17 Επιλογές

«Θα φέξουμε», είπε ο Ραντ. «Χούριν, μπορείς να καλπάζεις και μαζί να ακολουθείς τα ίχνη;»

«Ναι, Άρχοντα Ραντ».

«Τότε ξεκίνα. Θα—»

«Δεν θα βγει τίποτα», είπε η Σελήνη. Η λευκή φοράδα της ήταν το μόνο από τα τέσσερα υποζύγια που δεν χοροπηδούσε, ακούγοντας τα χοντρά γαβγίσματα που έρχονταν από τα γκρολμ. «Ποτέ δεν σταματούν, ποτέ. Τα γκρολμ, από τη στιγμή που θα βρουν τη μυρωδιά σου, σε κυνηγούν μέρα και νύχτα, μέχρι να σε πιάσουν. Πρέπει να τα σκοτώσεις όλα, ή να βρεις τρόπο να πάμε αλλού. Ραντ, η Διαβατική Λίθος μπορεί να μας πάει αλλού».

«Όχι! Μπορούμε να τα σκοτώσουμε. Εγώ μπορώ. Σκότωσα ήδη ένα. Είναι μόνο πέντε. Αν μονάχα μπορούσα να βρω...» Έψαξε με το βλέμμα να βρει το σημείο που χρειαζόταν, και το βρήκε. «Ακολουθήστε με!» Κλώτσησε τον Κοκκινοτρίχη, που άρχισε να καλπάζει, σίγουρος πριν ακούσει τις οπλές τους ότι οι υπόλοιποι θα τον ακολουθούσαν.

Το μέρος που είχε διαλέξει ήταν ένας χαμηλός, στρογγυλεμένος λόφος, δίχως δένδρα. Τίποτα δεν μπορούσε να πλησιάσει χωρίς να το δει. Κατέβηκε από τη σέλα μ’ έναν πήδο και έβγαλε το μακρύ τόξο του. Ο Λόιαλ και ο Χούριν κατέβηκαν και στάθηκαν κοντά του. Ο Ογκιρανός ζύγιαζε την πελώρια ράβδο και ο Χούριν κρατούσε το κοντό σπαθί του. Ούτε η ράβδος ούτε το σπαθί θα βοηθούσαν αν τα γκρολμ πλησίαζαν. Δεν θα τα αφήσω να πλησιάσουν.

«Δεν είναι ανάγκη να υποστούμε αυτόν τον κίνδυνο», είπε η Σελήνη. Έγειρε στη σέλα της για να κοιτάξει τον Ραντ, ρίχνοντας μόλις μια ματιά στα γκρολμ. «Μπορούμε να φτάσουμε στις Διαβατικές Λίθους πολύ πριν φτάσουν αυτά».

«Θα τα σταματήσω». Ο Ραντ μέτρησε βιαστικά τα βέλη που απέμεναν στη φαρέτρα του. Δεκαοκτώ, το καθένα μακρύ όσο το χέρι του· δέκα είχαν σκληρές, μυτερές αιχμές, σχεδιασμένες να τρυπούν τους θώρακες των Τρόλοκ. Ό,τι έκαναν στους Τρόλοκ θα το έκαναν και στα γκρολμ. Ο Ραντ κάρφωσε τέσσερα απ’ αυτά στο έδαφος μπροστά του· πέρασε ένα στη χορδή. «Λόιαλ, Χούριν, δεν έχει νόημα να στέκεστε εδώ. Ανεβείτε στα άλογα και ετοιμαστείτε να πάτε τη Σελήνη στη Λίθο αν ξεφύγει κανένα γκρολμ». Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να σκοτώσει αυτά τα πλάσματα με το σπαθί, αν ήταν αυτή η κατάληξη. Τρελάθηκες! Η Δύναμη δεν είναι χειρότερη από αυτά.

Ο Λόιαλ είπε κάτι, αλλά ο Ραντ δεν το άκουσε· έψαχνε το κενό, τόσο για να ξεφύγει από τις ίδιες του ας σκέψεις, όσο και από την ανάγκη. Ξέρεις τι σε περιμένει. Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο δεν Θα χρειαστεί να το αγγίξω. Η λάμψη ήταν εκεί, το φως λίγο παραπέρα που δεν φαινόταν. Έμοιαζε να κυλά προς το μέρος του, μα όλα ήταν αδειανωσύνη. Οι σκέψεις αναπηδούσαν στην επιφάνεια του κενού, ορατές σε κείνο το μολυσμένο φως. Σαϊντίν. Η Δύναμη. Τρέλα. Θάνατος. Παρείσακτες σκέψεις. Ο Ραντ ήταν ένα με το τόξο, με το βέλος, με τα πλάσματα στην διπλανή ραχούλα.

Τα γκρολμ ήρθαν, πηδώντας το ένα πάνω από το άλλο με τα άλματά τους, πέντε μεγάλα πλάσματα με τραχύ πετσί, τρία μάτια και κεράτινα σαγόνια που έχασκαν. Τα γρυλλητά τους αναπηδούσαν στο κενό, σχεδόν δεν ακούγονταν.

Ο Ραντ δεν κατάλαβε ότι σήκωσε το τόξο, ότι τράβηξε τη χορδή ώσπου τα φτερά του βέλους να φτάσουν στο μάγουλο, στο αυτί του. Ήταν ένα με τα θηρία, ένα με το κεντρικό μάτι του πρώτου. Τότε το βέλος πέταξε. Το πρώτο γκρολμ πέθανε· ένας από τους συντρόφους του έπεσε πάνω του καθώς έπεφτε και το ραμφίσιο στόμα του άρχισε να σχίζει κομμάτια σάρκας. Μούγκρισε στα άλλα, τα οποία έκαναν γύρο για να το αποφύγουν. Αλλά συνέχισαν να προχωρούν, και το άλλο, σαν από κάποιον καταναγκασμό, εγκατέλειψε το γεύμα του και τα ακολούθησε πηδώντας, με το κεράτινο στόμα του ήδη ματωμένο.

Ο Ραντ έριχνε βέλη με ομαλές κινήσεις, ασυναίσθητα· τραβούσε κι άφηνε. Τραβούσε κι άφηνε.

Το πέμπτο βέλος έφυγε από τη χορδή και ο Ραντ χαμήλωσε το τόξο, βαθιά ακόμα στο κενό, καθώς το τέταρτο γκρολμ έπεφτε, σαν πελώρια μαριονέτα που της κόπηκαν οι σπάγκοι. Αν και το τελευταίο βέλος ήταν ακόμα στον αέρα, ο Ραντ ήξερε με κάποιον τρόπο ότι δεν υπήρχε ανάγκη να ξαναρίξει. Το τελευταίο Θηρίο σωριάστηκε κάτω, σαν να είχαν λιώσει τα κόκαλά του, με τα φτερά στην άκρη του βέλους να ξεπροβάλλουν από το κεντρικό μάτι του. Πάντα στο κεντρικό μάτι.

«Καταπληκτικό, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν. «Ποτέ... ποτέ δεν είδα τόση ευστοχία».

Το κενό κρατούσε τον Ραντ. Το φως τον καλούσε, κι αυτός,.. άπλωσε... προς τα κει. Τον περιέβαλε, τον γέμισε.

«Άρχοντα Ραντ;» Ο Χούριν τον άγγιξε στο μπράτσο και ο Ραντ τινάχτηκε, ενώ η αδειανωσύνη γέμισε ότι ήταν γύρω του. «Είσαι καλά, Άρχοντά μου;»

Ο Ραντ σκούπισε το μέτωπό του με τις άκρες των δαχτύλων του. Ήταν στεγνό· ένιωθε ότι έπρεπε να είναι λουσμένος στον ιδρώτα. «Είμαι... είμαι καλά, Χούριν».

«Έχω ακούσει ότι γίνεται πιο εύκολο κάθε φορά που το κάνεις», είπε η Σελήνη. «Όσο πιο πολύ ζεις στην Ενότητα, τόσο πιο εύκολο».

Ο Ραντ την κοίταξε. «Πάντως δεν θα το ξαναχρειαστώ τώρα σύντομα». Τι συνέβη; Ήθελα να... Συνειδητοποίησε με φρίκη ότι ακόμα το ήθελε. Ήθελε να ξαναπάει στο κενό, ήθελε να νιώσει εκείνο το φως να τον γεμίζει πάλι. Έμοιαζε σαν να ήταν πραγματικά ζωντανός μονάχα τότε, παρά την αναγούλα, και τώρα ήταν απλώς απομίμηση. Όχι, ήταν χειρότερο. Ήταν σχεδόν ζωντανός και ήξερε πώς θα ένιωθε αν ήταν πραγματικά ζωντανός. Το μόνο που είχε κάνει ήταν να απλώσει προς το σαϊντίν...

«Όχι πάλι», μουρμούρισε. Κοίταξε τα νεκρά γκρολμ, πέντε τερατώδεις μορφές που κείτονταν στο έδαφος. Δεν ήταν πια επικίνδυνες. «Τώρα μπορούμε να ακολουθήσουμε τα—»

Ένα ξερό γαύγισμα, τόσο γνώριμο, ακούστηκε πέρα από τα νεκρά γκρολμ, πέρα από τον κοντινό λόφο, και του απάντησαν άλλα. Ακόμα περισσότερα ακούστηκαν, από τα ανατολικά, από τα δυτικά.

Ο Ραντ μισοσήκωσε το τόξο του.

«Πόσα βέλη σου έμειναν;» ζήτησε να μάθει η Σελήνη. «Μπορείς να σκοτώσεις είκοσι γκρολμ, Τριάντα; Εκατό; Πρέπει να πάμε στη Διαβατική Λίθο».

«Έχει δίκιο, Ραντ», είπε αργά ο Λόιαλ. «Δεν έχεις πια καμία επιλογή». Ο Χούριν κοίταζε με αγωνία τον Ραντ. Ακούστηκε το κάλεσμα των γκρολμ, δεκάδες απανωτά γαυγίσματα.

«Στη Λίθο», συμφώνησε απρόθυμα ο Ραντ. Ανέβηκε θυμωμένος στη σέλα του, πέρασε το τόξο στη ράχη του. «Οδήγησε μας σ’ αυτή τη Λίθο, Σελήνη».

Εκείνη ένευσε, έστριψε τη φοράδα της και άρχισε να καλπάζει. Ο Ραντ και οι υπόλοιποι ακολούθησαν, αυτοί με βιασύνη, αυτός πιο πίσω. Τους καταδίωξαν τα γαυγίσματα των γκρολμ, εκατοντάδες όπως φαινόταν. Ήταν σαν τα γκρολμ να είχαν παραταχθεί σε ημικύκλιο ολόγυρά τους, πλησιάζοντας απ’ όλες τις κατευθύνσεις εκτός από μπροστά.

Η Σελήνη τους οδήγησε με γρηγοράδα και σιγουριά ανάμεσα από τους λόφους. Η γη είχε αρχίσει να υψώνεται πριν σηκωθούν τα βουνά, οι πλαγιές γίνονταν πιο απότομες, κι έτσι τα άλογα σκαρφάλωναν στις ξεθωριασμένες βραχώδεις προεξοχές και τα αραιά, ξεπλυμένα χαμόδεντρα που φύτρωναν πάνω τους. Ο δρόμος έγινε πιο τραχύς και η γη σηκωνόταν κι ανηφόριζε.

Δεν θα προλάβουμε, σκέφτηκε ο Ραντ, την πέμπτη φορά που ο Κοκκινοτρίχης σκόνταψε και γλίστρησε προς τα πίσω, ρίχνοντας ένα ποταμάκι από πέτρες. Ο Λόιαλ πέταξε τη ράβδο του· μόνο που τον καθυστερούσε και δεν θα έκανε τίποτα στα γκρολμ. Ο Ογκιρανός είχε ξεπεζέψει· με το ένα χέρι πιανόταν και προχωρούσε και με το άλλο τραβούσε το άλογο πίσω του. Το άλογο με το φουντωτό τρίχωμα στα πόδια δυσκολευόταν, αλλά ήταν πιο εύκολο έτσι παρά αν είχε τον Ογκιρανό στην πλάτη. Πίσω τους γάβγιζαν γκρολμ, πιο κοντά.

Τότε η Σελήνη τράβηξε τα γκέμια κι έδειξε ένα λάκκωμα πιο κάτω, χωμένο στο γρανιτένιο έδαφος. Όλα ήταν εκεί, τα επτά φαρδιά, χρωματιστά σκαλιά γύρω από ένα ξασπρισμένο δάπεδο και η ψηλή πέτρινη στήλη στη μέση.

Ξεπέζεψε και οδήγησε το άλογό της στο λάκκωμα, κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Η στήλη ορθωνόταν ψηλή πάνω της. Η Σελήνη γύρισε και κοίταξε τον Ραντ και τους άλλους. Τα γκρολμ γάβγιζαν, δεκάδες γκρολμ, δυνατά. Κοντά. «Σε λίγο θα μας βρουν», του είπε. «Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη Λίθο, Ραντ. Αλλιώς, βρες τρόπο να σκοτώσεις όλα τα γκρολμ».

Ο Ραντ αναστέναξε, κατέβηκε από τη σέλα και οδήγησε τον Κοκκινοτρίχη στο λάκκωμα. Ο Λόιαλ και ο Χούριν τον ακολούθησαν βιαστικά. Κοίταζε με κάποια ταραχή τη καλυμμένη από σύμβολα στήλη, τη Διαβατική Λίθο. Σίγουρα η Σελήνη μπορεί να διαβιβάζει, ακόμα κι αν δεν το ξέρει, αλλιώς δεν θα είχε έρθει εδώ. Η Δύναμη δεν βλάπτει τις γυναίκες. «Αν αυτό σε έφερε εδώ», άρχισε να λέει, αλλά εκείνη τον διέκοψε.

«Ξέρω τι είναι», του είπε σταθερά, «αλλά δεν ξέρω πώς να τη χρησιμοποιήσω. Πρέπει να κάνεις αυτό που πρέπει». Έδειξε με το δάχτυλό της ένα σύμβολο, λίγο πιο μεγάλο από τα άλλα. Ένα τρίγωνο, με την κορυφή προς τα κάτω μέσα σε κύκλο. «Αυτό σημαίνει τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο μας. Πιστεύω πως θα είναι καλύτερα να το φέρεις μέσα στο μυαλό σου, καθώς θα...» Άπλωσε τα χέρια, σαν να μην ήξερε τι ακριβώς θα έκανε ο Ραντ.

«Ε... Άρχοντά μου;» είπε με σεβασμό ο Χούριν. «Λεν έχουμε πολλή ώρα ακόμα». Κοίταξε πάνω από τον ώμο του, προς το χείλος. Τα γαυγίσματα ήταν δυνατότερα. «Αυτά τα πλάσματα θα φτάσουν σε λίγα λεπτά». Ο Λόιαλ ένευσε.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και ακούμπησε το χέρι στο σύμβολο που του είχε δείξει η Σελήνη. Την κοίταξε για να δει αν το έκανε σωστά, αλλά εκείνη απλώς τον παρακολουθούσε, χωρίς η παραμικρή ρυτίδα ανησυχίας να ταράζει το χλωμό μέτωπό της. Είναι σίγουρη ότι θα τη σώσεις. Πρέπει να τη σώσεις. Η ευωδιά της χάιδεψε τη μύτη του.

«Ε... Άρχοντά μου;»

Ο Ραντ ξεροκατάπιε και αναζήτησε το κενό. Αυτό ήρθε εύκολα, ξεπήδησε ολόγυρά του δίχως κόπο. Αδειανωσύνη. Αδειανωσύνη, εκτός από το φως, που τρεμούλιαζε με τρόπο που του ανακάτευε το στομάχι. Αλλά ακόμα και η ναυτία ήταν απόμακρη. Ο Ραντ ήταν ένα με τη Διαβατική Λίθο. Η στήλη του έδινε μια λεία κι ελαιώδη αίσθηση καθώς την άγγιζε, αλλά το τρίγωνο με τον κύκλο έμοιαζαν ζεστά πάνω στο αποτύπωμα που σημάδευε την παλάμη του. Πρέπει να τους πάω σε ασφαλές μέρος. Πρέπει να τους πάω στην πατρίδα. Το φως φάνηκε να πλέει προς το μέρος του, να τον περικυκλώνει, κι αυτός... το... αγκάλιασε.

Τον γέμισε φως. Τον γέμισε ζέστη. Έβλεπε τους άλλους που τον παρακολουθούσαν —ο Λόιαλ και ο Χούριν με ταραχή, η Σελήνη με τη βεβαιότητα ότι θα την έσωζε— αλλά η παρουσία τους δεν είχε σημασία. Υπήρχε μόνο το φως. Η ζέστη και το φως, που πότιζαν τα μέλη του σαν νερό που χύνεται σε ξερή άμμο, που τον γέμιζαν. Το σύμβολο έκαιγε πάνω στη σάρκα του. Προσπάθησε να τα απορροφήσει όλα, όλη τη ζέστη, όλο το φως. Όλα. Το σύμβολο...

Ξαφνικά, σαν να είχε σβήσει ο ήλιος για διάστημα όσο να ανοιγοκλείσει τα μάτια, ο κόσμος τρεμόπαιζε. Και πάλι. Το σύμβολο ήταν αναμμένο κάρβουνο στο χέρι του· ο Ραντ ήπιε το φως. Ο κόσμος τρεμόπαιζε. Του έφερνε ταραχή, εκείνο το φως· ήταν νερό για άνθρωπο που πεθαίνει από δίψα. Τρεμοπαίξιμο. Το απορρόφησε μέσα του. Τον έκανε να θέλει να κάνει εμετό· το ήθελε όλο. Τρεμοπαίξιμο. Το τρίγωνο κι ο κύκλος τον έκαψαν· τα ένιωσε να καρβουνιάζουν το χέρι του. Τρεμοπαίξιμο. Το ήθελε όλο! Τσίριξε, ούρλιαξε από πόνο, ούρλιαξε από πόθο.

Τρεμοπαίξιμο... τρεμοπαίξιμο... τρεμοπαίξιμοτρεμοπαίξιμο...

Κάποια χέρια των τράβηξαν· μόλις που τα αισθάνθηκε. Οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας· το κενό απομακρυνόταν, όπως και το φως και η αναγούλα που τον βασάνιζαν. Το φως. Το είδε να φεύγει με λύπη. Μα το Φως, είναι τρέλα να το θέλω. Αλλά με γέμιζε τόσο! Με... Κοίταξε ζαλισμένος τη Σελήνη. Τα χέρια που τον κρατούσαν από τους ώμους ήταν δικά της και τα μάτια της κοίταζαν με θαυμασμό τα δικά του. Σήκωσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του. Ήταν εκεί το αποτύπωμα του ερωδιού, αλλά τίποτα άλλο. Το τρίγωνο με τον κύκλο δεν είχαν σφραγίσει τη σάρκα του.

«Για δες», είπε αργά η Σελήνη. Κοίταξε τον Λόιαλ και τον Χούριν. Ο Ογκιρανός έμοιαζε αποσβολωμένος και τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν πιατάκια· ο μυριστής καθόταν ανακούρκουδα με το χέρι στηριγμένο στο έδαφος, σαν να δυσκολευόταν να στηριχτεί. «Είμαστε όλοι εδώ κι όλα τα άλογά μας. Κι εσύ δεν ξέρεις καν τι έκανες. Για δες».

«Είμαστε...;» άρχισε να λέει βραχνά ο Ραντ, και αναγκάστηκε να σταματήσει για να καταπιεί.

«Κοίτα γύρω σου», είπε η Σελήνη. «Μας έφερες στην πατρίδα». Γέλασε ξαφνικά. «Μας έφερες όλους στην πατρίδα».

Ο Ραντ κοίταξε για πρώτη φορά τον κόσμο γύρω του. Το λάκκωμα τους περικύκλωνε χωρίς σκαλιά, αν και εδώ κι εκεί υπήρχαν κάποια ασυνήθιστα λεία κομμάτια πέτρας, με κόκκινο ή γαλάζιο χρώμα. Η στήλη κειτόταν στην βουνοπλαγιά, μισοθαμμένη στους σπασμένους βράχους μετά την πτώση της. Εδώ τα σύμβολα ήταν δυσδιάκριτα· χρόνια τα κατέτρωγαν ο αέρας και το νερό. Και τα πάντα έδειχναν πραγματικά. Τα χρώματα ήταν έντονα, ο γρανίτης σκουρόγκριζος, οι θάμνοι πράσινοι και καστανοί. Μετά από το άλλο μέρος, έμοιαζαν σχεδόν φανταχτερά.

«Στην πατρίδα», είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ, και μετά έβαλε κι αυτός τα γέλια. «Είμαστε στην πατρίδα». Το γέλιο του Λόιαλ ήταν σαν μουγκρητό ταύρου. Ο Χούριν άρχισε ένα τρελό χοροπηδητό.

«Τα κατάφερες», είπε η Σελήνη, γέρνοντας κοντά του, ώσπου ήταν το μόνο που έβλεπε ο Ραντ. «Το ήξερα ότι θα τα καταφέρεις».

Το γέλιο του Ραντ έσβησε. «Ε... μάλλον». Κοίταξε την πεσμένη Διαβατική Λίθο και άφησε ένα αδύναμο γελάκι. «Μακάρι όμως να ήξερα τι έκανα».

Η Σελήνη κοίταξε βαθιά στα μάτια του. «Ίσως μια μέρα το μάθεις», είπε με απαλή φωνή. «Προορίζεσαι για σπουδαία πράγματα».

Τα μάτια της έμοιαζαν σκοτεινά και βαθιά σαν τη νύχτα, απαλά σαν μετάξι. Το στόμα της... Αν τη φιλούσα... Βλεφάρισε και έκανε πίσω βιαστικά, ξεροβήχοντας. «Σελήνη, σε παρακαλώ, μην πεις σε κανέναν γι’ αυτό. Για τη Διαβατική Λίθο, και για μένα. Δεν το καταλαβαίνω, ούτε και θα το καταλάβει κανείς άλλος. Ξέρεις τι κάνουν οι άνθρωποι όταν δεν καταλαβαίνουν κάτι».

Το πρόσωπό της ήταν εντελώς ανέκφραστο. Ο Ραντ ξαφνικά ένιωσε πως ήθελε πολύ να ήταν μαζί του ο Ματ και ο Πέριν. Ο Πέριν ήξερε πώς να μιλά στις κοπέλες και ο Ματ ήξερε να λέει ψέματα χωρίς να τον προδίδει το πρόσωπό του. Ο Ραντ δεν έκανε καλά ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ξαφνικά η Σελήνη χαμογέλασε και υποκλίθηκε, σχεδόν κοροϊδευτικά. «Θα φυλάξω το μυστικό σου, Άρχοντά μου Ραντ αλ’Θορ».

Ο Ραντ την κοίταξε και ξερόβηξε ξανά. Μου θύμωσε; Οπωσδήποτε θα θύμωνε, αν έκανα ότι τη φιλούσα. Νομίζω. Ευχήθηκε να μην τον κοίταζε με τέτοιο βλέμμα, σαν να ήξερε τις σκέψεις του. «Χούριν, υπάρχει πιθανότητα να χρησιμοποίησαν οι Σκοτεινόφιλοι αυτή την πέτρα πριν από μας;»

Ο μυριστής κούνησε το κεφάλι πικρόχολα. «Περνούσαν δυτικά από δω, Άρχοντα Ραντ. Αν αυτές οι Διαβατικές Λίθοι είναι πιο συνηθισμένες απ’ όσο ξέρω, θα ’λεγα ότι οι Σκοτεινόφιλοι είναι ακόμα εκεί, στον άλλο κόσμο. Αλλά δεν θα μου πάρει μια ώρα για να βεβαιωθώ. Η περιοχή εδώ είναι παρόμοια με εκείνη. Θα μπορούσα να βρω εδώ το μέρος που έχασα τα ίχνη τους εκεί, αν με καταλαβαίνεις, για να δω αν πέρασαν κιόλας».

Ο Ραντ κοίταζε τον ουρανό. Ο ήλιος —ένας υπέροχος, δυνατός ήλιος, καθόλου ωχρός— χαμήλωνε στα δυτικά, απλώνοντας στο λάκκωμα τις μακριές σκιές της ομάδας. Σε μια ώρα θα σουρούπωνε. «Το πρωί», είπε. «Αλλά φοβάμαι ότι τους χάσαμε». Δεν μπορούμε να χάσουμε εκείνο το εγχειρίδιο! Δεν μπορούμε! «Σελήνη, αν είναι έτσι, το πρωί θα σε πάμε στο σπίτι σου. Είναι στην πόλη της Καιρχίν, ή,..;»

«Μπορεί να μην έχασες ακόμα το Κέρας του Βαλίρ», είπε αργά η Σελήνη. «Όπως γνωρίζεις, κάτι ξέρω για εκείνους τους κόσμους».

«Οι Καθρέφτες του Τροχού», είπε ο Λόιαλ.

Εκείνη τον κοίταζε και μετά ένευσε. «Ναι. Ακριβώς. Εκείνοι οι κόσμοι είναι πράγματι καθρέφτες, κατά κάποιον τρόπο, ειδικά εκείνοι στους οποίους δεν υπάρχουν άνθρωποι. Μερικοί καθρεφτίζουν μονάχα σπουδαία γεγονότα του πραγματικού κόσμου, αλλά μερικοί έχουν μια σκιά αυτής της αντανάκλασης πριν καν συμβεί το γεγονός. Το πέρασμα του Κέρατος του Βαλίρ σίγουρα θα ήταν σπουδαίο γεγονός. Οι αντανακλάσεις αυτού που μέλλει να συμβεί είναι πιο αμυδρές από τις αντανακλάσεις αυτού που είναι, ή αυτού που ήταν, ακριβώς αυτό που λέει ο Χούριν, ότι τα ίχνη που ακολουθούσε ήταν αμυδρά».

Ο Χούριν ανοιγόκλεισε τα μάτια με απορία. «Εννοείς, Αρχόντισσά μου, ότι μύριζα το πού θα πάνε οι Σκοτεινόφιλοι; Το Φως να με βοηθήσει, δεν θα μ’ άρεσε αυτό. Δεν μου φτάνει που μυρίζω το μέρος που υπήρξε βία, θα είχα κι από πάνω να μυρίζω τα μέρη που θα υπάρξει. Δεν μπορεί να είναι πολλά τα σημεία που δεν θα συμβεί κάποια βίαιη πράξη κάποια στιγμή. Σίγουρα θα μου σάλευε, αν ήταν έτσι. Στο μέρος που ήμασταν, παραλίγο να μου σαλέψει. Τα μύριζα συνεχώς εκεί, σκοτωμούς και πόνο, το πιο ρυπαρό κακό που μπορείς να φαντασθείς. Ακόμα και πάνω μας το μύριζα. Πάνω σ’ όλους μας. Ακόμα και σε σένα, Αρχόντισσά μου, και με συγχωρείς που το λέω. Έφταιγε το μέρος, που με μπέρδευε όπως μπέρδευε το βλέμμα». Τίναζε το κεφάλι. «Χαίρομαι που φύγαμε από κει. Ακόμα δεν μπορώ να το διώξω εντελώς από τη μύτη μου».

Ο Ραντ έτριψε αφηρημένα το αποτύπωμα στην παλάμη του. «Τι γνώμη έχεις, Λόιαλ; Μπορεί να είμαστε στ’ αλήθεια μπροστά από τους Σκοτεινόφιλους του Φάιν;»

Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους, με σκοτεινό ύφος. «Δεν ξέρω, Ραντ. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτά. Νομίζω ότι είμαστε πάλι στον κόσμο μας. Νομίζω ότι είμαστε στο Μαχαίρι του Σφαγέα. Πέρα απ’ αυτό...» Σήκωσε πάλι τους ώμους.

«Πρέπει να σε πάμε στην πατρίδα σου, Σελήνη», είπε ο Ραντ. «Οι δικοί σου θα ανησυχούν».

«Μερικές μέρες και θα δούμε αν έχω δίκιο», είπε εκείνη ανυπόμονα. «Ο Χούριν μπορεί να βρει το σημείο που ήταν τα ίχνη· το είπε. Μπορούμε να το παρακολουθήσουμε. Το Κέρας του Βαλίρ δεν θα αργήσει να φτάσει εδώ. Το Κέρας του Βαλίρ, Ραντ. Σκέψου το. Ο άνθρωπος που θα ηχήσει το Κέρας θα ζήσει παντοτινά στους θρύλους».

«Δεν θέλω καμία σχέση με θρύλους», είπε κοφτά ο Ραντ. Αλλά, αν σου ξεφύγουν οι Σκοτεινόφιλοι... Αν ο Ίνγκταρ τους έχασε; Τότε οι Σκοτεινόφιλοι θα έχουν το Κέρας του Βαλίρ και ο Ματ θα πεθάνει. «Εντάξει, λίγες μέρες. Στη χειρότερη περίπτωση ίσως συναντήσουμε τον Ίνγκταρ και τους άλλους. Δεν φαντάζομαι να σταμάτησαν, ή να γύρισαν πίσω επειδή εμείς... φύγαμε».

«Σοφή απόφαση, Ραντ», είπε η Σελήνη, «και συνετά παρμένη». Του άγγιξε το μπράτσο και χαμογέλασε, κι αυτός σκέφτηκε πάλι ότι τη φιλούσε.

«Ε... πρέπει να είμαστε πιο κοντά στο σημείο που θα έρθουν. Αν έρθουν. Χούριν, μπορείς να βρεις μέρος να στρατοπεδεύσουμε πριν σκοτεινιάσει, κάπου που να μπορούμε να φυλάμε σκοπιά για το σημείο που έχασες τα ίχνη;» Κοίταξε τη Διαβατική Λίθο και σκέφτηκε το ηώς είχε κοιμηθεί κοντά της την άλλη φορά, σκέφτηκε πώς είχε συρθεί πάνω του το κενό στον ύπνο του την άλλη φορά, και το φως στο κενό. «Κάπου μακριά από δω».

«Άφησε το πάνω μου, Άρχοντα Ραντ». Ο μυριστής όρμηξε στη σέλα του. «Το ορκίζομαι, δεν θα ξανακοιμηθώ χωρίς να δω πρώτα τι σόι πέτρες είναι εκεί κοντά».

Καθώς ο Ραντ έβγαινε από το λάκκωμα καβάλα στον Κοκκινοτρίχη, κατάλαβε ότι κοίταζε τη Σελήνη πιο συχνά απ’ όσο τον Χούριν. Έμοιαζε να έχει τόση ψυχραιμία κι αυτοπεποίθηση, δεν φαινόταν μεγαλύτερη του κι όμως είχε τρόπους βασίλισσας, αλλά όταν του χαμογελούσε, όπως έκανε εκείνη τη στιγμή... Η Εγκουέν δεν Θα έλεγε ότι είμαι σοφός. Η Εγκουέν θα με έλεγε χοντροκέφαλο. Κλώτσησε τον Κοκκινοτρίχη εκνευρισμένος.

Загрузка...