23 Η Δοκιμασία

Η Νυνάβε κοίταζε επιφυλακτικά τον πελώριο θάλαμο, βαθιά κάτω από το Λευκό Πύργο, όσο επιφυλακτικά έβλεπε και τη Σέριαμ δίπλα της. Η Κυρά των Μαθητευομένων φαινόταν να περιμένει κάτι, ίσως κι ανυπόμονα. Τις λίγες μέρες που είχε περάσει η Νυνάβε στην Ταρ Βάλον, το μόνο που έβλεπε στις Άες Σεντάι ήταν η γαλήνη τους και ο τρόπος που αποδέχονταν χαμογελαστά πως κάβε τι θα ερχόταν στην ώρα του.

Η θολωτή αίθουσα ήταν σκαλισμένη στο βραχώδες έδαφος του νησιού το φως από τις λάμπες, που στέκονταν σε ψηλά στηρίγματα, καθρεφτιζόταν σε χλωμούς, λείους πέτρινους τοίχους. Στο κέντρο, κάτω από το θόλο, ήταν ένα αντικείμενο, που το αποτελούσαν τρεις ασημένιες, στρογγυλεμένες αψίδες, κάθε μια αρκετά ψηλή για να περάσει κανείς από κάτω, που στηρίζονταν σε ένα χοντρό, ασημένιο δαχτυλίδι, με τις άκρες τους ν’ αγγίζουν η μια την άλλη. Οι αψίδες και ο δακτύλιος ήταν όλα ένα κομμάτι. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να δει τι βρισκόταν μέσα τους· εκεί το φως τρεμόπαιζε αλλόκοτα και το στομάχι της ανακατευόταν αν κοίταζε αρκετά. Όπου η αψίδα άγγιζε το δακτύλιο, μια Άες Σεντάι καθόταν σταυροπόδι στη γυμνή πέτρα του πατώματος, κοιτάζοντας το ασημί κατασκεύασμα. Μια άλλη στεκόταν παραδίπλα, πλάι σε ένα απλό τραπέζι, στο οποίο υπήρχαν τρία μεγάλα ασημένια κύπελλα. Η Νυνάβε ήξερε —ή τουλάχιστον έτσι της είχαν πει— ότι όλα είχαν μέσα καθαρό νερό. Κάθε μια από τις Άες Σεντάι φορούσε το σάλι της, όπως και η Σέριαμ· με γαλάζια κρόσσια για τη Σέριαμ, κόκκινα για τη μελαψή γυναίκα πλάι στο τραπέζι, κίτρινα, κόκκινα και γκρίζα για τις τρεις γύρω από τις αψίδες. Η Νυνάβε ακόμα φορούσε ένα από τα φορέματα που της είχαν δώσει στο Φαλ Ντάρα, ανοιχτό πράσινο, κεντημένο με άσπρα λουλουδάκια.

«Πρώτα με παρατάτε να χαζεύω τους τοίχους όλη μέρα», μουρμούρισε η Νυνάβε, «και τώρα όλα τα κάνουμε με φούρια».

«Η ώρα δεν περιμένει καμία γυναίκα», αποκρίθηκε η Σέριαμ. «Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και όποτε το θέλει. Η υπομονή είναι αρετή, την οποία πρέπει να μάθουμε, όμως όλες πρέπει να είμαστε έτοιμες για την αλλαγή μέσα σε μια στιγμή».

Η Νυνάβε προσπάθησε να μην την αγριοκοιτάξει. Το πιο ενοχλητικό πράγμα που είχε ανακαλύψει ως τώρα για τη γυναίκα με τα πυρρόξανθα μαλλιά ήταν ότι, μερικές φορές, έμοιαζε να παραθέτει ρητά, ακόμα και όταν δεν το έκανε, «Τι είναι αυτό;»

«Ένα τερ’ανγκριάλ».

«Αυτό δεν μου λέει τίποτα. Τι κάνει;»

«Τα τερ’ανγκριάλ κάνουν πολλά πράγματα, παιδί μου. Όπως τα ανγκριάλ και τα σανγκριάλ, είναι απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων και χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη, αν και δεν είναι τόσο σπάνια όσο οι άλλες δύο κατηγορίες. Αν και μερικά τερ’ανγκριάλ πρέπει να τα θέσουν σε λειτουργία Άες Σεντάι, όπως αυτό εδώ, άλλα κάνουν αυτό που κάνουν απλώς και μόνο με την παρουσία οποιασδήποτε γυναίκας που μπορεί να διαβιβάσει. Υποτίθεται, μάλιστα, πως υπάρχουν μερικά που λειτουργούν για οποιονδήποτε. Αντίθετα από τα ανγκριάλ και τα σανγκριάλ, κατασκευάστηκαν για να κάνουν συγκεκριμένα πράγματα. Ένα άλλο που έχουμε στον Πύργο κάνει τους όρκους δεσμευτικούς. Όταν γίνεις αδελφή, θα δώσεις τους τελικούς όρκους σου κρατώντας εκείνο το τερ’ανγκριάλ. Να μην πεις λέξη που να μην είναι αληθινή. Να μην φτιάξεις όπλο για να σκοτώσει κανείς άνδρας κάποιον άλλο. Να μην χρησιμοποιήσεις ποτέ τη Μία Δύναμη ως όπλο, παρά μόνο εναντίον Σκοτεινόφιλων ή Σκιογέννητων, ή ως τελευταίο μέσο για να υπερασπίσεις τη ζωή σου, τη ζωή του Προμάχου σου, ή τη ζωή μιας άλλης αδελφής».

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Της φαινόταν ότι αυτά ήταν ή πολύ βαρύς όρκος για να τον δώσει κανείς, ή πολύ λίγος, και το είπε.

«Κάποτε, οι Άες Σεντάι δεν ήταν υποχρεωμένες να δίνουν όρκους. Ήταν γνωστό τι ήταν οι Άες Σεντάι και τι αντιπροσώπευαν και δεν υπήρχε ανάγκη για κάτι περισσότερο. Πολλές από μας ελπίζουν να ήταν ακόμα έτσι. Αλλά ο Τροχός γυρνά και οι καιροί αλλάζουν. Το ότι δίνουμε αυτούς τους όρκους, το ότι είναι γνωστό πως δεσμευόμαστε, επιτρέπει στα έθνη να μας αντιμετωπίζουν χωρίς να φοβούνται ότι θα στρέψουμε τη δύναμή μας, τη Μία Δύναμη, εναντίον τους. Ανάμεσα στους Πολέμους των Τρόλοκ και τον Εκατονταετή Πόλεμο, κάναμε αυτές τις επιλογές, και χάρη σ’ αυτές ο Λευκός Πύργος συνεχίζει να στέκει, και μπορούμε ακόμα να κάνουμε αυτό που πρέπει εναντίον της Σκιάς». Η Σέριαμ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μα το Φως, παιδί μου, προσπαθώ να σου διδάξω αυτά που οι άλλες γυναίκες που στέκονται εδώ έκαναν χρόνια για να τα μάθουν. Δεν γίνεται. Αυτό που πρέπει να προσέξεις τώρα είναι τα τερ’ανγκριάλ. Δεν ξέρουμε γιατί κατασκευάστηκαν. Μόνο μια χούφτα απ’ αυτά τολμούμε να χρησιμοποιήσουμε, και οι τρόποι που τα χρησιμοποιούμε ίσως να μην είναι αυτοί που σκόπευαν οι κατασκευαστές τους. Τα περισσότερα μάθαμε με μεγάλο κόστος να τα αποφεύγουμε. Με τα χρόνια, είναι αρκετές οι Άες Σεντάι που σκοτώθηκαν, ή που έκαψαν το Ταλέντο τους καθώς το μάθαιναν».

Η Νυνάβε ανατρίχιασε. «Και θέλεις να μπω σ’ αυτό;» Τώρα το φως μέσα στις αψίδες τρεμόπαιζε λιγότερο, αλλά η Νυνάβε ακόμα δεν διέκρινε τι υπήρχε μέσα.

«Ξέρουμε τι κάνει αυτό. Θα σε φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τους μεγαλύτερους φόβους σου». Η Σέριαμ της χάρισε ίνα ευχάριστο χαμόγελο. «Καμία δεν θα σε ρωτήσει τι αντιμετώπισες· δεν χρειάζεται να πεις, παρά μόνο όσα θέλεις. Οι φόβοι μιας γυναίκας της ανήκουν».

Η Νυνάβε σκέφτηκε αόριστα το φόβο της για τις αράχνες, ειδικά στο σκοτάδι, αλλά της φάνηκε πως η Σέριαμ δεν εννοούσε αυτό. «Απλώς μπαίνω από τη μια αψίδα και βγαίνω από την άλλη; Τρία περάσματα και τέρμα;»

Η Άες Σεντάι έστρωσε το σάλι της, τινάζοντας ενοχλημένη τον ώμο. «Αν επιθυμείς να το απλοποιήσεις τόσο, ναι», είπε ξερά. «Σου είπα καθώς ερχόμασταν αυτά που πρέπει να ξέρεις για την τελετή, όσα επιτρέπεται να γνωρίζει οποιαδήποτε εκ των προτέρων. Αν ήσουν μια μαθητευόμενη που ερχόταν γι’ αυτό, θα τα ήξερες όλα απ’ έξω, αλλά μην ανησυχείς μήπως κάνεις κάποιο λάθος. Θα σου το θυμίσω, αν χρειαστεί. Είσαι σίγουρη ότι είσαι έτοιμη να το αντιμετωπίσεις; Αν θέλεις να σταματήσεις τώρα, ακόμα μπορώ να γράψω το όνομά σου στο βιβλίο των μαθητευομένων».

«Όχι!»

«Πολύ καλά, λοιπόν. Δύο πράγματα θα σου πω, που δεν τα ακούει καμιά πριν βρεθεί σ’ αυτή την αίθουσα. Να το πρώτο. Από τη στιγμή που θα ξεκινήσεις, πρέπει να συνεχίσεις ως το τέλος. Αν αρνηθείς να συνεχίσεις, όσο μεγάλες δυνατότητες κι αν έχεις, θα σε διώξουμε με κάθε ευγένεια από τον Πύργο, με αρκετό ασήμι για να ζήσεις ένα χρόνο, και ποτέ δεν θα σου επιτραπεί να ξαναγυρίσεις». Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα για να πει ότι δεν θα αρνείτο, αλλά η Σέριαμ τη διέκοψε με μια απότομη κίνηση. «Άκου, και μίλα όταν θα ξέρεις τι να πεις. Δεύτερον. Όταν αναζητάς, όταν αγωνίζεσαι, καταλήγεις να γνωρίσεις τον κίνδυνο. Εδώ θα γνωρίσεις τον κίνδυνο. Μερικές γυναίκες μπήκαν και δεν ξαναβγήκαν. Όταν το τερ’ανγκριάλ αφέθηκε να καταλαγιάσει, οι γυναίκες δεν-υπήρχαν-πια.. Και δεν τις ξανάδαμε ποτέ. Για να επιζήσεις, πρέπει να δείξεις σθένος. Αν δειλιάσεις, αν κάνεις πίσω, τότε...» Η σιωπή της έλεγε πολλά. «Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία, παιδί μου. Μπορείς να φύγεις τώρα, αυτή τη στιγμή, και θα έχεις μόνο ένα μελανό σημάδι σε βάρος σου. Άλλες δυο φορές θα σου επιτραπεί να έρθεις και μόνο στην τρίτη άρνηση θα σε διώξουμε από τον Πύργο. Δεν είναι ντροπή να αρνηθείς. Πολλές αρνούνται, κι εγώ η ίδια δεν μπόρεσα να το κάνω την πρώτη φορά εδώ. Τώρα μπορείς να μιλήσεις».

Η Νυνάβε λοξοκοίταξε τις ασημένιες αψίδες. Το φως μέσα τους δεν τρεμόπαιζε πια· τις γέμιζε μια λευκή, απαλή λάμψη. Για να μάθει αυτά που ήθελε να μάθει, χρειαζόταν την ελευθερία που είχαν οι Αποδεχθείσες να κάνουν ερωτήσεις, να μελετά μόνη της, δίχως άλλη καθοδήγηση πέρα απ’ όση ζητούσε η ίδια. Πρέπει να κάνω τη Μουαραίν να πληρώσει γι’ αυτό που μας έκανε. Πρέπει. «Είμαι έτοιμη».

Η Σέριαμ προχώρησε αργά στο θάλαμο. Η Νυνάβε την ακολούθησε δίπλα της.

Σαν να ήταν αυτό το σινιάλο, η Κόκκινη αδελφή μίλησε με δυνατό, επίσημο τόνο. «Ποια φέρνεις μαζί σου, Αδελφή;» Οι τρεις Άες Σεντάι γύρω από το τερ’ανγκριάλ συνέχισαν να ασχολούνται με αυτό.

«Κάποια που έρχεται ως υποψήφια για Αποδοχή, Αδελφή», απάντησε, εξίσου επίσημα, η Σέριαμ.

«Είναι έτοιμη;»

«Είναι έτοιμη να αφήσει πίσω αυτό που ήταν, και, περνώντας μέσα από τους φόβους της, να κερδίσει την Αποδοχή».

«Ξέρει τους φόβους της;»

«Ποτέ δεν τους αντιμετώπισε, μα τώρα είναι πρόθυμη».

«Τότε ας αντιμετωπίσει αυτό που φοβάται».

Η Σέριαμ σταμάτησε δυο απλωσιές πριν τις αψίδες και η Νυνάβε σταμάτησε μαζί της. «Το φόρεμά σου», ψιθύρισε η Σέριαμ, χωρίς να την κοιτάζει.

Η Νυνάβε κοκκίνισε, επειδή είχε κιόλας ξεχάσει αυτά που της είχε πει η Σέριαμ καθώς την έφερνε από το δωμάτιο της. Έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της, τα παπούτσια και τις κάλτσες. Για μια στιγμή, σχεδόν μπόρεσε να ξεχάσει τις αψίδες, καθώς δίπλωνε τα ρούχα και τα άφηνε τακτοποιημένα εκεί δίπλα. Έβαλε με προσοχή το δαχτυλίδι του Λαν κάτω από το φόρεμά της· δεν ήθελε να το κοιτάζουν οι άλλες. Τελείωσε, και το τερ’ανγκριάλ ήταν ακόμα εκεί, ακόμα περίμενε.

Τα γυμνά της πόδια ένιωσαν την κρύα πέτρα και οι τρίχες σηκώθηκαν στην επιδερμίδα της, αλλά στάθηκε κορδωμένη και ανάσανε αργά. Δεν θα έδειχνε σε καμία ότι φοβόταν.

«Η πρώτη φορά», είπε η Σέριαμ, «είναι γι’ αυτό που ήταν. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Νυνάβε δίστασε. Έπειτα προχώρησε, μέσα από την ασπίδα, στη λάμψη. Η λάμψη την κουκούλωσε, σαν να έλαμπε ο ίδιος ο αέρας, σαν να πνιγόταν η Νυνάβε στο φως. Το φως ήταν παντού. Το φως ήταν τα πάντα.


Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε, όταν κατάλαβε ότι ήταν γυμνή, και μετά κοίταξε γύρω έκπληκτη. Ένας πέτρινος τοίχος στεκόταν δεξιά της κι άλλος ένας αριστερά της, με ύψος διπλό από το δικό της και λείοι σαν να ήταν σμιλεμένοι. Κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών της κι ένιωσε σκονισμένο, ανώμαλο λιθόστρωτο. Ο ουρανός ψηλά έμοιαζε επίπεδος και μολυβένιος, αν και δεν υπήρχαν σύννεφα, και ο ήλιος κρεμόταν εκεί πάνω φουσκωμένος και κόκκινος. Οι τοίχοι της περιόριζαν το βλέμμα, αλλά το έδαφος κατηφόριζε, μπροστά και πίσω της. Μέσα από τις πύλες, έβλεπε κι άλλους χοντρούς τοίχους και περάσματα ανάμεσα τους. Βρισκόταν σ’ έναν γιγάντιο λαβύρινθο.

Πού είναι αυτό το μέρος; Πώς βρέθηκα εδώ; Σαν από διαφορετική φωνή, της ήρθε μια άλλη σκέψη. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά.

Κούνησε το κεφάλι. «Αν υπάρχει μόνο μια έξοδος, δεν θα τη βρω περιμένοντας εδώ». Τουλάχιστον ο αέρας ήταν ζεστός και δίχως υγρασία. «Ελπίζω να βρω ρούχα πριν βρω ανθρώπους», μουρμούρισε.

Θυμήθηκε αόριστα που έπαιζε με λαβύρινθους στο χαρτί όταν ήταν μικρή· υπήρχε ένα κόλπο για να βρεις την έξοδο, αλλά δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Τα πάντα από το παρελθόν της φαινόταν αόριστα, σαν να είχαν συμβεί σε κάποια άλλη. Αγγίζοντας τον τοίχο, προχώρησε μπροστά, ενώ η σκόνη τιναζόταν κι έκανε συννεφάκια πίσω από τα γυμνά της πόδια.

Στο πρώτο άνοιγμα του τοίχου, κοίταζε και είδε άλλο ένα πέρασμα που έμοιαζε ίδιο κι απαράλλαχτο από αυτό στο οποίο ήδη βρισκόταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε ευθεία, περνώντας από άλλα περάσματα, ολόιδια. Κάποια στιγμή έφτασε σε κάτι διαφορετικό. Ο δρόμος διακλαδιζόταν. Πήρε την αριστερή στροφή· και τελικά έφτασε σε άλλη μια διχάλα. Πήγε αριστερά άλλη μια φορά. Στην τρίτη διχάλα, η αριστερή στροφή την έβγαλε σ’ έναν τοίχο.

Ξαναγύρισε με σκοτεινό βλέμμα στην τελευταία διχάλα και προχώρησε δεξιά. Αυτή τη φορά χρειάστηκε τέσσερις δεξιές στροφές για να βγει σε αδιέξοδο. Για μια στιγμή, στάθηκε αγριοκοιτάζοντάς το. «Πώς βρέθηκα εδώ;» ζήτησε να μάθει με δυνατή φωνή. «Πού είναι αυτό το μέρος;» Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά.

Άλλη μια φορά, γύρισε πίσω. Ήταν σίγουρη πως ο λαβύρινθος είχε κάποιο κόλπο. Στην τελευταία διχάλα, πήγε αριστερά και μετά δεξιά στην επόμενη. Συνέχισε να προχωρά, αποφασισμένη. Αριστερά, έπειτα δεξιά. Ευθεία, μέχρι να ξαναβρεί διχάλα. Αριστερά, έπειτα δεξιά.

Της φαινόταν πώς κάτι έκανε. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είχε περάσει πάνω από δέκα διχάλες χωρίς να βρει αδιέξοδο. Έφτασε σε άλλο ένα.

Με την άκρη του ματιού, έπιασε το πετάρισμα μιας κίνησης. Όταν γύρισε να κοιτάξει, υπήρχε μονάχα το σκονισμένο πέρασμα ανάμεσα στους δυο λείους πέτρινους τοίχους. Έκανε να πάρει την αριστερή στροφή... και στριφογύρισε, πιάνοντας άλλη μια φευγαλέα κίνηση. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, μα τώρα ήταν σίγουρη. Κάποιος ήταν πριν πίσω της. Κάποιος ήταν τώρα πίσω της. Άρχισε να τρέχει νευρικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Έβλεπε και ξανάβλεπε, τώρα, ακριβώς στην άκρη του οπτικού της πεδίου, σε διάφορα πλαϊνά περάσματα, κάτι να κινείται, τόσο γρήγορο που δεν προλάβαινε να το διακρίνει, που χανόταν πριν προλάβει να γυρίσει το κεφάλι για να το δει καλά. Το έβαλε στα πόδια. Ελάχιστα αγόρια μπορούσαν να της παραβγούν όταν ήταν κορίτσι στους Δύο Ποταμούς. Δύο Ποταμοί; Τι είναι αυτό;

Ένας άνδρας βγήκε από ένα άνοιγμα μπροστά της. Τα σκούρα ρούχα του έδειχναν μουχλιασμένα, μισοσαπισμένα, και ήταν γέρος. Γεροντότερος από τα χρόνια. Δέρμα σαν ξεραμένη περγαμηνή σκέπαζε το κρανίο του, υπερβολικά σφιχτά, σαν να μην υπήρχε σάρκα από κάτω. Πεταχτές τούφες από εύθραυστες τρίχες κάλυπταν το δέρμα της κεφαλής, που ήταν γεμάτο μισοεπουλωμένες πληγές, και τα μάτια του ήταν τόσο βουλιαγμένα, που έμοιαζαν μα κρυφοκοιτούν από δυο σπηλιές.

Η Νυνάβε σταμάτησε απότομα, νιώθοντας με τα πόδια της τις τραχιές, ανώμαλες πλάκες.

«Είμαι ο Άγκινορ», της είπε χαμογελώντας, «και ήρθα για σένα».

Η καρδιά της έκανε να φύγει από το στήθος της. Ένας Αποδιωγμένος. «Όχι. Όχι, δεν μπορεί!»

«Είσαι όμορφη, κοπέλα μου. Θα διασκεδάσω».

Ξαφνικά η Νυνάβε θυμήθηκε πως δεν φορούσε ούτε κλωστή. Με μια κραυγούλα και με το πρόσωπο κόκκινο, όχι μονάχα από θυμό, έτρεξε στο κοντινότερο πέρασμα που διασταυρωνόταν μ’ αυτό. Ένα κακαριστό γέλιο την καταδίωξε, ο ήχος ποδιών που έτρεχαν αργά και συρτά, αλλά προλάβαιναν το δικό της ξέφρενο τρέξιμο, και μαζί βραχνές υποσχέσεις γι’ αυτά που θα της έκανε όταν την έπιανε, υποσχέσεις που έκαναν το στομάχι της να ανακατευτεί, έστω κι αν τις μισοάκουγε μόνο.

Έψαξε απεγνωσμένα για κάποια έξοδο, κοιτάζοντας με αγωνία καθώς έτρεχε με τα χέρια σφιγμένα. Ο δρόμος της επιστροφής δα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος. Δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο ο ίδιος ατέλειωτος λαβύρινθος. Όσο γρήγορα κι αν έτρεχε, τα βρωμερά λόγια του πάντα ακούγονταν από δίπλα της. Σιγά-σιγά, όλος ο φόβος έγινε θυμός.

«Που να καεί!» είπε με λυγμούς. «Το Φως να τον κάψει. Δεν έχει δικαίωμα!» Μέσα της ένιωσε ένα άνθισμα, ένα άνοιγμα, ένα ξεδίπλωμα προς το φως.

Γυμνώνοντας τα δόντια, στράφηκε για να αντιμετωπίσει τον διώκτη της, τη στιγμή που εμφανιζόταν ο Άγκινορ, γελώντας, τρέχοντας κουτσά.

«Δεν έχεις δικαίωμα!» Η γροθιά της όρμησε προς το μέρος του, με τα δάχτυλα να ανοίγουν, σαν να του πετούσε κάτι. Δεν ξαφνιάστηκε πολύ, βλέποντας μια πύρινη μπάλα να βγαίνει από το χέρι της.

Η μπάλα εξερράγη πάνω στο στήθος του Άγκινορ, ρίχνοντάς τον στο χώμα. Έμεινε ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς εκεί μόνο για μια στιγμή, και ύστερα σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Δεν φαινόταν να είχε καταλάβει ότι το παλτό του σιγοκαιγόταν μπροστά. «Τόλμησες; Τόλμησες!» Τρεμούλιασε, και σάλια έσταξαν στο πηγούνι του.

Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα, απειλητικούς όγκους από γκρίζο και μαύρο. Αστραπές πετάχτηκαν από τα σύννεφα, κατευθείαν προς την καρδιά της Νυνάβε.

Της φάνηκε, για μια στιγμή, σαν να είχε επιβραδυνθεί ο χρόνος ξαφνικά, σαν αυτή η στιγμή να κρατούσε για πάντα. Ένιωσε τη ροή μέσα της –σαϊντάρ, ήταν η απόμακρη σκέψη— κι ένιωσε μια ροή σε απάντηση μέσα στην αστραπή. Και άλλαξε την κατεύθυνση της αστραπής. Ο χρόνος πήδηξε μπροστά.

Με δυνατό πάταγο, το αστροπελέκι τσάκισε την πέτρα πάνω από το κεφάλι του Άγκινορ. Τα βουλιαγμένα μάτια του Αποδιωγμένου πλάτυναν, οπισθοχώρησε παραπατώντας. «Δεν μπορείς! Δεν μπορεί!» Πήδηξε πιο πέρα, καθώς η αστραπή χτυπούσε εκεί που στεκόταν και η πέτρα ανέβλυζε ένα σιντριβάνι από θραύσματα.

Η Νυνάβε ξεκίνησε προς το μέρος του με σκοτεινό βλέμμα. Και ο Άγκινορ το έσκασε.

Το σαϊντάρ ήταν ένας χείμαρρος που έτρεχε μέσα της. Ένιωθε τις πέτρες γύρω της και τον αέρα, ένιωθε τα μικρά, ρέοντα κομματάκια της Μίας Δύναμης, που τα πότιζαν και τα αποτελούσαν. Και ένιωθε τον Άγκινορ να κάνει... κάτι κι αυτός. Το ένιωσε αμυδρά και απόμακρα, σαν να ήταν κάτι που η ίδια ποτέ δεν θα μπορούσε να γνωρίσει, όμως ολόγυρά της είδε τα αποτελέσματα και κατάλαβε τι ήταν.

Το έδαφος μούγκρισε και σείστηκε κάτω από τα πόδια της. Οι τοίχοι γκρεμίστηκαν μπροστά της, σωροί από πέτρες της έκλεισαν το δρόμο. Η Νυνάβε σκαρφάλωσε από πάνω τους, χωρίς να νοιάζεται αν τα κοφτερά βράχια της έκοβαν χέρια και πόδια, προσέχοντας να μη χάσει τον Άγκινορ από τα μάτια της. Σηκώθηκε άνεμος, που ούρλιαζε στα περάσματα, πέφτοντας πάνω της, που λυσσούσε, καθώς της πατούσε τα μάγουλα και της έφερνε δάκρια στα μάτια, προσπαθώντας να τη ρίξει κάτω· εκείνη άλλαξε τη ροή του και ο Άγκινορ κατρακύλησε στο πέρασμα σαν ξεριζωμένος θάμνος. Η Νυνάβε άγγιξε τη ροή στο έδαφος, της άλλαξε πορεία και οι πέτρινοι τοίχοι σωριάστηκαν γύρω από τον Άγκινορ, αιχμαλωτίζοντάς τον. Αστραπές έπεσαν μαζί με το άγριο βλέμμα της, χτυπώντας ολόγυρά του και οι πέτρες ανατινάζονταν, πλησιάζοντας τον όλο και πιο πολύ. Τον ένιωσε, που πάλευε να σπρώξει τη ροή προς το μέρος της, αλλά, λίγο-λίγο, οι εκτυφλωτικές αστραπές πλησίαζαν τον Αποδιωγμένο.

Κάτι έλαμψε στα δεξιά της, κάτι που είχαν φανερώσει οι τοίχοι καταρρέοντας.

Η Νυνάβε ένιωθε τον Άγκινορ να εξασθενεί, ένιωθε ότι οι απόπειρες του να τη χτυπήσει γίνονταν όλο και πιο αδύναμες και πιο αγωνιώδεις. Αν τον άφηνε να σηκωθεί τώρα, θα την κυνηγούσε με την ίδια δύναμη μετά, πεπεισμένος ότι τελικά ήταν αδύναμη και δεν μπορούσε να τον νικήσει, ότι ήταν αδύναμη και δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να κάνει μαζί της ό,τι ήθελε.

Μια ασημένια αψίδα στεκόταν εκεί που πριν ήταν πέτρες, μια αψίδα γεμάτη από ένα απαλό, ασημένιο φέγγος. Ο δρόμος της επιστροφής...

Κατάλαβε πότε ο Αποδιωγμένος σταμάτησε την επίθεση, τη στιγμή που έβαλε όλες τις προσπάθειες του για να την αποκρούσει. Και η δύναμη του δεν ήταν αρκετή, δεν μπορούσε πια να παραμερίσει τα χτυπήματά της. Έπρεπε να τινάζεται μακριά από τις πέτρες, που τίναζαν σαν σιντριβάνι οι αστραπές της, και οι εκρήξεις τον ξανάριχναν κάτω.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Δεν έπεφταν πια αστραπές. Η Νυνάβε άφησε τον Άγκινορ που σερνόταν και κοίταξε την αψίδα. Ξανακοίταξε τον Άγκινορ, ο οποίος έρποντας περνούσε τη στροφή και χανόταν πίσω από το λοφάκι των βράχων. Ξεφύσηξε αγανακτισμένη. Ένα μεγάλο μέρος του λαβύρινθου ήταν ακόμα όρθιο και υπήρχαν εκατό καινούργιες κρυψώνες στα συντρίμμια που είχαν κάνει οι δυο τους. Θα χρειαζόταν αρκετή ώρα για να τον ξαναβρεί, αλλά ήταν σίγουρη πως, αν δεν τον έβρισκε πρώτη, θα την έβρισκε αυτός. Όταν ανακτούσε όλη τη δύναμή του, θα την έβρισκε, όταν δεν θα τον περίμενε.

Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά.

Νιώθοντας φόβο, κοίταξε πάλι και είδε με ανακούφιση ότι η αψίδα ήταν ακόμα εκεί. Αν μπορούσε να βρει τον Άγκινορ στα γρήγορα...

Δείξε σθένος.

Με μια κραυγή ανικανοποίητου θυμού, σκαρφάλωσε το σωρό των βράχων και πλησίασε την αψίδα. «Αυτός ο οποίος ευθύνεται που βρέθηκα εδώ», μουρμούρισε, «θα ευχηθεί να ήταν στη θέση του Άγκινορ. Θα—» Μπήκε στην αψίδα και την έλουσε το φως.

«Θα—» Η Νυνάβε βγήκε από την αψίδα και στάθηκε κοιτώντας. Όλα ήταν όπως τα θυμόταν —το ασημένιο τερ’ανγκριάλ, οι Άες Σεντάι, ο θάλαμος— αλλά η πράξη της θύμησης ήταν σαν ένα χτύπημα, απούσες αναμνήσεις, οι οποίες ξαναγύριζαν ορμητικά στο κεφάλι της. Είχε βγει από την αψίδα στην οποία είχε μπει.

Η Κόκκινη αδελφή σήκωσε ψηλά ένα ασημένιο κύπελλο και έχυσε ένα ποτάμι δροσερού, καθαρού νερού στο κεφάλι της Νυνάβε. «Πλύθηκες από τις αμαρτίες που ίσως έχεις κάνει», απήγγειλε η Άες Σεντάι, «και από εκείνες που σου έκαναν. Πλύθηκες από τα εγκλήματα, που ίσως έχεις κάνει, και από εκείνα που σου έκαναν. Ήρθες σε μας καθαρή και αγνή, στην καρδιά και στην ψυχή».

Η Νυνάβε ανατρίχιασε, καθώς το νερό κυλούσε στο σώμα της και έσταζε στο πάτωμα.

Η Σέριαμ την πήρε από το χέρι μ’ ένα χαμόγελο ανακούφισης, αλλά η φωνή της Κυράς των Μαθητευομένων δεν έδειχνε καθόλου αγωνία. «Καλά τα πας. Όταν επιστρέφεις σημαίνει ότι πας καλά. Μην ξεχνάς ποιος είναι ο σκοπός σου και θα συνεχίσεις να τα πας καλά». Η κοκκινομάλλα την οδήγησε σε μια άλλη αψίδα γύρω από το τερ’ανγκριάλ.

«Ήταν τόσο πραγματικό», είπε η Νυνάβε ψιθυριστά. Θυμόταν τα πάντα, θυμόταν που διαβίβαζε τη Μία Δύναμη όσο εύκολα σήκωνε και το χέρι. Θυμόταν τον Άγκινορ και εκείνα που ήθελε να της κάνει ο Αποδιωγμένος. Ανατρίχιασε ξανά. «Ήταν πραγματικό;»

«Κανείς δεν ξέρει», αποκρίθηκε η Σέριαμ. «Στη θύμηση μοιάζει πραγματικό, και μερικές βγήκαν με τα σημάδια από πληγές που δέχθηκαν μέσα. Άλλες μέσα κόπηκαν ως το κόκαλο και βγήκαν απείραχτες. Όλα είναι διαφορετικά για κάθε γυναίκα που μπαίνει μέσα. Οι αρχαίοι έλεγαν ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι. Ίσως αυτό το τερ’ανγκριάλ να σε πάει σ’ αυτούς. Αλλά, αν είναι έτσι, το κάνει με υπερβολικά αυστηρούς κανόνες, αν είναι απλώς κάτι για να σε πάει από το ένα μέρος στο άλλο. Πιστεύω ότι δεν είναι πραγματικό. Αλλά, μην ξεχνάς, είτε είναι αληθινό αυτό που συμβαίνει, είτε όχι, ο κίνδυνος είναι πραγματικός, σαν μαχαίρι που κόβει την καρδιά σου».

«Διαβίβασα τη Δύναμη. Ήταν τόσο εύκολο».

Η Σέριαμ σκόνταψε. «Υποτίθεται πως αυτό είναι αδύνατον. Δεν θα έπρεπε καν να θυμάσαι ότι μπορείς να διαβιβάσεις». Περιεργάστηκε τη Νυνάβε. «Αλλά όμως δεν σου πείραζε ούτε τρίχα. Ακόμα νιώθω την ικανότητα μέσα σου, δυνατή όπως πάντα».

«Κάνεις σαν να είναι επικίνδυνο», είπε αργά η Νυνάβε, και η Σέριαμ δίστασε πριν απαντήσει.

«Δεν θεωρείται απαραίτητο να δοθεί προειδοποίηση, εφόσον δεν θα έπρεπε να θυμάσαι, αλλά... Αυτό το τερ’ανγκριάλ βρέθηκε στους Πολέμους των Τρόλοκ. Έχουμε στα αρχεία το φάκελο της εξέτασής του. Η πρώτη αδελφή που μπήκε ήταν προστατευμένη με φυλακτά, όσο πιο δυνατά μπορούσε, εφόσον κανείς δεν ήξερε τι θα έκανε το τερ’ανγκριάλ. Διατήρησε τη μνήμη της, και διαβίβασε τη Μία Δύναμη όταν απειλήθηκε. Και βγήκε με τις ικανότητες της καμένες ολοσχερώς, ανίκανη να διαβιβάσει, ανίκανη ακόμα και να νιώσει την Αληθινή Δύναμη. Η δεύτερη που μπήκε είχε επίσης φυλακτά· κι αυτή επίσης καταστράφηκε με τον ίδιο τρόπο. Η τρίτη πήγε απροστάτευτη, δεν θυμόταν τίποτα εκεί μέσα, και επέστρεψε άθικτη. Αυτός είναι ένας λόγος που σε στέλνουμε εντελώς απροστάτευτη. Νυνάβε, δεν πρέπει να διαβιβάσεις ξανά μέσα στο τερ’ανγκριάλ. Ξέρω ότι είναι δύσκολο να θυμηθείς οτιδήποτε, αλλά προσπάθησε».

Η Νυνάβε ξεροκατάπιε. Θυμόταν τα πάντα, θυμόταν που δεν θυμόταν. «Δεν θα διαβιβάσω», είπε. Αν θυμηθώ να μην το κάνω. Ήθελε να γελάσει υστερικά.

Είχαν φτάσει στην επόμενη αψίδα. Η λάμψη ακόμα τις γέμιζε όλες. Η Σέριαμ έριξε μια τελευταία προειδοποιητική ματιά στη Νυνάβε, και την άφησε να στέκεται μόνη της.

«Η δεύτερη φορά είναι γι’ αυτό που είναι. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Νυνάβε κοίταξε την αστραφτερή, ασημένια αψίδα. Τι έχει εκεί μέσα αυτή τη φορά; Οι άλλες περίμεναν, παρακολουθούσαν. Η Νυνάβε μπήκε με σταθερό βήμα στην αψίδα.


Η Νυνάβε χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε ξαφνιασμένη το απλό καφέ φόρεμα που φορούσε, κι έπειτα τινάχτηκε. Γιατί κοίταζε το φόρεμά της; Ο δρόμος της επιστροφής δα έρθει μόνο μία φορά.

Κοιτάζοντας γύρω, χαμογέλασε. Στεκόταν στην άκρη του Πράσινου, στο Πεδίο του Έμοντ· γύρω της είχε τα σπιτάκια με τις καλαμοσκεπές και ακριβώς μπροστά της το Πανδοχείο της Οινοπηγής. Η Οινοπηγή ανάβλυζε με δύναμη από τη βραχώδη προεξοχή που ξεπρόβαλλε από το γρασίδι του Πράσινου και το Νερό της Οινοπηγής κυλούσε ορμητικό προς τα ανατολικά, κάτω από τις ιτιές δίπλα στο πανδοχείο. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, αλλά τέτοια ώρα, πρωινιάτικα, ο πιο πολύς κόσμος θα ήταν στις δουλειές του.

Κοίταξε το πανδοχείο και το χαμόγελό της έσβησε. Είχε μια ατμόσφαιρα εγκατάλειψης· ο ασβέστης ήταν ξεθωριασμένος, ένα πατζούρι κρεμόταν ξεχαρβαλωμένο, η σάπια άκρη ενός δοκαριού της στέγης φαινόταν από ένα χάσμα στα κεραμίδια της σκεπής. Τι έπαθε ο Μπραν; Δεν αδειάζει από Δήμαρχος και ξεχνάει να φτιάξει το πανδοχείο του;

Η πόρτα του πανδοχείου άνοιξε και βγήκε ο Τσεν Μπούι, ο οποίος σταμάτησε επιτόπου μόλις την είδε. Ο γέρο-καλαμοτεχνίτης ήταν γεμάτος ζάρες, σαν ρίζα οξιάς, και το βλέμμα που της έριξε ήταν εξίσου φιλικό. «Ξαναγύρισες, ε; Δεν τα μαζεύεις να ξαναφύγεις, καλύτερα;»

Η Νυνάβε τον κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια, καθώς εκείνος έφτυνε στα πόδια της και την προσπερνούσε βιαστικά· ο Τσεν ήταν πάντα αχώνευτος άνθρωπος, αλλά σπανίως φερόταν με απροκάλυπτη αγένεια. Τουλάχιστον στην ίδια. Ποτέ κατά πρόσωπο. Ακολουθώντας τον με το βλέμμα, είδε σημάδια εγκατάλειψης σ’ ολόκληρο το χωριό· καλαμοσκεπές που έπρεπε να είχαν διορθωθεί, αγριόχορτα που σκέπαζαν αυλές. Η πόρτα του σπιτιού της Κυράς αλ’Κάαρ κρεμόταν λοξά από έναν σπασμένο μεντεσέ.

Η Νυνάβε μπήκε στο πανδοχείο κουνώντας το κεφάλι. Θα του τα ψάλλω του Μπραν για όλα αυτά.

Η κοινή αίθουσα ήταν άδεια, με εξαίρεση μια γυναίκα μόνη της, που είχε μια πυκνή, γκρίζα πλεξούδα ριγμένη στον ώμο. Σκούπιζε ένα τραπέζι, αλλά της Νυνάβε της φάνηκε ότι από τον τρόπο που κοίταζε το τραπεζομάντιλο, δεν καταλάβαινε τι έκανε. Το δωμάτιο έμοιαζε σκονισμένο.

«Μάριν;»

Η Μάριν αλ’Βερ τινάχτηκε, πιάνοντας το λαιμό της, και στάθηκε κοιτάζοντας την. Έμοιαζε πολλά χρόνια μεγαλύτερη απ’ όσο τη θυμόταν η Νυνάβε. Ταλαιπωρημένη. «Νυνάβε; Νυνάβε! Αχ, εσύ είσαι. Η Εγκουέν; Έφερες την Εγκουέν; Πες μου πως την έφερες».

«Η...» Η Νυνάβε ακούμπησε το κεφάλι της. Πού είναι η Εγκουέν, Της φαινόταν ότι κανονικά έπρεπε να το θυμάται. «Όχι. Όχι, δεν την έφερα πίσω». Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά.

Η Κυρά αλ’Βερ σωριάστηκε σε μια καρέκλα. «Πόσο το ήλπιζα. Από τότε που πέθανε ο Μπραν...»

«Πέθανε ο Μπραν;» Η Νυνάβε δεν μπορούσε να το φανταστεί· εκείνος ο παχύς, χαμογελαστός άνθρωπος έμοιαζε ότι ποτέ δεν θα πάθαινε τίποτα. «Έπρεπε να είμαι εδώ».

Η άλλη γυναίκα σηκώθηκε γοργά και έτρεξε να κρυφοκοιτάξει ταραγμένη το Πράσινο και το χωριό από ένα παράθυρο. «Αν η Μαλένα μάθει ότι είσαι εδώ, θα έχουμε φασαρίες. Ξέρω ότι ο Τσεν έτρεξε να τη βρει. Είναι ο Δήμαρχος τώρα».

«Ο Τσεν; Πώς μπόρεσαν αυτοί οι χοντροκέφαλοι οι άνδρες να διαλέξουν τον Τσεν;»

«Ήταν η Μαλένα. Είχε πιάσει τον Κύκλο των Γυναικών και όλες οι γυναίκες έλεγαν στους άνδρες τους γι’ αυτόν». Η Μάριν σχεδόν ζούληξε το πρόσωπο της στο γυαλί, προσπαθώντας να δει παντού με μιας. «Οι χαζοί οι άνδρες δεν μιλούσαν από πριν για το όνομα που θα έβαζαν στο κουτί· νομίζω ότι ο καθένας τους έλεγε ότι ήταν ο μόνος που τον είχε αναγκάσει η γυναίκα του. Έλεγε πως μια ψήφος δεν θα άλλαζε τίποτα. Μετά κατάλαβαν. Όλοι καταλάβαμε».

«Ποια είναι αυτή η Μαλένα, που έχει τον Κύκλο των Γυναικών στο τσεπάκι της; Πρώτη φορά την ακούω».

«Είναι από το Λόφο της Σκοπιάς. Είναι η Σοφ...» Η Μάριν γύρισε από το παράθυρο, τρίβοντας τα χέρια. «Νυνάβε, η Μαλένα Αϋλάρ είναι τώρα Σοφία. Αφού δεν γύρισες... Φως μου, μακάρι να μην μάθει ότι είσαι εδώ».

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι με απορία. «Μάριν, τη φοβάσαι. Τρέχεις ολόκληρη. Τι σόι γυναίκα είναι; Γιατί ο Κύκλος των Γυναικών διάλεξε τέτοιον άνθρωπο;»

Η Κυρά αλ’Βερ γέλασε πικρά. «Τι να πω, μας είχε σαλέψει. Όταν η Μάβρα Μάλεν θα γύριζε στο Ντέβεν Ράιντ, μια μέρα πριν είχε έρθει η Μαλένα να τη δει και εκείνο το βράδυ μερικά παιδιά αρρώστησαν, και η Μαλένα έμεινε να τα προσέχει, και ύστερα άρχισαν να ψοφούν τα πρόβατα, και η Μαλένα το κανόνισε κι αυτό. Ναι, έμοιαζε φυσικό να τη διαλέξουμε αλλά... Είναι τύραννος, Νυνάβε. Σε αναγκάζει και κάνεις ό,τι θέλει. Σε στριμώχνει μια, σε στριμώχνει δυο, ε στο τέλος είσαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορείς να πεις όχι πια. Κι ακόμα χειρότερα. Έριξε μια στην Άλσμπετ Λούχαν και την ξάπλωσε κατάχαμα».

Στο μυαλό της Νυνάβε εμφανίστηκε η εικόνα της Άλσμπετ και του άντρα της του Χάραλ, που ήταν ο σιδεράς. Σχεδόν τον έφτανε στο μπόι και ήταν γεροδεμένη, αλλά όμορφη. «Η Άλσμπετ βάζει κάτω τον Χάραλ. Δεν μπορώ να το πιστέψω...»

«Η Μαλένα δεν είναι μεγαλόσωμη, αλλά έχει — έχει μέσα της φωτιά, Νυνάβε. Πηγαινοέφερνε την Άλσμπετ σ’ όλο το χωριό, δέρνοντάς την μ’ ένα ραβδί, και όσοι το βλέπαμε δεν κοτούσαμε να τη σταματήσουμε. Όταν το έμαθαν ο Μπραν και ο Χάραλ, είπαν ότι έπρεπε να φύγει, έστω κι αν έμπλεκαν στις δουλειές του Κύκλου των Γυναικών. Νομίζω ότι μερικές στον Κύκλο θα τους άκουγαν, αλλά το ίδιο βράδυ ο Μπραν και ο Χάραλ αρρώστησαν, και πέθαναν ο ένας μια μέρα μετά τον άλλο». Η Μάριν δάγκωσε το χείλος της και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, σαν να πίστευε ότι ίσως κρυβόταν κανείς εκεί. Χαμήλωσε τη φωνή της. «Η Μαλένα τους ετοίμασε φάρμακα. Είπε ότι, έστω κι αν την κατέκριναν, ήταν καθήκον της. Είδα... Είδα ότι ανάμεσα σ’ αυτά που είχε πάρει μαζί της, είχε και γκρίζο μάραθο».

Η Νυνάβε άφησε μια κοφτή κραυγή. «Μα... είσαι σίγουρη, Μάριν; Είσαι σίγουρη;» Η άλλη ένευσε, μόρφασε, στα πρόθυρα δακρίων. «Μάριν, αν υποψιαζόσουν ότι αυτή η γυναίκα μπορεί να δηλητηρίασε τον Μπραν, πώς μπόρεσες να μην πας στον Κύκλο;»

«Είπε ότι ο Μπραν και ο Χάραλ δεν περπατούσαν στο Φως», είπε η Μάριν, με χαμηλή, μασημένη φωνή, «έτσι που έβγαζαν λόγια για τη Σοφία. Είπε ότι αυτός ήταν ο λόγος που πέθαναν· το Φως τους εγκατέλειψε. Όλο για την αμαρτία λέει. Είπε ότι ο Πάετ αλ’Κάαρ είχε αμαρτήσει, αφού μιλούσε εναντίον της, μετά απ’ όταν πέθαναν ο Μπραν και ο Χάραλ. Το μόνο που είχε πει ο Πάετ ήταν ότι η Μαλένα δεν ήταν τόσο καλή στη Θεραπεία όσο εσύ, αλλά αυτή ζωγράφισε το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα του, εκεί μπροστά σε όλους, με ένα κάρβουνο στο χέρι. Και τα δύο αγόρια του πέθαναν την ίδια βδομάδα — όταν η μητέρα τους πήγε να τους ξυπνήσει, ήταν πεθαμένοι. Η καημένη η Νέλα. Τη βρήκαμε να τριγυρνά κλαίγοντας και γελώντας μαζί, και να ουρλιάζει ότι ο Πάετ ήταν ο Σκοτεινός και αυτός είχε σκοτώσει τα αγόρια της. Την άλλη μέρα ο Πάετ κρεμάστηκε». Ανατρίχιασε και η φωνή της χαμήλωσε, τόσο που η Νυνάβε δύσκολα την άκουγε. «Έχω τέσσερις κόρες, που ζουν ακόμα στο σπίτι μου. Ζουν, Νυνάβε. Καταλαβαίνεις τι λέω. Ζουν ακόμα, και θέλω να ζήσουν».

Η Νυνάβε ένιωσε παγωνιά ως το κόκαλο. «Μάριν, δεν μπορείς να το αφήσεις έτσι». Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε αθένος. Έδιωξε τη σκέψη. «Αν ο Κύκλος των Γυναικών σταθεί ενωμένος, μπορείτε να την ξεφορτωθείτε».

«Να σταθούμε ενωμένες μπροστά στη Μαλένα;» Το γέλιο της Μάριν πιο πολύ έμοιαζε με λυγμό. «Όλοι τη φοβόμαστε. Αλλά τα καταφέρνει με τα παιδιά. Αυτό τον καιρό φαίνεται ότι συνέχεια αρρωσταίνουν, αλλά η Μαλένα κάνει ό,τι μπορεί. Σχεδόν κανένας ποτέ δεν πέθανε από αρρώστια, όταν ήσουν Σοφία».

«Μάριν, άκουσέ με. Δεν καταλαβαίνεις γιατί υπάρχουν συνέχεια άρρωστα παιδιά; Αν δεν μπορεί να σας κάνει να τη φοβηθείτε, μπορεί να σας πείσει ότι τη χρειάζεστε για τα παιδιά. Αυτή το κάνει, Μάριν. Όπως το έκανε στον Μπραν».

«Δεν μπορεί», είπε ξεψυχισμένα η Μάριν. «Δεν Θα έκανε τέτοιο πράγμα, στα μικρά».

«Αυτό κάνει, Μάριν». Ο δρόμος της επιστροφής— Η Νυνάβε έπνιξε τη σκέψη δίχως έλεος. «Υπάρχει καμία στον Κύκλο που να μη φοβάται; Κάποια που να ακούσει;»

Η άλλη είπε, «Δεν υπάρχει καμία που να μη φοβάται. Αλλά ίσως ακούσει η Κόριν Αγιέλιν. Αν σ’ ακούσει, ίσως φέρει δυο-τρεις ακόμα. Νυνάβε, αν σε ακούσουν αρκετές στον Κύκλο, θα ξαναγίνεις η Σοφία μας; Νομίζω πως είσαι η μόνη που δεν Θα σκύψει το κεφάλι στη Μαλένα, έστω κι αν ξέρουμε όλες τι γίνεται. Εσύ δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι».

«Θα το κάνω». Ο δρόμος της επιστροφής— Όχι! Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι! «Πάρε το μανδύα σου και πάμε στην Κόριν». Η Μάριν δίσταζε να αφήσει το πανδοχείο και, όταν στο τέλος η Νυνάβε την έβγαλε έξω, προχωρούσε από κατώφλι σε κατώφλι, ζαρώνοντας, στήνοντας αυτί.

Πριν φτάσουν στο σπίτι της Κόριν Αγιέλιν, η Νυνάβε είδε μια ψηλή, λιπόσαρκη γυναίκα, που προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές στην άλλη πλευρά του Πράσινου, πηγαίνοντας προς το πανδοχείο, κόβοντας τις κορφές των αγριόχορτων και χτυπώντας τις με μια χοντρή βέργα από ιτιά. Αν και ήταν κοκαλιάρα, φαινόταν νευρώδης και δυνατή, και έσφιγγε τα χείλη αποφασισμένα. Ο Τσεν Μπούι έτρεχε στο κατόπι της.

«Η Μαλένα». Η Μάριν τράβηξε τη Νυνάβε στο άνοιγμα ανάμεσα σε δυο σπίτια και μίλησε ψιθυριστά, σαν να φοβόταν ότι η άλλη γυναίκα δα την άκουγε εκεί πέρα στο Πράσινο. «Το ήξερα ότι ο Τσεν Θα έτρεχε σ’ αυτήν».

Κάτι έκανε τη Νυνάβε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Πίσω της στεκόταν μια ασημένια αψίδα, που απλωνόταν ανάμεσα στα δυο σπίτια, με μια λευκή λάμψη. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξει σθένος.

Η Μάριν άφησε μια κραυγούλα. «Μας είδε. Το Φως να μας βοηθήσει, έρχεται κατά δω!»

Η ψηλή γυναίκα είχε στρίψει και διέσχιζε το Πράσινο, αφήνοντας τον Τσεν να στέκεται αβέβαιος. Δεν υπήρχε η παραμικρή αβεβαιότητα στο πρόσωπο της Μαλένας. Περπατούσε αργά, σαν να μην είχαν οι άλλες ελπίδα διαφυγής, κι ένα άσπλαχνο χαμόγελο δυνάμωνε με κάθε βήμα.

Η Μάριν τράβηξε τη Νυνάβε από το μανίκι. «Πρέπει να τρέξουμε. Πρέπει να κρυφτούμε. Νυνάβε, έλα. Ο Τσεν θα της έχει πει ποια είσαι. Δεν της αρέσει ούτε να μιλάμε για σένα».

Η ασημένια αψίδα τραβούσε το βλέμμα της Νυνάβε. Ο δρόμος της επιστροφής... Κούνησε δυνατά το κεφάλι, προσπαθώντας να θυμηθεί. Δεν είναι πραγματικό. Κοίταζε τη Μάριν· ο απόλυτος τρόμος παραμόρφωνε το πρόσωπο της. Πρέπει να δείξεις σθένος για να επιζήσεις.

«Σε παρακαλώ, Νυνάβε. Με είδε μαζί σου. Με-εί-δε! Σε παρακαλώ, Νυνάβε!»

Η Μαλένα πλησίασε αμείλικτη. Οι άνθρωποι μου. Η αψίδα έλαμπε. Ο δρόμος της επιστροφής. Δεν είναι πραγματικό.

Μ’ ένα λυγμό, η Νυνάβε τράβηξε το χέρι που της έσφιγγε η Μάριν και όρμηξε στην ασημένια λάμψη.

Η κραυγή της Μάριν την καταδίωξε. «Για την αγάπη του Φωτός, Νυνάβε, βοήθησέ με! ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ!»

Την τύλιξε η λάμψη.


Η Νυνάβε βγήκε παραπατώντας, κοιτάζοντας απλανώς, σχεδόν χωρίς να αντιλαμβάνεται το θάλαμο ή τις Άες Σεντάι. Ακόμα αντηχούσε στα αυτιά της η τελευταία κραυγή της Μάριν. Δεν αντέδρασε, όταν έχυσαν ξαφνικά κρύο νερό στο κεφάλι της.

«Πλύθηκες από την ψεύτικη περηφάνια. Πλύδηκες από τις ψεύτικες φιλοδοξίες. Ήρθες σε μας καθαρή, στην καρδιά και στην ψυχή». Καθώς η Κόκκινη Άες Σεντάι έκανε πίσω, η Σέριαμ πλησίασε και πήρε τη Νυνάβε από το μπράτσο.

Η Νυνάβε τινάχτηκε και μετά κατάλαβε ποια ήταν. Άρπαζε και με τα δυο χέρια τη Σέριαμ από το κολάρο του φορέματός της. «Πες μου ότι δεν ήταν πραγματικό. Πες μου!»

«Ήταν άσχημα;» Η Σέριαμ της ξεκόλλησε τα χέρια από πάνω της, σαν να είχε συνηθίσει σ’ αυτή την αντίδραση. «Πάντα είναι χειρότερο, και το τρίτο είναι το χειρότερο απ’ όλα».

«Άφησα τη φίλη μου... Άφησα τους ανθρώπους μου... στο Χάσμα του Χαμού για να ξαναγυρίσω». Σε παρακαλώ, Φως μου, μακάρι να μην ήταν πραγματικό. Να μην τις... Πρέπει να κάνω τη Μουαραίν να πληρώσει. Πρέπει να πληρώσει!

«Υπάρχει πάντα λόγος για να μην γυρίσεις, κάτι που θα σε εμποδίσει, ή θα σου αποσπάσει την προσοχή. Αυτό το τερ’ανγκριάλ υφαίνει παγίδες γύρω σου, φτιαγμένες από το ίδιο το μυαλό σου, τις υφαίνει γερές και δυνατές, πιο γερές από ατσάλι και πιο θανάσιμες κι από δηλητήριο. Γι’ αυτό το χρησιμοποιούμε ως δοκιμασία. Πρέπει να θέλεις να γίνεις Άες Σεντάι περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, τόσο που να αντιμετωπίσεις τα πάντα, που να αφήσεις τα πάντα, για να το κατορθώσεις. Ο Λευκός Πύργος δεν μπορεί να δεχθεί τίποτα λιγότερο. Το απαιτούμε εκ μέρους σου».

«Έχετε μεγάλες απαιτήσεις». Η Νυνάβε κοίταξε την τρίτη αψίδα, καθώς η κοκκινομάλλα Άες Σεντάι την πήγαινε εκεί. Το τρίτο είναι το χειρότερο. «Φοβάμαι», ψιθύρισε. Μπορεί να υπάρχει χειρότερο από αυτό που μόλις έκανα;

«Ωραία», είπε η Σέριαμ. «Ζητάς να γίνεις Άες Σεντάι, να διαβιβάζεις τη Μία Δύναμη. Καμία δεν θα πρέπει να την πλησιάζει δίχως φόβο και δέος. Ο φόβος θα σε κάνει επιφυλακτική· το δέος θα σε κρατήσει ζωντανή». Γύρισε τη Νυνάβε έτσι που να αντικρίσει την αψίδα, αλλά δεν έφυγε αμέσως. «Καμία δεν σ’ αναγκάζει να μπεις και τρίτη φορά, παιδί μου».

Η Νυνάβε έγλειψε τα χείλη. «Αν αρνηθώ, θα με διώξετε από τον Πύργο και δεν θα με αφήσετε ποτέ να ξαναρθώ». Η Σέριαμ ένευσε. «Κι αυτό είναι το χειρότερο». Η Σέριαμ ένευσε πάλι. Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είμαι έτοιμη».

«Η τρίτη φορά», απήγγειλε η Σέριαμ με επισημότητα, «είναι γι’ αυτό που θα έρθει. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος».

Η Νυνάβε μπήκε τρέχοντας στην αψίδα.


Έτρεχε γελώντας μέσα στα στροβιλιζόμενα ούννεφα των πεταλούδων, που σηκώνονταν από το λιβάδι στην κορυφή του λόφου· αγριολούλουδα σκέπαζαν όλη την περιοχή μ’ ένα χαλί γεμάτο χρώματα, που έφτανε ως τα γόνατα. Η γκρίζα φοράδα της χοροπηδούσε νευρική στην άκρη του λιβαδιού με τα γκέμια κρεμασμένα και η Νυνάβε σταμάτησε να τρέχει για να μην τρομάξει πιο πολύ το ζώο. Μερικές πεταλούδες κάθισαν στο φόρεμά της, στα κεντητά λουλούδια και τα μαργαριταράκια, κι άλλες πετάρισαν γύρω από τα ζαφείρια και τους σεληνόλιθους στα μαλλιά της, που χύνονταν λυτά στους ώμους.

Κάτω, μπροστά στο λόφο, το διάδημα των Χιλίων Λιμνών απλωνόταν στην πόλη της Μαλκίρ, καθρεφτίζοντας τους Επτά Πύργους, που άγγιζαν τα σύννεφα, και λάβαρα με το Χρυσό Γερανό πετούσαν από τα ύψη τους μέσα στις ομίχλες. Η πόλη είχε χίλιους κήπους, αλλά η Νυνάβε προτιμούσε αυτό τον κήπο στη κορφή του λόφου, που δεν τον φρόντιζε κανείς. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

Ο ήχος από οπλές την έκανε να γυρίσει.

Ο αλ’Λαν Μαντράγκοραν, ο Βασιλιάς της Μαλκίρ, πήδηξε από τη ράχη του αλόγου του και την πλησίασε, περνώντας μέσα από τις πεταλούδες, γελώντας. Το πρόσωπο του έδειχνε άνθρωπο σκληρό, αλλά το χαμόγελο που είχε για χάρη της απάλυνε τις τραχιές γραμμές του.

Τον κοίταξε χάσκοντας ξαφνιασμένη, όταν την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Για μια στιγμή, κρεμάστηκε πάνω του, χαμένη, αντιγυρνώντας του το φιλί. Τα πόδια της κρέμονταν μερικές πιθαμές πάνω από το έδαφος, και δεν την ένοιαζε.

Ξαφνικά τον έσπρωξε, το πρόσωπο της αποτραβήχτηκε. «Όχι». Τον έσπρωξε πιο δυνατά. «Άφησέ με. Κατέβασε με». Εκείνος, σαστισμένος, την κατέβασε και τα πόδια της άγγιξαν το χώμα· έκανε πίσω, μακριά του. «Όχι αυτό», είπε. «Δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω. Ό,τι άλλο εκτός από αυτό». Σε παρακαλώ, άσε με να τα βάλω πάλι με τον Άγκινορ. Οι μνήμες στροβιλίστηκαν. Άγκινορ; Δεν ήξερε από που είχε έρθει αυτή η σκέψη. Οι μνήμες έγερναν και κλυδωνίζονταν, παρασυρμένα θραύσματα, σαν σπασμένος πάγος σε πλημμυρισμένο ποτάμι. Έψαξε να βρει τα κομμάτια, έψαξε να βρει κάτι να κρατηθεί.

«Είσαι καλά, αγαπημένη μου;» ρώτησε ανήσυχος ο Λαν.

«Μην με λες έτσι! Δεν είμαι η αγάπη σου! Δεν μπορώ να σε παντρευτώ!»

Εκείνος την ξάφνιασε, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και γελώντας τρανταχτά. «Κατά συνέπεια λες ότι δεν είμαστε παντρεμένοι, κάτι που ίσως ταράξει τα παιδιά μας, γυναίκα μου. Και πώς μπορεί να μην είσαι η αγάπη μου; Δεν έχω άλλη, και δεν θέλω άλλη αγάπη».

«Πρέπει να γυρίσω πίσω». Έψαξε απελπισμένα για την αψίδα, βρήκε μονάχα λιβάδι και ουρανό. Πιο γερές από ατσάλι και πιο θανάσιμες κι από δηλητήριο. Ο Λαν. Τα μωρά του Λαν. Φως μου, βοήθησέ με! «Τώρα πρέπει να γυρίσω πίσω».

«Να γυρίσεις πίσω; Πού; Στο Πεδίο του Έμοντ; Αν το επιθυμείς; Θα στείλω γράμματα στη Μοργκέις και θα διατάξω να ετοιμάσουν συνοδεία».

«Μόνη», μουρμούρισε αυτή, ακόμα ψάχνοντας. Πού είναι; Πρέπει να φύγω. «Δεν θα μπλέξω σ’ αυτά. Δεν θα το άντεχα. Όχι αυτό. Πρέπει να φύγω τώρα».

«Πού να μπλέξεις, Νυνάβε; Τι είναι αυτό που δεν αντέχεις; Όχι, Νυνάβε. Εδώ μπορείς να πηγαίνεις μόνη με το άλογό σου, αν θέλεις, αλλά, αν η Βασίλισσα των Μαλκιρινών πήγαινε στο Άντορ δίχως την ακολουθία της, η Μοργκέις θα σκανδαλιζόταν, για να μην πω ότι θα προσβαλλόταν. Δεν θέλεις να την προσβάλλεις, ε; Νόμιζα ότι εσείς οι δυο είστε φίλες».

Η Νυνάβε ένιωσε σαν να την είχαν χτυπήσει στο κεφάλι, πολλές φορές, και ήταν ζαλισμένη. «Βασίλισσα;» είπε διστακτικά. «Έχουμε μωρά;»

«Σίγουρα είσαι καλά; Μου φαίνεται ότι πρέπει να σε πάω στη Σαρίνα Σεντάι».

«Όχι». Ξανά οπισθοχώρησε. «Καμία Άες Σεντάι». Δεν είναι πραγματικό. Αυτή τη φορά δεν θα με παρασύρει. Όχι!

«Πολύ καλά», είπε εκείνος αργά. «Ως σύζυγος μου, πώς μπορεί να μην είσαι Βασίλισσα; Είμαστε Μαλκιρινοί εδώ, όχι νότιοι. Στέφθηκες στους Επτά Πύργους τη στιγμή που ανταλλάσσαμε δαχτυλίδια». Είχε κουνήσει ασυναίσθητα το αριστερό του χέρι· ένα απλό χρυσό δαχτυλίδι ήταν περασμένο στο δείκτη του. Η Νυνάβε κοίταξε το δικό της χέρι, το δαχτυλίδι που ήξερε ότι θα ήταν εκεί· το έσφιξε με το άλλο χέρι, αλλά δεν ήξερε αν το είχε κάνει για να αρνηθεί την παρουσία του ή για να το κρατήσει. «Θυμάσαι τώρα;» συνέχισε ο Λαν. Άπλωσε το χέρι του σαν να ήθελε να της χαϊδέψει το μάγουλο, κι εκείνη έκανε άλλα έξι βήματα πίσω. Αναστέναξε και είπε, «Όπως επιθυμείς, αγάπη μου. Έχουμε τρία παιδιά, αν και μόνο ένα μπορείς να πεις πως είναι ακόμα μωρό. Ο Μάρικ φτάνει σχεδόν ως τους ώμους σου, και δεν μπορεί να αποφασίσει αν αγαπά πιο πολύ τα άλογα ή τα βιβλία. Η Ελνόρ μαθαίνει πώς να κάνει τα αγόρια να γυρνούν το κεφάλι και τις άλλες ώρες ζαλίζει τη Σαρίνα με τα σχέδιά της για να πάει στο Λευκό Πύργο, όταν φτάσει στην κατάλληλη ηλικία».

«Ελνόρ ήταν το όνομα της μητέρας μου», είπε η Νυνάβε με απαλή φωνή.

«Αυτό είπες όταν το διάλεξες. Νυνάβε—»

«Όχι. Δεν θα παρασυρθώ αυτή τη φορά. Όχι. Δεν θα παρασυρθώ!» Πιο πέρα του, ανάμεσα στα δέντρα πλάι στο λιβάδι, είδε την ασημένια αψίδα. Προηγουμένως την έκρυβαν τα δέντρα. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Στράφηκε προς τα κει. «Πρέπει να φύγω». Εκείνος της έπιασε το χέρι και η Νυνάβε ένιωσε σαν να είχαν ριζώσει τα πόδια της στην πέτρα· δεν μπορούσε να αποτραβηχτεί.

«Δεν ξέρω τι σε βασανίζει, γυναίκα μου, αλλά ό,τι κι αν είναι, πες μου και θα το λύσω. Ξέρω ότι δεν ήμουν ο καλύτερος σύζυγος. Ήμουν πολύ τραχύς, αλλά εσύ με μαλάκωσες αρκετά».

«Είσαι ο καλύτερος σύζυγος», μουρμούρισε αυτή. Προς φρίκη της, βρήκε ότι τον θυμόταν ως σύζυγο, ότι θυμόταν γέλια και δάκρυα, πικρούς καυγάδες και γλυκά ξαναφιλιώματα. Οι αναμνήσεις ήταν θολές, αλλά τις ένιωθε να δυναμώνουν, να γίνονται πιο τρυφερές. «Δεν μπορώ». Η αψίδα στεκόταν εκεί, λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα. Ο δρόμος της επιστροφής θα έρθει μόνο μία φορά. Δείξε σθένος.

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει, Νυνάβε, αλλά νιώθω ότι σε χάνω. Δεν θα το άντεχα αυτό». Ακούμπησε τα μαλλιά της· η Νυνάβε έκλεισε τα μάτια κι έγειρε ακουμπώντας το μάγουλό της στο χέρι του. «Μείνε μαζί μου για πάντα».

«Θέλω να μείνω», είπε εκείνη με απαλή φωνή. «Θέλω να μείνω μαζί σου». Όταν άνοιξε τα μάτια της, η αψίδα είχε χαθεί... θα έρθει μόνο μία φορά. «Όχι. Όχι!»

Ο Λαν της γύρισε το κεφάλι για να τον κοιτάξει. «Τι σε βασανίζει; Πρέπει να μου πεις, αν θέλεις να σε βοηθήσω».

«Αυτό δεν είναι πραγματικό».

«Δεν είναι πραγματικό; Πριν σε γνωρίσω, νόμιζα πως τίποτα δεν ήταν πραγματικό εκτός από το σπαθί. Κοίτα γύρω σου, Νυνάβε. Είναι πραγματικό. Ό,τι θέλεις να γίνει πραγματικό, μπορούμε να το κάνουμε έτσι μαζί, εγώ κι εσύ».

Κοίταξε γύρω της με απορία. Το λιβάδι ήταν ακόμα εκεί. Οι Επτά Πύργοι στέκονταν ακόμα πάνω από τις Χίλιες Λίμνες. Η αψίδα είχε χαθεί, μα τίποτα άλλο δεν έμοιαζε να έχει αλλάξει. Θα μπορούσα να μείνω εδώ. Με τον Λαν. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οι σκέψεις της γυρνούσαν σαν σβούρα. Τίποτα δεν άλλαζε. Η Εγκουέν είναι μόνη στον Λευκό Πύργο. Ο Ραντ θα διαβιβάσει τη Μία Δύναμη και θα τρελαθεί. Και τι θα απογίνουν ο Ματ και ο Πέριν; Μπορούν να αλλάζουν έστω μια γωνιά της ζωής τους; Και η Μουαραίν, που μας έκανε τις ζωές χίλια κομμάτια, ακόμα τριγυρνά ελεύθερη.

«Πρέπει να γυρίσω πίσω», ψιθύρισε. Μην μπορώντας να αντέξει τον πόνο στο πρόσωπο του, αποτραβήχτηκε μακριά του. Σχημάτισε με προσοχή ένα μπουμπούκι στο μυαλό της, ένα λευκό μπουμπούκι από αγκαθωτή βάτο. Έκανε τα αγκάθια μεγάλα και άγρια, ευχήθηκε να της τρυπούσαν τη σάρκα, ένιωσε σαν να κρεμόταν ήδη ολόκληρη από τα κλαριά της βάτου. Η φωνή της Σέριαμ Σεντάι χόρευε λίγο πιο πέρα από κει που θα την άκουγε, λέγοντάς της ότι ήταν επικίνδυνο να προσπαθήσει να διαβιβάσει τη Δύναμη. Το μπουμπούκι άνοιξε και το σαϊντάρ τη γέμισε φως.

«Νυνάβε, πες μου τι συμβαίνει».

Η φωνή του Λαν της τάραξε την αυτοσυγκέντρωση· αρνήθηκε να την ακούσει. Έπρεπε να υπάρχει ακόμα ο δρόμος του γυρισμού. Κοιτάζοντας το σημείο που ήταν πριν η αψίδα, προσπάθησε να βρει κάποιο ίχνος της. Δεν υπήρχε τίποτα.

«Νυνάβε...»

Προσπάθησε να δει την αψίδα με το νου της, να την πλάσει και να τη σχηματίσει με κάθε λεπτομέρεια, μια καμπύλη από λαμπερό μέταλλο γεμάτη από μια λάμψη, σαν φωτιά σε χιόνι. Της φάνηκε να τρεμουλιάζει εκεί, μπροστά της· στην αρχή ήταν ανάμεσα στην ίδια και στα δέντρα, και μετά δεν υπήρχε, και μετά ήταν πάλι εκεί.

«...σ’ αγαπώ...»

Τράβηξε το σαϊντάρ, πίνοντας τη ροή της Μίας Δύναμης, τόσο που της φάνηκε ότι θα έσκαγε. Τη γέμισε η ακτινοβολία, έλαμψε ολόγυρά της, πόνεσε τα μάτια της. Η κάψα έμοιαζε να την κατακαίει. Η αψίδα που τρεμόσβηνε σταθεροποιήθηκε, σταμάτησε, στάθηκε ολόκληρη εμπρός της. Το σώμα της έμοιαζε γεμάτο από φωτιά και πόνο· ένιωθε τα κόκαλά της να καίγονται, το κρανίο της ήταν σαν βρυχώμενο καμίνι.

«...μ’ όλη μου την καρδιά».

Έτρεξε προς την ασημένια αψίδα, χωρίς να αφήσει τον εαυτό της να κοιτάξει πίσω. Ήταν σίγουρη πως το πιο πικρό πράγμα που θα άκουγε ποτέ θα ήταν η κραυγή για βοήθεια της Μάριν αλ’Βερ, αλλά εκείνο ήταν μέλι πλάι στην αγωνιώδη φωνή του Λαν, που την κατεδίωκε. «Νυνάβε, σε παρακαλώ, μην με αφήνεις».

Έγινε παρανάλωμα της λευκής λάμψης.


Η Νυνάβε, γυμνή, βγήκε παραπατώντας από την αψίδα και έπεσε στα γόνατα, με το στόμα μισάνοιχτο, κλαίγοντας, με τα δάκρια να κυλούν στα μάγουλά της. Η Σέριαμ γονάτισε πλάι της. Η Νυνάβε αγριοκοίταξε την κοκκινομάλλα Άες Σεντάι. «Σε μισώ!» κατάφερε να πει άγρια, λαχανιασμένα. «Μισώ όλες τις Άες Σεντάι!»

Η Σέριαμ άφησε ένα μικρό στεναγμό και μετά σήκωσε όρθια τη Νυνάβε. «Παιδί μου, όλες σχεδόν οι γυναίκες που το κάνουν λένε πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα. Δεν είναι μικρό πράγμα να σε βάζουν να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου. Τι είναι αυτό;» είπε κοφτά, γυρνώντας τις παλάμες της Νυνάβε προς τα πάνω.

Τα χέρια της Νυνάβε τρεμούλιασαν από έναν ξαφνικό πόνο, που δεν είχε νιώσει πριν. Χωμένο σε κάθε παλάμη, ακριβώς στο κέντρο, ήταν ένα μακρύ, μαύρο αγκάθι. Η Σέριαμ τα τράβηξε προσεκτικά· η Νυνάβε ένιωσε τη δροσερή αίσθηση της Θεραπείας με το άγγιγμα της Άες Σεντάι. Όταν βγήκαν και τα δύο αγκάθια, άφησαν μόνο μικρές ουλές και στις δύο πλευρές του χεριού της.

Η Σέριαμ συνοφρυώθηκε. «Δεν θα ’πρεπε να υπάρχουν ουλές. Και πού βρήκες μόνο δύο, βαλμένα με τόση ακρίβεια; Αν είχες πέσει σε βάτο, θα ’πρεπε να είσαι γεμάτη γρατζουνιές και αγκάθια».

«Θα ’πρεπε», συμφώνησε πικρά η Νυνάβε. «Ίσως νόμιζα ότι είχα ήδη πληρώσει αρκετά».

«Πάντα υπάρχει ένα τίμημα», συμφώνησε η Άες Σεντάι. «Έλα τώρα. Πλήρωσες το πρώτο τίμημα. Πάρε αυτό για το οποίο πλήρωσες». Έσπρωξε ελαφρά τη Νυνάβε μπροστά.

Η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι στο θάλαμο υπήρχαν περισσότερες Άες Σεντάι. Ήταν εκεί η Άμερλιν με το ριγέ οράριό της, και δεξιά κι αριστερά της είχε αδελφές από όλα τα Άτζα, που καθεμιά φορούσε το σάλι της, κι όλες κοίταζαν τη Νυνάβε. Αυτή θυμήθηκε τις οδηγίες της Σέριαμ, προχώρησε με ασταθή βήματα και γονάτισε μπροστά στην Άμερλιν. Η Άμερλιν είχε το τελευταίο κύπελλο και το έγειρε αργά πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε.

«Πλύθηκες από την Νυνάβε αλ’Μεάρα από το Πεδίο του Έμοντ. Πλύθηκες από όλους τους δεσμούς που σε ενώνουν με τον κόσμο. Ήρθες σε μας πλυμένη, στην καρδιά και στην ψυχή. Είσαι η Νυνάβε αλ’Μεάρα, Αποδεχθείσα του Λευκού Πύργου». Η Άμερλιν έδωσε το κύπελλο σε μια αδελφή και σήκωσε όρθια τη Νυνάβε. «Τώρα αφιερώθηκες σε μας».

Τα μάτια της Άμερλιν έμοιαζαν να έχουν μια σκοτεινή λάμψη. Το τρεμούλιασμα της Νυνάβε δεν είχε σχέση με το ότι ήταν γυμνή και μουσκεμένη.

Загрузка...