Η Νυνάβε έσπρωξε την Ηλαίην σ’ ένα στενάκι ανάμεσα σ’ ένα υφασματοπωλείο και σ’ ένα εργαστήρι αγγειοπλάστη, καθώς περνούσαν δυο γυναίκες συνδεμένες μ’ ένα ασημόχρωμο λουρί, κατηφορίζοντας το καλντερίμι προς το λιμάνι του Φάλμε. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν αυτές τις γυναίκες, ή να αφήσουν να τις πλησιάσουν αυτές. Ο κόσμος στο δρόμο άνοιγε χώρο γι’ αυτές τις δύο πιο γρήγορα απ’ όσο παραμέριζε για τους Σωντσάν στρατιώτες, ή για το σπάνιο παλανκίνο με τις χοντρές κουρτίνες, τώρα που έκανε παγωνιά. Ακόμα και οι καλλιτέχνες του δρόμου δεν πρότειναν να κάνουν τα πορτραίτα τους με κιμωλία ή μολύβι, αν και ενοχλούσαν όλο τον άλλο κόσμο. Το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε, καθώς το βλέμμα της ακολουθούσε τη σουλ’ντάμ και τη νταμέην μέσα στο πλήθος. Ακόμα και μετά από αρκετές βδομάδες στην πόλη, το θέαμα την αρρώσταινε. Ίσως τώρα την αρρώσταινε περισσότερο. Δεν φανταζόταν να το κάνει αυτό σε καμία γυναίκα, ούτε καν στη Μουαραίν ή στη Λίαντριν.
Στη Λίαντριν, μπορεί, παραδέχτηκε ξινά. Μερικά βράδια, στο μικρό, δύσοσμο δωματιάκι που νοίκιαζαν πάνω από ένα ιχθυοπωλείο, σκεφτόταν τι θα της άρεσε να κάνει στη Λίαντριν, όταν έπεφτε στα χέρια της. Στη Λίαντριν περισσότερο κι από τη Σούροθ. Αρκετές φορές είχε σοκαριστεί με τη σκληρότητά της, την ίδια στιγμή που χαιρόταν με την εφευρετικότητά της.
Προσπαθώντας να μη χάσει από το βλέμμα το ζευγάρι των γυναικών, είδε έναν κοκαλιάρη, αρκετά πιο κάτω στο δρόμο, για λίγο, πριν το πλήθος τον ξανακρύψει. Είχε δει φευγαλέα μια μεγάλη μύτη κι ένα στενό πρόσωπο. Ο κοκαλιάρης πάνω από τα ρούχα του φορούσε μια πολυτελή, μπρουτζόχρωμη βελούδινη ρόμπα, στο κόψιμο που συνήθιζαν οι Σωντσάν, αλλά της Νυνάβε της φάνηκε πως δεν ήταν Σωντσάν, αν και ο υπηρέτης που τον ακολουθούσε ήταν, και μάλιστα υπηρέτης ανώτερου βαθμού, με τον ένα κρόταφο ξυρισμένο. Οι ντόπιοι δεν είχαν μιμηθεί τη μόδα των Σωντσάν, και ειδικά τα χτενίσματα. Αυτός έμοιαζε με τον Πάνταν Φάιν, σκέφτηκε δύσπιστα. Δεν μπορεί να ήταν, και μάλιστα εδώ πέρα.
«Νυνάβε», είπε χαμηλόφωνα η Ηλαίην, «μπορούμε να συνεχίσουμε τώρα; Αυτός ο τύπος που πουλάει μήλα κοιτάζει τον πάγκο του, σαν να σκέφτεται μήπως πριν είχε περισσότερα, και δεν θέλω να του έρθει η απορία τι έχω στις τσέπες μου».
Και οι δύο φορούσαν μακριά πανωφόρια, φτιαγμένα από δέρμα προβάτου, με το τρίχωμα γυρισμένο από τη μέσα μεριά και με λαμπερές κόκκινες σπείρες κεντημένες στο στήθος. Ήταν ρούχα χωρικών, αλλά όχι εκτός τόπου στο Φάλμε, όπου πολλοί είχαν έρθει από αγροκτήματα και χωριά. Ανάμεσα σε τόσους ξένους, οι δυο τους είχαν καταφέρει να μπουν και να περάσουν απαρατήρητες. Η Νυνάβε είχε λύσει την πλεξούδα της και το χρυσό δαχτυλίδι της, το ερπετό που έτρωγε την ουρά του, τώρα φώλιαζε σ’ ένα δερμάτινο κορδόνι γύρω από το λαιμό της, κάτω από το φόρεμά της, πλάι στο βαρύ δαχτυλίδι του Λαν.
Οι μεγάλες τσέπες του πανωφοριού της Ηλαίην είχαν ύποπτα εξογκώματα.
«Έκλεψες τα μήλα;» σφύριξε χαμηλόφωνα η Νυνάβε, τραβώντας την Ηλαίην στον πολυσύχναστο δρόμο. «Ηλαίην, δεν είμαστε αναγκασμένες να κλέβουμε. Όχι ακόμα, δηλαδή».
«Όχι, ε; Πόσα λεφτά μας έμειναν; Τις τελευταίες μέρες λες πολύ συχνά «δεν πεινάω» την ώρα του φαγητού».
«Ε, αφού δεν πεινάω», την άρπαξε η Νυνάβε, προσπαθώντας να μη δώσει σημασία στο κενό που ένιωθε στο στομάχι της. Όλα κόστιζαν παραπάνω απ’ όσο περίμενε· είχε ακούσει τους ντόπιους να παραπονιούνται για τις τιμές, που είχαν ακριβύνει μετά τον ερχομό των Σωντσάν. «Δώσε μου ένα». Το μήλο που ψάρεψε η Ηλαίην από την τσέπη της ήταν μικρό και σκληρό, αλλά έτριξε και γέμισε το στόμα της με μια υπέροχη γλύκα όταν το δάγκωσε η Νυνάβε. Έγλειψε τους χυμούς από τα χείλη της. «Πώς κατάφερες να—» Τράβηξε απότομα τη Νυνάβε, η οποία σταμάτησε και την κοίταξε κατάματα. «Μήπως...; Μήπως...;» Δεν έβρισκε τρόπο να το πει τον κόσμο να περνά δίπλα τους ποτάμι, όμως η Ηλαίην κατάλαβε.
«Λιγουλάκι μόνο. Έριξα το σωρό με τα πεπόνια που είχαν μαλακώσει, κι όταν αυτός τα ξανάβαζε στη δέση τους...»
Η Ηλαίην δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να κοκκινίσει ή να δείξει αμηχανία, κατά τη γνώμη της Νυνάβε. Τρώγοντας αμέριμνη ένα μήλο, σήκωσε τους ώμους. «Μην με κοιτάζεις έτσι. Κοίταξα με προσοχή για να βεβαιωθώ ότι δεν υπήρχε κοντά νταμέην». Ξεφύσηξε. «Αν με κρατούσαν αιχμάλωτη, δεν θα βοηθούσα τους δεσμοφύλακες μου να βρουν και να σκλαβώσουν άλλες γυναίκες. Αν και από τον τρόπο που φέρονται οι Φαλμινοί, θα ’λεγε κανείς ότι είναι ισόβιοι υπηρέτες των Σωντσάν, αντί να είναι Θανάσιμοι εχθροί τους, όπως και θα ήταν το σωστό». Κοίταξε γύρω της, με απροκάλυπτη περιφρόνηση τους ανθρώπους που περνούσαν βιαστικά· μπορούσε κανείς να ακολουθήσει τη διαδρομή οποιουδήποτε Σωντσάν, ακόμα και απλού στρατιώτη, ακόμα και από μακριά, βλέποντας τα κύματα των υποκλίσεων. «Θα ’πρεπε να αντισταθούν. Θα ’πρεπε να πάρουν τα όπλα».
«Πώς; Ενάντια... σ’ αυτό».
Αναγκάστηκαν να πάνε στην άκρη του δρόμου μαζί με όλους τους άλλους, καθώς πλησίαζε μια περίπολος των Σωντσάν από τη μεριά του λιμανιού. Η Νυνάβε κατάφερε να υποκλιθεί με τα χέρια στα γόνατα, με το πρόσωπο της γυμνασμένο να δείχνει απόλυτα ανέκφραστο. Η Ηλαίην άργησε να σκύψει, και υποκλίθηκε στραβώνοντας το στόμα με αηδία.
Η περίπολος είχε περίπου είκοσι αρματωμένους, άνδρες και γυναίκες, που καβαλούσαν άλογα, κάτι για το οποίο η Ηλαίην ένιωσε ευγνωμοσύνη. Λεν μπορούσε να συνηθίσει το θέαμα ανθρώπων που καβαλούσαν πλάσματα τα οποία έμοιαζαν με γάτες με μπρουτζόχρωμες φολίδες, δίχως ουρά, και όταν έβλεπε αναβάτη στα ιπτάμενα θηρία ζαλιζόταν· χαιρόταν που ήταν τόσο λίγα. Πάντως, την περίπολο συμπλήρωναν δύο δεμένα κτήνη, όμοια με άπτερα πουλιά με τραχύ πετσί, με κοφτερά ράμφη, που πρόβαλλαν πάνω από τα κράνη των στρατιωτών. Τα μακριά, νευρώδη πόδια τους έδειχναν ότι ίσως μπορούσαν να τρέξουν πιο γρήγορα από κάθε άλογο.
Ίσιωσε το κορμί της αργά, όταν πέρασαν οι Σωντσάν. Μερικοί απ’ αυτούς που είχαν υποκλιθεί στην περίπολο έμοιαζαν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια· κανένας δεν είχε συνηθίσει την όψη των τεράτων των Σωντσάν εκτός από τους ίδιους τους Σωντσάν. «Ηλαίην», είπε απαλά, καθώς συνέχιζαν το δρόμο τους, «αν μας πιάσουν ποτέ, ορκίζομαι ότι, πριν μας σκοτώσουν, ή πριν κάνουν ό,τι είναι να κάνουν, θα τους παρακαλέσω γονατιστή να με αφήσουν να σε κάνω μαύρη στο ξύλο με την πιο γερή βέργα που θα βρω! Αν δεν μάθεις να προσέχεις, ίσως είναι καιρός να γυρίσεις στην Ταρ Βάλον, ή στο σπίτι σου στο Κάεμλυν, οπουδήποτε εκτός από δω».
«Προσέχω. Τουλάχιστον κοίταξα να δω ότι δεν υπήρχε νταμέην κοντά. Εσύ όμως; Σ’ έχω δει να διαβιβάζεις με νταμέην μπροστά στα μάτια σου».
«Κοίταξα και είδα ότι δεν με πρόσεχε», μουρμούρισε η Νυνάβε. Για να το καταφέρει, είχε μαζέψει όλο το θυμό που ένιωθε, βλέποντας γυναίκες δεμένες σαν ζώα. «Και το έκανα μονάχα μια φορά. Και ήταν μια σταγονίτσα».
«Σταγονίτσα; Κάτσαμε τρεις μέρες να κρυβόμαστε στο δωμάτιό μας, ανασαίνοντας ψαρίλα, ενώ οι Σωντσάν έψαχναν σ’ όλη την πόλη για να βρουν ποια το είχε κάνει. Έτσι εννοείς την προσοχή;»
«Έπρεπε να ξέρω αν υπάρχει τρόπος να λύσουμε τα κολάρα». Της φαινόταν ότι υπήρχε. Θα έπρεπε να δοκιμάσει τουλάχιστον ένα κολάρο ακόμα για να βεβαιωθεί, και δεν ένιωθε ιδιαίτερη βιασύνη γι’ αυτό. Στην αρχή σκεφτόταν, όπως και η Ηλαίην, ότι οι νταμέην πρέπει να ήταν αιχμάλωτες πρόθυμες να δραπετεύσουν, αλλά τον συναγερμό τον είχε δώσει η γυναίκα με το κολάρο.
Τις πέρασε ένας άνδρας, σπρώχνοντας καροτσάκι που αναπηδούσε στο καλντερίμι, διαλαλώντας ότι ακόνιζε ψαλίδια και μαχαίρια. «Θα ’πρεπε κάπως να αντισταθούν», μούγκρισε η Ηλαίην. «Ό,τι γίνεται γύρω τους, που έχει σχέση με τους Σωντσάν, κάνουν σαν να μην το βλέπουν».
Η Νυνάβε απλώς αναστέναξε. Το κακό ήταν ότι η Ηλαίην, εν μέρει, είχε δίκιο. Στην αρχή της είχε φανεί ότι η υποτακτική στάση των Φαλμινών ήταν απλή μάσκα, αλλά δεν είχε βρει το παραμικρό ίχνος αντίστασης. Στην αρχή είχε ψάξει, ελπίζοντας να βρει βοήθεια για να απελευθερώσει την Εγκουέν και τη Μιν, αλλά όλοι τρόμαζαν ακόμα και με την παραμικρή νύξη για αντίσταση στους Σωντσάν, και η Νυνάβε σταμάτησε να ρωτά πριν τραβήξει ανεπιθύμητα βλέμματα. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε να φανταστεί πώς δα μπορούσαν να πολεμήσουν. Τέρατα και Άες Σεντάι. Πώς να τα βάλεις με τέρατα και Άες Σεντάι;
Μπροστά τους στέκονταν πέντε ψηλά πέτρινα σπίτια, από τα μεγαλύτερα της πόλης, που αποτελούσαν ένα οικοδομικό τετράγωνο. Ένα δρόμο πιο πριν, η Νυνάβε είχε ανακαλύψει ένα στενάκι πλάι σε ένα ραφείο, απ’ όπου μπορούσαν να παρακολουθούν τις εισόδους μερικών τουλάχιστον από τα ψηλά σπίτια. Δεν μπορούσαν να δουν όλες τις πόρτες μαζί —δεν ρίσκαρε να στείλει την Ηλαίην μόνη της για να βλέπει τις άλλες— αλλά δεν ήταν σοφό να πλησιάσουν περισσότερο. Πάνω από τις στέγες, στον επόμενο δρόμο, το λάβαρο με το χρυσό γεράκι του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ κυμάτιζε στον άνεμο.
Μόνο γυναίκες μπαινόβγαιναν σε κείνα τα σπίτια, κι οι πιο πολλές ήταν σουλ’ντάμ, με ή χωρίς νταμέην πίσω τους. Οι Σωντσάν είχαν επιτάξει τα κτίρια για να στεγάσουν τις νταμέην. Πρέπει να ήταν εκεί η Εγκουέν, και πιθανότατα η Μιν· ως τώρα δεν είχαν βρει ίχνος της Μιν, αν και πιθανόν να την έκρυβαν τα πλήθη, όπως κι αυτές. Η Νυνάβε είχε ακούσει πολλές ιστορίες για γυναίκες που τις έπιαναν στους δρόμους ή στα χωριά· τις έφερναν όλες σ’ αυτά τα σπίτια, και, αν ξανάβγαιναν ποτέ, φορούσαν κολάρο.
Κάθισε σε ένα καφάσι δίπλα στην Ηλαίην και έχωσε το χέρι στο πανωφόρι της άλλης για να πάρει μερικά μηλαράκια. Στους δρόμους εδώ κυκλοφορούσαν λιγότεροι ντόπιοι. Όλοι ήξεραν τι ήταν αυτά τα σπίτια, και όλοι τα απέφευγαν, όπως απέφευγαν τους στάβλους, στους οποίους είχαν τα θηρία τους οι Σωντσάν. Λεν ήταν δύσκολο να παρακολουθούν τις πόρτες από τα κενά μεταξύ των περαστικών. Απλώς δυο γυναίκες, που είχαν σταματήσει για να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα· άλλοι δύο άνθρωποι που δεν είχαν λεφτά για να φάνε σε πανδοχείο. Τίποτα που να αξίζει δεύτερη ματιά.
Καθώς έτρωγε μηχανικά, η Νυνάβε προσπάθησε να καταστρώσει πάλι ένα σχέδιο. Το ότι μπορούσε να ανοίξει το κολάρο της —αν στ’ αλήθεια το κατάφερνε— δεν θα ωφελούσε, αν δεν μπορούσε να πλησιάσει την Εγκουέν. Ξαφνικά τα μήλα έχασαν τη γλύκα τους.
Από το στενό παράθυρο στο δωματιάκι της κάτω από τα πρόστεγα, ένα από τα δωμάτια που είχαν στηθεί πρόχειρο από ό,τι υπήρχε εκεί πριν, η Εγκουέν έβλεπε τον κήπο, όπου οι σουλ’ντάμ έβγαζαν βόλια τις νταμέην τους. Κάποτε ήταν αρκετοί διαφορετικοί κήποι, τους οποίους οι Σωντσάν είχαν ενώσει γκρεμίζοντας τους τοίχους τους, όταν είχαν πάρει τα μεγάλα κτίρια για να βάλουν τις νταμέην τους. Τα δέντρα είχαν ρίξει τα φύλλα τους, αλλά οι νταμέην ακόμα έβγαιναν για να πάρουν τον αέρα τους, είτε το ήθελαν είτε όχι. Η Εγκουέν παρακολουθούσε τον κήπο επειδή εκεί ήταν η Ρέννα, μιλώντας με μια άλλη σουλ’ντάμ, και όσο την είχε μπροστά της, δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα και να την ξαφνιάσει.
Ίσως ερχόταν κάποια άλλη σουλ’ντάμ —υπήρχαν πολύ περισσότερες σουλ’ντάμ παρά νταμέην, και όλες ήθελαν να φορέσουν το βραχιόλι με τη σειρά τους· έλεγαν ότι ολοκληρώνονταν— αλλά η Ρέννα ήταν ακόμα υπεύθυνη για την εκπαίδευσή της, και τις τέσσερις φορές στις πέντε η Ρέννα φορούσε το βραχιόλι της. Αν ερχόταν κάποια, τίποτα δεν θα την εμπόδιζε να μπει. Τα δωμάτια των νταμέην δεν είχαν κλειδαριά στην πόρτα. Το δωμάτιο της Εγκουέν είχε μόνο ένα σκληρό, στενό κρεβάτι, ένα νιπτήρα με σπασμένη κανάτα και λεκανίτσα, μια καρέκλα και ένα τραπεζάκι, αλλά δεν χωρούσε τίποτα παραπάνω. Οι νταμέην δεν είχαν ανάγκη από ανέσεις, ή από ιδιωτικότητα, ή από προσωπικά αντικείμενα. Ήταν οι ίδιες αντικείμενα. Η Μιν είχε όμοιο δωμάτιο σε ένα άλλο σπίτι, αλλά μπορούσε να πηγαινοέρχεται όποτε ήθελε, ή σχεδόν όποτε ήθελε. Οι Σωντσάν είχαν κάνει τους κανόνες τέχνη· είχαν περισσότερους κανόνες, για όλους, απ’ όσους κανόνες είχε ο Λευκός Πύργος για τις μαθητευόμενες.
Η Εγκουέν στάθηκε μακριά από το παράθυρο. Λεν ήθελε να δουν οι γυναίκες εκεί κάτω τη λάμψη που την περιέβαλλε καθώς διαβίβαζε τη Μία Δύναμη, ανιχνεύοντας προσεκτικά το κολάρο γύρω από το λαιμό της, ψάχνοντας μάταια· δεν καταλάβαινε καν αν ήταν υφασμένο ή αλυσιδωτό —μερικές φορές έμοιαζε να είναι το ένα, μερικές το άλλο— αλλά πάντα έμοιαζε μονοκόμματο. Ήταν μόνο ένα μικρούλικο ρυάκι της Μίας Δύναμης, η πιο μικρή σιαγόνα που μπορούσε να φανταστεί, αλλά και πάλι το μέτωπό της λουζόταν στον ιδρώτα και το στομάχι της ανακατωνόταν. Ήταν μια από τις ιδιότητες του α’ντάμ· αν μια νταμέην προσπαθούσε να διαβιβάσει δίχως σουλ’ντάμ που να φορά το βραχιόλι, τότε ένιωθε άρρωστη, και όσο πιο πολύ Δύναμη διαβίβαζε, τόσο πιο πολύ αρρώσταινε. Αν η Εγκουέν άναβε ένα κερί στην άλλη άκρη του δωματίου, θα έκανε εμετό. Κάποτε η Ρέννα την είχε διατάξει να παίξει με τα μπαλάκια από φως, ενώ το βραχιόλι ήταν στο τραπέζι. Ακόμα ανατρίχιαζε όταν το Θυμόταν.
Τώρα το ασημένιο λουρί διέσχιζε το γυμνό πάτωμα και ανηφόριζε τον άβαφο ξύλινο τοίχο, φτάνοντας στο βραχιόλι που ήταν βαλμένο σ’ ένα κρεμαστάρι. Η θέα του την έκανε να σφίξει τα δόντια με οργή. Ένα σκυλί δεμένο τόσο απρόσεχτα δα το είχε σκάσει. Αν μια νταμέην μετακινούσε το βραχιόλι της, έστω και μισό μέτρο από κει που το είχε αγγίξει τελευταία φορά η σουλ’ντάμ... Η Ρέννα την είχε βάλει να το κάνει κι αυτό — την είχε βάλει να πάει το ίδιο της το βραχιόλι στην άλλη άκρη του δωματίου. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσει. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως είχαν περάσει μόνο μερικά λεπτά πριν η σουλ’ντάμ φορέσει το βραχιόλι στον καρπό της, μα τα ουρλιαχτά και οι κράμπες που την έριζαν σφαδάζοντας στο πάτωμα της φάνηκαν πως κρατούσαν ώρες ολόκληρες.
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα της, και η Εγκουέν τινάχτηκε, πριν καταλάβει πως δεν μπορούσε να είναι κάποια σουλ’ντάμ. Καμία δεν θα χτυπούσε πρώτα. Πάντως άφησε το σαϊντίν· ένιωθε αρκετά άρρωστη. «Μιν;»
«Να ’μαι για την εβδομαδιαία επίσκεψή μου», ανακοίνωσε η Μιν, καθώς έμπαινε κι έκλεινε την πόρτα. Το κέφι της έμοιαζε λιγάκι βεβιασμένο, αλλά πάντα έκανε ό,τι μπορούσε για να ανυψώνει το ηθικό της Εγκουέν. «Πώς σου φαίνεται;» Γύρισε, δείχνοντας το σκουροπράσινο φόρεμά της που ήταν στο στυλ των Σωντσάν. Ένας βαρύς μανδύας, ασορτί με το φόρεμα, κρεμόταν από το χέρι της. Υπήρχε ακόμα και μια πράσινη κορδέλα, η οποία κρατούσε τα μελαχρινά μαλλιά της, αν και δεν είχαν μακρύνει τόσο ώστε να τη χρειάζεται. Το μαχαίρι της όμως ήταν ακόμα στη θήκη του, στη μέση της. Η Εγκουέν είχε ξαφνιαστεί, όταν η Μιν είχε έρθει για πρώτη φορά φορώντας το, αλλά φαινόταν πως οι Σωντσάν εμπιστευόταν τους πάντες. Μέχρι τη στιγμή που παραβίαζαν κάποιον κανόνα.
«Είναι ωραίο», είπε επιφυλακτικά η Εγκουέν. «Αλλά γιατί;» «Δεν πήγα με το μέρος του εχθρού, αν σκέφτεσαι αυτό. Ή θα το φορούσα, ή θα έβρισκα να μείνω αλλού, στην πόλη, και μπορεί τότε να μην μπορούσα να σε επισκεφτώ ξανά». Έκανε να καθίσει ανάποδα στην καρέκλα, σαν να φορούσε παντελόνι, κούνησε πικρόχολα κι κεφάλι, και τη γύρισε για να καθίσει. «Όλοι έχουν τη θέση τους σκι Σχήμα», παρέθεσε, «‘και το μέρος καθενός πρέπει να φανερό με την πρώτη ματιά’. Προφανώς, εκείνη η γριά καρακάξα η Μυλήν βαρέθηκε να μην ξέρει ποια είναι η θέση μου με την πρώτη ματιά και αποφάσισε ότι ήμουν αντίστοιχη με τις σερβιτόρες. Με έβαλε να διαλέξω. Πρέπει να δεις μερικά από αυτά που φοράνε οι σερβιτόρες Σωντσάν, εκείνες που υπηρετούν άρχοντες. Μπορεί να είναι διασκεδαστικά, αλλά μόνο αν ήμουν αρραβωνιασμένη, ή, ακόμα καλύτερα, παντρεμένη. Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Προς το παρόν. Η Μυλήν έκαψε το πανωφόρι και τα παντελόνια μου». Έκανε μια γκριμάτσα για να δείξει τη γνώμη της, πήρε μια πέτρα από ένα μικρό σωρό στο τραπέζι και άρχισε να την πετά από το ένα χέρι στο άλλο. «Δεν είναι και τόσο άσχημα», είπε γελώντας, «μόνο που πέρασε τόσος καιρός από τότε που φορούσα φούστα και συνεχώς σκοντάφτω».
Η Εγκουέν είχε αναγκαστεί κι αυτή να δει να καίνε τα ρούχα της, μαζί τους και το θαυμάσιο εκείνο πράσινο μεταξωτό. Αυτό την είχε κάνει να χαρεί που δεν είχε φέρει κι άλλα από τα ρούχα που της είχε δώσει η Αρχόντισσα Αμαλίζα, αν και ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ ούτε τα φορέματα, ούτε το Λευκό Πύργο. Αυτό που είχε τώρα ήταν το σκούρο γκρίζο φόρεμα που φορούσαν όλες οι νταμέην. Οι νταμέην δεν έχουν προσωπικά αντικείμενα, της είχαν εξηγήσει. Το φόρεμα που φορά η νταμέην, το φαγητό που τρώει, το κρεβάτι που κοιμάται, όλα είναι δώρα από τη σουλ’ντάμ της. Αν η σουλ’ντάμ επιλέξει να κοιμηθεί η νταμέην στο πάτωμα αντί για το κρεβάτι, ή στο στάβλο, είναι καθαρά επιλογή της σουλ’ντάμ. Η Μυλήν, η οποία ήταν υπεύθυνη για τα καταλύματα των νταμέην, είχε μονότονη, έρρινη φωνή, αλλά ήταν αυστηρή με κάθε νταμέην που δεν θυμόταν κάθε λέξη των βαρετών διαλέξεών της.
«Νομίζω πως για μένα δεν θα έχει ποτέ γυρισμό», είπε η Εγκουέν, αναστενάζοντας, καθώς σωριαζόταν στο κρεβάτι της. Έδειξε ας πέτρες στο τραπέζι. «Η Ρέννα χτες μου έκανε ένα τεστ. Κάθε φορά που τα ανακάτευε, εγώ, με δεμένα τα μάτια, έβρισκα το κομμάτι που έχει μετάλλευμα χαλκού και το άλλο με σιδηρομετάλλευμα. Τα άφησε όλα εδώ για να μου θυμίζουν το επίτευγμά μου. Φαινόταν να πιστεύει ότι αυτή η υπενθύμιση ήταν μια μορφή ανταμοιβής».
«Δεν φαίνεται χειρότερο από τα άλλα —δεν είναι τόσο άσχημο όσο το να κάνεις πράγματα να ανατινάζονται σαν πυροτεχνήματα— αλλά δεν μπορούσες να πεις ψέματα; Να της έλεγες ότι δεν ξέρεις ποιο είναι;»
«Ακόμα δεν καταλαβαίνεις πώς είναι να το φοράς». Η Εγκουέν τράβηξε ελαφρά το κολάρο· αν το τραβούσε δυνατά, το αποτέλεσμα ήταν όμοιο με της διαβίβασης. «Όταν η Ρέννα φορά αυτό το βραχιόλι, ξέρει τι κάνω και τι δεν κάνω με τη Δύναμη. Μερικές φορές μοιάζει να ξέρει ακόμα κι όταν δεν το φοράω· λέει ότι μετά από λίγο οι σουλ’ντάμ αναπτύσσουν... συνάφεια, έτσι το λέει». Αναστέναξε. «Καμιά δεν σκέφτηκε άλλοτε να με δοκιμάσει σ’ αυτό. Η Γη είναι η μια από τις Πέντε Δυνάμεις που είναι δυνατότερη στους άνδρες. Όταν βρήκα αυτές τις πέτρες, με πήγε έξω από την πόλη και μπόρεσα να βρω ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο σιδήρου. Το είχαν σκεπάσει θάμνοι και δέντρα, δεν φαινόταν άνοιγμα πουθενά, αλλά, όταν κατάλαβα πώς, μπόρεσα να νιώσω το σιδηρομετάλλευμα που ήταν ακόμα στο χώμα. Δεν υπήρχε αρκετό για να συμφέρει η λειτουργία του μεταλλείου τα τελευταία εκατό χρόνια, αλλά ήξερα ότι ήταν εκεί. Δεν μπορούσα να της πω ψέματα. Την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι είχα νιώσει το ορυχείο Ήταν τόσο ενθουσιασμένη, ώστε μου υποσχέθηκε πουτίγκα με το φαγητό». Ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν, από θυμό και ντροπή. «Προφανώς», είπε με πίκρα, «τώρα παραείμαι πολύτιμη για να με σπαταλούν βάζοντάς με να ανατινάζω πράγματα. Αυτό μπορούν να το κάνουν όλες οι νταμέην· μια χούφτα μόνο είναι όσες μπορούν να βρίσκουν μεταλλεύματα στο έδαφος. Φως μου, σιχαίνομαι να ανατινάζω πράγματα, αλλά μακάρι να ήταν το μόνο που μπορώ να κάνω».
Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. Το σιχαινόταν αυτό, να κάνει τη γη να εκρήγνυται και τα δέντρα να γίνονται χίλια κομμάτια· αυτά χρησιμοποιούνταν στη μάχη, για σκοτωμούς, και δεν ήθελε καμία σχέση. Αλλά ό,τι την άφηναν να κάνει οι Σωντσάν ήταν άλλη μια ευκαιρία να αγγίξει το σαϊντάρ, να νιώσει τη Δύναμη να ρέει μέσα της. Σιχαινόταν τα πράγματα που την έβαζαν να κάνει η Ρέννα και οι άλλες σουλ’ντάμ, αλλά ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να χειριστεί περισσότερη από τη Μία Δύναμη τώρα απ’ όση πριν φύγει από την Ταρ Βάλον. Ήταν βέβαιη πως μπορούσε να κάνει πράγματα μ’ αυτήν, που καμία αδελφή του Πύργο δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ· δεν είχαν σκεφτεί να ανοίξουν τη γη στα δύο για να σκοτώσουν ανθρώπους.
«Ίσως δεν χρειαστεί να ανησυχείς για πολύ ακόμα», είπε η Μιν, χαμογελώντας πλατιά. «Μας βρήκα πλοίο, Εγκουέν. Οι Σωντσάν κρατούν εδώ τον καπετάνιο, κι αυτός είναι έτοιμος να φύγει, είτε με άδεια, είτε χωρίς».
«Αν σε πάρει, Μιν, πήγαινε μαζί του», είπε η Εγκουέν κουρασμένα. «Σου είπα ότι τώρα είμαι πολύτιμη. Η Ρέννα λέει ότι σε λίγες μέρες θα στείλουν πλοίο πίσω στη Σωντσάν. Μόνο και μόνο για να πάει εμένα».
Το χαμόγελο της Μιν εξαφανίστηκε, και στάθηκαν κοιτάζοντας η μια την άλλη. Ξαφνικά η Μιν πέταξε την πέτρα που κρατούσε στις άλλες που ήταν στο τραπέζι, σκορπίζοντας τις. «Πρέπει να υπάρχει τρόπος να βγούμε από δω. Πρέπει να υπάρχει τρόπος να βγάλουμε αυτό το παλιόπραμα από το λαιμό σου!»
Η Εγκουέν έγειρε το κεφάλι στον τοίχο πίσω της. «Ξέρεις ότι οι Σωντσάν μάζεψαν όσες γυναίκες βρήκαν που μπορούν να διαβιβά σουν, έστω τόσο δα. Έρχονται από παντού, όχι μόνο από το Φάλμε εδώ, αλλά από τα χωριουδάκια των ψαράδων, και από τα χωριά των αγροτών στα ενδότερα. Ταραμπονέζες και Ντομανές, επιβάτισσες σε πλοία που σταμάτησαν οι Σωντσάν. Υπάρχουν δυο Άες Σεντάι ανά μεσά τους».
«Άες Σεντάι!» αναφώνησε η Μιν. Από συνήθεια, κοίταζε γύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν την είχε ακούσει καμιά Σωντσάν να προ φέρει αυτό το όνομα. «Εγκουέν, αν υπάρχουν Άες Σεντάι εδώ, μπορούν να μας βοηθήσουν. Άσε με να μιλήσω μαζί τους, καν—»
«Ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να βοηθήσουν, Μιν. Μίλησα μόνο σε μια —το όνομά της είναι Ράυμα· αν και οι σουλ’ντάμ δεν την λένε έτσι, αυτό είναι το όνομά της, και ήθελε να είναι σίγουρη ότι το ξέρω— και μου είπε ότι υπάρχει άλλη μια. Μου το είπε μέσα σε ποταμούς δακρύων. Είναι Άες Σεντάι, και έκλαιγε, Μιν! Έχει κολάρο στο λαιμό, της έχουν δώσει το όνομα Πάυρα, και είναι ανήμπορη όσο κι εγώ. Την έπιασαν όταν έπεσε το Φάλμε. Έκλαιγε, επειδή σιγά-σιγά σταματάει να το πολεμά, επειδή δεν αντέχει πια την τιμωρία. Έκλαιγε, επειδή θέλει να αυτοκτονήσει, και δεν μπορεί ούτε αυτό να κάνει δίχως άδεια. Φως μου, καταλαβαίνω πώς νιώθει!»
Η Μιν σάλεψε ταραγμένη, έσιαξε το φόρεμά της, νιώθοντας ξαφνικά νευρικότητα. «Εγκουέν, δεν θέλεις να... Εγκουέν, δεν πρέπει να σκέφτεσαι ότι θα κάνεις κακό στον εαυτό σου. Θα σε βγάλω από δω, με κάποιον τρόπο, θα το δεις!»
«Δεν θα αυτοκτονήσω», είπε ξερά η Εγκουέν. «Ακόμα κι αν μπορούσα. Δώσε μου το μαχαίρι σου. Έλα. Δεν θα κάνω τίποτα κακό στον εαυτό μου. Απλώς δώσε το μου».
Η Μιν δίστασε, πριν βγάλει αργά το μαχαίρι από τη θήκη που κρεμόταν στη ζώνη της. Άπλωσε το χέρι επιφυλακτικά, προφανώς έτοιμη να ορμήξει, αν η Εγκουέν πήγαινε να κάνει τίποτα.
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε να πιάσει τη λαβή. Ένα απαλό τρέμουλο διέτρεξε τους μύες του μπράτσου της. Καθώς το χέρι της έφτανε σε απόσταση μισού μέτρου από το μαχαίρι, μια κράμπα παραμόρφωσε ξαφνικά τα δάχτυλά της. Με το βλέμμα προσηλωμένο, προσπάθησε να πλησιάσει το χέρι πιο κοντά. Η κράμπα έπιασε όλο της το βραχίονα, γεμίζοντας κόμπους τους μύες ως τον ώμο. Μ’ ένα βογκητό, έγειρε πίσω, τρίβοντας το χέρι της και συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της στο ότι δεν άγγιζε το μαχαίρι. Σιγά-σιγά, ο πόνος άρχισε να λιγοστεύει.
Η Μιν την κοίταξε χωρίς να το πιστεύει. «Τι...; Δεν καταλαβαίνω».
«Οι νταμέην απαγορεύεται να αγγίξουν όπλο οποιουδήποτε είδους». Λύγισε και ίσιωσε το μπράτσο της, ένιωσε το σφίξιμο να υποχωρεί. «Ακόμα και το κρέας μας το κόβουν. Δεν θέλω να βλάψω τον εαυτό μου, αλλά δεν θα μπορούσα αν ήθελα. Ποτέ δεν αφήνουν μια νταμέην μόνη σε σημείο που θα μπορούσε να πέσει από ψηλά —αυτό το παράθυρο είναι καρφωμένο— ή να πέσει σε ποτάμι».
«Ε, αυτό είναι καλό. Εννοώ... Α, δεν ξέρω τι εννοώ. Αν μπορούσες να πηδήξεις στο ποτάμι, ίσως δραπέτευες».
Η Εγκουέν συνέχισε άτονα, σαν να μην είχε μιλήσει η άλλη. «Με εκπαιδεύουν, Μιν. Η σουλ’ντάμ και το α’ντάμ με εκπαιδεύουν. Δεν μπορώ να αγγίξω τίποτα το οποίο σκέφτομαι καν σαν όπλο. Πριν μερικές βδομάδες σκέφτηκα να χτυπήσω τη Ρέννα στο κεφάλι μ’ αυτή την κανάτα, και τρεις μέρες δεν μπορούσα να βάλω νερό για πλύσιμο. Από τη στιγμή που σκέφτηκα μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο έπρεπε να σταματήσω να σκέφτομαι ότι θα χτυπήσω τη Ρέννα με την κανάτα, αλλά και έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν θα τη χτυπούσα ποτέ, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, για να μπορέσω να ξαναγγίξω την κανάτα. Η Ρέννα κατάλαβε τι είχε συμβεί, μου είπε τι έπρεπε να κάνω, και δεν με άφηνε να πλυθώ πουθενά, παρά μόνο μ’ αυτή την κανάτα και τη λεκανίτσα. Είσαι τυχερή, που έγινε ενδιάμεσα στις επισκέψεις σου. Η Ρέννα φρόντισε να περάσω εκείνες τις μέρες ιδρώνοντας από τη στιγμή που ξυπνούσα ως τη στιγμή που αποκοιμιόμουν κατάκοπη. Προσπαθώ να τις πολεμήσω, αλλά με εκπαιδεύουν ακριβώς όπως εκπαιδεύουν την Πάυρα». Έκρυψε το στόμα με το χέρι, και βόγκηξε χαμηλόφωνα. «Το όνομά της είναι Ράυμα. Πρέπει να θυμάμαι το δικό της όνομα, όχι το όνομα που της έδωσαν. Είναι η Ράυμα, είναι του Κίτρινου Άτζα, και τις πολέμησε όσο καιρό μπορούσε, όσο σκληρά μπορούσε. Δεν είναι δικό της σφάλμα, που δεν έχει πια τη δύναμη να τις πολεμήσει άλλο. Μακάρι να ήξερα ποια είναι η άλλη αδελφή που ανέφερε η Ράυμα. Μακάρι να ήξερα το όνομά της. Να μας θυμάσαι και τις δύο, Μιν. Ράυμα, του Κίτρινου Άτζα, και Εγκουέν αλ’Βερ. Όχι η Εγκουέν η νταμέην· η Εγκουέν αλ’Βερ από το Πεδίο του Έμοντ. Θα το κάνεις;»
«Κόφ’ το!» φώναξε η Μιν. «Κόφ’ το αυτή τη στιγμή! Αν σε στείλουν στη Σωντσάν, θα είμαι εκεί μαζί σου. Αλλά δεν νομίζω να το κάνουν. Ξέρεις ότι σε έχω διαβάσει, Εγκουέν. Τα πιο πολλά δεν τα καταλαβαίνω —σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνω αυτά που διαβάζω— αλλά βλέπω πράγματα που σε συνδέουν με τον Ραντ, και τον Πέριν, και τον Ματ, και — ναι, ακόμα και με τον Γκάλαντ, που το Φως να λυπηθεί τη χαζομάρα σου. Πώς μπορεί να συμβούν αυτά, αν οι Σωντσάν σε πάρουν στην άλλη άκρη του ωκεανού;»
«Μπορεί να κατακτήσουν ολόκληρο τον κόσμο, Μιν. Αν κατακτήσουν τον κόσμο, υπάρχει περίπτωση ο Ραντ και ο Γκάλαντ και οι υπόλοιποι να καταλήξουν στη Σωντσάν».
«Όλο σαχλαμάρες είσαι!»
«Είμαι ρεαλίστρια», είπε κοφτά η Εγκουέν. «Δεν θα πάψω να πολεμώ όσο ανασαίνω, αλλά και δεν βλέπω καμία ελπίδα ότι θα βγάλω ποτέ αυτό το α’ντάμ από πάνω μου. Όπως δεν βλέπω ελπίδα να σταματήσει κανείς τους Σωντσάν. Μιν, αν αυτός ο καπετάνιος σε δεχτεί, πήγαινε μαζί του. Τουλάχιστον η μία από μας θα είναι ελεύθερη».
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Ρέννα.
Η Εγκουέν πετάχτηκε όρθια και υποκλίθηκε βαθιά, όπως έκανε και η Μιν. Το δωματιάκι έγινε ακόμα πιο μικρό με τόσες υποκλίσεις, αλλά οι Σωντσάν επέμεναν ότι το πρωτόκολλο προηγείτο της άνεσης.
«Η μέρα που την επισκέπτεσαι, ε;» είπε η Ρέννα. «Το είχα ξεχάσει. Ε, η εκπαίδευση δεν σταματά, ακόμα και τις μέρες των επισκέψεων».
Η Εγκουέν κοίταζε με προσοχή, καθώς η σουλ’ντάμ κατέβαζε το βραχιόλι, το άνοιγε, και το περνούσε στον καρπό της. Λεν μπορούσε να δει πώς γινόταν. Αν ανίχνευε με τη Μία Δύναμη, θα το έβρισκε, αλλά η Ρέννα θα το καταλάβαινε αμέσως. Όταν το βραχιόλι έκλεισε γύρω από τον καρπό της Ρέννα, στο πρόσωπο της φάνηκε μια έκφραση, που έκανε την καρδιά της Εγκουέν να παγώσει.
«Διαβίβαζες». Η φωνή της Ρέννα είχε μια απατηλή πραότητατα μάτια της πετούσαν σπίθες από το θυμό. «Ξέρεις ότι απαγορεύεται, εκτός απ’ όταν είσαι ολοκληρωμένη». Η Εγκουέν έγλειψε τα χείλη της. «Ίσως ήμουν υπερβολικά επιεικής μαζί σου. Ίσως πιστεύεις ότι επειδή τώρα είσαι πολύτιμη, θα έχεις την άδεια. Νομίζω ότι έκανα λάθος που σε άφησα να κρατήσεις το παλιό σου όνομα. Όταν ήμουν μικρή, είχα ένα γατάκι που λεγόταν Τάλι. Από τώρα και μετά, το όνομά σου θα είναι Τάλι. Φύγε τώρα, Μιν. Η επίσκεψή σου στην Τάλι τελείωσε».
Η Μιν κοντοστάθηκε, μόνο για να ρίξει μια ανήσυχη ματιά στην Εγκουέν πριν φύγει. Ό,τι κι αν έλεγε ή αν έκανε η Μιν θα ήταν μάταιο, ή θα χειροτέρευε την κατάσταση, αλλά η Εγκουέν δεν άντεξε κι έριζε μια ματιά γεμάτη λαχτάρα στην πόρτα που έκλεινε πίσω από τη φίλη της. Η Ρέννα πήρε μια καρέκλα, κοιτώντας βλοσυρά την Εγκουέν. «Πρέπει να σε τιμωρήσω αυστηρά. Θα κληθούμε και οι δύο στην Αυλή των Εννιά Φεγγαριών —εσύ γι’ αυτά που μπορείς να κάνεις· εγώ ως σουλ’ντάμ και εκπαιδεύτριά σου— και δεν θα σου επιτρέψω να με ντροπιάσεις μπροστά στα μάτια της Αυτοκράτειρας. Θα σταματήσω, όταν μου πεις πόσο αγαπάς να είσαι νταμέην και πόσο υπάκουη θα είσαι μετά απ’ αυτό. Και άκου, Τάλι. Κάνε με να πιστέψω κάθε σου λέξη».