Στο δωμάτιο που μοιράζονταν ο Χούριν και ο Λόιαλ, ο Ραντ κοίταξε από το παράθυρο τις στρωτές γραμμές και τις αναβαθμίδες της Καιρχίν, τα πέτρινα κτίρια και τις στέγες με τα λιθοκέραμα. Δεν μπορούσε να δει το κτίριο της αντιπροσωπείας των Φωτοδοτών· ακόμα κι αν δεν ήταν ανάμεσα τους πελώριοι πύργοι και οίκοι λαμπρών αρχόντων, θα τον εμπόδιζαν τα τείχη. Όλοι στην πόλη μιλούσαν για τους Φωτοδότες, ακόμα και τώρα, μέρες μετά τη νύχτα εκείνη που είχαν υψώσει μονάχα ένα νυχτολούλουδο στον ουρανό, κι αυτό νωρίς. Κυκλοφορούσαν πάνω από δέκα εκδοχές του σκανδάλου, χωρίς να υπολογίζονται οι ιστορίες που είχαν μικροδιαφορές, αλλά καμία δεν πλησίαζε την αλήθεια.
Ο Ραντ γύρισε προς τους άλλους. Ευχόταν να μην είχε πάθει κανείς τίποτα στην πυρκαγιά, αλλά οι Φωτοδότες δεν είχαν παραδεχτεί καν ότι είχαν πάρει φωτιά. Ήταν εχέμυθοι για τα όσα συνέβαιναν στο κτίριό τους.
«Θα κάνω εγώ την επόμενη βάρδια», είπε στον Χούριν, «αμέσως μόλις γυρίσω».
«Δεν είναι ανάγκη, Άρχοντά μου». Ο Χούριν υποκλίθηκε βαθιά σαν Καιρχινός. «Μπορώ να μείνω σκοπός. Στ’ αλήθεια, ο Άρχοντάς μου δεν πρέπει να ανησυχεί».
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και αντάλλαξε μια ματιά με τον Λόιαλ. Ο Ογκιρανός απλώς σήκωσε τους ώμους. Κάθε μέρα που έμεναν στην Καιρχίν, ο μυριστής φερόταν μ’ όλο και μεγαλύτερη επισημότητα· ο Ογκιρανός απλώς σχολίασε ότι οι άνθρωποι συχνά ήταν αλλόκοτοι.
«Χούριν», είπε ο Ραντ, «κάποτε με έλεγες Άρχοντα Ραντ, και δεν υποκλινόσουν κάθε φορά που σε κοίταζα». Θέλω να ηρεμήσει και να λέει ξανά απλώς Άρχοντα Ραντ, σκέφτηκε κατάπληκτος. Άρχοντα Ραντ! Φως μου, πρέπει να φύγουμε από δω, γιατί στο τέλος θα θέλω κι εγώ να υποκλίνεται. «Θα κάτσεις κάτω, σε παρακαλώ; Κουράζομαι και μόνο που σε βλέπω».
Ο Χούριν στεκόταν με το κορμί στητό, αλλά φαινόταν έτοιμος να ορμήξει για να κάνει όποια δουλειά του ζητούσε ο Ραντ. Ούτε κάθισε, ούτε χαλάρωσε. «Δεν θα ήταν πρέπον, Άρχοντά μου. Πρέπει να δείξουμε σ’ αυτούς τους Καιρχινούς ότι έχουμε κι εμείς τρόπους και—»
«Πάψε να το λες!» φώναξε ο Ραντ.
«Όπως επιθυμείς, Άρχοντά μου».
Ο Ραντ μόλις που κατάφερε να μην αναστενάξει πάλι. «Χούριν, λυπάμαι. Δεν έπρεπε να σου βάλω τις φωνές».
«Είναι δικαίωμά σου, Άρχοντά μου», είπε απλά ο Χούριν. «Αν δεν κάνω αυτό που θες, είναι δικαίωμά σου να φωνάξεις».
Ο Ραντ πλησίασε τον μυριστή για να τον αρπάξει από το γιακά και να τον τραντάξει.
Ένα χτύπημα στην εσωτερική πόρτα μεταξύ των δύο δωματίων τους έκανε να παγώσουν, αλλά ο Ραντ χάρηκε, βλέποντας ότι ο Χούριν πήρε το σπαθί του χωρίς να ζητήσει άδεια. Η λεπίδα με το σήμα του ερωδιού ήταν στη ζώνη του Ραντ· προχωρώντας άγγιξε τη λαβή της. Περίμενε να καθίσει ο Λόιαλ στο μακρύ κρεβάτι του, έτσι ώστε τα πόδια του και οι ουρές του παλτού του να κρύβουν καλύτερα το σκεπασμένο κιβώτιο κάτω από το κρεβάτι, και μετά άνοιξε την πόρτα απότομα.
Εκεί στεκόταν ο πανδοχέας, ο οποίος χοροπηδούσε ανυπόμονα, απλώνοντας το δίσκο του προς τον Ραντ. Εκεί βρίσκονταν δύο σφραγισμένες περγαμηνές. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου», είπε ξέπνοα ο Κουάλε. «Δεν μπορούσα να περιμένω μέχρι να κατεβείς, δεν ήσουν στο δωμάτιό σου, και — και... Συγχώρεσέ με, αλλά...» Κούνησε το δίσκο.
Ο Ραντ άρπαξε τις προσκλήσεις —είχαν έρθει τόσες πολλές— χωρίς να τις κοιτάξει, πήρε τον πανδοχέα από το μπράτσο και τον έσπρωξε προς την πόρτα του διαδρόμου. «Σ’ ευχαριστώ, Αφέντη Κουάλε, που έκανες τον κόπο. Αν θα ’θελες να μας αφήσεις τώρα μόνους, σε παρακαλώ...»
«Αλλά, Άρχοντά μου», διαμαρτυρήθηκε ο Κουάλε, «αυτές είναι από—»
«Σ’ ευχαριστώ». Ο Ραντ έβγαλε τον άλλο στο διάδρομο και έκλεισε την πόρτα με προσοχή. Πέταξε τις περγαμηνές στο τραπέζι. «Αυτό δεν το ’χει ξανακάνει. Λόιαλ, λες να είχε στήσει αυτί στην πόρτα πριν χτυπήσει;»
«Άρχισες να σκέφτεσαι σαν τους Καιρχινούς». Ο Ογκιρανός γέλασε, αλλά τα αυτιά του έστριψαν συλλογισμένα, και πρόσθεσε, «Πάντως είναι Καιρχινός, άρα δεν αποκλείεται. Δεν νομίζω ότι είπαμε κάτι που δεν έπρεπε να ακούσει».
Ο Ραντ προσπάθησε να θυμηθεί. Δεν είχαν αναφέρει το Κέρας του Βαλίρ, τους Τρόλοκ, τους Σκοτεινόφιλους. Μετά αναρωτήθηκε τι νόημα θα έβγαζε ο Κουάλε απ’ αυτά που όντως είχαν πει και τίναξε το κεφάλι δυνατά. «Αυτό το μέρος άρχισε να επηρεάζει κι εμένα», μονολόγησε χαμηλόφωνα.
«Άρχοντά μου;» Ο Χούριν είχε πάρει τις σφραγισμένες περγαμηνές και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια τις σφραγίδες. «Άρχοντά μου, είναι από τον Άρχοντα Μπαρτέηνς, της Υψηλής Έδρας του Οίκου Ντέημοντρεντ, και» —η φωνή του χαμήλωσε με δέος— «από τον Βασιλιά».
«Πάνε κι αυτές στις φωτιά, όπως οι άλλες. Χωρίς να ανοιχτούν».
«Μα, Άρχοντά μου!»
«Χούριν», είπε ο Ραντ υπομονετικά, «εσύ και ο Λόιαλ μου εξηγήσατε το Μεγάλο Παιχνίδι. Αν πάω εκεί που με προσκαλούν, όπου κι αν είναι αυτό, οι Καιρχινοί θα διαβάσουν κάτι στην πράξη μου και θα σκεφτούν ότι είμαι μέρος κάποιας μηχανορραφίας, Αν δεν πάω, θα διαβάσουν κάτι σ’ αυτό. Αν στείλω απάντηση, θα την ξεψαχνίσουν να βρουν μήνυμα, το ίδιο και αν δεν απαντήσω. Κι εφόσον φαίνεται ότι η μισή Καιρχίν κατασκοπεύει την άλλη μισή, όλοι ξέρουν τι κάνω. Έκαψα τις πρώτες δύο και θα κάψω κι αυτές, όπως και τις υπόλοιπες.» Μια μέρα ήταν δώδεκα προσκλήσεις στο σωρό που είχε ρίξει στο τζάκι της κοινής αίθουσας, με το βουλοκέρι της καθεμιάς απείραχτο. «Όποιο νόημα κι αν πάνε να βγάλουν, τουλάχιστον θα είναι ίδιο για όλους. Δεν είμαι με το μέρος κανενός στην Καιρχίν, και επίσης δεν είμαι εναντίον κανενός».
«Προσπάθησα να σου πω», είπε ο Λόιαλ, «ότι μάλλον δεν πάει έτσι ακριβώς. Ό,τι κι αν κάνεις, οι Καιρχινοί θα δουν κάποιο σχέδιο. Τουλάχιστον έτσι έλεγε ο Πρεσβύτερος Χάμαν».
Ο Χούριν άπλωσε τις σφραγισμένες προσκλήσεις προς τον Ραντ, σαν να του πρόσφερε χρυσό. «Άρχοντά μου, αυτή έχει την προσωπική σφραγίδα του Γκάλντριαν. Την προσωπική σφραγίδα του, Άρχοντά μου. Κι αυτή εδώ, την προσωπική σφραγίδα του Άρχοντα Μπαρτέηνς, που μόνο ο βασιλιάς τον ξεπερνά σε δύναμη. Άρχοντά μου, αν τις κάψεις αυτές, θα αποκτήσεις τους πιο ισχυρούς εχθρούς που υπάρχουν. Το ότι τις έκαιγες έφερνε αποτέλεσμα μέχρι τώρα, επειδή όλοι οι άλλοι Οίκοι περιμένουν να δουν τι σκαρώνεις και νομίζουν ότι έχεις ισχυρούς συμμάχους, αφού ρισκάρεις να τους προσβάλλεις. Αλλά ο Άρχοντας Μπαρτέηνς — και ο Βασιλιάς! Αν τους προσβάλλεις, δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια».
Ο Ραντ πέρασε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά του. «Κι αν αρνηθώ και τις δυο;»
«Δεν θα βγει τίποτα, Άρχοντά μου. Τώρα πια σου έχει στείλει πρόσκληση ακόμα και ο πιο μικρός Οίκος. Αν αρνηθείς κι αυτές — ε, τουλάχιστον σ’ έναν από τους άλλους Οίκους θα πουν ότι αφού δεν έχεις σχέση με τον Βασιλιά ή τον Άρχοντα Μπαρτέηνς, τότε μπορούν να απαντήσουν στην προσβολή που ένιωσαν, όταν έκαψες την πρόσκλησή τους. Άρχοντά μου, άκουσα ότι τώρα οι Οίκοι της Καιρχίν στέλνουν φονιάδες. Μαχαίρι στο δρόμο. Βέλος από στέγη. Δηλητήριο στο κρασί σου».
«Μπορείς να τις δεχθείς και τις δύο», πρότεινε ο Λόιαλ. «Ξέρω ότι δεν θέλεις, Ραντ, αλλά μπορεί να είναι ακόμα και διασκεδαστικό. Ένα βράδυ στο μέγαρο κάποιου άρχοντα, ή ακόμα και στο Βασιλικό Παλάτι. Ραντ, οι Σιναρανοί σε είχαν πιστέψει».
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Ήξερε ότι οι Σιναρανοί κατά τύχη μόνο τον είχαν περάσει για άρχοντα· μια τυχαία ομοιότητα ονομάτων, μια φήμη μεταξύ των υπηρετών, και η Μουαραίν μαζί με την Άμερλιν, που είχαν ρίξει λάδι στη φωτιά. Αλλά το είχε πιστέψει και η Σελήνη, επίσης. Ίσως να είναι κι αυτή εκεί.
Ο Χούριν όμως κούνησε το κεφάλι του δυνατά. «Κατασκευαστή, δεν ξέρεις τόσο καλά το Ντάες Νταε’μαρ όσο νομίζεις. Τουλάχιστον όχι όπως το παίζουν τώρα στην Καιρχίν. Με τους περισσότερους Οίκους, δεν θα πείραζε. Ακόμα και όταν μηχανορραφούν ο ένας εναντίον του άλλου, φτάνοντας στο σημείο να βγάλουν τα μαχαίρια, στα φανερά κάνουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αλλά δεν είναι έτσι μ’ αυτούς τους δύο. Ο Οίκος Ντέημοντρεντ είχε το θρόνο, μέχρι που τον έχασε ο Λάμαν, και τον θέλουν πίσω. Ο Βασιλιάς θα τους εξολόθρευε, αν δεν ήταν σχεδόν εξίσου δυνατοί. Δεν υπάρχουν πιο άσπονδοι εχθροί από τον Οίκο Ριάτιν και τον Οίκο Ντέημοντρεντ. Αν ο Άρχοντάς μου δεχθεί και τις δύο προσκλήσεις, και οι δυο Οίκοι θα το μάθουν μόλις στείλει τις απαντήσεις και θα νομίσουν ότι είναι μέρος ενός σχεδίου του άλλου Οίκου εναντίον τους. Αμέσως θα πιάσουν το μαχαίρι και το δηλητήριο».
«Υποθέτω», μούγκρισε ο Ραντ, «ότι, αν δεχθώ μόνο τη μία, ο άλλοι θα νομίσουν ότι είμαι με το μέρος εκείνου του Οίκου». Ο Χούριν ένευσε. «Και μάλλον θα προσπαθήσουν να με σκοτώσουν για να εμποδίσουν το σχέδιο στο οποίο είμαι ανακατεμένος». Ο Χούριν ένευσε πάλι. «Τότε έχεις καμιά πρόταση για το πώς να αποφύγω την αιμοβόρα διάθεση και των δύο;» Ο Χούριν κούνησε το κεφάλι. «Μακάρι να μην είχα κάψει τότε τις δύο πρώτες».
«Ναι, Άρχοντά μου. Αλλά, όπως το βλέπω, δεν θα άλλαζε τίποτα. Είτε τις δεχόσουν, είτε τις αρνιόσουν, αυτοί οι Καιρχινοί κάπως θα το ερμήνευαν».
Ο Ραντ άπλωσε το χέρι και ο Χούριν του έδωσε τις δύο διπλωμένες περγαμηνές. Η μια ήταν σφραγισμένη, όχι με το Δένδρο και το Στέμμα του Οίκου Ντέημοντρεντ, αλλά με τον Επελαύνοντα Ταύρο του Μπαρτέηνς. Η άλλη είχε το Ελάφι του Γκάλντριαν. Προσωπικές σφραγίδες. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε κατορθώσει να ξυπνήσει το ενδιαφέρον στους ανώτατους κύκλους χωρίς να κάνει τίποτα.
«Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί», είπε, προσπαθώντας να βρει κάποια διέξοδο.
«Ναι, Άρχοντά μου».
«Θα εμφανιστώ στην κοινή αίθουσα με τις προσκλήσεις», είπε αργά. Ό,τι έβλεπε ο κόσμος στην κοινή αίθουσα το μεσημέρι, γινόταν γνωστό σε δέκα Οίκους πριν πέσει η νύχτα, και στους υπόλοιπους ως το χάραμα. «Δεν θα σπάσω τις σφραγίδες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα ξέρουν ότι ακόμα δεν απάντησα σε καμία. Όσο περιμένουν να δουν τι θα κάνω, ίσως κερδίσω μερικές μέρες. Ο Ίνγκταρ δεν θα αργήσει να ’ρθει. Σίγουρα».
«Τώρα σκέφτεσαι σαν Καιρχινός, Άρχοντά μου», είπε ο Χούριν, χαμογελώντας πλατιά.
Όταν βγήκε στην κοινή αίθουσα μαζί με τον Λόιαλ, κανένας πελάτης δεν γύρισε να κοιτάξει τον Ραντ. Ο Κουάλε γυάλιζε ένα ασημένιο δίσκο, λες και κρεμόταν η ζωή του από το αν θα άστραφτε. Οι σερβιτόρες πηγαινοέρχονταν βιαστικά, σαν να μην υπήρχαν ο Ραντ και ο Λόιαλ. Όλοι οι πελάτες στα τραπέζια είχαν το βλέμμα καρφωμένο στο κύπελλο τους, λες και τα μυστικά του κόσμου θα εμφανίζονταν στο κρασί ή την μπύρα. Κανείς δεν έλεγε λέξη.
Μετά από μια στιγμή, ο Ραντ έβγαλε τις δύο προσκλήσεις και μελέτησε τις σφραγίδες, κι έπειτα τις ξανάχωσε στην τσέπη του. Ο Κουάλε τινάχτηκε λιγάκι, καθώς ο Ραντ ξεκινούσε προς την πόρτα. Πριν κλείσει πίσω του, άκουσε τις συζητήσεις να ξαναρχίζουν.
Ο Ραντ προχωρούσε στο δρόμο τόσο γρήγορα, που ο Λόιαλ δεν χρειαζόταν να βραδύνει το ρυθμό του για να ’ναι μαζί. «Πρέπει να βρούμε τρόπο να φύγουμε από την πόλη, Λόιαλ. Αυτό το κόλπο με τις προσκλήσεις θα κρατήσει δυο-τρεις μέρες, το πολύ. Αν ο Ίνγκταρ δεν έρθει ως τότε, θα πρέπει να φύγουμε, ούτως ή άλλως».
«Συμφωνώ», είπε ο Λόιαλ.
«Μα πώς;»
Ο Λόιαλ άρχισε να μετρά με τα χοντρά δάχτυλά του. «Ο Φάιν είναι κάπου εκεί πέρα, αλλιώς δεν θα είχαμε Τρόλοκ στα Προπύλαια. Αν βγούμε έξω, θα πέσουν πάνω μας μόλις απομακρυνθούμε τόσο που να μη φαινόμαστε από την πόλη. Αν ταξιδέψουμε με καραβάνι εμπόρων, σίγουρα θα του επιτεθούν». Οι έμποροι έχουν συνήθως πεντ’ έξι φρουρούς το πολύ, κι αυτοί μάλλον θα το έβαζαν στα πόδια μόλις έβλεπαν Τρόλοκ. «Μακάρι να ξέραμε πόσους Τρόλοκ έχει ο Φάιν και πόσους Σκοτεινόφιλους. Είναι λιγότεροι τώρα, χάρη σε σένα». Δεν ανέφερε τον Τρόλοκ που είχε σκοτώσει ο ίδιος, αλλά τα σμιγμένα φρύδια του, που οι άκρες τους έπεφταν ως τα μάγουλά του, έδειχναν ότι αυτό σκεφτόταν.
«Δεν έχει σημασία πόσους έχει», είπε ο Ραντ. «Είτε δέκα, είτε εκατό, είναι εξίσου άσχημο. Αν μας επιτεθούν δέκα Τρόλοκ, δεν νομίζω ότι θα γλιτώσουμε πάλι». Προσπάθησε να μη σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να τα βάλει με δέκα Τρόλοκ. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε πετύχει τίποτα, όταν τον είχε δοκιμάσει για να σώσει τον Λόιαλ.
«Ούτε κι εγώ το νομίζω. Δεν νομίζω να έχουμε χρήματα για να πάμε μακριά, αλλά κι έτσι ακόμα, αν προσπαθούσαμε να φτάσουμε στους ντόκους των Προπυλαίων — ο Φάιν θα ’χει βάλει Σκοτεινόφιλους να παρακολουθούν. Αν του περνούσε από το νου ότι θα παίρναμε πλοίο, ίσως να μην τον ένοιαζε μήπως φανούν οι Τρόλοκ του. Ακόμα κι αν τα βγάζαμε πέρα μαζί τους, θα έπρεπε να δώσουμε εξηγήσεις στους φρουρούς της πόλης, και δεν θα πίστευαν ότι δεν μπορούμε να ανοίξουμε το κιβώτιο, οπότε—»
«Δεν θα αφήσουμε κανέναν Καιρχινό να δει αυτό το κιβώτιο, Λόιαλ».
Ο Ογκιρανός ένευσε. «Και οι ντόκοι της πόλης δεν είναι λύση». Στους ντόκους επιτρεπόταν να δένουν μόνο τα φορτηγά με τις προμήθειες και τα σκάφη αναψυχής που είχαν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες. Κανείς δεν πήγαινε εκεί χωρίς άδεια. Μπορούσε να τους δει κανείς από το τείχος, αλλά η πτώση θα έσπαζε ακόμα και το λαιμό του Λόιαλ. Ο Λόιαλ έπαιξε τον αντίχειρά του, σαν να ήθελε να βρει απάντηση και σ’ αυτό. «Κρίμα που δεν μπορούμε να φτάσουμε στο Στέντιγκ Τσόφου. Οι Τρόλοκ δεν θα έμπαιναν ποτέ σε στέντιγκ. Αλλά δεν νομίζω ότι θα μας άφηναν να φτάσουμε ως εκεί χωρίς να μας επιτεθούν».
Ο Ραντ δεν απάντησε. Είχαν φτάσει στο μεγάλο φυλάκιο, που βρισκόταν λίγο πιο μέσα από την πύλη από την οποία είχαν πρωτομπεί στην Καιρχίν. Έξω τα Προπύλαια έβραζαν από κόσμο και οι δυο σκοποί είχαν το νου τους. Του Ραντ του φάνηκε πως κάποιος, που φορούσε φθαρμένα Σιναρανά ρούχα, ξαναχώθηκε στο πλήθος μόλις τον είδε, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που φορούσαν ρούχα από διάφορες χώρες και όλοι προχωρούσαν βιαστικά. Ανέβηκε τα σκαλιά του φυλακίου, περνώντας δίπλα από τους φρουρούς που φορούσαν πανοπλία και στέκονταν δεξιά κι αριστερά της εισόδου.
Ο μεγάλος προθάλαμος είχε ξύλινα παγκάκια για τον κόσμο που ερχόταν εκεί για δουλειές, κυρίως ανθρώπους που περίμεναν ταπεινά και υπομονετικά, φορώντας τα απλά, σκούρα ρούχα, που έδειχναν τους πιο φτωχούς θνητούς. Υπήρχαν ανάμεσα τους και μερικοί Προπυλιανοί, που ξεχώριζαν από τα κουρελιασμένα, πολύχρωμα ρούχα τους, οι οποίοι, χωρίς αμφιβολία, ήλπιζαν να πάρουν άδεια για να ψάξουν για δουλειά εντός των τειχών.
Ο Ραντ πήγε κατευθείαν σε ένα μακρύ τραπέζι στο πίσω μέρος της αίθουσας. Πίσω του καθόταν μονάχα ένας άνδρας, όχι στρατιώτης, με ένα πράσινο διάσημο που εκτεινόταν οριζόντια στο χιτώνιό του· ήταν παχουλός και το δέρμα του έμοιαζε έτοιμο να σκάσει. Έσιαξε τα έγγραφα στο τραπέζι και άλλαξε δυο φορές τη θέση του μελανοδοχείου, πριν σηκώσει το βλέμμα στον Ραντ και τον Λόιαλ μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο.
«Πώς μπορώ να σε βοηθήσω, Άρχοντά μου;»
«Με τον ίδιο τρόπο που μπορούσες να με βοηθήσεις χθες», είπε ο Ραντ, δείχνοντας μεγαλύτερη υπομονή απ’ όση ένιωθε, «και προχθές, και προ-προχθές. Έχει έρθει ο Άρχοντας Ίνγκταρ;»
«Ο Άρχοντας Ίνγκταρ, Άρχοντά μου;»
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. «Ο Άρχοντας Ίνγκταρ του Οίκου Σινόβα, από το Σίναρ. Ο ίδιος για τον οποίο ρωτώ κάθε μέρα που έρχομαι εδώ».
«Κανένας που να ’χει αυτό το όνομα δεν μπήκε στην πόλη, Άρχοντά μου».
«Είσαι βέβαιος; Δεν θέλεις καν να κοιτάξεις τους καταλόγους σου;»
«Άρχοντά μου, κάθε ανατολή και δύση τα φυλάκια ανταλλάσσουν καταλόγους και τους εξετάζω αμέσως μόλις τους πάρω. Καιρό έχει να έρθει άρχοντας από το Σίναρ».
«Και η Αρχόντισσα Σελήνη; Πριν ξαναρωτήσεις, σου λέω ότι δεν ξέρω τον Οίκο της. Αλλά σου είπα το όνομά της και σου την περιέγραψα τρεις φορές. Δεν φτάνει αυτό;»
Ο άλλος άπλωσε τα χέρια. «Λυπάμαι, Άρχοντά μου. Είναι δύσκολο, αφού δεν ξέρω τον Οίκο της», είπε ανέκφραστα. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν θα του έλεγε ακόμα κι αν ήξερε.
Το βλέμμα του έπιασε μια κίνηση σε μια πόρτα πίσω από το γραφείο — έναν άνδρα, που έκανε να μπει στον προθάλαμο και μετά έστριψε βιαστικά. «Ίσως ο Λοχαγός Κάλντεβουιν μπορεί να με βοηθήσει», είπε ο Ραντ στον υπάλληλο.
«Ο Λοχαγός Κάλντεβουιν, Άρχοντά μου;»
«Μόλις τον είδα πίσω σου».
«Λυπάμαι, Άρχοντά μου. Αν υπήρχε κάποιος Λοχαγός Κάλντεβουιν στο φυλάκιο, θα το ήξερα».
Ο Ραντ στάθηκε κοιτάζοντάς τον, ώσπου ο Λόιαλ τον άγγιξε στον ώμο. «Ραντ, νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να φύγουμε».
«Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου», είπε ο Ραντ με πνιχτή φωνή. «Θα ξανάρθω αύριο».
«Ευχαρίστησή μου να κάνω ό,τι μπορώ», είπε ο άλλος με το ψεύτικο χαμόγελλό του.
Ο Ραντ βγήκε από το φυλάκιο τόσο γοργά, που ο Λόιαλ αναγκάστηκε να τρέξει για να τον προφτάσει. «Έλεγε ψέματα, Λόιαλ, το ξέρεις». Δεν βράδυνε το βήμα, αντίθετα συνέχισε πιο γρήγορα, σαν να ήθελε να εκτονώσει την απογοήτευσα του με σωματικό μόχθο. «Ο Κάλντεβουιν ήταν εκεί. Μπορεί όσα είπε να ήταν ψέματα. Μπορεί ο Ίνγκταρ να είναι ήδη εδώ και να μας ψάχνει. Πάω στοίχημα ότι ξέρει και ποια είναι η Σελήνη».
«Ίσως, Ραντ. Το Ντάες Νταε’μαρ—»
«Φως μου, βαρέθηκα ν’ ακούω για το Μεγάλο Παιχνίδι. Δεν θέλω να το παίξω. Δεν θέλω να ανακατευτώ καθόλου». Ο Λόιαλ περπατούσε δίπλα του χωρίς να λέει τίποτα. «Το ξέρω», είπε τελικά ο Ραντ. «Νομίζουν ότι είμαι άρχοντας, και στην Καιρχίν ακόμα και οι ξένοι άρχοντες είναι μέρος του Παιχνιδιού. Μακάρι να μην είχα φορέσει ποτέ αυτό το πανωφόρι». Η Μουαραίν, σκέφτηκε πικρά. Ακόμα με βάζει σε μπελάδες. Σχεδόν αμέσως όμως, αν και απρόθυμα, παραδέχτηκε ότι δεν έφταιγε εκείνη. Πάντα είχε λόγο να προσποιείται ότι ήταν κάποιος άλλος. Στην αρχή για να στηρίξει το ηθικό του Χούριν, μετά για να εντυπωσιάσει τη Σελήνη. Μετά τη Σελήνη, δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει, απ’ ό,τι φαινόταν. Τα βήματά του βράδυναν, στο τέλος σταμάτησε να περπατά. «Όταν η Μουαραίν με άφησε να φύγω, σκέφτηκα ότι τα πράγματα θα ήταν πάλι απλά όπως πριν. Ακόμα κι όταν κυνηγούσα το Κέρας, ακόμα και — και μ’ όλα αυτά, νόμιζα ότι θα ήταν απλά». Ακόμα και με το σαϊντίν μέσα στο κεφάλι σου; «Φως μου, και τι δεν θα ’δινα για να ξαναγίνουν όλα απλά».
«Τα’βίρεν», άρχισε να λέει ο Λόιαλ.
«Ούτε και γι’ αυτό θέλω να ξανακούσω». Ο Ραντ ξανάρχισε να περπατά γοργά όπως πριν. «Το μόνο που θέλω είναι να δώσω το εγχειρίδιο στον Ματ και το Κέρας στον Ίνγκταρ». Και μετά τι; Να τρελαθώ; Να πεθάνω; Αν πεθάνω πριν τρελαθώ, τουλάχιστον δεν θα βλάψω κανέναν άλλον. Αλλά ούτε να πεθάνω θέλω. Ας λέει ο Λαν για το Θηκάρωμα του Σπαθιού, αλλά εγώ είμαι βοσκός, όχι Πρόμαχος. «Αν μόνο μπορούσα να μην το αγγίζω», μουρμούρισε, «ίσως θα μπορούσα να... Ο Όγουυν παραλίγο θα τα κατάφερνε».
«Τι πράγμα, Ραντ; Δεν σε άκουσα».
«Δεν ήταν τίποτα», είπε ο Ραντ κουρασμένα. «Μακάρι να ερχόταν ο Ίνγκταρ. Και ο Ματ, και ο Πέριν».
Περπάτησαν σιωπηλοί για λίγο· ο Ραντ ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Ο ανιψιός του Θομ είχε αντέξει τρία χρόνια, διαβιβάζοντας μονάχα όταν ήταν ανάγκη. Αν ο Όγουυν είχε καταφέρει να περιορίσει τις φορές που διαβίβαζε, τότε ήταν δυνατόν να μην διαβιβάσει καθόλου, όσο γοητευτικό κι αν ήταν το σαϊντίν.
«Ραντ», είπε ο Λόιαλ, «έχει ανάψει πυρκαγιά εκεί μπροστά».
Ο Ραντ παράτησε αυτές τις ανεπιθύμητες σκέψεις και κοίταξε πέρα στην πόλη, σμίγοντας τα φρύδια. Μια πυκνή στήλη καπνού υψωνόταν και πλάταινε πάνω από τις στέγες. Δεν έβλεπε από πού ξεκινούσε, αλλά ήταν πολύ κοντά στο πανδοχείο.
«Σκοτεινόφιλοι», είπε, κοιτάζοντας τον καπνό. «Οι Τρόλοκ δεν περνούν τα τείχη απαρατήρητοι, αλλά οι Σκοτεινόφιλοι... Ο Χούριν!» Άρχισε να τρέχει, ενώ ο Λόιαλ τον προλάβαινε άνετα.
Όσο πιο κοντά πλησίαζαν, τόσο βεβαιωνόταν, ώσπου έστριψαν την τελευταία γωνία ενός πέτρινου κτιρίου στην αναβαθμίδα και είδαν τον Υπερασπιστή του Δρακότειχους: από τα πάνω παράθυρα έβγαινε καπνός και φλόγες ξεπηδούσαν από τη στέγη. Ένα πλήθος είχε μαζευτεί μπροστά στο πανδοχείο. Ο Κουάλε, φωνάζοντας και πηδώντας πέρα-δώθε, έδινε οδηγίες σε ανθρώπους που κατέβαζαν έπιπλα στο δρόμο. Μια διπλή γραμμή ανδρών έστελναν μέσα κουβάδες με νερό από ένα πηγάδι πιο κάτω στο δρόμο και τους έβγαζαν άδειους. Ο πιο πολύς κόσμος απλώς καθόταν και χάζευε· άλλη μια γλώσσα φωτιάς ξέσπασε ανάμεσα από τα λιθοκέραμα και οι άνθρωποι άφησαν ένα δυνατό αααα.
Ο Ραντ διέσχισε το πλήθος και πλησίασε τον πανδοχέα. «Πού είναι ο Χούριν;»
«Προσέχτε το τραπέζι!» φώναξε ο Κουάλε. «Μην το γδάρετε!» Κοίταξε τον Ραντ και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο καπνίλα. «Άρχοντά μου; Ποιος; Ο υπηρέτης σου; Δεν θυμάμαι να τον είδα, Άρχοντά μου. Σίγουρα θα βγήκε έξω. Πρόσεξε μη σου πέσουν αυτά τα καντηλέρια, βλάκα! Είναι ασημένια!» Ο Κουάλε πήγε παραπέρα, να βάλει τις φωνές και στους άλλους που έβγαζαν τα υπάρχοντά του από το πανδοχείο.
«Ο Χούριν δεν θα έβγαινε», είπε ο Λόιαλ. «Δεν θα άφηνε το...» Κοίταξε τριγύρω του και δεν συνέχισε· κάποιοι θεατές έμοιαζαν να βρίσκουν τον Ογκιρανό εξίσου ενδιαφέρον θέαμα όπως τη φωτιά.
«Το ξέρω», είπε ο Ραντ, και όρμηξε στο πανδοχείο.
Στην κοινή αίθουσα σχεδόν τίποτα δεν έδειχνε ότι το πανδοχείο καιγόταν. Η διπλή γραμμή των ανδρών ανέβαινε τα σκαλιά, με τους κουβάδες να πηγαινοέρχονται, ενώ άλλοι άνδρες έτρεχαν να βγάλουν τα έπιπλα που είχαν απομείνει, αλλά ο καπνός ήταν ελάχιστος, απλώς σαν κάτι να καιγόταν στην κουζίνα. Όπως ο Ραντ ανέβαινε στον πάνω όροφο, ο καπνός πύκνωνε. Βήχοντας, συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά.
Οι γραμμές σταματούσαν λίγο πριν το δεύτερο πλατύσκαλο και οι άνδρες λίγο πιο πάνω στα σκαλιά έριχναν το νερό στο διάδρομο, που ήταν γεμάτος καπνούς. Οι φλόγες έγλειφαν τους τοίχους και ξεπρόβαλλαν πορτοκαλιές ανάμεσα στο μαύρο καπνό.
Ένας άνδρας άρπαξε τον Ραντ από το μπράτσο. «Δεν μπορείς να πας εκεί, Άρχοντά μου. Πάνω από δω, τα πάντα είναι χαμένα. Ογκιρανέ, μίλα του».
Μόνο τότε κατάλαβε ο Ραντ ότι ο Λόιαλ τον είχε ακολουθήσει. «Γύρνα πίσω, Λόιαλ. Θα τον βγάλω έξω».
«Ραντ, δεν μπορείς να κουβαλήσεις και τον Χούριν και το κιβώτιο». Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους. «Πέρα απ’ αυτό, δεν θα αφήσω τα βιβλία μου να καούν».
«Τότε σκύψε. Μην χώνεσαι στον καπνό». Ο Ραντ έπεσε στα τέσσερα εκεί στα σκαλιά και σκαρφάλωσε. Κοντά στο πάτωμα ο αέρας ήταν πιο καθαρός· είχε καπνό, που του έφερνε βήχα, αλλά μπορούσε να τον ανασάνει. Αλλά ακόμα και ο αέρας του φαινόταν καυτός σαν κάρβουνο. Δεν μπορούσε να τον τραβήξει από τη μύτη του. Ανάσανε από το στόμα κι ένιωσε τη γλώσσα του να ξεραίνεται.
Οι άνδρες πέταξαν νερό και έπεσε λίγο πάνω του. Η δροσιά του έφερε ανακούφιση μονάχα για μια στιγμή· η ζέστη ξανάρθε αμέσως. Συνέχισε να σέρνεται αποφασισμένος, ενώ καταλάβαινε ότι ο Λόιαλ ήταν πίσω του μονάχα από το βήχα που άκουγε.
Ο ένας τοίχος του διαδρόμου ήταν σχεδόν ολόκληρος μια φλόγα και το πάτωμα εκεί είχε αρχίσει να προσθέτει λεπτά συννεφάκια καπνού στο σύννεφο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του. Χαιρόταν που δεν μπορούσε να δει τι βρισκόταν πάνω από τον καπνό. Το δυσοίωνο τρίξιμο του έλεγε αρκετά.
Η πόρτα του δωματίου του Χούριν δεν είχε αρπάξει ακόμα φωτιά, αλλά ήταν τόσο καυτή, που δοκίμασε και δεύτερη φορά για να καταφέρει να την ανοίξει. Το πρώτο που είδε ήταν ο Χούριν, σωριασμένος στο πάτωμα. Ο Ραντ σύρθηκε ως τον μυριστή και τον σήκωσε. Στο πλάι του κεφαλιού του υπήρχε ένα καρούμπαλο, μεγάλο σαν δαμάσκηνο.
Ο Χούριν άνοιξε τα μάτια του, που τον κοίταξαν θολά. «Άρχοντα Ραντ;» μουρμούρισε αχνά. «...χτύπημα στην πόρτα... νόμισα ήταν πάλι προσκλ...» Τα μάτια του γύρισαν προς τα μέσα. Ο Ραντ έψαξε για το σφυγμό του, και ένιωσε ανακούφιση όταν τον βρήκε.
«Ραντ...» Ο Λόιαλ έβηξε. Ήταν πλάι στο κρεβάτι του και είχε σηκώσει τα σκεπάσματα για να αποκαλύψει τα γυμνά σανίδια από κάτω. Το κιβώτιο είχε εξαφανιστεί.
Πάνω από τους καπνούς, το ταβάνι έτριξε, και κομμάτια ξύλων που καίγονταν έπεσαν στο πάτωμα.
Ο Ραντ είπε, «Πάρε τα βιβλία σου. Εγώ θα πάρω τον Χούριν. Βιάσου». Έκανε να ρίξει το νωθρό κορμί του μυριστή στον ώμο του, όμως ο Λόιαλ του το πήρε από τα χέρια.
«Ας καούν τα βιβλία, Ραντ. Δεν μπορείς να τον κουβαλάς και να σέρνεσαι μαζί και, αν σηκωθείς όρθιος, δεν θα προλάβεις να φτάσεις στις σκάλες». Ο Ογκιρανός έριξε τον Χούριν στην πλατιά ράχη του, με τα πόδια και τα χέρια να κρέμονται δεξιά κι αριστερά. Το ταβάνι έκανε ένα δυνατό κρακ. «Πρέπει να βιαστούμε, Ραντ».
«Προχώρα, Λόιαλ. Προχώρα και θα σε ακολουθήσω».
Ο Ογκιρανός σύρθηκε στο διάδρομο με το φορτίο του, και ο Ραντ ξεκίνησε στο κατόπι του. Έπειτα σταμάτησε, κοιτάζοντας την εσωτερική πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιό του. Το λάβαρο ήταν ακόμα εκεί. Το λάβαρο του Δράκοντα. Ας καεί, σκέφτηκε, και μια σκέψη του απάντησε, σαν να είχε ακούσει τη Μουαραίν να του μιλά. Ίσως απ’ αυτό εξαρτηθεί η ζωή σου. Ακόμα προσπαθεί να με χρησιμοποιήσει. Ίσως απ’ αυτό εξαρτηθεί η ζωή σου. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν λένε ψέματα.
Μ’ ένα βογκητό, κυλίστηκε στο πάτωμα και άνοιξε με μια κλωτσιά την πόρτα του δωματίου του.
Το άλλο δωμάτιο ήταν παραδομένο στις φλόγες. Το κρεβάτι σχημάτιζε μια πυρά και πύρινες γλώσσες έτρεχαν στο πάτωμα. Δεν ήταν μέρος για να συρθεί. Σηκώθηκε όρθιος, έτρεξε μισοσκύβοντας στο δωμάτιο, μορφάζοντας από τη λάβρα, βήχοντας, νιώθοντας να πνίγεται. Από το υγρό πανωφόρι του υψώνονταν ατμοί. Η μια πλευρά της ντουλάπας ήδη καιγόταν. Άνοιξε απότομα την πόρτα. Μέσα ήταν τα σακίδιά της σέλας του, που είχαν προστατευτεί από τη φωτιά, και σε μια μεριά τους φούσκωνε το λάβαρο του Λουζ Θέριν Τέλαμον, με την ξύλινη θήκη του φλάουτου δίπλα τους. Για μια στιγμή, δίστασε. Και τώρα μπορώ να τ’ αφήσω να καούν.
Το ταβάνι από πάνω του μούγκρισε. Άρπαξε τα σακίδια και τη θήκη και όρμηξε στην πόρτα, πέφτοντας στα γόνατα καθώς αναμμένα δοκάρια τσακίζονταν κι έπεφταν στο σημείο που στεκόταν πριν. Σύρθηκε στο διάδρομο, τραβώντας πίσω του το φορτίο του. Το πάτωμα τραντάχτηκε, καθώς έπεφταν κι άλλα φλεγόμενα δοκάρια.
Οι άνδρες με τους κουβάδες είχαν χαθεί, όταν έφτασε στα σκαλιά. Κατέβηκε σχεδόν γλιστρώντας τα σκαλιά ως το επόμενο πλατύσκαλο, σηκώθηκε όρθιος, έτρεξε μέσα στο κτίριο, που τώρα ήταν άδειο, και βγήκε στο δρόμο. Οι θεατές τον κοίταζαν, με το πρόσωπο μαυρισμένο και το πανωφόρι γεμάτο καπνίλα, αλλά αυτός προχώρησε παραπατώντας πιο πέρα, όπου ο Λόιαλ είχε ακουμπήσει τον Χούριν στον τοίχο του απέναντι σπιτιού. Μια γυναίκα από το πλήθος σκούπιζε το πρόσωπο του Χούριν μ’ ένα πανί, αλλά τα μάτια του ήταν ακόμα κλεισμένα και η αναπνοή του ακανόνιστη.
«Υπάρχει καμιά Σοφία εδώ κοντά;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. «Χρειάζεται βοήθεια». Η γυναίκα τον κοίταξε ανέκφραστη κι αυτός προσπάθησε να θυμηθεί τις άλλες ονομασίες που χρησιμοποιούσαν για τις γυναίκες που στους Δύο Ποταμούς θα αποκαλούσαν Σοφίες. «Μια Σοφή Γυναίκα; Κάποια που να τη λέτε Μητέρα-Τάδε; Μια γυναίκα που να ξέρει από βότανα και θεραπείες;»
«Εγώ είμαι Αναγνώστρια, αν εννοείς αυτό», απάντησε η γυναίκα, «αλλά το μόνο που ξέρω γι’ αυτή την περίπτωση είναι να τον ανακουφίσω λιγάκι. Φοβάμαι πως κάτι έχει σπάσει μέσα στο κεφάλι του».
«Ραντ! Στ’ αλήθεια είσαι εσύ!»
Ο Ραντ έμεινε κοιτώντας. Ήταν ο Ματ, που οδηγούσε το άλογό του μέσα στο πλήθος, με το τόξο περασμένο στην πλάτη του. Ο Ματ, που το πρόσωπο του ήταν χλωμό και το δέρμα τεντωμένο, αλλά ο Ματ, τέλος πάντων, που χαμογελούσε, αν και κάπως αδύναμα. Και πίσω του ερχόταν ο Πέριν, με τα κίτρινα μάτια του να αστράφτουν στη φωτιά, που ανταγωνιζόταν τη φωτιά στα βλέμματα που τραβούσε. Και ο Ίνγκταρ, που αφίππευε, φορώντας πανωφόρι με ψηλό κολάρο αντί για πανοπλία, αλλά το σπαθί του ακόμα ξεπρόβαλλε πάνω από τον ώμο του.
Ο Ραντ ένιωσε να τον διαπερνά ένα ρίγος. «Είναι πολύ αργά», τους είπε. «Φτάσατε πολύ αργά». Και κάθισε στο δρόμο και άρχισε να γελά.