44 Πέντε Πηγαίνουν Καλπάζοντας

Ο Πέριν κοίταζε επιφυλακτικά τους χωρικούς, σιάζοντας με αμηχανία τον υπερβολικά κοντό μανδύα του, ο οποίος ήταν στολισμένος με κεντήματα στο στήθος και είχε μερικές τρύπες που δεν ήταν καν μπαλωμένες· αλλά κανείς δεν του έριζε δεύτερη ματιά, παρά τα αταίριαστα ρούχα του και τον πέλεκυ στο γοφό του. Ο Χούριν κάτω από το μανδύα του φορούσε πανωφόρι με γαλάζιες σπείρες στο στήθος, και ο Ματ φαρδύ παντελόνι, με μπατζάκια που μαζεύονταν άτσαλα πριν χωθούν στις μπότες του. Ήταν τα μόνα ρούχα που τους έκαναν από κείνα που είχαν βρει στο εγκαταλειμμένο χωριό. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν κι αυτό θα ερήμωνε σύντομα. Τα μισά πέτρινα σπίτια ήταν άδεια, και μπροστά στο πανδοχείο, λίγο πιο πέρα στο χωματόδρομο, στέκονταν τρεις βοϊδάμαξες με τις οικογένειες ολόγυρά τους· ήταν βαρυφορτωμένες με πράγματα που σχημάτιζαν σωρούς και τις σκέπαζαν μουσαμάδες δεμένοι με σχοινιά.

Καθώς τους έβλεπε συγκεντρωμένους εκεί να αποχαιρετούν εκείνους που έμεναν, τουλάχιστον προς το παρόν, ο Πέριν αποφάσισε ότι δεν ήταν αδιαφορία αυτό που έδειχναν οι χωρικοί για τους ταξιδιώτες· με μεγάλη προσοχή απέφευγαν να κοιτάξουν και τον ίδιο και τους άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μάθει να μην δείχνουν περιέργεια για ξένους, ακόμα και ξένους που προφανώς δεν ήταν Σωντσάν. Αυτή την εποχή, οι ξένοι στο Τόμαν Χεντ ίσως ήταν επικίνδυνοι. Είχαν συναντήσει την ίδια μελετημένη αδιαφορία και σε άλλα χωριά. Εδώ υπήρχαν περισσότερα χωριά σε απόσταση μερικών λευγών από τη θάλασσα, και το καθένα ήταν ανεξάρτητο. Ή τουλάχιστον αυτό ίσχυε πριν έρθουν οι Σωντσάν.

«Λέω ότι είναι ώρα να πάμε και να πάρουμε τα άλογα», είπε ο Ματ, «πριν τους έρθει να αρχίσουν τις ερωτήσεις. Κάποια στιγμή θα το κάνουν κι αυτό».

Ο Χούριν κοίταζε ένα μεγάλο, μαυρισμένο κύκλο στο έδαφος, που σημάδευε το ξεραμένο γρασίδι του κοινού λιβαδιού. Φαινόταν φθαρμένο από τον καιρό, αλλά κανείς δεν είχε προσπαθήσει να το καθαρίσει. «Κοντά στους έξι με οκτώ μήνες πριν», μουρμούρισε, «και ακόμα βρωμά. Ολόκληρο το Συμβούλιο του Χωριού, με τις οικογένειες των μελών του. Γιατί να κάνουν τέτοιο πράγμα;»

«Ποιος ξέρει γιατί κάνουν αυτά που κάνουν;» μουρμούρισε ο Ματ. «Οι Σωντσάν δεν φαίνεται να θέλουν λόγο για να σκοτώσουν. Εγώ τουλάχιστον δεν βρίσκω κανέναν».

Ο Πέριν προσπάθησε να μην κοιτάζει το μαυρισμένο σημείο. «Χούριν, είσαι σίγουρος για τον Φάιν; Χούριν;» Από τη στιγμή που είχαν μπει στο χωριό, δύσκολα έκαναν τον Χούριν να κοιτάξει κάτι «Χούριν!»

«Τι; Α. Ο Φάιν. Ναι». Τα ρουθούνια του ανοιγόκλεισαν, κι αμέσως σούφρωσε τη μύτη. «Δεν γελιέμαι, ακόμα κι αν είναι τόσο παλιά. Μπροστά του οι Μυρντράαλ μυρίζουν σαν τριαντάφυλλο. Σίγουρα πέρασε από δω, αλλά νομίζω ότι ήταν μόνος. Πάντως δεν είχε Τρόλοκ μαζί, και, αν υπήρχαν Σκοτεινόφιλοι, δεν είχαν κάνει τίποτα βρώμικο τελευταία».

Μπροστά στο πανδοχείο φάνηκε κάποια αναστάτωση, κάποια νοήματα και φωνές. Όχι για τον Πέριν και τους άλλους δύο, αλλά για κάτι που ήταν στους χαμηλούς λόφους ανατολικά του χωριού, το ο ποίο ο Πέριν δεν μπορούσε να δει.

«Μπορούμε να πάρουμε τα άλογα τώρα;» είπε ο Ματ. «Μπορεί να ’ναι Σωντσάν αυτοί που έρχονται».

Ο Πέριν ένευσε, και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος που είχαν δέσει τα άλογά τους, πίσω από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Ενώ ο Ματ και ο Χούριν χάνονταν στη γωνία, ο Πέριν κοίταξε πίσω προς το πανδοχείο και σταμάτησε έκπληκτος. Τα Τέκνα του Φωτός έμπαιναν στην πόλη, μια μεγάλη φάλαγγα.

Όρμηξε στο κατόπι των άλλων. «Λευκομανδίτες!»

Έχασαν μόνο μια στιγμή, κοιτάζοντας τον με δυσπιστία, και μετά σκαρφάλωσαν αμέσως στις σέλες τους. Προσέχοντας να κρύβονται πίσω από σπίτια, βγήκαν από το χωριό με κατεύθυνση προς τα δυτικά, παρακολουθώντας πάνω από τους ώμους τους, μήπως υπήρχαν σημάδια καταδίωξης. Ο Ίνγκταρ τους είχε πει να αποφεύγουν κάθε τι που μπορούσε να τους καθυστερήσει, και μια ανάκριση από τους Λευκομανδίτες ήταν σίγουρο ότι θα τους καθυστερούσε, ακόμα κι αν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις στους Λευκομανδίτες. Ο Πέριν παρακολουθούσε ακόμα πιο προσεκτικά από τους άλλους δύο· είχε δικούς του λόγους να μην θέλει να συναντήσει Λευκομανδίτες. Ο πέλεκυς στα χέρια μου. Φως μου, και τι δεν θα ’δινα για το αλλάξω αυτό.

Οι λόφοι με τα αραιά δένδρα δεν άργησαν να κρύψουν το χωριό, και ο Πέριν άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως τελικά να μην τους κυνηγούσαν. Τράβηξε τα χαλινάρια και έκανε νόημα στους άλλους να σταματήσουν. Όταν σταμάτησαν, κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά, στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Η ακοή του ήταν οξύτερη απ’ όσο παλιά, αλλά δεν άκουσε οπλές και ποδοβολητά.

Άπλωσε απρόθυμα με το μυαλό του, ψάχνοντας για λύκους. Τους βρήκε σχεδόν αμέσως, μια μικρή αγέλη, που ξάπλωνε για να ξεκουραστεί στο τέλος της ημέρας, στους λόφους πάνω από το χωριό, το οποίο μόλις είχαν αφήσει ο Πέριν και στ’ άλλοι. Ακολούθησαν στιγμές έκπληξης τόσο μεγάλης, που του φαινόταν πως την ένιωθε ο ίδιος· αυτοί οι λύκοι είχαν ακούσει φήμες, αλλά δεν είχαν πιστέψει ότι υπήρχαν δίποδοι που μπορούσαν να μιλήσουν στο είδος τους. Ίδρωνε όση ώρα χρειάστηκε για να συστηθεί κανονικά —στους λύκους άρεσε η τυπικότητα, όταν συναντούσαν για πρώτη φορά κάποιον— όμως τελικά κατάφερε να κάνει την ερώτηση. Δεν τους ενδιέφεραν καθόλου οι δίποδοι που δεν μπορούσαν να μιλήσουν μαζί τους, αλλά στο τέλος κατέβηκαν για να ρίξουν μια ματιά, αθέατοι για τα θαμπά βλέμματα των δίποδων.

Μετά από ώρα, άρχισαν να του έρχονται εικόνες από αυτά που έβλεπαν οι λύκοι. Άνδρες με λευκούς μανδύες είχαν γεμίσει το χωριό, τριγυρνούσαν με τα άλογα ανάμεσα στα σπίτια, έκαναν κύκλους γύρω από το χωριό, αλλά δεν έφευγαν. Ούτε και προς τα δυτικά. Οι λύκοι είπαν ότι το μόνο που μύριζαν να πηγαίνει στα δυτικά ήταν ο ίδιος και δύο άλλοι δίποδοι, μαζί με τρεις από τους ψηλούς με τα σκληρά πόδια.

Ο Πέριν διέκοψε με ευγνωμοσύνη την επαφή με τους λύκους. Κατάλαβε ότι ο Χούριν και ο Ματ τον κοίταζαν.

«Δεν μας ακολουθούν», είπε.

«Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος;» ζήτησε να μάθει ο Ματ.

«Είμαι!» φώναξε απότομα, και μετά, πιο μαλακά, «Απλώς είμαι σίγουρος».

Ο Ματ άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε, και τελικά είπε, «Ε, αν δεν έρχονται πίσω μας, λέω να γυρίσουμε στον Ίνγκταρ και να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Φάιν. Το εγχειρίδιο δεν θα μας πέσει στα χέρια, αν κάτσουμε εδώ πέρα».

«Δεν μπορούμε να ξαναβρούμε τα ίχνη τόσο κοντά στο χωριό», είπε ο Χούριν. «Ρισκάρουμε να πέσουμε πάνω στους Λευκομανδίτες. Νομίζω πως αυτό δεν θα άρεσε στον Άρχοντα Ίνγκταρ, ούτε και στη Βέριν Σεντάι».

Ο Πέριν ένευσε. «Ούτως ή άλλως θα το βρούμε σε μερικά μίλια. Αλλά να έχετε το νου σας. Δεν είμαστε πολύ μακριά από το Φάλμε. Τι να το κάνουμε που ξεφύγαμε από τους Λευκομανδίτες, άμα πέσουμε σε περίπολο των Σωντσάν».

Καθώς ξανάπαιρναν το δρόμο, αναρωτήθηκε τι να ήθελαν εκεί οι Λευκομανδίτες.


Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ κοίταξε το δρόμο του χωριού από τη σέλα του, καθώς η λεγεώνα απλωνόταν στο χωριό και το περικύκλωνε. Κάτι στον άνδρα με τις φαρδιές πλάτες που είχε χαθεί, κάτι που του κέντριζε τη μνήμη. Ναι, φυσικά. Το παλικάρι που ισχυριζόταν ότι ήταν σιδεράς. Πώς τον έλεγαν;

Ο Μπάυαρ στάθηκε μπροστά του, με το χέρι στην καρδιά. «Το χωριό είναι ασφαλές, Άρχοντα Ταξιάρχη μου».

Οι χωρικοί με τα βαριά παλτά από προβιά συνωστίζονταν ανήσυχοι, καθώς οι στρατιώτες με τους λευκούς μανδύες τους μάζευαν όλους κοντά στις παραφορτωμένες άμαξες μπροστά στο πανδοχείο. Τα παιδιά έκλαιγαν και κρέμονταν από το φουστάνι της μητέρας τους, αλλά κανένας δεν φαινόταν να αντιδρά. Οι ενήλικες κοίταζαν με μουντά βλέμματα, περιμένοντας παθητικά να γίνει ό,τι θα γινόταν. Ο Μπόρνχαλντ ήταν ευγνώμων τουλάχιστον γι’ αυτό. Δεν είχε την παραμικρή διάθεση να χρησιμοποιήσει κάποιον για παραδειγματισμό, και δεν ήθελε καθόλου να χάσει χρόνο.

Ξεπέζεψε και έριξε τα χαλινάρια σ’ ένα Τέκνο. «Φρόνησε να φάνε οι άνδρες, Μπάυαρ. Βάλε τους αιχμαλώτους στο πανδοχείο μ’ όσο φαγητό και νερό μπορούν να κουβαλήσουν, και μετά κάρφωσε πόρτες και παντζούρια. Κάνε τους να πιστέψουν ότι θα αφήσω μερικούς άνδρες για σκοπούς, εντάξει;»

Ο Μπάυαρ άγγιξε πάλι την καρδιά του και έστριψε το άλογό του για να δώσει τις διαταγές. Ξανάρχισαν να σπρώχνουν τους χωρικούς, τώρα στο πανδοχείο με την ίσια στέγη, ενώ άλλα Τέκνα έκαναν τα σπίτια άνω-κάτω για να βρουν σφυριά και καρφιά.

Καθώς ο Μπόρνχαλντ έβλεπε τα βλοσυρά πρόσωπα που περνούσαν μπροστά του, σκέφτηκε ότι θα έκαναν δύο-τρεις μέρες μέχρι να βρει κάποιος το κουράγιο για να βγει από το πανδοχείο και να βρει ότι δεν υπήρχαν φρουροί. Μονάχα δυο-τρεις μέρες χρειαζόταν, αλλά δεν ρίσκαρε να αποκαλύψει στους Σωντσάν την παρουσία του.

Αφήνοντας πίσω του αρκετούς άνδρες για να νομίζουν οι Ιεροεξεταστές ότι ολόκληρη η λεγεώνα του ήταν ακόμα σκορπισμένη στην Πεδιάδα Άλμοθ, είχε φέρει μαζί του πάνω από χίλια Τέκνα, διασχίζοντας ολόκληρο σχεδόν το Τόμαν Χεντ, χωρίς να προκαλέσει κανέναν συναγερμό, απ’ όσο ήξερε. Οι τρεις αψιμαχίες με τους Σωντσάν είχαν τελειώσει γρήγορα. Οι Σωντσάν είχαν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν κουρελήδες, που είχαν ήδη ηττηθεί· τα Τέκνα του Φωτός ήταν μια θανάσιμη έκπληξη. Αλλά οι Σωντσάν ήξεραν να πολεμούν σαν τις ορδές του Σκοτεινού, και δεν μπορούσε να ξεχάσει τη μία αψιμαχία, που του είχε κοστίσει τις ζωές πενήντα τουλάχιστον ανδρών του. Έπειτα είχε πλησιάσει να κοιτάξει τις δύο γυναίκες, που ήταν τρυπημένες από τα βέλη, και ακόμα δεν ήξερε ποια ήταν η Άες Σεντάι.

«Μπάυαρ!» Ένας από τους άνδρες του Μπόρνχαλντ του έδωσε νερό μ’ ένα πήλινο κύπελλο που είχε βρει σε μια άμαξα· κύλησε στο λαρύγγι του σαν πάγος.

Ο άνδρας με το ισχνό πρόσωπο κατέβηκε από τη σέλα του. «Ναι, Άρχοντα Ταξιάρχη μου;»

«Όταν συμπλακώ με τον εχθρό, Μπάυαρ», είπε αργά ο Μπόρνχαλντ, «εσύ δεν θα συμμετάσχεις. Θα παρακολουθείς από απόσταση, και θα μεταφέρεις στο γιο μου την είδηση για ό,τι συμβεί».

«Μα, Άρχοντα Ταξιάρχη μου–!»

«Είναι διαταγή, Τέκνο Μπάυαρ!» είπε απότομα. «Θα υπακούσεις, έτσι δεν είναι;»

Ο Μπάυαρ έμεινε με το κορμί άκαμπτο, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά του. «Όπως διατάζεις, Άρχοντα Ταξιάρχη μου».

Ο Μπόρνχαλντ τον κοίταξε εξεταστικά για λίγο. Ο Μπάυαρ θα έκανε ό,τι του έλεγε, αλλά θα ήταν καλύτερα να έχει κι άλλο λόγο, όχι μόνο να πει στον Ντάιν ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός. Όχι ότι δεν είχε πληροφορίες που το Άμαντορ χρειαζόταν επειγόντως. Μετά από κείνη την αψιμαχία με τις Άες Σεντάι — Ήταν η μία, ή και οι δύο; Ήταν τριάντα Σωντσάν στρατιώτες, γεροί πολεμιστές, αλλά οι δύο γυναίκες μου προκάλεσαν τις διπλές απώλειες·— δεν περίμενε ότι θα έφευγε ζωντανός από το Τόμαν Χεντ. Στην απίθανη περίπτωση που θα επιζούσε από τους Σωντσάν, μάλλον θα τον περιλάβαιναν οι Ιεροεξεταστές.

«Όταν βρεις τον γιο μου —πρέπει να είναι μαζί με τον Άρχοντα Ταξιάρχη Ήμον Βάλντα κοντά στην Ταρ Βάλον— και του το πεις, θα πας στο Άμαντορ και θα παρουσιαστείς στον Μέγα Μάγιστρο. Στον Πέντρον Νάιαλ προσωπικά, Τέκνο Μπάυαρ. Θα του πεις τι μάθαμε για τους Σωντσάν· θα σου τα γράψω. Φρόντισε να καταλάβει ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πια ότι οι μάγισσες της Ταρ Βάλον θα αρκούνται να επηρεάζουν τα γεγονότα από τις σκιές. Αν πολεμούν ανοιχτά για τους Σωντσάν, σίγουρα θα τις αντιμετωπίσουμε αλλού». Κοντοστάθηκε. Το τελευταίο ήταν το πιο σημαντικό. Στο Θόλο της Αλήθειας έπρεπε να μάθουν ότι οι Άες Σεντάι, παρά τους όρκους που διατυμπάνιζαν, μπορούσαν να μπουν στο πεδίο της μάχης. Ένιωθε να παγώνουν τα σπλάχνα του στη σκέψη ενός κόσμου όπου οι Άες Σεντάι χειρίζονταν τη Μία Δύναμη στη μάχη· δεν ήταν σίγουρος αν λυπόταν που θα τον άφηνε. Αλλά υπήρχε άλλο ένα μήνυμα που ήθελε να φτάσει στο Άμαντορ. «Και, Μπάυαρ... πες στον Πέντρον Νάιαλ πώς μας χρησιμοποίησαν οι Ιεροεξεταστές».

«Όπως διατάζεις, Άρχοντα Ταξιάρχη μου», είπε ο Μπάυαρ, αλλά ο Μπόρνχαλντ αναστέναζε, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπο του. Ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε, Για τον Μπάυαρ, οι διαταγές ήταν για να τις υπακούει, είτε έρχονταν από τον Άρχοντα Ταξιάρχη, είτε από τους Ιεροεξεταστές, όποιες κι αν ήταν.

«Θα σου το γράψω κι αυτό, για να το δώσεις στον Πέντρον Νάιαλ», είπε. Δεν ήξερε αν θα έβγαινε τίποτα. Του πέρασε μια σκέψη από το νου και, σμίγοντας τα φρύδια, κοίταζε το πανδοχείο, όπου μερικοί άνδρες του κάρφωναν τα παντζούρια και τις πόρτες. «Πέριν», μουρμούρισε. «Έτσι λεγόταν. Πέριν, από τους Δύο Ποταμούς».

«Ο Σκοτεινόφιλος, Άρχοντα Ταξιάρχη μου;»

«Ίσως, Μπάυαρ». Προσωπικά δεν ήταν εντελώς σίγουρος, αλλά δεν μπορεί να ήταν κάτι άλλο ένας άνθρωπος που είχε λύκους να πολεμούν στο πλευρό του. Το σίγουρο ήταν ότι αυτός ο Πέριν είχε σκοτώσει δυο Τέκνα. «Μου φάνηκε πως τον είδα όταν μπαίναμε, αλλά δεν θυμάμαι κάποιον ανάμεσα στους αιχμαλώτους που να μοιάζει με σιδερά».

«Ο σιδεράς τους έφυγε πριν από ένα μήνα, Άρχοντα Ταξιάρχη μου. Κάποιοι ανάμεσά τους παραπονιόνταν ότι θα είχαν φύγει πριν έρθουμε, αν δεν είχαν αναγκαστεί να διορθώσουν μόνοι τους τροχούς στις άμαξές τους. Πιστεύεις ότι ήταν ο Πέριν, Άρχοντα Ταξιάρχη μου;»

«Όποιος κι αν ήταν, είναι απών, σωστά; Και ίσως πει για μας στους Σωντσάν».

«Ένας Σκοτεινόφιλος οπωσδήποτε αυτό θα έκανε, Άρχοντα Ταξιάρχη μου».

Ο Μπόρνχαλντ ήπιε το νερό και πέταξε το κύπελλο στο πλάι. «Οι άνδρες δεν θα φάνε εδώ, Μπάυαρ. Δεν θα αφήσω αυτούς τους Σωντσάν να με πιάσουν στον ύπνο, είτε τους προειδοποιήσει ο Πέριν από τους Δύο Ποταμούς, είτε κάποιος άλλος. Να ιππεύσει η λεγεώνα, Τέκνο Μπάυαρ!»

Ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους, μια πελώρια, φτερωτή μορφή έκανε κύκλους, απαρατήρητη.


Στο ξέφωτο του μικρού δάσους, στην κορυφή του λόφου όπου είχαν στρατοπεδεύσει, ο Ραντ έκανε ασκήσεις με το σπαθί του. Ήθελε να μην σκέφτεται. Είχε ψάξει κι αυτός με τη σειρά του μαζί με τον Χούριν για τα ίχνη του Φάιν· όλοι είχαν την ευκαιρία, κατά δυάδες και τριάδες για να μην προσελκύσουν την προσοχή, και μέχρι στιγμής δεν είχαν βρει τίποτα. Τώρα περίμεναν τον Ματ και τον Πέριν να γυρίσουν με τον μυριστή· έπρεπε να είχαν έρθει πριν ώρες.

Ο Λόιαλ διάβαζε, φυσικά, και δεν μπορούσε να πει κανείς αν το αυτί του τιναζόταν για κάτι στο βιβλίο ή για την αργοπορία της ομάδας ανίχνευσης, αλλά ο Οίνο και οι πιο πολλοί Σιναρανοί στρατιώτες κάθονταν ανήσυχοι, λάδωναν τα σπαθιά τους, ή φύλαγαν σκοπιά στα δέντρα, σαν να περίμεναν ότι, ανά πάσα στιγμή, θα εμφανίζονταν Σωντσάν. Μόνο η Βέριν έδειχνε αδιάφορη. Η Άες Σεντάι καθόταν σε ένα κούτσουρο κοντά στη μικρή φωτιά τους, μουρμουρίζοντας μόνη της και γράφοντας στο χώμα μ’ ένα μακρύ κλαδί· κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι, τα έσβηνε όλα με το πόδι, και ξανάρχιζε από την αρχή. Όλα τα άλογα ήταν σελωμένα και έτοιμα για αναχώρηση, και εκείνα που ανήκαν στους Σιναρανούς ήταν δεμένα, το καθένα σε άλλη λόγχη καρφωμένη στο χώμα.

«Ο Ερωδιός που Βαδίζει στις Καλαμιές», είπε ο Ίνγκταρ. Καθόταν με την πλάτη σ’ ένα δέντρο, περνώντας μια ακονόπετρα πάνω-κάτω στην κόψη του σπαθιού του, και παρακολουθώντας τον Ραντ. «Κακώς ασχολείσαι μ’ αυτή τη στάση. Σε αφήνει εντελώς ακάλυπτο».

Ο Ραντ για μια στιγμή ισορρόπησε στη μύτη του ενός ποδιού, κρατώντας το σπαθί ανάποδα πάνω από το κεφάλι του, και μετά πάτησε με μια ομαλή κίνηση στο άλλο πόδι. «Ο Λαν λέει ότι είναι καλό για να αποκτήσω ισορροπία». Δεν ήταν εύκολο να κρατά την ισορροπία του. Στο κενό του φαινόταν ότι μπορούσε να ισορροπήσει σ’ ένα αγκωνάρι που κατρακυλούσε, αλλά δεν τολμούσε να περιβληθεί το κενό. Το ήθελε τόσο, που δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του.

«Όταν εξασκείσαι συχνά σε κάτι, το χρησιμοποιείς δίχως να το σκεφτείς. Μ’ αυτή τη στάση μπορείς να καρφώσεις το σπαθί σου στον άλλον, αλλά εκείνος θα σε έχει πετύχει στα πλευρά. Στην ουσία τον προκαλείς. Δεν νομίζω ότι μπορώ να δω άνδρα να με αντιμετωπίζει τόσο ακάλυπτος και να μην τον χτυπήσω, έστω και ξέροντας ότι ίσως κάνει κι αυτός το ίδιο».

«Είναι μονάχα για ισορροπία, Ίνγκταρ». Ο Ραντ ταλαντεύτηκε στο ένα πόδι, και αναγκάστηκε να κατεβάσει και το άλλο για να μην πέσει. Βρόντηξε τη λεπίδα στο θηκάρι της και μάζεψε τον γκρίζο μανδύα που είχε για μεταμφίεση. Ήταν ξεφτισμένος στις άκρες και σκωροφαγωμένος, αλλά είχε επένδυση από μαλλί προβάτου και ο αέρας δυνάμωνε κι έφερνε παγωνιά από τα δυτικά. «Μακάρι να ’ρχονταν».

Σαν να ’ταν η ευχή του το σήμα, ο Ούνο μίλησε βιαστικά, χαμηλόφωνα. «Καβαλάρηδες, που να καούν, Άρχοντά μου». Ήχος μέταλλου που σερνόταν ακούστηκε, καθώς τραβούσαν τις λεπίδες τους όσοι δεν τις είχαν ήδη γυμνώσει. Μερικοί όρμηξαν κι ανέβηκαν στις σέλες, αρπάζοντας τις λόγχες τους.

Η ένταση καταλάγιασε, καθώς ο Χούριν έφερνε τους υπόλοιπους στο ξέφωτο με καλπασμό, και δυνάμωσε πάλι όταν μίλησε. «Βρήκαμε τα ίχνη, Άρχοντα Ίνγκταρ».

«Τα ακολουθήσαμε σχεδόν ως το Φάλμε», είπε ο Ματ, καθώς ξεπέζευε. Τα χλωμά μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει, σαν παρωδία υγιούς προσώπου· το δέρμα του ήταν τραβηγμένο πάνω στο κρανίο του. Οι Σιναρανοί μαζεύτηκαν ολόγυρα, ενθουσιασμένοι όσο κι αυτός. «Είναι μόνο ο Φάιν, όμως δεν υπάρχει άλλο μέρος που Θα μπορούσε να πάει. Πρέπει να έχει το εγχειρίδιο».

«Βρήκαμε και Λευκομανδίτες», είπε ο Πέριν, κατεβαίνοντας από τη σέλα. «Εκατοντάδες».

«Λευκομανδίτες;» αναφώνησε ο Ίνγκταρ, σμίγοντας τα φρύδια. «Εδώ; Ε, αν δεν μας ενοχλήσουν, δεν θα τους ενοχλήσουμε. Αν οι Σωντσάν ασχοληθούν μαζί τους, ίσως εμείς βρούμε πιο εύκολα το Κέρας». Το βλέμμα του έπεσε στη Βέριν, η οποία καθόταν δίπλα στη φωτιά. «Ξέρω τι θα μου πεις, ότι έπρεπε να σε ακούσω, Άες Σεντάι. Ο Φάιν πήγε πράγματι στο Φάλμε».

«Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει», είπε συμφιλιωτικά η Βέριν. «Με τους τα’βίρεν, αυτό που συμβαίνει ήταν προορισμένο να συμβεί. Ίσως το Σχήμα απαιτούσε αυτές τις παραπανίσιες μέρες. Το Σχήμα βάζει τα πάντα ακριβώς στη θέση τους, κι όταν προσπαθούμε να το αλλάξουμε, ειδικά όταν υπάρχουν και τα’βίρεν στη μέση, το υφαντό αλλάζει, για να μας ξαναβάλει στο Σχήμα όπως προοριζόμασταν». Έπεσε μια ανήσυχη σιωπή, που δεν φάνηκε να την προσέχει· συνέχισε να σχεδιάζει αμέριμνα με το κλαρί. «Τώρα, όμως, νομίζω ότι πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας. Το Σχήμα μας έφερε επιτέλους στο Φάλμε. Το Κέρας του Βαλίρ έχει μεταφερθεί στο Φάλμε».

Ο Ίνγκταρ κάθισε σταυροπόδι κοντά στη φωτιά απέναντι της. «Όταν λένε πολλοί το ίδιο πράγμα, συνήθως το πιστεύω, και οι ντόπιοι λένε ότι οι Σωντσάν δεν δείχνουν να νοιάζονται για το ποιος πάει και ποιος έρχεται από το Φάλμε. Θα πάω στην πόλη με τον Χούριν και μερικούς άλλους. Όταν ακολουθήσει τα ίχνη του Φάιν ως το Κέρας... ε, τότε θα δούμε τι θα γίνει».

Η Βέριν με το πόδι της έσβησε έναν τροχό που είχε σχεδιάσει στο χώμα. Στη θέση του χάραξε δυο μικρές ευθείες, που ενώνονταν στη μια άκρη. «Ο Ίνγκταρ και ο Χούριν. Και ο Ματ, καθώς μπορεί να αισθανθεί το εγχειρίδιο, αν το πλησιάσει αρκετά κοντά. Θέλεις να πας, έτσι δεν είναι, Ματ;»

Ο Ματ έμοιαζε να είναι σε δίλημμα, όμως ένευσε σπασμωδικά. «Πρέπει, δεν πρέπει; Πρέπει να βρω το εγχειρίδιο».

Μια τρίτη γραμμή σχημάτισε αποτύπωμα πουλιού. Η Βέριν κοίταξε λοξά τον Ραντ.

«Θα πάω», είπε εκείνος. «Γι’ αυτό ήρθα». Ένα παράξενο φως φάνηκε στα μάτια της Άες Σεντάι, ένα βλέμμα κατανόησης, που τον έκανε να ταραχτεί. «Για να βοηθήσω τον Ματ να βρει το εγχειρίδιο», είπε κοφτά, «και τον Ίνγκταρ να βρει το Κέρας». Και τον Φάιν, πρόσθεσε από μέσα του. Πρέπει να βρω τον Φάιν, αν δεν είναι κιόλας πολύ αργά.

Η Βέριν χάραξε και τέταρτη γραμμή, μετατρέποντας το αποτύπωμα του πουλιού σε στραβό αστέρι. «Και ποιος άλλος;» είπε με απαλή φωνή. Κράτησε μετέωρο το κλαρί.

«Εγώ», είπε ο Πέριν μια στιγμή πριν απαντήσει ο Λόιαλ, «Νομίζω πως κι εγώ θα ήθελα να πάω», και ο Ούνο και οι άλλοι Σιναρανοί άρχισαν να φωνάζουν για να συμμετάσχουν κι αυτοί.

«Ο Πέριν μίλησε πρώτος», είπε η Βέριν, σαν να ξεκαθάριζε αυτό την κατάσταση. Πρόσθεσε την πέμπτη γραμμή, και τις έκλεισε όλες μέσα σε κύκλο. Ο Ραντ ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκώνονται· ήταν ο ίδιος τροχός που είχε σβήσει πριν. «Πέντε πηγαίνουν καλπάζοντας», μουρμούρισε η Βέριν.

«Στ’ αλήθεια θα ήθελα να δω το Φάλμε», είπε ο Λόιαλ. «Ποτέ δεν είδα τον Ωκεανό Άρυθ. Εκτός αυτού, μπορώ να κουβαλήσω το κιβώτιο, αν το Κέρας είναι ακόμα εκεί μέσα».

«Καλύτερα να στείλεις κι εμένα μαζί, Άρχοντά μου», είπε ο Ούνο. «Εσύ και ο Άρχοντας Ραντ θα χρειαστείτε ένα σπαθί ακόμα στα νώτα σας, αν πάνε να σας σταματήσουν αυτοί οι καμένοι οι Σωντσάν». Οι υπόλοιποι στρατιώτες συμφώνησαν μαζί του.

«Μην είστε ανόητοι», τους έκοψε η Βέριν. Το βλέμμα της τους έκανε όλους να σιωπήσουν. «Δεν μπορείτε να πάτε όλοι. Όση αδιαφορία και να δείχνουν οι Σωντσάν στους ξένους, σίγουρα θα προσέξουν είκοσι στρατιώτες, και δεν μοιάζετε με τίποτα άλλο, ακόμα και χωρίς αρματωσιά. Και μ’ έναν-δυο από σας δεν αλλάζει τίποτα. Πέντε είναι αρκετά λίγοι και μπορούν να μπουν χωρίς να τραβήξουν την προσοχή, και αρμόζει οι τρεις να είναι οι τρεις τα’βίρεν ανάμεσά μας. Όχι, Λόιαλ, πρέπει κι εσύ να μείνεις πίσω. Δεν υπάρχουν Ογκιρανοί στο Τόμαν Χεντ. Θα τραβούσες περισσότερα βλέμματα από όλους τους άλλους μαζί».

«Κι εσύ;» ρώτησε ο Ραντ.

Η Βέριν κούνησε το κεφάλι. «Ξεχνάς τις νταμέην». Το στόμα της στράβωσε μ’ αηδία προφέροντας τη λέξη. «Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να σας βοηθήσω θα ήταν αν διαβίβαζα τη Δύναμη, κι αυτό δεν θα βοηθούσε καθόλου, αν έφερνα αυτές τις γυναίκες πάνω σας. Ακόμα κι αν δεν είναι αρκετά κοντά για να δουν, ίσως μπορούν να νιώσουν μια γυναίκα —ή έναν άνδρα— να διαβιβάζει, εκτός αν φρόντιζε να διαβιβάσει ελάχιστη από τη Δύναμη». Δεν κοίταξε τον Ραντ· αυτού του φάνηκε επιδεικτικό το ότι δεν τον κοίταζε, ενώ ξαφνικά ο Ματ και ο Πέριν έστρεψαν με προσήλωση το βλέμμα στα πόδια τους.

«Άνδρας», ξεφύσηξε ο Ίνγκταρ. «Βέριν, γιατί να μπλέκουμε κι άλλο τα πράγματα; Είναι αρκετά μπλεγμένα χωρίς να φανταζόμαστε άνδρες να διαβιβάζουν. Αλλά θα ήταν καλό να ήσουν εκεί. Αν σε χρειαστούμε—»

«Όχι, εσείς οι πέντε πρέπει να πάτε μόνοι». Το πόδι της έτριψε τον τροχό που ήταν σχεδιασμένος στο χώμα, σβήνοντάς τον εν μέρει. «Πέντε πηγαίνουν καλπάζοντας».

Για μια στιγμή φάνηκε ότι ο Ίνγκταρ θα ξαναρωτούσε, αλλά, βλέποντας το σταθερό βλέμμα της, σήκωσε τους ώμους και στράφηκε στον Χούριν. «Πόσο θα κάνουμε για να φτάσουμε στο Φάλμε;»

Ο μυριστής έξυσε το κεφάλι του. «Αν φεύγαμε τώρα και πηγαίναμε με τ’ άλογα όλη τη νύχτα, θα φτάναμε αύριο με το ξημέρωμα».

«Αυτό θα κάνουμε λοιπόν. Δεν χάνω άλλο χρόνο. Σελώστε όλοι τα άλογά σας. Ούνο, θέλω να φέρεις τους άλλους πίσω μας, αλλά πρόσεξε μην σας δουν, και μην αφήσεις κανέναν...»

Ο Ραντ κοίταξε το σχέδιο του τροχού, καθώς ο Ίνγκταρ έδινε οδηγίες. Τώρα ο τροχός ήταν σπασμένος, με τέσσερις μόνο ακτίνες. Για κάποιον λόγο, αυτό τον έκανε να ανατριχιάσει. Κατάλαβε ότι η Βέριν τον κοίταζε, με τα μαύρα μάτια της να λάμπουν καρφωμένα πάνω του σαν πουλιού. Δυσκολεύτηκε να πάρει το βλέμμα του για να αρχίσει να μαζεύει τα πράγματά του.

Είναι της φαντασίας σου, σκέφτηκε εκνευρισμένα. Η Βέριν δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αν δεν είναι εκεί.

Загрузка...