45 Αρχιξιφομάχος

Ο ανατέλλων ήλιος σήκωσε τη βαθυκόκκινη κόψη του πάνω από τον ορίζοντα και έστειλε μακριές σκιές στους λιθόστρωτους δρόμους του Φάλμε που έβγαζαν στο λιμάνι. Το αεράκι από το πέλαγος λύγιζε τον καπνό στις καμινάδες από τις φωτιές, τις οποίες είχε ανάψει ο κόσμος για να μαγειρέψει πρωινό. Μόνο κάτι αγουροξυπνημένοι είχαν βγει κιόλας από τα σπίτια τους, με την ανάσα να αχνίζει στο πρωινό αγιάζι. Σε σύγκριση με τα πλήθη που θα γέμιζαν τους δρόμους σε μια ώρα, η πόλη φάνταζε σχεδόν έρημη.

Η Νυνάβε, καθισμένη σ’ ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι μπροστά σ’ ένα σιδηροπωλείο που δεν είχε ανοίξει ακόμα, έχωσε τα χέρια κάτω από τις μασχάλες για να τα ζεστάνει και επιθεώρησε το στρατό της. Η Μιν καθόταν σ’ ένα κατώφλι απέναντι, κουκουλωμένη στον Σωντσανό μανδύα της, τρώγοντας ένα μαραμένο δαμάσκηνο, και η Ηλαίην, με το παλτό από προβιά, ήταν κουλουριασμένη στο έμπα ενός στενού, λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο. Ένας μεγάλος σάκος, που τον είχαν βουτήξει από τους ντόκους, κειτόταν τακτικά διπλωμένος πλάι στη Μιν. Ο στρατός μου, σκέφτηκε βλοσυρά η Νυνάβε. Αλλά δεν υπάρχει κανείς άλλος.

Είδε μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην που ανέβαιναν το δρόμο, μια κιτρινομάλλα γυναίκα στο βραχιόλι και μια μελαχρινή στο κολάρο, που και οι δύο χασμουριόνταν νυσταγμένα. Οι λιγοστές γυναίκες που μοιράζονταν το δρόμο μαζί τους απέστρεφαν το βλέμμα και άφηναν άφθονο χώρο να περάσουν. Απ’ όσο μπορούσε να δει η Νυνάβε, ως κάτω στο λιμάνι, δεν υπήρχαν άλλοι Σωντσάν. Δεν γύρισε το κεφάλι προς την άλλη μεριά. Αντίθετα, τεντώθηκε και ανασήκωσε τους ώμους, σαν να ’θελε να τους ξεμουδιάσει από το κρύο πριν ξανακαθίσει.

Η Μιν πέταξε στο πλάι το μισοφαγωμένο δαμάσκηνό της, έριξε μια αδιάφορη ματιά στο δρόμο προς τα πάνω, και έγειρε πίσω στο πλαίσιο της πόρτας. Ο δρόμος ήταν άδειος από Σωντσάν, αλλιώς δεν θα ακουμπούσε τα χέρια στα γόνατα. Η Μιν είχε αρχίσει να τρίβει τα χέρια νευρικά, και η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι η Ηλαίην κουνιόταν με προσμονή στις μύτες των ποδιών της.

Αν μας φανερώσουν, θα τους σπάσω τα κεφάλια. Αλλά ήξερε ότι, αν τις ανακάλυπταν, αυτοί που θα αποφάσιζαν και για τις τρεις τους θα ήταν οι Σωντσάν. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν αυτό που σχεδίαζε μπορούσε να πετύχει ή όχι. Ήταν πολύ πιθανό να τις πρόδιδε η δική της αποτυχία. Σκέφτηκε αποφασιστικά για άλλη μια φορά ότι, αν συνέβαινε κάτι, θα τραβούσε με κάποιον τρόπο την προσοχή πάνω της, ενώ η Μιν και η Ηλαίην θα το έσκαγαν. Είχε πει να το βάλουν στα πόδια, αν κάτι πήγαινε στραβά, και είχε αφήσει να εννοηθεί ότι και η ίδια θα το έσκαγε. Τι θα ’κανε μετά, αυτό δεν το ήξερε. Μόνο που δεν θα τις αφήσω να με πιάσουν ζωντανή. Σε παρακαλώ, Φως μου, όχι αυτό.

Η σουλ’ντάμ και η νταμέην ανηφόρισαν το δρόμο, ώσπου βρέθηκαν περικυκλωμένες από τις τρεις γυναίκες. Καμιά δεκαριά Φαλμινοί προχωρούσαν, αφήνοντας μεγάλο πλάτος από τις συνδεμένες γυναίκες.

Η Νυνάβε μάζεψε όλο το θυμό της. Δεμένες και Λωροκρατούσες. Είχαν βάλει το βρωμερό κολάρο τους στο λαιμό της Εγκουέν, και θα το ’βαζαν και στης Ηλαίην και στο δικό της, αν μπορούσαν. Είχε βάλει τη Μιν να της πει πώς οι σουλ’ντάμ επέβαλλαν τη θέλησή τους. Ήταν σίγουρη ότι η Μιν είχε κρύψει μερικά πράγματα, τα χειρότερα, αλλά όσα είχε πει αρκούσαν για να κάνουν τη Νυνάβε έξαλλη. Μέσα σε μια στιγμή, ένα λευκό μπουμπούκι σε έναν μαύρο αγκαθωτό θάμνο άνοιξε στο φως, στο σαϊντάρ, και τη γέμισε η Μία Δύναμη. Ήξερε ότι γύρω της υπήρχε μια λάμψη, για εκείνες που μπορούσαν να τη δουν. Η χλωμή σουλ’ντάμ τινάχτηκε, και το στόμα της μελαχρινής νταμέην έμεινε ανοιχτό, αλλά η Νυνάβε δεν τους άφησε την παραμικρή ευκαιρία. Είχε διαβιβάσει μονάχα ένα ποταμάκι της Δύναμης, αλλά το τίναξε απότομα, σαν μαστίγιο που χτυπούσε κόκκο σκόνης στον αέρα.

Το ασημένιο κολάρο άνοιξε και έπεσε με κλαγγή στο λιθόστρωτο. Η Νυνάβε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης την ίδια στιγμή που πηδούσε όρθια.

Η σουλ’ντάμ κοίταξε το πεσμένο κολάρο σαν να ήταν δηλητηριώδες φίδι. Η νταμέην ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι στο λαιμό της, αλλά, πριν η γυναίκα με το φόρεμα που είχε τα διακριτικά του κεραυνού προλάβει να σαλέψει, η νταμέην γύρισε και της έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο· τα γόνατα της σουλ’ντάμ λύγισαν και παραλίγο θα έπεφτε.

«Μπράβο σου!» φώναξε η Ηλαίην. Έτρεχε κι αυτή προς τα κει, το ίδιο και η Μιν.

Πριν φτάσουν τις δύο γυναίκες, η νταμέην κοίταξε σαστισμένη γύρω της και ύστερα άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Δεν θα σε πειράξουμε!» φώναξε πίσω της η Ηλαίην. «Είμαστε φίλες σου!»

«Σιωπή!» σφύριξε η Νυνάβε. Έβγαλε μερικά κουρέλια από τις τσέπες της και τα έχωσε ανελέητα στο ανοιχτό στόμα της σουλ’ντάμ, η οποία ακόμα τρέκλιζε. Η Μιν τίναξε βιαστικά το σάκο σηκώνοντας σκόνη και τον πέρασε γύρω από το κεφάλι της σουλ’ντάμ, κουκουλώνοντας τη γυναίκα ως τη μέση. «Ήδη τραβήξαμε πολλά βλέμματα».

Ήταν αλήθεια, αλλά όχι εντελώς αλήθεια. Οι τέσσερις τους στέκονταν στον δρόμο, που άδειαζε γρήγορα, αλλά οι άνθρωποι που απομακρύνονταν απέφευγαν να τις κοιτάξουν. Η Νυνάβε βασιζόταν σ’ αυτό —ο κόσμος έβαζε τα δυνατά του να αποφεύγει ό,τι είχε σχέση με τους Σωντσάν— για να κερδίσουν μερικές στιγμές παραπάνω. Στο τέλος θα μιλούσαν, αλλά ψιθυριστά· ίσως περνούσαν ώρες μέχρι να μάθουν οι Σωντσάν ότι κάτι είχε συμβεί.

Η κουκουλωμένη γυναίκα άρχισε να παλεύει και να βγάζει πνιχτούς ήχους από το σάκο, αλλά η Νυνάβε και η Μιν την άρπαζαν και την έσυραν σε ένα κοντινό στενάκι. Το λουρί και το κολάρο σύρθηκαν στο καλντερίμι πίσω τους, κουδουνίζοντας.

«Μάζεψε το!» φώναζε η Νυνάβε στην Ηλαίην. «Δεν δαγκώνει!»

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα, και ύστερα σήκωσε επιφυλακτικά το ασημένιο κατασκεύασμα, σαν να φοβόταν ότι όντως θα τη δάγκωνε. Η Νυνάβε ένιωσε κάποια συμπόνια, αλλά όχι πολλή· όλα εξαρτώνταν από το να κάνουν ακριβώς ό,τι είχαν σχεδιάσει.

Η σουλ’ντάμ κλωτσούσε και προσπαθούσε να ελευθερωθεί, αλλά η Νυνάβε και η Μιν μαζί την ανάγκασαν να προχωρήσει, περνώντας από το στενό και βγαίνοντας σε ένα άλλο, πλατύτερο πέρασμα πίσω από τα σπίτια, και ύστερα σε άλλο στενάκι, και τελικά σε ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο υπόστεγο, που κάποτε φιλοξενούσε δυο άλογα, όπως φαινόταν από τα χωρίσματα. Λίγοι είχαν λεφτά για να διατηρούν άλογα μετά την άφιξη των Σωντσάν, και μετά από μια ολόκληρη μέρα που η Νυνάβε παρακολουθούσε το μέρος, κανείς δεν το είχε πλησιάσει. Το εσωτερικό είχε μια αίσθηση σκόνης και υγρασίας, η οποία έδειχνε εγκατάλειψη. Μόλις βρέθηκαν μέσα, η Ηλαίην πέταξε κάτω το ασημένιο λουρί και σκούπισε τα χέρια με λίγα άχυρα.

Η Νυνάβε· διαβίβασε ένα ποταμάκι ακόμα, και το βραχιόλι έπεσε στο χώμα. Η σουλ’ντάμ τσίριξε και τινάχτηκε πέρα-δώθε.

«Έτοιμες;» ρώτησε η Νυνάβε. Οι άλλες ένευσαν, και με μια κίνηση έβγαλαν το σάκο από την αιχμάλωτή τους.

Η σουλ’ντάμ φτερνίστηκε, τα γαλανά μάτια της είχαν δακρύσει από τη σκόνη, αλλά το πρόσωπο της δεν ήταν κόκκινο μόνο από το σάκο, αλλά και από θυμό. Όρμηξε προς την πόρτα, αλλά την έπιασαν με το πρώτο βήμα της. Δεν ήταν αδύναμη, αλλά αυτές ήταν τρεις, και, όταν τελείωσαν, η σουλ’ντάμ είχε μείνει μόνο με την καμιζόλα της και κειτόταν σε ένα χώρισμα, δεμένη χεροπόδαρα με γερό κορδόνι και με ένα άλλο κορδόνι να κρατά το φίμωτρο στη θέση του.

Η Μιν άγγιξε το πρησμένο χείλι της και κοίταξε τις μαλακές μπότες και το φόρεμα με τους κεραυνούς που είχαν ακουμπήσει εκεί δίπλα. «Μπορεί να σου ταιριάζουν, Νυνάβε. Δεν κάνουν ούτε σε μένα ούτε στην Ηλαίην». Η Ηλαίην έβγαζε τα άχυρα από τα μαλλιά της.

«Το βλέπω. Ούτως ή άλλως δεν ήσουν υποψήφια. Σε ξέρουν καλά.» Η Νυνάβε έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της. Τα πέταξε στο πλάι και έβαλε το φόρεμα της σουλ’ντάμ. Η Μιν βοήθησε με τα κουμπιά.

Η Νυνάβε φόρεσε τις μπότες κουνώντας τα δάχτυλα· ήταν κάπως στενές. Και το φόρεμα επίσης ήταν στενό στον κόρφο καν φαρδύ αλλού. Ο ποδόγυρος έφτανε σχεδόν ως το χώμα, πιο χαμηλά απ’ όσο συνήθιζαν οι σουλ’ντάμ, αλλά το φόρεμα θα ταίριαζε ακόμα χειρότερα στις άλλες. Έπιασε το βραχιόλι, πήρε μια βαθιά ανάσα και το έβαλε στον αριστερό καρπό της. Οι άκρες έγιναν ένα και τώρα έμοιαζε να είναι μονοκόμματο. Έδινε την αίσθηση ενός κανονικού βραχιολιού μόνο. Η Νυνάβε φοβόταν την αίσθηση αυτή.

«Φέρε το φόρεμα, Ηλαίην». Είχαν βάψει δύο φορέματα —ένα δικό της και ένα της Ηλαίην— στο γκρίζο χρώμα που φορούσαν οι νταμέην, όσο μπορούσαν να πετύχουν τη σωστή απόχρωση, και τα είχαν κρύψει εδώ. Η Ηλαίην δεν κουνήθηκε, μόνο έμεινε να κοιτάζει το ανοιχτό κολάρο, κι έγλειψε τα χείλη. «Ηλαίην, πρέπει να το φορέσεις. Είναι πολλοί που είδαν τη Μιν, δεν μπορεί να πάει. Θα το φορούσα εγώ, αν σου έκανε το φόρεμα». Σκέφτηκε πως θα τρελαινόταν, αν είχε αναγκαστεί να φορέσει το κολάρο· γι’ αυτό δεν μπορούσε τώρα να μιλήσει απότομα στην Ηλαίην.

«Το ξέρω». Η Ηλαίην αναστέναξε. «Μακάρι μόνο να ήξερα περισσότερα για το τι σου κάνει». Παραμέρισε τα κοκκινόχρυσα μαλλιά της. «Μιν, βοήθησέ με σε παρακαλώ». Η Μιν άρχισε να λύνει τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της.

Η Νυνάβε κατόρθωσε να πιάσει το ασημένιο κολάρο χωρίς να μορφάσει. «Ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε». Δίστασε μονάχα μια στιγμή, και μετά έσκυψε και το έκλεισε γύρω από το λαιμό της σουλ’ντάμ. Αν είναι να το φορέσει κάποια, αυτής της αξίζει, σκέφτηκε αποφασιστικά. «Ίσως μπορέσει να μας πει τίποτα χρήσιμο». Η γαλανομάτα κοίταξε το λουρί, που από το λαιμό της κατέληγε στον καρπό της Νυνάβε, και μετά την αγριοκοίταξε περιφρονητικά.

«Δεν δουλεύει έτσι», είπε η Μιν, αλλά η Νυνάβε σχεδόν δεν την άκουσε.

Είχε... επίγνωση... της άλλης γυναίκας, είχε επίγνωση των συναισθημάτων της, του κορδονιού, που έκοβε τους αστραγάλους της και τους καρπούς της στην πλάτη της, της αηδιαστικής ψαρίλας των κουρελιών στο στόμα της, των άχυρων, που την τρυπούσαν μέσα από το λεπτό ύφασμα της καμιζόλας της. Δεν ήταν ότι η ίδια, η Νυνάβε, ένιωθε αυτά τα πράγματα, αλλά στο κεφάλι της υπήρχε ένα σύνολο αισθήσεων, που ήξερε ότι ανήκαν στη σουλ’ντάμ.

Κατάπιε, προσπάθησε να τις αγνοήσει —δεν έφευγαν— και μίλη σε στη δεμένη γυναίκα. «Δεν θα σε πειράζω, αν απαντήσεις ειλικρινά στις ερωτήσεις μου. Δεν είμαστε Σωντσάν. Αλλά, αν μου πεις ψέματα...» Ύψωσε το λουρί απειλητικά.

Οι ώμοι της γυναίκας τραντάχτηκαν, και το στόμα της στράβωσε γύρω από το φίμωτρο με μια χλευαστική έκφραση. Η Νυνάβε άργησε μια στιγμή να καταλάβει ότι η σουλ’ντάμ γελούσε.

Το στόμα της σφίχτηκε, αλλά της πέρασε από το νου μια ιδέα. Ο κόμπος των συναισθημάτων στο κεφάλι της έμοιαζε να είναι ό,τι σωματικό ένιωθε η άλλη γυναίκα. Πειραματικά, προσπάθησε να προσθέσει κι άλλα.

Τα μάτια της σουλ’ντάμ ξαφνικά γούρλωσαν και άφησε μια κραυγή, που δεν πνίγηκε τελείως στο φίμωτρο. Κουνώντας τα χέρια πίσω της, σαν να προσπαθούσε να απομακρύνει κάτι, άρχισε να χτυπιέται στα άχυρα, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει.

Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό, και έδιωξε βιαστικά την επιπλέον αίσθηση που είχε προσθέσει. Η σουλ’ντάμ σωριάστηκε κάτω, σιγοκλαίγοντας.

«Τι... Τι... της έκανες;» ρώτησε με αχνή φωνή η Ηλαίην. Η Μιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.

Η Νυνάβε απάντησε πνιχτά, «Ό,τι σου έκανε η Σέριαμ, όταν πέταξες μια κούπα στη Μάριθ». Φως μου, είναι βρώμικο πράγμα.

Η Ηλαίην ξεροκατάπιε δυνατά. «Α».

«Μα υποτίθεται πως το α’ντάμ δεν δουλεύει έτσι», είπε η Μιν. «Ισχυρίζονται ότι δεν δουλεύει σε γυναίκα που δεν μπορεί να διαβιβάσει».

«Δεν με νοιάζει πώς υποτίθεται ότι δουλεύει, αρκεί που δουλεύει». Η Νυνάβε άρπαξε το ασημένιο λουρί από το σημείο που ενωνόταν με το κολάρο, και τράβηξε την άλλη να σηκωθεί, έτσι ώστε να τη βλέπει στα μάτια. Στα φοβισμένα μάτια της, όπως φαινόταν. «Άκουσε με, άκουσέ με καλά. Θέλω απαντήσεις, και, αν δεν τις βρω, θα σε κάνω να νομίσεις ότι σου έγδαρα το τομάρι». Φρίκη φάνηκε στο πρόσωπο της γυναίκας, και η Νυνάβε ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται, καθώς συνειδητοποιούσε ότι η άλλη είχε πάρει τα λόγια της κυριολεκτικά. Αν πιστεύει ότι μπορώ, είναι επειδή το ξέρει. Να σε τι χρησιμεύουν τα λουριά. Συγκρατήθηκε για να μην βγάλει αμέσως το βραχιόλι από τον καρπό της. «Θα απαντήσεις; Ή θέλεις κι άλλο για να πειστείς;»

Η άλλη κούνησε το κεφάλι τόσο τρομαγμένα, που η απάντηση ήταν φανερή. Όταν η Νυνάβε έβγαλε το φίμωτρο, η γυναίκα ξεροκατάπιε και αμέσως άρχισε να λέει βιαστικά, «Δεν θα σε αναφέρω. Το ορκίζομαι. Μόνο βγάλ’ το από το λαιμό μου. Έχω χρυσάφι. Πάρ’ το. Ορκίζομαι, ποτέ δεν θα το πω σε κανέναν».

«Σιωπή», είπε απότομα η Νυνάβε, και η γυναίκα αμέσως έκλεισε το στόμα. «Πώς σε λένε;»

«Σέτα. Σε παρακαλώ. Θα απαντήσω, αλλά σε παρακαλώ, βγάλ’το-από-πάνω-μου! Αν δει κανείς να το φοράω...» Η Σέτα χαμήλωσε τα μάτια για να κοιτάξει το λουρί, και μετά τα έκλεισε σφιχτά. «Σε παρακαλώ», ψιθύρισε.

Η Νυνάβε συνειδητοποίησε κάτι. Δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει την Ηλαίην να φορέσει το κολάρο.

«Καλύτερα να τελειώνουμε», είπε η Ηλαίην με σταθερή φωνή. Είχε μείνει κι αυτή με την καμιζόλα. «Μια στιγμή να φορέσω το άλλο φόρεμα, και—»

«Ξαναβάλε τα ρούχα σου», είπε η Νυνάβε.

«Κάποια πρέπει να κάνει ότι είναι νταμέην», είπε η Ηλαίην, «αλλιώς δεν θα φτάσουμε εκεί που είναι η Ηλαίην. Αυτό το φόρεμα σου ταιριάζει, και δεν μπορεί να πάει η Μιν. Αρα μένω εγώ».

«Βάλε τα ρούχα σου, είπα. Έχουμε κάποια για να είναι η Δεμένη μας». Η Νυνάβε τράβηξε το λουρί που κρατούσε τη Σέτα, και η σουλ’ντάμ άφησε μια πνιχτή κραυγή.

«Όχι! Όχι, σε παρακαλώ! Αν με δει κανείς—» Το ψυχρό βλέμμα της Νυνάβε την έκανε να σταματήσει.

«Κατά τη γνώμη μου, είσαι χειρότερη κι από δολοφόνο, χειρότερη κι από Σκοτεινόφιλο. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι χειρότερο από σένα. Μ’ αρρωσταίνει και μόνο που αναγκάζομαι να φορέσω αυτό το πράγμα στον καρπό μου, που γίνομαι σαν και σένα έστω και για μια ώρα. Μην νομίζεις λοιπόν ότι υπάρχει κάτι που δεν θ’ αντέξω να σου κάνω. Δεν θέλεις να σε δουν; Ωραία. Ούτε κι εμείς. Όμως κανείς δεν κοιτάζει ας νταμέην. Όσο σκύβεις το κεφάλι, όπως είναι αναγκασμένες να κάνουν οι Δεμένες, κανείς δεν θα σου δώσει σημασία. Αλλά βάλε τα δυνατά σου για να μην προσέξουν ούτε εμάς. Αν μας προσέξουν, σίγουρα θα σε δουν, κι αν δεν σου φτάνει αυτό, σου υπόσχομαι ότι θα σε κάνω να καταραστείς το πρώτο φιλί που έδωσε η μητέρα σου στον πατέρα σου. Καταλαβαινόμαστε;»

«Ναι», είπε αχνά η Σέτα. «Το ορκίζομαι».

Η Νυνάβε έβγαλε το βραχιόλι για περάσουν το φόρεμα της Ηλαίην πάνω από το λουρί και το κεφάλι της Σέτα. Δεν ταίριαζε καλά στη γυναίκα, όντας χαλαρό στον κόρφο και σφιχτό στους γοφούς, αλλά το φόρεμα της Νυνάβε θα ήταν ακόμα χειρότερο, και κοντό επίσης. Η Νυνάβε έλπισε να ήταν αλήθεια ότι δεν κοίταζαν τις νταμέην. Ξαναφόρεσε απρόθυμα το βραχιόλι.

Η Ηλαίην μάζεψε τα ρούχα της Νυνάβε, τα τύλιξε με το άλλο βαμμένο φόρεμα και έκανε ένα μπόγο, ένα μπόγο που θα τον κουβαλούσε μια γυναίκα με ρούχα αγρότισσας, καθώς Θα ακολουθούσε μια σουλ’ντάμ και μια νταμέην. «Ο Γκάγουιν δα πεθάνει από ζήλια, όταν ακούσει για όλα αυτά», είπε, και γέλασε. Το γέλιο ήχησε ψεύτικο.

Η Νυνάβε κοίταξε καλά την Ηλαίην, έπειτα τη Μιν. Ήταν ώρα για το επικίνδυνο σκέλος της επιχείρησης. «Είστε έτοιμες;»

Το χαμόγελο της Ηλαίην έσβησε. «Είμαι έτοιμη».

«Έτοιμη», είπε η Μιν κοφτά.

«Πού... με... πού πάμε;» ρώτησε η Σέτα, και πρόσθεσε αμέσως, «Αν μπορώ να ρωτήσω;»

«Στη φωλιά του λιονταριού», της είπε η Ηλαίην.

«Για να χορέψουμε με τον Σκοτεινό», είπε η Μιν.

Η Νυνάβε αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Αυτό που εννοούν είναι ότι πάμε εκεί που κρατάνε τις νταμέην και θέλουμε να ελευθερώσουμε μια απ’ αυτές».

Η Σέτα είχε ακόμα το στόμα ανοιχτό, όταν την έβγαλαν σπρώχνοντας από το υπόστεγο.


Ο Μπέυλ Ντόμον κοίταζε τον ανατέλλοντα ήλιο από το κατάστρωμα του πλοίου του. Οι ντόκοι είχαν ήδη αρχίσει να γεμίζουν κόσμο, αν και οι δρόμοι που κατέληγαν εκεί από το λιμάνι ήταν σχεδόν άδειοι. Ένας γλάρος που κούρνιαζε σε έναν πάσαλο τον κοίταξε· οι γλάροι είχαν μάτια δίχως οίκτο.

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Γιάριν. «Αν οι Σωντσάν αναρωτηθούν τι θέλουμε όλοι στο πλοίο—»

«Κανόνισε να έχει τσεκούρι πλάι σε κάθε ρεμέτζα», του είπε απότομα ο Ντόμον. «Και κάτι άλλο, Γιάριν. Αν πάει κανείς να κόψει ρεμέτζα πριν αυτές οι γυναίκες ανέβουν πάνω, θα του ανοίξω το κρανίο στα δύο»

«Κι αν δεν έρθουν, Καπετάνιε; Αν, αντί γι’ αυτές, μας έρθουν Σωντσάν στρατιώτες;»

«Φύγε από δω, άνθρωπε μου! Αν έρθουν στρατιώτες, θα τρέξουμε στην έξοδο του λιμανιού, και το Φως να μας λυπηθεί. Αλλά, μέχρι να έρθουν στρατιώτες, εγώ θα περιμένω γι’ αυτές τις γυναίκες. Πήγαινε τώρα, και να φαίνεσαι σαν να μην κάνεις τίποτα».


Το αεράκι από το πέλαγος έφερνε στη μύτη του Ραντ τις μυρωδιές από τις φωτιές που είχε ανάψει ο κόσμος για να μαγειρέψει πρωινό, και προσπαθούσε να αρπάξει το σκωροφαγωμένο μανδύα του, αλλά ο Ραντ τον κρατούσε σφιχτά με το ένα χέρι, καθώς ο Κοκκινοτρίχης πλησίαζε στην πόλη. Στα ρούχα που είχαν βρει δεν υπήρχε μανδύας που να του ταιριάζει, και του φαινόταν ότι θα ήταν καλύτερο να έκρυβε τα ασημένια κεντήματα στα μανίκια και τους ερωδιούς στο κολάρο. Η στάση των Σωντσάν απέναντι στους κατακτημένους που έφεραν όπλα μπορεί να μην ίσχυε και για εκείνους που είχαν σπαθί με το σήμα του ερωδιού.

Οι πρώτες σκιές του πρωινού απλώνονταν μπροστά του. Μόλις που διέκρινε τον Χούριν, που περνούσε ανάμεσα στους περιφραγμένους χώρους όπου φυλούσαν άμαξες και άλογα. Μόνο ένας-δυο άνδρες περπατούσαν ανάμεσα στις σειρές που σχημάτιζαν οι άμαξες των εμπόρων, και είχαν τις μακριές ποδιές που φορούσαν οι αμαξουργοί και οι σιδεράδες. Ο Ίνγκταρ, ο πρώτος που θα έμπαινε, δεν φαινόταν πια. Ο Πέριν και ο Ματ ακολουθούσαν τον Ραντ, κρατώντας αποστάσεις. Δεν κοίταξε πίσω για να δει τι κάνουν. Δεν έπρεπε να φαίνεται σχέση μεταξύ τους· ήταν πέντε άνδρες που έρχονταν στο Φάλμε νωρίς το πρωί, αλλά όχι μαζί.

Γύρω του υπήρχαν χώροι για άλογα, και τα άλογα ήδη έπεφταν στους φράχτες, περιμένοντας να τα ταΐσουν. Ο Χούριν ξεπρόβαλε το κεφάλι ανάμεσα από δύο στάβλους, που οι πόρτες τους ήταν ακόμα κλειστές κι αμπαρωμένες, είδε τον Ραντ, και του έκανε νόημα να πάει πριν ξαναχαθεί. Ο Ραντ έστρεψε το άτι του προς τα κει.

Ο Χούριν στεκόταν κρατώντας το άλογό του από τα γκέμια. Φορούσε ένα μακρύ γιλέκο αντί για το παλιό του, και, παρά το χοντρό μανδύα που έκρυβε το κοντό σπαθί του και τον σπαθοσπάστη, έτρεμε από το κρύο. «Ο Άρχοντας Ίνγκταρ είναι εκεί πίσω», είπε, δείχνοντας με το κεφάλι ένα στενό πέρασμα. «Λέει να αφήσουμε τα άλογα εδώ και να κάνουμε τον υπόλοιπο δρόμο πεζή». Καθώς ο Ραντ ξεπέζευε, ο μυριστής πρόσθεσε, «Ο Φάιν πήγε ευθεία σ’ εκείνο το δρόμο, Άρχοντα Ραντ. Σχεδόν μπορώ να το μυρίσω από δω».

Ο Ραντ οδήγησε τον Κοκκινοτρίχη εκεί που ο Ίνγκταρ είχε ήδη δέσει το δικό του άλογο πίσω από το στάβλο. Ο Σιναρανός δεν έμοιαζε με άρχοντα, με την τρύπια προβιά που φορούσε, και το σπαθί, ζωσμένο από πάνω της, φαινόταν αλλόκοτο. Τα μάτια του έκαιγαν.

Ο Ραντ έδεσε τον Κοκκινοτρίχη κοντά στο άλογο του Ίνγκταρ και αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει για τα σακίδιά του. Δεν είχε μπορέσει να αφήσει το λάβαρο πίσω. Δεν πίστευε ότι θα τα έψαχναν οι στρατιώτες, αλλά δεν μπορούσε να πει το ίδιο για τη Βέριν, ούτε και μπορούσε να προβλέψει τι θα έκανε, αν έβρισκε το λάβαρο. Θα ένιωθε ανήσυχα όμως, αν το είχε μαζί του. Αποφάσισε να αφήσει τα σακίδια δεμένα πίσω από τη σέλα του.

Ήρθε και ο Ματ, και μερικές στιγμές μετά πλησίασε ο Χούριν με τον Πέριν. Ο Ματ φορούσε φαρδύ παντελόνι, με τα μπατζάκια χωμένα στις μπότες, και ο Πέριν τον κοντό μανδύα του. Του Ραντ του φαινόταν ότι έμοιαζαν με αιμοβόρους ζητιάνους, αλλά είχαν περάσει απαρατήρητοι στα χωριά.

«Λοιπόν», είπε ο Ίνγκταρ. «Για να δούμε τι γίνεται».

Βγήκαν στο χωματόδρομο, σαν να μην είχαν στο νου τους ιδιαίτερο προορισμό, μιλώντας αναμεταξύ τους, και προσπέρασαν τους χώρους με τις άμαξες, καταλήγοντας σε κατηφορικούς λιθόστρωτους δρόμους. Ο Ραντ δεν ήξερε τι έλεγε και ο ίδιος, πόσο μάλλον οι άλλοι. Το σχέδιο του Ίνγκταρ ήταν να μοιάζουν με οποιαδήποτε ομάδα ανδρών που περπατούν μαζί, όμως ελάχιστοι άνθρωποι ήταν έξω από τα σπίτια τους. Τώρα το πρωί, στους κρύους δρόμους, πέντε άνδρες ήταν ολόκληρο πλήθος.

Περπατούσαν παρέα, αλλά τους οδηγούσε ο Χούριν, μυρίζοντας τον αέρα και στρίβοντας πότε στον ένα δρόμο και πότε στον άλλο. Οι άλλοι έστριβαν μαζί του, σαν να είχαν εξαρχής αυτό το σκοπό. «Έχει περάσει σταυρωτά όλη την πόλη», μουρμούρισε ο Χούριν, κάνοντας μια γκριμάτσα. «Η μυρωδιά του είναι πανιού, και τόσο που βρωμάει δύσκολα καταλαβαίνω την παλιά από την καινούργια. Τουλάχιστον ξέρω ότι είναι ακόμα εδώ. Μερικά χνάρια μάλλον είναι, το πολύ, μιας-δυο ημερών. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», πρόσθεσε, με λιγότερη αβεβαιότητα.

Κι άλλοι άνθρωποι άρχισαν να εμφανίζονται, εδώ ένας έμπορος φρούτων ο οποίος έστηνε την πραμάτεια του σε πάγκους, εκεί κάποιος που έτρεχε με περγαμηνές κουλουριασμένες κάτω από τη μασχάλη και καβαλέτο κρεμασμένο στην πλάτη, πιο πέρα ένας ακονιστής που λάδωνε τον άξονα της ακονόπετρας στον τροχό του. Δυο γυναίκες τους πέρασαν, πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση· η μια είχε το βλέμμα χαμηλωμένο και ένα ασημένιο κολάρο ήταν περασμένο στο λαιμό της, η άλλη κρατούσε ένα κουλουριασμένο ασημένιο λουρί και φορούσε ένα φόρεμα με κεραυνούς.

Του Ραντ του κόπηκε η ανάσα· με μεγάλη δυσκολία δεν γύρισε να τις κοιτάξει.

«Αυτή ήταν...;» Τα μάτια του Ματ ήταν διάπλατα ανοιχτά και κοίταζαν βαθιά από τις κόγχες τους. «Αυτή ήταν νταμέην;»

«Έτσι τις περιέγραψαν», είπε απότομα ο Ίνγκταρ. «Χούριν, θα πάρουμε ένα-ένα όλα τα στενά σ’ αυτή την Σκιοκατάρατη πόλη;»

«Έχει πάει πανιού, Άρχοντα Ίνγκταρ», είπε ο Χούριν. «Η βρώμα του είναι παντού». Είχαν φτάσει σε μια περιοχή που τα πέτρινα σπίτια είχαν και δυο και τρεις ορόφους κι ήταν μεγάλα σαν πανδοχεία.

Έστριψαν μια γωνία και ο Ραντ ξαφνιάστηκε μπροστά στο θέαμα των είκοσι περίπου Σωντσάν στρατιωτών, που στέκονταν φρουροί μπροστά σε ένα μεγάλο σπίτι — και των δύο γυναικών με φορέματα με το σήμα του κεραυνού, οι οποίες μιλούσαν στα σκαλιά του απέναντι σπιτιού. Ένα λάβαρο κυμάτιζε στον άνεμο πάνω από το σπίτι που προστάτευαν οι στρατιώτες· έδειχνε ένα χρυσό γεράκι που έσφιγγε κεραυνούς. Δεν υπήρχε τίποτα που να ξεχωρίζει το σπίτι όπου μιλούσαν οι γυναίκες, εκτός από την παρουσία τους. Ο αξιωματικός είχε λαμπρή αρματωσιά με κόκκινα και μαύρα και χρυσά χρώματα, και το κράνος του ήταν επιχρυσωμένο και ζωγραφισμένο για να μοιάζει με κεφάλι αράχνης. Μετά ο Ραντ είδε τις δύο μεγάλες μορφές με το σκληρό πετσί, που ζάρωναν ανάμεσα στους στρατιώτες, και παραλίγο θα σκόνταφτε.

Γκρολμ. Δεν θα μπέρδευε με άλλο πράγμα εκείνα τα τριγωνικά κεφάλια, που είχαν τρία μάτια. Δεν μπορεί να είναι εδώ. Ίσως κοιμόταν, κι όλα αυτά ήταν εφιάλτης. Μπορεί να μην φύγαμε ακόμα για το Φάλμε.

Οι άλλοι είχαν καρφώσει το βλέμμα στα θηρία, καθώς περνούσαν από το φρουρούμενο σπίτι.

«Για τ’ όνομα του Φωτός, τι ήταν αυτά;» ρώτησε ο Ματ.

Τα μάτια του Χούριν έμοιαζαν μεγάλα σαν το πρόσωπο του. «Άρχοντα Ραντ, είναι... Αυτά είναι τα...»

«Δεν έχει σημασία», είπε ο Ραντ. Μετά από μια στιγμή, ο Χούριν ένευσε.

«Ήρθαμε εδώ για το Κέρας, όχι για να χαζεύουμε τα τέρατα των Σωντσάν. Κοίτα να μας βρεις το Κέρας, Χούριν».

Οι στρατιώτες δεν είχαν καταδεχτεί να τους κοιτάξουν. Ο δρόμος κατέληγε στο στρογγυλό λιμάνι. Ο Ραντ έβλεπε τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα εκεί ψηλά τετράγωνα πλοία με μακριά κατάρτια, που έμοιαζαν μικρά απ’ αυτή την απόσταση.

«Έχει έρθει πολλές φορές εδώ». Ο Χούριν έτριψε τη μύτη του με τη ράχη του χεριού. «Ο δρόμος ζέχνει από τα αχνάρια του, που είναι το ένα πάνω στο άλλο. Νομίζω πως χτες πέρασε από δω, Άρχοντα Ίνγκταρ. Μπορεί χτες το βράδυ».

Ο Ματ, ξαφνικά, έσφιξε το πανωφόρι του και με τα δύο χέρια. «Είναι εκεί», ψιθύρισε. Γύρισε και περπάτησε προς τα πίσω, κοιτάζοντας το ψηλό σπίτι με το λάβαρο. «Το εγχειρίδιο είναι εκεί. Δεν το πρόσεξα καν πριν, επειδή έβλεπα αυτά τα — τα πλάσματα, αλλά το νιώθω».

Ο Πέριν έχωσε το δάχτυλό του στα πλευρά του Ματ. «Κόφ’ το, γιατί θα παραξενευτούν έτσι που τους κοιτάζεις σαν χαζός».

Ο Ραντ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Ο αξιωματικός τους κοίταζε.

Ο Ματ ξαφνικά ξαναγύρισε προς τους άλλους, μουτρωμένος. «Τζάμπα θα περπατάμε; Εκεί είναι, σου λέω».

«Αυτό που ψάχνουμε είναι το Κέρας», μούγκρισε ο Ίνγκταρ. «Θέλω να βρω τον Φάιν και να τον αναγκάσω να μου πει πού είναι». Δεν βράδυνε το βήμα του καθόλου.

Ο Ματ δεν είπε τίποτα, όμως όλο το πρόσωπο του ήταν μια ικεσία.

Κι εγώ πρέπει να βρω τον Φάιν, σκέφτηκε ο Ραντ. Πρέπει. Αλλά, όταν κοίταξε το πρόσωπο του Ματ. είπε, «Ίνγκταρ, αν το εγχειρίδιο είναι σ’ αυτό το σπίτι, μάλλον είναι εκεί και ο Φάιν. Δεν μπορώ να τον φανταστώ να τα αφήνει από τα μάτια του, είτε το εγχειρίδιο, είτε το Κέρας».

Ο Ίνγκταρ σταμάτησε. Μετά από μια στιγμή, είπε, «Μπορεί να είναι, αλλά εδώ έξω που είμαστε δεν μπορούμε να ξέρουμε».

«Μπορούμε να τον περιμένουμε να βγει έξω», είπε ο Ραντ. «Αν βγει τέτοια ώρα, αυτό σημαίνει ότι πέρασε τη νύχτα εδώ. Και πάω στοίχημα ότι εκεί που κοιμάται, εκεί είναι το Κέρας. Αν βγει, μπορούμε να έχουμε ξαναγυρίσει στη Βέριν ως το μεσημέρι, και μετά ως τα μεσάνυχτα να έχουμε καταστρώσει το σχέδιό μας».

«Δεν σκοπεύω να περιμένω τη Βέριν», είπε ο Ίνγκταρ, «ούτε θα περιμένω να βραδιάσει. Πολύ καιρό περίμενα ως τώρα. Θέλω να έχω το Κέρας στα χέρια μου πριν δύσει πάλι ο ήλιος».

«Μα δεν ξέρουμε, Ίνγκταρ».

«Ξέρω ότι το εγχειρίδιο είναι εκεί», είπε ο Ματ.

«Κατ ο Χούριν λέει ότι ο Φάιν χτες το βράδυ ήταν εδώ». Ο Ίνγκταρ δεν έδωσε σημασία στον Χούριν, που προσπαθούσε να πει ότι δεν ήταν τελείως σίγουρο. «Είναι η πρώτη φορά που μπόρεσες να πεις ότι τα χνάρια δεν είναι δυο και τριών ημερών παλιά. Θα πάρουμε το Κέρας. Τώρα!»

«Πώς;» Ο αξιωματικός δεν τους παρακολουθούσε πια, αλλά υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι στρατιώτες μπροστά στο κτίριο. Και δύο γκρολμ. Αυτό είναι τρέλα. Λεν μπορεί να υπάρχουν γκρολμ εδώ. Αλλά η σκέψη δεν έκανε τα κτήνη να εξαφανιστούν.

«Απ’ ό,τι φαίνεται, πίσω απ’ όλα αυτά τα σπίτια υπάρχουν κήποι», είπε ο Ίνγκταρ, κοιτάζοντας γύρω του σκεφτικός. «Αν κάποιο απ’ αυτά τα στενάκια περνά δίπλα από τοίχο κήπου... Μερικοί φυλάνε τόσο καλά το μέτωπο, που παραμελούν τα μετόπισθεν. Ελάτε». Πήγε ευθεία προς το κοντινότερο πέρασμα ανάμεσα σε δύο ψηλά κτίρια. Ο Χούριν και ο Ματ έτρεξαν από πίσω του.

Ο Ραντ κοιτάχτηκε με τον Πέριν —ο κατσαρομάλλης φίλος του σήκωσε τους ώμους καρτερικά— και ακολούθησαν κι αυτοί.

Το στενάκι μόλις που ήταν πιο φαρδύ από τους ώμους τους, αλλά περνούσε ανάμεσα από ψηλούς τοίχους κήπων, ώσπου διασταυρωνόταν με ένα άλλο στενάκι, αρκετά φαρδύ για να χωρά χειράμαξα ή καροτσάκι. Κι αυτό επίσης ήταν λιθοστρωμένο, αλλά εκεί έβλεπαν μόνο οι πίσω όψεις των κτιρίων, με τους πέτρινους τοίχους και τα κλεισμένα παντζούρια, ενώ τα σχεδόν γυμνά κλαριά των δένδρων ξεπερνούσαν τους ψηλούς πίσω τοίχους των κήπων.

Ο Ίνγκταρ τους οδήγησε σε κείνο το στενάκι, ώσπου βρέθηκαν στο αντίθετο σημείο από το λάβαρο που κυμάτιζε. Έβγαλε τα ενισχυμένα με ατσάλι γάντια του από το παλτό του και τα φόρεσε. Πήδηξε για να πιαστεί από την κορυφή του τοίχου και μετά σηκώθηκε για να κρυφοκοιτάξει. Ανέφερε στους άλλους με χαμηλή, βαριά φωνή, «Δέντρα. Πρασιές. Μονοπάτια. Δεν φαίνεται ψυχή — Σταθείτε! Ένας σκοπός. Ένας μόνο. Δεν φορά καν το κράνος του. Μετρήστε ως το πενήντα, μετά ακολουθήστε με». Ανέβασε το ένα πόδι στην κορυφή του τοίχου, κύλησε από την άλλη μεριά κι εξαφανίστηκε, πριν προλάβει ο Ραντ να πει λέξη.

Ο Ματ άρχισε να μετρά αργά. Ο Ραντ κρατούσε την ανάσα του. Ο Πέριν χάιδευε τον πέλεκύ του, και ο Χούριν έσφιγγε τις λαβές των όπλων του. «...πενήντα». Ο Χούριν ανέβηκε τον τοίχο πριν ο Ματ προφέρει όλη τη λέξη. Ο Πέριν τον ακολούθησε ευθύς αμέσως.

Ο Ραντ σκέφτηκε ότι ο Ματ θα ήθελε βοήθεια —έμοιαζε τόσο χλωμός και η επιδερμίδα του τόσο τσιτωμένη— αλλά εκείνος δεν έδειξε να τη χρειάζεται, καθώς περνούσε από την άλλη μεριά. Ο πέτρινος τοίχος πρόσφερε αρκετά σημεία για να κρατηθεί κανείς, και μερικές στιγμές αργότερα είχε περάσει και ο Ραντ και ήταν κουλουριασμένος μέσα μαζί με τον Ματ και τον Πέριν και τον Χούριν.

Ο κήπος είχε υποταχθεί στο προχωρημένο φθινόπωρο, με τις πρασιές σχεδόν άδειες, με εξαίρεση μερικά χαμηλά αειθαλή, με τα κλαριά των δένδρων γυμνά. Ο άνεμος, που έκανε το λάβαρο να κυματίζει, σήκωνε σκόνη στις πλάκες που σχημάτιζαν μονοπάτια. Ο Ραντ στην αρχή δεν έβλεπε πουθενά τον Ίνγκταρ. Και μετά είδε τον Σιναρανό, κολλημένο στον πίσω τοίχο του σπιτιού, να τους κάνει νόημα με το σπαθί στο χέρι.

Ο Ραντ έτρεξε μισοσκυμμένος, νιώθοντας πιο πολύ τα παράθυρα που τον κοίταζαν από το κτίριο παρά τους φίλους του δίπλα του. Ένιωσε ανακούφιση, όταν ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο δίπλα στον Ίνγκταρ.

Ο Ματ συνεχώς μουρμούριζε μόνος του, «Είναι εκεί. Μπορώ να το νιώσω».

«Πού είναι ο φρουρός;» ψιθύρισε ο Ραντ.

«Είναι νεκρός», είπε ο Ίνγκταρ. «Ο άνθρωπος είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ούτε που προσπάθησε να βάλει τις φωνές. Έκρυψα το σώμα του κάτω από εκείνους τους θάμνους».

Ο Ραντ τον κοίταξε, Ο Σωντσάν είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση; Το μόνο που τον εμπόδιζε να γυρίσει πίσω εκείνη τη στιγμή ήταν τα βασανισμένα μουρμουρητά του Ματ.

«Είμαστε πολύ κοντά». Ο Ίνγκταρ έμοιαζε να μιλά κι αυτός στον εαυτό του. «Πολύ κοντά. Ελάτε».

Ο Ραντ τράβηξε το σπαθί του, καθώς ανέβαιναν την πίσω σκάλα. Ένιωσε τον Χούριν, που έβγαζε το κοντό σπαθί και τον σπαθοσπάστη, και τον Πέριν, που τραβούσε απρόθυμα τον πέλεκυ από το βρόχο της ζώνης.

Ο διάδρομος μέσα ήταν στενός. Μια μισάνοιχτη πόρτα στα δεξιά τους έφερνε μυρωδιές κουζίνας. Αρκετοί άνθρωποι ακούγονταν από κείνο το δωμάτιο· ακουγόταν ο μονότονος βόμβος φωνών, και, μερικές φορές, ο απαλός κρότος από κάποιο καπάκι κατσαρόλας.

Ο Ίνγκταρ έκανε νόημα στον Ματ να τους οδηγήσει και πέρασαν προσεκτικά μπροστά από την πόρτα. Ο Ραντ συνέχισε να κοιτάζει τη χαραμάδα της, μέχρι που έστριψαν στην άλλη γωνία.

Μια λιγνή κοπέλα με μελαχρινά μαλλιά βγήκε από μια πόρτα μπροστά τους, κουβαλώντας ένα δίσκο με ένα φλιτζάνι. Πάγωσαν όλοι τους. Εκείνη γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος τους. Ο Ραντ άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Η μακριά λευκή ρόμπα της ήταν σχεδόν διαφανής. Η κοπέλα έστριψε και χάθηκε στην επόμενη γωνία.

«Το είδατε;» είπε βραχνά ο Ματ. «Φαινόταν μέσα από—»

Ο Ίνγκταρ έκλεισε με το χέρι του το στόμα του Ματ και ψιθύρισε, «Το νου σου στο λόγο που ήρθαμε εδώ. Βρες το λοιπόν. Βρες μου το Κέρας».

Ο Ματ έδειξε μια στενή, στριφογυριστή σκάλα. Ανέβηκαν στο πάνω πάτωμα, και τους οδήγησε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Τα έπιπλα στους πλατιούς διαδρόμους ήταν λιγοστά, γεμάτα καμπύλες γραμμές. Εδώ κι εκεί στους τοίχους κρέμονταν ταπισερί, αλλού είχε χωρίσματα που δίπλωναν, κι όλα είχαν ζωγραφισμένα λίγα πουλιά σε κλαδιά, ή ένα-δυο λουλούδια. Ένα ποτάμι κυλούσε σ’ ένα χώρισμα, αλλά πέρα από τα κυματιστά νερά και δυο στενές όχθες, δεν υπήρχε τίποτα άλλο.

Ο Ραντ άκουγε παντού ολόγυρά τους ανθρώπους να σαλεύουν, σανδάλια να γλιστρούν στο πάτωμα, απαλά μουρμουρητά. Δεν είδε κανέναν, αλλά με τη φαντασία του έβλεπε καθαρά κάποιον να βγαίνει στο διάδρομο και να αντικρίζει πέντε ύποπτες φιγούρες με όπλα στα χέρια, και να καλεί συναγερμό.

«Εκεί», ψιθύρισε ο Ματ, δείχνοντας δυο μεγάλες συρόμενες πόρτες μπροστά τους, με μόνη διακόσμηση τα σμιλεμένα χερούλια τους. «Το εγχειρίδιο πάντως είναι εκεί».

Ο Ίνγκταρ κοίταζε τον Χούριν· ο μυριστής άνοιξε τις πόρτες και ο Ίνγκταρ όρμησε μέσα με το σπαθί έτοιμο. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ο Ραντ και οι άλλοι μπήκαν βιαστικά μέσα, και ο Χούριν έκλεισε γρήγορα τις πόρτες πίσω τους.

Ζωγραφισμένα χωρίσματα έκρυβαν τους τοίχους και τις άλλες πόρτες, αν υπήρχαν, και θάμπωναν το φως που έπεφτε από τα παράθυρα, που πρέπει να έβλεπαν την πόλη από ψηλά. Στη μια άκρη του μεγάλου δωματίου στεκόταν ένα ψηλό, στρογγυλό ντουλάπι. Στην άλλη άκρη ήταν ένα τραπεζάκι, και η μόνη πολυθρόνα του δωματίου ήταν γυρισμένη για να βλέπει προς αυτό. Ο Ραντ άκουσε τον Ίνγκταρ να αφήνει μια κοφτή κραυγή, αλλά αυτού απλώς του ήρθε να βγάλει ένα στεναγμό ανακούφισης. Το γυριστό, χρυσό Κέρας του Βαλίρ στεκόταν σ’ ένα στήριγμα στο τραπεζάκι. Από κάτω του σπίθιζε το ρουμπίνι στη λαβή του εγχειριδίου.

Ο Ματ όρμηξε στο τραπεζάκι, αρπάζοντας το Κέρας και το εγχειρίδιο. «Το βρήκαμε», είπε θριαμβευτικά, κουνώντας το εγχειρίδιο. «Τα έχουμε και τα δύο».

«Μη φωνάζεις», είπε ο Πέριν μορφάζοντας. «Ακόμα δεν τα βγάλαμε από δω». Τα δάκτυλά του ανοιγόκλειναν στη λαβή του πέλεκυ· έμοιαζαν σαν να προτιμούσαν να κρατούσαν κάτι άλλο.

«Το Κέρας του Βαλίρ». Υπήρχε μεγάλο δέος στη φωνή του Ίνγκταρ. Άγγιξε διστακτικά το Κέρας, διατρέχοντας με το δάχτυλό του την ασημένια γραφή που ήταν χαραγμένη γύρω από το άνοιγμα, μεταφράζοντάς την με τα χείλη του να σαλεύουν σιωπηλά, και ύστερα τράβηξε το χέρι μ’ ένα ρίγος έξαψης. «Αυτό είναι. Μα το Φως, αυτό είναι! Σώθηκα».

Ο Χούριν μετακινούσε τα χωρίσματα που έκρυβαν τα παράθυρα. Παραμέρισε και το τελευταίο και κοίταζε στο δρόμο από κάτω. «Οι στρατιώτες είναι ακόμα εκεί, λες και ρίζωσαν». Ανατρίχιασε. «Κι εκείνα τα... πλάσματα».

Ο Ραντ τον πλησίασε. Τα δυο θηρία ήταν γκρολμ· δεν μπορούσε να το αρνηθεί άλλο. «Πως τα...» Καθώς έπαιρνε το βλέμμα από το δρόμο, τα λόγια ξεψύχησαν στο στόμα του. Κοίταζε πέρα από έναν τοίχο, τον κήπο ενός από τα μεγάλα σπίτια στην άλλη μεριά του δρόμου. Μπορούσε να δει τα σημάδια από άλλους τοίχους που είχαν γκρεμιστεί, ενώνοντάς τον με τους διπλανούς κήπους. Εκεί υπήρχαν γυναίκες, οι οποίες κάθονταν σε πάγκους ή έκαναν βόλτες στα δρομάκια, πάντα ζευγαρωτά. Γυναίκες συνδεμένες με ασημένια λουριά, από λαιμό σε καρπό. Μια από τις γυναίκες που φορούσε κολάρο στο λαιμό σήκωσε το βλέμμα. Ήταν αρκετά μακριά και δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της καθαρά, αλλά οι ματιές τους αντάμωσαν και ο Ραντ κατάλαβε ποια ήταν. Το πρόσωπό του άσπρισε. «Η Εγκουέν», είπε απαλά.

«Τι λες τώρα;» είπε ο Ματ. «Η Εγκουέν είναι σώα και ασφαλής στην Ταρ Βάλον. Μακάρι να ’μουν κι εγώ εκεί».

«Εδώ είναι», είπε ο Ραντ. Οι δύο γυναίκες γυρνούσαν, και κατευθύνονταν προς ένα από τα κτίρια στην άλλη πλευρά των ενωμένων κήπων. «Είναι εκεί, πέρα από το δρόμο απέναντι. Αχ, Φως μου, φοράει κολάρο!»

«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Πέριν. Ήρθε να κοιτάξει κι αυτός από το παράθυρο. «Δεν τη βλέπω, Ραντ. Και — και θα την αναγνώριζα, ακόμα και από τόσο μακριά».

«Είμαι σίγουρος», είπε ο Ραντ. Οι δυο γυναίκες μπήκαν σ’ ένα από τα σπίτια που είχαν πρόσοψη στον παραδίπλα δρόμο. Το στομάχι του είχε γίνει κόμπος. Μα ήταν μακριά από κάθε κίνδυνο. Κανονικά έπρεπε να είναι στην Ταρ Βάλον. «Πρέπει να τη βγάλω από κει. Εσείς θα—»

«Έτσι λοιπόν!» Η συρτή φωνή ήταν απαλή, σαν τον ήχο από τις πόρτες που γλιστρούσαν στο πάτωμα. «Δεν είστε αυτό που περίμενα».

Για μια σύντομη στιγμή, ο Ραντ στάθηκε, κοιτάζοντάς τον. Ο ψηλός άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι που είχε μπει στο δωμάτιο φορούσε μια μακριά, γαλάζια ρόμπα, που κρεμόταν πίσω του, και τα νύχια του ήταν τόσο μακριά, που ο Ραντ αναρωτήθηκε αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Οι δυο άνδρες, οι οποίοι στεκόταν πειθήνιοι πίσω του, είχαν μόνο το μισό κεφάλι ξυρισμένο, ενώ τα υπόλοιπα μαλλιά σχημάτιζαν μελαχρινή κοτσίδα, που έπεφτε στο δεξί τους μάγουλο. Ο ένας από τους δύο κρατούσε αγκαλιά ένα θηκαρωμένο σπαθί.

Είδε ότι πρόλαβε να δει μέσα σε κείνη τη στιγμή, και ύστερα τα χωρίσματα έπεσαν, φανερώνοντας, σε αντικριστούς τοίχους του δωματίου, πόρτες, όπου στέκονταν τέσσερις ή πέντε Σωντσάν στρατιώτες, δίχως κράνη, αλλά αρματωμένοι, με τα σπαθιά στα χέρια.

«Βρίσκεστε ενώπιον του Υψηλού Άρχοντα Τούρακ», άρχισε να λέει εκείνος που κουβαλούσε το σπαθί, κοιτάζοντας αγριεμένα τον Ραντ και τους άλλους, αλλά μια φευγαλέα κίνηση ενός μακριού νυχιού με γαλάζιο βερνίκι τον έκανε να σωπάσει. Ο άλλος υπηρέτης προχώρησε μπροστά με μια υπόκλιση και άρχισε να βγάζει τη ρόμπα του Τούρακ.

«Όταν βρέθηκε νεκρός ένας από τους φρουρούς μου», είπε γαλήνια ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι, «υποψιάστηκα τον άνδρα που αυτοαποκαλείται Φάιν. Τον έβλεπα με καχυποψία από τότε που ο Χούαν πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες, και ανέκαθεν ήθελε το Εγχειρίδιο». Άπλωσε τα χέρια, για να του βγάλει ο υπηρέτης τη ρόμπα. Παρά την απαλή, σχεδόν τραγουδιστή φωνή του, σκληροί μύες φούσκωναν στα μπράτσα και στο άτριχο στήθος του, που ήταν γυμνό· ένα φαρδύ γαλάζιο ζωνάρι συγκρατούσε το φαρδύ, λευκό παντελόνι του, που έμοιαζε να αποτελείται από εκατοντάδες πτυχές. Φαινόταν αφηρημένος, και έδειχνε να αδιαφορεί για τις λεπίδες που κρατούσαν. «Και τώρα βρίσκω ξένους, που κρατούν όχι μόνο το εγχειρίδιο, αλλά και το Κέρας. Θα νιώσω ευχαρίστηση, σκοτώνοντας έναν-δυο από σας αυτό το πρωί. Όσοι επιζήσουν θα μου πουν ποιοι είστε και τι θέλατε». Άπλωσε το χέρι του χωρίς να κοιτάξει —ο άνδρας με το θηκαρωμένο σπαθί του έδωσε τη λαβή στο χέρι— και τράβηξε τη βαριά, κυρτή λεπίδα. «Δεν θα ’θελα να πάθει τίποτα το Κέρας».

Ο Τούρακ δεν έκανε κανένα νόημα, αλλά ένας στρατιώτης διέσχισε το δωμάτιο και άπλωσε το χέρι για να του δώσουν το Κέρας. Ο Ραντ δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή όχι. Ο στρατιώτης φορούσε πανοπλία, αλλά το αλαζονικό πρόσωπό του έδειχνε εξίσου αδιάφορο για τα όπλα τους όσο και του Τούρακ.

Ο Ματ έδωσε τέλος σ’ αυτά. Καθώς ο Σωντσάν άπλωνε το χέρι του, ο Ματ το έκοψε με το εγχειρίδιο. Με μια βρισιά, ο στρατιώτης πήδηξε πίσω, δείχνοντας ξαφνιασμένος. Και μετά ούρλιαξε. Το δωμάτιο πάγωσε, όλοι στάθηκαν κοιτάζοντας έκπληκτοι. Το τρεμάμενο χέρι που ύψωσε μπροστά στα μάτια του γινόταν μαύρο, και η μαυρίλα σερνόταν προς τα πάνω από τη ματωμένη χαρακιά στην παλάμη του. Άνοιξε διάπλατα το στόμα και τσίριζε, σφίγγοντας το χέρι του, τον ώμο του. Κλωτσώντας, τρέμοντας με σπασμούς, έπεσε στο πάτωμα, σπαρταρώντας στο μεταξωτό χαλί, ουρλιάζοντας, καθώς το πρόσωπό του μαύριζε και τα μαύρα μάτια του φούσκωναν σαν ώριμα δαμάσκηνα, ώσπου η σκούρα, πρησμένη γλώσσα του έφραξε το στόμα. Συσπάστηκε καθώς πνιγόταν, οι φτέρνες του χτύπησαν το πάτωμα, και έπαψε να σαλεύει. Η σάρκα του, που ξεπρόβαλλε από την αρματωσιά, ήταν μαύρη σαν δύσοσμη πίσσα και έμοιαζε έτοιμη να σκάσει μ’ ένα άγγιγμα.

Ο Ματ έγλειψε τα χείλη και ξεροκατάπιε· το χέρι του έπαιξε ανήσυχα πάνω στο εγχειρίδιο. Ακόμα και ο Τούρακ κοίταζε με ανοιχτό το στόμα.

«Βλέπεις», είπε ο Ίνγκταρ με απαλή φωνή, «δεν είμαστε εύκολη λεία». Πήδηξε ξαφνικά πάνω από το πτώμα, προς τους στρατιώτες, που ακόμα κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια αυτό που είχε μείνει από τον άνθρωπο, ο οποίος στεκόταν στο πλευρό τους πριν λίγες μόνο στιγμές. «Σινόβα!» φώναξε. «Ακολουθήστε με!» Ο Χούριν όρμηξε στο κατόπι του, και οι στρατιώτες υποχώρησαν μπροστά τους, ενώ ηχούσε η κλαγγή των σπαθιών.

Οι Σωντσάν στην άλλη πόρτα έκαναν να πάνε μπροστά, καθώς ο Ίνγκταρ προχωρούσε, αλλά μετά οπισθοχώρησαν κι αυτοί, μάλλον από το εγχειρίδιο που κράδαινε ο Ματ παρά από τον πέλεκυ που ανέμιζε ο Πέριν με μια λυσσασμένη, βουβή έκφραση.

Μέσα σε μερικές στιγμές, ο Ραντ βρέθηκε μόνος αντίκρυ στον Τούρακ, ο οποίος κρατούσε τη λεπίδα όρθια μπροστά του. Η στιγμή της έκπληξης είχε περάσει. Είχε στυλώσει το βλέμμα στον Ραντ· το μαυρισμένο και πρησμένο σώμα του στρατιώτη του ήταν σαν να μην υπήρχε. Ούτε και για τους δύο υπηρέτες έμοιαζε να υπάρχει, όπως δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε ο Ραντ και το σπαθί του, ούτε οι ήχοι μάχης, που έμοιαζαν να σβήνουν στα γειτονικά δωμάτια. Οι υπηρέτες είχαν αρχίσει να διπλώνουν ατάραχοι τη ρόμπα του Υψηλού Άρχοντα αμέσως μόλις ο Τούρακ είχε πάρει το σπαθί του, και δεν είχαν σηκώσει το βλέμμα ούτε με τα ουρλιαχτά του νεκρού στρατιώτη· τώρα είχαν γονατίσει δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσαν με απαθή βλέμματα.

«Υποψιαζόμουν πως θα καταλήγαμε οι δυο μας». Ο Τούρακ στριφογύρισε με άνεση τη λεπίδα του, πρώτα έναν πλήρη κύκλο απ’ αυτή τη μεριά, έπειτα έναν από την άλλη, ενώ τα δάχτυλά του με τα μακριά νύχια κινούνταν με επιδέξιες κινήσεις στη λαβή. Τα νύχια του δεν έμοιαζαν να τον εμποδίζουν καθόλου. «Είσαι μικρός. Για να δούμε τι χρειάζεται για να κερδίσει κανείς τον ερωδιό σ’ αυτή την πλευρά του ωκεανού».

Ξαφνικά, ο Ραντ το είδε. Ένας ψηλός ερωδιός υπήρχε στη λεπίδα του Τούρακ. Με τη λίγη εκπαίδευση που είχε, βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν πραγματικό αρχιξιφομάχο. Πέταξε βιαστικά στο πλάι το μανδύα με την επένδυση από προβιά, για να απαλλαγεί από το βάρος και την ενόχληση. Ο Τούρακ τον περίμενε.

Ο Ραντ ήθελε απελπισμένα να αναζητήσει το κενό. Ήταν φανερό ότι θα χρειαζόταν κάθε πλεονέκτημα που μπορούσε να βρει, αλλά ακόμα κι έτσι θα είχε ελάχιστες πιθανότητες να βγει ζωντανός από το δωμάτιο. Κι έπρεπε να φύγει ζωντανός. Η Εγκουέν ήταν τόσο κοντά, που σχεδόν θα τον άκουγε αν φώναζε, κι έπρεπε να βρει τρόπο να την ελευθερώσει. Αλλά στο κενό περίμενε το σαϊντίν. Η σκέψη έκανε την καρδιά του να χτυπήσει με λαχτάρα, και ταυτόχρονα το στομάχι του να νιώσει αναγούλα. Αλλά εξίσου κοντά ήταν και εκείνες οι γυναίκες. Οι νταμέην. Αν άγγιζε το σαϊντίν, αν ενέδιδε και διαβίβαζε, θα το καταλάβαιναν, έτσι του είχε πει η Βέριν. Θα το καταλάβαιναν και θα αναρωτιόντουσαν. Τόσες πολλές, τόσο κοντά. Ίσως να έβγαινε ζωντανός από την αναμέτρηση με τον Τούρακ μόνο και μόνο για να τον σκοτώσουν οι νταμέην, και δεν μπορούσε να πεθάνει πριν ελευθερώσει την Εγκουέν. Ο Ραντ ύψωσε τη λεπίδα του.

Ο Τούρακ γλίστρησε προς το μέρος του με σιωπηλά βήματα. Η λεπίδα χτύπησε λεπίδα σαν σφυρί σε αμόνι.

Από την αρχή, ο Ραντ είδε καθαρά ότι ο Τούρακ τον δοκίμαζε, τον πίεζε λιγάκι, για να δει τι μπορούσε να κάνει, και μετά πίεζε λίγο πιο σκληρά, και μετά ακόμα περισσότερο. Βγήκε ζωντανός χάρη στη γρηγοράδα των καρπών και των ποδιών του, όχι μόνο χάρη στη δεξιοτεχνία του. Χωρίς το κενό, ήταν πάντα μια στιγμή πιο αργός από τον Τούρακ. Η μύτη του βαριού σπαθιού του Τούρακ είχε ανοίξει μια αμυχή, που έτσουζε κάτω από το αριστερό του μάτι. Ένα κομμάτι σχισμένο ύφασμα του πανωφοριού του κρεμόταν από τον ώμο του, υγρό και σκούρο. Κάτω από μια καθαρή χαρακιά, που είχε ανοίξει στη δεξιά πλευρά του με ακρίβεια ράφτη, ένιωθε ένα ζεστό υγρό να απλώνεται.

Ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ φάνηκε απογοητευμένος. Έκανε πίσω με μια χειρονομία αηδίας. «Πού βρήκες τη λεπίδα, μικρέ; Ή μήπως στ’ αλήθεια απονέμουν τον ερωδιό σε ανθρώπους σαν και σένα, δίχως ικανότητες; Δεν έχει σημασία. Συμφιλιώσου με το θάνατο που έρχεται». Πλησίασε πάλι τον Ραντ.

Το κενό κύκλωσε τον Ραντ. Το σαϊντίν κύλησε προς το μέρος του, λάμποντας με την υπόσχεση της Μίας Δύναμης, αλλά αυτός το αγνόησε. Δεν ήταν πιο δύσκολο από το να αγνοούσε ένα γυριστό αγκάθι, που εισχωρούσε μέσα στη σάρκα του. Αρνήθηκε να αφήσει τη Μία Δύναμη να τον γεμίσει, αρνήθηκε να γίνει ένα με το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής, Ήταν ένα με το σπαθί στα χέρια του, ένα με το δάπεδο κάτω από τα πόδια του, ένα με τους τοίχους. Ένα μι. τον Τούρακ.

Αναγνώρισε τις στάσεις που χρησιμοποιούσε ο Τούρακ· ήταν κάπως διαφορετικές από αυτές που του είχαν διδάξει, αλλά όχι πολύ. Το Χελιδόνι που Πετά αντάμωσε το Σχίσιμο του Μεταξιού. Το Φεγγάρι στα Νερά συνάντησε τον Αγριόγαλλο του Δάσους που Χορεύει. Η Κορδέλα στον Αέρα συνάντησε τις Πέτρες που Πέφτουν από το Γκρεμό. Κινούνταν ολόγυρα στο δωμάτιο σαν να χόρευαν, και η μουσική τους ήταν το ατσάλι που χτυπούσε ατσάλι.

Από τα μελαχρινά μάτια του Τούρακ χάθηκαν η απογοήτευση και η αηδία, και τη θέση τους πήρε πρώτα η έκπληξη, μετά η ανησυχία. Ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του Υψηλού Άρχοντα, καθώς πίεζε πιο σκληρά τον Ραντ. Ο Κεραυνός με τα Τρία Παρακλάδια συνάντησε το Φύλλο στην Αύρα.

Οι σκέψεις του Ραντ αιωρούνταν έξω από το κενό, ξέχωρες από τον ίδιο, σχεδόν απαρατήρητες. Δεν αρκούσε αυτό. Αντιμετώπιζε έναν αρχιξιφομάχο, και με το κενό και με την τελευταία ρανίδα των ικανοτήτων του μόλις που κατάφερνε να τον αποκρούει. Μόλις. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος, πριν το δώσει ο Τούρακ. Σαϊντίν; Όχι! Μερικές φορές χρειάζεται να Θηκαρώσεις το Σπαθί στην ίδια σου τη σάρκα. Αλλά ούτε κι αυτό θα βοηθούσε την Εγκουέν. Έπρεπε να δώσει τέλος τώρα. Τώρα.

Τα μάτια του Τούρακ πλάτυναν, καθώς ο Ραντ γλιστρούσε προς τα μπρος. Ως τώρα αμυνόταν· τώρα έκανε επίθεση, μ’ όλη του τη δύναμη. Ο Αγριόχοιρος Κατηφορίζει τη Βουνοπλαγιά. Κάδε κίνηση της λεπίδας του ήταν μια απόπειρα να φτάσει στον Υψηλό Άρχοντα· τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Τούρακ ήταν να υποχωρεί και να αμύνεται, σ’ όλο το δωμάτιο, φτάνοντας τέλος στην πόρτα.

Μέσα σε μια στιγμή, ενώ ο Τούρακ ακόμα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τον Αγριόχοιρο, ο Ραντ όρμηξε μπροστά. Το Ποτάμι Σκάβει την Όχθη. Έπεσε στο γόνατο, η λεπίδα έκοψε οριζόντια. Δεν χρειάστηκε την πνιχτή κραυγή του Τούρακ ή την αντίσταση στη λεπίδα του για να το καταλάβει. Άκουσε δυο γδούπους και γύρισε το κεφάλι, ξέροντας τι θα έβλεπε. Κοίταξε κατά μήκος της λεπίδας του, που ήταν υγρή και κόκκινη, προς το σημείο που κειτόταν ο Υψηλός Άρχοντας· το σπαθί είχε κατρακυλήσει από το χαλαρό χέρι του, και ίνας σκούρος, υγρός λεκές απλωνόταν στα πουλιά που ήταν υφασμένα στο χαλί κάτω από το σώμα του. Τα μάτια του Τούρακ ήταν ακόμα ανοιχτά, αλλά τα σκοτείνιαζε ο θάνατος.

Το κενό τραντάχτηκε. Ο Ραντ είχε σταθεί μπροστά σε Τρόλοκ, μπροστά σε Σκιογεννήματα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αντιμετωπίσει άνθρωπο με σπαθί, παρά μόνο για εξάσκηση ή μπλοφάροντας. Μόλις σκότωσα άνθρωπο. Το κενό τραντάχτηκε, και το σαϊντίν προσπάθησε να τον γεμίσει.

Το εγκατέλειψε απεγνωσμένος, ανασαίνοντας βαριά, καθώς κοίταζε γύρω του. Ξαφνιάστηκε, βλέποντας τους δύο υπηρέτες να είναι ακόμα γονατισμένοι δίπλα στην πόρτα. Τους είχε ξεχάσει, και τώρα δεν ήξερε τι να τους κάνει. Δεν έμοιαζαν οπλισμένοι, αλλά το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να βάλουν μια φωνή...

Δεν τον κοίταξαν, δεν κοιτάχτηκαν καν μεταξύ τους. Αντίθετα, ατένισαν σιωπηλά το πτώμα του Υψηλού Άρχοντα. Έβγαλαν εγχειρίδια από τις ρόμπες τους και ο Ραντ έσφιξε το σπαθί του, αλλά ο καθένας τους ακούμπησε τη μύτη του εγχειριδίου του στο στήθος του. «Από τη γέννηση ως το θάνατο», απήγγειλαν εν χορώ, «υπηρετώ το Αίμα». Και τα κάρφωσαν στην καρδιά τους. Δίπλωσαν κι έπεσαν μπροστά, σχεδόν ειρηνικά, με τα κεφάλια στο πάτωμα, σαν να υποκλίνονταν βαθιά στον άρχοντά τους.

Ο Ραντ τους κοίταξε χωρίς να το πιστεύει. Είναι τρέλα, σκέφτηκε. Μπορεί εγώ να τρελαθώ, αλλά αυτοί με πρόλαβαν.

Σηκωνόταν τρέμοντας όρθιος, όταν γύρισαν τρέχοντας ο Ίνγκταρ και οι άλλοι. Όλοι είχαν κοψίματα και αμυχές· το δερμάτινο πανωφόρι του Ίνγκταρ ήταν λεκιασμένο σε αρκετά σημεία. Ο Ματ είχε ακόμα το Κέρας και το εγχειρίδιό του, που η λεπίδα του ήταν πιο σκοτεινή από το ρουμπίνι στη λαβή του. Και ο πέλεκυς του Πέριν είχε κοκκινίσει· ο κατσαρομάλλης έμοιαζε έτοιμος να κάνει εμετό.

«Τους κανόνισες;» είπε ο Ίνγκταρ, κοιτάζοντας τα πτώματα. «Τότε τελειώσαμε, αν δεν σήμαναν συναγερμό. Αυτοί οι ανόητοι ούτε μια φορά δεν φώναξαν βοήθεια».

«Θα δω αν άκουσαν τίποτα οι φρουροί», είπε ο Χούριν, και έτρεξε στο παράθυρο.

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. «Ραντ, αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί. Ξέρω ότι το ξανάπα, αλλά πραγματικά είναι τρελοί. Αυτοί οι υπηρέτες...» Ο Ραντ κράτησε την ανάσα του, καθώς αναρωτιόταν αν είχαν αυτοκτονήσει όλοι. Ο Ματ είπε, «Όπου μας έβλεπαν να πολεμάμε, έπεφταν στα γόνατα, ακουμπούσαν το πρόσωπο στο πάτωμα, και έκρυβαν το κεφάλι με τα χέρια. Ούτε σάλευαν, ούτε φώναζαν· δεν προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους στρατιώτες, ούτε να σημάνουν συναγερμό. Φαντάζομαι ότι είναι ακόμα εκεί».

«Δεν θα βασιζόμουν ότι θα μείνουν γονατιστοί για πάντα», είπε ξερά ο Ίνγκταρ. «Φεύγουμε τώρα, όσο πιο γρήγορα μπορούμε».

«Εσείς πηγαίνετε», είπε ο Ραντ. «Η Εγκουέν—»

«Ανόητε!» τον έκοψε ο Ίνγκταρ. «Βρήκαμε αυτό που ψάχναμε. Το Κέρας του Βαλίρ. Την ελπίδα της σωτηρίας. Τι σημασία μπορεί να έχει μια κοπέλα, ακόμα κι αν την αγαπάς, μπροστά στο Κέρας και όσα αυτό σημαίνει;»

«Δεν με νοιάζει ακόμα κι αν ο Σκοτεινός αποκτήσει το Κέρας! Τι σημασία έχει το Κέρας, αν εγκαταλείψω την Εγκουέν σε τέτοιο μέρος; Αν το έκανα, το Κέρας δεν θα μπορούσε να με σώσει. Ο Δημιουργός δεν θα μπορούσε να με σώσει. Εγώ θα καταριόμουν τον εαυτό μου».

Ο Ίνγκταρ τον κοίταξε ανέκφραστα. «Εννοείς ακριβώς αυτό που λες, ε;»

«Κάτι συμβαίνει εκεί», είπε βιαστικά ο Χούριν. «Κάποιος ανέβηκε τρέχοντας μόλις τώρα, και όλοι πηγαινοέρχονται σαν ψάρια σε κουβά. Περίμενε. Ο αξιωματικός μπαίνει μέσα!»

«Πάμε!» είπε ο Ίνγκταρ. Προσπάθησε να πάρει το Κέρας, αλλά ο Ματ το είχε βάλει κιόλας στα πόδια. Ο Ραντ κοντοστάθηκε, αλλά ο Ίνγκταρ τον άρπαζε από το μπράτσο και τον έσυρε στον προθάλαμο. Οι άλλοι έτρεχαν πίσω από τον Ματ· ο Πέριν απλώς κοίταξε τον Ραντ με πόνο πριν φύγει. «Αν μείνεις και πεθάνεις εδώ, δεν θα μπορέσεις να σώσεις την κοπέλα!»

Έτρεξε μαζί τους. Ένα μέρος του τον μισούσε που το είχε βάλει στα πόδια, αλλά ένα άλλο μέρος ψιθύριζε, Θα ξανάρθω. Θα βρω τρόπο να την ελευθερώσω.

Όταν έφτασαν στη βάση της στενής, στριφογυριστής σκάλας, άκουσε μια βαθιά ανδρική φωνή να υψώνεται στη μπροστινή πλευρά του σπιτιού, ζητώντας θυμωμένα να σηκωθεί κάποιος και να μιλήσει. Μια νεαρή υπηρέτρια, που φορούσε σχεδόν διαφανή ρόμπα, γονάτιζε στη βάση των σκαλιών, και μια γκριζομάλλα γυναίκα με λευκά μάλλινα ρούχα και μακριά ποδιά γεμάτη αλεύρι γονάτιζε πλάι στην πόρτα της κουζίνας. Ήταν και οι δύο όπως στην περιγραφή του Ματ, με τα πρόσωπα στο πάτωμα και τα χέρια κουλουριασμένα γύρω από τα κεφάλια, και δεν σάλεψαν καθόλου, καθώς ο Ραντ και οι άλλοι περνούσαν βιαστικά. Ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι ανάπνεαν.

Διέσχισαν τρεχάλα τον κήπο και πήδηξαν γρήγορα τον τοίχο. Ο Ίνγκταρ έβρισε, όταν ο Ματ πέταξε το Κέρας του Βαλίρ μπροστά του και προσπάθησε να του το πάρει, όταν πήδηξε και ο ίδιος από τον τοίχο, αλλά ο Ματ το άρπαξε, λέγοντας βιαστικά, «Δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά,» και έτρεξαν στο στενάκι.

Κι άλλες κραυγές ακούστηκαν από το σπίτι που μόλις είχαν φύγει· μια γυναίκα τσίριξε, και κάποιος άρχισε να χτυπά ένα γκονγκ.

Θα ξανάρθω γι’ αυτήν. Θα βρω τρόπο. Ο Ραντ έτρεξε πίσω από τους άλλους όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Загрузка...