Οι λόφοι πλάι στα ποτάμια στους οποίους στεκόταν η Καιρχίν, έδωσαν τη θέση τους σε κάμπους και δάση, όταν ο Ραντ και οι άλλοι είχαν περάσει μισή μέρα στα άλογα, με τους Σιναρανούς να έχουν ακόμα τις πανοπλίες φορτωμένες στα υποζύγια. Δεν υπήρχαν δρόμοι εκεί που πήγαιναν, μόνο σκόρπια ίχνη από κάρα και μερικά αγροκτήματα ή χωριουδάκια. Η Βέριν τους παρακινούσε να κάνουν πιο γρήγορα, και ο Ίνγκταρ —γκρινιάζοντας συνεχώς ότι τους είχαν ξεγελάσει, ότι ο Φάιν ποτέ δεν θα έλεγε τον πραγματικό προορισμό του, αλλά και επίσης γκρινιάζοντας ότι πήγαιναν αντίθετα από το Τόμαν Χεντ, λες κι ένα μέρος του το πίστευε, έστω κι αν το Τόμαν Χεντ απείχε μήνες ταξιδιού, αν έπαιρναν άλλο δρόμο εκτός από αυτόν τώρα— της έκανε τη χάρη. Το λάβαρο με τη Γκρίζα Κουκουβάγια πετούσε στον άνεμο καθώς κάλπαζαν.
Ο Ραντ είχε ύφος βλοσυρό και αποφασισμένο, κι απέφευγε τις συζητήσεις με τη Βέριν. Είχε να κάνει ένα πράγμα —αυτό το καθήκον, όπως θα το αποκαλούσε ο Ίνγκταρ— και μετά θα ήταν οριστικά ελεύθερος από τις Άες Σεντάι. Ο Πέριν έμοιαζε να έχει περίπου την ίδια διάθεση και κοίταζε με απλανές βλέμμα μπροστά καθώς προχωρούσαν. Όταν τελικά σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα στην άκρη του δάσους, ενώ είχε πέσει πυκνό σκοτάδι, ο Πέριν έκανε στον Λόιαλ ερωτήσεις για τα στέντιγκ. Οι Τρόλοκ δεν μπορούσα να μπουν σ’ ένα στέντιγκ· οι λύκοι μπορούσαν; Ο Λόιαλ απάντησε αμέσως ότι μόνο τα πλάσματα της Σκιάς δίσταζαν να μπουν στα στέντιγκ. Και οι Άες Σεντάι, φυσικά, εφόσον δεν μπορούσαν να αγγίζουν την Αληθινή Πηγή μέσα σε στέντιγκ, ή να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη. Ο Ογκιρανός φαινόταν πιο απρόθυμος από όλους να πάει στο Στέντιγκ Τσόφου. Μόνο ο Ματ έδειχνε να ανυπομονεί, σχεδόν με απόγνωση. Το δέρμα του έμοιαζε σαν να είχε πάνω από χρόνο να το χτυπήσει ο ήλιος, αν και έλεγε ότι ένιωθε έτοιμος να τρέξει σε αγώνες. Η Βέριν τον άγγιξε με τα χέρια για να τον Θεραπεύσει λίγο πριν κουκουλωθεί στις κουβέρτες του, και πάλι προτού ανέβουν στ’ άλογα το πρωί, αλλά η όψη του δεν άλλαξε. Ακόμα κι ο Χούριν έσμιξε τα φρύδια όταν είδε τον Ματ.
Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό τη δεύτερη μέρα, όταν η Βέριν ξαφνικά κάθισε πιο ίσια στη σέλα της και κοίταξε ολόγυρα. Ο Ίνγκταρ πλάι της τινάχτηκε.
Ο Ραντ δεν έβλεπε τίποτα διαφορετικό στο δάσος που τους κύκλωνε. Οι θάμνοι δεν ήταν πολύ πυκνοί· η ομάδα είχε βρει ένα εύκολο δρόμο κάτω από τα φυλλώματα των βαλανιδιών και των καρυδιών, των μαύρων μαστιχόδεντρων και των οξιών, που τα κάρφωναν εδώ κι εκεί ψηλά πεύκα και σημύδες, ή οι λευκοί, στενοί κορμοί των ιτιών. Όπως τους ακολούθησε, όμως, ένιωσε ξαφνικά μια παγωνιά να περνά από μέσα του, σαν να ’χει πηδήξει σε λιμνούλα του Νεροδάσους το χειμώνα. Άστραψε μέσα του και χάθηκε, αφήνοντας πίσω της μια αναζωογονητική αίσθηση. Και υπήρχε, επίσης, μια μουντή και απόμακρη αίσθηση απώλειας, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί ποιου πράγματος.
Όλοι οι καβαλάρηδες, όταν έφταναν σε κείνο το σημείο, τινάζονταν, ή άφηναν κάποια φωνή. Ο Χούριν έμεινε με το στόμα ανοιχτό, και ο Ούνο ψιθύρισε, «Που να καεί το καμένο το...» Και ύστερα κούνησε το κεφάλι του, σαν να μην του ερχόταν στο νου τι άλλο να πει. Στα κίτρινα μάτια του Πέριν υπήρχε ένα βλέμμα, σαν να αναγνώριζε κάτι.
Ο Λόιαλ πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα, και την άφησε να βγει. «Νιώθεις... ωραία... όταν ξαναγυρνάς στο στέντιγκ».
Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε τριγύρω του. Περίμενε ότι το στέντιγκ θα είχε κάτι αλλιώτικο, αλλά, με εξαίρεση εκείνη την ψύχρα, το δάσος ήταν παρόμοιο με εκείνο στο οποίο μέσα του κάλπαζαν όλη τη μέρα. Υπήρχε, φυσικά, η ξαφνική αίσθηση της ξεκούρασης. Και μετά μια Ογκιρανή βγήκε πίσω από μια βαλανιδιά.
Ήταν πιο κοντή από τον Λόιαλ —αυτό σήμαινε ότι ξεπερνούσε δυο κεφάλια τον Ραντ— αλλά με την ίδια πλατιά μύτη και τα μεγάλα μάπα, με το ίδιο φαρδύ στόμα και τα φουντωτά αυτιά. Τα φρύδια της όμως δεν ήταν τόσο μακριά όσο του Λόιαλ, τα χαρακτηριστικά της έμοιαζαν λεπτεπίλεπτα πλάι στα δικά του, και οι τούφες των αυτιών της πιο καλοσχηματισμένες. Φορούσε ίνα μακρύ πράσινο φόρεμα και πράσινο μανδύα με κεντημένα λουλούδια, και κρατούσε ένα ματσάκι με μπουμπούκια από ασημοκαμπανούλες, σαν να τα είχε μόλις μαζέψει. Τους κοίταζε γαλήνια, περιμένοντας.
Ο Λόιαλ κατέβηκε από το ψηλό άτι του και έσπευσε να υποκλιθεί. Ο Ραντ και οι άλλοι τον μιμήθηκαν, αν και όχι τόσο γρήγορα· ακόμα και η Βέριν έγειρε το κεφάλι. Ο Λόιαλ τους παρουσίασε με επισημότητα, δεν είπε όμως ποιο ήταν το δικό του στέντιγκ.
Για μια στιγμή, η Ογκιρανή κοπέλα —ο Ραντ ένιωθε βέβαιος πως δεν ήταν μεγαλύτερη από τον Λόιαλ— τους περιεργάστηκε, και μετά χαμογέλασε. «Καλωσορίσατε στο Στέντιγκ Τσόφου». Η φωνή της ήταν κι αυτή μια πιο απαλή εκδοχή της φωνής του Λόιαλ· ο πιο λεπτός βόμβος μιας μικρότερης αγριομέλισσας. «Είμαι η Έριθ, κόρη της Ίβας, της κόρης της Άλαρ. Καλωσορίσατε. Είναι λίγοι οι άνθρωποι που μας επισκέπτονται από τότε που έφυγαν οι λιθοξόοι από την Καιρχίν, και τώρα ήρθαν τόσοι μονομιάς. Είχαμε βέβαια και μερικούς Ταξιδιώτες, αλλά, φυσικά, αυτοί έφυγαν όταν... Α, μ’ έπιασε φλυαρία. Θα σας πάω στους Πρεσβύτερους. Μόνο...» Έψαξε με το βλέμμα ανάμεσα τους να βρει αυτόν που ήταν επικεφαλής, και κατάληξε στη Βέριν. «Άες Σεντάι, έχεις τόσους άνδρες μαζί σου, και μάλιστα οπλισμένους. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να αφήσεις μερικούς απ’ αυτούς Έξω; Συγχώρεσέ με, αλλά υπάρχει αναστάτωση, όταν είναι πολλοί ένοπλοι μαζί μέσα στο στέντιγκ».
«Φυσικά, Έριθ», είπε η Βέριν. «Ίνγκταρ, θα το φροντίσεις;»
Ο Ίνγκταρ έδωσε εντολές στον Ούνο, κι έτσι οι μόνοι Σιναρανοί που ακολούθησαν την Έριθ στα βάθη του στέντιγκ ήταν αυτός και ο Χούριν.
Ο Ραντ, τραβώντας από το χαλινάρι το άλογό του όπως και οι άλλοι, κοίταξε τον Λόιαλ να πλησιάζει, ρίχνοντας συχνές ματιές στην Έριθ, που ήταν μπροστά με τη Βέριν και τον Ίνγκταρ. Ο Χούριν περπατούσε λίγο πιο πίσω, κοιτάζοντας με θαυμασμό γύρω του, αν και ο Ραντ δεν καταλάβαινε τι έβλεπε ο άλλος. Ο Λόιαλ έσκυψε για να του μιλήσει χαμηλόφωνα. «Δεν είναι όμορφη, Ραντ; Και η φωνή της τραγουδά».
Ο Ματ έκανε ένα πνιχτό ήχο, αλλά, όταν ο Λόιαλ τον κοίταξε ερωτηματικά, του είπε, «Πολύ όμορφη, Λόιαλ. Ψηλή για τα δικά μου γούστα, καταλαβαίνεις, αλλά είμαι βέβαιος ότι είναι πολύ όμορφη».
Ο Λόιαλ έσμιξε τα φρύδια διστακτικά, αλλά ένευσε. «Και βέβαια είναι». Το πρόσωπο του έλαμψε. «Είναι ωραίο να ξαναγυρνάς σε στέντιγκ. Όχι ότι με είχε πιάσει η Λαχτάρα, ξέρετε».
«Η Λαχτάρα;» είπε ο Πέριν. «Δεν καταλαβαίνω, Λόιαλ».
«Εμείς οι Ογκιρανοί είμαστε στα στέντιγκ, Πέριν. Λέγεται ότι πριν το Τσάκισμα του Κόσμου μπορούσαμε να πηγαίνουμε όπου θέλαμε για όσο καιρό θέλαμε, σαν κι εσάς τους ανθρώπους, αλλά αυτό άλλαξε μετά το Τσάκισμα. Οι Ογκιρανοί σκόρπισαν σαν τους ανθρώπους και δεν ξανάβρισκαν τα στέντιγκ. Τα πάντα είχαν μετακινηθεί, τα πάντα είχαν αλλάξει. Βουνά, ποτάμια, ακόμα και οι θάλασσες».
«Όλοι ξέρουν για το Τσάκισμα», είπε ανυπόμονα ο Ματ. «Τι σχέση έχει μ’ αυτό — με τη Λαχτάρα;»
«Στη διάρκεια της Εξορίας, εκεί που περιπλανιόμασταν χαμένοι, πρωτονιώσαμε τη Λαχτάρα. Την επιθυμία να δούμε άλλη μια φορά τα στέντιγκ, να δούμε άλλη μια φορά τα σπίτια μας. Πολλοί πέθαναν απ’ αυτό». Ο Λόιαλ κούνησε θλιμμένα το κεφάλι. «Πέθαναν πιο πολλοί απ’ όσους έζησαν. Όταν τελικά αρχίσαμε πάλι να βρίσκουμε τα στέντιγκ, ένα-ένα, στα χρόνια του Συμφώνου των Δέκα Εθνών, μας φάνηκε ότι επιτέλους είχαμε καταπολεμήσει τη Λαχτάρα, αλλά μας είχε αλλάξει, είχε ριζώσει μέσα μας. Τώρα, αν ένας Ογκιρανός μείνει καιρό Έξω, νιώθει πάλι τη Λαχτάρα· αρχίζει να εξασθενίζει, και αν δεν επιστρέψει πεθαίνει».
«Χρειάζεται να περάσεις κάποιο διάστημα εδώ πέρα;» ρώτησε ο Ραντ με αγωνία, «Δεν είναι ανάγκη να σκοτωθείς για να έρθεις μαζί μας».
«Θα το καταλάβω όταν έρθει». Ο Λόιαλ γέλασε. «Θα αργήσει να δυναμώσει τόσο που να με βλάψει. Η Ντάλαρ πέρασε δέκα χρόνια κοντά στους Θαλασσινούς χωρίς να δει καν στέντιγκ και γύρισε σπίτι σώα και αβλαβής».
Μια Ογκιρανή βγήκε από τα δένδρα και κοντοστάθηκε για μια στιγμή να μιλήσει με την Έριθ και τη Βέριν, Κοίταξε τον Ίνγκταρ από πάνω ως κάτω και φάνηκε να τον απορρίπτει από την προσοχή της, κάτι που τον έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάπα. Το βλέμμα της στάθηκε για μια στιγμή στον Λόιαλ, πέρασε γοργά από τον Χούριν και τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ, και μετά η Ογκιρανή ξαναχάθηκε στο δάσος· ο Λόιαλ έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από το άλογό του. «Εκτός αυτού», είπε, κρυφοκοιτάζοντας πάνω από τη σέλα του προς το μέρος που είχε χαθεί, «η ζωή στα στέντιγκ είναι βαρετή, αν τη συγκρίνεις με τα ταξίδια μαζί με τρεις τα’βίρεν».
«Αν είναι ν’ αρχίσεις τα ίδια», μουρμούρισε ο Ματ, και ο Λόιαλ μίλησε γοργά. «Με τρεις φίλους, λοιπόν. Ελπίζω να είστε φίλοι μου».
«Είμαι», είπε απλά ο Ραντ, και ο Πέριν ένευσε.
Ο Ματ γέλασε. «Πώς να μην είμαι φίλος με κάποιον που δεν ξέρει πώς να παίζει ζάρια;» Σήκωσε ψηλά τα χέρια όταν τον κοίταξαν ο Ραντ και ο Πέριν. «Άντε, καλά. Σε συμπαθώ, Λόιαλ. Είσαι φίλος μου. Μονάχα μην αρχίζεις να λες για... Ααα! Μερικές φορές είσαι χειρότερος κι από τον Ραντ» Η φωνή του έγινε μουρμουρητό. «Τουλάχιστον εδώ στο στέντιγκ είμαστε ασφαλείς».
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Ήξερε τι εννοούσε ο Ραντ. Εδώ στο στέντιγκ, που δεν μπορώ να διαβιβάσω.
Ο Πέριν χτύπησε απαλά με τη γροθιά του τον ώμο του Ματ, αλλά φάνηκε να μετανιώνει, όταν ο Ματ του έκανε μια γκριμάτσα με εκείνο το κάτισχνο πρόσωπο.
Ο Ραντ πρώτα κατάλαβε τη μουσική, αθέατα φλάουτα και βιολιά σ’ ένα χαρωπό σκοπό που ακουγόταν ανάμεσα στα δένδρα, και βαθιές φωνές που τραγουδούσαν και γελούσαν.
«Καθάρισε το χωράφι, βγάλε τις πέτρες.
Μην αφήσεις ούτε αγριόχορτα ούτε χαμόδεντρα.
Εδώ μοχθούμε, εδώ παλεύουμε,
εδώ θα φυτρώσουν τα ψηλά δένδρα».
Σχεδόν την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι η πελώρια μορφή που έβλεπε μέσα από τα δένδρα ήταν κι αυτή δένδρο, μ’ ένα κορμό γεμάτο ρυτίδες κι εξογκώματα, που θα πρέπει να έφτανε τις είκοσι απλωσιές. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό και το βλέμμα του ανηφόρισε πέρα από τα φυλλώματα του δάσους, ως τα κλαριά του που απλώνονταν σαν γιγάντιο μανιτάρι εκατό απλωσιές πάνω από το έδαφος. Και πιο πέρα ήταν δένδρα ψηλότερα.
«Που να καώ», είπε με χαμηλή φωνή ο Ματ. «Μ’ ένα απ’ αυτά μπορείς να φτιάξεις δέκα σπίτια. Πενήντα».
«Να κόψεις Μεγάλο Δένδρο;» Ο Λόιαλ έδειξε σκανδαλισμένος και αρκετά θυμωμένος. Τα αυτιά του ήταν άκαμπτα κι ακίνητα, τα μακριά φρύδια του έπεφταν ως τα μάγουλά του. «Ποτέ δεν κόβουμε τα Μεγάλα Δένδρα, εκτός αν πεθάνει κάποιο, αλλά δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ. Ελάχιστα επέζησαν από το Τσάκισμα του Κόσμου, αλλά κάποια από τα μεγαλύτερα ήταν φιντανάκια στην Εποχή των Θρύλων».
«Λυπάμαι», είπε ο Ματ. «Απλώς έλεγα πόσο μεγάλα είναι. Δεν θα πειράξω τα δέντρα σας». Ο Λόιαλ ένευσε, κατευνασμένος.
Κι άλλοι Ογκιρανοί εμφανίστηκαν να περπατούν ανάμεσα στα δένδρα. Οι πιο πολλοί έμοιαζαν προσηλωμένοι στη δουλειά τους· παρ’ όλο που όλοι κοίταζαν τους νεοφερμένους, και μερικοί ένευαν φιλικά, ή έκαναν μια μικρή υπόκλιση, ούτε σταματούσαν ούτε τους μιλούσαν. Είχαν μια παράξενη περπατησιά, ανακατεύοντας την προσοχή και την σκοπιμότητα με μια σχεδόν παιδική, ανέμελη ευφορία. Ήξεραν και τους άρεσε το στ ήταν και το ποιοι ήταν, και το πού ήταν, κι έμοιαζαν να νιώθουν γαλήνη απέναντι στον εαυτό τους και με τα πάντα γύρω τους. Ο Ραντ ένιωσε να τους ζηλεύει.
Λίγοι από τους Ογκιρανούς ήταν ψηλότεροι από τον Λόιαλ, αλλά ήταν εύκολο να καταλάβουν τους μεγαλύτερους· όλοι μα όλοι είχαν μουστάκια μακριά σαν τα κρεμάμενα φρύδια τους, και στενές γενειάδες. Οι νεότεροι ήταν καλοξυρισμένοι σαν τον Λόιαλ. Πολλοί άνδρες φορούσαν μόνο πουκάμισο και κρατούσαν φτυάρια και αξίνες, ή πριόνια και κουβάδες με πίσσα· οι άλλοι φορούσαν απλά πανωφόρια, που κούμπωναν στο λαιμό και φάρδαιναν στα γόνατά τους σαν κιλτ. Οι γυναίκες έμοιαζαν να προτιμούν κεντητά λουλούδια και πολλές είχαν περάσει λουλούδια στα μαλλιά. Οι νεαρές είχαν κεντημένα λουλούδια μόνο στους μανδύες, ενώ οι μεγαλύτερες είχαν επίσης κεντημένα φορέματα, και κάποιες γυναίκες με γκρίζα μαλλιά είχαν λουλούδια από το λαιμό ως το τελείωμα του φορέματος τους. Μερικές Ογκιρανές, γυναίκες και κοπέλες, έμοιαζαν να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στον Λόιαλ· αυτός προχωρούσε με το βλέμμα ευθεία μπροστά, και τα αυτιά του τινάζονταν πιο δυνατά όσο πιο μέσα προχωρούσαν.
Ο Ραντ ξαφνιάστηκε, όταν είδε έναν Ογκιρανό να βγαίνει από το χώμα, από ένα από τα λοφάκια που ήταν σκεπασμένα με γρασίδι και αγριολούλουδα, που βρισκόταν σκορπισμένα πανιού ανάμεσα στα δέντρα. Έπειτα είδε παράθυρα στα λοφάκια, και σ’ ένα απ’ αυτά να στέκεται μια Ογκιρανή απλώνοντας ζύμη για πίτα, και κατάλαβε ότι έβλεπε τα σπίτια των Ογκιρανών. Τα πλαίσια των παραθύρων ήταν από πέτρα, αλλά όχι μόνο φαίνονταν σαν φυσικοί σχηματισμοί, αλλά έμοιαζαν να έχουν σμιλευτεί από τον αέρα και το νερό με το πέρασμα των γενεών.
Τα Μεγάλα Δένδρα, με τους ογκώδεις κορμούς και τις απλωμένες ρίζες τους που ήταν χοντρές παν σώμα αλόγου, χρειαζόταν πολύ χώρο το καθένα, αλλά μερικά φύτρωναν ακριβώς εκεί στο χωριό. Τα μονοπάτια συνέχιζαν, περνώντας πάνω από τις ρίζες με χωμάτινες ράμπες. Και μάλιστα, πέρα από τα μονοπάτια, ο μόνος τρόπος για να πει κανείς με μια ματιά αν ήταν σε χωριό ή σε δάσος, ήταν μια μεγάλη πλατεία στο κέντρο του χωριού, γύρω από κάτι που πρέπει να ήταν το κούτσουρο ενός Μεγάλου Δένδρου. Είχε πλάτος περίπου εκατό απλωσιές, η επιφάνειά του ήταν λειασμένη σαν πάτωμα σπιτιού και υπήρχαν σκαλισμένα σκαλιά σε αρκετά σημεία του. Ο Ραντ προσπαθούσε να φανταστεί πόσο ψηλό ήταν κάποτε το δένδρο, όταν μίλησε η Έριθ, αρκετά δυνατά για να ακουστεί από όλους.
«Τώρα έρχονται οι άλλοι καλεσμένοι μας».
Τρεις γυναίκες, άνθρωποι, ήρθαν από την άλλη πλευρά του πελώριου κούτσουρου. Η νεότερη κρατούσε μια ξύλινη γαβάθα.
«Αελίτισσες», είπε ο Ίνγκταρ. «Κόρες του Δόρατος. Καλά που άφησα τον Μασέμα πίσω». Αλλά όμως απομακρύνθηκε από τη Βέριν και την Έριθ, και άπλωσε το χέρι πάνω από τον ώμο του για να χαλαρώσει το σπαθί στη θήκη του.
Ο Ραντ μελέτησε τις Αελίτισσες με νευρικότητα και περιέργεια. Ήταν αυτό που τόσοι άνθρωποι του είχαν πει ότι ήταν και ο ίδιος. Δύο ήταν ώριμες γυναίκες, και η άλλη λίγο πιο μεγάλη από κοριτσάκι, αλλά και οι τρεις ήταν ψηλές για γυναίκες. Τα κοντοκομμένα μαλλιά τους ήταν από κοκκινοκάστανα μέχρι σχεδόν χρυσά, με μια στενή κοτσίδα πίσω, αφημένη να κρέμεται ως τον ώμο. Φορούσαν φαρδιά παντελόνια, που χώνονταν σε μαλακές μπότες, και τα ρούχα τους ήταν όλα σε αποχρώσεις του καφέ, του γκρίζου ή του πράσινου· ο Ραντ σκέφτηκε ότι ήταν σχεδόν εξίσου καλά με τους μανδύες των Προμάχων για να κρύβονται σε βράχια ή βλάστηση. Πάνω από τους ώμους τους ξεπρόβαλλαν κοντά τόξα, φαρέτρες και μακριά μαχαίρια κρέμονταν από τις ζώνες τους, και κρατούσαν μικρές, στρογγυλές ασπίδες με δερμάτινη επένδυση και δέσμες δοράτων με κοντά σώματα και μακριές αιχμές. Ακόμα και η νεότερη κινιόταν με χάρη, που έδειχνε ότι ήξερε να χρησιμοποιήσει τα όπλα που έφερε.
Ξαφνικά, οι γυναίκες αντελήφθηκαν τους άλλους ανθρώπους· έδειξαν να τις ξαφνιάζει το γεγονός ότι είχαν ξαφνιαστεί, όσο και η θέα του Ραντ και των άλλων, αλλά οι κινήσεις τους Θύμιζαν αστραπή. Η νεότερη φώναζε, «Σιναρανοί!» και γύρισε για να ακουμπήσει προσεκτικά τη γαβάθα πίσω της. Οι άλλες δύο ύψωσαν γρήγορα καφέ μαντήλια, που ήταν γύρω από τους ώμους τους, και τα τύλιξαν γύρω από τα κεφάλια τους. Οι μεγαλύτερες ύψωσαν μαύρα πέπλα στα πρόσωπά τους, αφήνοντας μόνο τα μάπα ακάλυπτα, και η νεαρή σηκώθηκε και τις μιμήθηκε. Μισοσκυμμένες, προχώρησαν με μετρημένο ρυθμό, κρατώντας προς τα μπρος τις ασπίδες μαζί με τις δέσμες των δοράτων, ενώ το άλλο χέρι κρατούσε ένα από τα δόρατα.
Ο Ίνγκταρ ξεθηκάρωσε το σπαθί του. «Κάνε στην άκρη, Άες Σεντάι. Έριθ, κάνε στην άκρη». Ο Χούριν έβγαλε το σπαθοσπάστη του, βρέθηκε σε δίλημμα ανάμεσα στο ρόπαλο και στο σπαθί του· ρίχνοντας άλλη μια ματιά στα δόρατα των Αελιτισσών, διάλεξε το σπαθί.
«Δεν πρέπει», είπε η Ογκιρανή. Τρίβοντας τα χέρια, κοίταζε πότε τον Ίνγκταρ και πότε τις Αελίτισσες. «Δεν πρέπει».
Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι κρατούσε στα χέρια τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Ο Πέριν είχε μισοτραβήξει τον πέλεκυ από τη Θηλιά της ζώνης του και δίσταζε, κουνώντας το κεφάλι.
«Τρελαθήκατε;» είπε με έντονο ύφος ο Ματ. Το τόξο του ήταν ακόμα στη ράχη του. «Δεν με νοιάζει αν είναι Αελίτισσες, είναι γυναίκες».
«Σταματήστε το!» φώναζε η Βέριν. «Σταματήστε αμέσως!» Οι Αελίτισσες δεν έπαψαν να προχωρούν, και η Άες Σεντάι έσφιξε συγχυσμένη τις γροθιές της.
Ο Ματ έκανε πίσω κι έβαλε το πόδι στον αναβολέα. «Φεύγω», ανακοίνωσε. «Μ’ ακούσατε; Φεύγω. Δεν θα μείνω εδώ να με τρυπήσουν μ’ αυτά που κρατούν, και δεν θέλω να ρίξω βέλος σε γυναίκα!»
«Το Σύμφωνο!» φώναξε ο Λόιαλ. «Θυμηθείτε το Σύμφωνο!» Ούτε κι αυτό έφερε αποτέλεσμα, όπως οι συνεχιζόμενες ικεσίες της Βέριν και της Έριθ.
Ο Ραντ πρόσεξε ότι και η Άες Σεντάι και η Ογκιρανή απέφευγαν να μπουν στο δρόμο των Αελιτισσών. Αναρωτήθηκε μήπως ο Ματ είχε δίκιο. Δεν ήξερε αν μπορούσε να κάνει κακό σε γυναίκα, ακόμα κι αν προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Αυτό που τον έκανε να αποφασίσει ήταν η σκέψη ότι ακόμα κι αν κατάφερνε να φτάσει στη σέλα του Κοκκινοτρίχη, οι Αελίτισσες τώρα απείχαν μόνο τριάντα απλωσιές. Υποψιαζόταν πως μπορούσαν γα πετάξουν αυτά τα κοντά δόρατα από αυτή την απόσταση. Καθώς οι γυναίκες πλησίαζαν, ακόμα μισοσκυμμένες, με τα δόρατα έτοιμα, σταμάτησε να ανησυχεί μήπως τους έκανε κακό και άρχισε να ανησυχεί μήπως του έκαναν αυτές κακό.
Αναζήτησε νευρικά το κενό, κι αυτό ήλθε. Και απ’ έξω έμεινε η μακρινή σκέψη ότι τώρα ήταν μονάχα το κενό. Η λάμψη του σαϊντίν δεν ήταν εκεί. Η αδειανοσύνη ήταν πιο άδεια απ’ όσο τη θυμόταν ποτέ, αχανής, σαν πείνα, τόσο μεγάλη που μπορούσε να τον πνίξει. Πείνα για κάτι παραπάνω· έπρεπε να υπάρχει κάτι παραπάνω.
Ξαφνικά ένας Ογκιρανός μπήκε ανάμεσα στις δύο ομάδες, με τη στενή γενειάδα του να τρέμει. «Τι σημαίνουν αυτά; Κατεβάστε τα όπλα σας!» Φαινόταν σκανδαλισμένος. «Για σας» —η άγρια ματιά του άγγιξε τον Ίνγκταρ και τον Χούριν, τον Ραντ και τον Πέριν, και δεν λυπήθηκε τον Ματ, παρά τα άδεια χέρια του— «υπάρχει κάποια δικαιολογία, αλλά για σας —» Γύρισε κατά τις Αελίτισσες, οι οποίες είχαν σταματήσει να προελαύνουν. «Ξεχάσατε το Σύμφωνο;»
Οι γυναίκες ξεσκέπασαν τα κεφάλια και τα πρόσωπά τους, με τόση βιάση, που ήταν σαν να ήθελαν να υποκριθούν ότι δεν τα είχαν καλύψει ποτέ. Το πρόσωπο της κοπελίτσας ήταν κατακόκκινο και οι άλλες γυναίκες έδειχναν ντροπή. Μια από τις μεγαλύτερες, εκείνη με τα κοκκινωπά μαλλιά, είπε, «Συγχώρεσέ μας, Δενδραδελφέ. Θυμόμαστε το Σύμφωνο, και δεν θα γυμνώναμε ατσάλι, αλλά είμαστε στη χώρα των Δενδροφονιάδων, όπου όλα τα χέρια στρέφονται εναντίον μας, και είδαμε οπλισμένους άνδρες». Ο Ραντ είδε ότι τα μάτια της ήταν γκρίζα, σαν τα δικά του.
«Βρίσκεσαι σε στέντιγκ, Ριάν», είπε καλοσυνάτα ο Ογκιρανός. «Μέσα στα στέντιγκ όλοι είναι ασφαλείς, μικρή αδελφή. Εδώ κανείς δεν πολεμά, κανένας δεν σηκώνει χέρι σ’ άλλον». Εκείνη ένευσε, ντροπιασμένη, και ο Ογκιρανός κοίταζε τον Ίνγκταρ και τους άλλους.
Ο Ίνγκταρ έβαλε το σπαθί στη θήκη, το ίδιο και ο Ραντ, αν και όχι τόσο γρήγορα όσο ο Χούριν, ο οποίος έμοιαζε αμήχανος σχεδόν όσο και οι Αελίτισσες. Ο Πέριν δεν είχε βγάλει καθόλου ολόκληρο τον πέλεκύ του. Καθώς έπαιρνε το χέρι από τη λαβή, ο Ραντ άφησε το κενό να φύγει, κι ανατρίχιασε. Το κενό χάθηκε, αλλά άφησε πίσω να αργοσβήνει την ηχώ της αδειανοσύνης γύρω από τον Ραντ, και την επιθυμία να τη γεμίσει κάτι.
Ο Ογκιρανός στράφηκε στη Βέριν και υποκλίθηκε. «Άες Σεντάι, είμαι ο Τζούιν, γιος του Λέισελ, του γιου του Λωντ. Ήρθα να σε πάω στους Πρεσβύτερους. Θέλουν να μάθουν γιατί έρχεται σε μιας μια Άες Σεντάι με οπλισμένους άνδρες και έναν δικό μας νεαρό». Ο Λόιαλ καμπούριασε τους ώμους, σαν να πάσχιζε να εξαφανιστεί.
Η Βέριν κοίταξε με λύπη τις Αελίτισσες, σαν να ήθελε να μιλήσει μαζί τους, και μετά έκανε νόημα στον Τζούιν να την οδηγήσει, και αυτός ξεκίνησε χωρίς να πει άλλη λέξη, χωρίς να κοιτάξει καθόλου τον Λόιαλ.
Για μερικές στιγμές, ο Ραντ και οι άλλοι στάθηκαν αντίκρυ στις Αελίτισσες με κάποια ανησυχία. Ο Ραντ τουλάχιστον ήξερε ότι ένιωθε ανησυχία. Ο Ίνγκταρ έμοιαζε ατάραχος σαν βράχος, με την ανάλογη έκφραση. Οι Αελίτισσες μπορεί να είχαν αποκαλύψει τα πρόσωπά τους, αλλά ακόμα κρατούσαν τα δόρατα και μελετούσαν τους τέσσερις άνδρες σαν να ήθελαν να δουν μέσα τους. Κι έριχναν ολοένα πιο θυμωμένες ματιές στον Ραντ. Άκουσε τη νεαρή να μουρμουρίζει, «Φοράει σπαθί», με τόνο φρίκης ανάμικτης με περιφρόνηση. Ύστερα οι τρεις έφυγαν, με μια σύντομη στάση για να πάρουν την ξύλινη γαβάθα, κοιτάζοντας πάνω από τους ώμους τους τον Ραντ και τους άλλους, ώσπου χάθηκαν ανάμεσα στα δένδρα.
«Κόρες του Δόρατος», μουρμούρισε ο Ίνγκταρ. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα σταματούσαν από τη στιγμή που θα κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Τουλάχιστον όχι με μερικές λέξεις». Κοίταξε τον Ραντ και τους δυο φίλους του. «Πρέπει να δείτε εφόρμηση από Κόκκινες Ασπίδες ή Πέτρινα Σκυλιά. Πιο εύκολο να σταματήσεις κατολίσθηση».
«Λεν θα παραβίαζαν το Σύμφωνο από τη στιγμή που τους το θύμισαν», είπε η Έριθ χαμογελώντας. «Ήρθαν για τραγουδισμένο ξύλο». Μια νότα περηφάνιας φάνηκε στη φωνή της. «Έχουμε δυο Δενδροτραγουδιστές στο Στέντιγκ Τσόφου. Τώρα είναι πολύ σπάνιοι. Άκουσα ότι το Στέντιγκ Σανγκτάι έχει έναν νεαρό Δενδροτραγουδιστή, που είναι πολύ ταλαντούχος, αλλά εμείς έχουμε δύο». Ο Λόιαλ κοκκίνισε, αλλά αυτή δεν φάνηκε να το προσέχει. «Αν έρθετε μαζί μου, θα σας δείξω πού να περιμένετε μέχρι να μιλήσουν οι Πρεσβύτεροι».
Καθώς την ακολουθούσαν, ο Πέριν μουρμούρισε, «Ποιο τραγουδισμένο ξύλο, μα το αριστερό μου πόδι. Αυτές οι Αελίτισσες ψάχνουν για Εκείνον που Έρχεται με την Αυγή».
Και ο Ματ πρόσθεσε ξερά, «Ψάχνουν για σένα, Ραντ».
«Για μένα! Αυτό είναι τρέλα. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι—»
Σταμάτησε, καθώς η Έριθ τους είχε βγάλει στα σκαλιά ενός σπιτιού καλυμμένου από αγριολούλουδα, που προφανώς το κρατούσαν για τους καλεσμένους. Τα δωμάτια είχαν άνοιγμα είκοσι απλωσιών και πέτρινους τοίχους, με βαμμένα ταβάνια ύψους δύο απλωσιών, αλλά οι Ογκιρανοί είχαν βάλει τα δυνατά τους για να κάνουν ένα μέρος στο οποίο οι άνθρωποι θα ένιωθαν βολικά. Ακόμα κι έτσι, τα έπιπλα ήταν κάπως μεγάλα για να πει κανείς ότι ήταν άνετα, οι καρέκλες τόσο ψηλές, που τα πόδια θα κρέμονταν χωρίς να φτάνουν στο πάτωμα, το τραπέζι πιο ψηλό από τη μέση του Ραντ. Ο Χούριν δεν θα χρειαζόταν να σκύψει για να μπει στο τζάκι, το οποίο έμοιαζε να το έχει σμιλέψει ο καιρός και όχι χέρια τεχνίτη. Η Έριθ κοίταξε τον Λόιαλ με αμφιβολία, αλλά εκείνος κούνησε το χέρι για να διαλύσει την ανησυχία της και τράβηξε μια καρέκλα στη γωνιά, που δεν καλοφαινόταν από την πόρτα.
Μόλις έφυγε η Ογκιρανή, ο Ραντ μάζεψε σε μια άκρη τον Ματ και τον Πέριν. «Τι εννοείς ότι ψάχνουν για μένα; Για ποιο λόγο; Με κοίταξαν κατάματα και έφυγαν».
«Σε κοίταζαν», είπε ο Ματ χαμογελώντας, «σαν να ’χες ένα μήνα να κάνεις μπάνιο και να ήσουν λουσμένος με βρομούσα». Το χαμόγελο του έσβησε. «Αλλά μπορεί να έψαχναν για σένα. Ανταμώσαμε έναν άλλο Αελίτη».
Ο Ραντ άκουσε με κατάπληξη που συνεχώς μεγάλωνε την ιστορία της συνάντησής τους στο Μαχαίρι του Σφαγέα. Ο Ματ αφηγήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ ο Πέριν τον διόρθωνε μερικές φορές, όταν τα στόλιζε πολύ. Ο Ματ τα παραφούσκωσε για το πόσο επικίνδυνος ήταν ο Αελίτης, και πόσο κοντά στον καυγά είχε φτάσει η συνάντηση.
«Κι εφόσον είσαι ο μόνος Αελίτης που ξέρουμε», κατέληξε, «ε, μπορεί να είσαι εσύ. Ο Ίνγκταρ λέει ότι οι Αελίτες ποτέ δεν ζουν έξω από την Ερημιά, άρα πρέπει να είσαι ο μοναδικός».
«Δεν το βρίσκω αστείο, Ματ», μούγκρισε ο Ραντ. «Δεν είμαι Αελίτης». Η Έδρα της Άμερλιν είπε ότι είσαι. Ο Ίνγκταρ έτσι νομίζει. Ο Ταμ είπε... Ήταν άρρωστος, είχε πυρετό. Του είχαν κόψει τις ρίζες που νόμιζε ότι είχε, μαζί οι Άες Σεντάι και ο Ταμ, αν και ο Ταμ ήταν τόσο άρρωστος που δεν ήξερε τι έλεγε. Τον είχαν πετάξει να τον παρασέρνει ο άνεμος, και μετά του είχαν προσφέρει κάτι καινούργιο να κρατηθεί. Ψεύτικος Δράκοντας. Αελίτης. Αυτά δεν μπορούσε να τα διεκδικήσει για ρίζες. Δεν θα το έκανε. «Μπορεί να μην ανήκω σε κανέναν. Αλλά οι Δύο Ποταμοί είναι το μόνο σπίτι που ξέρω».
«Δεν εννοούσα τίποτα», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. «Απλώς... Που να καώ, έτσι λέει ο Ίνγκταρ. Έτσι λέει ο Μασέμα. Ο Ούριεν έμοιαζε για ξάδερφος σου, κι αν η Ριάν έβαζε φόρεμα κι έλεγε ότι είναι θεία σου, θα το πίστευες κι εσύ ο ίδιος. Ε, εντάξει. Μη με κοιτάζεις έτσι, Πέριν. Αν θέλει να λέει ότι δεν είναι, εντάξει. Αλλάζει τίποτα, στο κάτω-κάτω;» Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του.
Οι Ογκιρανές κοπέλες τους έφεραν νερό και πετσέτες για να πλύνουν τα χέρια και τα πρόσωπά τους· επίσης τυριά και φρούτα και κρασί, με κασσιτερένια κύπελλα τόσο μεγάλα, που δεν τα κράταγες άνετα στο χέρι. Ήρθαν κι άλλες Ογκιρανές γυναίκες, με κεντητά φορέματα. Εμφανίστηκαν μία-μία, κάπου δώδεκα συνολικά, για να ρωτήσουν αν οι άνθρωποι είχαν βολευτεί, αν ήθελαν τίποτα. Λίγο πριν φύγει η καθεμιά τους, στρεφόταν στον Λόιαλ. Εκείνος απαντούσε με σεβασμό, όμως ήταν τόσο λιγομίλητος, που ο Ραντ πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι, όρθιος, μ’ ένα βιβλίο Ογκιρανού μεγέθους με ξύλινη επένδυση σφιγμένο στο στήθος σαν ασπίδα· όταν έφευγαν, κουλουριαζόταν στην καρέκλα του με το βιβλίο ψηλά, μπροστά στο πρόσωπο. Τα βιβλία του σπιτιού ήταν το μόνο που δεν ήταν κατασκευασμένο σε ανθρώπινο μέγεθος.
«Μύρισε τον αέρα, Άρχοντα Ραντ», είπε ο Χούριν, γεμίζοντας χαμογελαστός τα πνευμόνια του. Τα πόδια του κρέμονταν από την καρέκλα που καθόταν στο τραπέζι· τα κουνούσε μπρος-πίσω σαν αγοράκι. «Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι τα περισσότερα μέρη μυρίζουν άσχημα, αλλά αυτό... Άρχοντα Ραντ, νομίζω πως ποτέ δεν σκοτώθηκε κανείς εδώ. Ίσως και να μην πόνεσε κανείς, παρά μόνο από ατύχημα».
«Τα στέντιγκ υποτίθεται πως είναι ασφαλή για όλους», είπε ο Ραντ. Παρατηρούσε τον Λόιαλ. «Τουλάχιστον αυτό λένε τα παραμύθια». Κατάπιε μια τελευταία μπουκιά άσπρο τυρί και πλησίασε τον Ογκιρανό. Ο Ματ τον ακολούθησε μ’ ένα κύπελλο στο χέρι. «Τι συμβαίνει, Λόιαλ;» είπε ο Ραντ. «Από τη στιγμή που ήρθαμε εδώ, είσαι νευρικός, σαν γάτα σε αυλή γεμάτη σκυλιά».
«Δεν είναι τίποτα», είπε ο Λόιαλ, κοιτάζοντας ανήσυχα την πόρτα με την άκρη του ματιού.
«Φοβάσαι μην μάθουν ότι έφυγες από το Στέντιγκ Σανγκτάι χωρίς άδεια από τους Πρεσβύτερούς σας;»
Ο Λόιαλ κοίταξε έντρομος γύρω του, με τις τούφες των αυτιών του να σπαρταρούν. «Μην το λες», σφύριξε. «Μπορεί να το ακούσει κάποιος. Αν το μάθαιναν...» Μ’ ένα βαθύ στεναγμό, ξανασωριάστηκε στην καρέκλα, κοιτάζοντας από τον Ραντ στον Ματ. «Δεν ξέρω πώς το κάνουν οι άνθρωποι, αλλά στους Ογκιρανούς... Αν μια κοπέλα δει ένα αγόρι που της αρέσει, πηγαίνει στη μητέρα της. Ή, μερικές φορές, η μητέρα βλέπει κάποιον που νομίζει πως είναι κατάλληλος. Όπως και να ’χει, αν συμφωνήσουν, η μητέρα του κοριτσιού πηγαίνει στη μητέρα του αγοριού και, πριν καλά-καλά το καταλάβει το αγόρι, έχουν κανονίσει το γάμο του».
«Το αγόρι δεν έχει λόγο σ’ αυτό;» ρώτησε ο Ματ χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά του.
«Καθόλου. Οι γυναίκες πάντα λένε ότι, αν το άφηναν πάνω μας, θα περνούσαμε τη ζωή μας παντρεμένοι με τα δέντρα». Ο Λόιαλ ανακάθισε, κάνοντας μια γκριμάτσα. «Οι μισοί γάμοι γίνονται ανάμεσα σε διαφορετικά στέντιγκ· ομάδες νεαρών Ογκιρανών κάνουν επισκέψεις από στέντιγκ σε στέντιγκ, για να δουν και φανούν. Αν ανακαλυφθεί ότι είμαι Έξω δίχως άδεια, οι Πρεσβύτεροι σχεδόν σίγουρα θα αποφασίσουν ότι χρειάζομαι σύζυγο για να με νοικοκυρέψει. Πριν το πάρω χαμπάρι, θα έχουν στείλει μήνυμα στο Στέντιγκ Σανγκτάι, στη μητέρα μου, κι αυτή θα έρθει και θα με παντρέψει πριν τινάξει τη σκόνη από το ταξίδι. Πάντα έλεγε ότι είμαι φουριόζος και χρειάζομαι σύζυγο. Νομίζω ότι έψαχνε να μου βρει, όταν έφυγα. Όποια γυναίκα και να διαλέξει για μένα... ε, όποια κι αν είναι η σύζυγός μου, δεν δα με αφήσει να ξαναβγώ έξω παρά μόνο όταν γκριζάρουν τα μαλλιά μου. Οι γυναίκες λένε ότι δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται σε κανέναν άνδρα να βγαίνει Έξω, παρά μόνο αν έχει κατα σταλάξει και μπορεί να κρατά την ψυχραιμία του».
Ο Ματ γέλασε τρανταχτά, τόσο που όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν, αλλά, όταν ο Λόιαλ του έκανε απελπισμένα νόημα, χαμήλωσε τη φωνή του. «Σε μας, οι άνδρες διαλέγουν, και η γυναίκα δεν μπορεί να εμποδίσει τον άνδρα της να κάνει αυτό που θέλει».
Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια, καθώς θυμόταν τότε που η Εγκουέν είχε αρχίσει να τον ακολουθεί πανιού, όταν ήταν παιδιά. Τότε είχε αρχίσει η Κυρά αλ’Βερ να του δίνει ιδιαίτερη προσοχή, περισσότερη απ’ όση έδειχνε στα άλλα αγόρια. Αργότερα, μερικά κορίτσια χόρευαν μαζί του στις γιορτές, και μερικά όχι, κι εκείνα που χόρευαν ήταν πάντα φίλες της Εγκουέν, ενώ τα άλλα ήταν κορίτσια που η Εγκουέν δεν συμπαθούσε. Επίσης, αν θυμόταν καλά, η Κυρά αλ’Βερ είχε πάρει τον Ταμ κατά μέρος –Και μουρμούριζε ότι ο Ταμ δεν είχε γυναίκα να της μιλήσει!— και από κει και μετά, ο Ταμ και όλοι έκαναν σαν να ήταν λογοδοσμένοι ο Ραντ και η Εγκουέν, αν και δεν είχαν γονατίσει μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών για να πουν τα λόγια. Δεν το είχε ξανασκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο· τα πράγματα ανάμεσα σ’ αυτόν και στην Εγκουέν απλώς έμοιαζαν να είναι όπως ήταν, και δεν υπήρχε τίποτα παραπάνω.
«Νομίζω ότι το κάνουμε με τον ίδιο τρόπο», μουρμούρισε και, όταν ο Ματ γέλασε, πρόσθεσε, «Θυμάσαι τον πατέρα σου να κάνει ποτέ κάτι που η μητέρα σου πραγματικά δεν ήθελε;» Ο Ματ άνοιξε το στόμα του χαμογελώντας, και μετά έσμιξε σκεφτικά τα φρύδια και το ξανάκλεισε.
Ο Τζούιν κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. «Θα είχατε την καλοσύνη να έρθετε όλοι μαζί μου; Οι Πρεσβύτεροι θέλουν να σας δουν». Δεν κοίταξε τον Λόιαλ, αλλά εκείνου παραλίγο Θα του έπεφτε το βιβλίο.
«Αν οι Πρεσβύτεροι προσπαθήσουν να σε κρατήσουν», είπε ο Ραντ, «θα πούμε ότι σε χρειαζόμαστε μαζί μας».
«Πάω στοίχημα ότι αυτό δεν αφορά καθόλου εσένα», είπε ο Ματ. «Πάω στοίχημα ότι το μόνο που θα πουν είναι ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την Πύλη». Κούνησε δυνατά το κεφάλι και η φωνή του χαμήλωσε κι άλλο. «Στ’ αλήθεια πρέπει να το κάνουμε, ε». Δεν ήταν ερώτηση.
«Μείνε και παντρέψου, ή ταξίδεψε στις Οδούς». Ο Λόιαλ έκανε μια πικρή γκριμάτσα. «Η ζωή είναι γεμάτη αναστάτωση, όταν έχεις φίλους τα’βίρεν».