«Δεν το καταλαβαίνω», είπε ο Λόιαλ. «Τις πιο πολλές φορές κέρδιζα. Και μετά ήρθε και μπήκε στο παιχνίδι η Ντένα και τα πήρε όλα. Κάθε ζαριά. Είπε ότι ήταν ένα μικρό μάθημα. Τι εννοούσε;»
Ο Ραντ και ο Ογκιρανός περπατούσαν στα Προπύλαια, αφήνοντας πίσω τους το Τσαμπί Σταφύλι. Ο ήλιος ήταν χαμηλά στα δυτικά, μια κόκκινη μπάλα, η μισή κάτω από τον ορίζοντα, που έριχνε πίσω τους μακριές σκιές. Ο δρόμος ήταν άδειος, με μόνη εξαίρεση μια μαριονέτα, έναν Τρόλοκ με κέρατα τράγου και σπαθί στη ζώνη, ο οποίος ερχόταν προς το μέρος τους με πέντε άνδρες να κρατάνε τα κοντάρια του, αλλά ακούγονταν ήχοι από ανθρώπους, που διασκέδαζαν σε άλλα μέρη των Προπυλαίων, όπου βρίσκονταν οι αίθουσες αναψυχής και οι ταβέρνες. Εδώ, οι πόρτες ήταν ήδη αμπαρωμένες και τα παντζούρια κλεισμένα.
Ο Ραντ σταμάτησε να αγγίζει τη θήκη του φλάουτου και την έριζε στη ράχη του. Κακώς θα περίμενα να παρατήσει τα πάντα και να έρθει μαζί μου, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσαμε να μιλάμε. Φως μου, μακάρι να ερχόταν ο Ίνγκταρ. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες και βρήκε το σημείωμα της Σελήνης.
«Δεν πιστεύεις πως η...» Ο Λόιαλ έκανε μια αμήχανη παύση. «Δεν πιστεύεις πως έκλεψε, ε; Όλοι χαμογελούσαν πλατιά, σαν να έκανε κάτι έξυπνο».
Ο Ραντ σήκωσε τους ώμους. Πρέπει να πάρω το Κέρας και να φύγω. Αν περιμένουμε τον Ίνγκταρ, ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Κάποια στιγμή θα έρθει ο Φάιν. Πρέπει να έχω το προβάδισμα. Οι άνδρες με τη μαριονέτα σχεδόν τους είχαν φτάσει.
«Ραντ», είπε απότομα ο Λόιαλ, «δεν νομίζω ότι είναι—»
Ξαφνικά οι άνδρες έριξαν τα κοντάρια τους να πέσουν με κρότο στο πατημένο χώμα του δρόμου· αντί να σωριαστεί ο Τρόλοκ, πήδηξε στον Ραντ με απλωμένα χέρια.
Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη. Το ένστικτο τον έκανε να τραβήξει το σπαθί από τη θήκη σε μια πλατιά τροχιά. Το Φεγγάρι Υψώνεται Πάνω από τις Λίμνες. Ο Τρόλοκ οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας, με μια υγρή, γουργουριστή κραυγή, με τα δόντια γυμνωμένα ακόμα και τη στιγμή που έπεφτε.
Για μια στιγμή, τα πάντα ήταν παγωμένα. Έπειτα οι άνδρες —Σκοτεινόφιλοι, αυτό πρέπει να ήταν— σήκωσαν το βλέμμα από τον Τρόλοκ για να κοιτάζουν τον Ραντ, με το σπαθί στα χέρια και τον Λόιαλ στο πλευρό του. Γύρισαν και το έβαλαν στα πόδια.
Κι ο Ραντ επίσης κοίταζε τον Τρόλοκ. Το κενό τον είχε τυλίξει, πριν το χέρι του αγγίξει τη λαβή· το σαϊντίν έλαμπε στο νου του, προσκαλώντας τον, φέρνοντάς του αναγούλα. Βάζοντας τα δυνατά του, έκανε το κενό να χαθεί κι έγλειψε τα χείλη. Δίχως την αδειανωσύνη, ο φόβος έκανε το δέρμα του να ανατριχιάσει.
«Λόιαλ, πρέπει να γυρίσουμε στο πανδοχείο. Ο Χούριν είναι μόνος, κι αυτοί—» Γρύλισε, καθώς τον σήκωνε στον αέρα ένα χοντρό μπράτσο, τόσο μακρύ που μπορούσε να καθηλώσει και τα δύο χέρια του στο στήθος του. Ένα τριχωτό χέρι άρπαζε το λαιμό του. Είδε φευγαλέα μια μουσούδα με χαυλιόδοντες πάνω από το κεφάλι του. Μια απαίσια οσμή έφτασε στη μύτη του, ίσες δόσεις ξινός ιδρώτας και χοιροστάσιο.
Το χέρι άφησε το λαιμό του, γοργά όπως τον είχε πιάσει. Ο Ραντ, ζαλισμένος, κοίταξε τα χοντρά δάχτυλα του Ογκιρανού που έσφιγγαν τον καρπό του Τρόλοκ.
«Κρατήσου, Ραντ». Η φωνή του Λόιαλ έδειχνε ότι ζοριζόταν. Το άλλο χέρι του Ογκιρανού εμφανίστηκε από την άλλη μεριά και άρπαζε το μπράτσο που κρατούσε τον Ραντ ψηλά πάνω από το έδαφος. «Κρατήσου».
Ο Ραντ σείστηκε πέρα-δώθε, καθώς πάλευαν ο Τρόλοκ και ο Ογκιρανός. Ξαφνικά ένιωσε ότι ήταν ελεύθερος. Παραπάτησε, έκανε δυο βήματα για να απομακρυνθεί και ξαναγύρισε με το σπαθί υψωμένο.
Ο Λόιαλ στεκόταν πίσω από τον Τρόλοκ με τη μουσούδα αγριόχοιρου κατ τον έσφιγγε από τον καρπό και τον πήχη, κρατώντας τα χέρια του Τρόλοκ διάπλατα ανοιχτά, βαριανασαίνοντας από τον κόπο. Ο Τρόλοκ μούγκριζε με λαρυγγώδεις ήχους στην τραχιά γλώσσα των Τρόλοκ, κι έριχνε το κεφάλι πίσω, προσπαθώντας να πετύχει τον Λόιαλ με το χαυλιόδοντα. Οι μπότες τους σέρνονταν στο χώμα του δρόμου.
Ο Ραντ προσπάθησε να καρφώσει με τη λεπίδα του τον Τρόλοκ χωρίς να χτυπήσει τον Λόιαλ, αλλά ο Ογκιρανός και ο Τρόλοκ στριφογύριζαν στον άγριο χορό τους, τόσο που δεν έβρισκε άνοιγμα.
Μ’ ένα γρύλισμα, ο Τρόλοκ ελευθέρωσε το αριστερό του χέρι, αλλά, πριν ξεφύγει εντελώς, ο Λόιαλ πέρασε το δικό του χέρι γύρω από το λαιμό του Τρόλοκ, τραβώντας τον κοντά. Ο Τρόλοκ προσπάθησε να πιάσει το σπαθί του· η όμοια με δρεπάνι λεπίδα κρεμόταν στην άλλη πλευρά και δεν μπορούσε να την τραβήξει άνετα με το ελεύθερο αριστερό του, αλλά πόντο τον πόντο το σκούρο ατσάλι άρχισε να γλιστρά και να βγαίνει από τη θήκη. Και ακόμα σφάδαζαν, τόσο που ο Ραντ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς να κινδυνεύσει ο Λόιαλ.
Η Δύναμη. Έτσι δα το έκανε. Δεν ήξερε το πως, αλλά δεν ήξερε και τι άλλο να δοκιμάσει. Ο Τρόλοκ είχε τραβήξει το σπαθί σχεδόν ως τη μέση. Όταν γύμνωνε την κυρτή λεπίδα, θα σκότωνε τον Λόιαλ.
Ο Ραντ σχημάτισε απρόθυμα το κενό. Το σαϊντίν έλαμψε πάνω του, τον τράβηξε. Του φάνηκε πως θυμόταν αμυδρά κάποια άλλη φορά που το σαϊντίν του τραγουδούσε, αλλά τώρα απλώς τον έλκυε, όπως η ευωδιά του λουλουδιού τραβούσε τη μέλισσα και η βρώμα της κοπριάς τη μύγα. Ανοίχτηκε, άπλωσε προς αυτό. Λεν υπήρχε τίποτα εκεί. Το ίδιο θα ήταν αν προσπαθούσε να βρει φως στην αλήθεια. Το μόλυσμα γλίστρησε πάνω του, τον λέρωσε, αλλά δεν υπήρχε μέσα του η ροή του φωτός. Ωθούμενος από μια απόμακρη απόγνωση, δοκίμασε και ξαναδοκίμασε. Και πάντα υπήρχε μονάχα το μόλυσμα.
Με μια απότομη κίνηση, ο Λόιαλ έριξε στο πλάι τον Τρόλοκ, τόσο δυνατά, που το πλάσμα στριφογύρισε κόντρα στον τοίχο ενός κτιρίου. Χτύπησε εκεί με το κεφάλι, μ’ ένα δυνατό κρακ, και χαμήλωσε στον τοίχο, ξαπλώνοντας, με το λαιμό να στρίβει σε παράξενη γωνία. Ο Λόιαλ στάθηκε κοιτάζοντας τον, με το στήθος του να φουσκώνει.
Ο Ραντ κοίταξε για μια στιγμή από την αδειανωσύνη, και μετά συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Μόλις το κατάλαβε, άφησε το κενό και το μολυσμένο φως και έτρεξε πλάι στον Λόιαλ.
«Ποτέ δεν... σκότωσα, Ραντ». Ο Λόιαλ ανάσανε τρέμοντας.
«Θα σε σκότωνε, αν δεν τον προλάβαινες», του είπε ο Ραντ. Κοίταξε ανήσυχος τα στενάκια και τα κλεισμένα παντζούρια και τις αμπαρωμένες πόρτες. Όπου υπήρχαν δύο Τρόλοκ, θα υπήρχαν κι άλλοι. «Λυπάμαι που αναγκάστηκες να το κάνεις, Λόιαλ, αλλά θα μας σκότωνε και τους δυο, ή θα έκανε κάτι χειρότερο».
«Το ξέρω. Αλλά δεν μου αρέσει. Ακόμα κι αν είναι Τρόλοκ». Ο Ογκιρανός έδειξε προς την κατεύθυνση του ήλιου που έδυε, και άρπαξε τον Ραντ από το μπράτσο. «Άλλοι ένας».
Ο Ραντ δεν διέκρινε λεπτομέρειες κόντρα στον ήλιο, αλλά έμοιαζε να είναι άλλη μια ομάδα ανδρών με μια πελώρια μαριονέτα που έρχονταν προς το μέρος τους. Μόνο που τώρα, ξέροντας τι να δει, έβλεπε τη «μαριονέτα» να κουνά τα πόδια με μεγάλη φυσικότητα, και το κεφάλι με τη μουσούδα υψωνόταν για να μυρίσει δίχως κανείς να σηκώνει το κοντάρι του. Δεν του φαινόταν πως ο Τρόλοκ και οι Σκοτεινόφιλοι θα τους έβλεπαν ανάμεσα στις σκιές του δειλινού, ή αυτά που κείτονταν μπροστά στα πόδια τους· προχωρούσαν πολύ αργά. Αλλά ήταν φανερό ότι κυνηγούσαν, και ότι πλησίαζαν.
«Ο Φάιν ξέρει ότι είμαι κάπου εδώ», είπε, σκουπίζοντας βιαστικά τη λεπίδα στο πανωφόρι του πεθαμένου Τρόλοκ. «Τους έβαλε να με βρουν. Φοβάται όμως μήπως δει κανείς τους Τρόλοκ, αλλιώς δεν θα τους μεταμφίεζε. Αν φτάσουμε σε δρόμο με κόσμο, σωθήκαμε. Θα πρέπει να γυρίσουμε στον Χούριν. Αν τον βρει ο Φάιν, μονάχο με το Κέρας...»
Τράβηξε τον Λόιαλ στην επόμενη γωνία και στράφηκε εκεί που άκουγε τα κοντινότερα γέλια και τις μουσικές, αλλά, πριν φτάσουν εκεί, εμφανίστηκε άλλη μια ομάδα μπροστά τους, σ’ έναν κατά τα άλλα άδειο δρόμο, μαζί με μια μαριονέτα που δεν ήταν μαριονέτα. Ο Ραντ και ο Λόιαλ πήραν την επόμενη στροφή. Ο δρόμος πήγαινε ανατολικά.
Κάθε φορά που ο Ραντ προσπαθούσε να φτάσει στις μουσικές και τα γέλια, υπήρχε ένας Τρόλοκ στο δρόμο του, που συχνά οσμιζόταν τον αέρα για να πιάσει τη μυρωδιά. Μερικοί Τρόλοκ κυνηγούσαν με την οσμή. Μερικές φορές, εδώ που δεν υπήρχαν μάτια να τους δουν, εμφανιζόταν Τρόλοκ που κυνηγούσε μόνος του. Μερικές φορές ο Ραντ ήταν σίγουρος πως κάποιους Τρόλοκ δεν ήταν η πρώτη ή η δεύτερη φορά που τους έβλεπε. Πλησίαζαν, και φρόντιζαν να μην φύγουν ο Ραντ και ο Λόιαλ από τους έρημους δρόμους με τα κλεισμένα παντζούρια. Σιγά-σιγά, αναγκάζονταν να κατευθυνθούν προς τα ανατολικά, μακριά από την πόλη και τον Χούριν, μακριά από τους άλλους ανθρώπους, στα στενά δρομάκια, που σκοτείνιαζαν αργά, οδηγώντας προς όλες τις κατευθύνσεις, ανηφόριζαν και κατηφόριζαν. Ο Ραντ κοίταζε με λύπη τα σπίτια που περνούσαν, τα ψηλά κτίρια, που έκλειναν ερμητικά για τη νύχτα. Ακόμα κι αν χτυπούσε μια πόρτα μέχρι να τους ανοίξουν, ακόμα κι αν τους έπαιρναν μέσα, καμία από τις πόρτες που έβλεπε δεν θα σταματούσε Τρόλοκ. Απλώς θα πρόσφεραν κι άλλα θύματα μαζί με τους δυο τους.
«Ραντ», είπε τελικά ο Λόιαλ, «δεν έχει πουθενά αλλού να πάμε».
Είχαν φτάσει στην ανατολική άκρη των Προπυλαίων· τα ψηλά κτίρια δεξιά κι αριστερά τους ήταν τα τελευταία. Τα φώτα στα παράθυρα των πάνω ορόφων τον κορόιδευαν, αλλά οι χαμηλότεροι όροφοι ήταν σφιχτοκλειδωμένοι. Μπροστά τους εκτείνονταν οι λόφοι, βυθισμένοι στο πρώτο σούρουπο, δίχως καν ένα αγροτόσπιτο. Δεν ήταν όμως εντελώς άδειοι. Ο Ραντ διέκρινε, αν και με δυσκολία, χλωμά τείχη, που περιέκλειαν έναν από τους μεγαλύτερους λόφους, περίπου ένα μίλι πιο πέρα, με κτίρια μέσα τους.
«Από τη στιγμή που θα μας σπρώξουν εκεί έξω», είπε ο Λόιαλ, «δεν θα ανησυχούν ποιο μάτι θα τους δει».
Ο Ραντ έδειξε τα τείχη γύρω από το λόφο. «Αυτά σταματάνε και Τρόλοκ. Πρέπει να είναι το μέγαρο κάποιου άρχοντα. Ίσως μας αφήσουν να μπούμε. Έναν Ογκιρανό, κι έναν ξένο άρχοντα; Αυτό το πανωφόρι πρέπει κάποτε να μου φανεί χρήσιμο». Κοίταξε το δρόμο πίσω τους. Ακόμα κανένας Τρόλοκ δεν φαινόταν, αλλά τράβηξε καλού-κακού τον Λόιαλ στην άλλη πλευρά του κτιρίου.
«Νομίζω ότι αυτή είναι η αντιπρσοωπεία των Φωτοδοτών, Ραντ. Οι Φωτοδότες φυλάνε τα μυστικά τους με αυστηρότητα. Δεν νομίζω ότι θα άφηναν να μπει εκεί ακόμα και ο ίδιος ο Γκάλντριαν».
«Πού μπλέξατε αυτή τη φορά;» είπε μια γνώριμη γυναικεία φωνή. Ξαφνικά μια ευωδιά χύθηκε στον αέρα.
Ο Ραντ μαρμάρωσε: από τη γωνία που μόλις είχαν στρίψει βγήκε η Σελήνη· το άσπρο φόρεμά της άστραφτε στο μισοσκόταδο. «Πώς βρέθηκες εδώ; Τι κάνεις εδώ; Πρέπει να φύγεις αμέσως. Τρέξε! Μας κυνηγούν Τρόλοκ».
«Το είδα». Η φωνή της ήταν κοφτή, αλλά δροσερή και ήρεμη. «Ήρθα να ψάξω για σας και βρίσκω ότι αφήσατε τους Τρόλοκ να σας οδηγούν σαν πρόβατα. Μπορεί ο κάτοχος του Κέρατος του Βαλίρ να επιτρέπει τέτοια συμπεριφορά;»
«Λεν το έχω μαζί μου», είπε ο Ραντ απότομα, «και δεν ξέρω σε τι θα βοηθούσε, ακόμα κι αν το είχα. Οι νεκροί ήρωες δεν προορίζονται να σώσουν εμένα από τους Τρόλοκ. Σελήνη, πρέπει να φύγεις. Τώρα!» Κρυφοκοίταξε πέρα από τη γωνία.
Λιγότερο από εκατό απλωσιές πιο πέρα, ένας Τρόλοκ έβγαζε προσεκτικά το κερασφόρο κεφάλι του από την άλλη γωνία και μύριζε τη νύχτα. Μια μεγάλη σκιά στο πλευρό του πρέπει να ήταν άλλος ένας Τρόλοκ, και υπήρχαν επίσης και μικρότερες σκιές. Σκοτεινόφιλοι.
«Πολύ αργά», μουρμούρισε ο Ραντ. Άλλαζε θέση στη θήκη του φλάουτου για να βγάλει το μανδύα του και να τον τυλίξει γύρω από τη Σελήνη. Το μάκρος ήταν αρκετό για να κρύψει τελείως το άσπρο φόρεμά της, και μάλιστα σερνόταν και στο χώμα. «Σήκωσέ το για να τρέξεις», της είπε. «Λόιαλ, αν δεν μας αφήσουν να μπούμε, θα πρέπει να βρούμε τρόπο για να μπούμε κρυφά».
«Μα, Ραντ—»
«Προτιμάς να περιμένεις τους Τρόλοκ;» Έσπρωξε τον Λόιαλ για να τον κάνει να ξεκινήσει και έπιασε τη Σελήνη από το χέρι για να τον ακολουθήσουν. «Βρες από πού να πάμε για να μην σπάσουμε κάνα κεφάλι, Λόιαλ».
«Επιτρέπεις στον εαυτό σου να ταραχτεί», είπε η Σελήνη. Φαινόταν να ακολουθεί τον Λόιαλ στο ημίφως πιο εύκολα απ’ όσο ο Ραντ. «Αναζήτησε την Ενότητα, και μείνε γαλήνιος. Αυτός που θέλει να γίνει μεγάλος πρέπει να είναι πάντα γαλήνιος».
Βρίσκονταν σε ένα δρομάκι, που ανηφόριζε στο λόφο ανάμεσα σε δύο μακριά, χαμηλά κτίρια δίχως παράθυρα. Στην αρχή του φάνηκε πως κι αυτά ήταν από πέτρα, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ο άσπρος σοβάς έκρυβε ξύλο. Τώρα το σκοτάδι είχε πυκνώσει, έτσι ώστε το φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στους τοίχους πρόσφερε κάποιο φως.
«Καλύτερα να μας συλλάβουν οι Φωτοδότες παρά να μας πιάσουν οι Τρόλοκ», μουρμούρισε ο Ραντ, ξεκινώντας για το λόφο.
«Μα αυτό προσπαθώ να σου πω», διαμαρτυρήθηκε ο Λόιαλ. «Άκουσα ότι οι Φωτοδότες σκοτώνουν τους παρείσακτους. Ραντ, φυλούν τα μυστικά τους με σκληρότητα και πείσμα».
Ο Ραντ κοκάλωσε και κοίταξε την πόρτα πίσω του. Οι Τρόλοκ ήταν ακόμα εκεί. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, θα ήταν καλύτερα να αντιμετωπίσουν ανθρώπους παρά Τρόλοκ. Ίσως έπειθε τους Φωτοδότες να τους αφήσουν να φύγουν· οι Τρόλοκ δεν στέκονταν ν’ ακούσουν πριν σκοτώσουν. «Λυπάμαι που σε έμπλεξα, Σελήνη».
«Ο κίνδυνος προσθέτει μια ιδιαίτερη γεύση», είπε εκείνη με απαλή φωνή. «Κι ως τώρα, τα πας καλά. Να δούμε τι υπάρχει;» Τον πέρασε και προχώρησε στο στενάκι. Ο Ραντ την ακολούθησε, νιώθοντας την ευωδιά της.
Στην κορυφή του λόφου το στενάκι κατέληγε σε μια πλατιά έκταση από λείο κι ομαλά απλωμένο πηλό, χλωμό σχεδόν σαν το σοβά, που την περιέβαλλαν πάλι λευκά κτίρια χωρίς παράθυρα, με τις σκιές από άλλα στενά δρομάκια ανάμεσα τους. Όμως στα δεξιά του Ραντ υπήρχε ένα κτίριο με παράθυρα, απ’ όπου έπεφτε φως στον ανοιχτόχρωμο πηλό. Ξαναχώθηκε στη σκιά του στενού, όταν εμφανίστηκαν ένας άνδρας και μια γυναίκα, οι οποίοι διέσχισαν την αλάνα.
Τα ρούχα τους σίγουρα δεν ήταν της Καιρχίν. Ο άνδρας φορούσε παντελόνι φαρδύ, σαν το πουκάμισό του, και τα δύο σε απαλό κίτρινο χρώμα, με κεντητά σχέδια στα μπατζάκια και στο μπροστινό μέρος του πουκάμισου. Το φόρεμα της γυναίκας, με περίπλοκα στολίσματα στο στήθος, φαινόταν αχνοπράσινο, και τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε άφθονες κοντές κοτσίδες.
«Όλα είναι έτοιμα, λες;» είπε η γυναίκα επιτακτικά. «Είσαι σίγουρος, Ταμούζ; Όλα;»
Ο άλλος άπλωσε τα χέρια. «Ποτέ δεν με πιστεύεις, Αλούντρα. Όλα είναι έτοιμα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε την επίδειξη αυτή τη στιγμή».
«Οι πύλες και οι πόρτες, είναι όλες αμπαρωμένες; Όλα τα...;» Η φωνή της έσβησε, καθώς απομακρύνονταν από το φωτισμένο κτίριο.
Ο Ραντ περιεργάστηκε την αλάνα, χωρίς να αναγνωρίζει σχεδόν τίποτα. Στη μέση υπήρχαν αρκετές δεκάδες όρθιοι σωλήνες, που στηρίζονταν σε μεγάλες ξύλινες βάσεις, ψηλοί όσο ο ίδιος και με πλάτος κάτι λιγότερο από μισό μέτρο. Από κάθε σωλήνα έφευγε ένα σκούρο, μπλεγμένο κορδόνι, που κατέληγε πίσω από ένα χαμηλό τοιχάκι μήκους περίπου τριών απλωσιών στην απέναντι πλευρά. Παντού ολόγυρα στην ανοιχτή έκταση βρισκόταν ένας κυκεώνας από ξύλινα ράφια με γούρνες και σωλήνες και διχαλωτά ραβδιά και πλήθος άλλα πράγματα.
Τα βεγγαλικά που είχε δει στη ζωή του χωρούσαν στο χέρι του, και δεν ήξερε τίποτα παραπάνω εκτός του ότι έσκαζαν με δυνατό πάταγο, ή σφύριζαν στο χώμα, πετώντας σπίθες στριφογυριστά, ή, μερικές φορές, πετάγονταν στον αέρα. Πάντα είχαν προειδοποίηση από τους Φωτοδότες ότι, αν τα άνοιγαν, θα έσκαζαν. Πάντως τα πυροτεχνήματα ήταν τόσο ακριβά, που το Συμβούλιο του Χωριού δεν θα επέτρεπε σε κάποιον αδαή να τα ανοίξει. Ο Ραντ θυμόταν πολύ καλά τότε που ο Ματ είχε προσπαθήσει να κάνει αυτό ακριβώς· για μια βδομάδα ύστερα, ο μόνος που του μιλούσε ήταν η μητέρα του. Το μόνο γνώριμο που έβλεπε ο Ραντ ήταν τα κορδόνια — τα φυτίλια. Ήξερε ότι εκεί έβαζες τη φωτιά.
Έριξε μια ματιά πίσω του, στην πόρτα που δεν ήταν αμπαρωμένη, έκανε νόημα στους άλλους να τον ακολουθήσουν και προχώρησε παρακάμπτοντας τους σωλήνες. Αφού έψαχναν μέρος να κρυφτούν, ήθελε να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από κείνη την πόρτα.
Αυτό σήμαινε ότι προχωρούσαν ανάμεσα στα ράφια, κι ο Ραντ κρατούσε την ανάσα του κάθε φορά που άγγιζε ξυστά κάποιο. Τα αντικείμενα πάνω τους τραντάζονταν και κροτούσαν με το παραμικρό άγγιγμα. Όλα έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από ξύλο, δίχως καθόλου μέταλλο. Δεν του ήταν δύσκολο να φανταστεί το σαματά που θα ακουγόταν αν έπεφτε κάποιο. Κοίταξε επιφυλακτικά τους ψηλούς σωλήνες, καθώς θυμόταν το βρόντο που έκανε ένα βεγγαλικό μεγάλο όσο το δάχτυλό του. Αν αυτά ήταν πυροτεχνήματα, θα προτιμούσε να μην είναι τόσο κοντά τους.
Ο Λόιαλ μουρμούριζε συνεχώς μόνος του, ειδικά όταν ακουμπούσε σε ένα ράφι, τιναζόταν για να απομακρυνθεί κι έπεφτε πάνω σε άλλο. Ο Ογκιρανός προχωρούσε μέσα σ’ ένα σύννεφο από κρότους και μουρμουρητά.
Η Σελήνη του προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ταραχή. Προχωρούσε άνετα, σαν να βρισκόταν σε δρόμο της πόλης. Δεν έπεφτε ποτέ σε ράφι, δεν έκανε κανέναν ήχο, αλλά και δεν τυλιγόταν στο μανδύα της. Η λευκότητα του φορέματός της έμοιαζε λαμπρότερη απ’ όλους τους τοίχους μαζί. Ο Ραντ κοίταζε τα φωτισμένα παράθυρα, περιμένοντας ότι κάποιος θα εμφανιζόταν. Ένας έφτανε· θα έβλεπε τη Σελήνη, θα έδινε συναγερμό.
Τα παράθυρα όμως παρέμεναν άδεια. Ο Ραντ μόλις είχε αναστενάξει ανακουφισμένος, καθώς πλησίαζαν το τοιχάκι —και τα στενάκια, και τα κτίρια πίσω του— όταν ο Λόιαλ άγγιξε ένα ράφι ακόμα, που στεκόταν μπροστά στον τοίχο. Εκεί υπήρχαν δέκα ραβδιά, που έμοιαζαν φτιαγμένα από μαλακό υλικό, μακριά όσο το μπράτσο του Ραντ, που από τις άκρες τους υψώνονταν λεπτά συννεφάκια καπνού. Το ράφι δεν έκανε σχεδόν κανέναν ήχο πέφτοντας, και τα ραβδιά που κάπνιζαν έπεσαν πάνω σε ένα φυτίλι. Μ’ ένα τσιριχτό τριζοβολητό, το φυτίλι πήρε φωτιά και η φλόγα όρμηξε σε έναν από τους ψηλούς σωλήνες.
Ο Ραντ τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα για μια στιγμή, και μετά προσπάθησε να φωνάξει ψιθυριστά, «Πίσω από τον τοίχο!»
Η Σελήνη άφησε έναν θυμωμένο ήχο, όταν την έριζε στο έδαφος πίσω από το τοιχάκι, αλλά τον Ραντ δεν τον ένοιαζε. Προσπάθησε να απλωθεί από πάνω της προστατευτικά, καθώς ο Λόιαλ ερχόταν να στριμωχτεί δίπλα τους. Καθώς περίμενε να εκραγεί ο σωλήνας, αναρωτήθηκε αν θα απέμενε τίποτα από τον τοίχο. Ακούστηκε ένας υπόκωφος γδούπος, που τον άκουσε και ταυτόχρονα τον ένιωσε στο έδαφος. Ανασηκώθηκε επιφυλακτικά από τη Σελήνη για να κρυφοκοιτάξει από την άκρη του τοίχου. Εκείνη του βάρεσε μπουνιά στα πλευρά, με δύναμη, και βγήκε σπαρταρώντας από κάτω του, αναφωνώντας κάτι σε μια γλώσσα την οποία ο Ραντ δεν αναγνώριζε, αλλά δεν πρόσεχε πια.
Από την κορυφή του σωλήνα έσταζε ένα ποταμάκι καπνού. Αυτό ήταν όλο. Κούνησε το κεφάλι απορημένα. Αν ήταν αυτό όλο...
Μ’ ένα βρόντο σαν κεραυνός, ένα πελώριο λουλούδι με κόκκινα και λευκά χρώματα άνθισε ψηλά στον ουρανό, που τώρα ήταν κατασκότεινος, και μετά άρχισε να φεύγει και να χάνεται μέσα σε σπίθες.
Καθώς το κοίταζε με μάτια γουρλωμένα, από το φωτισμένο κτίριο ακούστηκε φασαρία. Άνδρες και γυναίκες που φώναζαν βγήκαν στα παράθυρα, κοιτάζοντας, δείχνοντας με τα χέρια.
Ο Ραντ κοίταξε με λαχτάρα το σκοτεινό στενάκι, δέκα βήματα πιο πέρα. Και το πρώτο βήμα θα το έκαναν σε πλήρη θέα των ανθρώπων στα παράθυρα. Από το κτίριο ακούστηκαν ποδοβολητά.
Έσπρωξε τον Λόιαλ και τη Σελήνη πίσω στον τοίχο, ελπίζοντας να έμοιαζαν με σκιά. «Μην κουνιέστε και μην μιλάτε», ψιθύρισε. «Είναι η μόνη μας ελπίδα».
«Μερικές φορές», είπε η Σελήνη χαμηλόφωνα, «αν είσαι εντελώς ακίνητος, δεν μπορεί να σε δει κανείς». Δεν φαινόταν να ανησυχεί, ούτε τόσο δα.
Μπότες ακούστηκαν να πηγαινοέρχονται στην άλλη πλευρά του τοίχου και φωνές υψώθηκαν θυμωμένες. Ειδικά η φωνή της Αλούντρας, που την αναγνώρισε ο Ραντ.
«Ταμούζ, πανηλίθιε! Γελοίο γουρούνι! Η μάνα σου ήταν γίδα! Καμιά μέρα θα μας σκοτώσεις όλους».
«Δεν φταίω εγώ, Αλούντρα», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Πρόσεξα να τα βάλω όλα στη θέση τους, και οι αναφλεκτήρες ήταν—»
«Μη μου μιλάς, Ταμούζ! Τα γουρούνια δεν δικαιούνται να μιλάνε σαν άνθρωποι!» Η φωνή της Αλούντρας άλλαξε, καθώς απαντούσε στην ερώτηση άλλου. «Δεν προλαβαίνουμε να ετοιμάσουμε άλλο. Ο Γκάλντριαν ας βολευτεί απόψε με τα υπόλοιπα. Και με ένα που άναψε νωρίτερα. Κι εσύ, Ταμούζ! Θα βάλεις τα πάντα σωστά, και αύριο θα φύγεις με τα κάρα για να αγοράσεις την κοπριά. Αν πάει κάτι άλλο στραβά απόψε, δεν θα σου εμπιστευτώ άλλη φορά ούτε την κοπριά!»
Τα βήματα ακούστηκαν να χάνονται, καθώς η Αλούντρα έφευγε προς το κτίριο, μουρμουρίζοντας, Ο Ταμούζ έμεινε εκεί, μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του για την αδικία της ζωής.
Ο Ραντ σταμάτησε να ανασαίνει, όταν ο άνδρας πλησίασε το πεσμένο ράφι. Κολλημένος στον τοίχο, μέσα στις σκιές, έβλεπε τη ράχη και τον ώμο του Ταμούζ. Αρκούσε να γυρίσει το κεφάλι και θα έβλεπε τον Ραντ και τους άλλους. Συνεχίζοντας τα παράπονα, τακτοποίησε στα ράφια τα ραβδιά που κάπνιζαν και μετά πήγε προς το κτίριο όπου είχαν πάει και όλοι οι άλλοι.
Ο Ραντ ανάσανε πάλι, έριξε μια γοργή ματιά στον άνδρα που απομακρυνόταν, και μετά ξαναχώθηκε στις σκιές. Μερικοί άνθρωποι ήταν ακόμα στα παράθυρα. «Ας μην περιμένουμε άλλη τύχη απόψε», ψιθύρισε.
«Λέγεται ότι οι μεγάλοι άνδρες ορίζουν οι ίδιοι την τύχη τους», είπε η Σελήνη με απαλή φωνή.
«Σταμάτα πια», της είπε κουρασμένα. Ευχήθηκε να μην τον χτυπούσε η ευωδιά της στο κεφάλι· δυσκολευόταν να σκεφτεί καθαρά. Θυμήθηκε την αίσθηση του σώματός της, όταν την έριζε κάτω —ήταν απαλό και σφιχτό, μ’ ένα συνδυασμό που του προκαλούσε ταραχή— και ούτε αυτό τον βοηθούσε να σκεφτεί.
«Ραντ;» Ο Λόιαλ κοίταζε από την άκρη του τοίχου, προς την αντίθετη κατεύθυνση από το φωτισμένο κτίριο. «Νομίζω πως χρειαζόμαστε λίγη τύχη ακόμα, Ραντ».
Ο Ραντ έστριψε και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Ογκιρανού. Πέρα από την πλατειούλα, στο στενάκι που έβγαζε στην πόρτα που δεν ήταν αμπαρωμένη, υπήρχαν τρεις Τρόλοκ, που από τις σκιές κρυφοκοίταζαν προς τα φωτισμένα παράθυρα. Μια γυναίκα στεκόταν σ’ ένα παράθυρο· δεν φαινόταν να είχε δει τους Τρόλοκ.
«Έτσι λοιπόν», είπε η Σελήνη ήσυχα. «Έγινε παγίδα. Αυτοί οι άνθρωποι ίσως σε σκοτώσουν, αν σε πιάσουν. Οι Τρόλοκ σίγουρα θα σε σκοτώσουν. Αλλά ίσως καταφέρεις να κατατροπώσεις τους Τρόλοκ, τόσο γρήγορα που να μην προλάβουν να ξεφωνίσουν. Ίσως εμποδίσεις τους ανθρώπους να σε σκοτώσουν για να φυλάξουν τα μικρά τους μυστικά. Μπορεί να μην επιζητείς τη μεγαλοσύνη, αλλά θα χρειαστεί μεγάλος άνθρωπος για να κάνει όλα αυτά».
«Μην χαίρεσαι τόσο», είπε ο Ραντ. Προσπάθησε να μην σκέφτεται πια την ευωδιά της, την αίσθηση του σώματός της, και το κενό σχεδόν τον περικύκλωσε. Το έδιωξε. Οι Τρόλοκ ακόμα δεν φαίνονταν να τους έχουν εντοπίσει. Έγειρε πίσω, κοιτάζοντας το κοντινότερο σκοτεινό στενάκι. Τη στιγμή που θα ξεκινούσαν προς τα κει, οι Τρόλοκ σίγουρα θα τους έβλεπαν, το ίδιο και η γυναίκα στο παράθυρο. Ένας αγώνας δρόμου θα έκρινε ποιοι θα τους έφταναν πρώτοι, οι Τρόλοκ ή οι Φωτοδότες.
«Το μεγαλείο σου θα με κάνει ευτυχισμένη». Παρά τα λόγια της, η Σελήνη φαινόταν θυμωμένη. «Ίσως θα έπρεπε να σε αφήσω για λίγο, να βρεις το δικό σου δρόμο. Αν δεν δεχτείς το μεγαλείο, όταν είναι μπροστά στα χέρια σου, τότε ίσως σου αξίζει να πεθάνεις».
Ο Ραντ δεν την κοίταξε. «Λόιαλ, μπορείς να δεις αν υπάρχει άλλη πόρτα σε κείνο το στενάκι;»
Ο Ογκιρανός κούνησε το κεφάλι. «Εδώ έχει πολύ φως κι εκεί είναι πολύ σκοτεινά. Αν ήμουν στο στενάκι, ίσως».
Ο Ραντ άγγιξε τη λαβή του σπαθιού του. «Πάρε τη Σελήνη. Μόλις δεις πόρτα —αν δεις πόρτα— φώναξε και θα σας ακολουθήσω. Αν δεν υπάρχει πόρτα εκεί κάτω, σήκωσέ την να φτάσει στην κορυφή του τείχους και να σκαρφαλώσει».
«Εντάξει, Ραντ». Ο Λόιαλ φαινόταν ανήσυχος. «Αλλά, όταν σηκωθούμε, αυτοί οι Τρόλοκ θα μας ακολουθήσουν, όποιος και να βλέπει. Ακόμα και να υπάρχει πόρτα, θα είναι στο κατόπι μας».
«Άσε τους Τρόλοκ σε εμένα». Τρεις. Ίσως τους κατάφερνα, με το κενό. Η σκέψη του σαϊντίν τον έκανε να αποφασίσει. Πολλά παράξενα συνέβαιναν, όταν άφηνε το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής να τον πλησιάσει. «Θα έρθω μόλις μπορέσω. Φύγε». Γύρισε να κοιτάζει γύρω από τον τοίχο τους Τρόλοκ.
Με την άκρη του ματιού του, είδε τον όγκο του Λόιαλ να κινείται, το λευκό φόρεμα της Σελήνης, που μόνο το μισοσκέπαζε ο μανδύας. Ένας Τρόλοκ πέρα από τους σωλήνες τους έδειξε, τον Λόιαλ και τη Σελήνη, με ενθουσιασμό στους άλλους, αλλά οι τρεις τους δίστασαν πάλι, ρίχνοντας τα βλέμματά τους ψηλά στο παράθυρο, απ’ όπου η γυναίκα κοίταζε ακόμα. Τρεις. Πρέπει να υπάρχει τρόπος. Όχι το κενό. Όχι το σαϊντίν.
«Έχει πόρτα!» ακούστηκε η χαμηλή φωνή του Ογκιρανού. Ένας Τρόλοκ έκανε ένα βήμα έξω από τις σκιές και οι άλλοι τον ακολούθησαν, παίρνοντας κουράγιο. Ο Ραντ, σαν από μακριά, άκουσε την κραυγή της γυναίκας στο παράθυρο, και ο Λόιαλ κάτι φώναζε.
Ο Ραντ, χωρίς σκέψη, σηκώθηκε όρθιος. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να σταματήσει τους Τρόλοκ, αλλιώς θα τον έπιαναν, κι αυτόν και τον Λόιαλ και τη Σελήνη. Άρπαξε ένα από τα ραβδιά που κάπνιζαν και όρμηξε στον κοντινότερο σωλήνα. Ο σωλήνας έγειρε, έκανε να πέσει, και ο Ραντ έπιασε την ξύλινη βάση και τον γύρισε κατευθείαν προς τους Τρόλοκ. Εκείνοι σταμάτησαν διστακτικά —η γυναίκα στο παράθυρο τσίριξε— και ο Ραντ άγγιξε την άκρη που κάπνιζε στο φυτίλι, ακριβώς εκεί που ενωνόταν με τον κύλινδρο.
Ο υπόκωφος γδούπος ακούστηκε αμέσως, και η χοντρή ξύλινη βάση χτύπησε τον Ραντ, ρίχνοντάς τον κάτω. Ένας βρυχηθμός σαν από κεραυνό τάραξε τη νύχτα, κι ένα εκτυφλωτικό ξέσπασμα φωτός έδιωξε το σκοτάδι.
Ο Ραντ σηκώθηκε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, βήχοντας στον πυκνό, δριμύ καπνό, με τα αυτιά του να κουδουνίζουν. Κοίταξε γύρω κατάπληκτος. Οι μισοί σωλήνες και όλα χα ράφια ήταν πεσμένα, και η μια άκρη του κτιρίου πλάι στο οποίο στέκονταν οι Τρόλοκ είχε εξαφανιστεί εντελώς, ενώ φλόγες έγλειφαν τις σανίδες και τα δοκάρια της στέγης. Από τους Τρόλοκ, δεν απέμενε τίποτα.
Πάνω από το κουδούνισμα των αυτιών του, ο Ραντ άκουσε φωνές από τους Φωτοδότες του κτιρίου. Άρχισε να τρέχει τρεκλίζοντας, χώθηκε στο στενάκι. Στα μισά του δρόμου σκόνταψε σε κάτι και κατάλαβε ότι ήταν ο μανδύας του. Τον άρπαξε χωρίς να σταματήσει. Πίσω του, οι κραυγές των Φωτοδοτών γέμισαν τη νύχτα.
Ο Λόιαλ χοροπηδούσε ανυπόμονα πλάι στην ανοιχτή πόρτα. Και ήταν μόνος.
«Πού είναι η Σελήνη;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ.
«Πήγε πίσω, Ραντ. Προσπάθησα να την πιάσω, αλλά γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου».
Ο Ραντ στράφηκε προς εκεί απ’ όπου ακουγόταν η φασαρία. Πάνω από το αδιάκοπο βούισμα των αυτιών του, ξεχώριζαν λιγάκι μερικές κραυγές. Τώρα υπήρχε φως εκεί, από τις φλόγες.
«Την άμμο! Φέρτε τους κουβάδες με την άμμο!»
«Είναι καταστροφή! Καταστροφή!»
«Μερικοί πήγαν προς τα κει!»
Ο Λόιαλ άρπαζε τον Ραντ από τον ώμο. «Δεν μπορείς να τη βοηθήσεις, Ραντ. Θα πιάσουν και σένα. Πρέπει να φύγουμε». Κάποιος εμφανίστηκε στην είσοδο του στενού, μια σκιά, που η φλογισμένη λάμψη πίσω της έδειχνε το περίγραμμά της, και έδειξε προς το μέρος τους. «Πάμε, Ραντ!»
Ο Ραντ άφησε τον Λόιαλ να τον βγάλει από την πόρτα και να χωθούν στο σκοτάδι. Η φωτιά χάθηκε πίσω τους και έμεινε μόνο μια λάμψη στη νύχτα, και τα φώτα των Προπυλαίων τους πλησίασαν. Ο Ραντ σχεδόν θα ευχόταν να έρχονταν κι άλλοι Τρόλοκ, κάτι που μπορούσε να το πολεμήσει. Μα μόνο η νυχτερινή αύρα ήταν εκεί, και χάιδευε το γρασίδι.
«Προσπάθησα να την εμποδίσω», είπε ο Λόιαλ. Ακολούθησε μεγάλη σιωπή. «Δεν θα κάναμε τίποτα. Θα έπιαναν και μας».
Ο Ραντ αναστέναξε. «Το ξέρω, Λόιαλ. Έκανες ό,τι μπορούσες». Προχώρησε ανάποδα για λίγο, κοιτάζοντας τη λάμψη. Έμοιαζε πιο αδύνατη· οι Φωτοδότες έσβηναν την πυρκαγιά. «Πρέπει να βρω τρόπο να τη βοηθήσω». Πώς; Με το σαϊντίν; Με τη Δύναμη; Ανατρίχιασε. «Πρέπει».
Μπήκαν στα Προπύλαια από τους φωτισμένους δρόμους, τυλιγμένοι στη σιωπή, που έδιωχνε μακριά τους τις φωνές και τα γέλια του κόσμου.
Όταν μπήκαν στον Υπερασπιστή του Δρακότειχους, ο πανδοχέας πρότεινε το δίσκο του, που είχε μια σφραγισμένη περγαμηνή.
Ο Ραντ την πήρε, και κοίταζε τη λευκή σφραγίδα. Ημισέληνος και άστρα. «Ποιος το άφησε αυτό; Πότε;»
«Μια γρια γυναίκα, Άρχοντά μου. Ούτε ένα τέταρτο πριν. Υπηρέτρια, αν και δεν είπε από ποιον Οίκο ήταν». Ο Κουάλε χαμογέλασε, σαν να προσκαλούσε τον Ραντ να τον εμπιστευτεί.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε ο Ραντ, που δεν είχε τραβήξει το βλέμμα από τη σφραγίδα. Ο πανδοχέας τους παρακολούθησε σκεφτικός να ανεβαίνουν.
Ο Χούριν έβγαλε την πίπα από το στόμα του, όταν μπήκαν στο δωμάτιο ο Ραντ και ο Λόιαλ. Είχε το κοντό σπαθί και τον σπαθοσπάστη στο τραπέζι και τα σκούπιζε μ’ ένα λαδωμένο πανί. «Πολύ ώρα έμεινες στον βάρδο, Άρχοντά μου. Είναι καλά;»
Ο Ραντ ξαφνιάστηκε. «Τι; Ο Θομ; Ναι, είναι...» Έσπασε τη σφραγίδα με τον αντίχειρά του και διάβασε την περγαμηνή.
Εκεί που νομίζω ότι ξέρω τι θα κάνεις, πάντα κάνεις κάτι άλλο. Είσαι επικίνδυνος άνθρωπος. Ίσως δεν θα αργήσει η ώρα που θα είμαστε ξανά μαζί. Σκέψου το Κέρας. Σκέψου τη δόξα. Και σκέψου εμένα, γιατί είσαι πάντα δικός μου.
Και πάλι δεν υπήρχε υπογραφή, παρά μόνο τα κομψά γράμματα.
«Τρελές είναι όλες οι γυναίκες;» ρώτησε ο Ραντ το ταβάνι. Ο Χούριν σήκωσε τους ώμους. Ο Ραντ έπεσε στην άλλη καρέκλα, εκείνη που ήταν φτιαγμένη για Ογκιρανούς· τα πόδια του κρέμονταν πάνω από το πάτωμα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Κοίταξε το κιβώτιο, που ήταν τυλιγμένο στην κουβέρτα, κάτω από το κρεβάτι του Λόιαλ. Σκέψου τη δόξα. «Μακάρι να ερχόταν ο Ίνγκταρ».