Αντίθετα από άλλες φορές, ο Ίνγκταρ έδωσε τέλος στην πορεία τους εκείνη τη μέρα όταν ακόμα ο ήλιος έλαμπε χρυσός πάνω από τον ορίζοντα. Οι σκληραγωγημένοι Σιναρανοί ένιωθαν το άγγιγμα όσων είχαν δει στο χωριό. Ο Ίνγκταρ δεν είχε σταματήσει άλλοτε τόσο νωρίς, και το μέρος που διάλεξε για να στρατοπεδεύσουν έμοιαζε με μέρος στο οποίο θα μπορούσαν να αμυνθούν. Ήταν ένα βαθύ λάκκωμα, σχεδόν στρογγυλό, αρκετά μεγάλο για να χωρά με άνεση τους ανθρώπους και τα άλογα. Ένα αραιό δασάκι από χαμόδεντρα και σημύδες κάλυπτε τις εξωτερικές πλαγιές. Το χείλος ήταν αρκετά ψηλό για να κρύψει τους ανθρώπους στο στρατόπεδο, ακόμα και χωρίς τα δέντρα. Με τέτοιο ύψος, ήταν σωστός λόφος γι’ αυτή την περιοχή.
«Λέω μόνο, που να καώ», έλεγε ο Ούνο στον Ράγκαν, καθώς αφίππευαν, «ότι την είδα. Λίγο πριν βρούμε τον γιδόφιλο τον Ημιάνθρωπο. Η ίδια γυναίκα που ήταν και στο καμένο το πέραμα. Τη μια στιγμή ήταν εκεί, και την άλλη δεν ήταν, που να καεί. Πες ό,τι θες, καμένε, αλλά πρόσεχε πώς το λες, αλλιώς θα σε γδάρω με τα ίδια μου τα χέρια και θα κάψω το καμένο το τομάρι σου, προβατόσπλαχνε».
Ο Ραντ κοντοστάθηκε, με το ένα πόδι στο χώμα και το άλλο σον αναβολέα. Η ίδια γυναίκα; Μα δεν υπήρχε γυναίκα στο χωριό με το πέραμα, μονάχα μερικές κουρτίνες που τις φυσούσε ο αέρας. Και να υπήρχε, δεν θα έφτανε στο χωριό πριν από μας. Στο χωριό...
Προσπάθησε να αποφύγει τη σκέψη. Πιο πολύ κι από τον Ξέθωρο που ήταν καρφωμένος στην πόρτα, ήθελε να ξεχάσει εκείνο το δωμάτιο, και τις μύγες, και τους ανθρώπους που μια υπήρχαν και μια δεν υπήρχαν. Ο Ημιάνθρωπος ήταν πραγματικός —όλοι τον είχαν δει— αλλά το δωμάτιο... Ίσως τελικά τρελάθηκα. Ευχήθηκε να ήταν εκεί η Μουαραίν για να της μιλήσει. Ζητάς μια Άες Σεντάι. Είσαι στ’ αλήθεια βλάκας. Καλά κατάφερες να ξεφύγεις, μην ξαναμπλέξεις τώρα. Μα ξέφυγα; Τι συνέβη εκεί;
«Τα φορτωμένα άλογα και οι προμήθειες στη μέση», διέταξε ο Ίνγκταρ, καθώς οι λογχοφόροι έστηναν το στρατόπεδο. «Περιποιηθείτε τα άλογα και μετά ξανασελώστε τα, σε περίπτωση που χρειαστεί να μετακινηθούμε γρήγορα. Ο καδένας θα κοιμηθεί πλάι στο άλογό του, και απόψε δεν θα ανάψουμε φωτιές. Οι σκοπιές αλλάζουν κάθε δύο ώρες. Ούνο, θέλω να βγουν ανιχνευτές, να πάνε όσο πιο μακριά μπορούν και να επιστρέψουν πριν σκοτεινιάσει. Θέλω να ξέρω τι υπάρχει εκεί».
Το νιώθει, σκέφτηκε ο Ραντ. Δεν είναι πια απλώς μερικοί Σκοτεινόφιλοι και λίγοι Τρόλοκ, ίσως και κάνας Ξέθωρος. Απλώς μερικοί Σκοτεινόφιλοι και λίγοι Τρόλοκ, ίσως και κάνας Ξέθωρος! Ακόμα και πριν από μερικές μέρες, δεν θα ήταν καθόλου «απλώς». Ακόμα και στις Μεθόριες, ακόμα και με τη Μάστιγα να απέχει λιγότερο από μια μέρα δρόμο με το άλογο, οι Σκοτεινόφιλοι και οι Τρόλοκ και οι Μυρντράαλ αρκούσαν για να προκαλούν εφιάλτες. Πριν δει Μυρντράαλ καρφωμένο σε μια πόρτα. Τι στο Φως μπορεί να έκανε τέτοιο πράγμα; Τι έξω από το Φως; Πριν μπει σε δωμάτιο και δει να σταματούν το δείπνο και τα γέλια μιας οικογένειας. Πρέπει να το φαντάστηκα. Πρέπει. Ούτε κι ο ίδιος δεν πειθόταν από αυτή τη δικαιολογία. Δεν είχε φανταστεί τον άνεμο στην κορυφή του πύργου, ή την Άμερλιν, που είχε πει ότι—
«Ραντ;» Αναπήδησε, καθώς ο Ίνγκταρ του μιλούσε από πίσω. «Θα μείνεις όλη νύχτα με το πόδι στον αναβολέα;»
Ο Ραντ κατέβασε και το άλλο πόδι. «Ίνγκταρ, τι έγινε στο χωριό;»
«Τους πήραν οι Τρόλοκ. Όπως και τους ανθρώπους πριν, στο πέραμα. Να τι έγινε. Ο Ξέθωρος...» Ο Ίνγκταρ σήκωσε τους ώμους και κοίταζε αυτό που κρατούσε, ένα πλατύ και ρηχό, ορθογώνιο δέμα, τυλιγμένο με σκληρό πανί· το κοίταξε σαν να έβλεπε κρυμμένα μυστικά, τα οποία θα προτιμούσε να μην τα γνώριζε. «Οι Τρόλοκ τους πήραν για τροφή. Έτσι κάνουν μερικές φορές στα χωριά και στα αγροκτήματα κοντά στη Μάστιγα, αν σε κάποια επιδρομή περάσουν από τα συνοριακά φυλάκια μέσα στη νύχτα. Άλλοτε γλιτώνουμε τους αιχμαλώτους, άλλοτε όχι. Μερικές φορές τους γλιτώνουμε, κι ευχόμαστε σχεδόν να μην το είχαμε κάνει. Οι Τρόλοκ δεν τους σκοτώνουν πάντα, πριν αρχίσουν να τους πετσοκόβουν. Και οι Ημιάνθρωποι θέλουν να... διασκεδάσουν. Αυτό είναι χειρότερο απ’ όσα κάνουν οι Τρόλοκ», η φωνή του ήταν σταθερή, σαν να μιλούσε για κάτι καθημερινό, κι ίσως για τους Σιναρανούς στρατιώτες να ήταν έτσι.
Ο Ραντ ανάσανε βαθιά για να ηρεμήσει το στομάχι του. «Ο Ξέθωρος εκεί πέρα δεν διασκέδασε καθόλου, Ίνγκταρ. Τι μπορεί να πιάσει έναν Μυρντράαλ και να τον καρφώσει στην πόρτα ζωντανό;»
Ο Ίνγκταρ δίστασε, κουνώντας το κεφάλι, και μετά έδωσε το δέμα στον Ραντ. «Να. Η Μουαραίν Σεντάι μου είπε να σου το δώσω την πρώτη φορά που θα στρατοπεδεύαμε νότια του Ερίνιν. Δεν ξέρω τι έχει μέσα, αλλά είπε ότι θα το χρειαστείς. Είπε να σου πω να το προσέχεις· ίσως η ζωή σου εξαρτηθεί απ’ αυτό».
Ο Ραντ το πήρε απρόθυμα· ένιωσε τσιμπήματα στο δέρμα, όταν άγγιξε το σκληρό πανί. Μέσα υπήρχε κάτι απαλό. Ίσως ύφασμα. Το κράτησε επιφυλακτικά. Ούτε κι αυτός θέλει να σκέφτεται τον Μυρντράαλ. Τι έγινε σε κείνο το δωμάτιο; Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως γι’ αυτόν ο Ξέθωρος, ακόμα και κείνο το δωμάτιο, ήταν προτιμότερο από το να σκεφτεί τι του είχε στείλει η Μουαραίν.
«Μου είπαν ότι δίνοντάς σου το πρέπει να σου πω ότι, αν πάθω κάτι, οι λογχοφόροι θα ακολουθήσουν εσένα».
«Εμένα!» αναφώνησε ο Ραντ, ξεχνώντας και το δέμα και τα πάντα. Ο Ίνγκταρ απάντησε στο απορημένο βλέμμα του με ένα γαλήνιο νεύμα. «Αυτό είναι τρέλα! Εγώ το μόνο που έχω οδηγήσει ήταν ένα κοπάδι πρόβατα. Όπως και να ’χει, οι άνδρες δεν θα με ακολουθούσαν. Εκτός αυτού, η Μουαραίν δεν μπορεί να σου πει ποιος είναι ο υπαρχηγός σου. Είναι ο Ούνο».
«Το πρωί που φύγαμε, ο Άρχοντας Άγκελμαρ κάλεσε εμένα και τον Ούνο. Η Μουαραίν ήταν παρούσα, αλλά μου το είπε ο Άρχοντας Άγκελμαρ. Είσαι ο υπαρχηγός μου, Ραντ».
«Μα γιατί, Ίνγκταρ; Γιατί;» Το χέρι της Μουαραίν φαινόταν ολοκάθαρα σ’ όλα αυτά, το δικό της και της Άμερλιν, που τον έσπρωχναν στο δρόμο που είχαν επιλέξει αυτές, αλλά έπρεπε να ρωτήσει.
Ο Σιναρανός φαινόταν πως ούτε κι αυτός καταλάβαινε, αλλά ήταν στρατιώτης, συνηθισμένος να δέχεται αλλόκοτες διαταγές στον ατέλειωτο πόλεμο με τη Μάστιγα. «Άκουσα από τους γυναικωνίτες φήμες, ότι στην πραγματικότητα είσαι...» Άπλωσε τα χέρια του, που φορούσαν ακόμα χειρόκτια. «Δεν έχει σημασία. Ξέρω ότι το αρνείσαι. Όπως αρνείσαι και την όψη του προσώπου σου. Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι είσαι βοσκός, αλλά εγώ ποτέ δεν είδα βοσκό να κρατά λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Δεν έχει σημασία. Δεν λέω πως εγώ θα σε διάλεγα, αλλά νομίζω πως το έχεις μέσα σου, και μπορείς να κάνεις αυτό που πρέπει. Θα κάνεις το καθήκον σου, αν καταλήξουμε εκεί».
Ο Ραντ θέλησε να πει ότι δεν ήταν δικό του καθήκον, μα είπε, «Ο Ούνο το ξέρει. Ποιοι άλλοι, Ίνγκταρ;»
«Όλοι οι λογχοφόροι. Όταν εκστρατεύουμε εμείς οι Σιναρανοί, ο καθένας μας ξέρει ποιος είναι επόμενος στην ιεραρχία, αν σκοτωθεί αυτός που έχει τη διοίκηση. Μια αλυσίδα που δεν σπάει, που καταλήγει στον τελευταίο που απομένει ζωντανός, ακόμα κι αν αυτός δεν είναι παρά ένας ιπποκόμος. Καταλαβαίνεις, μ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμα κι αν είναι ο τελευταίος, δεν είναι απλώς ένας κακομοίρης, που τρέχει και παλεύει να επιζήσει. Η διοίκηση περνά στα χέρια του, και το καθήκον τον καλεί να κάνει αυτό που πρέπει να γίνει. Αν πάω εγώ στο τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας, το καθήκον πέφτει πάνω σου. Θα βρεις το Κέρας και θα το πας εκεί που ανήκει. Θα το κάνεις». Ο Ίνγκταρ τόνισε ιδιαίτερα τα τελευταία λόγια του.
Το δέμα στα χέρια του Ραντ έμοιαζε να ζυγίζει εκατό κιλά. Φως μου, κι από εκατό λεύγες μακριά απλώνει το χέρι να τραβήξει το λουρί μου. Από δω, Ραντ. Από κει. Είσαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας, Ραντ. «Δεν θέλω αυτό το καθήκον, Ίνγκταρ. Δεν θα το δεχτώ. Φως μου, ένας βοσκός είμαι! Γιατί δεν το πιστεύει κανείς;»
«Θα κάνεις το καθήκον σου, Ραντ. Αν πάθει κάτι αυτός που είναι επικεφαλής, ό,τι έχει πίσω του καταστρέφεται. Έχουν καταστραφεί πολλά, Ραντ. Πάρα πολλά. Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου, Ραντ αλ’Θορ».
«Ίνγκταρ, δεν—» Αλλά ο Ίνγκταρ απομακρυνόταν, ρωτώντας μεγαλόφωνα αν ο Ούνο είχε στείλει τους ανιχνευτές.
Ο Ραντ κοίταξε το δέμα στα χέρια του κι έγλειψε τα χείλη του. Φοβόταν πως ήξερε τι είχε μέσα. Ήθελε να κοιτάξει, αλλά επίσης ήθελε να το πετάξει στη φωτιά χωρίς να το ανοίξει· σκεφτόταν πως θα το έκανε, αν ήταν σίγουρος ότι αυτό που είχε μέσα μπορούσε να καεί. Αλλά δεν θα το κοίταζε εδώ, όπου ίσως το έβλεπαν κι άλλα μάτια.
Έριξε μια ματιά στο στρατόπεδο. Οι Σιναρανοί ξεφόρτωναν τα υποζύγια και μερικοί είχαν ήδη αρχίσει να μοιράζουν το κρύο φαγητό, ξεραμένο κρέας και ψωμί. Ο Ματ και ο Πέριν φρόντιζαν τα άλογά τους και ο Λόιαλ καθόταν σ’ έναν βράχο διαβάζοντας ένα βιβλίο, με τη μακριά πίπα σφιγμένη στα δόντια του και ένα συννεφάκι καπνού πάνω από το κεφάλι του. Ο Ραντ άρπαξε το δέμα σαν να φοβόταν ότι θα του έπεφτε, και χώθηκε στα δέντρα.
Γονάτισε σ’ ένα μικρό ξέφωτο, που το προστάτευαν κλαριά με πυκνά φύλλα, και ακούμπησε το δέμα στο έδαφος. Για λίγη ώρα μονάχα το κοίταζε. Λεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να το έκανε. Μια μικρή φωνή απάντησε, Α, πώς δεν μπορεί. Και μπορεί, και το έκανε. Τελικά άρχισε να λύνει τους μικρούς κόμπους του κορδονιού που το συγκρατούσε. Καλοφτιαγμένοι κόμποι, δεμένοι με ακρίβεια, που έλεγε καθαρά ότι ήταν από το χέρι της Μουαραίν δεν είχε βάλει υπηρέτρια να το κάνει. Δεν θα τολμούσε να αφήσει κάποια υπηρέτρια να το δει.
Όταν έλυσε και τον τελευταίο κόμπο, ξεδίπλωσε αυτό που ήταν μέσα με χέρια μουδιασμένα, και στάθηκε ατενίζοντάς το, με στόμα γεμάτο σκόνη. Ήταν μονοκόμματο, ούτε υφασμένο, ούτε βαμμένο. Ένα λάβαρο, άσπρο σαν το χιόνι, τόσο μεγάλο που σίγουρα θα φαινόταν από κάθε μεριά του πεδίου της μάχης. Και πάνω του παρήλαυνε μια κυματιστή μορφή σαν φολιδωτό ερπετό, χρυσό και πορφυρό, αλλά ένα ερπετό με τέσσερα φολιδωτά πόδια, που καθένα κατέληγε σε πέντε χρυσά γαμψώνυχα, ένα ερπετό με μάτια σαν τον ήλιο και χρυσή λιονταρίσια χαίτη. Το είχε δει άλλη μια φορά, και η Μουαραίν του είχε πει τι ήταν. Το λάβαρο που είχε ο Λουζ Θέριν Τέλαμον, ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας, στον Πόλεμο της Σκιάς. Το λάβαρο του Δράκοντα.
«Για δες! Για δες τι βρήκε τώρα!» Ο Ματ μπήκε ορμητικά στο ξέφωτο. Ο Πέριν τον ακολούθησε, πιο αργά. «Πρώτα φανταχτερά πανωφόρια», είπε οργισμένα, «και τώρα λάβαρο! Τώρα να δεις πώς θα μας ζαλίσει ο άρχοντάς μας, με—» Ο Ματ πλησίασε και είδε το λάβαρο καθαρά, και έμεινε χάσκοντας. «Φως μου!» Έκανε ένα βήμα πίσω, παραπατώντας. «Κάψε με!» Ήταν κι αυτός εκεί, όταν η Μουαραίν είχε ονομάσει το λάβαρο. Το ίδιο και ο Πέριν.
Ο Ραντ ένιωσε να ξεχειλίζει από μέσα του ο θυμός, θυμός για τη Μουαραίν και την Έδρα της Άμερλιν, που τον έσπρωχναν και τον τραβούσαν από δω κι από κει. Άρπαξε το λάβαρο με τα δύο χέρια και το κούνησε μπροστά στον Ματ, με τις λέξεις να βγαίνουν μόνες τους από το στόμα του. «Σωστά! Το λάβαρο του Δράκοντα!» Ο Ματ έκανε άλλο ένα βήμα πίσω. «Η Μουαραίν θέλει να γίνω μαριονέτα, με την Ταρ Βάλον να κινεί τα νήματα, ένας ψεύτικος Δράκοντας για τις Άες Σεντάι. Θα με στριμώξει να το κάνω, ό,τι κι αν Θέλω εγώ. Αλλά-δεν-θα-με-χρησιμοποιήσει-κανείς!»
Ο Ματ είχε κολλήσει στον κορμό ενός δέντρου. «Ένας ψεύτικος Δράκοντας;» Κατάπιε. «Εσύ; Είναι... είναι τρέλα».
Ο Πέριν είχε μείνει στη Θέση του. Γονάτισε, ακουμπώντας τα ογκώδη μπράτσα του στα γόνατά του, και περιεργάστηκε τον Ραντ με λαμπερά, χρυσαφένια μάπα. Στις σκιές του δειλινού, έμοιαζαν να αστράφτουν. «Αν οι Άες Σεντάι σε Θέλουν για ψεύτικο Δράκοντα...» Κοντοστάθηκε, έσμιξε τα φρύδια, σκέφτηκε την κατάσταση σε βάθος. Στο τέλος είπε χαμηλόφωνα, «Ραντ, μπορείς να διαβιβάζεις;» Ο Ματ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.
Ο Ραντ άφησε το λάβαρο να πέσει· δίστασε μονάχα μια στιγμή, πριν συμφωνήσει με κουρασμένο ύφος. «Δεν το ζήτησα. Δεν το θέλω. Αλλά... Αλλά δεν ξέρω πώς να το σταματήσω». Το δωμάτιο με τις μύγες επανεμφανίστηκε απρόσκλητο στο νου του. «Δεν νομίζω πως Θα με αφήσουν να σταματήσω».
«Κάψε με!» είπε χαμηλόφωνα ο Ματ. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Θα μας σκοτώσουν, ξέρεις. Όλους μας. Και τον Πέριν, και μένα, και σένα μαζί. Αν το μάθουν, ο Ίνγκταρ και οι άλλοι, θα μας πάρουν για Σκοτεινόφιλους και Θα μας κόψουν το λαιμό. Φως μου, μάλλον θα νομίσουν ότι είχαμε σχέση μ’ αυτούς που έκλεψαν το Κέρας, που σκότωσαν εκείνους στο Φαλ Ντάρα».
«Σκάσε, Ματ», είπε γαλήνια ο Πέριν.
«Μην μου λες εμένα να σκάσω. Αν δεν μας σκοτώσει ο Ίνγκταρ, τότε θα το κάνει ο Ραντ, όταν τρελαθεί. Κάψε με! Κάψε με!» Ο Ματ χαμήλωσε αργά, γλιστρώντας στον κορμό του δέντρου, και κάθισε στο χώμα. «Γιατί δεν σε ειρήνεψαν; Αν το ξέρουν οι Άες Σεντάι, γιατί δεν σε ειρήνεψαν; Δεν άκουσα ποτέ να αφήνουν έτσι απλά να τραβήξει το δρόμο του ένας που μπορεί να χειριστεί τη Δύναμη».
«Δεν το ξέρουν όλες», είπε ο Ραντ αναστενάζοντας. «Η Άμερλιν—»
«Η Έδρα της Άμερλιν! Το ξέρει αυτή; Φως μου, δεν απορώ που με κοίταζε τόσο παράξενα».
«–και η Μουαραίν μου είπαν ότι είμαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας, και μετά είπαν ότι μπορώ να πάω όπου θέλω. Δεν καταλαβαίνεις, Ματ; Πάνε να με χρησιμοποιήσουν».
«Αυτό δεν αλλάζει το ότι μπορείς να διαβιβάσεις», μουρμούρισε ο Ματ. «Αν ήμουν στη θέση σου, τώρα θα ’τρεχα κατά τον Ωκεανό Άρυθ. Και θα σταματούσα μόνο αν έβρισκα μέρος δίχως Άες Σεντάι, στο οποίο δεν θα έρχονταν ποτέ Άες Σεντάι. Και χωρίς ανθρώπους. Θέλω να πω... να...»
«Σκάσε, Ματ», είπε ο Πέριν. «Τι γυρεύεις εδώ, Ραντ; Όσο πιο πολύ μένεις κοντά σε κόσμο, τόσο πιθανότερο είναι να σε καταλάβει κάποιος και να φωνάξει τις Άες Σεντάι. Άες Σεντάι που δεν θα σου πουν να τραβήξεις όπου θες». Κοντοστάθηκε, ξύνοντας το κεφάλι του μ’ αυτό που είχε πει. «Και ο Ματ έχει δίκιο για τον Ίνγκταρ. Δεν αμφιβάλω ότι θα σε ονομάτιζε Σκοτεινόφιλο και θα σε σκότωνε. Ίσως να μας σκότωνε όλους. Δείχνει να σε συμπαθεί, αλλά θα σε σκότωνε, νομίζω. Έναν ψεύτικο Δράκοντα; Το ίδιο θα ’καναν και οι άλλοι. Ο Μασέμα δεν θα χρειαζόταν δικαιολογία για σένα. Γιατί λοιπόν δεν έφυγες;»
Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους. «Θα έφευγα, αλλά πρώτα ήρθε η Άμερλιν, και ύστερα έκλεψαν το Κέρας, και το εγχειρίδιο, και η Μουαραίν είπε ότι ο Ματ πέθαινε, και... Φως μου, νόμιζα ότι μπορούσα να μείνω μαζί σας, τουλάχιστον μέχρι να βρούμε το εγχειρίδιο· νόμιζα ότι μπορούσα να βοηθήσω σ’ αυτό. Μπορεί να έκανα λάθος».
«Ήρθες για το εγχειρίδιο;» είπε ο Ματ ήσυχα. Έτριψε τη μύτη του κι έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν το σκέφτηκα. Δεν σκέφτηκα ότι ήθελες να... Αααα! Νιώθεις καλά; Θέλω να πω, δεν τρελάθηκες τώρα, ε;»
Ο Ραντ σήκωσε ένα πετραδάκι από το χώμα και του το πέταξε.
«Ωχ!» έκανε ο Ματ, τρίβοντας το μπράτσο του. «Μια ερώτηση έκανα. Θέλω να πω, με αυτά τα φανταχτερά ρούχα, μ’ αυτές τις κουβέντες ότι είσαι δήθεν άρχοντας. Ε, δεν έδειχνε να στέκεις καλά στα μυαλά σου».
«Προσπαθούσα να σας ξεφορτωθώ, βλάκες! Φοβόμουν μην τρελαθώ και σας κάνω ζημιά». Το βλέμμα του έπεσε στο λάβαρο και χαμήλωσε τη φωνή. «Θα τρελαθώ, κάποια στιγμή, αν δεν το σταματήσω. Φως μου, δεν ξέρω πώς να το σταματήσω».
«Αυτό ακριβώς φοβάμαι», είπε ο Ματ, καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Χωρίς παρεξήγηση, Ραντ, αλλά λέω να κοιμάμαι όσο πιο μακριά σου γίνεται, αν δεν σε πειράζει. Άκουσα κάποτε για κάποιον που μπορούσε να διαβιβάζει. Μου το είπε ο σωματοφύλακας ενός εμπόρου. Πριν τον βρουν οι Κόκκινες Άτζα, ξύπνησε ένα πρωί και είχε λιώσει όλο το χωριό. Όλα τα σπίτια, όλοι οι άνθρωποι, τα πάντα εκτός από το κρεβάτι που κοιμόταν, ήταν σαν να είχε πατήσει πάνω τους βουνό».
Ο Πέριν είπε, «Σ’ αυτή την περίπτωση, Ματ, θα ’πρεπε να κοιμηθείς αγκαλιά μαζί του».
«Μπορεί να είμαι χαζός, αλλά προτιμώ να είμαι και χαζός και ζωντανός». Ο Ματ κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας λοξά τον Ραντ. «Κοίτα, ξέρω ότι ήρθες για να με βοηθήσεις, και σου είμαι ευγνώμων. Στ’ αλήθεια. Αλλά δεν είσαι πια ο ίδιος. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι;» Στάθηκε σαν να περίμενε απάντηση. Δεν ακούστηκε καμία. Τελικά χώθηκε στα δέντρα, πηγαίνοντας προς το στρατόπεδο.
«Κι εσύ;» ρώτησε ο Ραντ.
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι και οι κατσαρές μπούκλες του τινάχτηκαν. «Δεν ξέρω, Ραντ. Είσαι ο ίδιος, και δεν είσαι ο ίδιος. Ένας άνδρας που διαβιβάζει· η μητέρα μου με τρόμαζε με τέτοιες ιστορίες, όταν ήμουν μικρός. Δεν έχω ιδέα». Άπλωσε το χέρι και άγγιξε μια γωνιά του λάβαρου. «Νομίζω ότι θα το έκαιγα, ή θα το έθαβα, αν ήμουν στη θέση σου. Και μετά θα έτρεχα, θα έτρεχα τόσο γρήγορα, που καμιά Άες Σεντάι δεν θα με έβρισκε ποτέ. Ο Ματ σ’ αυτό είχε δίκιο». Σηκώθηκε, μισόκλεισε τα μάτια και κοίταξε τον δυτικό ουρανό, που κοκκίνιζε καθώς ο ήλιος βασίλευε. «Είναι ώρα να γυρίσω στο στρατόπεδο. Σκέψου τι σου είπα, Ραντ. Εγώ θα το έβαζα στα πόδια. Αλλά ίσως εσύ δεν μπορείς να τρέξεις. Σκέψου κι αυτό». Τα κίτρινα μάτια του φάνηκαν να κοπάζουν προς τα μέσα, και μιλούσε κουρασμένα. «Μερικές φορές δεν μπορείς να τρέξεις». Έπειτα χάθηκε κι αυτός.
Ο Ραντ κάθισε εκεί γονατιστός, κοιτάζοντας το λάβαρο που ήταν απλωμένο στο χώμα. «Μερικές φορές όμως μπορείς να τρέξεις», μουρμούρισε. «Μόνο που ίσως να μου το έδωσε για να με κάνει να τρέξω. Ίσως ετοίμασε κάτι που με περιμένει, αν τρέξω. Δεν θα κάνω αυτό που θέλει. Λεν το κάνω. Θα το Θάψω εδώ πέρα. Αλλά είπε ότι ίσως απ’ αυτό να εξαρτηθεί η ζωή μου, και οι Άες Σεντάι δεν λένε ψέματα ολοφάνερα...» Ξαφνικά οι ώμοι του τραντάχτηκαν από ένα σιωπηλό γέλιο. «Να που μιλάω μόνος μου. Ίσως άρχισα κιόλας να τρελαίνομαι».
Όταν γύρισε στο στρατόπεδο, είχε πάλι το λάβαρο τυλιγμένο στο χοντρό πανί, δεμένο με κόμπους που δεν ήταν καλοφτιαγμένοι σαν της Μουαραίν.
Το φως έσβηνε και η σκιά του χείλους σκέπαζε το μισό λάκκωμα. Οι στρατιώτες ξάπλωναν να ξεκουραστούν, δίπλα στα άλογα, με τις λόγχες έτοιμες να τις σηκώσουν. Ο Ματ και ο Πέριν έστρωναν κοντά στα άλογά τους. Ο Ραντ τους κοίταξε θλιμμένα και μετά έφερε τον Κοκκινοτρίχη, ο οποίος στεκόταν εκεί που τον είχε αφήσει, με τα γκέμια πεσμένα, και πήγε στην άλλη άκρη του λακκώματος, όπου ήταν ο Χούριν παρέα με τον Λόιαλ. Ο Ογκιρανός είχε αφήσει το διάβασμα και εξέταζε το μισοθαμμένο βράχο στον οποίο καθόταν, με τη μακριά πίπα να πηγαινοέρχεται στην επιφάνεια της πέτρας.
Ο Χούριν σηκώθηκε και έκανε προς τον Ραντ μια κίνηση που ήταν σχεδόν υπόκλιση. «Ελπίζω να μην σε πειράζει που έστρωσα εδώ πέρα, Άρχοντα —ε— Ραντ. Άκουγα τον Κατασκευαστή που μου μιλούσε».
«Α, εδώ είσαι, Ραντ», είπε ο Λόιαλ. «Ξέρεις, νομίζω πως κάποτε αυτή η πέτρα ήταν δουλεμένη. Κοίτα, είναι φαγωμένη από τον καιρό, αλλά μοιάζει να είναι κάτι σαν κολώνα. Κι επίσης έχει κάτι σημάδια. Λεν τα βγάζω, αλλά σαν να μου φαίνονται γνώριμα».
«Ίσως τα δεις καλύτερα το πρωί», είπε ο Ραντ. Κατέβασε τα σακίδια από τον Κοκκινοτρίχη. «Χαίρομαι για την παρέα σου, Χούριν». Χαίρομαι για ζην παρέα όσων δεν με φοβούνται. Πόσο ακόμα Θα κρατήσει, όμως;
Έχωσε τα πάντα στο ένα σακίδιο —παραπανίσια πουκάμισα και στενά παντελόνια και μάλλινες κάλτσες, ραφτικά, τσακμακόπετρα και ύσκα, μεταλλικό πιάτο και κύπελλο, ξύλινο κουτί με μαχαίρι και πιρούνι και κουτάλι, ένα πακέτο με ξεραμένο κρέας και ψωμί για ξηρά τροφή, και ό,τι άλλο χρειαζόταν ένας ταξιδιώτης— και μετά στρίμωξε το τυλιγμένο λάβαρο στο άλλο που είχε αδειάσει. Το σακίδιο φούσκωνε, τα λουριά μόλις που έφταναν στις αγκράφες, αλλά βέβαια τώρα φούσκωνε και η άλλη πλευρά. Δεν πείραζε.
Ο Λόιαλ και ο Χούριν φάνηκαν να νιώθουν τη διάθεσή του και τον άφησαν ήσυχο. Ο Ραντ κατέβασε τη σέλα και έβγαλε τα χαλινάρια του Κοκκινοτρίχη, τον έτριψε με τούφες γρασίδι που έκοψε από το χώμα και μετά τον ξανασέλωσε. Αρνήθηκε, όταν του πρόσφεραν κάτι να φάει· του φαινόταν πως τώρα το στομάχι του δεν θα άντεχε ακόμα και το καλύτερο φαγητό. Και οι τρεις έστρωσαν εκεί δίπλα με τον πιο απλό τρόπο, διπλώνοντας μια κουβέρτα για μαξιλάρι και ρίχνοντας έναν μανδύα για να σκεπαστούν.
Τώρα το στρατόπεδο ήταν σιωπηλό, αλλά ο Ραντ έμεινε ξύπνιος, ακόμα κι όταν έπεσε το βαθύ σκοτάδι. Το μυαλό του στριφογύριζε. Το λάβαρο. Τι θέλει να με αναγκάσει να κάνω; Το χωριό. Τι μπορεί να σκοτώσει Ξέθωρο με τέτοιο τρόπο; Χειρότερο απ’ όλα, το σπίτι στο χωριό. Συνέβη στ’ αλήθεια; Τρελαίνομαι κιόλας; Να τρέξω, ή να μείνω; Πρέπει να μείνω. Πρέπει να βοηθήσω τον Ματ να βρει το εγχειρίδιο.
Τελικά αποκοιμήθηκε εξαντλημένος, και με τον ύπνο τον τύλιξε το κενό, απρόσκλητο, τρεμοπαίζοντας με μια άστατη λάμψη, που του τάραζε τα όνειρα.
Ο Πάνταν Φάιν κοίταξε προς το βορρά μέσα στη νύχτα, δίπλα από τη μόνη φωτιά στο στρατόπεδό του, χαμογελώντας, μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο που δεν άγγιζε τα μάτια του. Ακόμα σκεφτόταν τον εαυτό του ως Πάνταν Φάιν —ο Πάνταν Φάιν ήταν ο πυρήνας του— αλλά είχε αλλάξει, και το ήξερε. Τώρα ήξερε πολλά πράγματα, περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να υποψιαστούν οι προηγούμενοι αφέντες του. Ήταν πολλά χρόνια Σκοτεινόφιλος, πριν τον καλέσει ο Μπα’άλζαμον και τον στείλει στα ίχνη των τριών νεαρών από το Πεδίο του Έμοντ· είχε συλλέξει όσα ήξερε γι’ αυτούς, είχε αποστάξει τον Πάνταν Φάιν και είχε ξαναβάλει μέσα του το καταστάλαγμα για να μπορεί να τους νιώθει, να μυρίζει το πέρασμά τους, να τους ακολουθεί όπου κι αν έτρεχαν. Ειδικά τον έναν. Ένα μέρος του Πάνταν Φάιν ακόμα ζάρωνε δειλά, καθώς θυμόταν τι του είχε κάνει ο Μπα’άλζαμον, μα ήταν ένα μικρό μέρος, κρυμμένο, καταπιεσμένο. Ο Πάνταν Φάιν είχε αλλάξει. Ακολουθώντας τους τρεις, είχε πάει στη Σαντάρ Λογκόθ. Δεν ήθελε να πάει, μα ήταν αναγκασμένος να υπακούει. Τότε. Και στη Σαντάρ Λογκόθ...
Ο Φάιν ανάσανε βαθιά, και χάιδεψε με το δάχτυλο το εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη λαβή που είχε στη ζώνη του. Κι αυτό επίσης ήταν από τη Σαντάρ Λογκόθ. Ήταν το μόνο όπλο που έφερε, το μόνο που χρειαζόταν· το ένιωθε σαν κομμάτι του εαυτού του. Τώρα εντός του ήταν πλήρης. Μόνο αυτό είχε σημασία.
Κοίταξε δεξιά κι αριστερά από τη φωτιά του. Οι δώδεκα Σκοτεινόφιλοι που είχαν απομείνει, με τα πολυτελή ρούχα τους κουρελιασμένα πια και βρώμικα, ήταν σε μια μεριά κουλουριασμένοι στο σκοτάδι, κοιτάζοντας όχι τη φωτιά, αλλά αυτόν. Στην άλλη μεριά κάθονταν ανακούρκουδα οι Τρόλοκ του, είκοσι τον αριθμό· τα ανθρώπινα μάτια σε κείνα τα ζωόμορφα ανθρώπινα πρόσωπα παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση, σαν ποντίκια που έβλεπαν γάτα.
Στην αρχή ήταν ο αγώνας, καθώς ξυπνούσε κάθε πρωί και έβλεπε ότι δεν ήταν πλήρης, βρίσκοντας ότι ο Μυρντράαλ ήταν πάλι επικεφαλής και μαινόταν, και απαιτούσε να πάνε βόρεια, στη Μάστιγα, στο Σάγιολ Γκουλ. Όμως, λίγο-λίγο, εκείνα τα πρωινά της αδυναμίας του γίνονταν όλο και μικρότερα, ώσπου... Θυμήθηκε την αίσθηση του σφυριού στο χέρι του, καθώς χτυπούσε τα καρφιά, και χαμογέλασε· αυτή τη φορά το χαμόγελο άγγιξε τα μάτια του, με τη χαρά αυτής της γλυκιάς ανάμνησης.
Άκουσε ένα κλαψούρισμα από το σκοτάδι και το χαμόγελο του έσβησε. Κακώς άφησα τους Τρόλοκ να πάρουν τόσους πολλούς. Ένα ολόκληρο χωριό, που θα τους χασομερούσε. Αν εκείνα τα λίγα σπίτια πριν το πέραμα δεν ήταν άδεια, ίσως... Αλλά οι Τρόλοκ ήταν εκ φύσεως άπληστοι και, καθώς έβλεπε με ευφορία τον Μυρντράαλ να πεθαίνει, δεν είχε δώσει την προσοχή που έπρεπε.
Κοίταξε τους Τρόλοκ. Ο καδένας τους ήταν διπλός από τον ίδιο στο μπόι, και τόσο δυνατός που μπορούσε να τον κάνει κομματάκια με τα ένα χέρι· αλλά μπροστά του οπισθοχώρησαν, κουκουβίζοντας ακόμα. «Σκοτώστε τους. Όλους. Σας επιτρέπω να φάτε, αλλά ύστερα μαζέψτε τα απομεινάρια σε ένα σωρό — για να τα βρουν οι φίλοι μας. Βάλτε τα κεφάλια στην κορυφή. Ίσια, με προσοχή». Γέλασε, και έκοψε αμέσως το γέλιο του. «Εμπρός!»
Οι Τρόλοκ σηκώθηκαν, τραβώντας σπαθιά όμοια με δρεπάνια και υψώνοντας πέλεκεις με καρφιά. Σε λίγες στιγμές, ακούστηκαν στριγκλιές και μουγκρητά από κει που ήταν δεμένοι οι χωρικοί. Οι ικεσίες για έλεος και οι τσιρίδες των παιδιών κόβονταν από σκληρούς γδούπους και δυσάρεστους γλιστερούς ήχους, σαν πεπόνια που έσπαζαν.
Ο Φάιν γύρισε την πλάτη σ’ αυτό το σαματά για να κοιτάζει τους Σκοτεινόφιλούς του. κι αυτοί επίσης ήταν δικοί του, ψυχή τε και σώματι. Με τις όποιες ψυχές τους είχαν απομείνει. Όλοι είχαν κυλιστεί στο βούρκο όπως και ο ίδιος, πριν βρει τρόπο να ξεφύγει. Κανείς δεν είχε άλλο δρόμο, παρά μόνο να τον ακολουθήσει. Τα βλέμματά τους ήταν φοβισμένα, ικετευτικά. «Λέτε να ξαναπεινάσουν πριν βρούμε άλλο χωριό ή αγρόκτημα; Μπορεί. Λέτε να τους αφήσω να φάνε μερικούς ακόμα από σας; Ε, μπορεί κανά-δυο. Δεν μας περισσεύουν πια άλογα».
«Οι άλλοι δεν ήταν παρά πλέμπα», κατάφερε να πει μια γυναίκα με τρεμάμενη φωνή. Το πρόσωπό της ήταν λερωμένο από σκόνη, όπου δεν την είχαν παρασύρει τα δάκρυα, και το καλοραμμένο φόρεμά της έδειχνε ότι ήταν έμπορος, και πλούσια. Το έξοχο γκρίζο ύφασμα ήταν λεκιασμένο και υπήρχε ένα μακρύ σχίσιμο χαμηλά. «Αυτοί ήταν αγροίκοι χωρικοί. Εμείς — εγώ — ήμασταν στην υπηρεσία του—»
Ο Φάιν τη διέκοψε, και ο ανέμελος τόνος του έκανε τα λόγια του ακόμα πιο σκληρά. «Τι είστε εσείς για μένα; Κατώτεροι από χωρικούς. Προμήθειες για τους Τρόλοκ, ίσως; Αν Θέλεις να ζήσεις, προμήθεια, πρέπει να φανείς χρήσιμη».
Η γυναίκα δεν άντεξε άλλο. Ξέσπασε σε λυγμούς, και ξαφνικά οι υπόλοιποι πετάχτηκαν κι άρχισαν να μιλούν ο ένας πάνω στον άλλον, λέγοντάς του πόσο χρήσιμοι ήταν, πως ήταν άνδρες και γυναίκες με επιρροή και κύρος, πριν κληθούν να υπακούσουν στον όρκο που είχαν δώσει στο Φαλ Ντάρα. Ξεφούρνισαν τα ονόματα των σπουδαίων και ισχυρών που ήξεραν στις Μεθόριες, στην Καιρχίν και σε άλλες χώρες. Είπαν για τις γνώσεις που μόνο οι ίδιοι κατείχαν γι’ αυτή τη χώρα, ή για την άλλη, για πολιτικά ζητήματα, συμμαχίες, ίντριγκες, για όλα τα πράγματα που θα του έλεγαν, αν τους επέτρεπε να τον υπηρετήσουν. Η οχλαγωγία τους γινόταν ένα με τους ήχους της σφαγής των Τρόλοκ, και ταίριαζε μια χαρά.
Ο Φάιν δεν έδωσε σημασία —δεν φοβόταν να τους γυρίσει την πλάτη, από τη στιγμή που τον είχαν δει πώς είχε λογαριαστεί με τον Ξέθωρο— και πήγε στο βραβείο του. Γονάτισε και χάιδεψε το λεπτοδουλεμένο χρυσό κιβώτιο, νιώθοντας τη δύναμη που ήταν κλειδωμένη μέσα. Είχε αναγκαστεί κι έβαζε να το κουβαλά Τρόλοκ —δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους για να το φορτώσει σε άλογο με σέλα φορτίου· ίσως κάποια όνειρα για εξουσία να ήταν τόσο δυνατά, ώστε να ξεπεράσουν ακόμα και το φόβο που ένιωθαν μπροστά του οι άνθρωποι, αλλά οι Τρόλοκ ονειρεύονταν μονάχα σκοτωμούς— και ακόμα δεν είχε λύσει το γρίφο του ανοίγματος του. Αλλά αυτό θα γινόταν κάποια στιγμή. Όλα θα γινόντουσαν. Όλα.
Ξεθηκάρωσε το εγχειρίδιο και το ακούμπησε πάνω στο κιβώτιο, πριν καθίσει δίπλα στη φωτιά. Η λεπίδα ήταν καλύτερος φρουρός απ’ όσο θα ήταν ένας Τρόλοκ ή ένας άνθρωπος. Όλοι είχαν δει τι έγινε, τη μια φορά που το χρησιμοποίησε· κανένας δεν πλησίαζε τη γυμνωμένη λεπίδα δίχως τη διαταγή του, και ήταν απρόθυμοι ακόμα κι όταν τους διέταζε.
Ξαπλώνοντας στις κουβέρτες του, κοίταξε προς το βορρά. Τώρα δεν ένιωθε τον Ραντ αλ’Θορ· η απόσταση ανάμεσά τους ήταν πολύ μεγάλη. Ή ίσως ο αλ’Θορ να έκανε το κόλπο της εξαφάνισης. Μερικές φορές, στο οχυρό, το αγόρι ξαφνικά εξαφανιζόταν από τις αισθήσεις του Φάιν. Ο Φαν δεν ήξερε πώς, όμως ο αλ’Θορ πάντα ξαναγυρνούσε, ξαφνικά όπως είχε φύγει. Κι αυτή τη φορά θα ξαναγυρνούσε.
«Αυτή τη φορά εσύ θα έρθεις σε μένα, Ραντ αλ’Θορ. Πριν, σε ακολουθούσα σαν σκυλί που τρέχει πίσω από ίχνη, αλλά τώρα με ακολουθείς εσύ». Το γέλιο του ήταν ίνα τρελό κακάρισμα, το ήξερε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Και η τρέλα, επίσης, ήταν ένα μέρος του εαυτού του. «Έλα σε μένα, αλ’Θορ. Ο χορός ακόμα δεν άρχισε. Θα χορέψουμε στο Τόμαν Χεντ, και θα ελευθερωθώ από σένα. Επιτέλους, θα σε δω νεκρό».