Ο Ραντ περίμενε πως η κοινή αίθουσα θα ήταν άδεια, αφού κόντευε η ώρα του δείπνου, αλλά υπήρχαν πεντ’ έξι άνδρες στριμωγμένοι σ’ ένα τραπέζι, οι οποίοι έπαιζαν ζάρια και έπιναν μπύρα, κι ένας άλλος που καθόταν κι έτρωγε μόνος του. Αν και οι παίκτες δεν έδειχναν να έχουν όπλα και δεν φορούσαν αρματωσιά, παρά μόνο απλά πανωφόρια και στενά μπλε παντελόνια, κάτι στη στάση τους έλεγε στον Ραντ πως ήταν στρατιώτες. Το βλέμμα του πήγε στον μοναχικό. Αξιωματικός, με το πάνω μέρος από τις μπότες του γυρισμένο προς τα κάτω και με το σπαθί στηριγμένο στο τραπέζι δίπλα στην καρέκλα του. Μια κόκκινη πινελιά και μια κίτρινη διέσχιζαν το στήθος του γαλάζιου χιτωνίου του αξιωματικού, από τον ένα ώμο ως τον άλλο, και το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο, αν και τα μελαχρινά μαλλιά του έπεφταν μακριά στην πλάτη του. Τα μαλλιά των στρατιωτών ήταν κοντά κομμένα, σαν να τους είχαν κουρέψει όλους βάζοντας το κεφάλι την γαβάθα και κόβοντας ό,τι περίσσευε. Και οι επτά γύρισαν για να κοιτάξουν τον Ραντ και τους άλλους που έμπαιναν μέσα.
Η πανδοχέας ήταν μια λεπτή γυναίκα με μακριά μύτη και μαλλιά που γκρίζαραν, αλλά οι ρυτίδες της έμοιαζαν μέρος του αυθόρμητου χαμόγελού της παρά κάτι άλλο. Βγήκε φουριόζα, σκουπίζοντας τα χέρια σε μια πεντακάθαρη άσπρη ποδιά. «Καλή σας εσπέρα» —το γοργό βλέμμα της είδε το κόκκινο χρυσοκέντητο πανωφόρι του Ραντ και το καλοφτιαγμένο άσπρο φόρεμα της Σελήνης— «Άρχοντά μου, Αρχόντισσά μου. Με λένε Μάγκλιν Μάντγουεν, Άρχοντά μου. Καλωσορίσατε στα Εννιά Δαχτυλίδια. Κι ένας Ογκιρανός. Δεν έρχονται πολλοί του είδους σου από εδώ, φίλε Ογκιρανέ. Μάλλον μας ήρθες από το Στέντιγκ Τσόφου, ε;»
Ο Λόιαλ κατάφερε να κάνει μια άγαρμπη ημι-υπόκλιση, καθώς σήκωνε το κιβώτιο. «Όχι, καλή μου πανδοχέα. Ήρθα από τον άλλο δρόμο, από τις Μεθόριες».
«Από τις Μεθόριες, είπες. Για δες. Κι εσύ, Άρχοντά μου; Συμπάθα με που ρωτώ, αλλά δεν έχεις την κοψιά των ανθρώπων στις Μεθόριες, χωρίς παρεξήγηση».
«Είμαι από τους Δύο Ποταμούς, Κυρά Μάντγουεν, στο Άντορ». Κοίταξε τη Σελήνη — δεν φαινόταν να παραδέχεται την ύπαρξη του· το ανέκφραστο βλέμμα της μόλις που παραδεχόταν την ύπαρξη του δωματίου και των θαμώνων. «Η Αρχόντισσα Σελήνη είναι από την Καιρχίν, από την πρωτεύουσα, κι εγώ είμαι από το Άντορ».
«Ό,τι πεις, Άρχοντά μου». Η ματιά της Κυράς Μάντγουεν έπεσε στο σπαθί του Ραντ· οι μπρούτζινοι ερωδιοί φαίνονταν καθαρά στη λαβή και στο θηκάρι. Κατσούφιασε για μια στιγμή, αλλά το πρόσωπό της έλαμψε αμέσως. «Θα θέλεις φαγητό για σένα και για την όμορφη Αρχόντισσά σου, και για τους ακόλουθούς σου. Και δωμάτια, κατά πως φαίνεται. Θα βάλω να περιποιηθούν τα άλογα. Έχω ένα καλό τραπέζι για σας, από δω, και στη φωτιά μαγειρεύω χοιρινό με κίτρινες πιπεριές. Θα κυνηγήσεις το Κέρας του Βαλίρ, λοιπόν, Άρχοντά μου, εσύ και η Αρχόντισσά σου;»
Καθώς την ακολουθούσε, ο Ραντ παραλίγο θα σκόνταφτε. «Όχι! Γιατί το νομίζεις;»
«Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, Άρχοντά μου. Πέρασαν κιόλας δύο από δω, γυαλισμένοι να μοιάζουν με ήρωες —δεν υπονοώ τίποτα για την αφεντιά σου, Άρχοντά μου— τον περασμένο μήνα. Δεν έρχονται πολλοί ξένοι εδώ, εκτός από κάποιους εμπόρους από την πρωτεύουσα, που αγοράζουν βρώμη και κριθάρι. Δεν νομίζω να έφυγαν ακόμα οι Κυνηγοί από το Ίλιαν, αλλά μπορεί κάποιοι να σκεφτούν μήπως δεν χρειάζονται την ευλογία και παρατήσουν την τελετή για να φύγουν πριν τους άλλους».
«Δεν κυνηγάμε το Κέρας, κυρά». Ο Ραντ δεν κοίταξε το δέμα στην αγκαλιά του Λόιαλ· η κουβέρτα με τις πολύχρωμες ρίγες της μαζευόταν πάνω από τα μπράτσα του Ογκιρανού και μεταμφίεζε το κιβώτιο καλά. «Αυτό είναι σίγουρο. Πάμε στην πρωτεύουσα».
«Ό,τι πεις, Άρχοντά μου. Με συγχωρείς που ρωτώ, αλλά είναι καλά η Αρχόντισσά σου;»
Η Σελήνη την κοίταξε και άνοιξε το στόμα για πρώτη φορά. «Είμαι αρκετά καλά». Η φωνή της έριξε μια παγωνιά στον αέρα, που, για μια στιγμή, έκανε κάθε συζήτηση να σταματήσει.
«Δεν είσαι Καιρχινή, Κυρά Μάντγουεν», είπε ξαφνικά ο Χούριν. Έτσι φορτωμένος που ήταν με τα σακίδιά τους και το δέμα του Ραντ, έμοιαζε σαν κάρο με πόδια. «Με συγχωρείς, αλλά μιλάς αλλιώτικα».
Η Κυρά Μάντγουεν ύψωσε τα φρύδια, έριξε μια ματιά στον Ραντ και μετά χαμογέλασε. «Έπρεπε να καταλάβω ότι αφήνεις τον υπηρέτη σου να λέει ό,τι θέλει, αλλά είμαι συνηθισμένη σ’ αυτά με—» Το βλέμμα της πέρασε από τον αξιωματικό, ο οποίος είχε ξαναρχίσει να τρώει. «Μα το Φως, όχι, δεν είμαι Καιρχινή, αλλά για τις αμαρτίες μου η τιμωρία ήταν να πάρω άντρα από δω. Είκοσι τρία χρόνια έζησα μαζί του, κι όταν πέθανε —το Φως να λάμπει πάνω του— ήμουν έτοιμη να ξαναγυρίσω στο Λάγκαρντ, αλλά μου την έφερε. Άφησε το πανδοχείο σε μένα και τα λεφτά στον αδελφό του, ενώ εγώ ήμουν σίγουρη πως θα έκανε το ανάποδο. Κατεργάρης και πονηρός, έτσι ήταν ο Μπάριν, όπως κι όλοι οι άντρες που γνώρισα, και χειρότεροι οι Καιρχινοί. Θα καθίσεις, Άρχοντά μου; Αρχόντισσά μου;»
Η πανδοχέας κοίταξε ξαφνιασμένη τον Χούριν, που κάθισε στο τραπέζι μαζί τους — απ’ ό,τι φαινόταν, άλλο πράγμα ήταν οι Ογκιρανοί κι άλλο ο Χούριν, τον οποίο έβλεπε σαφώς σαν υπηρέτη. Έριξε πάλι μια γοργή ματιά στον Ραντ και έτρεξε στην κουζίνα, και σύντομα οι σερβιτόρες ήρθαν με τα φαγητά τους, χαχανίζοντας και κοιτάζοντας τον άρχοντα και την αρχόντισσα και τον Ογκιρανό, ώσπου η Κυρά Μάντγουεν τις ξανάστειλε στις δουλειές τους.
Στην αρχή ο Ραντ κοίταξε το φαγητό του με αμφιβολία. Το χοιρινό ήταν κομμένο σε μικρά κομμάτια, ανακατεμένο με μακριές λωρίδες από κίτρινες πιπεριές και μπιζέλια και διάφορα λαχανικά, και πράγματα τα οποία δεν αναγνώριζε, μέσα σε κάποια διαφανή, πηχτή σάλτσα. Είχε μυρωδιά γλυκιά και πικάντικη μαζί. Η Σελήνη απλώς σκάλιζε το δικό της, αλλά ο Ογκιρανός έτρωγε με όρεξη.
Ο Χούριν χαμογέλασε στον Ραντ, καθώς έπιανε το πιρούνι του. «Πάντα βάζουν παράξενα μπαχαρικά στο φαγητό τους οι Καιρχινοί, Άρχοντα Ραντ, αλλά πάντως δεν είναι και άσχημο».
«Δεν θα σε δαγκώσει, Ραντ», πρόσθεσε ο Λόιαλ.
Ο Ραντ έβαλε διστακτικά μια μπουκιά στο στόμα και παραλίγο θα μούγκριζε. Η γεύση του ήταν ίδια με τη μυρωδιά του, γλυκιά και πικάντικη μαζί· το χοιρινό ήταν ξεροψημένο απ’ έξω και τρυφερό μέσα, και υπήρχαν καμιά δεκαριά διαφορετικές γεύσεις και μπαχαρικά, που έκαναν ένα μίγμα γεμάτο αντιθέσεις. Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο απ’ ό,τι είχε δοκιμάσει ποτέ. Ήταν πεντανόστιμο. Άδειασε το πιάτο του και, όταν η Κυρά Μάντγουεν ξαναγύρισε με τις σερβιτόρες για να καθαρίσουν, παραλίγο θα της ζητούσε κι άλλο, όπως είχε κάνει ο Λόιαλ. Η Σελήνη είχε αφήσει το πιάτο της μισογεμάτο, αλλά έκανε απότομα νόημα σε μια κοπέλα να το πάρει.
«Ευχαρίστηση μου, φίλε Ογκιρανέ». Η πανδοχέας χαμογέλασε. «Θέλει πολύ φαΐ για να φτάσει κανείς στο μπόι σου. Κατρίν, φέρε άλλη μια μερίδα, και κάνε γρήγορα». Μια από τις κοπέλες έτρεξε μέσα. Η Κυρά Μάντγουεν έστρεψε το χαμόγελό της στον Ραντ. «Άρχοντά μου, είχα εδώ έναν που έπαιζε μπίτερν, αλλά παντρεύτηκε την κόρη ενός αγρότη και τώρα τον έχει να δουλεύει το άροτρο. Από το μπόγο του υπηρέτη σου ξεπροβάλλει η θήκη ενός φλάουτου, το πρόσεξα κατά λάθος. Αφού ο μουσικός μου έφυγε, θα μας κάνεις τη χάρη να παίξει ένα σκοπό ο άνθρωπός σου;»
Ο Χούριν έδειξε αμηχανία.
«Λεν παίζει αυτός», εξήγησε ο Ραντ. «Εγώ παίζω».
Η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι άρχοντες στην Καιρχίν δεν έπαιζαν φλάουτο. «Παίρνω πίσω την παράκληση, Άρχοντά μου. Μα το Φως, δεν ήθελα να σε προσβάλω, αλήθεια σου λέω. Ποτέ δεν θα ζητούσα από έναν αφέντη σαν και σένα να παίξει στην κοινή αίθουσα».
Ο Ραντ δίστασε μια στιγμή. Πολύ καιρό έκανε εξάσκηση στο σπαθί αντί για το φλάουτο και τα νομίσματα στην τσέπη του δεν θα κρατούσαν πολύ. Όταν ξεφορτωνόταν τα φανταχτερά ρούχα του —όταν παρέδιδε το Κέρας στον Ίνγκταρ και το εγχειρίδιο στον Ματ — θα χρειαζόταν το φλάουτο για να βγάλει πάλι το ψωμί του, καθώς θα έψαχνε για μέρος ασφαλές από τις Άες Σεντάι. Ασφαλές και από μένα; Κάτι συνέβη εκεί. Τι;
«Δεν με πειράζει», είπε. «Χούριν, φέρε μου τη θήκη. Τράβα την όπως είναι». Δεν ήταν ανάγκη να φανεί ο μανδύας του βάρδου· ήδη πολλά αναπάντητα ερωτήματα έπαιζαν στα σκούρα μάτια της Κυράς Μάντγουεν.
Το όργανο, από χρυσάφι στολισμένο με ασήμι, έμοιαζε άξιο για να το παίξει άρχοντας, αν υπήρχαν πουθενά άρχοντες που να παίζουν φλάουτο. Ο ερωδιός που ήταν αποτυπωμένος στη δεξιά παλάμη του δεν εμπόδιζε τις κινήσεις των δαχτύλων. Οι αλοιφές της Σελήνης είχαν κάνει τόσο καλή δουλειά, που ο Ραντ δεν σκεφτόταν το σημάδι παρά μόνο όταν το έβλεπε. Αλλά τώρα ήταν στις σκέψεις του και ασυνείδητα άρχισε να παίζει «Το Πέταγμα του Ερωδιού».
Ο Χούριν κουνούσε το κεφάλι ρυθμικά με το σκοπό και ο Λόιαλ χτυπούσε το ρυθμό στο τραπέζι μ’ ένα χοντρό δάχτυλο. Η Σελήνη κοίταξε τον Ραντ σαν να αναρωτιόταν ποιος ήταν ―Δεν είμαι άρχοντας, Αρχόντισσά μου. Είμαι βοσκός, και παίζω φλάουτο σε πανδοχεία— αλλά οι στρατιώτες άφησαν τις κουβέντες και γύρισαν για ν’ ακούσουν, και ο αξιωματικός έκλεισε το ξύλινο εξώφυλλο του βιβλίου που είχε αρχίσει να διαβάζει. Το σταθερό βλέμμα της Σελήνης χτύπησε μια πεισματάρικη χορδή του Ραντ. Απέφυγε εσκεμμένα κάθε τραγούδι που ίσως ταίριαζε σε παλάτι ή σε μέγαρο άρχοντα. Έπαιξε το «Μόνο Έναν Κουβά Νερό» και το «Το Γέρικο Φύλλο στους Δύο Ποταμούς», το «Ο Γέρο-Τζεκ Ανέβηκε στο Δέντρο» και το «Η Πίπα του Πρίκετ του Νοικοκύρη».
Στο τελευταίο, οι έξι στρατιώτες άρχισαν να τραγουδούν με τις αγριοφωνάρες τους, αν και δεν ήταν τα λόγια που ήξερε ο Ραντ.
«Πήγαμε με τ’ άλογα στον Ποταμό Ιράλελ
για να δούμε τους Δακρινούς να φτάνουν.
Σταθήκαμε στην ακροποταμιά,
στο χάραμα της μέρας.
Τα άλογά τους μαύρισαν την πεδιάδα,
τα λάβαρά τους μαύρισαν τον ουρανό.
Αλλά εμείς δεν κάναμε πίσω, στις όχθες του Ποταμού Ιράλελ.
Α, δεν κάναμε πίσω.
Ναι, δεν κάναμε πίσω.
Δεν κάναμε πίσω, στο ποτάμι, το πρωί».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ραντ ανακάλυπτε πως μια μελωδία είχε διαφορετικούς στίχους και διαφορετικά ονόματα σε άλλα μέρη, και μερικές φορές σε άλλα χωριά της ίδιας περιοχής. Έπαιξε μαζί τους, ώσπου οι στρατιώτες άφησαν τα λόγια να σβήσουν, χτυπώντας ο ένας τον άλλο στον ώμο και κάνοντας αγενή σχόλια για τις τραγουδιστικές τους ικανότητες.
Όταν ο Ραντ κατέβασε το φλάουτο, ο αξιωματικός σηκώθηκε και έκανε μια κοφτή κίνηση. Το γέλιο των στρατιωτών κόπηκαν μαχαίρι, υποκλίθηκαν στον αξιωματικό —και στον Ραντ— φέρνοντας το χέρι στο στήθος, και έφυγαν χωρίς να ρίξουν πίσω δεύτερη ματιά.
Ο αξιωματικός ήρθε στο τραπέζι του Ραντ και υποκλίθηκε, με το χέρι στην καρδιά· το ξυρισμένο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του έμοιαζε να ήταν πασπαλισμένο με άσπρη σκόνη. «Η Χάρη να σου χαμογελά, Άρχοντά μου. Ελπίζω να μην σε ενόχλησαν έτσι που τραγουδούσαν. Είναι άνθρωποι του λαού, αλλά σε διαβεβαιώνω, δεν ήθελαν να σε προσβάλουν. Με λένε Άλντιν Κάλντεβουιν, Άρχοντα μου. Είμαι Λοχαγός στο Στρατό της Αυτού Μεγαλειότητος, που το Φως να τον φωτίζει». Το βλέμμα του άγγιξε το σπαθί του Ραντ· ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι ο Κάλντεβουιν είχε προσέξει τους ερωδιούς από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του στο πανδοχείο.
«Δεν με πρόσβαλαν». Η προφορά του αξιωματικού του θύμιζε την προφορά της Μουαραίν· μιλούσε καθαρά και πρόφερε τις λέξεις ολόκληρες. Στ’ αλήθεια μ’ άφησε η Μουαραίν να φύγω; Αναρωτιέμαι αν με ακολουθεί. Ή αν με περιμένει κάπου. «Κάθισε, Λοχαγέ. Σε παρακαλώ». Ο Κάλντεβουιν πήρε καρέκλα από ένα άλλο τραπέζι. «Πες μου, Λοχαγέ, αν δεν σε πειράζει. Μήπως είδες άλλους ξένους τώρα πρόσφατα; Μια αρχόντισσα, κοντή και λεπτή, κι έναν πολεμιστή με γαλανά μάτια; Είναι ψηλός και μερικές φορές φορά το σπαθί του στην πλάτη».
«Λεν έχω δει κανέναν ξένο», είπε ο άλλος, ενώ καθόταν αλύγιστος στην καρέκλα του. «Εξόν από σένα και την Αρχόντισσά σου,
Άρχοντα μου. Λίγοι αριστοκράτες έρχονται ποτέ εδώ». Το βλέμμα του πέρασε από τον Λόιαλ και έσμιξε λιγάκι τα φρύδια· τον Χούριν τον πήρε για υπηρέτη και τον αγνόησε.
«Μια σκέψη έκανα».
«Κάτω από το Φως, Άρχοντά μου, μ’ όλο το σεβασμό, θα μπορούσα να μάθω το όνομά σου; Έχουμε τόσο λίγους ξένους εδώ, που νιώθω ότι θέλω να τους ξέρω όλους».
Ο Ραντ του το έδωσε —δεν ισχυρίστηκε ότι είχε κάποιον τίτλο, αλλά ο αξιωματικός δεν φάνηκε να το προσέχει— και είπε, όπως είχε πει και στην πανδοχέα, «Από τους Δύο Ποταμούς, στο Άντορ».
«Άκουσα πως είναι μέρος θαυμαστό, Άρχοντα Ραντ —μπορώ να σε λέω έτσι;— και ξεχωριστοί άνθρωποι οι Αντορίτες. Κανένας Καιρχινός δεν έχει φορέσει ποτέ σπαθί αρχιξιφομάχου τόσο νεαρός όσο εσύ. Συνάντησα κάποιους Αντορίτες κάποτε, ανάμεσά τους και τον Στρατηγό των Φρουρών της Βασίλισσας. Δεν θυμάμαι το όνομά του· ντροπή μου. Ίσως μου το Θυμίσεις;»
Ο Ραντ ένιωθε πίσω τους τις σερβιτόρες που τακτοποιούσαν και σκούπιζαν. Ο Κάλντεβουιν έμοιαζε απλώς να κάνει συζήτηση, αλλά η όψη του έδειχνε σαν να έψαχνε για κάτι. «Γκάρεθ Μπράυν».
«Φυσικά. Πολύ νέος, για τέτοια ευθύνη».
Ο Ραντ μίλησε ατάραχα. «Ο Γκάρεθ Μπράυν έχει τόσο γκρίζο πια μαλλιά, που θα μπορούσε να είναι πατέρας σου, Λοχαγέ».
«Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου Ραντ. Εννοούσα ότι την ανέλαβε νέος». Ο Κάλντεβουιν στράφηκε προς τη Σελήνη, και για μια στιγμή απλώς ι χάθηκε κοιτάζοντάς την, Στο τέλος τινάχτηκε ελαφρά, σαν να έβγαινε από νάρκη. «Συγχώρεσέ με που σε κοιτάζω έτσι, Αρχόντισσά μου, και συγχώρεσέ με για τα λόγια μου, αλλά η Χάρη σίγουρα σου χαμογέλασε. Θα μου πεις ένα όνομα για να το βάλω πλάι σε μια τέτοια ομορφιά;»
Τη στιγμή ακριβώς που η Σελήνη άνοιγε το στόμα, μια κοπέλα τσίριξε και έριξε μια λάμπα, την οποία κατέβαζε από ένα ράφι. Το λάδι πιτσίλισε και λαμπάδιασε, σχηματίζοντας μια λιμνούλα φωτιάς στο πάτωμα. Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος μαζί με τους άλλους του τραπεζιού, αλλά, πριν προλάβει κανείς να κάνει βήμα, εμφανίστηκε η Κυρά Μάντγουεν και με τη βοήθεια της σερβιτόρας έπνιξαν τη φωτιά με τις ποδιές τους.
«Σου είπα να προσέχεις, Κατίν», είπε η πανδοχέας, κουνώντας τη μαυρισμένη ποδιά της κάτω από τη μύτη της κοπέλας. «Θα κάψεις το πανδοχείο, θα καείς κι εσύ μαζί του».
Η κοπέλα έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Πρόσεχα, Κυρά, αλλά μ’ έπιασε μια σουβλιά στο μπράτσο».
Η Κυρά Μάντγουεν σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Όλο δικαιολογίες βρίσκεις, αλλά σπας πιο πολλά πιάτα απ’ όλες. Άντε, δεν πειράζει. Καθάρισε, και κοίτα μην καείς». Η πανδοχέας στράφηκε στον Ραντ και τους άλλους, που ακόμα στέκονταν γύρω από το τραπέζι. «Μην το πάρετε στραβά. Δεν θα κάψει το πανδοχείο η κοπέλα. Μπορεί να υποφέρουν τα πιάτα, όταν ξεμυαλίζεται με κάναν νεαρό, αλλά πρώτη φορά της πέφτει λάμπα».
«Θα ήθελα να πάω στο δωμάτιό μου. Φαίνεται πως τελικά δεν νιώθω καλά». Η Σελήνη μίλησε συμμαζεμένα, σαν να πρόσεχε το στομάχι της, αλλά η όψη και η φωνή της έδειχναν γαλήνη και ψυχραιμία όπως πάντα. «Το ταξίδι, η φωτιά».
Η πανδοχέας άφησε έναν κακαριστό ήχο σαν χήνα με μικρά. «Και βέβαια, Αρχόντισσά μου. Έχω ένα πολύ ωραίο δωμάτιο για σένα και τον Άρχοντά σου. Να φέρω τη Μητέρα Καρέντγουεην; Ξέρει καλά από βότανα που ανακουφίζουν».
Η φωνή της Σελήνης ακούστηκε πιο σκληρή. «Όχι. Και θέλω δωμάτιο μόνη μου».
Η Κυρά Μάντγουεν έριξε μια ματιά στον Ραντ, αλλά αμέσως πήρε τη Σελήνη και την οδήγησε στη σκάλα με υποκλίσεις και φροντίδα. «Όπως επιθυμείς, Αρχόντισσά μου. Έλα, Λίντον, να σε χαρώ, φέρε τα πράγματα της Αρχόντισσας». Μια σερβιτόρα έτρεξε να πάρει τα σακίδια της Σελήνης από τον Χούριν και οι γυναίκες ανέβηκαν τις σκάλες κι εξαφανίστηκαν, με τη Σελήνη να προχωρά ψυχρή και αμίλητη.
Ο Κάλντεβουιν τις κοίταξε καθώς ανέβαιναν και μετά τίναξε πάλι το κεφάλι. Περίμενε να ξανακαθίσει ο Ραντ, πριν κάτσει κι αυτός στην καρέκλα του. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου Ραντ, που κοίταζα έτσι την Αρχόντισσά σου, αλλά η Χάρη σίγουρα σ’ ευνόησε μ’ αυτήν. Χωρίς παρεξήγηση».
«Δεν παρεξηγήθηκα», είπε ο Ραντ. Αναρωτήθηκε αν όλοι οι άνδρες ένιωθαν το ίδιο βλέποντας τη Σελήνη. «Καθώς ερχόμουν στο χωριό, Λοχαγέ, είδα μια πελώρια σφαίρα. Έμοιαζε κρυστάλλινη. Τι είναι;»
Ο Καιρχινός στένεψε τα μάτια. «Είναι κομμάτι του αγάλματος, Άρχοντά μου Ραντ», είπε αργά. Το βλέμμα του πηγαινοήρθε στον Λόιαλ· για μια στιγμή, φάνηκε να συλλογίζεται κάτι καινούργιο.
«Άγαλμα; Είδα ένα πρόσωπο κι ένα χέρι. Πρέπει να είναι πελώριο».
«Είναι, Άρχοντά μου Ραντ. Και αρχαίο». Ο Κάλντεβουιν κοντοστάθηκε. «Από την Εποχή των Θρύλων, λένε».
Ο Ραντ ένιωσε ρίγος. Η Εποχή των Θρύλων, τότε που η χρήση της Μίας Δύναμης είχε εξαπλωθεί πανιού, αν πίστευες στα παραμύθια. Τι έγινε εκεί; Ξέρω ότι κάτι έγινε.
«Από την Εποχή των Θρύλων», είπε ο Λόιαλ. «Ναι, έτσι πρέπει να είναι. Κανένας έκτοτε δεν έκανε τόσο γιγαντιαία έργα. Σπουδαίο έργο η ανασκαφή του αγάλματος, Λοχαγέ». Ο Χούριν καθόταν σιωπηλός, όχι μόνο σαν να μην άκουγε, αλλά σαν να μην υπήρχε καθόλου.
Ο Κάλντεβουιν ένευσε απρόθυμα. «Έχω πεντακόσιους εργάτες σ’ έναν καταυλισμό πέρα από εκεί που σκάβουν και, παρά τον αριθμό αυτόν, θα έχει περάσει το καλοκαίρι μέχρι να το βγάλουμε. Είναι άνθρωποι από τα Προπύλαια. Η μισή δουλειά μου είναι να τους βάζω να σκάβουν και η άλλη μισή να μην τους αφήνω να έρχονται στο χωριό. Τους Προπυλιανούς τους αρέσει να μεθοκοπούν και να ξεφαντώνουν, αντιλαμβάνεστε, και ο κόσμος εδώ είναι φιλήσυχος». Ο τόνος του έλεγε ότι συμπονούσε τους χωρικούς.
Ο Ραντ ένευσε. Δεν τον ένοιαζαν οι Προπυλιανοί, όποιοι κι αν ήταν. «Τι θα το κάνετε;» Ο Λοχαγός δίστασε, αλλά ο Ραντ απλώς στάθηκε κοιτάζοντάς τον, ώσπου ο άλλος μίλησε.
«Ο ίδιος ο Γκάλντριαν διέταξε να μεταφερθεί στην πρωτεύουσα».
Ο Λόιαλ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Θαυμαστό εγχείρημα. Δεν ξέρω πώς κάτι τόσο μεγάλο μπορεί να μετακινηθεί τόσο μακριά».
«Το διέταξε η Αυτού Μεγαλειότης», είπε κοφτά ο Κάλντεβουιν. «Θα στηθεί έξω από την πόλη, μνημείο στο μεγαλείο της Καιρχίν και του Οίκου Ριάτιν. Οι Ογκιρανοί δεν είναι οι μόνοι που ξέρουν να κουβαλάνε πέτρες». Ο Λόιαλ φάνηκε να τα χάνει και ο Κάλντεβουιν έδειξε καθαρά ότι προσπαθούσε να συγκρατηθεί. «Τη συγνώμη σου, φίλε Ογκιρανέ. Μίλησα αστόχαστα, με αγένεια». Και πάλι φαινόταν κάπως απότομος. «Θα μείνεις καιρό στο Τρεμόνσιεν, Άρχοντά μου Ραντ;»
«Φεύγουμε το πρωί», είπε ο Ραντ. «Πάμε στην Καιρχίν».
«Κατά τύχη, αύριο θα στείλω μερικούς άνδρες μου στην πόλη. Πρέπει να εναλλάσσονται· ξεσυνηθίζουν αν περάσουν καιρό παρακολουθώντας άνδρες να δουλεύουν με φτυάρια και αξίνες. Δεν σε πειράζει να έρθουν παρέα σου, ε;» Το είπε σαν να ρωτούσε, αλλά με τρόπο που θεωρούσε δεδομένη τη σύμφωνη γνώμη του Ραντ. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου Ραντ, αλλά πρέπει να σηκωθώ νωρίς. Το πρωί, λοιπόν. Η Χάρη να σου χαμογελά». Υποκλίθηκε στον Ραντ, ένευσε στον Λόιαλ, καν έφυγε.
Καθώς οι πόρτες έκλειναν πίσω από τον Καιρχινό, η πανδοχέας ερχόταν στο τραπέζι.
«Η Αρχόντισσά σου βολεύτηκε, Άρχοντά μου. Κι έχω ετοιμάσει καλά δωμάτια για σένα και τον άνθρωπό σου, και για σένα, φίλε Ογκιρανέ». Κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε τον Ραντ. «Να με συμπαθάς, Άρχοντά μου, αλλά νομίζω πως μπορώ να μιλήσω ντόμπρα σ’ έναν άρχοντα που αφήνει τον υπηρέτη του να μιλάει. Αν κάνω λάθος... ε, δεν θέλω να σε προσβάλω. Είκοσι τρία χρόνια ο Μπάριν Μάντγουεν κι εγώ τσακωνόμασταν, όποτε δεν φιλιόμασταν, για να το πω έτσι. Μ’ αυτό θέλω να πω ότι έχω κάποια εμπειρία. Αυτή τη στιγμή, σκέφτεσαι ότι η Αρχόντισσά σου δεν θέλει να σε ξαναδεί στα μάτια της, αλλά, όπως το σκέφτομαι, αν χτυπήσεις την πόρτα της απόψε, θα σε αφήσει να μπεις. Χαμογέλα και πες ότι ήταν δικό σου το λάθος, είτε είναι, είτε όχι».
Ο Ραντ ξερόβηξε και ήλπισε να μην είχε κοκκινίσει. Φως μου, η Εγκουέν Θα με σκότωνε, αν ήξερε ότι αυτό μου πέρασε καν από το νου. Και η Σελήνη θα με σκότωνε, αν το έκανα. Σίγουρα, όμως; Ένιωσε τα μάγουλά του να καίνε. «Σε... ευχαριστώ για την πρόταση σου, Κυρά Μάντγουεν. Τα δωμάτια...» Δεν κοίταξε το κιβώτιο με την κουβέρτα πλάι στην καρέκλα του Λόιαλ· δεν τολμούσαν να το αφήσουν χωρίς να είναι κάποιος ξύπνιος για να το φυλάει. «Εμείς οι τρεις θα κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο».
Η πανδοχέας έδειξε να ξαφνιάζεται, αλλά αμέσως συνήλθε. «Όπως επιθυμείς, Άρχοντά μου. Από δω, αν έχεις την καλοσύνη».
Ο Ραντ την ακολούθησε στη σκάλα. Ο Λόιαλ κουβαλούσε το κιβώτιο σκεπασμένο με την κουβέρτα —τα σκαλιά διαμαρτυρήθηκαν κάτω από το βάρος του με το κιβώτιο, αλλά η πανδοχέας φάνηκε να νομίζει ότι έφταιγε μόνο ο όγκος του Ογκιρανού— και ο Χούριν πάλι κουβάλησε όλα τα σακίδια, μαζί και το δέμα με την άρπα και το φλάουτο.
Η Κυρά Μάντγουεν έβαλε να φέρουν και τρίτο κρεβάτι, που το συναρμολόγησαν και το έστρωσαν βιαστικά. Ένα από τα κρεβάτια που ήταν ήδη εκεί εκτεινόταν σχεδόν από τον ένα τοίχο ως τον άλλο και προφανώς από την αρχή προοριζόταν για τον Λόιαλ. Μόλις που υπήρχε χώρος για να περπατήσει κανείς ανάμεσα στα κρεβάτια. Μόλις έφυγε η πανδοχέας, ο Ραντ στράφηκε στους άλλους. Ο Λόιαλ είχε χώσει το κουκουλωμένο κιβώτιο κάτω από το κρεβάτι του και δοκίμαζε το στρώμα. Ο Χούριν τακτοποιούσε τα σακίδια.
«Ξέρει κανείς από σας γιατί αυτός ο Λοχαγός ήταν τόσο καχύποπτος; Είμαι σίγουρος πως μας κοιτούσε με μισό μάτι». Κούνησε το κεφάλι. «Έτσι που μιλούσε, ήταν σαν να πίστευε ότι θα κλέψουμε το άγαλμα».
«Ντάες Νταε’μαρ, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν. «Το Μεγάλο Παιχνίδι. Το Παιχνίδι των Οίκων, όπως το λένε μερικοί. Αυτός ο Κάλντεβουιν νομίζει ότι κάνεις κάτι που θα σου φέρει όφελος, αλλιώς δεν θα βρισκόσουν εδώ. Κι αυτό που κάνεις ίσως να είσαι σε βάρος του, γι’ αυτό πρέπει να προσέχει».
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «‘Το Μεγάλο Παιχνίδι’; Τι παιχνίδι είναι αυτό;»
«Δεν είναι παιχνίδι, Ραντ», είπε ο Λόιαλ από το κρεβάτι του. Είχε βγάλει ένα βιβλίο από την τσέπη, το οποίο όμως ήταν κλειστό κι ακουμπισμένο στο στήθος του. «Λεν ξέρω πολλά γι’ αυτό —οι Ογκιρανοί δεν κάνουν τέτοια πράγματα— αλλά το έχω ακουστά. Οι ευγενείς και οι Οίκοι μηχανορραφούν για να κερδίσουν όφελος. Κάνουν πράγματα που νομίζουν πως θα τους βοηθήσουν, ή θα βλάψουν τον εχθρό, ή και τα δύο μαζί. Συνήθως, όλα γίνονται εν κρυπτώ, κι αν όχι, προσπαθούν να το κάνουν να φανεί σαν να έκαναν κάτι άλλο». Έξυσε μπερδεμένος το φουντωτό αυτί του. «Ακόμα και ξέροντας τι είναι, δεν το καταλαβαίνω, Ο Πρεσβύτερος Χάμαν πάντα έλεγε ότι χρειάζεται διάνοια ανώτερη της δικής του για να κατανοήσει κανείς αυτά που κάνουν οι άνθρωποι, και δεν ξέρω πολλούς που να ξεπερνούν σε ευφυΐα τον Πρεσβύτερο Χάμαν. Εσείς οι άνθρωποι είστε παράξενοι».
Ο Χούριν λοξοκοίταξε τον Ογκιρανό, αλλά είπε, «Καλά τα λέει για το Ντάες Νταε’μαρ, Άρχοντα Ραντ. Οι Καιρχινοί παίζουν αυτό το παιχνίδι πιο πολύ από τους άλλους, αν και υπάρχει και στους υπόλοιπους νότιους»,
«Οι στρατιώτες το πρωί», είπε ο Ραντ. «Είναι μέρος του Μεγάλου Παιχνιδιού, όπως το παίζει ο Κάλντεβουιν; Δεν μπορούμε να αναμιχθούμε σε τίποτα τέτοιο». Δεν υπήρχε λόγος να αναφέρει το Κέρας. Όλοι είχαν έντονη επίγνωση της παρουσίας του.
Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, Ραντ. Είναι άνθρωπος, άρα μπορεί να υπάρχουν πολλές ερμηνείες».
«Χούριν;»
«Ούτε κι εγώ ξέρω». Ο Χούριν φαινόταν ανήσυχος όσο κι ο Λόιαλ. «Μπορεί να κάνει απλώς ό,τι είπε, ή... Έτσι γίνεται στο Παιχνίδι των Οίκων. Ποτέ δεν ξέρεις. Όταν ήμουν στην Καιρχίν πέρασα τον πιο πολύ καιρό στα Προπύλαια, Άρχοντα Ραντ, και δεν ξέρω πολλά για τους Καιρχινούς ευγενείς, αλλά — να, το Ντάες Νταε’μαρ μπορεί να είναι επικίνδυνο παντού, αλλά πιο πολύ στην Καιρχίν, έτσι έχω ακούσει». Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Η Αρχόντισσα Σελήνη, Άρχοντα Ραντ. Αυτή θα ξέρει καλύτερα από μένα και τον Κατασκευαστή. Το πρωί μπορείς να τη ρωτήσεις».
Αλλά το πρωί η Σελήνη είχε φύγει. Όταν ο Ραντ κατέβηκε στην κοινή αίθουσα, η Κυρά Μάντγουεν του έδωσε μια σφραγισμένη περγαμηνή. «Να με συμπαθάς, Άρχοντά μου, αλλά κακώς δεν με άκουσες. Έπρεπε να χτυπήσεις την πόρτα της Αρχόντισσάς σου».
Ο Ραντ περίμενε να φύγει η πανδοχέας και μετά έσπασε το άσπρο βουλοκέρι. Το κερί είχε σφραγίδα που έδειχνε μια ημισέληνο και άστρα.
Πρέπει να σε αφήσω για ένα διάστημα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εδώ, και δεν μου αρέσει ο Κάλντεβουιν. Θα σε περιμένω στην Καιρχίν. Μην πιστέψεις ποτέ ότι είμαι μακριά σου. Θα είσαι πάντα στις σκέψεις μου, και ξέρω πως θα είμαι πάντα στις δικές σου.
Δεν είχε υπογραφή, αλλά εκείνη η κομψή, ρέουσα γραφή πρέπει να ήταν της Σελήνης.
Το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε στην τσέπη πριν βγει έξω, εκεί που περίμενε ο Χούριν με τα άλογα.
Ήταν εκεί και ο Λοχαγός Κάλντεβουιν επίσης, μαζί έναν άλλο, νεότερο αξιωματικό και πενήντα έφιππους, οι οποίοι είχαν γεμίσει το δρόμο. Οι δύο αξιωματικοί είχαν το κεφάλι γυμνό, αλλά φορούσαν χειρόκτια με ατσάλινα προστατευτικά ελάσματα και θώρακες με χρυσά στολίσματα πάνω από τα γαλάζια χιτώνιά τους. Κάθε αξιωματικός είχε ένα κοντό ιστό στερεωμένο στους ιμάντες της πλάτης του, που ύψωνε ένα μικρό, άκαμπτο, γαλάζιο λάβαρο πάνω από το κεφάλι του. Το λάβαρο του Κάλντεβουιν είχε ένα λευκό άστρο, ενώ το λάβαρο του νεότερου έδειχνε δυο σταυρωτές λευκές γραμμές. Έκαναν μεγάλη αντίθεση μπροστά στους άνδρες με την απλή αρματωσιά και τα κράνη που έμοιαζαν με καμπάνες, απ’ όπου είχε κοπεί ένα κομμάτι για να φαίνεται το πρόσωπο.
Ο Κάλντεβουιν υποκλίθηκε, καθώς ο Ραντ έβγαινε από το πανδοχείο. «Καλή σου μέρα, Άρχοντά μου Ραντ. Αυτός είναι ο Έλρικαιν Ταβόλιν που θα είναι επικεφαλής της συνοδείας σου, αν μπορώ να την πω έτσι». Ο άλλος αξιωματικός υποκλίθηκε· το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο όπως του Κάλντεβουιν. Δεν μίλησε.
«Η συνοδεία θα είναι ευπρόσδεκτη, Λοχαγέ», είπε ο Ραντ, και ορθώνοντας να φανεί ατάραχος. Ο Φάιν δεν θα επιτιθόταν σε πενήντα στρατιώτες, αλλά ο Ραντ θα ήθελε πολύ να ήταν σίγουρος αν ήταν απλώς για συνοδεία.
Ο Λοχαγός κοίταξε τον Λόιαλ, που πήγαινε στο άλογά του με το κουκουλωμένο κιβώτιο. «Βαρύ φορτίο, Ογκιρανέ».
Ο Λόιαλ παραλίγο θα σκόνταφτε. «Δεν αντέχω χωρίς τα βιβλία μου, Λοχαγέ». Το πλατύ του στόμα φανέρωσε τα δόντια του, που άστραψαν μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο· έδεσε βιαστικά το κιβώτιο στη σέλα.
Ο Κάλντεβουιν κοίταξε ολόγυρα, σμίγοντας τα φρύδια. «Η Αρχόντισσά σου δεν κατέβηκε ακόμα. Και το θαυμάσιο άτι της λείπει».
«Έφυγε κιόλας», του είπε ο Ραντ. «Έπρεπε να πάει γρήγορα στην Καιρχίν, τη νύχτα».
Ο Κάλντεβουιν σήκωσε τα φρύδια. «Τη νύχτα; Μα οι άνδρες μου... Με συγχωρείς, Άρχοντά μου Ραντ». Πήρε τον νεαρό αξιωματικό πιο πέρα και άρχισαν να μιλούν έντονα ψιθυρίζοντας.
«Είχε βάλει να παρακολουθούν το πανδοχείο, Άρχοντα Ραντ», μουρμούρισε ο Χούριν. «Η Αρχόντισσα Σελήνη πρέπει με κάποιον τρόπο να πέρασε χωρίς να τη δουν».
Ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα του Κοκκινοτρίχη με μια γκριμάτσα. Αν έμενε η παραμικρή πιθανότητα να μην τους υποψιαζόταν ο Κάλντεβουιν, τώρα φαινόταν πως η Σελήνη την είχε αποτελειώσει. «Πολλοί άνθρωποι, λέει», μουρμούρισε. «Στην Καιρχίν να δεις τι πολυκοσμία θα έχει».
«Είπες κάτι, Άρχοντά μου;»
Ο Ραντ κοίταξε τον Ταβόλιν, που τον πλησίαζε πάνω σ’ ένα μεγαλόσωμο, ανοιχτόγκριζο μουνούχι. Κι ο Χούριν, επίσης, είχε καβαλήσει το άλογό του, ενώ ο Λόιαλ στεκόταν πλάι στο κεφάλι του δικού του. Οι στρατιώτες σχημάτισαν φάλαγγα. Ο Κάλντεβουιν δεν φαινόταν πουθενά.
«Τίποτα δεν γίνεται όπως το περιμένω», είπε ο Ραντ.
Ο Ταβόλιν του έστειλε ένα σύντομο χαμόγελο, τίποτα παραπάνω από ένα στράβωμα των χειλιών. «Ξεκινάμε, Άρχοντά μου;»
Η παράξενη πομπή ξεκίνησε για τον ταξιδεμένο χωματόδρομο, ο οποίος οδηγούσε στην πόλη της Καιρχίν.