12 Υφασμένο στο Σχήμα

Η Εγκουέν έφεξε πίσω από τη Νυνάβε προς τις μαζεμένες Άες Σεντάι γύρω από το παλανκίνο της Έδρας της Άμερλιν, και η επιθυμία της να μάθει το λόγο της αναταραχής ξεπερνούσε ακόμα και την ανησυχία της για τον Ραντ. Αυτός ήταν πολύ μακριά της, προς το παρόν. Η Μπέλα, η δασύτριχη φοράδα της, ήταν μαζί με τα υποζύγια των Άες Σεντάι, όπου ήταν και το άλογο της Νυνάβε.

Οι Πρόμαχοι, με τα χέρια στις λαβές των σπαθιών και τα μάτια να ψάχνουν πανιού, σχημάτισαν έναν ατσάλινο κλοιό γύρω από τις Άες Σεντάι και το παλανκίνο που το κουβαλούσαν άλογα. Ήταν μια νησίδα σχετικής γαλήνης στην αυλή, όπου οι Σιναρανοί στρατιώτες ακόμα έτρεχαν ανάμεσα στους έντρομους κατοίκους του οχυρού. Η Εγκουέν έπεσε πάνω στη Νυνάβε —οι Πρόμαχοι έριζαν μια σκληρή ματιά στις δυο τους και μετά σχεδόν τις αγνόησαν· όλοι ήξεραν ότι θα έφευγαν μαζί με την Άμερλιν— και από τα μουρμουρητά του πλήθους, που άκουσε μέσες-άκρες, έμαθε για το βέλος, που είχε εμφανιστεί θαρρείς από το πουθενά, και για τον τοξότη, ο οποίος ακόμα ήταν ασύλληπτος.

Η Εγκουέν έμεινε σύξυλη, τόσο σοκαρισμένη που δεν σκεφτόταν καν ότι ήταν ανάμεσα σε Άες Σεντάι. Απόπειρα κατά της ζωής μιας Άες Σεντάι. Ήταν κάτι παραπάνω από αδιανόητο.

Η Άμερλιν καθόταν στο παλανκίνο της με τις κουρτίνες τραβηγμένες στο πλάι, ενώ το ματωμένο σχίσιμο του μανικιού της τραβούσε όλα τα βλέμματα, και αντιμετώπιζε τον Άρχοντα Άγκελμαρ. «Ή θα βρεις τον τοξότη, ή δεν θα τον βρεις, γιε μου. Ό,τι κι αν γίνει, οι δουλειές μου στην Ταρ Βάλον είναι εξίσου επείγουσες με την αποστολή του Ίνγκταρ. Φεύγω τώρα».

«Μα, Μητέρα», διαμαρτυρήθηκε ο Άγκελμαρ, «αυτή η απόπειρα κατά της ζωής σου αλλάζει τα πάντα. Ακόμα δεν ξέρουμε ποιος έστειλε τον τοξότη και γιατί. Μια ώρα ακόμα, και θα έχω μπροστά σου τον δολοφόνο και τις απαντήσεις».

Η Άμερλιν άφησε ένα ξερό γέλιο, που δεν είχε την παραμικρή χαρά. «Για να πιάσεις αυτό το ψάρι, γιε μου, θα χρειαστείς πιο καλό δόλωμά, ή πιο ψιλά δίχτυα. Μέχρι να τον βρεις, θα είναι πολύ αργά για να φύγουμε σήμερα. Είναι τόσοι εκείνοι που θέλουν να με δουν νεκρή, που δεν σκοτίζομαι πολύ γι’ αυτόν εδώ. Στείλε μου νέα για ό,τι βρεις, αν βρεις κάτι». Το βλέμμα της ταξίδεψε στους πύργους που υψώνονταν πάνω από την αυλή, στις επάλξεις και στα μπαλκόνια των τοξοτών, που ήταν ακόμα γεμάτα κόσμο, ο οποίος τώρα είχε βουβαθεί. Το βέλος πρέπει να είχε έρθει από κάπου εκεί. «Νομίζω ότι ο τοξότης έχει ήδη φύγει από το Φαλ Ντάρα».

«Μα, Μητέρα—»

Η γυναίκα στο παλανκίνο τον έκοψε με μια αυστηρή χειρονομία, που σήμαινε τέλος. Ακόμα και ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα δεν μπορούσε να πιέζει τόσο την Έδρα της Άμερλιν. Τα μάτια της κατέληξαν στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, διαπεραστικά μάτια, που της Εγκουέν της φαίνονταν πως έβλεπαν σ’ αυτήν ό,τι ήθελε να κρατήσει μυστικό. Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα πίσω και μετά συγκρατήθηκε και έκλινε το γόνυ, ενώ αναρωτιόταν αν ήταν αρμόζον· δεν της είχαν εξηγήσει ποτέ το εθιμοτυπικό μιας συνάντησης με την Έδρα της Άμερλιν. Η Νυνάβε κράτησε το κορμί της στητό και ανταπέδωσε το βλέμμα της Άμερλιν, αλλά το χέρι της έψαξε και έσφιξε δυνατά το χέρι της Εγκουέν, όσο δυνατά το έσφιξε κι αυτό.

«Αυτές λοιπόν είναι οι δύο που έλεγες, Μουαραίν», είπε η Άμερλιν. Η Μουαραίν έκανε ένα αδιόρατο νεύμα και η άλλη γυναίκα γύρισε να κοιτάξει τις δύο γυναίκες από το Πεδίο του Έμοντ. Η Εγκουέν ξεροκατάπιε. Έδειχναν να ξέρουν πράγματα, πράγματα που οι άλλοι αγνοούσαν, και το χειρότερο ήταν ότι πράγματι ήξεραν. «Ναι, νιώθω μια δυνατή σπίθα μέσα τους. Αλλά τι φωτιά Θα ξεπηδήσει; Αυτό δεν είναι το ερώτημα;»

Η Εγκουέν ένιωθε το στόμα της κατάξερο. Είχε δει τον Αφέντη Πάντουιν, τον μαραγκό του Πεδίου του Έμοντ, να κοιτάζει τα εργαλεία του σχεδόν όπως η Άμερλιν κοίταζε τώρα τις δυο τους. Αυτό είναι γι’ αυτή τη δουλειά, το άλλο για την άλλη.

Η Άμερλιν είπε απότομα, «Είναι ώρα να φεύγουμε. Στα άλογα. Ο Άρχοντας Άγκελμαρ κι εγώ μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτά που πρέπει χωρίς εσάς να χαζεύετε σαν μαθητευόμενες σε μέρα σχόλης. Στα άλογα!»

Με τη διαταγή της, οι Πρόμαχοι έτρεξαν στα άλογα, πάλι επιφυλακτικά, και οι Άες Σεντάι, όλες εκτός από τη Ληάνε, άφησαν το παλανκίνο και πήγαν στα άλογά τους. Καθώς η Εγκουέν και η Νυνάβε έστριβαν για να υπακούσουν, ένας υπηρέτης εμφανίστηκε στο πλευρό του Άρχοντα Άγκελμαρ με ένα ασημένιο κύπελλο. Ο Άγκελμαρ το πήρε, ενώ το στόμα του στράβωνε με δυσαρέσκεια.

«Μ’ αυτό το ποτήρι από το χέρι μου, Μητέρα, δέξου την ευχή μου για ένα καλό ταξίδι σήμερα, και κάδε.,.»

Η Εγκουέν δεν άκουσε τα υπόλοιπα, καθώς ανέβαινε στην Μπέλα. Όταν χάιδεψε τη δασύτριχη φοράδα και έστρωσε τα φουστάνια της, το παλανκίνο είχε ήδη ξεκινήσει για την ανοιχτή πύλη, με τα άλογά του να προχωρούν δίχως χαλινάρι ή οδηγό. Η Ληάνε ήταν δίπλα στο παλανκίνο, με το ραβδί στηριγμένο στον αναβολέα. Η Εγκουέν και η Νυνάβε πλησίασαν τα άλογά τους κοντά στις υπόλοιπες Άες Σεντάι.

Την πομπή χαιρέτησαν οι ζητωκραυγές και οι επευφημίες του πλήθους, που είχε μαζευτεί στους δρόμους της μικρής πόλης, πνίγοντας σχεδόν τις βροντές των τυμπανιστών και τα σαλπίσματα. Οι Πρόμαχοι οδηγούσαν την φάλαγγα, με το λάβαρο της Λευκής Φλόγας να κυματίζει, και φύλαγαν τις Άες Σεντάι, τοποθετημένοι ολόγυρά τους, φροντίζοντας να μην πλησιάζει ο κόσμος· από πίσω ακολουθούσαν σε σχηματισμό ακριβείας τοξότες και σαρισοφόροι, με τη Φλόγα στο στήθος. Οι σάλπιγγες σιώπησαν όταν η φάλαγγα βγήκε από την πόλη και έστριψε προς το νότο, αλλά την ακολούθησαν οι ζητωκραυγές από τους δρόμους. Η Εγκουέν έριχνε συχνές ματιές πίσω, ώσπου τα δέντρα και οι λόφοι έκρυψαν τα τείχη και τους πύργους του Φαλ Ντάρα.

Η Νυνάβε, που προχωρούσε δίπλα της, κούνησε το κεφάλι. «Ο Ραντ δεν θα πάθει τίποτα. Έχει μαζί του τον Άρχοντα Ίνγκταρ και είκοσι λογχοφόρους. Στο κάτω-κάτω, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ούτε εσύ ούτε εγώ». Κοίταζε τη Μουαραίν· η λεπτή, άσπρη φοράδα της Άες Σεντάι και ο ψηλός μαύρος επιβήτορας του Λαν αποτελούσαν ένα αταίριαστο ζευγάρι λίγο παράμερα από τους υπόλοιπους. «Όχι ακόμα».

Η φάλαγγα έστριψε προς τα δυτικά, καθώς συνέχιζε το δρόμο της, και δεν προχωρούσε αρκετά γρήγορα. Ακόμα και πεζοί ελαφρά αρματωμένοι δεν μπορούσαν να διασχίσουν γρήγορα τους Σιναρανούς λόφους, αν ήθελαν να κρατήσουν το ρυθμό τους γι’ αρκετές ώρες. Πάντως έκαναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Στρατοπέδευαν αργά κάθε νύχτα, αφού η Άμερλιν δεν επέτρεπε να σταματήσουν, παρά μόνο όταν απέμενε τόσο φως, που μετά βίας έβλεπαν για να στήσουν τις σκηνές· ήταν άσπροι θόλοι με επίπεδη κορυφή, και μόλις που μπορούσες να σταθείς όρθιος μέσα τους. Κάθε ζευγάρι Άες Σεντάι από το ίδιο Άτζα είχε μία σκηνή, ενώ η Άμερλιν και η Φύλακας είχαν καθεμιά τη δική της. Η Μουαραίν ήταν σε μια σκηνή μαζί με τις δύο Γαλάζιες αδελφές της. Οι στρατιώτες κοιμόνταν στο χώμα σε δικό τους μέρος πιο πέρα, και οι Πρόμαχοι κουλούριαζονταν στους μανδύες τους κοντά στις σκηνές των Άες Σεντάι με τις οποίες ήταν δεσμευμένοι. Η σκηνή που μοιράζονταν οι Κόκκινες αδελφές έμοιαζε ασυνήθιστα μοναχική, χωρίς Προμάχους, ενώ σ’ εκείνη των Πράσινων υπήρχε σχεδόν κεφάτη ατμόσφαιρα, αφού οι δύο Άες Σεντάι εκεί συχνά κάθονταν έξω αρκετή ώρα μέσα στο σκοτάδι και μιλούσαν με τους τέσσερις Προμάχους που είχαν φέρει μαζί τους.

Ο Λαν ήρθε μια φορά στη σκηνή που μοιραζόταν η Εγκουέν με τη Νυνάβε και πήρε τη Σοφία λίγο παραπέρα στο σκοτάδι. Η Εγκουέν έσκυψε από το άνοιγμα της σκηνής για να κοιτάξει. Δεν μπόρεσε να ακούσει τι είπαν, μόνο είδε την Νυνάβε να ξεσπά οργισμένη, γύρισε με αγέρωχο βήμα, τυλίχτηκε στις κουβέρτες της και αρνήθηκε να πει κουβέντα. Της Εγκουέν της φάνηκε πως τα μάγουλα της Σοφίας ήταν υγρά, αν και έκρυβε το πρόσωπό της με τη γωνιά της κουβέρτας. Ο Λαν στάθηκε, κοιτάζοντας τη σκηνή από το σκοτάδι αρκετή ώρα, μέχρι που τελικά έφυγε. Μετά απ’ αυτό δεν ξανάρθε.

Η Μουαραίν δεν τις πλησίαζε καθόλου, και μόνο ένευε περνώντας από κοντά τους. Έμοιαζε να περνά όλες τις ώρες της μιλώντας με τις άλλες Άες Σεντάι, με όλες εκτός από τις Κόκκινες αδελφές, τραβώντας τις μία-μία κατά μέρος καθώς προχωρούσαν. Η Άμερλιν επέτρεπε ελάχιστες στάσεις για ξεκούραση, οι οποίες ήταν πάντα σύντομες.

«Ίσως δεν προλαβαίνει πια να ασχοληθεί μαζί μας», παρατήρησε θλιμμένα η Εγκουέν. Η Μουαραίν ήταν η μόνη Άες Σεντάι που ήξερε. Ίσως —αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί— η μόνη την οποία σίγουρα μπορούσε να εμπιστευτεί. «Μας βρήκε, και πάμε στην Ταρ Βάλον. Μάλλον έχει άλλα στο νου της τώρα».

Η Νυνάβε ξεφύσηξε. «Θα πιστέψω ότι ξεμπέρδεψε μαζί μας μόνο όταν πεθάνει — ή όταν πεθάνουμε εμείς. Είναι πονηρή».

Στη σκηνή τους ήρθε μια άλλη Άες Σεντάι. Η Εγκουέν κόντεψε να πάθει κόλπο την πρώτη βραδιά έξω από το Φαλ Ντάρα, όταν το σκληρό πανί της πόρτας τραβήχτηκε στο πλάι και μπήκε μέσα μια παχουλή Άες Σεντάι με τετράγωνο πρόσωπο, με μαλλιά που γκρίζαραν και αφηρημένο βλέμμα. Έριξε μια ματιά στο φανάρι που κρεμόταν από το ψηλότερο σημείο της σκηνής και η φλόγα δυνάμωσε λιγάκι. Η Εγκουέν νόμισε πως αισθάνθηκε κάτι, νόμισε πως είχε δει κάτι γύρω από την Άες Σεντάι τη στιγμή που η φλόγα δυνάμωνε. Η Μουαραίν της είχε πει ότι κάποια μέρα —όταν θα είχε προχωρήσει η εκπαίδευση της— θα μπορούσε να βλέπει όταν μια άλλη γυναίκα διαβίβαζε, και ότι θα καταλάβαινε μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάσει, ακόμα κι όταν δεν έκανε τίποτε.

«Είμαι η Βέριν Μάθγουιν», είπε η γυναίκα μ’ ένα χαμόγελο. «Κι εσείς είστε η Εγκουέν αλ’Βερ και η Νυνάβε αλ’Μεάρα. Από τους Δύο Ποταμούς, που κάποτε ήταν η Μανέθερεν, Το αίμα είναι δυνατό εκεί. Τραγουδά».

Η Εγκουέν και η Νυνάβε αντάλλαξαν ματιές καθώς σηκώνονταν.

«Αυτό είναι πρόσκληση για να παρουσιαστούμε στην Έδρα της Άμερλιν;» ρώτησε η Εγκουέν.

Η Βέριν γέλασε. Είχε ένα λεκέ από μελάνι στη μύτη της. «Αχ, όχι. Η Άμερλιν έχει ν’ ασχοληθεί με πιο σημαντικά θέματα από δύο νεαρές, που δεν είναι καν μαθητευόμενες. Αν και τίποτα δεν είναι σίγουρο. Και οι δύο έχετε μεγάλες δυνατότητες, ειδικά εσύ, Νυνάβε. Κάποια μέρα...» Κοντοστάθηκε, έτριψε σκεφτική τη μύτη στο σημείο που ήταν ο λεκές. «Μα δεν είναι αυτή η μέρα. Ήρθα εδώ για να σου κάνω ένα μάθημα, Εγκουέν. Φοβάμαι πως βιάζεσαι πολύ».

Η Εγκουέν κοίταξε τη Νυνάβε με νευρικότητα. «Τι έκανα; Δεν ξέρω να έκανα τίποτα».

«Α, δεν έκανες κάποιο λάθος. Δεν είναι έτσι ακριβώς. Κάτι επικίνδυνο, ίσως, αλλά όχι λάθος». Η Βέριν κάθισε στο σκληρό πανί που ήταν το δάπεδο της σκηνής, διπλώνοντας τα πόδια κάτω από το σώμα της. «Καθίστε και οι δύο. Καθίστε. Δεν θέλω να πιαστεί ο σβέρκος μου». Στριφογύρισε και βρήκε βολική θέση. «Καθίστε».

Η Εγκουέν κάθισε σταυροπόδι απέναντι από την Άες Σεντάι και έβαλε τα δυνατά της για να μην κοιτάξει τη Νυνάβε. Ας μην πάρω ένοχο ύφος πριν μάθω αν είμαι ένοχη. Ακόμα κι αν είμαι. «Τι έκανα που είναι επικίνδυνο, αλλά όχι ακριβώς λάθος;»

«Μα, διαβιβάζεις τη Δύναμη, παιδί μου».

Η Εγκουέν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Νυνάβε ξέσπασε, «Αυτό είναι γελοίο. Γιατί πάμε στην Ταρ Βάλον, αν όχι γι’ αυτό;»

«Η Μουαραίν ήταν... Θέλω να πω, η Μουαραίν μου έκανε μαθήματα», κατόρθωσε να πει η Εγκουέν.

Η Βέριν σήκωσε τα χέρια για να κάνουν ησυχία, κι εκείνες έπαψαν. Μπορεί να έδειχνε αφηρημένη, μα ήταν Άες Σεντάι. «Παιδί μου, νομίζεις ότι κάθε κοπέλα που έρχεται και λέει ότι θέλει να γίνει μια από μας, οι Άες Σεντάι αμέσως τη διδάσκουν πώς να διαβιβάζει; Εντάξει, δεν είσαι η κάθε κοπέλα, αλλά πάντως...» Κούνησε το κεφάλι με σοβαρό ύφος.

«Γιατί το έκανε λοιπόν;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Η Μουαραίν δεν της έκανε μαθήματα, και η Εγκουέν δεν ήξερε αν αυτό ενοχλούσε τη Νυνάβε ή όχι.

«Επειδή η Εγκουέν είχε ήδη διαβιβάσει», είπε υπομονετικά η Βέριν.

«Το... Το ίδιο κι εγώ». Η Νυνάβε έδειχνε δυσαρέσκεια.

«Οι δικές σου περιστάσεις ήταν διαφορετικές, παιδί μου. Το ότι είσαι ακόμα ζωντανή δείχνει ότι τα έβγαλες πέρα με κάθε κρίση και το κατάφερες μόνη σου. Νομίζω ότι ξέρεις πόσο τυχερή είσαι. Στις τέσσερις γυναίκες που αναγκάζονται να κάνουν αυτό που έκανες, μόνο μια επιζεί. Φυσικά, οι αδέσποτες—» Η Βέριν έκανε μια γκριμάτσα. «Συγχωρέστε με, αλλά φοβάμαι πως συνήθως έτσι το λέμε στο Λευκά Πύργο. Είναι οι γυναίκες που χωρίς καθοδήγηση κατάφεραν να αποκτήσουν κάποιον έλεγχο της δύναμης — το κάνουν στα τυφλά, με δυσκολία, όπως συμβαίνει στη δική σου περίπτωση, αλλά πάντως έχουν κάποιον έλεγχο. Σχεδόν πάντα υψώνουν τείχη, για να μην καταλάβουν ούτε οι ίδιες τι κάνουν, κι αυτά τα τείχη εμποδίζουν το συνειδητό έλεγχο. Όσο πιο πολύ καιρό ύψωναν τα τείχη, τόσο πιο δύσκολο είναι να τα γκρεμίσουν, αλλά, αν τελικά μπορέσουν να τα γκρεμίσουν — ε, κάποιες από τις πιο ικανές αδελφές μας ήταν αδέσποτες».

Η Νυνάβε φάνηκε ενοχλημένη και κοίταζε την είσοδο σαν να σκεφτόταν να φύγει.

«Δεν βλέπω τι σχέση έχουν με μένα όλα αυτά», είπε η Εγκουέν.

Η Βέριν την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, σαν να αναρωτιόταν από πού είχε ξεφυτρώσει. «Με σένα; Μα τίποτα. Το πρόβλημά σου είναι τελείως διαφορετικό. Τα πιο πολλά κορίτσια που θέλουν να γίνουν Άες Σεντάι —ακόμα και τα πιο πολλά που έχουν το σπόρο μέσα τους, όπως εσύ— το φοβούνται κιόλας. Ακόμα κι όταν φτάσουν στον Πύργο, ακόμα κι όταν μάθουν τι να κάνουν και πώς, πρέπει να τις καθοδηγεί βήμα-βήμα μια αδελφή, ή κάποια Αποδεχθείσα. Αλλά όχι εσύ, Απ’ ό,τι μου είπε η Μουαραίν, εσύ έπεσες με τα μούτρα μόλις έμαθες ότι μπορούσες να το κάνεις, προχωρώντας αδέξια στο σκοτάδι, χωρίς να σου περνά από το νου ότι ίσως το επόμενο βήμα να σε ρίξει σ’ ένα άπατο βάραθρο. Ε, είχαμε κι άλλες σαν και σένα· δεν είσαι μοναδική. Μία τέτοια ήταν και η Μουαραίν. Από τη στιγμή που είδε τι έκανες, δεν υπήρχε άλλος δρόμος παρά να αρχίσει να σε διδάσκει. Δεν σου τα εξήγησε αυτά η Μουαραίν;»

«Ποτέ». Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην ηχούσε τόσο ξεψυχισμένη η φωνή της. «Είχε... άλλες ασχολίες», Η Νυνάβε ξεφύσηξε.

«Ε, η Μουαραίν δεν συνηθίζει να σου λέει τίποτα, αν δεν είναι ανάγκη να το μάθεις. Η γνώση δεν φέρνει πραγματικό όφελος, αλλά ούτε και η έλλειψή της. Προσωπικά εγώ προτιμώ τη γνώση».

«Υπάρχει; Το βάραθρο, εννοώ;»

«Προφανώς όχι, ως εδώ», είπε η Βέριν, γέρνοντας το κεφάλι. «Αλλά στο επόμενο βήμα;» Σήκωσε τους ώμους. «Βλέπεις, παιδί μου, όσο περισσότερο προσπαθείς να αγγίξεις την Αληθινή Πηγή, όσο περισσότερο προσπαθείς να διαβιβάσεις τη Μία Δύναμη, τόσο πιο εύκολο γίνεται. Ναι, στην αρχή απλώνεις προς την Πηγή και συχνά είναι σαν να πιάνεις αέρα. Ή μπορεί να αγγίξεις το σαϊντάρ, αλλά όταν νιώσεις τη Μία Δύναμη να κυλά μέσα σου δεν βρίσκεις τι να την κάνεις. Ή κάνεις κάτι, και δεν είναι αυτό που σκόπευες να κάνεις. Να ο κίνδυνος. Συνήθως, με την καθοδήγηση και την εκπαίδευση —και τον φόβο της κοπέλας να της κόβει τη φόρα— η ικανότητα να αγγίζει την Πηγή και η ικανότητα να διαβιβάζει τη Δύναμη γίνονται ένα με την ικανότητα να ελέγχει αυτό που κάνει. Αλλά εσύ άρχισες να διαβιβάζεις χωρίς κανέναν για να σου μάθει οποιονδήποτε έλεγχο αυτού που κάνεις. Ξέρω ότι δεν θεωρείς πως είσαι πολύ προχωρημένη, και δεν είσαι, αλλά μοιάζεις με κάποια που έμαθε μόνη να ανεβαίνει τρέχοντας λόφο —μερικές φορές, τουλάχιστον— χωρίς να ξέρει πώς θα κατέβει τρέχοντας, ή περπατώντας, την άλλη πλευρά. Κάποια στιγμή θα πέσεις, αν δεν μάθεις τα υπόλοιπα. Πρόσεξε, δεν μιλάω για κάτι σαν αυτά που συμβαίνουν στους κακόμοιρους τους άνδρες που διαβιβάζουν —δεν θα τρελαθείς· δεν θα πεθάνεις, αφού οι αδελφές θα σε διδάξουν και θα σε καθοδηγήσουν— αλλά σκέψου τι θα μπορούσες να κάνεις κατά λάθος, χωρίς να το θες;» Για μια στιγμή, η αφηρημάδα είχε χαθεί από το βλέμμα της Βέριν. Για μια στιγμή, έτσι φάνηκε, το βλέμμα της Άες Σεντάι είχε περάσει από την Εγκουέν στη Νυνάβε, κοφτερό σαν το βλέμμα της Άμερλιν. «Οι έμφυτες ικανότητές σου είναι δυνατές, παιδί μου, και θα δυναμώσουν κι άλλο. Πρέπει να μάθεις να τις ελέγχεις, πριν βλάψεις τον εαυτό σου, ή κάποιον άλλο, ή πολλούς άλλους. Αυτό προσπαθούσε να σου μάθει η Μουαραίν. Σ’ αυτό θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω απόψε, και θα σε βοηθά κάποια αδελφή κάθε βράδυ, μέχρι να σε αφήσουμε στα άξια χέρια της Σέριαμ. Είναι η Κυρά των Μαθητευομένων».

Η Εγκουέν σκέφτηκε, Μήπως ξέρει για τον Ραντ; Δεν είναι πιθανό. Δεν θα τον άφηνε να φύγει από το Φαλ Ντάρα, αν είχε την παραμικρή υποψία. Αλλά ήταν σίγουρη πως δεν ήταν της φαντασίας της αυτό που είχε δει.

Η Νυνάβε σηκώθηκε όρθια με μια απαλή κίνηση. «Πάω να κάτσω κοντά στη φωτιά, να σας αφήσω μόνες».

«Θα ’πρεπε να μείνεις», είπε η Βέριν. «Θα σε ωφελήσει. Απ’ ό,τι μου είπε η Μουαραίν, ίσως χρειάζεσαι μόνο λίγη εκπαίδευση για να ανέβεις στο στάδιο της Αποδεχθείσας».

Η Νυνάβε δίστασε μονάχα για μια στιγμή, πριν κουνήσει αποφασισμένα το κεφάλι. «Σε ευχαριστώ για την προσφορά, αλλά μπορώ να περιμένω μέχρι να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον. Εγκουέν, αν με χρειαστείς, θα είμαι—»

«Όπως και να σε κρίνει κανείς», τη διέκοψε η Βέριν, «είσαι μεγάλη γυναίκα, Νυνάβε. Συνήθως, όσο πιο μικρή είναι η μαθητευόμενη τόσο καλύτερα τα πάει. Όχι με την αναγκαία εκπαίδευση, αλλά επειδή από τη μαθητευόμενη περιμένουμε να κάνει ό,τι της πουν, όταν της το πουν, και δίχως αμφισβητήσεις. Είναι κάτι που χρησιμεύει μόνο όταν η ουσιαστική εκπαίδευση φτάσει ένα ορισμένο σημείο —τότε ένας δισταγμός στο λάθος μέρος, ή η αμφιβολία γι’ αυτό που σου έχουν πει να κάνεις, μπορεί να έχουν τραγικές επιπτώσεις— αλλά είναι καλύτερα να πειθαρχεί κανείς συνεχώς. Από τις Αποδεχθείσες, αντίθετα, περιμένουμε να αμφισβητούν τα πράγματα, καθώς Θεωρούμε ότι ξέρουν αρκετά, κι επομένως ξέρουν τι ερωτήσεις να κάνουν και πότε. Τι σου φαίνεται προτιμότερο;»

Τα χέρια της Νυνάβε έσφιξαν τη φούστα της· κοίταξε πάλι το άνοιγμα της σκηνής, σμίγοντας τα φρύδια. Τελικά ένευσε και ξανακάθισε κάτω. «Και δεν κάθομαι», είπε.

«Ωραία», είπε η Βέριν. «Λοιπόν. Αυτό ήδη το ξέρεις, Εγκουέν, αλλά για χάρη της Νυνάβε θα σου πω να το επαναλάβεις βήμα-βήμα. Με τον καιρό θα σου γίνει δεύτερη φύση —θα το κάνεις γρηγορότερα απ’ όσο μπορείς να το σκεφτείς— αλλά τώρα καλύτερα να το κάνεις αργά. Κλείσε τα μάτια, σε παρακαλώ. Στην αρχή είναι καλύτερα, αν δεν σου αποσπά την προσοχή τίποτα». Η Εγκουέν έκλεισε τα μάτια. Ακολούθησε μια παύση. «Νυνάβε», είπε η Βέριν, «σε παρακαλώ, κλείσε τα μάτια. Στ’ αλήθεια θα είναι καλύτερα». Άλλη μια παύση. «Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Τώρα, πρέπει να αδειάσεις μέσα σου. Άδειασε τις σκέψεις σου. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα στο νου σου. Το μπουμπούκι ενός λουλουδιού. Μόνο αυτό. Μόνο το μπουμπούκι. Μπορείς να το δεις με κάθε λεπτομέρεια. Μπορείς να το μυρίσεις. Μπορείς να το νιώσεις. Κάθε φλέβα σε κάθε φύλλο, κάθε καμπύλη σε κάθε πέταλο. Μπορείς να νιώσεις τον χυμό του να πάλλεται. Νιώσε το. Γνώρισέ το. Γίνε αυτό. Εσύ και το μπουμπούκι είστε το ίδιο. Είστε ένα. Είσαι το μπουμπούκι».

Η φωνή της συνέχισε να μιλά υπνωτικά, αλλά η Εγκουέν δεν άκουγε πια· είχε ξανακάνει αυτή την άσκηση, με τη Μουαραίν. Ήταν αργή, αλλά η Μουαραίν έλεγε ότι με την εξάσκηση θα την έκανε πιο γρήγορα. Μέσα της ήταν ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου, με τα κόκκινα πέταλα του σφιχτοκλεισμένα. Όμως ξαφνικά εμφανίστηκε κάτι άλλο. Φως. Φως που έπεφτε στα πέταλα. Σιγά-σιγά τα πέταλα ξεδίπλωσαν, στράφηκαν προς το φως, απορροφώντας το φως. Το ρόδο και το φως ήταν ένα. Η Εγκουέν και το φως ήταν ένα. Ένιωθε ένα αργό ρυάκι του να την διαποτίζει. Απλώθηκε να πάρει κι άλλο, έβαλε τα δυνατά της να πάρει κι άλλο...

Μέσα σε μια στιγμή χάθηκαν όλα, και το μπουμπούκι και το φως. Η Μουαραίν είχε επίσης πει ότι δεν μπορούσε να το πιέσει. Η Εγκουέν αναστέναξε και άνοιξε τα μάτια. Η Νυνάβε φαινόταν συννεφιασμένη. Η Βέριν ήταν, όπως πάντα, γαλήνια.

«Δεν μπορείς να το αναγκάσεις να συμβεί», έλεγε η Άες Σεντάι. «Πρέπει να το αφήσεις να συμβεί. Πρέπει να παραδοθείς στη Δύναμη, πριν μπορέσεις να την ελέγξεις».

«Όλα αυτά είναι χαζομάρες», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Δεν νιώθω σαν λουλούδι. Πιο πολύ νιώθω σαν βάτος. Καλύτερα να πάω στη φωτιά να περιμένω».

«Όπως θέλεις», είπε η Βέριν. «Μήπως ανέφερα ότι οι μαθητευόμενες κάνουν αγγαρείες; Πλένουν πιάτα, σφουγγαρίζουν τα πατώματα, βάζουν μπουγάδα, σερβίρουν τα τραπέζια, τέτοια πράγματα. Εγώ προσωπικά νομίζω ότι οι υπηρέτες κάνουν καλύτερη δουλειά, αλλά επικρατεί η αντίληψη ότι η χειρωνακτική δουλειά διαπλάθει χαρακτήρες. Τι, θα μείνεις; Ωραία. Λοιπόν, παιδί μου, να θυμάσαι ότι ακόμα και οι βάτοι καμιά φορά βγάζουν λουλούδια, άσπρα κι όμορφα ανάμεσα στα αγκάθια. Θα τα δοκιμάσουμε ένα-ένα. Από την αρχή, Εγκουέν. Κλείσε τα μάτια».

Αρκετές φορές πριν φύγει η Βέριν, η Εγκουέν ένιωσε τη ροή της Δύναμης μέσα της, αλλά καμιά φορά δεν ήταν δυνατή, και το πιο σημαντικό που κατόρθωσε ήταν ένα αδύναμο αεράκι, που έκανε το πανί της πάριας να σαλέψει ανάλαφρα. Ήταν σίγουρη ότι το ίδιο θα κατάφερνε κι αν φτερνιζόταν. Με τη Μουαραίν τα πήγαινε καλύτερα· τουλάχιστον κάποιες φορές. Ευχήθηκε να της έκανε το μάθημα η Μουαραίν.

Η Νυνάβε δεν ένιωσε ούτε λαμπύρισμα, ή τουλάχιστον έτσι είπε. Προς το τέλος, τα μάτια της ήταν αγριεμένα και το στόμα της σφιχτό, τόσο που η Εγκουέν φοβήθηκε πως θα έβαζε τις φωνές στη Βέριν, σαν να ’ταν η Άες Σεντάι κάποια χωρική που εισέβαλλε στην ιδιωτική της ζωή. Αλλά η Βέριν της είπε απλώς να κλείσει τα μάτια άλλη μια φορά, αυτή τη φορά χωρίς την Εγκουέν.

Η Εγκουέν καθόταν και παρακολουθούσε τις άλλες δύο, ενώ την είχε πιάσει χασμουρητό. Η νύχτα περνούσε και ήταν πολύ μετά την ώρα που κοιμόταν συνήθως. Η Νυνάβε έμοιαζε με πτώμα που είχε μείνει άθαφτο, με μάτια τόσο σφιγμένα, σαν να μην ήθελε να τα ξανανοίξει ποτέ, με τα χέρια κλεισμένα σε γροθιές με κάτασπρες αρθρώσεις στην ποδιά της. Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην ξεσπούσε τώρα ο θυμός της Νυνάβε, μετά από τόση ώρα που τον κρατούσε μέσα της.

«Νιώσε τη ροή να περνά από μέσα σου», έλεγε ο Βέριν. Η φωνή της δεν άλλαξε, αλλά ξαφνικά τα μάτια της φάνηκαν να λάμπουν. «Νιώσε τη ροή. Τη ροή της Δύναμης. Κύλα σαν την αύρα, σαν ένα απαλό λίκνισμα του αέρα». Η Εγκουέν ανακάθισε. Έτσι την οδηγούσε η Βέριν, κάθε φορά που είχε τη Δύναμη να ρέει μέσα της. «Μια γλυκιά αύρα, το πιο ανάλαφρο σάλεμα του αέρα. Ανάλαφρα».

Ξαφνικά οι στοιβαγμένες κουβέρτες έπιασαν φωτιά, σα να ’ταν από σπιθόξυλο.

Η Νυνάβε άνοιξε τα μάτια με μια κραυγή. Η Εγκουέν δεν κατάλαβε αν είχε τσιρίξει και η ίδια ή όχι· το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε βρεθεί όρθια και προσπαθούσε να βγάλει έξω τις κουβέρτες, κλωτσώντας τις για να μην λαμπαδιάσει η σκηνή. Πριν καταφέρει και δεύτερη κλωτσιά, η φλόγες εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω να βγαίνουν καπνοί από μια καρβουνιασμένη μάζα, και τη μυρωδιά καμένου μαλλιού.

«Για δες», είπε η Βέριν. «Για δες. Δεν περίμενα ότι θα είχα να σβήσω φωτιά. Μη λιποθυμήσεις τώρα, παιδί μου. Όλα είναι εντάξει. Το φρόντισα εγώ».

«Ήμουν — ήμουν θυμωμένη». Η Νυνάβε μίλησε με χείλη που έτρεμαν, με το πρόσωπο κάτασπρο. «Σ’ άκουσα να λες για την αύρα, να μου λες τι να κάνω, και από το νου μου πέρασε η φωτιά. Δεν — δεν ήθελα να κάψω τίποτα. Ήταν απλώς μια μικρή φωτιά στο — στο μυαλό μου». Έτρεμε σύγκορμη.

«Ε, μάλλον ήταν μικρή φωτιά». Η Βέριν γέλασε ξερά, αλλά σταμάτησε όταν ξανακοίταξε το πρόσωπο της Νυνάβε. «Είσαι καλά, παιδί μου; Αν νιώθεις άρρωστη, μπορώ να...» Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι και η Βέριν ένευσε. «Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ανάπαυση. Και οι δύο σας. Σας ανάγκασα να δουλέψετε πολύ σκληρά. Πρέπει να αναπαυτείτε. Η Άμερλιν θα μας σηκώσει να φύγουμε πριν χαράξει». Σηκώθηκε όρθια και άγγιξε τις κουβέρτες με το πόδι. «Θα πω να σας φέρουν κι άλλες κουβέρτες. Ελπίζω να σας έδειξε αυτό πόσο σημαντικός είναι ο έλεγχος. Πρέπει να μάθετε να κάνετε αυτό που σκοπεύετε να κάνετε και τίποτα παραπάνω. Μπορεί να βλάψετε κάποιον άλλον, αν αντλήσετε περισσότερη Μία Δύναμη απ’ όση μπορείτε να χειριστείτε με ασφάλεια —και δεν μπορείτε να χειριστείτε πολλή ακόμα· αλλά θα μπορέσετε. Αλλά, πέρα απ’ αυτό, αν αντλήσετε πολλή, ίσως σκοτωθείτε μόνες σας. Μπορεί να πεθάνετε. Ή μπορεί να καείτε εσωτερικά, να καταστρέψετε την όποια ικανότητα έχετε». Και σαν να μην είχε πει ότι περπατούσαν στο χείλος του γκρεμού, πρόσθεσε κεφάτα, «Όνειρα γλυκά». Και έφυγε.

Η Εγκουέν αγκάλιασε τη Νυνάβε και την κράτησε σφιχτά. «Δεν πειράζει, Νυνάβε. Μη φοβάσαι. Όταν μάθεις να την ελέγχεις—»

Η Νυνάβε άφησε ένα γέλιο σαν κρώξιμο. “Δεν φοβάμαι». Κοίταξε με την άκρη του ματιού τις κουβέρτες που κάπνιζαν και τράβηξε το βλέμμα αλλού. «Μια τέτοια φωτίτσα δεν με φοβίζει». Αλλά δεν ξανακοίταξε τις κουβέρτες, ακόμα κι όταν ήρθε ένας Πρόμαχος για να τις πάρει και να αφήσει καινούργιες.

Η Βέριν, όπως είχε πει, δεν ξανάρθε. Και μάλιστα, καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, προς το νότια και τα δυτικά, τη μια μέρα μετά την άλλη, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να πάνε οι πεζοί υπηρέτες, η Βέριν δεν έδινε μεγάλη σημασία στις κοπέλες, ούτε και η Μουαραίν και οι άλλες Άες Σεντάι. Οι Άες Σεντάι δεν ήταν ακριβώς εχθρικές, αλλά μάλλον απόμακρες και ψυχρές. Αυτή η ψυχρότητα τάραζε ακόμα περισσότερο την Εγκουέν και την έκανε να ξαναθυμάται τα παραμύθια που άκουγε όταν ήταν παιδί.

Η μητέρα της πάντα έλεγε ότι οι ιστορίες για τις Άες Σεντάι ήταν βλακείες των ανδρών, αλλά ούτε η μητέρα της, ούτε καμιά άλλη γυναίκα από το Πεδίο του Έμοντ δεν είχαν ανταμώσει ποτέ Άες Σεντάι πριν πάει εκεί η Μουαραίν. Η Εγκουέν είχε περάσει αρκετό καιρό μαζί με τη Μουαραίν, και η Μουαραίν ήταν απόδειξη ότι δεν ήταν όλες οι Άες Σεντάι όπως εκείνες στα παραμύθια, που χειραγωγούσαν ψυχρά και κατέστρεφαν δίχως έλεος. Που είχαν Τσακίσει τον Κόσμο. Ήξερε τώρα όχι εκείνοι —οι υπεύθυνοι για το Τσάκισμα του Κόσμου— ήταν άνδρες Άες Σεντάι, τότε που υπήρχαν τέτοιοι, στην Εποχή των Θρύλων, αλλά αυτό δεν βοηθούσε πολύ. Δεν ήταν όλες οι Άες Σεντάι σαν εκείνες στις ιστορίες, μα πόσες ήταν, και ποιες;

Οι Άες Σεντάι που έρχονταν στη σκηνή κάδε βράδυ είχαν τόσες διαφορές, που δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της. Η Αλβιάριν ήταν ψύχραιμη και μεθοδική, σαν έμπορος που είχε έρθει να αγοράσει μαλλί και ταμπάκ· είχε ξαφνιαστεί, μαθαίνοντας ότι η Νυνάβε συμμετείχε στο μάθημα, αλλά το δέχτηκε, κι έκανε οξυδερκείς παρατηρήσεις, μα ήταν πάντα έτοιμη να ξαναδοκιμάσει. Η Αλάνα Μοσβάνι ήταν γελαστή, και όση ώρα δίδασκε άλλη τόση μιλούσε για τον κόσμο και για τους άνδρες. Όμως έδειχνε υπερβολικά μεγαλύτερη περιέργεια για τον Ραντ και τον Πέριν και τον Ματ απ’ όσο θα ήθελε η Εγκουέν. Ειδικά για τον Ραντ. Χειρότερη απ’ όλες ήταν η Λίαντριν, η μόνη που φορούσε το σάλι της· όλες οι άλλες είχαν βάλει τα δικά τους στις αποσκευές τους πριν φύγουν από το Φαλ Ντάρα. Η Λίαντριν κάθισε αγγίζοντας τα κόκκινα κρόσσια, δίδαξε λίγα κι αυτά με απροθυμία. Έκανε αρκετές ερωτήσεις στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, σαν να ήταν κατηγορούμενες για κάποιο έγκλημα, και όλες οι ερωτήσεις της αφορούσαν τα τρία αγόρια. Συνέχισε ώσπου η Νυνάβε την πέταξε έξω —η Εγκουέν δεν κατάλαβε γιατί το έκανε αυτό— και μετά έφυγε με μια προειδοποίηση.

«Προσέξτε καλά, κόρες μου. Δεν είστε πια στο χωριό σας. Βάλατε τα πόδια σας εκεί που έχει πλάσματα που δαγκώνουν».

Τελικά η φάλαγγα έφτασε στο χωριό του Μέντο, στις όχθες του Μόρα, ο οποίος κυλούσε στα σύνορα μεταξύ Σίναρ και Αράφελ κι έτσι κατέληγε στον Ποταμό Ερίνιν.

Η Εγκουέν ήταν βέβαιη πως οι ερωτήσεις που της έκανε η Λίαντριν για τον Ραντ ήταν ο λόγος που είχε αρχίσει να τον ονειρεύεται, μαζί με την ανησυχία που ένιωθε γι’ αυτόν, σε περίπτωση που, μαζί με τους άλλους, είχαν αναγκαστεί να ακολουθήσουν το Κέρας του Βαλίρ μέσα στη Μάστιγα. Τα όνειρα ήταν πάντα άσχημα, αλλά στην αρχή ήταν μονάχα φυσιολογικοί εφιάλτες. Το βράδυ που έφτασαν στο Μέντο, όμως, τα όνειρα είχαν αλλάξει.

«Με συγχωρείς, Άες Σεντάι», ρώτησε με σεβασμό η Εγκουέν, «αλλά μήπως έχεις δει τη Μουαραίν Σεντάι;» Η λεπτή Άες Σεντάι της έκανε νόημα να φύγει, και έτρεξε στο γεμάτο κόσμο δρόμο του χωριού, κάτω από το φως των πυρσών, φωνάζοντας σε κάποιον να προσέχει το άλογό της. Η γυναίκα ήταν του Κίτρινου Άτζα, αν και τώρα δεν φορούσε το σάλι της· η Εγκουέν δεν ήξερε γι’ αυτήν τίποτα παραπάνω, ούτε καν το όνομά της.

Το Μέντο ήταν μικρό χωριό —αν και η Εγκουέν σοκαρίστηκε, όταν κατάλαβε ότι το «μικρό χωριό», όπως το σκεφτόταν, ήταν μεγάλο σαν το Πεδίο του Έμοντ— και είχε πλημμυρίσει από τους ξένους, οι οποίοι ήταν περισσότεροι από τους κατοίκους του. Οι στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι ανθρώπους και άλογα που κατέβαιναν στους μόλους, περνώντας στριμωχτά δίπλα από χωρικούς, οι οποίοι γονάτιζαν κάθε φορά που μια Άες Σεντάι περνούσε γοργά δίπλα τους χωρίς να τους βλέπει. Το σκληρό φως των δαυλών έπεφτε παντού. Οι δύο μόλοι ξεπρόβαλλαν στον Ποταμό Μόρα σαν πέτρινα δάχτυλα, και ο καθένας φιλοξενούσε δυο μικρά δικάταρτα πλοία. Εκεί ανέβαζαν τα άλογα στο κατάστρωμα, περνώντας ένα κομμάτι καραβόπανο κάτω από την κοιλιά τους και σηκώνοντάς τα με χοντρά σχοινιά και γερανό. Κι άλλα πλοία —κοντόχοντρα, με ψηλά πλαϊνά και φανάρια στα κατάρτια— ήταν μαζεμένα πλήθος στο φεγγαρόλουστο ποτάμι, άλλα ήδη φορτωμένα και άλλα περιμένοντας τη σειρά τους. Βάρκες μετέφεραν τοξότες και σαρισοφόρους, και οι υψωμένες σάρισες τις έκαναν να μοιάζουν με γιγάντια αγκαθάρια που κολυμπούσαν στην επιφάνεια.

Στον αριστερό μόλο, η Εγκουέν βρήκε την Ανάγια, η οποία παρακολουθούσε το φόρτωμα και τα έψελνε σε όσους δεν δούλευαν γρήγορα. Αν και δεν είχε πει πάνω από δυο κουβέντες στην Εγκουέν, η Ανάγια έμοιαζε διαφορετική από τις άλλες, πιο πολύ σαν γυναίκα από την πατρίδα. Η Εγκουέν μπορούσε να τη φανταστεί να ψήνει στην κουζίνα της· τις άλλες, όχι. «Ανάγια Σεντάι, μήπως είδες τη Μουαραίν Σεντάι; Πρέπει να της μιλήσω».

Η Άες Σεντάι κοίταξε γύρω της αφηρημένα, σμίγοντας τα φρύδια. «Τι; Α, εσύ είσαι, παιδί μου. Η Μουαραίν έφυγε. Και η φίλη σου, η Νυνάβε, είναι εκεί έξω, στην Βασίλισσα του Ποταμού. Αναγκάστηκα να την ανεβάσω εγώ η ίδια, κι αυτή φώναζε ότι δεν πάει χωρίς εσένα. Φως μου, τι χαμός! Κι εσύ θα ’πρεπε να είσαι στο πλοίο. Βρες βάρκα που να πηγαίνει στη Βασίλισσα του Ποταμού. Εσείς οι δύο θα ταξιδέψετε μαζί με την Έδρα της Άμερλιν, γι’ αυτό κοίτα να προσέχεις, όταν ανέβεις πάνω. Δεν Θέλουμε νεύρα και υστερίες».

«Ποιο είναι το πλοίο της Μουαραίν Σεντάι;»

«Η Μουαραίν δεν είναι σε πλοίο, κορίτσι μου. Έχει φύγει, έφυγε πριν δυο μέρες, και η Άμερλιν έχει τα μπουρίνια της». Η Ανάγια έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι, αν και η προσοχή της ήταν ακόμα στραμμένη στους εργάτες. «Πρώτα η Μουαραίν εξαφανίστηκε μαζί με τον Λαν, μετά η Λίαντριν, ακριβώς μετά από τη Μουαραίν, και ύστερα η Βέριν, χωρίς καμιά να πει δυο λόγια πουθενά. Η Βέριν δεν πήρε καν τον Πρόμαχο της· ο Τόμας κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα». Η Άες Σεντάι κοίταξε τον ουρανό. Το φεγγάρι που μεγάλωνε έλαμπε δίχως να το κρύβουν σύννεφα. «Θα πρέπει να ξανακαλέσουμε τον άνεμο, και ούτε αυτό θα αρέσει στην Άμερλιν. Θέλει να έχουμε φύγει για την Ταρ Βάλον μέσα σε μια ώρα, είπε, και δεν θα ανεχθεί την παραμικρή καθυστέρηση. Δεν θα ’θελα να είμαι στη θέση της Μουαραίν, ή της Λίαντριν, ή της Βέριν, όταν τις ξαναδεί. Θα ευχηθούν να ήταν πάλι μαθητευόμενες, Μα, παιδί μου, τι έχεις;»

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Μουαραίν έφυγε; Λεν μπορεί! Πρέπει να το πω σε κάποια, κάποια που δεν θα γελάσει μαζί μου. Φαντάστηκε την Ανάγια στο Πεδίο του Έμοντ, να ακούει τα προβλήματα της κόρης της· η γυναίκα ταίριαζε σ’ αυτή την εικόνα. «Ανάγια Σεντάι, ο Ραντ έχει μπλέξει».

Η Ανάγια την κοίταξε συλλογισμένα. «Εκείνος ο λεβέντης από το χωριό σου; Σου λείπει κιόλας, ε; Δεν Θα με ξάφνιαζε, αν όντως έχει μπλέξει. Οι νεαροί της ηλικίας του το συνηθίζουν. Αν και ο άλλος —ο Ματ;— έμοιαζε πιο πολύ για τέτοιος τύπος. Καλά, παιδί μου. Δεν θέλω να σε κοροϊδέψω, ή να το πάρω στ’ αστεία. Πού έμπλεξε, και πώς το ξέρεις; Τώρα πια θα πρέπει να έχουν βρει το Κέρας με τον Άρχοντα Ίνγκταρ και να είναι πάλι στο Φαλ Ντάρα, Ή, σε αντίθετη περίπτωση, αναγκάστηκαν να το ακολουθήσουν στη Μάστιγα, και τότε εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».

«Δεν — δεν νομίζω να είναι στη Μάστιγα, ούτε να έχουν γυρίσει στο Φαλ Ντάρα. Είδα ένα όνειρο». Το είπε σχεδόν προκλητικά. Της φάνηκε ανόητο έτσι όπως το έλεγε, αλλά το όνειρο της είχε φανεί αληθινό. Εφιάλτης, αλλά αληθινός. Στην αρχή ήταν ένας άνδρας μασκοφορεμένος, με φωτιά αντί για μάτια. Παρά τη μάσκα, της φάνηκε ότι ο άνδρας είχε εκπλαγεί βλέποντάς την. Η όψη του την είχε τρομάξει, τόσο που πίστεψε ότι τα κόκαλά της θα έσπαζαν από την τρεμούλα, αλλά ξαφνικά ο άνδρας εξαφανίστηκε και η Εγκουέν είδε τον Ραντ να κοιμάται κατάχαμα, κουκουλωμένος μ’ έναν μανδύα. Μια γυναίκα στεκόταν από πάνω τους, κοιτάζοντάς τον. Το πρόσωπό της ήταν στη σκιά, αλλά τα μάτια της έμοιαζαν να λάμπουν σαν το φεγγάρι, και ήταν με το μέρος του κακού, η Εγκουέν το ήξερε. Έπειτα άστραψε ένα φως, και χάθηκαν. Και οι δύο. Και πίσω απ’ όλα, λες και ήταν ένα εντελώς διαφορετικό στοιχείο, υπήρχε η αίσθηση του κινδύνου, σαν να είχε μόλις αρχίσει να κλείνει μια παγίδα πάνω σε ανύποπτο μέλος, μια παγίδα με πολλά σαγόνια. Σαν να είχε επιβραδυνθεί ο χρόνος και η Εγκουέν να μπορούσε να δει τα σιδερένια σαγόνια να πλησιάζουν. Το όνειρο δεν ξεθώριασε με το ξύπνημα. Και ο κίνδυνος έμοιαζε τόσο δυνατός, που πάλι ήθελε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της — μόνο που ήξερε ότι απειλούσε τον Ραντ, όχι αυτήν.

Αναρωτήθηκε αν η γυναίκα ήταν η Μουαραίν, και έψεξε τον εαυτό της για τη σκέψη. Η Λίαντριν ταίριαζε καλύτερα στο ρόλο. Ή ίσως η Αλάνα· κι αυτή επίσης είχε ενδιαφερθεί για τον Ραντ.

Ντρεπόταν να το διηγηθεί στην Ανάγια. Είπε μ’ επισημότητα, «Ανάγια Σεντάι, ξέρω ότι φαίνεται ανόητο, αλλά ο Ραντ βρίσκεται σε κίνδυνο. Σε μεγάλο κίνδυνο. Το ξέρω. Το ένιωθα. Ακόμα το νιώθω».

Η Ανάγια έπεσε σε σκέψεις. «Ε, λοιπόν», είπε με απαλή φωνή, «να μια πιθανότητα που, πάω στοίχημα, δεν πέρασε από το νου κανενός. Μπορεί να είσαι Ονειρεύτρια. Είναι μικρή η πιθανότητα, παιδί μου, αλλά... Δεν είχαμε τέτοια τα τελευταία —πόσο— τετρακόσια ή πεντακόσια χρόνια. Και το Ονείρεμα σχετίζεται στενά με την Πρόβλεψη. Αν στ’ αλήθεια μπορείς να Ονειρευτείς, ίσως επίσης και να μπορείς να Προβλέψεις. Χαρά που θα κάνουν οι Κόκκινες. Φυσικά, μπορεί να είναι ένας απλός εφιάλτης, τον οποίο προκάλεσε η περασμένη ώρα, το κρύο φαγητό, οι κακουχίες που είχαμε στο ταξίδι μας από τη στιγμή που φύγαμε από το Φαλ Ντάρα. Και η νοσταλγία για τον νεαρό σου. Πολύ πιθανότερο. Ναι, ναι παιδί μου, καταλαβαίνω. Ανησυχείς γι’ αυτόν. Μήπως το όνειρό σου έδειχνε τι είδους κίνδυνος ήταν;»

Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. «Ο Ραντ απλώς εξαφανίστηκε, κι εγώ ένιωσα τον κίνδυνο. Και το κακό, Το ένιωσα πριν εξαφανιστεί». Ανατρίχιασε και έτριψε τα χέρια της. «Ακόμα το νιώθω».

«Καλά, θα μιλήσουμε κι άλλο στην Βασίλισσα του Ποταμού. Αν είσαι Ονειρεύτρια, θα φροντίσω να εκπαιδευθείς με τον τρόπο που κανονικά θα έπρεπε η Μουαραίν να... Εσύ εκεί!» γάβγισε ξαφνικά η Άες Σεντάι, και η Εγκουέν τινάχτηκε. Ένας ψηλός, που μόλις είχε καθίσει σ’ ένα βαρέλι με κρασί, τινάχτηκε κι αυτός. Αρκετοί άλλοι τάχυναν το βήμα. «Αυτό είναι για να το φορτώσουμε, όχι για να ξαπλώσουμε! Θα μιλήσουμε στο πλοίο, παιδί μου. Όχι, ανόητε! Δεν μπορείς να το κουβαλήσεις μόνος σου! Θέλεις να πάθεις τίποτα;» Η Ανάγια κατέβηκε στο μόλο, λούζοντας τους άτυχους χωρικούς με λόγια που η Εγκουέν δεν θα μάντευε ότι γνώριζε.

Η Εγκουέν κοίταξε κατά το νότο μέσα στο σκοτάδι. Ο Ραντ ήταν εκεί έξω, κάπου. Όχι στο Φαλ Ντάρα, όχι στη Μάστιγα. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Κάνε κουράγιο, χοντροκέφαλε. Αν σκοτωθείς πριν σε γλιτώσω, εγώ θα σε γδάρω ζωντανό. Δεν της πέρασε από το νου να αναρωτηθεί πώς θα τον γλίτωνε, αφού ήταν στο δρόμο της για την Ταρ Βάλον.

Κουκουλώθηκε με το μανδύα της και ξεκίνησε να βρει βάρκα για τη Βασίλισσα του Ποταμού.

Загрузка...