πέριν μουρμούρισε κάτι. Σκιοφονιάς; Μάλλον λάθος άκουσα. Το κίτρινο βλέμμα του Πέριν, για μια στιγμή, αιχμαλώτισε το δικό του, φάνηκε να κρατά τα μυστικά του Ραντ. Σκέφτηκε πως ήταν όλα παιχνίδια της φαντασίας του -Δεν τρελάθηκα. Ακόμα δεν τρελάθηκα— και τράβηξε το βλέμμα αλλού.

Η Βέριν βοηθούσε να σηκωθεί ο Χούριν, που τα πόδια του ακόμα έτρεμαν. «Νιώθω περδίκι», της έλεγε αυτός. «Ακόμα είμαι λιγάκι κουρασμένος, αλλά...» Η φωνή του έσβησε, κι έδειξε να βλέπει για πρώτη φορά τη Βέριν και να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί.

«Η κούραση θα κρατήσει μερικές ώρες», του είπε αυτή. «Το σώμα πρέπει να μοχθήσει για να θεραπευθεί γρήγορα».

Η Καιρχινή Αναγνώστρια σηκώθηκε. «Άες Σεντάι;» είπε με απαλή φωνή. Η Βέριν έγειρε το κεφάλι και η Αναγνώστρια έκανε ελαφρά υπόκλιση.

Μέσα στην ησυχία που είχε πέσει, οι λέξεις Άες Σεντάι έτρεξαν στο πλήθος, σε τόνους που κυμαίνονταν από το δέος ως το φόβο και την οργή. Τώρα όλοι τους παρακολουθούσαν —ακόμα και ο Κουάλε δεν έδινε σημασία στο πανδοχείο του που καιγόταν— και ο Ραντ σκέφτηκε πως ίσως καλά θα ’καναν να δείξουν λίγη επιφυλακτικότητα.

«Έχετε δωμάτια εδώ;» ρώτησε. «Πρέπει να μιλήσουμε, κι εδώ δεν γίνεται».

«Καλή ιδέα», είπε η Βέριν. «Είχα μείνει κάποτε στο Μεγάλο Δέντρο. Θα πάμε εκεί».

Ο Λόιαλ πήγε να φέρει τα άλογα —τώρα η στέγη του πανδοχείου είχε καταρρεύσει όλη, αλλά οι στάβλοι είχαν μείνει ανέπαφοι— και σύντομα βρέθηκαν να προχωρούν στους δρόμους, όλοι καβάλα εκτός από τον Λόιαλ, που ισχυριζόταν ότι είχε ξανασυνηθίσει στο περπάτημα. Ο Πέριν κρατούσε το σχοινί των φορτωμένων υποζυγίων που είχαν φέρει στο νότο.

«Χούριν», είπε ο Ραντ, «πότε θα ξαναείσαι έτοιμος να ακολουθήσεις τη μυρωδιά τους; Μπορείς να την ακολουθήσεις; Εκείνοι που σε χτύπησαν και έβαλαν τη φωτιά άφησαν ίχνη, σωστά;»

«Μπορώ να την ακολουθήσω τώρα, Άρχοντά μου. Και μπορούσα να τους μυρίσω στο δρόμο. Όμως δεν θα κρατήσει πολύ. Δεν ήταν Τρόλοκ και δεν σκότωσαν κανέναν. Ήταν απλώς άνθρωποι, Άρχοντά μου. Σκοτεινόφιλοι, φαντάζομαι, αλλά δεν μπορείς να είσαι πάντα σίγουρος μόνο με τη μυρωδιά. Μια μέρα, ίσως, πριν σβήσει».

«Ραντ, νομίζω ότι ούτε αυτοί μπορούν να ανοίξουν το κιβώτιο», είπε ο Λόιαλ, «αλλιώς θα έπαιρναν μόνο το Κέρας. Θα ήταν ευκολότερο να το πάρουν μόνο αυτό, αν μπορούσαν, παρά ολόκληρο το κιβώτιο».

Ο Ραντ ένευσε. «Θα πρέπει να το φόρτωσαν σε κάρο, ή σε άλογο. Όταν περάσουν τα Προπύλαια, θα ξαναβρούν τους Τρόλοκ, αυτό είναι βέβαιο. Θα μπορέσεις να ακολουθήσεις εκείνη τη διαδρομή, Χούριν».

«Μάλιστα, Άρχοντά μου».

«Αναπαύσου λοιπόν για να συνέλθεις», του είπε ο Ραντ. Ο μυριστής φαινόταν να έχει καλυτερέψει κάπως, αλλά ίππευε καμπουριασμένος και το πρόσωπο του έδειχνε κούραση. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα είναι λίγες μόνο ώρες μπροστά μας. Αν κάνουμε γρήγορα...» Ξαφνικά πρόσεξε ότι όλοι οι άλλοι τον κοίταζαν, η Βέριν και ο Ίνγκταρ, ο Ματ και ο Πέριν. Κατάλαβε τι έκανε και κοκκίνισε. «Λυπάμαι, Ίνγκταρ. Μάλλον συνήθισα να είμαι επικεφαλής. Δεν πάω να σου πάρω τη θέση».

Ο Ίνγκταρ ένευσε αργά. «Η Μουαραίν έκανε καλή επιλογή, όταν έβαλε τον Άγκελμαρ να σε κάνει υπαρχηγό μου. Ίσως θα ήταν καλύτερα, αν η Έδρα της Άμερλιν σου είχε δώσει το γενικό πρόσταγμα». Ο Σιναρανός γέλασε κοφτά. «Τουλάχιστον κατόρθωσες να αγγίξεις το Κέρας».

Συνέχισαν το δρόμο τους σιωπηλοί.

Το Μεγάλο Δέντρο έμοιαζε ίδιο κι απαράλλαχτο με τον Υπερασπιστή του Δρακότειχους· ήταν ένας ψηλός, πέτρινος κύβος, με κοινή αίθουσα που είχε καλύμματα από σκούρο ξύλο και διακοσμητικά από ασήμι, μ’ ένα μεγάλο, γυαλισμένο ρολόι στην κορνίζα του τζακιού. Η πανδοχέας θα μπορούσε να ήταν αδελφή του Κουάλε. Η Κυρά Τιέντρα είχε την ίδια παχουλή όψη και το ίδιο δουλοπρεπές φέρσιμο • και το ίδιο κοφτερό βλέμμα, ενώ έδινε την ίδια εντύπωση ότι άκουγε τι υπήρχε πίσω από τις λέξεις που πρόφερες. Αλλά η Τιέντρα ήξερε τη Βέριν και καλωσόρισε την Άες Σεντάι μ’ ένα ζεστό χαμόγελο· δεν είπε για Άες Σεντάι, αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι ήξερε.

Η Τιέντρα και ένα σμάρι υπηρετών φρόντισαν τα άλογά τους και τους έδειξαν τα δωμάτιά τους. Ο Ραντ είχε ένα ωραίο δωμάτιο, σαν το άλλο που είχε καεί, αλλά πιο πολύ τον ενδιέφερε η μεγάλη χάλκινη μπανιέρα που έφεραν δυο άνδρες, περνώντας τη με κόπο από την πόρτα, και οι αχνιστοί κουβάδες με το νερό που έφεραν οι υπηρέτριες από την κουζίνα. Μια ματιά στον καθρέφτη πάνω από το νιπτήρα του έδειξε ένα πρόσωπο που ήταν σαν να το είχαν τρίψει με καρβουνόσκονη, και το πανωφόρι του είχε μαύρες κηλίδες πάνω στο κόκκινο μαλλί.

Γδύθηκε και χώθηκε στη μπανιέρα, αλλά ενώ πλενόταν σκεφτόταν κιόλας. Η Βέριν ήταν εκεί. Μια από τις τρεις Άες Σεντάι, για τις οποίες μπορούσε να είναι βέβαιος πως δεν θα δοκίμαζαν να τον ειρηνέψουν μόνες τους, ή να τον παραδώσουν σε κείνες που θα το έκαναν. Ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. Μια από τις τρεις που ήθελαν να τον κάνουν να πιστέψει ότι ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας, να τον χρησιμοποιήσουν σαν ψεύτικο Δράκοντα. Η Βέριν είναι τα μάτια της Μουαραίν που με κοπάζουν, το βλέμμα της Μουαραίν, που θέλει να τραβήξει τα νήματά μου. Αλλά εγώ τα έχω κόψει.

Είχαν ανεβάσει τα σακίδιά του και ένα δέμα από τα φορτωμένα άλογα το οποίο περιείχε καθαρά ρούχα. Σκουπίστηκε και άνοιξε το δέμα — και αναστέναξε. Είχε ξεχάσει ότι και τα άλλα δύο πανωφόρια ήταν φανταχτερά, σαν εκείνο που είχε πετάξει στη ράχη της καρέκλας για να το καθαρίσει η υπηρέτρια. Μετά από μια παύση, διάλεξε το μαύρο, που ταίριαζε με τη διάθεσή του. Ασημένιοι ερωδιοί στέκονταν στο ψηλό κολάρο και ασημένια ποταμάκια κυλούσαν στα μανίκια του, νερό που χτυπούσε τραχιά βράχια και άφριζε.

Παίρνοντας τα πράγματά του από το παλιό πανωφόρι στο καινούργιο, βρήκε τις περγαμηνές. Έχωσε αφηρημένα τις προσκλήσεις στην τσέπη του, ενώ μελετούσε το δύο γράμματα της Σελήνης. Αναρωτήθηκε πώς είχε φανεί τόσο ανόητος. Εκείνη ήταν η μικρή και όμορφη κόρη ενός ευγενούς Οίκου. Αυτός ήταν ένας βοσκός, τον οποίο προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν οι Άες Σεντάι, ένας άνδρας καταδικασμένος να τρελαθεί, αν δεν πέθαινε πρώτα. Αλλά ακόμα ένιωθε την έλξη της, καθώς κοίταζε τη γραφή της, σχεδόν μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της.

«Είμαι βοσκός», είπε στα γράμματα, «όχι κάποιος σπουδαίος άνθρωπος και, αν μπορούσα να παντρευτώ κάποια, αυτή θα ήταν η Εγκουέν, μα εκείνη θέλει να γίνει Άες Σεντάι, και πώς μπορώ να παντρευτώ οποιαδήποτε γυναίκα, να αγαπήσω οποιαδήποτε γυναίκα, αφού θα τρελαθώ και ίσως τη σκοτώσω;»

Οι λέξεις όμως δεν μπορούσαν να διώξουν την ανάμνηση της ομορφιάς της Σελήνης, του τρόπου που έκανε το αίμα του να καίει με μια ματιά της. Του φαινόταν σχεδόν πως ήταν εκεί στο δωμάτιο μαζί του, ότι μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της, τόσο έντονα που κοίταξε γύρω του, και γέλασε όταν είδε ότι ήταν μόνος.

«Η φαντασία μου παίζει παιχνίδια, σαν να μου σάλεψε κιόλας», μουρμούρισε.

Απότομα, έγειρε πίσω το λαμπόγυαλο της λάμπας, που ήταν στο τραπεζάκι κοντά στο κρεβάτι, την άναψε, κι άγγιξε τα γράμματα στη φλόγα. Έξω από το πανδοχείο, ο άνεμος δυνάμωσε και μούγκρισε, τρύπωσε από τα παντζούρια και φύσηξε τις φλόγες για να καταπιούν την περγαμηνή. Ο Ραντ πέταξε βιαστικά τα γράμματα στις κρύες στάχτες του τζακιού, λίγο πριν η φωτιά αγγίξει τα δάχτυλά του. Περίμενε να σβήσουν και τα αποκαΐδια και να χαθεί ο καπνός, πριν ζωστεί το σπαθί του και βγει από το δωμάτιο.


Η Βέριν είχε πάρει μια ιδιωτική τραπεζαρία, στην οποία τα ράφια των σκούρων τοίχων είχαν ακόμα περισσότερα ασημικά απ’ όσα είχε η κοινή αίθουσα. Ο Ματ πετούσε στον αέρα τρία βραστά αυγά σαν μπαλάκια και προσπαθούσε να φανεί απαθής. Ο Ίνγκταρ κοίταζε το σβησμένο τζάκι, με τα φρύδια σμιγμένα. Ο Λόιαλ είχε ακόμα στις τσέπες του μερικά βιβλία από το Φαλ Ντάρα, και διάβαζε ένα κάτω από μια λάμπα.

Ο Πέριν καθόταν καμπουριασμένος στο τραπέζι και περιεργαζόταν τα χέρια του, που έσφιγγαν την άκρη του τραπεζιού. Για τη δική του όσφρηση, το δωμάτιο μύριζε το κερί που είχαν χρησιμοποιήσει για να γυαλίσουν τη επένδυση των τοίχων. Αυτός ήταν, σκέφτηκε. Ο Ραντ είναι ο Σκιοφονιάς. Φως μου, τι μας συμβαίνει; Τα χέρια του σφίχτηκαν γροθιές, μεγάλα, γεμάτα γωνίες. Αυτά τα χέρια προορίζονταν για το σφυρί του σιδερά, όχι για τον πέλεκυ.

Σήκωσε το βλέμμα, καθώς έμπαινε μέσα ο Ραντ. Του φάνηκε ότι ο Ραντ έδειχνε αποφασισμένος, σαν να είχε σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις τους. Η Άες Σεντάι έκανε νόημα στον Ραντ να καθίσει σε μια πολυθρόνα με ψηλή ράχη απέναντί της.

«Τι κάνει ο Χούριν;» τη ρώτησε ο Ραντ, μετατοπίζοντας το σπαθί του για να καθίσει. «Ξεκουράζεται;»

«Επέμεινε να βγει έξω», απάντησε ο Ίνγκταρ. «Του είπα να ακολουθήσει τα ίχνη μόνο μέχρι να μυρίσει Τρόλοκ. Μπορούμε αύριο να τα ακολουθήσουμε από κει. Ή θέλεις να πάμε απόψε;»

«Ίνγκταρ», είπε άβολα ο Ραντ, «πραγματικά δεν ήθελα να αναλάβω την αρχηγία. Απλώς δεν το σκέφτηκα». Αλλά δεν ήταν τόσο νευρικός όσο θα ήταν κάποτε, σκέφτηκε ο Πέριν. Σκιοφονιάς. Όλοι αλλάζουμε.

Ο Ίνγκταρ δεν απάντησε, αλλά συνέχισε να κοιτάζει το τζάκι.

«Υπάρχουν μερικά πράγματα που μου δημιουργούν μεγάλο ενδιαφέρον, Ραντ», είπε ήρεμα η Βέριν. «Το ένα είναι πώς εξαφανίστηκες από το στρατόπεδο του Ίνγκταρ χωρίς ίχνος. Ένα άλλο είναι πώς έφτασες στην Καιρχίν μια βδομάδα πριν από μας. Εκείνος ο υπάλληλος ήταν σαφής σ’ αυτό. Μόνο πετώντας θα το κατάφερνες».

Ένα από τα αυγά του Ματ έπεσε στο πάτωμα και έσπασε. Δεν το κοίταζε όμως. Έβλεπε τον Ραντ και ο Ίνγκταρ είχε γυρίσει προς αυτόν. Ο Λόιαλ προσποιόταν πως ακόμα διάβαζε, αλλά είχε πάρει ανήσυχη έκφραση και τα αυτιά του είχαν σηκωθεί και κατέληγαν σε τριχωτές, μυτερές άκρες.

Ο Πέριν κατάλαβε ότι και ο ίδιος είχε καρφώσει εκεί το βλέμμα του. «Ε, δεν πέταξε», είπε. «Δεν βλέπω φτερά. Μπορεί να έχει σημαντικότερα πράγματα να μας πει». Η Βέριν έστρεψε την προσοχή της πάνω του, μονάχα για μια στιγμή. Κατόρθωσε να της αντιγυρίσει το βλέμμα, αλλά αυτός πρώτος το τράβηξε αλλού. Άες Σεντάι. Φως μου, γιατί ήμασταν τόσο βλάκες που ακολουθήσαμε μια Άες Σεντάι; Ο Ραντ του έριξε μια ματιά γεμάτη ευγνωμοσύνη και ο Πέριν του χαμογέλασε. Δεν ήταν ο παλιός Ραντ —έμοιαζε να έχει επηρεαστεί από κείνο το φανταχτερό πανωφόρι· τώρα του ταίριαζε πάνω του— αλλά ήταν ακόμα το παιδί μαζί με το οποίο είχε μεγαλώσει ο Πέριν. Σκιοφονιάς. Ένας άνθρωπος τον οποίο οι λύκοι κοιτάζουν με δέος. Ένας άνδρας που μπορεί να διαβιβάσει.

«Δεν με πειράζει», είπε ο Ραντ, και είπε την ιστορία του απλά.

Ο Πέριν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Διαβατικές Λίθοι. Άλλοι κόσμοι, όπου η γη έμοιαζε να πεταρίζει. Ο Χούριν, που ακολουθούσε τα ίχνη της μελλοντικής πορείας των Σκοτεινόφιλων. Και μια όμορφη γυναίκα σε κίνδυνο, σαν σε ιστορία βάρδου.

Ο Ματ άφησε ένα μακρύ, χαμηλό σφύριγμα. «Και σας έφερε πίσω; Μ’ αυτές τις — τις Διαβατικές Λίθους;»

Ο Ραντ δίστασε για μια στιγμή. «Πρέπει», είπε. «Όπως βλέπετε λοιπόν, έτσι σας προσπεράσαμε και φτάσαμε τόσο μακριά. Όταν ήρθε ο Φάιν, ο Λόιαλ και εγώ καταφέραμε να ξανακλέψουμε το Κέρας του Βαλίρ μέσα στη νύχτα και ήρθαμε στην Καιρχίν, επειδή μας φάνηκε ότι δεν θα καταφέρναμε να τους αποφύγουμε τώρα που είχαν ξεσηκωθεί, και ήξερα ότι ο Ίνγκταρ θα συνέχιζε να του ακολουθεί προς το νότο και τελικά θα έφτανε στην Καιρχίν».

Σκιοφονιάς. Ο Ραντ τον κοίταξε στενεύοντας τα μάπα και ο Πέριν κατάλαβε ότι είχε πει το όνομα φωναχτά. Προφανώς όμως δεν είχε μιλήσει πολύ δυνατά, γιατί οι άλλοι φαίνονταν να μην έχουν ακούσει. Κανένας άλλος δεν τον κοίταζε. Ένιωσε ότι ήθελε να πει στον Ραντ για τους λύκους. Ξέρω τα δικά σου. Είναι δίκαιο να μάθεις να δικά μου. Αλλά ήταν και η Βέριν. Δεν μπορούσε να μιλήσει μπροστά της.

«Ενδιαφέρον», είπε η Άες Σεντάι, με μια σκεφτική έκφραση. «Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω αυτή την κοπέλα. Αν μπορεί να χρησιμοποιήσει Διαβατικές Λίθους,.. Ακόμα και η ονομασία τους δεν είναι πολύ γνωστή». Έκανε μια απότομη κίνηση. «Τέλος πάντων, αυτό είναι για άλλη φορά. Δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε μια ψηλή κοπέλα στους Καιρχινούς Οίκους. Α, έρχεται το φαγητό μας».

Ο Πέριν μύρισε το αρνάκι πριν ακόμα έρθει η Κυρά Τιέντρα, οδηγώντας μια πομπή υπηρετών που κουβαλούσαν δίσκους με φαγητά. Το στομάχι του γέμισε σάλια, πιο πολύ για το αρνάκι παρά για τα μπιζέλια και τα κολοκυθάκια, τα καρότα και το λάχανο που τα συνόδευαν, ή για τα καυτά, τραγανά ψωμάκια. Ακόμα του άρεσαν τα λαχανικά, αλλά μερικές φορές, τώρα τελευταία, ονειρευόταν κόκκινο κρέας. Συνήθως ούτε καν μαγειρεμένο. Ένιωσε άβολα, όταν έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται ότι οι ωραίες ροδαλές φέτες του αρνιού που έκοβε η πανδοχέας ήταν υπερβολικά καλοψημένες. Πήρε με αποφασιστικότητα απ’ όλα τα φαγητά. Και διπλή μερίδα αρνί.

Το δείπνο τους ήταν ήσυχο, καθώς όλοι ήταν απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Για τον Πέριν, ο Ματ που έτρωγε ήταν οδυνηρό θέαμα. Η όρεξή του ήταν ακόρεστη όπως πάντα, παρά τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά του, και έτσι όπως καταβρόχθιζε το φαγητό έμοιαζε σαν να ήταν το τελευταίο του γεύμα πριν πεθάνει. Ο Πέριν κοίταζε όσο μπορούσε περισσότερο στο πιάτο του, κι ευχόταν να μην είχαν φύγει ποτέ από το Πεδίο του Έμοντ.

Όταν οι υπηρέτριες καθάρισαν το τραπέζι και ξανάφυγαν, η Βέριν επέμεινε να μείνουν μαζί μέχρι την επιστροφή του Χούριν. «Ίσως φέρει νέα που θα μας αναγκάσουν να φύγουμε αμέσως».

Ο Ματ καταπιάστηκε πάλι με τα ταχυδακτυλουργικά και ο Λόιαλ με το διάβασμα. Ο Ραντ ρώτησε την πανδοχέα αν υπήρχαν άλλα βιβλία, και εκείνη του έφερε Τα Ταξίδια του Τζάιν του Γοργοπόδαρου. Του Πέριν του άρεσε αυτό το βιβλίο, με τις ιστορίες των περιπετειών ανάμεσα στους Θαλασσινούς και τα ταξιδιών σε χώρες πέρα από την Ερημιά των Αελιτών, απ’ όπου έφερναν το μετάξι. Όμως δεν είχε διάθεση για διάβασμα, κι έτσι έστησε έναν άβακα λίθων στο τραπέζι με τον Ίνγκταρ. Ο Σιναρανός έπαιζε με ορμή και αποκοτιά. Ο Πέριν πάντα έπαιζε πεισματικά και πάντα ήταν απρόθυμος να υποχωρήσει, αλλά τώρα κινούσε τους λίθους αψήφιστα όσο ο Ίνγκταρ. Οι περισσότερες παρτίδες κατέληξαν σε ισοπαλία, αλλά είχε καταφέρει να ισοφαρίσει στις νίκες τον Ίνγκταρ. Ο Σιναρανός τον κοίταζε με περισσότερο σεβασμό νωρίς το βραδάκι, όταν επέστρεψε ο μυριστής.

Το πλατύ χαμόγελο του Χούριν ήταν ταυτόχρονα θριαμβευτικό και μπερδεμένο. «Τους βρήκα, Άρχοντα Ίνγκταρ. Άρχοντα Ραντ. Ακολούθησα τα ίχνη που οδηγούν στο λημέρι τους».

«Λημέρι;» είπε κοφτά ο Ίνγκταρ. «Εννοείς ότι κρύβονται κάπου κοντά;»

«Μάλιστα, Άρχοντα Ίνγκταρ. Ακολούθησα ως εκεί αυτούς που πήραν το Κέρας, και υπήρχε οσμή Τρόλοκ σ’ όλο εκείνο το μέρος, αν και κρύβονταν, σαν να μην τολμούσαν να φανούν, ούτε ακόμα και κει. Και δεν είναι παράξενο». Ο μυριστής πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είναι το μεγάλο μέγαρο του Άρχοντα Μπαρτέηνς, που μόλις τελείωσε η κατασκευή του».

«Του Άρχοντα Μπαρτέηνς!» αναφώνησε ο Ίνγκταρ. “Μα αυτός... αυτός... είναι...»

«Υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι, τόσο μεταξύ των ισχυρών όσο και μεταξύ των ταπεινών», είπε η Βέριν ήρεμα. «Οι ισχυροί δίνουν τις ψυχές τους στη Σκιά εξίσου συχνά με τους ταπεινούς». Ο Ίνγκταρ κατσούφιασε, σαν να μην ήθελε να βάλει στο νου του τέτοιο πράγμα.

«Υπάρχουν σκοποί», συνέχισε ο Χούριν. «Δεν μπαίνουμε μέσα με είκοσι άνδρες, αν θέλουμε να ξαναβγούμε. Εκατό κάτι θα έκαναν, αλλά με δύο θα ήταν καλύτερα. Έτσι νομίζω, Άρχοντά μου».

«Κι ο Βασιλιάς;» ρώτησε να μάθει ο Ματ. «Αν αυτός ο Μπαρτέηνς είναι Σκοτεινόφιλος, τότε ο Βασιλιάς θα μας βοηθήσει».

«Είμαι σίγουρη», είπε ξερά η Βέριν, «ότι ο Γκάλντριαν Ριάτιν θα στρεφόταν εναντίον του Μπαρτέηνς Ντέημοντρεντ ακόμα και με τη φήμη ότι ο Μπαρτέηνς είναι Σκοτεινόφιλος, και θα χαιρόταν για το πρόσχημα. Επίσης είμαι σίγουρη ότι ο Γκάλντριαν δεν θα άφηνε το Κέρας του Βαλίρ από τα χέρια του, αν το αποκτούσε. Θα το έβγαζε τις γιορτές να το δείχνει στο λαό και να λέει πόσο σπουδαία και τρανή είναι η Καιρχίν, και κανείς ποτέ δεν θα το έβλεπε αλλού».

Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια, κατάπληκτος. «Μα, το Κέρας του Βαλίρ πρέπει να είναι εκεί που θα δοθεί η Τελευταία Μάχη. Δεν μπορεί να το κρατήσει έτσι».

«Δεν ξέρω πολλά για τους Καιρχινούς», του είπε ο Ίνγκταρ, «αλλά έχω ακούσει αρκετά για τον Γκάλντριαν. Θα μας δεξιωνόταν και θα μας ευχαριστούσε για τη δόξα που φέραμε στην Καιρχίν. Θα μας γέμιζε τις τσέπες χρυσάφι και θα μας απένειμε τιμές και αζιώματα. Και, αν προσπαθούσαμε να φύγουμε με το Κέρας, θα μας έκοβε το τιμημένο κεφάλι μας χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά».

Ο Πέριν πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Όσο μάθαινε για βασιλιάδες, τόσο λιγότερο τους συμπαθούσε.

«Και το εγχειρίδιο;» ρώτησε δαγκωμένα ο Ματ. «Δεν πιστεύω να το θέλει, ε;» Ο Ίνγκταρ τον αγριοκοίταζε, και εκείνος σάλεψε αμήχανα. «Ξέρω ότι το Κέρας είναι σημαντικό, αλλά εγώ δεν πρόκειται να πολεμήσω στην Τελευταία Μάχη. Αυτό το εγχειρίδιο...»

Η Βέριν ακούμπησε τα χέρια της στα μπράτσα της πολυθρόνας. «Ούτε και ο Γκάλντριαν θα το αποκτήσει. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι τρόπος να μπούμε στο μέγαρο του Μπαρτέηνς. Αν βρούμε το Κέρας, ίσως βρούμε τρόπο να το πάρουμε. Ναι, Ματ, και το εγχειρίδιο. Όταν γίνει γνωστό ότι υπάρχει μια Άες Σεντάι στην πόλη — ε, συνήθως αποφεύγω τέτοια πράγματα, αλλά, αν πω τυχαία στην Τιέντρα ότι θα ήθελα να δω το καινούργιο αρχοντικό του Μπαρτέηνς, μέσα σε μια-δυο μέρες θα πρέπει να μου έρθει πρόσκληση. Δεν θα δυσκολευτώ να πάρω μαζί μου μερικούς τουλάχιστον από σας. Τι είναι, Χούριν;»

Ο μυριστής ταλαντευόταν στις φτέρνες του από τη στιγμή που η Βέριν είχε πει για πρόσκληση. «Ο Άρχοντας Ραντ έχει ήδη πρόσκληση. Από τον Άρχοντα Μπαρτέηνς».

Ο Πέριν κοίταζε τον Ραντ, και δεν ήταν ο μόνος.

Ο Ραντ έβγαλε δυο σφραγισμένες περγαμηνές από την τσέπη του πανωφοριού του και τις έδωσε στην Άες Σεντάι δίχως να πει λέξη.

Ο Ίνγκταρ ήρθε να δει και να θαυμάσει τις σφραγίδες πάνω από τον ώμο της. «Ο Μπαρτέηνς, και... Και ο Γκάλντριαν! Ραντ, πού τις βρήκες; Τι έκανες αυτές τις μέρες;»

«Τίποτα», είπε ο Ραντ. «Δεν έκανα τίποτα. Απλώς μου τις έστειλαν». Ο Ίνγκταρ άφησε να βγει μια αργόσυρτη ανάσα. Ο Ματ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Ναι, απλώς τις έστειλαν», είπε ήσυχα ο Ραντ. Είχε μια αζιοπρέπεια πάνω του, που δεν τη Θυμόταν ο Πέριν· ο Ραντ κοίταζε την Άες Σεντάι και τον Σιναρανό άρχοντα σαν ίσους.

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Το πανωφόρι σου ταιριάζει. Όλοι αλλάζουμε.

«Ο Άρχοντας Ραντ έκαιγε τις άλλες», είπε ο Χούριν. «Κάθε μέρα έφταναν προσκλήσεις, και κάθε μέρα τις έκαιγε. Μέχρι που ήρθαν αυτές, φυσικά. Κάθε μέρα από πιο ισχυρούς Οίκους». Φαινόταν περήφανος.

«Ο Τροχός του Χρόνου μας υφαίνει όλους στο Σχήμα όπως το θέλει», είπε η Βέριν, κοιτάζοντας τις περγαμηνές, «αλλά, μερικές φορές, μας προσφέρει κάτι πριν μάθουμε ότι το χρειαζόμαστε».

Τσαλάκωσε αδιάφορα την πρόσκληση του Βασιλιά και την πέταξε στο τζάκι· έπεσε εκεί, λευκή πάνω στα κρύα κούτσουρα. Έσπασε το άλλο βουλοκέρι με τον αντίχειρά της και τη διάβασε. «Ναι. Ναι, αυτή μας κάνει μια χαρά».

«Πώς μπορώ να πάω;» τη ρώτησε ο Ραντ. «Θα καταλάβουν ότι δεν είμαι άρχοντας. Βοσκός είμαι, και αγρότης». Ο Ίνγκταρ έδειχνε δύσπιστος. «Μα είμαι, Ίνγκταρ. Σου το είπα». Ο Ίνγκταρ σήκωσε τους ώμους: και πάλι δεν φαινόταν να έχει πειστεί. Ο Χούριν κοίταζε τον Ραντ και ήταν ολοφάνερο ότι δεν το πίστευε.

Που να καώ, σκέφτηκε ο Πέριν, αν δεν τον ήξερα, ούτε εγώ θα το πίστευα. Ο Ματ κοίταζε τον Ραντ με το κεφάλι γερμένο, σμίγοντας τα φρύδια, σαν να έβλεπε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Τώρα το βλέπει κι αυτός. «Μπορείς να το κάνεις, Ραντ», είπε ο Πέριν. «Μπορείς».

Η Βέριν είπε, «Θα βοηθήσει αν δεν λες σε όλους τι δεν είσαι. Οι άνθρωποι βλέπουν αυτό που περιμένουν να δουν. Πέρα απ’ αυτό, κοίταζέ τους κατάματα και μίλα με ευθύτητα. Όπως μιλάς σε μένα», πρόσθεσε στεγνά, και τα μάγουλα του Ραντ κοκκίνισαν, μα δεν χαμήλωσε το βλέμμα του. «Δεν έχει σημασία τι λες. Ό,τι είναι αταίριαστο, θα το αποδώσουν στην ξενική καταγωγή σου. Επίσης θα βοηθήσει αν θυμάσαι τον τρόπο που φέρθηκες μπροστά στην Άμερλιν. Αν είσαι τόσο αλαζονικός, θα σε πιστέψουν ακόμα κι αν φοράς κουρέλια». Ο Ματ χαχάνισε.

Ο Ραντ σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Εντάξει. Θα το κάνω. Αλλά και πάλι πιστεύω ότι θα το καταλάβουν μέσα σε πέντε λεπτά από τη στιγμή που θα ανοίξω το στόμα μου. Πότε;»

«Ο Μπαρτέηνς σε έχει προσκαλέσει σε πέντε διαφορετικές ημερομηνίες, και μια είναι αύριο το βράδυ».

«Αύριο!» αναφώνησε ο Ίνγκταρ. «Αύριο το βράδυ μπορεί το Κέρας να είναι πενήντα μίλια πέρα από το ποτάμι, ή—»

Η Βέριν τον έκοψε. «Ο Ούνο και οι στρατιώτες σου μπορούν να παρακολουθούν το μέγαρο. Αν προσπαθήσουν να πάνε το Κέρας αλλού, εύκολα θα μπορέσουμε να τους ακολουθήσουμε, ίσως και να το πάρουμε πιο εύκολα απ’ όσο μέσα στο μέγαρο του Μπαρτέηνς».

«Ίσως», συμφώνησε μουτρωμένος ο Ίνγκταρ. «Απλώς δεν θέλω να περιμένω, τώρα που το Κέρας είναι σχεδόν στα χέρια μου. Θα το βρω. Πρέπει! Πρέπει!»

Ο Χούριν τον κοίταξε. «Μα, Άρχοντα Ίνγκταρ, δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος. Ό,τι γίνει, θα γίνει, κι ότι προορίζεται να συμβεί, θα—» Τον έκοψε το άγριο βλέμμα του Ίνγκταρ, αν και συνέχισε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, «Δεν είναι αυτός ο τρόπος, να μιλάμε για το τι ‘πρέπει’».

Ο Ίνγκταρ στράφηκε πάλι στην Άες Σεντάι μουδιασμένος. «Βέριν Σεντάι, οι Καιρχινοί τηρούν αυστηρά το πρωτόκολλο. Αν ο Ραντ δεν στείλει απάντηση, ο Μπαρτέηνς ίσως προσβληθεί, τόσο που να μην μας αφήσει να μπούμε, ακόμα και με την περγαμηνή στα χέρια μας. Αλλά, αν ο Ραντ... ε, υπάρχει τουλάχιστον ο Φάιν που τον ξέρει. Ίσως τους προειδοποιήσουμε για να ετοιμάσουν παγίδα».

«Θα τους αιφνιδιάσουμε». Το σύντομο χαμόγελό της δεν ήταν ευχάριστο. «Αλλά νομίζω ότι ο Μπαρτέηνς θα θέλει να δει τον Ραντ, όπως και να ’χει. Είτε είναι Σκοτεινόφιλος, είτε όχι, αμφιβάλλω αν εγκατέλειψε τις μηχανορραφίες εναντίον του θρόνου. Ραντ, λέει ότι έδειξες ενδιαφέρον για ένα εγχείρημα του Βασιλιά, αλλά δεν λέει ποιο. Τι εννοεί;»

«Λεν ξέρω», είπε ο Ραντ αργά. «Δεν έκανα τίποτα από τότε που ήρθα. Στάσου. Ίσως εννοεί το άγαλμα. Περάσαμε από ένα χωριό που ξέθαβαν ένα πελώριο άγαλμα. Είπαν ότι ήταν. από την Εποχή των Θρύλων. Ο Βασιλιάς σκοπεύει να το μεταφέρει στην Καιρχίν, αν και δεν ξέρω πώς μπορεί να μετακινηθεί κάτι τόσο μεγάλο. Αλλά το μόνο που έκανα ήταν ότι ρώτησα τι ήταν».

«Το περάσαμε μέρα και δεν σταθήκαμε να ρωτήσουμε». Η Βέριν άφησε την πρόσκληση να πέσει στα γόνατά της. «Ίσως δεν είναι συνετό εκ μέρους του Γκάλντριαν, η ανασκαφή αυτού του αγάλματος. Όχι ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, αλλά για εκείνους που δεν ξέρουν, δεν είναι ποτέ συνετό να ασχολούνται με πράγματα από την Εποχή των Θρύλων».

«Τι είναι;» ρώτησε ο Ραντ.

«Ένα σα-ανγκριάλ». Ο τόνος της έδειχνε ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό, αλλά ο Πέριν ξαφνικά ένιωσε την αίσθηση ότι οι δυο τους είχαν μπει σε μια προσωπική συζήτηση, λέγοντας πράγματα που κανένας άλλος δεν μπορούσε να ακούσει. «Το ένα μέρος ενός ζεύγους, ένα από τα μεγαλύτερα που φτιάχτηκαν ποτέ, απ’ όσο ξέρουμε. Και μάλιστα ένα αταίριαστο ζευγάρι. Το ένα, που είναι ακόμα θαμμένο στο Τρεμάλκινγκ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μονάχα από γυναίκα. Αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί μονάχα από άνδρα. Φτιάχτηκαν στον Πόλεμο της Δύναμης, ως όπλα, αλλά, αν πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για κάποια πράγματα στο τέλος εκείνης της Εποχής και στο Τσάκισμα του Κόσμου, είναι ότι το τέλος ήρθε πριν προλάβουν να χρησιμοποιηθούν. Μαζί τα δύο, ίσως να ήταν αρκετά ισχυρά για να Τσακίσουν πάλι τον Κόσμο, ίσως χειρότερα από το πρώτο Τσάκισμα».

Τα χέρια του Πέριν σφίχτηκαν, έγιναν κόμπος. Δεν κοίταζε κατευθείαν τον Ραντ, αλλά με την άκρη του ματιού έβλεπε μια χλομάδα γύρω από το στόμα του. Του φάνηκε πως ο Ραντ φοβόταν, και δεν τον κατηγορούσε καθόλου.

Ο Ίνγκταρ φαινόταν ταραγμένος, κάτι εντελώς λογικό. «Αυτό πρέπει να το ξαναθάψουν, όσο πιο βαθιά μπορούν κάτω από πέτρες και χώμα. Τι θα γινόταν, αν το είχε βρει ο Λογκαίν; Ή ο κάθε κακόμοιρος που μπορεί να διαβιβάζει, πόσο μάλλον κάποιος που ισχυρίζεται πως είναι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Βέριν Σεντάι, πρέπει να προειδοποιήσεις τον Γκάλντριαν γι’ αυτό που κάνει».

«Τι; Α, νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος. Τα δύο πρέπει να χρησιμοποιηθούν από κοινού για να τραβήξουν αρκετή Δύναμη για να Τσακίσουν τον Κόσμο — έτσι γινόταν στην Εποχή των Θρύλων· όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα δούλευαν μαζί, ήταν δέκα φορές ισχυρότεροι απ’ όσο χωριστά. Και ποια Άες Σεντάι σήμερα θα βοηθούσε άνδρα που διαβιβάζει; Το ένα από μόνο του είναι αρκετά ισχυρό, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ πολλές γυναίκες τόσο δυνατές που να αντέζουν τη ροή μέσω εκείνου στο Τρεμάλκινγκ. Η Άμερλιν, φυσικά. Η Μουαραίν, και η Ελάιντα. Ίσως μια-δυο άλλες. Και τρεις που ακόμα εκπαιδεύονται. Όσο για τον Λογκαίν, θα έβαζε όλη του τη δύναμη μονάχα για να μην γίνει κάρβουνο, και δεν θα έμενε τίποτα για κάτι παραπάνω. Όχι, Ίνγκταρ, δεν νομίζω ότι πρέπει να ανησυχείς. Τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας αυτοπροσώπως, και τότε θα έχουμε άλλα βάσανα. Τώρα αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι τι θα κάνουμε όταν μπούμε στο μέγαρο του Μπαρτέηνς».

Η Βέριν μιλούσε στον Ραντ. Ο Πέριν το ήξερε, και από το ζαλισμένο βλέμμα του Ματ φαινόταν ότι το ήξερε κι αυτός. Ακόμα και ο Λόιαλ ανακάθισε νευρικά στην καρέκλα του. Φως μου, Ραντ, σκέφτηκε ο Πέριν. Φως μου, μην την αφήσεις να σε χρησιμοποιήσει.

Τα χέρια του Ραντ έσφιγγαν τόσο δυνατά το τραπέζι, που οι αρθρώσεις του ήταν κάτασπρες, αλλά η φωνή του ήταν ατάραχη. Τα μάτια του δεν έφυγαν στιγμή από την Άες Σεντάι. «Πρώτα πρέπει να πάρουμε πίσω το Κέρας και το εγχειρίδιο. Και μετά, τέλος, Βέριν. Μετά, τέλος».

Βλέποντας το χαμόγελο της Βέριν, αμυδρό και μυστηριώδες, ο Πέριν ένιωσε παγωνιά. Του φαινόταν πως ο Ραντ δεν ήξερε ούτε τα μισά απ’ όσα νόμιζε. Ούτε τα μισά.

Загрузка...