33 Ένα Μήνυμα από το Σκοτάδι

«Το βρήκατε;» ρώτησε ο Ραντ, καθώς ακολουθούσε τον Χούριν, ο οποίος κατέβαινε μια στενή σκάλα. Τα μαγειρεία ήταν στους πιο κάτω ορόφους, κι εκεί είχαν σταλεί οι υπηρέτες που είχαν έρθει μαζί με τους καλεσμένους. «Ή μήπως στ’ αλήθεια έπαθε τίποτα ο Ματ;»

«Α, ο Ματ είναι καλά, Άρχοντα Ραντ». Ο μυριστής οσμίστηκε. «Ή τουλάχιστον φαίνεται καλά και γκρινιάζει σαν να κουτσάθηκε. Δεν ήθελε να σε βάλω σ’ ανησυχία, αλλά χρειαζόταν κάποιος λόγος για να κατέβεις κάτω. Βρήκα τα ίχνη μ’ ευκολία. Οι άνδρες που έβαλαν φωτιά στο πανδοχείο μπήκαν σ’ έναν περιτειχισμένο κήπο πίσω από το μέγαρο. Ήρθαν Τρόλοκ και μπήκαν μαζί τους στον κήπο. Αυτά έγιναν κάποια ώρα χθες, νομίζω. Μπορεί ακόμα και την προηγούμενη νύχτα». Δίστασε. «Άρχοντα Ραντ, δεν ξαναβγήκαν. Πρέπει να είναι ακόμα εδώ».

Στη βάση της σκάλας ακούγονταν, πέρα από το διάδρομο, τα γέλια και τα τραγούδια των υπηρετών που διασκέδαζαν. Κάποιος είχε ένα μπίτερν και έπαιζε έναν κακόηχο σκοπό, ενώ οι άλλοι χτυπούσαν παλαμάκια και χόρευαν. Εδώ δεν υπήρχαν γύψινα διακοσμητικά και όμορφα χαλιά, μονάχα γυμνές πέτρες και ξύλα. Οι διάδρομοι φωτίζονταν από πυρσούς, που γέμιζαν καπνιά το ταβάνι και απείχαν τόσο που ανάμεσα τους άφηναν σκοτάδια.

«Χαίρομαι που μου μιλάς πάλι με φυσικότητα», είπε ο Ραντ. «Με τόσες υποκλίσεις και ρεβεράντζες, νόμιζα ότι είχες γίνει πιο Καιρχινός κι από τους Καιρχινούς».

Ο Χούριν κοκκίνισε. «Να, σχετικά μ’ αυτό...» Κοίταξε πέρα από το διάδρομο, προς τα κει που ακουγόταν η φασαρία, και φάνηκε σαν να ’θελε να φτύσει. «Όλοι κάνουν ότι φέρονται μ’ ευγένεια, αλλά... Άρχοντα Ραντ. όλοι λένε ότι είναι πιστοί στον αφέντη τους, όμως όλοι αφήνουν να εννοηθεί ότι ίσως είναι πρόθυμοι να πουλήσουν αυτά που ξέρουν, ή που άκουσαν. Κι όταν τα κοπανήσουν, έρχονται και σου λένε, ψιθυριστά στο αυτί, πράγματα για τους άρχοντες και τις αρχόντισσες που υπηρετούν, που θα ’καναν τις τρίχες σου να σηκωθούν όρθιες. Ξέρω ότι είναι Καιρχινοί, αλλά τέτοια πράγματα πρώτη φορά ακούω».

«Σε λίγο θα φύγουμε από δω, Χούριν». Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν αλήθεια. «Πού είναι ο κήπος;» Ο Χούριν στράφηκε σε ένα πλαϊνό διάδρομο που έβγαζε στο πίσω μέρος του μεγάρου. «Έφερες κιόλας τον Ίνγκταρ και τους άλλους;»

Ο μυριστής κούνησε το κεφάλι. «Τον Άρχοντα Ίνγκταρ τον είχαν στριμώξει στη γωνία έξι-εφτά από κείνες, που θέλουν να ονομάζονται κυρίες. Δεν μπόρεσα καν να πλησιάσω για να του μιλήσω. Και η Βέριν Σεντάι ήταν με τον Μπαρτέηνς. Μου ’ριξε τέτοια ματιά, όταν πλησίασα, που δεν προσπάθησα καν να της το πω».

Έστριψαν άλλη μια γωνία τότε, και βρέθηκαν μπροστά στον Λόιαλ και τον Ματ· ο Ογκιρανός στεκόταν καμπουριαστός, επειδή το ταβάνι ήταν χαμηλό γι’ αυτόν.

Ο Λόιαλ άστραψε ένα πλατύ χαμόγελο. «Να ’σαι, Ραντ. Πρώτη φορά χάρηκα τόσο όσο όταν κατάφερα να ξεφύγω από αυτούς εκεί πάνω. Όλο με ρωτούσαν αν οι Ογκιρανοί ξανάρχονται και αν ο Γκάλντριαν είχε συμφωνήσει να πληρώσει αυτά που χρωστούσε. Φαίνεται ότι ο λόγος που έφυγαν οι Ογκιρανοί λιθοξόοι ήταν επειδή ο Γκάλντριαν σταμάτησε να τους πληρώνει και τους έδινε μόνο υποσχέσεις. Όλο τους έλεγα ότι δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό, αλλά οι μισοί νόμιζαν ότι λέω ψέματα και οι άλλοι μισοί ότι κάτι υπονοούσα».

«Σε λίγο θα φύγουμε από δω, Λόιαλ», τον καθησύχασε ο Ραντ. «Ματ, είσαι καλά;» Τα μάγουλα του φίλου του έμοιαζαν πιο βουλιαγμένα απ’ όσο θυμόταν, ακόμα και όπως ήταν πριν στο πανδοχείο, και τα ζυγωματικά του προεξείχαν πιο έντονα.

«Μια χαρά νιώθω», είπε βλοσυρά ο Ματ, «αλλά εγώ δεν είχα πρόβλημα να αφήσω τους άλλους υπηρέτες. Εκείνοι που δεν ρωτούσαν αν με αφήνεις νηστικό, με περνούσαν για άρρωστο και δεν ήθελαν να πλησιάσουν».

«Ένιωσες το εγχειρίδιο;» ρώτησε ο Ραντ.

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι κατσουφιασμένος. «Το μόνο που ένιωσα ήταν ότι κάποιος με παρακολουθεί σχεδόν όλη την ώρα. Αυτοί οι άνθρωποι, έτσι που τριγυρνούν κρυφά, είναι χειρότεροι κι από τους Ξέθωρους. Που να καώ, μου ήρθε κεραμίδα όταν ο Χούριν μου είπε ότι είχε βρει τα ίχνη των Σκοτεινόφιλων. Ραντ, δεν το νιώθω καθόλου, και τριγύρισα σ’ αυτό το βρωμόσπιτο από τη στέγη ως το υπόγειο».

«Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι εδώ, Ματ. Αν θυμάσαι, το έβαλα στο κιβώτιο μαζί με το Κέρας. Μπορεί αυτό να σε εμποδίζει να το βρεις. Δεν νομίζω ότι ο Φάιν ξέρει να το ανοίξει, αλλιώς δεν θα έκανε τόσο κόπο για να κουβαλά τόσο βάρος από το Φαλ Ντάρα. Ακόμα και όλο αυτό το χρυσάφι δεν έχει σημασία μπροστά στο Κέρας του Βαλίρ. Όταν βρούμε το Κέρας, θα βρούμε και το εγχειρίδιο. Θα δεις».

«Αρκεί να μην χρειάζεται πια να υποκρίνομαι τον υπηρέτη σου», μουρμούρισε ο Ματ. «Αρκεί να μην τρελαθείς και...» Στραβομουτσούνιασε και άφησε τα λόγια του μετέωρα.

«Ο Ραντ δεν είναι τρελός, Ματ», είπε ο Λόιαλ. «Οι Καιρχινοί δεν θα τον άφηναν να έρθει, αν δεν ήταν άρχοντας. Αυτοί είναι οι τρελοί».

«Δεν είμαι τρελός», είπε ο Ραντ απότομα. «Ακόμα δεν τρελάθηκα. Χούριν, δείξε μου τον κήπο».

«Από δω, Άρχοντα Ραντ».

Βγήκαν στη νύχτα από μια πορτούλα χαμηλή, που ο Ραντ έπρεπε να σκύψει για να την περάσει· ο Λόιαλ αναγκάστηκε να διπλωθεί στα δύο και να κυρτώσει τους ώμους του. Τα παράθυρα πιο πάνω έριχναν αρκετό κίτρινο φως και ο Ραντ διέκρινε δρομάκια από πέτρες ανάμεσα σε ορθογώνιες πρασιές. Δεξιά κι αριστερά τους πρόβαλλαν στο σκοτάδι απειλητικές οι σκιές από τους στάβλους και τα άλλα βοηθητικά κτίρια. Ακούγονταν τυχαία αποσπάσματα μουσικής, από τους υπηρέτες πιο κάτω, ή από κείνους που διασκέδαζαν τους αφέντες πιο πάνω.

Ο Χούριν τους οδήγησε στα δρομάκια, ώσπου έσβησε ακόμα και η θαμπή ανταύγεια και βρέθηκαν να προχωρούν μόνο με το φως του φεγγαριού, ενώ οι μπότες τους έτριζαν απαλά στις πέτρες. Θάμνοι, που θα έλαμπαν από τα λουλούδια, τώρα ήταν παράξενοι όγκοι στο σκοτάδι. Ο Ραντ άγγιξε το σπαθί του και δεν άφηνε το βλέμμα του να μένει ώρα στο ίδιο σημείο. Εκατό Τρόλοκ μπορούσαν να κρυφτούν γύρω τους αθέατοι. Ήξερε ότι ο Χούριν θα μύριζε τους Τρόλοκ, αν ήταν εκεί, αλλά αυτό δεν έφτανε. Αν ο Μπαρτέηνς ήταν Σκοτεινόφιλος, τότε θα ’πρεπε να είναι το ίδιο τουλάχιστον μερικοί από τους υπηρέτες και τους φρουρούς, και ο Χούριν δεν μπορούσε να μυρίσει πάντα τους Σκοτεινόφιλους. Δεν θα ήταν μεγάλη η διαφορά, αν από το σκοτάδι ορμούσαν πάνω τους Σκοτεινόφιλοι αντί για Τρόλοκ.

«Να, Άρχοντα Ραντ», ψιθύρισε ο Χούριν δείχνοντάς του.

Μπροστά τους υπήρχαν πέτρινοι τοίχοι, που έφταναν λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι του Λόιαλ και περιέκλειαν ένα τετράγωνο χώρο, ο οποίος είχε πλευρά περίπου πενήντα απλωσιών. Ο Ραντ δεν ήταν πολύ σίγουρος, μέσα στο σκοτάδι, αλλά του φαινόταν πως οι κήποι συνεχίζονταν και πέρα από τους τοίχους. Αναρωτήθηκε γιατί ο Μπαρτέηνς είχε κατασκευάσει ένα περιτειχισμένο σημείο μέσα στους κήπους του. Δεν φαινόταν στέγη πάνω από τον τοίχο. Γιατί να μπουν και να μείνουν εκεί;

Ο Λόιαλ έσκυψε και πλησίασε το στόμα του στο αυτί του Ραντ. «Σου είπα ότι αυτό το μέρος ήταν Ογκιρανό άλσος, κάποτε. Ραντ, η Πύλη είναι πέρα απ’ αυτόν τον τοίχο. Τη νιώθω».

Ο Ραντ άκουσε τον Ματ να αναστενάζει με απόγνωση. «Δεν θα σηκώσουμε τα χέρια, Ματ», του είπε.

«Λεν σηκώνω τα χέρια. Απλώς δεν έχασα τα λογικά μου για να θέλω να ταξιδέψω πάλι στις Οδούς».

«Ίσως αναγκαστούμε», του είπε ο Ραντ. «Πήγαινε στον Ίνγκταρ και τη Βέριν. Βρες τους μόνους —δεν με νοιάζει πώς— και πες τους ότι νομίζω ότι ο Φάιν πήρε το Κέρας από μια Πύλη. Κοίτα μόνο μην σε ακούσει κανένας άλλος. Και μην ξεχνάς να κουτσαίνεις· υποτίθεται ότι έπεσες». Απορούσε που κάποιος, έστω και αν αυτός ήταν ο Φάιν, ρισκάριζε τις Οδούς, αλλά αυτή φαινόταν να είναι η μόνη απάντηση. Δεν θα περνούσαν ένα μερόνυχτο καθισμένοι εδώ δίχως καν στέγη πάνω από τα κεφάλια τους.

Ο Ματ υποκλίθηκε βαθιά, και η φωνή του ήταν γεμάτη σαρκασμό. «Αμέσως, Άρχοντά μου. Όπως επιθυμεί ο Άρχοντάς μου. Να κουβαλήσω το λάβαρό σου, Άρχοντά μου;» Ξεκίνησε για το μέγαρο και η γκρίνια του χάθηκε στην απόσταση. «Τώρα πρέπει και να κουτσαίνω. Την άλλη φορά θα πρέπει να σπάσω το λαιμό μου, ή...»

«Απλώς ανησυχεί για το εγχειρίδιο, Ραντ», είπε ο Λόιαλ.

«Το ξέρω», είπε ο Ραντ. Μα πότε θα πει σε κάποιον τι είμαι, άθελά του; Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Ματ θα τον πρόδιδε εσκεμμένα· υπήρχε ακόμα ένα απομεινάρι της φιλίας τους, τουλάχιστον. «Λόιαλ, σήκωσε με να δω πάνω από τον τοίχο».

«Ραντ, αν οι Σκοτεινόφιλοι είναι ακόμα—»

«Δεν είναι. Σήκωσέ με, Λόιαλ».

Οι τρεις τους πλησίασαν τον τοίχο, και ο Λόιαλ έκανε σκαλάκι με τα χέρια του για να πατήσει ο Ραντ. Ο Ογκιρανός σηκώθηκε άνετα, παρά το βάρος, υψώνοντας το κεφάλι του Ραντ όσο χρειαζόταν για να δει πάνω από τον τοίχο.

Το φεγγάρι, που ήταν στη χάση του, έριχνε λιγοστό φως, και η περιοχή ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος στη σκιά, αλλά μέσα στο περιτειχισμένο κομμάτι δεν φαινόταν να υπάρχουν λουλούδια ή θάμνοι. Μονάχα ένα μοναχικό παγκάκι από λευκό μάρμαρο, που έμοιαζε τοποθετημένο έτσι ώστε να μπορεί κάποιος να κάθεται και να κοιτάζει κάτι που στεκόταν στη μέση εκείνου του μέρους, όμοιο με πελώρια όρθια πέτρινη στήλη.

Ο Ραντ πιάστηκε από το πάνω μέρος του τοίχου και ανέβηκε τραβώντας. Ο Λόιαλ έκανε ένα χαμηλόφωνο χσσστ και τον άρπαξε από το πόδι, αλλά ο Ραντ τινάχτηκε κι ελευθερώθηκε, γλίστρησε πάνω από τον τοίχο και έπεσε μέσα. Κάτω από τα πόδια του υπήρχε κοντοκουρεμένο γρασίδι· σκέφτηκε αόριστα ότι ο Μπαρτέηνς μάλλον έφερνε εκεί πρόβατα. Είχε σταθεί κοιτάζοντας τη σκιερή πέτρινη στήλη, και ξαφνιάστηκε, όταν άκουσε μπότες να πέφτουν μ’ ένα γδούπο στο χώμα πλάι του.

Ο Χούριν σηκώθηκε όρθιος και ξεσκονίστηκε. «Πρόσεχε όταν κάνεις τέτοια πράγματα, Άρχοντα Ραντ. Ποιος να ξέρει ποιοι κρύβονται εδώ. Ή τι». Κοίταξε το σκοτάδι που έκλειναν οι τοίχοι μέσα τους, έψαξε στη ζώνη του, σαν να ’θελε το κοντό σπαθί και τον σπαθοσπάστη, που είχε αναγκαστεί να αφήσει στο πανδοχείο· στην Καιρχίν, οι υπηρέτες δεν τριγυρνούσαν οπλισμένοι. «Όταν πηδάς σε τρύπα χωρίς να κοιτάξεις πρώτα, είναι σίγουρο ότι θα έχει φίδια».

«Θα τους μύριζες», είπε ο Ραντ.

«Ίσως». Ο μυριστής εισέπνευσε βαθιά. «Αλλά μπορώ να μυρίσω μόνο ό,τι έχουν κάνει, όχι ό,τι σκοπεύουν να κάνουν».

Πάνω από το κεφάλι του Ραντ ακούστηκε ένα ξύσιμο, και μετά φάνηκε ο Λόιαλ να κατεβαίνει από τον τοίχο. Ο Ογκιρανός δεν χρειαζόταν να τεντώσει το μπράτσο για να φτάσει στην κορυφή του τοίχου. «Φουριόζοι», μουρμούρισε. «Εσείς οι άνθρωποι είστε πάντα τόσο φουριόζοι και βιαστικοί. Και τώρα μου το κολλήσατε και μένα. Ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα με μάλωνε αυστηρά, και η μητέρα μου...» Το σκοτάδι έκρυβε το πρόσωπο του, αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι τα αυτιά του τινάζονταν ζωηρά. «Ραντ, αν δεν προσέχεις από δω και πέρα, θα με βάλεις σε μεγάλους μπελάδες».

Ο Ραντ πλησίασε την Πύλη, περπάτησε ολόγυρά της. Ακόμα κι από κοντά έμοιαζε απλώς με μια χοντρή, ορθογώνια πέτρα, ψηλότερή του. Η πίσω πλευρά της ήταν λεία και ψυχρή —την άγγιζε και αμέσως τράβηζε το χέρι— αλλά τη μπροστινή την είχαν σμιλέψει τα χέρια ενός καλλιτέχνη. Ήταν όλη σκεπασμένη από κλήματα, φύλλα και λουλούδια, τόσο έξοχα φτιαγμένα, που στο αμυδρό φως του φεγγαριού έμοιαζαν σχεδόν αληθινά. Ψηλάφισε το έδαφος μπροστά της· το γρασίδι ήταν σκαμμένο σε δύο μέρη, που έμοιαζαν με τα τόξα που θα σχημάτιζαν αυτές οι πόρτες ανοίγοντας.

«Αυτή είναι η Πύλη;» ρώτησε αβέβαια ο Χούριν. «Έχω ακούσει να λένε γι’ αυτές, φυσικά, αλλά...» Μύρισε τον αέρα. «Τα ίχνη φτάνουν ως εδώ και σταματούν, Άρχοντα Ραντ. Πώς θα τους ακολουθήσουμε τώρα; Άκουσα ότι, αν περάσεις από Πύλη, θα βγεις τρελός, άμα βγεις».

«Γίνεται, Χούριν. Το έχω κάνει, το ίδιο και ο Λόιαλ, ο Ματ και ο Πέριν». Ο Ραντ δεν τράβηξε το βλέμμα από τα μπλεγμένα κλήματα στην πέτρα. Ήξερε ότι εκεί υπήρχε ένα που ήταν τελείως διαφορετικό από τα άλλα. Το τρίλοβο φύλλο του μυθικού Αβεντεσόρα, του Δένδρου της Ζωής. Το άγγιξε. «Πάω στοίχημα ότι θα μπορείς να μυρίσεις τα ίχνη τους στις Οδούς. Όπου και να τρέξουν, μπορούμε να τους ακολουθήσουμε». Δεν θα πείραζε, αν αποδείκνυε πρώτα στον εαυτό του ότι τολμούσε να περάσει μια Πύλη. «Θα σου το αποδείξω». Άκουσε τον Χούριν να βογκά. Το φύλλο ήταν σμιλεμένο στην πέτρα, όπως και τα άλλα, όμως έπεσε στο χέρι του. Κι ο Λόιαλ βόγκηξε.

Η ψευδαίσθηση των φυτών φάνηκε ξαφνικά να ζωντανεύει. Τα πέτρινα φύλλα έμοιασαν να κυματίζουν στον αέρα, τα λουλούδια να έχουν χρώμα ακόμα και στο σκοτάδι. Μια γραμμή εμφανίστηκε στο κέντρο εκείνης της μάζας και τα δύο μισά της στήλης άνοιξαν αργά προς το μέρος του Ραντ. Έκανε πίσω για τα αφήσει να ανοίξουν. Δεν είδε την άλλη πλευρά του κήπου, μα ούτε και τη θαμπή μεταλλική αντανάκλαση που θυμόταν. Ο χώρος ανάμεσα σας πόρτες που άνοιγαν ήταν ένα μαύρο, τόσο σκοτεινό, που φάνηκε να κάνει τη νύχτα ολόγυρά τους πιο φωτεινή. Η μαυρίλα αργοχύθηκε μέσα από τις πόρτες, οι οποίες συνέχισαν να ανοίγουν.

Ο Ραντ πήδηξε πίσω με μια κραυγή, αφήνοντας πάνω στη βιάση του το φύλλο του Αβεντεσόρα να πέσει, και ο Λόιαλ φώναξε, «Το Μάτσιν Σιν. Ο Μαύρος Άνεμος».

Ο ήχος του ανέμου γέμισε τ’ αυτιά τους· το γρασίδι γέμισε κυματάκια ως τους τοίχους, και το χώμα στροβιλίστηκε και πέταξε στον αέρα. Και, μέσα στον άνεμο, δέκα χιλιάδες φωνές έμοιαζαν να ουρλιάζουν, δέκα χιλιάδες φωνές, που μιλούσαν μαζί κι έπνιγαν η μια την άλλη. Ο Ραντ διέκρινε μερικές, αν και προσπάθησε να μην τις ακούσει.

...αίμα τόσο γλυκό, τόσο γλυκό να πίνεις το αίμα, το αίμα που στάζει, που στάζει, σταγόνες κατακόκκινες· μάτια όμορφα, μάτια ωραία, δεν έχω μάτια, θα ξεριζώσω τα μάτια από το κεφάλι σου· θα αλέσω τα κόκαλά σου, θα σπάσω τα κόκαλά σου μέσα στη σάρκα σου, θα ρουφήξω το μεδούλι σου ενώ θα ουρλιάζεις· ούρλιαξε, ούρλιαξε, τραγουδιστά ουρλιαχτά, τραγούδα τα ουρλιαχτά σου... Και, το χειρότερο απ’ όλα, ένας επίμονος ψίθυρος μέσα στους υπόλοιπους. Αλ’Θορ. Αλ’Θορ. Αλ’Θορ.

Ο Ραντ βρήκε το κενό ολόγυρά του και το αγκάλιασε, χωρίς να τον νοιάζει η προκλητική, αρρωστημένη λάμψη του σαϊντίν, που ήταν λίγο πέρα από τα όρια του βλέμματός του. Απ’ όλους τους κινδύνους στις Οδούς, ο μεγαλύτερος ήταν ο Μαύρος Άνεμος, που έπαιρνε τις ψυχές όσων σκότωνε και τρέλαινε όσους άφηνε ζωντανούς. Όμως το Μάτσιν Σιν ήταν κομμάτι των Οδών· δεν μπορούσε να τις αφήσει. Μόνο που τώρα κυλούσε προς τη νύχτα και φώναζε το όνομα του Ραντ.

Η Πύλη ακόμα δεν είχε ανοίξει εντελώς. Αν ξανάβαζαν στη θέση του το φύλλο του Αβεντεσόρα... Είδε τον Λόιαλ πεσμένο στα τέσσερα να ψάχνει ψηλαφητά το γρασίδι μέσα στο σκοτάδι.

# γέμισε το σαϊντίν. Ένιωσε σαν να δονούνταν τα κόκαλά του, ένιωσε την ερυθροπυρωμένη, παγωμένη ροή της Μίας Δύναμης, ένιωσε πραγματικά ζωντανός, όπως μόνο με τη Δύναμη ένιωθε, ένιωσε το λιγδερό μόλυσμα... Όχι! Και ούρλιαξε σιωπηλά στον εαυτό του από πέρα από την αδειανοσύνη. Ξανάρχεται για σένα! Θα μας σκοτώσει όλους! Τα εκσφενδόνισε όλα προς το μαύρο όγκο, που τώρα ξεπρόβαλλε μια ολόκληρη απλωσιά έξω από την Πύλη. Δεν ήξερε τι εκσφενδόνιζε, ούτε πώς, αλλά στην καρδιά εκείνου του σκοταδιού άνθισε ένα διαβρωτικό σιντριβάνι φωτός.

Ο Μαύρος Άνεμος τσίριξε, με δέκα χιλιάδες ουρλιαχτά αγωνίας, δίχως λέξεις. Αργά, υποχωρώντας απρόθυμα πόντο-πόντο, ο όγκος λιγόστεψε· το ανάβλυσμα αντιστράφηκε, μέσα στην Πύλη που ήταν ακόμα ανοιχτή.

Η Δύναμη διέτρεχε τον Ραντ σαν χείμαρρος. Ένιωθε το σύνδεσμο ανάμεσα σ’ αυτόν και στο σαϊντίν, σαν ποτάμι σε πλημμύρα, ανάμεσα σ’ αυτόν και στην αγνή φωτιά που μαινόταν στην καρδιά του Μαύρου Ανέμου, σαν λυσσασμένος καταρράκτης. Η λάβρα μέσα του κόρωσε, δυνάμωσε κι άλλο, έγινε ένα τρεμοπαίξιμο, το οποίο μπορούσε να λιώσει πέτρα και να εξατμίσει ατσάλι και να κάνει τον αέρα να ξεσπάσει σε φλόγες. Το κρύο δυνάμωσε, ώσπου η ανάσα στα πνευμόνια του σίγουρα είχε παγώσει και σκληρύνει σαν μέταλλο. Το ένιωθε να τον καταβάλλει, ένιωθε τη ζωή να διαβρώνεται, σαν ποταμίσια όχθη από μαλακό πηλό, ένιωθε ότι αυτό που φθειρόταν ήταν η ζωή του.

Δεν μπορώ να σταματήσω! Αν βγει έξω... Πρέπει να το σκοτώσω! Δεν-μπορώ-να-σταματήσω! Κρεμάστηκε απεγνωσμένα από τα θραύσματα του εαυτού του. Η Μία Δύναμη βρυχήθηκε μέσα του· πιάστηκε πάνω της, σαν ξυλαράκι σε αφρισμένα νερά. Το κενό άρχισε να λιώνει και να κυλά· η αδειανοσύνη άχνιζε από την παγωνιά.

Η κίνηση της Πύλης σταμάτησε και έπειτα αντιστράφηκε.

Ο Ραντ την κοίταζε, νιώθοντας βέβαιος μέσα στις αμυδρές σκέψεις του, που μετεωριζόταν έξω από το κενό, ότι έβλεπε μόνο ό,τι ήθελε να δει.

Οι πόρτες πλησίασαν η μια την άλλη, σπρώχνοντας πίσω το Μάτσιν Σιν, λες και αυτό είχε ουσία συμπαγή. Η πυρά ακόμα μούγκριζε στο στήθος του.

Νιώθοντας μια αόριστη, απόμακρη απορία, ο Ραντ είδε τον Λόιαλ, που ήταν ακόμα πεσμένος στα χέρια και στα γόνατα, να απομακρύνεται από τις πόρτες που έκλειναν.

Το χάσμα στένεψε, εξαφανίστηκε. Τα φύλλα και τα κλήματα ενώθηκαν κι έφτιαξαν έναν στερεό τοίχο, κι έγιναν πέτρα.

Ο Ραντ ένιωσε να σπάει ο σύνδεσμος ανάμεσα σ’ αυτόν και στη φωτιά, και να παύει η ροή της Δύναμης που περνούσε από κει. Μια στιγμή ακόμα και θα τον είχε παρασύρει. Έπεσε στα γόνατα με τρέμουλο. Εκείνο ήταν ακόμα εκεί. Το σαϊντίν. Δεν έρεε πια, αλλά ήταν εκεί, σαν λιμνούλα. Ο Ραντ ήταν μια λιμνούλα της Μίας Δύναμης. Έτρεμε μαζί της. Μπορούσε να μυρίσει το γρασίδι, το χώμα από κάτω, τις πέτρες των τοίχων. Ακόμα και στο σκοτάδι μπορούσε να διακρίνει κάθε φύλλο του γρασιδιού, χωριστό και ολόκληρο, όλα μαζί με μιας. Μπορούσε να νιώσει και το παραμικρό σάλεμα του αέρα στο πρόσωπο του. Η γλώσσα του ένιωσε αηδία από τη γεύση του μολύσματος· το στομάχι του έγινε κόμπος, συσπάστηκε.

Ανεμίζοντας άγρια, μανιασμένα τα χέρια, πήγε να βγει από το κενό· ακόμα γονατισμένος, ακίνητος, πάλεψε να ελευθερωθεί. Και μετά, το μόνο που είχε μείνει ήταν η ρυπαρότητα στη γλώσσα του και ο σπασμός στο στομάχι του, και η μνήμη. Τόσο — ζωντανός.

«Μας έσωσες, Κατασκευαστή». Ο Χούριν ήταν με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και η φωνή του ήταν βραχνή. «Αυτό το πράγμα — αυτό ήταν ο Μαύρος Άνεμος; — ήταν χειρότερο κι από — θα μας πετούσε εκείνη τη φωτιά; Άρχοντα Ραντ! Σε χτύπησε; Σε άγγιξε;» Ήρθε τρέχοντας, καθώς ο Ραντ σηκωνόταν όρθιος, και τον βοήθησε στο τέλος να σταθεί. Κι ο Λόιαλ επίσης σηκωνόταν, τινάζοντας το χώμα από τα χέρια και τα γόνατά του.

«Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Φάιν σ’ αυτό». Ο Ραντ άγγιξε το μπράτσο του Λόιαλ. «Σ’ ευχαριστώ. Στ’ αλήθεια μας έσωσες». Εμένα πάντως με έσωσες. Με σκότωνε. Με σκότωνε, κι ένιωθα — υπέροχα. Ξεροκατάπιε. Κατάπιε· ακόμα γέμιζε το στόμα του ένα αχνό απομεινάρι της γεύσης. «Θέλω κάτι να πιω».

«Απλώς βρήκα το φύλλο και το ξανάβαλα στη θέση του», είπε ο Λόιαλ, σηκώνοντας τους ώμους. «Φαινόταν ότι, αν δεν μπορούσαμε να κλείσουμε την Πύλη, θα μας σκότωνε. Φοβάμαι πως δεν είμαι και τόσο καλός ήρωας, Ραντ. Φοβόμουν τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να σκεφτώ».

«Φοβόμασταν και οι δύο», είπε ο Ραντ. «Μπορεί να είμαστε μέτριοι ήρωες, αλλά δεν υπάρχουν άλλοι. Καλά που είναι μαζί μας ο Ίνγκταρ».

«Άρχοντα Ραντ», είπε ταπεινά ο Χούριν, «μπορούμε να — φύγουμε, τώρα;»

Αρχικά ο μυριστής διαμαρτυρήθηκε, που ο Ραντ θα περνούσε πρώτος τον τοίχο, αφού δεν ήξεραν αν τους περίμενε κανείς απ’ έξω, αλλά μετά ο Ραντ επισήμανε ότι ήταν ο μόνος που είχε όπλο. Ακόμα και τότε, του Χούριν δεν φάνηκε να του αρέσει που θα άφηνε τον Λόιαλ να σηκώσει τον Ραντ για να πιαστεί από την κορυφή του τοίχου και να ανέβει πάνω.

Ο Ραντ έπεσε από την άλλη μ’ ένα γδούπο και προσπάθησε να δει και να ακούσει τι υπήρχε στο σκοτάδι. Του φάνηκε, για μια στιγμή, πως είχε δει κάτι να κινείται, πως είχε ακούσει μια μπότα να ξύνεται στον τούβλινο τοίχο, αλλά τίποτα από τα δύο δεν επαναλήφθηκε και τα θεώρησε αποτέλεσμα της νευρικότητάς του. Στράφηκε για να βοηθήσει τον Χούριν να κατέβει.

«Άρχοντα Ραντ», είπε ο μυριστής, μόλις τα πόδια του ξαναπάτησαν στο χώμα, «πώς θα τους παρακολουθήσουμε τώρα; Απ’ ό,τι έχω ακούσει γι’ αυτά τα πράγματα, μπορεί ολόκληρη η συμμορία να έχει φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου».

«Η Βέριν θα ξέρει τον τρόπο». Του Ραντ ξαφνικά του ήρθε να γελάσει· για να βρουν το Κέρας και το εγχειρίδιο —αν μπορούσαν να βρεθούν, τώρα πια— έπρεπε να ξαναγυρίσει στην Άες Σεντάι. Τον είχαν αφήσει να φύγει και τώρα έπρεπε να ξαναγυρίσει. «Λεν θα αφήσω τον Ματ να πεθάνει χωρίς να κάνω τίποτα».

Ήρθε και ο Λόιαλ και ξαναπήγαν προς το αρχοντικό, όπου βρήκαν στην πορτούλα τον Ματ, ο οποίος την άνοιξε ακριβώς τη στιγμή που ο Ραντ άπλωνε το χέρι στο χερούλι. «Η Βέριν λέει να μην κάνεις τίποτα. Αν ο Χούριν βρήκε πού έχουν το Κέρας, τότε, λέει η Βέριν, αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, προς το παρόν. Λέει ότι θα φύγουμε αμέσως μόλις γυρίσεις και καταστρώσετε το σχέδιο. Κι εγώ λέω ότι είναι η τελευταία φορά που τρέχω πέρα-δώθε με μηνύματα Αν θέλεις να πεις κάτι σε κάποιον, να πας να του το πεις μόνος σου την άλλη φορά». Ο Ματ κοίταξε στο σκοτάδι πέρα από τους τρεις. «Είναι κάπου εκεί το Κέρας; Σε κάποιο βοηθητικό κτίριο; Είδατε το εγχειρίδιο;»

Ο Ραντ τον έστριψε και τον ξανάβαλε μέσα. «Δεν είναι εδώ, Ματ. Ελπίζω η Βέριν να έχει κάποια καλή ιδέα, τι να κάνουμε μετά· εμένα δεν μου έρχεται τίποτα».

Ο Ματ έδειξε ότι ήθελε να ρωτήσει κάτι, αλλά άφησε τον Ραντ να τον σπρώξει στον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο. Θυμήθηκε μάλιστα και περπάτησε με χωλό βήμα, όταν ανέβηκαν πάνω.

Όταν ο Ραντ και οι υπόλοιποι ξαναμπήκαν στις αίθουσες, που ήταν γεμάτες ευγενείς, αρκετοί τους κοίταξαν. Ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως, με κάποιον τρόπο, είχαν μάθει κάτι γι’ αυτά που είχαν συμβεί εκεί έξω, αν έπρεπε να είχε στείλει τον Χούριν και τον Ματ στην μπροστινή αίθουσα για να περιμένουν, αλλά μετά κατάλαβε ότι τα βλέμματα ήταν ίδια όπως και πριν, υπολογιστικά, περίεργα, δείχνοντας απορία για το τι έκαναν ο άρχοντας και ο Ογκιρανός. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, οι υπηρέτες ήταν αόρατοι. Κανένας δεν τους πλησίασε, εφόσον ήταν μαζί. Φαινόταν ότι το Μεγάλο Παιχνίδι είχε κανόνες για τις συνομωσίες· επιτρεπόταν να κρυφακούσεις μια ιδιωτική συζήτηση, αν μπορούσες, μα όχι να εισβάλλεις σ’ αυτήν.

Η Βέριν και ο Ίνγκταρ στέκονταν μαζί, κι έτσι ήταν κι αυτοί μόνοι. Ο Ίνγκταρ φαινόταν κάπως ζαλισμένος. Η Βέριν έριζε μια ματιά στον Ραντ και τους άλλους, έσμιξε τα φρύδια βλέποντας την έκφρασή τους, και μετά έσιαξε το σάλι της και ξεκίνησε για την έξοδο.

Καθώς την έφτανε, ο Μπαρτέηνς εμφανίστηκε, σαν να του είχε πει κάποιος ότι έφευγαν. «Φεύγετε τόσο νωρίς; Βέριν Σεντάι, δεν μπορώ να σε ικετεύσω να μείνεις κι άλλο;»

Η Βέριν κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει να φύγουμε, Άρχοντα Μπαρτέηνς. Έχω χρόνια να έρθω στην Καιρχίν. Χάρηκα για την πρόσκλησή σου προς τον νεαρό Ραντ. Ήταν πολύ... ενδιαφέρον».

«Τότε η Χάρη ας σας συνοδεύει ως το πανδοχείο σας. Το Μεγάλο Δένδρο, σωστά; Ίσως μου χαρίζατε την παρουσία σας κάποια άλλη φορά; Θα με τιμούσες, Βέριν Σεντάι, και συ, Άρχοντα Ραντ, κι εσύ, Άρχοντα Ίνγκταρ, και φυσικά κι εσύ, Λόιαλ, γιε του Άρεντ, του γιου του Χάλαν». Υποκλίθηκε, κάπως βαθύτερα στην Άες Σεντάι απ’ όσο στους άλλους, μα και πάλι δεν ήταν παρά κάτι παραπάνω από ένα νεύμα της κεφαλής.

Η Βέριν αποκρίθηκε μ’ ένα νεύμα. «Ίσως. Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Μπαρτέηνς». Γύρισε και πλησίασε τις πόρτες.

Καθώς ο Ραντ έκανε να ακολουθήσει τους άλλους, ο Μπαρτέηνς τον έπιασε με δυο δάχτυλα από το μανίκι, κρατώντας τον εκεί. Ο Ματ φάνηκε έτοιμος να σταματήσει κι αυτός, ώσπου ο Χούριν τον έσπρωξε προς τη Βέριν και τους άλλους.

«Μπαίνεις πιο βαθιά στο Παιχνίδι απ’ όσο νόμιζα», είπε ο Μπαρτέηνς με απαλή φωνή. «Όταν άκουσα το όνομά σου, δεν το πίστευα, αλλά όμως ήρθες, και ταιριάζεις με την περιγραφή, και... Μου έδωσαν ένα μήνυμα για σένα. Σκέφτομαι, τελικά, να σου το παραδώσω».

Ο Ραντ ένιωσε τσιμπηματάκια στη ραχοκοκαλιά του, καθώς μιλούσε ο Μπαρτέηνς, και στο τέλος έμεινε κοιτάζοντάς τον. «Μήνυμα; Από ποιον; Από την Αρχόντισσα Σελήνη;»

«Από έναν άνδρα. Όχι του είδους για το οποίο συνήθως μεταφέρω μηνύματα, αλλά έχει... ορισμένες... αξιώσεις από μένα, τις οποίες δεν μπορώ να αγνοήσω. Δεν είπε το όνομά του, αλλά ήταν Λαγκαρντινός. Ααα! Τον γνωρίζεις».

«Τον γνωρίζω». Ο Φάιν άφησε μήνυμα; Ο Ραντ κοίταξε το μεγάλο προθάλαμο ολόγυρά του. Ο Ματ και η Βέριν και οι άλλοι περίμεναν πλάι στις πόρτες. Υπηρέτες με λιβρέες στέκονταν άκαμπτοι κοντά στους τοίχους, έτοιμοι να τρέξουν με οποιαδήποτε διαταγή, μα έμοιαζαν σαν να μην άκουγαν και σαν να μην έβλεπαν. Από τα ενδότερα του μεγάρου ακουγόταν οι φασαρίες των συγκεντρωμένων. Δεν έμοιαζε με μέρος όπου ίσως επιτίθονταν Σκοτεινόφιλοι. «Τι μήνυμα;»

«Λέει ότι θα σε περιμένει στο Τόμαν Χεντ. Έχει αυτό που αναζητάς και, αν το θέλεις, πρέπει να τον ακολουθήσεις. Αν αρνηθείς να τον ακολουθήσεις, θα καταδιώξει το αίμα σου, και τους ανθρώπους σου, κι όσους αγαπάς, μέχρι να τον αντιμετωπίσεις. Φαίνεται τρελό, φυσικά, ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν να λέει ότι θα καταδιώξει έναν άρχοντα, αλλά όμως είχε κάτι πάνω του. Νομίζω πως είναι τρελός —αρνήθηκε μάλιστα πως είσαι άρχοντας, όπως μπορεί να δει ο καθένας με μια ματιά— αλλά και πάλι υπάρχει κάτι. Τι μεταφέρει μαζί του, με Τρόλοκ για να το φυλάνε; Τι αναζητάς;» Ο Μπαρτέηνς φάνηκε να σοκάρεται από την ευθύτητα των ίδιων του των ερωτήσεων.

«Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Μπαρτέηνς». Ο Ραντ κατάφερε να υποκλιθεί, αλλά τα πόδια του έτρεμαν, καθώς πλησίαζε τη Βέριν και τους άλλους. Θέλει να τον ακολουθήσω; Και αν όχι, θα κάνει κακό στο Πεδίο του Έμοντ, στον Ταμ. Δεν αμφέβαλλε ότι ο Φάιν μπορούσε να το κάνει, και θα το έκανε. Τουλάχιστον η Εγκουέν είναι ασφαλής στο Λευκό Πύργο. Του ήρθαν στο νου αηδιαστικές εικόνες, Τρόλοκ να πνίγουν με τις ορδές τους το Πεδίο του Έμοντ, ανόφθαλμους Ξέθωρους να στήνουν καρτέρι στην Εγκουέν. Μα πώς μπορώ να τον ακολουθήσω; Πώς;

Και μετά ήταν στη νύχτα και ανέβαινε στην πλάτη του Κοκκινοτρίχη. Η Βέριν και ο Ίνγκταρ και οι άλλοι ήταν ήδη στα άλογά τους και η συνοδεία των Σιναρανών μαζευόταν γύρω τους.

«Τι βρήκατε;» απαίτησε να μάθει η Βέριν. «Πού το φυλάει;» Ο Χούριν ξερόβηξε δυνατά για να καθαρίσει το λαιμό του και ο Λόιαλ ανακάθισε στην ψηλή σέλα του. Η Άες Σεντάι τους κάρφωσε με το βλέμμα.

«Ο Φάιν πήρε το Κέρας στο Τόμαν Χεντ μέσω μιας Πύλης», είπε ο Ραντ μουδιασμένα. «Αλλά αυτή τη φορά μάλλον με περιμένει κιόλας εκεί».

«Θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτό», είπε η Βέριν, τόσο αποφασιστικά που κανένας δεν άνοιξε το στόμα του σε όλη τη διαδρομή ως το Μεγάλο Δένδρο.

Ο Ούνο τους άφησε εκεί, μετά από μια χαμηλόφωνη λέξη του Ίνγκταρ, και πήρε τους στρατιώτες πίσω στο πανδοχείο των Προπυλαίων. Ο Χούριν έριζε μια ματιά στο πρόσωπο της Βέριν, στο φως της κοινής αίθουσας, κάτι μουρμούρισε για μπύρα και έτρεξε σ’ ένα. τραπέζι στη γωνία, μόνος του. Η Άες Σεντάι αγνόησε την πανδοχέα, ο οποίος ευχόταν κι ήλπιζε να είχαν διασκεδάσει, και οδήγησε σιωπηλά τον Ραντ και τους άλλους στην ιδιωτική τραπεζαρία.

Ο Πέριν, που διάβαζε Τα Ταξίδια του Τζάιν του Γοργοπόδαρου, σήκωσε το βλέμμα όταν μπήκαν μέσα και κατσούφιασε όταν είδε τα πρόσωπά τους. «Δεν πήγε καλά, ε;» είπε, κλείνοντας το δερματόδετο βιβλίο. Οι λάμπες και τα κεριά από κερί μελισσών στο δωμάτιο έδιναν αρκετό φως· η Κυρά Τιέντρα είχε τσουχτερές τιμές, αλλά δεν τσιγκουνευόταν.

Η Βέριν δίπλωσε προσεκτικά το σάλι της και το ακούμπησε στη ράχη μιας καρέκλας. «Ξαναπείτε τα. Οι Σκοτεινόφιλοι πήραν το Κέρας από μια Πύλη; Στο μέγαρο του Μπαρτέηνς;»

«Στην περιοχή που είναι το μέγαρο υπήρχε κάποτε άλσος των Ογκιρανών», εξήγησε ο Λόιαλ. «Όταν κατασκευάσαμε...» Η φωνή του ξεψύχησε και τα αυτιά του μαράθηκαν μπροστά στη ματιά της.

«Ο Χούριν τους ακολούθησε ακριβώς ως εκεί». Ο Ραντ σωριάστηκε κουρασμένος σε μια καρέκλα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να τον ακολουθήσω. Μα πώς; «Την άνοιξα για να του δείξω ότι μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη όπου κι αν πήγαιναν, και ήταν εκεί ο Μαύρος Άνεμος. Προσπάθησε να μας αρπάξει, αλλά ο Λόιαλ κατάφερε να κλείσει τις πόρτες πριν βγει ως έξω». Κοκκίνισε λιγάκι, που τα είχε παρουσιάσει έτσι, όμως ο Λόιαλ πράγματι είχε κλείσει τις πόρτες και, ποιος ξέρει, ίσως το Μάτσιν Σιν να είχε βγει, αν δεν το είχε κάνει. «Στεκόταν φρουρός».

«Ο Μαύρος Άνεμος», είπε με απαλή φωνή ο Ματ, που είχε παγώσει επιτόπου πριν καθίσει στην καρέκλα του. Κι ο Πέριν, επίσης, κοίταζε τον Ραντ. Το ίδιο και η Βέριν και ο Ίνγκταρ. Ο Ματ έπεσε στην καρέκλα μ’ ένα γδούπο.

«Πρέπει να κάνεις λάθος», είπε τελικά η Βέριν. «Το Μάτσιν Σιν δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως φρουρός. Κανένας δεν μπορεί να αναγκάσει τον Μαύρο Άνεμο να κάνει τίποτα».

«Είναι πλάσμα του Σκοτεινού», είπε μουδιασμένα ο Ματ. «Οι άλλοι είναι Σκοτεινόφιλοι. Μπορεί να ήξεραν πώς να του ζητήσουν βοήθεια, ή πώς να το αναγκάσουν να τους βοηθήσει».

«Κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς είναι το Μάτσιν Σιν», είπε η Βέριν, «εκτός, ίσως, αν είναι η πεμπτουσία της τρέλας και της ασπλαχνίας. Δεν μπορείς να συζητήσεις λογικά μαζί του, Ματ, ή να παζαρέψεις, ή να του μιλήσεις. Δεν μπορείς καν να το αναγκάσεις, καμιά Άες Σεντάι που ζει σήμερα δεν μπορεί, και ίσως καμία απ’ όσες έζησαν ποτέ. Στ’ αλήθεια, νομίζεις ότι ο Πάνταν Φάιν μπόρεσε να κάνει κάτι που δεν το μπορούν δέκα Άες Σεντάι;» Ο Ματ κούνησε το κεφάλι.

Μια ατμόσφαιρα απόγνωσης υπήρχε στο δωμάτιο, χαμένων ελπίδων και στόχων. Ο σκοπός που επεδίωκαν είχε εξαφανιστεί, ακόμα και το πρόσωπο της Βέριν είχε μια κουρασμένη έκφραση.

«Ποτέ δεν θα μου περνούσε από το μυαλό ότι ο Φάιν είχε το κουράγιο να μπει στις Οδούς». Ο Ίνγκταρ φαινόταν μειλίχιος, αλλά ξαφνικά χτύπησε τη γροθιά στον τοίχο. «Δεν με νοιάζει ούτε πώς ούτε γιατί το Μάτσιν Σιν δουλεύει υπέρ του Φάιν. Άες Σεντάι, πήραν το Κέρας του Βαλίρ στις Οδούς. Τώρα μπορεί να βρίσκονται στη Μάστιγα, ή στο δρόμο για το Δάκρυ ή το Τάραμπον, ή στην άλλη άκρη της Ερημιάς των Αελιτών. Το Κέρας χάθηκε. Χάθηκα κι εγώ». Τα χέρια του έπεσαν στο πλευρό του και οι ώμοι του καμπούριασαν. «Χάθηκα».

«Ο Φάιν το πηγαίνει στο Τόμαν Χεντ», είπε ο Ραντ, και αμέσως ξανάγινε το επίκεντρο όλων των βλεμμάτων.

Η Βέριν τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια. «Το ξανάπες αυτό. Πού το ξέρεις;»

«Μου άφησε μήνυμα στον Μπαρτέηνς», είπε ο Ραντ.

«Κόλπο είναι», είπε κοροϊδευτικά ο Ίνγκταρ. «Δεν θα μας έλεγε πού να τον ακολουθήσουμε».

«Δεν ξέρω τι θα κάνετε οι υπόλοιποι», είπε ο Ραντ, «αλλά εγώ πάω στο Τόμαν Χεντ. Πρέπει. Φεύγω μόλις χαράξει».

«Μα, Ραντ», είπε ο Λόιαλ, «θα κάνουμε μήνες για να φτάσουμε στο Τόμαν Χεντ. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Φάιν θα μας περιμένει εκεί;»

«Θα περιμένει». Μα πόσο θα περιμένει, πριν νομίσει ότι δεν δα πάω; Γιατί έβαλε αυτόν τον φρουρό, αν θέλει να ακολουθήσω; «Λόιαλ, θέλω να πάω όσο πιο γρήγορα γίνεται, κι αν ο Κοκκινοτρίχης σκάσει στο τρέξιμο, θα αγοράσω άλλο άλογο, ή θα κλέψω, αν χρειαστεί. Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να έρθεις;»

«Τόσον καιρό έμεινα μαζί σου, Ραντ. Γιατί να σταματήσω τώρα;» Ο Λόιαλ έβγαλε την πίπα και την ταμπακοσακούλα του και άρχισε να τη γεμίζει ταμπάκ. «Σε συμπαθώ, βλέπεις. Θα σε συμπαθούσα ακόμα κι αν δεν ήσουν τα’βίρεν. Ίσως σε συμπαθώ παρά το ότι είσαι τα’βίρεν. Όλο σε μπελάδες με βάζεις. Πάντως θα έρθω μαζί σου». Ρούφηξε την πίπα, για να δει αν την είχε γεμίσει καλά, και μετά πήρε μια σχίζα από ένα πέτρινο βάζο στην κορνίζα του τζακιού και την άγγιξε στη φλόγα του κεριού για να την ανάψει. «Και νομίζω ότι δεν μπορείς να με εμποδίσεις».

«Εγώ πάντως θα πάω», είπε ο Ματ. «Ο Φάιν έχει ακόμα το εγχειρίδιο, γι’ αυτό θα πάω. Αλλά τέρμα οι υπηρέτες από δω κατ πέρα».

Ο Πέριν αναστέναξε και ένα στοχαστικό βλέμμα φάνηκε στα κίτρινα μάτια του. «Μάλλον θα ’ρθω κι εγώ». Μετά από λίγο, χαμογέλασε πλατιά. «Κάποιος πρέπει να προσέχει τον Ματ να μην μπλέξει».

«Δεν είναι καν τόσο πονηρό αυτό το κόλπο», μουρμούρισε ο Ίνγκταρ. «Θα βρω τρόπο να ξεμοναχιάσω τον Μπαρτέηνς και θα μάθω την αλήθεια. Θέλω να βρω το Κέρας του Βαλίρ, όχι να κυνηγώ μπαμπούλες και φαντάσματα».

«Μπορεί να μην είναι κόλπο», είπε η Βέριν επιφυλακτικά, κοιτάζοντας το πάτωμα μπροστά στα πόδια της. «Στα μπουντρούμια του Φαλ Ντάρα είχαν μείνει ορισμένα πράγματα, γραπτά, τα οποία άφηναν να εννοηθεί κάποια σχέση μεταξύ αυτών που είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα και» —έριζε μια γοργή ματιά στον Ραντ κάτω από τα χαμηλωμένα φρύδια της— «του Τόμαν Χεντ. Ακόμα δεν τα πολυκαταλαβαίνω, αλλά πιστεύω πως πρέπει να πάμε στο Τόμαν Χεντ. Και πιστεύω πως εκεί θα βρούμε το Κέρας».

«Έστω κι αν πηγαίνουν στο Τόμαν Χεντ», είπε ο Ίνγκταρ, «μέχρι να το φτάσουμε ο Πάνταν Φάιν ή οι άλλοι θα έχουν εκατό φορές την ευκαιρία να το ηχήσουν, και οι ήρωες που θα έρθουν από τον τάφο θα πάρουν το μέρος της Σκιάς».

«Ο Φάιν μπορούσε να ηχήσει το Κέρας εκατό φορές από τότε που έφυγε από το Φαλ Ντάρα», του είπε η Βέριν. «Και νομίζω πως θα το έκανε, αν μπορούσε να ανοίξει το κιβώτιο. Αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί είναι μήπως βρει κάποιον που ξέρει πώς να το ανοίξει. Πρέπει να τον ακολουθήσουμε από τις Οδούς».

Ο Πέριν σήκωσε απότομα το κεφάλι, και ο Ματ ανακάθισε στην καρέκλα του. Ο Λόιαλ βόγκηξε χαμηλόφωνα.

«Ακόμα κι αν καταφέρουμε να ξεγλιστρήσουμε από τους φρουρούς του Μπαρτέηνς», είπε ο Ραντ, «νομίζω ότι θα βρούμε το Μάτσιν Σιν να περιμένει ακόμα εκεί. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις Οδούς».

«Πόσοι από μας θα μπορούσαν να μπουν στο μέγαρο του Μπαρτέηνς», είπε η Βέριν, απορρίπτοντας την ιδέα. «Υπάρχουν κι άλλες Πύλες. Το Στέντιγκ Τσόφου είναι σχετικά κοντά στην πόλη, προς τα νοτιοανατολικά. Είναι ένα καινούργιο στέντιγκ, επανανακαλύφθηκε μόλις πριν από εξακόσια χρόνια περίπου, αλλά τότε οι Ογκιρανοί Πρεσβύτεροι ακόμα ανέπτυσσαν τις Οδούς. Το Στέντιγκ Τσόφου θα έχει Πύλη. Είναι εκεί, και θα φύγουμε μόλις χαράξει».

Ο Λόιαλ βόγκηξε λιγάκι πιο δυνατά· ο Ραντ δεν κατάλαβε αν ήταν για την Πύλη ή για το στέντιγκ.

Ο Ίνγκταρ ακόμα δεν φαινόταν να έχει πειστεί, αλλά η Βέριν ήταν ήρεμη και αμετάπειστη, σαν χιόνι που κατρακυλά σε βουνοπλαγιά. «Ίνγκταρ, ετοίμασε τους στρατιώτες σου για αναχώρηση. Στείλε τον Χούριν να το πει στον Ούνο πριν κοιμηθεί. Νομίζω πως πρέπει όλοι να πάμε για ύπνο όσο το δυνατόν νωρίτερα. Οι Σκοτεινόφιλοι κέρδισαν μια μέρα και θέλω να αναπληρώσουμε όσο γίνεται τον χαμένο χρόνο αύριο». Ήταν τόσο αποφασιστική η Άες Σεντάι, που, πριν τελειώσει τα λόγια της, είχε αρχίσει να σπρώχνει τον Ίνγκταρ στην πόρτα.

Ο Ραντ ακολούθησε τους άλλους που έβγαιναν, αλλά στην πόρτα σταμάτησε πλάι στην Άες Σεντάι και κοίταξε τον Ματ, ο οποίος προχωρούσε στο φωτισμένο από τα κεριά διάδρομο. «Γιατί είναι έτσι;» τη ρώτησε. «Νόμιζα ότι τον είχατε Θεραπεύσει, τουλάχιστον για ένα διάστημα».

Εκείνη περίμενε να στρίψουν στα σκαλιά ο Ματ και οι άλλοι, και ύστερα μίλησε. «Φαίνεται ότι δεν πέτυχε όσο νομίζαμε. Η αρρώστια εξελίσσεται μέσα του με ενδιαφέροντα τρόπο. Η δύναμή του παραμένει· θα την κρατήσει ως το τέλος, νομίζω. Αλλά το κορμί του λιώνει. Θα έλεγα, λίγες βδομάδες ακόμα, το πολύ. Βλέπεις, υπάρχει αιτία που βιαζόμαστε».

«Δεν χρειάζομαι κι άλλους λόγους να με κεντρίζουν, Άες Σεντάι», είπε ο Ραντ, λέγοντας τον τίτλο της με σκληρή φωνή. Ο Ματ. Το Κέρας. Η απειλή του Φάιν. Φως μου, η Εγκουέν! Που να καώ, δεν χρειάζομαι κι άλλους λόγους.

«Κι εσύ, Ραντ αλ’Θορ; νιώθεις καλά; Το πολεμάς ακόμα, ή μήπως παραδόθηκες στον Τροχό;»

«Έρχομαι μαζί σου για να βρούμε το Κέρας», της είπε. «Πέρα απ’ αυτό, δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα σε μένα και στις Άες Σεντάι. Με καταλαβαίνεις; Καμία!»

Εκείνη δεν μίλησε, και ο Ραντ την άφησε κι έφυγε, αλλά, όταν έστριψε στα σκαλιά, τον παρακολουθούσε ακόμα, με βλέμμα κοφτερό και συλλογισμένο.

Загрузка...