Ο Ραντ χίμηξε στην κοινή αίθουσα του Υπερασπιστή του Δρακότειχους και ανέβηκε τρέχοντας πάνω, χαμογελώντας με την έκπληκτη ματιά του πανδοχέα. Ο Ραντ ήθελε να χαμογελάσει πλατιά σε όλους. Ο Θομ ζει!
Άνοιξε διάπλατα την πόρτα του δωματίου του και πήγε κατευθείαν στη ντουλάπα.
Ο Λόιαλ και ο Χούριν έχωσαν τα κεφάλια τους στο δωμάτιο από δίπλα· φορούσαν πουκάμισα και έσφιγγαν στα δόντια τους πίπες, που έβγαζαν λεπτά σύννεφα καπνού.
«Έγινε κάτι, Άρχοντα Ραντ;» ρώτησε ο Χούριν ανήσυχος.
Ο Ραντ έριξε στον ώμο του το δέμα που έφτιαχνε ο μανδύας του Θομ. «Το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, μετά από το να έρθει ο Ίνγκταρ. Ο Θομ Μέριλιν είναι ζωντανός. Και βρίσκεται εδώ, στην Καιρχίν».
«Ο βάρδος που μου έλεγες;» είπε ο Λόιαλ. «Αυτό είναι υπέροχο, Ραντ. Θα ήθελα να τον γνωρίσω».
«Τότε έλα μαζί μου, αν θέλει ο Χούριν να φυλάξει σκοπιά για λίγο».
«Μετά χαράς, Άρχοντα Ραντ». Ο Χούριν έβγαλε την πίπα από το στόμα του. «Αυτά τα μούτρα στην κοινή αίθουσα πήγαν να με ψαρέψουν —χωρίς να δείξουν τι έκαναν, φυσικά— για να μάθουν ποιος είσαι, Άρχοντά μου, και τι γυρεύουμε στην Καιρχίν. Τους είπα ότι περιμέναμε να συναντήσουμε φίλους, αλλά αυτοί, τέτοιοι Καιρχινοί που είναι, σκέφτηκαν ότι έκρυβα κάτι πιο βαθύ».
«Ας νομίζουν ό,τι θέλουν. Έλα, Λόιαλ!»
«Δεν νομίζω». Ο Ογκιρανός αναστέναξε. «Στ’ αλήθεια θα προτιμούσα να μείνω εδώ». Σήκωσε ένα βιβλίο, στο οποίο σημείωνε τη σελίδα με το χοντρό του δάχτυλο. «Θα γνωρίσω τον Θομ κάποια άλλη φορά».
«Λόιαλ, δεν μπορείς να μείνεις κρυμμένος εδώ για πάντα. Δεν ξέρουμε καν πόσον καιρό θα μείνουμε στην Καιρχίν. Στο κάτω-κάτω, δεν είδαμε τίποτα Ογκιρανούς. Κι αν δούμε, δεν θα κυνηγούν εσένα, ε;»
«Δεν θα κυνηγούν, ακριβώς, αλλά... Ραντ, ίσως βιάστηκα να φύγω από το Στέντιγκ Σανγκτάι έτσι όπως έφυγα. Όταν γυρίσω στην πατρίδα, ίσως να έχω μεγάλα προβλήματα». Τα αυτιά του έπεσαν. «Ακόμα κι αν περιμένω να φτάσω στην ηλικία του Πρεσβύτερου Χάμαν πριν γυρίσω. Ίσως Θα μπορούσα να βρω ένα εγκαταλειμμένο στέντιγκ για να μείνω εκεί ως τότε».
«Αν ο Πρεσβύτερος Χάμαν δεν σε αφήσει να επιστρέψεις, μπορείς να μείνεις στο Πεδίο του Έμοντ, Είναι ωραίο μέρος». Πανέμορφο μέρος.
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, Ραντ, αλλά δεν θα ’βγαινε τίποτα έτσι. Βλέπεις—»
«Θα το συζητήσουμε όταν χρειαστεί, Λόιαλ. Τώρα θα έρθεις να δεις τον Θομ».
Ο Ογκιρανός είχε μιάμιση φορά το ύψος του Ραντ, αλλά αυτός τον ανάγκασε να φορέσει τη μακριά τουνίκα του και το μανδύα του και να βγει από το δωμάτιο. Όταν κατέβηκαν τα σκαλιά με βροντερά βήματα και βρέθηκαν στην κοινή αίθουσα, ο Ραντ έκλεισε το μάτι στον πανδοχέα και γέλασε με το έκπληκτο ύφος του. Ας νομίζει ότι πάω να παίξω αυτό το ηλίθιο το Μεγάλο Παιχνίδι. Ας νομίζει ό,τι θέλει. Ο Θομ ζει.
Όταν πέρασαν την Πύλη Τζανγκάι, στο ανατολικό τείχος της πόλης, όλοι έμοιαζαν να ξέρουν το Τσαμπί Σταφύλι. Ο Ραντ και ο Λόιαλ γρήγορα το βρήκαν, σ’ έναν δρόμο που παραήταν ήσυχος για τα μέτρα των Προπυλαίων, ενώ ο ήλιος έγερνε στον απογευματινό ουρανό.
Ήταν ένα παλιό διώροφο κτίσμα, ξύλινο κι ετοιμόρροπο, αλλά η κοινή αίθουσα ήταν καθαρή και βούιζε από κόσμο. Κάποιοι έπαιζαν ζάρια σε μια γωνία και μερικές γυναίκες βελάκια σε μια άλλη. Οι μισοί είχαν την όψη των Καιρχινών, λιγνοί και χλωμοί, αλλά ο Ραντ άκουσε και Αντορινή προφορά, όπως και άλλες που δεν ήξερε. Όλοι φορούσαν τα ρούχα των Προπυλαίων, ένα ανακάτεμα από στυλ, όμως, τουλάχιστον πεντ’ έξι χωρών. Κάποιοι τους κοίταξαν μπαίνοντας, όμως όλοι ξαναγύρισαν αμέσως στις ασχολίες τους.
Πανδοχέας ήταν μια γυναίκα, με μαλλιά κάτασπρα σαν του Θομ και βλέμμα κοφτερό, που μελέτησε και τον Λόιαλ και τον Ραντ. Δεν ήταν Καιρχινή, όπως έδειχνε το σκούρο δέρμα της και η μιλιά της. «Ο Θομ Μέριλιν; Ναι, έχει ένα δωμάτιο. Ανέβα τα σκαλιά, πρώτη πόρτα δεξιά. Μάλλον η Ντένα θα σε αφήσει να τον περιμένεις εκεί» —κοίταξε το κόκκινο πανωφόρι του Ραντ, με τους ερωδιούς στο ψηλό κολάρο και τα χρυσοκέντητα φύλλα στα μανίκια— «Άρχοντά μου».
Τα σκαλιά έτριζαν κάτω από τις μπότες του Ραντ και διαμαρτύρονταν στο πέρασμα του Λόιαλ. Ο Ραντ δεν ήξερε να πει, αν το κτίριο θα άντεχε πολύ ακόμα. Βρήκε την πόρτα και χτύπησε, ενώ αναρωτιόταν ποια ήταν η Ντένα.
«Μπες», είπε μια γυναικεία φωνή. «Δεν μπορώ να ανοίξω».
Ο Ραντ άνοιξε την πόρτα διστακτικά και έχωσε μέσα το κεφάλι. Ένα μεγάλο, άστρωτο κρεβάτι ήταν κολλημένο σ’ έναν τοίχο, και τον υπόλοιπο χώρο τον καταλάμβαναν δυο ντουλάπες, αρκετά σεντούκια και κιβώτια με μπρούτζινη ενίσχυση, ένα τραπέζι και δύο ξύλινες καρέκλες. Η λεπτή γυναίκα, που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι με τα φουστάνια χωμένα κάτω από το σώμα της, είχε στον αέρα έξι χρωματιστές μπάλες, που γυρνούσαν σε κύκλο ανάμεσα στα χέρια της.
«Ό,τι κι αν είναι», είπε, κοιτάζοντας τα μπαλάκια, «αφήστε το στο τραπέζι. Ο Θομ θα πληρώσει, όταν γυρίσει».
«Είσαι η Ντένα;» ρώτησε ο Ραντ.
Εκείνη άρπαζε τα μπαλάκια από τον αέρα και γύρισε για να τον δει. Ήταν μόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, όμορφη, με απαλό δέρμα σαν των Καιρχινών και μελαχρινά μαλλιά, που έπεφταν λυτά στους ώμους της. «Δεν σε ξέρω. Το δωμάτιο είναι δικό μου, δικό μου και του Θομ Μέριλιν».
«Η πανδοχέας είπε ότι ίσως μας αφήσεις να περιμένουμε εδώ τον Θομ», είπε ο Ραντ. «Αν είσαι η Ντένα».
«Να ‘σας’ αφήσω;» Ο Ραντ μπήκε στο δωμάτιο για μπορέσει ο Ογκιρανός να μπει, σκύβοντας για να περάσει την πόρτα, και η γυναίκα ύψωσε τα φρύδια. «Άρα οι Ογκιρανοί ξαναγύρισαν. Είμαι η Ντένα. Τι θέλεις;» Κοίταξε το πανωφόρι του Ραντ, με τέτοιο ύφος που σίγουρα είχε αποφύγει σκοπίμως να προσθέσει το «Άρχοντά μου», αν και ξανασήκωσε τα φρύδια, βλέποντας τους ερωδιούς στο θηκάρι και στη λαβή του ξίφους.
Ο Ραντ ύψωσε το μπόγο που κουβαλούσε. «Ξανάφερα στον Θομ την άρπα και το φλάουτό του. Και θέλω να τον επισκεφθώ», πρόσθεσε βιαστικά· η γυναίκα φαινόταν ότι θα του έλεγε να τα αφήσει εκεί. «Έχω πολύ καιρό να τον δω».
Εκείνη κοίταξε το δέμα. «Ο Θομ όλο παραπονιέται ότι έχασε το καλύτερο φλάουτο και την καλύτερη άρπα που είχε ποτέ του. Με τόση γκρίνια, θα ’λεγε κανείς ότι ήταν μουσικός της αυλής. Πολύ καλά. Μπορείτε να περιμένετε, αλλά εγώ πρέπει να εξασκηθώ. Ο Θομ λέει ότι την άλλη βδομάδα θα με αφήσει να δώσω παράσταση στις αίθουσες» Σηκώθηκε με χάρη και πήρε μια καρέκλα, κάνοντας στον Λόιαλ νόημα να καθίσει στο κρεβάτι. «Αν έσπαζες μια καρέκλα, η Ζέρα θα έβαζε τον Θομ να πληρώσει για έξι, φίλε Ογκιρανέ».
Ο Ραντ είπε τα ονόματά τους, ενώ καθόταν στην άλλη άδεια καρέκλα —ακόμα και με το δικό του βάρος, ακούστηκε ένας ανησυχητικός τριγμός— και ρώτησε με αμφιβολία, «Είσαι μαθητευόμενη του Θομ;»
Η Ντένα άφησε ένα χαμογελάκι. «Πες το κι έτσι». Είχε ξαναρχίσει να εξασκείται και το βλέμμα της ήταν στραμμένο στα μπαλάκια που στριφογύριζαν.
«Πρώτη φορά ακούω για γυναίκα βάρδο», είπε ο Λόιαλ.
«Θα είμαι η πρώτη». Ο ένας μεγάλος κύκλος μεταμορφώθηκε σε δύο μικρότερους που διασταυρώνονταν. «Δεν θα σταματήσω, αν δεν δω ολόκληρο τον κόσμο. Ο Θομ λέει ότι, όταν βρούμε τα λεφτά, θα κατέβουμε στο Δάκρυ». Άρχισε να παίζει τρία μπαλάκια στο κάθε χέρι. «Και ίσως μετά πάμε στα νησιά των Θαλασσινών. Οι Άθα’αν Μιέρε πληρώνουν καλά τους βάρδους».
Ο Ραντ κοίταξε το δωμάτιο, με τα τόσα σεντούκια και κιβώτια. Δεν έμοιαζε με δωμάτιο κάποιου που σκόπευε να φύγει σύντομα. Υπήρχε μάλιστα ένα λουλούδι σε μια γλάστρα στο περβάζι. Η ματιά του έπεσε στο ένα και μοναδικό, μεγάλο κρεβάτι, όπου καθόταν ο Λόιαλ. Το δωμάτιο είναι δικό μου, δικό μου και του Θομ Μέριλιν. Η Ντένα τον κοίταξε αγέρωχα μέσα από το μεγάλο κύκλο που είχε σχηματίσει. Ο Ραντ κοκκίνισε.
Ξερόβηξε. «Ίσως θα ’πρεπε να περιμένουμε κάτω», άρχισε να λέει, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Θομ, με το μανδύα του να ανεμίζει γύρω από τους αστραγάλους του και τα μπαλώματα να πεταρίζουν. Στην πλάτη του κρεμόταν μια άρπα και ένα φλάουτο σε θήκες από κοκκινωπό ξύλο, που γυάλιζε από τη συχνή χρήση.
Η Ντένα εξαφάνισε τα μπαλάκια στο φόρεμά της και έτρεξε για να αγκαλιάσει τον Θομ, ρίχνοντας τα χέρια πάνω από τους ώμους του, πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάσει. «Μου έλειψες», του είπε, και τον φίλησε.
Το φιλί συνεχίστηκε αρκετή ώρα, τόσο που ο Ραντ άρχισε να αναρωτιέται μήπως έπρεπε να φύγουν αυτός και ο Λόιαλ, αλλά η Ντένα αναστέναξε και οι φτέρνες της άγγιξαν το έδαφος.
«Ξέρεις τι πήγε κι έκανε πάλι εκείνος ο άμυαλος ο Σήγκαν;» είπε ο Θομ, κοιτάζοντάς την. «Πήρε μια συμμορία καθαρμάτων, που αυτοαποκαλούνται «ηθοποιοί». Τριγυρνούν παριστάνοντας ότι είναι ο Ρογκός ο Γερακομάτης, η Μπλάες, και ο Γκάινταλ Κέιν, και... Ααα! Κρεμάνε ένα κομμάτι μπογιατισμένο μουσαμά πίσω τους, δήθεν να κάνει τους θεατές να πιστέψουν ότι αυτοί οι βλάκες είναι στην Αίθουσα Μάτουτσιν, ή στα ψηλά περάσματα στα Όρη του Χαμμού. Εγώ όμως κάνω τον ακροατή να δει το κάθε λάβαρο, να μυρίσει κάθε μάχη, να νιώσει κάθε συναίσθημα. Τον κάνω να πιστέψει ότι ο ίδιος είναι ο Γκάινταλ Κέιν. Αν ο Σήγκαν βγάλει αυτό το τσούρμο μετά από μένα, ο κόσμος θα του κάνει την αίθουσα φύλλο και φτερό».
«Θομ, έχουμε επισκέπτες. Ο Λόιαλ, ο γιος του Άρεντ, του γιου του Χάλαν. Α, κι ένα αγόρι που λέει ότι τ’ όνομά του είναι Ραντ αλ’Θορ».
Ο Θομ κοίταξε πάνω από το κεφάλι της τον Ραντ, κι έσμιξε τα φρύδια. «Άφησέ μας για λίγο, Ντένα. Να». Της έβαλε στο χέρι μερικά ασημένια νομίσματα. «Τα μαχαίρια σου είναι έτοιμα. Δεν πας να πληρώσεις τον Ίβον;» Χάιδεψε το απαλό μάγουλο της με το ροζιασμένο δάχτυλό του. «Πήγαινε. Θα σου το ανταποδώσω».
Εκείνη του έριζε ένα σκοτεινό βλέμμα, αλλά έριξε το μανδύα στους ώμους της, μουρμουρίζοντας, «Ελπίζω ο Ίβον να τα έκανε να ισορροπούν σωστά».
«Κάποια μέρα θα γίνει μουσικός», είπε ο Θομ με μια νότα περηφάνιας, όταν η Ντένα έφυγε. «Ακούει μια ιστορία μια φορά —μια φορά μόνο, προσέξτε!— και τη μαθαίνει αμέσως, όχι μόνο τα λόγια, αλλά και τον τόνο, το ρυθμό. Είναι καλή στην άρπα, και την πρώτη φορά που έπαιξε φλάουτο ήταν καλύτερη από σένα, κι ας έκανες μαθήματα». Ακούμπησε τις ξύλινες θήκες των οργάνων πάνω σε ένα από τα μεγάλα σεντούκια και μετά σωριάστηκε στην καρέκλα που είχε αφήσει η Ντένα. «Όταν πέρασα από το Κάεμλυν, όπως ερχόμουν εδώ, ο Μπέηζελ Γκιλ μου είπε ότι είχες φύγει παρέα μ’ έναν Ογκιρανό. Μεταξύ άλλων». Υποκλίθηκε στον Λόιαλ, καταφέρνοντας να ανεμίσει μεγαλοπρεπώς το μανδύα, παρά το ότι καθόταν πάνω του. «Χαίρομαι για τη γνωριμία, Λόιαλ, γιε του Άρεντ, του γιου του Χάλαν».
«Κι εγώ που γνωρίζω εσένα, Θομ Μέριλιν». Ο Λόιαλ σηκώθηκε για να υποκλιθεί με τη σειρά του· όταν όρθωσε το κορμί, το κεφάλι του άγγιξε σχεδόν το ταβάνι, και γρήγορα ξανακάθισε. «Η νεαρή είπε ότι θέλει να γίνει βάρδος».
Ο Θομ κούνησε το κεφάλι απαξιωτικά. «Δεν είναι αυτή ζωή για γυναίκα. Δεν είναι ζωή ούτε και για άνδρα, δηλαδή. Να περιπλανιέσαι από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, να αναρωτιέσαι τι θα δοκιμάσουν για να σε κλέψουν αυτή τη φορά, τις μισές φορές να μην ξέρεις πού θα βρεις να φας. Όχι, θα τη μεταπείσω. Θα φτάσει να γίνει Μουσικός της Αυλής, σε κάποιον βασιλιά ή βασίλισσα. Αααα! Δεν ήρθες ως εδώ για να μιλήσουμε για τη Ντένα. Τα όργανά μου, μικρέ. Τα έφερες;»
Ο Ραντ έσπρωξε το δέμα στο τραπέζι. Ο Θομ το έλυσε βιαστικά —ανοιγόκλεισε τα μάτια, όταν είδε ότι ήταν ο παλιός μανδύας του, όλος σκεπασμένος από πολύχρωμα μπαλώματα σαν αυτόν που φορούσε— και άνοιξε τη σκληρή δερμάτινη θήκη και κοίταξε νεύοντας το χρυσό και ασημένιο φλάουτο που αναπαυόταν εκεί.
«Μ’ αυτό έβγαλα φαΐ και στέγη όταν χωριστήκαμε», είπε ο Ραντ.
«Το ξέρω», απάντησε ξερά ο βάρδος. «Σταμάτησα σε μερικά πανδοχεία που είχες περάσει, αλλά αναγκάστηκα να βολευτώ με ταχυδακτυλουργικά και με μερικές απλές ιστορίες, αφού εσύ είχες την — Δεν πιστεύω να άγγιζες την άρπα;» Άνοιξε και την άλλη θήκη, πάλι από σκληρό δέρμα, έβγαλε μια χρυσή και ασημένια άρπα, περίτεχνα στολισμένη σαν το φλάουτο, και την αγκάλιασε σαν μωρό. «Έχεις αδέξια δάχτυλα, δάχτυλα βοσκού, που δεν κάνουν για άρπα».
«Δεν την άγγιξα», τον καθησύχασε ο Ραντ.
Ο Θομ έπαιξε δύο χορδές, μορφάζοντας. «Τουλάχιστον ας την κούρδιζες», μουρμούρισε.
Ο Ραντ έγειρε προς το μέρος του, γέρνοντας πάνω από το τραπέζι. «Θομ, ήθελες να πας στο Ίλιαν, να δεις το Μεγάλο Κυνήγι να ξεκινά, και να είσαι από τους πρώτους που θα κάνουν καινούργιες ιστορίες γι’ αυτό, αλλά δεν μπορούσες. Τι θα σκεφτόσουν, αν σου έλεγα ότι μπορείς να παίξεις ρόλο σ’ αυτό; Μεγάλο ρόλο;»
Ο Λόιαλ σάλεψε ανήσυχα. «Ραντ, είσαι βέβαιος...;» Ο Ραντ του έκανε νόημα να σωπάσει, με το βλέμμα στον Θομ.
Ο Θομ έριξε μια ματιά στον Ογκιρανό και έσμιξε τα φρύδια. «Εξαρτάται από το τι ρόλος θα είναι, και το πώς. Αν έχεις λόγους να πιστεύεις ότι ένας από τους Κυνηγούς έρχεται από δω... Φαντάζομαι πως θα έχουν φύγει από το Ίλιαν, αλλά για να φτάσει εδώ θα κάνει βδομάδες, ακόμα κι αν πάρει το άλογο και τραβήξει ευθεία, και γιατί κάποιος να κάνει τέτοιο πράγμα; Είναι από κείνους που δεν πήγαν στο Ίλιαν; Δεν θα μπει στις ιστορίες, αν δεν έχει την ευλογία, ό,τι κι αν κάνει».
«Δεν έχει σημασία, αν οι Κυνηγοί έφυγαν από το Ίλιαν ή όχι». Ο Ραντ άκουσε τον Λόιαλ, που του κόπηκε η ανάσα. «Θομ, έχουμε το Κέρας του Βαλίρ».
Για μια στιγμή έπεσε νεκρική σιωπή. Ο Θομ έβαλε τρανταχτά γέλια. «Εσείς οι δύο έχετε το Κέρας; Ένας βοσκός κι ένας Ογκιρανός δίχως μούσι έχουν το Κέρας του...» Διπλώθηκε στα δύο, χτύπησε με το χέρι το γόνατό του. «Το Κέρας του Βαλίρ!»
«Μα το έχουμε», είπε σοβαρά ο Λόιαλ.
Ο Θομ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ακόμα τον χτυπούσαν ξαφνικά κυματάκια γέλιων. «Δεν ξέρω τι βρήκατε, αλλά μπορώ να σας πάω σε δέκα ταβέρνες που θα έρθει ένας τύπος να σας πει ότι ξέρει κάποιον που ξέρει κάποιον που έχει ήδη βρει το Κέρας, και θα σας πει και πώς βρέθηκε — αρκεί να τον κεράσετε μια μπυρίτσα. Μπορώ να σας πάω σε τρία άτομα που θα σας πουλήσουν το Κέρας του Βαλίρ, και θα ορκιστούν στη ζωή τους, κάτω από το Φως, ότι είναι το ένα και μοναδικό. Υπάρχει ακόμα κι ένας άρχοντας στην πόλη που έχει το Κέρας, όπως ισχυρίζεται, κλειδωμένο στο μέγαρό του. Λέει ότι είναι ένας θησαυρός της οικογένειάς του, που περνά από γονιό σε παιδί από το Τσάκισμα. Δεν ξέρω αν οι Κυνηγοί βρουν το Κέρας, αλλά στο δρόμο τους θα κυνηγήσουν δέκα χιλιάδες ψέματα».
«Η Μουαραίν λέει ότι είναι το Κέρας», είπε ο Ραντ.
Το κέφι του Θομ κόπηκε με το μαχαίρι. «Έτσι λέει, ε; Νόμιζα ότι είπες ότι δεν είναι μαζί σας».
«Δεν είναι μαζί μας, Θομ. Έχω να τη δω από τότε που φύγαμε από το Φαλ Ντάρα, στο Σίναρ, και όλο το μήνα πριν φύγουμε δεν μου είπε πάνω από δυο λέξεις». Δεν μπόρεσε να κρύψει την πίκρα της φωνής του. Κι όταν μου μίλησε, ευχήθηκα να είχε συνεχίσει να με αγνοεί. Ποτέ δεν δα ξαναχορέψω στο σκοπό της, που το Φως να κάψει κι αυτήν κι όλες τις Άες Σεντάι. Όχι. Όχι την Εγκουέν. Ούτε και τη Νυνάβε. Κατάλαβε ότι ο Θομ τον κοίταζε με προσήλωση. «Δεν είναι εδώ, Θομ. Δεν ξέρω πού είναι, και δεν με νοιάζει».
«Ε, τουλάχιστον έχεις δυο στάλες μυαλό και το κράτησες κρυφό. Αν είχες ανοίξει το στόμα σου, τώρα θα το ήξεραν όλα τα Προπύλαια, και η μισή Καιρχίν θα παραφύλαγε να στο πάρει. Ο μισός κόσμος».
«Α, το κρατήσαμε μυστικό, Θομ. Και πρέπει να το επιστρέψω στο Φαλ Ντάρα χωρίς να το πάρουν ούτε Σκοτεινόφιλοι, ούτε άλλοι. Να μια ωραία ιστορία για σένα, σωστά; Μου χρειάζεται ένας φίλος που να ξέρει τι γίνεται στον κόσμο. Πήγες παντού· ξέρεις πράγματα που εγώ δεν φαντάζομαι καν. Ο Λόιαλ και ο Χούριν ξέρουν περισσότερα από μένα, αλλά κολυμπάμε σε βαθιά νερά».
«Ο Χούριν...; Όχι, μην μου πεις πώς. Δεν θέλω να μάθω». Ο βάρδος τράβηξε πίσω την καρέκλα του και πήγε να κοιτάξει από το παράθυρο. «Το Κέρας του Βαλίρ. Αυτό σημαίνει ότι πλησιάζει τη Τελευταία Μάχη. Ποιος θα το προσέξει; Είδες τους ανθρώπους να γελούν στους δρόμους εκεί έξω; Αν τα πλοία που μεταφέρουν σιτηρά σταματήσουν να έρχονται για μια βδομάδα, δεν θα γελάνε πια. Ο Γκάλντριαν θα νομίσει ότι όλοι έγιναν Αελίτες. Όλοι οι ευγενείς παίζουν το Παιχνίδι των Οίκων, μηχανορραφούν για να βρεθούν κοντά στον Βασιλιά, μηχανορραφούν για να κερδίσουν περισσότερη εξουσία από τον Βασιλιά, μηχανορραφούν για να γκρεμίσουν τον Γκάλντριαν και να γίνουν ο επόμενος Βασιλιάς. Ή η Βασίλισσα. Θα σκεφτούν ότι το Τάρμον Γκάι’ντον είναι ένας ελιγμός στο Παιχνίδι». Γύρισε την πλάτη στο παράθυρο. «Δεν φαντάζομαι να λέτε ότι έτσι απλά θα πάτε στο Σίναρ και θα παραδώσετε το Κέρας στον —σε ποιον; —στον Βασιλιά; Γιατί στο Σίναρ; Όλοι οι θρύλοι σχετίζουν το Κέρας με το Ίλιαν».
Ο Ραντ κοίταξε τον Λόιαλ. Τα αυτιά του Ογκιρανού είχαν μαραθεί. «Στο Σίναρ, επειδή εκεί ξέρω σε ποιον να το δώσω. Και υπάρχουν Τρόλοκ και Σκοτεινόφιλοι που μας κυνηγούν».
«Κατά περίεργο τρόπο, αυτό δεν με ξαφνιάζει. Όχι. Μπορεί να είμαι ξεμωραμένος, αλλά είμαι ξεμωραμένος με τον τρόπο που εγώ θέλω. Κράτα εσύ τη δόξα, μικρέ».
«Θομ—»
«Όχι!»
Επικράτησε σιωπή, που την τάραξε μόνο το τρίξιμο του κρεβατιού, όταν κουνήθηκε ο Λόιαλ. Τελικά ο Ραντ είπε, «Λόιαλ, θα σε πείραζε να μας αφήσεις λίγο μόνους; Σε παρακαλώ;»
Ο Λόιαλ φάνηκε να ξαφνιάζεται —οι τούφες των αυτιών του έκλεισαν, σχηματίζοντας σχεδόν μύτες— αλλά ένευσε και σηκώθηκε. «Κάποιοι παίζουν ζάρια στην κοινή αίθουσα και μου φαίνεται ενδιαφέρον. Ίσως με αφήσουν να παίξω κι εγώ». Ο Θομ κοίταξε τον Ραντ καχύποπτα, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω από τον Ογκιρανό.
Ο Ραντ δίστασε. Υπήρχαν πράγματα που ήθελε να μάθει, πράγματα που ήταν σίγουρος ότι ο Θομ τα γνώριζε —ο βάρδος έμοιαζε να έχει άφθονες γνώσεις για μια εκπληκτική ποικιλία θεμάτων— αλλά δεν ήξερε πώς να ρωτήσει. «Θομ», είπε τελικά, «υπάρχουν βιβλία που να έχουν τον Κύκλο της Κάρεδον,» Ήταν ευκολότερο να το αναφέρει έτσι παρά να πει για τις Προφητείες του Δράκοντα.
«Στις μεγάλες βιβλιοθήκες», απάντησε αργά ο Θομ. «Σε αρκετές μεταφράσεις, ακόμα και στην Παλιά Γλώσσα, εδώ κι εκεί». Ο Ραντ έκανε να ρωτήσει αν υπήρχε τρόπος γι’ αυτόν να βρει ένα, αλλά ο βάρδος συνέχισε. «Η Παλιά Γλώσσα έχει μουσική μέσα της, αλλά είναι πολλοί, ακόμα και μεταξύ των αρχόντων, που βαριούνται να την ακούν τώρα πια. Οι ευγενείς υποτίθεται πως μαθαίνουν την Παλιά Γλώσσα, αλλά πολλοί μαθαίνουν απλώς όσα χρειάζονται για να εντυπωσιάζουν εκείνους που δεν την ξέρουν. Οι μεταφράσεις δεν έχουν τον ίδιο ήχο, εκτός αν είναι στον Υψηλό Ρυθμό, και, μερικές φορές, αυτό αλλάζει το νόημα περισσότερο από κάθε μετάφραση. Υπάρχει μια στροφή στον Κύκλο —δεν έχει ρυθμό, μιας και είναι μεταφρασμένος κατά λέξη, αλλά το νόημα δεν χάνεται— που πάει κάπως έτσι.
‘Δυο φορές και δυο φορές εκείνος θα σημαδευτεί,
δυο φορές για να ζήσει, και δυο φορές για να πεθάνει.
Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο του.
Δυο φορές ο ερωδιός, για να πει ότι είναι αληθινός.
Μια φορά ο Δράκοντας, για τις χαμένες μνήμες.
Δυο φορές ο Δράκοντας, για το τίμημα που πρέπει να πληρώσει’».
Άπλωσε το χέρι και άγγιξε τους ερωδιούς, που ήταν κεντημένοι στο ψηλό κολάρο του Ραντ.
Για μια στιγμή ο Ραντ έμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, και, όταν κατόρθωσε να μιλήσει, η φωνή του έτρεμε. «Με το σπαθί είναι πέντε. Λαβή, θήκη, και λεπίδα». Μπορούσε να το νιώσει, για πρώτη φορά από τότε που τον είχε ανακουφίσει η αλοιφή της Σελήνης. Δεν τον πονούσε, αλλά ήξερε πως ήταν εκεί.
«Τόσοι είναι». Ο Θομ γέλασε ξερά. «Θυμήθηκα άλλη μια.
‘Δυο φορές χαράζει η μέρα που θα χυθεί το αίμα του.
Μια φορά για το θρήνο, μια φορά για τη γέννηση.
Κόκκινο σε μαύρο, το αίμα του Δράκοντα λεκιάζει τα βράχια του Σάγιολ Γκουλ.
Στο Χάσμα του Χαμού το αίμα του θα ελευθερώσει τους ανθρώπους από τη Σκιά’».
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι για να το αρνηθεί, αλλά ο Θομ δεν φάνηκε να το προσέχει. «Δεν ξέρω πώς μπορεί μια μέρα να χαράξει δυο φορές, αλλά βέβαια σε πολλά δεν βγαίνει νόημα. Η Πέτρα του Δακρίου δεν θα πέσει, αν δεν ανεμίσει το Καλαντόρ ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας, αλλά το Ανέγγιχτο Σπαθί βρίσκεται στην Καρδιά της Πέτρας, άρα πώς μπορεί να το ανεμίσει πριν, ε; Εν πάση περιπτώσει. Υποψιάζομαι πως οι Άες Σεντάι θα ήθελαν να κάνουν τα πράγματα να ταιριάξουν όσο καλύτερα γίνεται με τις Προφητείες. Το να πεθάνεις κάπου στις Ρημαγμένες Χώρες θα ήταν μεγάλο τίμημα για να τις ακολουθήσεις».
Ο Ραντ δυσκολεύτηκε να μιλήσει ήρεμα, αλλά τα κατάφερε. «Καμία Άες Σεντάι δεν με χρησιμοποιεί για τίποτα. Σου είπα, η τελευταία φορά που είδα τη Μουαραίν ήταν στο Σίναρ. Είπε ότι μπορώ να πάω όπου θέλω, κι έφυγα».
«Και δεν υπάρχουν Άες Σεντάι τώρα μαζί σας; Καμία;»
«Καμία».
Ο Θομ άγγιξε με τη ράχη του δαχτύλου το κρεμάμενο λευκό μουστάκι του. Φαινόταν ικανοποιημένος, και την ίδια στιγμή μπερδεμένος. «Τότε γιατί ρωτάς για τις Προφητείες; Γιατί έδιωξες τον Ογκιρανό από το δωμάτιο;»
«Να...δεν ήθελα να τον αναστατώσω. Είναι αρκετά νευρικός που έχουμε το Κέρας. Να τι ήθελα να ρωτήσω. Αναφέρεται καθόλου το Κέρας στις — στις Προφητείες;» Ακόμα δεν μπορούσε να το πει όλο. «Υπάρχουν όλοι αυτοί οι ψεύτικοι Δράκοντες, και τώρα βρέθηκε το Κέρας. Όλοι νομίζουν ότι το Κέρας του Βαλίρ, υποτίθεται, θα καλέσει νεκρούς ήρωες για να πολεμήσουν τον Σκοτεινό στην Τελευταία Μάχη, και ο... ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας... υποτίθεται ότι θα πολεμήσει τον Σκοτεινό στην Τελευταία Μάχη. Φαινόταν αρκετά φυσικό να ρωτήσω».
«Έτσι φαντάζομαι. Δεν ξέρουν πολλοί ότι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας θα πολεμήσει στην Τελευταία Μάχη, κι αν το ξέρουν, νομίζουν ότι θα πολεμήσει στο πλευρό του Σκοτεινού. Δεν διαβάζουν πολλοί τις Προφητείες για να το μάθουν. Τι ήταν εκείνο που είπες για το Κέρας; ‘Υποτίθεται’;»
«Έμαθα κάποια πράγματα από τότε που χωριστήκαμε, Θομ. Θα έρθουν για όποιον φυσήξει το Κέρας, ακόμα κι αν είναι Σκοτεινόφιλος».
Τα πυκνά φρύδια σηκώθηκαν σχεδόν ως τα μαλλιά του Θομ «Αυτό λοιπόν δεν το ήξερα. Κάτι έμαθες».
«Αυτό δεν σημαίνει ότι θα άφηνα το Λευκό Πύργο να με χρησιμοποιήσει για ψεύτικο Δράκοντα. Δεν θέλω καμία σχέση με Άες Σεντάι, ή με ψεύτικους Δράκοντες, ή με τη Δύναμη, ή...» Ο Ραντ δάγκωσε τη γλώσσα του. Μόλις θυμώνεις αρχίζεις να παραμιλάς. Βλάκα!
«Για ένα καιρό, μικρέ, νόμιζα ότι εσένα ήθελε η Μουαραίν, και μου φαινόταν μάλιστα πως ήξερα γιατί. Ξέρεις, κανένας άνδρας δεν επιλέγει να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη. Είναι κάτι που του συμβαίνει, σαν αρρώστια. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον που αρρώστησε, ακόμα κι αν η αρρώστια του μπορεί να σε σκοτώσει».
«Ο ανιψιός σου μπορούσε να διαβιβάζει, ε; Μου είπες ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο ανιψιός σου είχε μπλεξίματα με το Λευκό Πύργο και δεν βρέθηκε κανείς να τον βοηθήσει. Μόνο ένας λόγος υπάρχει για να μπλέξει κάποιος άνδρας με τις Άες Σεντάι».
Ο Θομ κοίταξε το τραπέζι, σουφρώνοντας τα χείλη. «Μάλλον δεν υπάρχει λόγος να το αρνηθώ. Αντιλαμβάνεσαι, αν είσαι άνδρας, δεν λες ότι είχες άνδρα συγγενή που μπορούσε να διαβιβάσει. Αααα! Το Κόκκινο Άτζα δεν έδωσε του Όγουυν ούτε μια ευκαιρία. Τον ειρήνεψαν, και ύστερα πέθανε. Έχασε την επιθυμία να ζήσει...» Αναστέναξε θλιμμένα.
Ο Ραντ ανατρίχιασε. Γιατί δεν μου το έκανε αυτό η Μουαραίν; «Μια ευκαιρία, Θομ; Εννοείς ότι υπήρχε τρόπος να το αντιμετωπίσει; Να μην τρελαθεί; Να μην πεθάνει;»
«Ο Όγουυν το κρατούσε μακριά του σχεδόν τρία χρόνια. Ποτέ δεν έβλαψε κανέναν. Δεν χρησιμοποιούσε τη Δύναμη, παρά μόνο όταν έπρεπε, κατ μόνο για να βοηθήσει το χωριό. Ο...» Ο Θομ σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Φαντάζομαι πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Οι άνθρωποι στο μέρος που ζούσε μου είπαν ότι όλη την τελευταία χρονιά φερόταν παράξενα. Δεν ήθελαν να μιλήσουν γι’ αυτό, και παραλίγο θα με έπαιρναν με τις πέτρες, όταν έμαθαν ότι ήμουν θείος του. Φαντάζομαι ότι του σάλευε. Αλλά ήταν αίμα μου, μικρέ. Λεν θα αγαπήσω τις Άες Σεντάι γι’ αυτό που του έκαναν, ακόμα κι αν ήταν αναγκασμένες. Αν η Μουαραίν σε άφησε να φύγεις, τότε μια χαρά ξεμπέρδεψες».
Ο Ραντ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Βλάκα! Και βέβαια δεν υπάρχει τρόπος να το αντιμετωπίσεις. Ό,τι κι αν κάνεις, θα τρελαθείς και θα πεθάνεις. Αλλά ο Μπα’άλζαμον είπε — «Όχι!» Κοκκίνισε μπροστά στο εξεταστικό βλέμμα του Θομ. «Θέλω να πω... ξεμπέρδεψα, Θομ. Αλλά ακόμα έχω το Κέρας του Βαλίρ. Σκέψου το, Θομ. Το Κέρας του Βαλίρ. Ίσως άλλοι βάρδοι να λένε ιστορίες γι’ αυτό, αλλά εσύ μπορείς να πεις ότι το είχες στα χέρια σου». Κατάλαβε ότι μιλούσε σαν τη Σελήνη, αλλά αυτό μόνο τον έκανε να αναρωτηθεί πού να ήταν εκείνη. «Απ’ όλους πιο πολύ θα προτιμούσα να είχα εσένα μαζί μας, Θομ».
Ο Θομ έσμιξε τα φρύδια, σαν να το συλλογιζόταν, αλλά στο τέλος κούνησε το κεφάλι αποφασιστικά. «Μικρέ, σε συμπαθώ, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι την άλλη φορά σε βοήθησα μόνο επειδή ήταν στη μέση μια Άες Σεντάι. Ο Σήγκαν συνήθως δεν προσπαθεί να με κλέψει, και, αν υπολογίσεις και το Δώρο του Βασιλιά, δεν θα έβγαζα τέτοια λεφτά στα χωριουδάκια. Προς πολύ μεγάλη μου έκπληξη, η Ντένα φαίνεται να μ’ αγαπά, και —κάτι εξίσου εκπληκτικό— ανταποδίδω το συναίσθημα. Γιατί λοιπόν να τα παρατήσω όλα αυτά και να τρέχω να με κυνηγάνε Σκοτεινόφιλοι και Τρόλοκ; Για το Κέρας του Βαλίρ; Ε, είναι πειρασμός, το παραδέχομαι, αλλά όχι. Όχι, δεν πρόκειται να ανακατευτώ ξανά σε τέτοια πράγματα».
Έγειρε για να πιάσει μια ξύλινη θήκη, που ήταν μακριά και στενή. Όταν την άνοιξε, φάνηκε ένα φλάουτο, απλά φτιαγμένο, αλλά στολισμένο με ασήμι. Την ξανάκλεισε και την έσπρωξε στο τραπέζι. «Ίσως χρειαστείς κάποια μέρα να βγάλεις το ψωμί σου, μικρέ».
«Δεν είναι απίθανο», είπε ο Ραντ. Τουλάχιστον μπορούμε να μιλάμε. Θα είμαι στο—»
Ο βάρδος κούνησε το κεφάλι. «Καλύτερα να χωριστούμε μια και καλή, μικρέ. Αν περνάς να με βλέπεις, ακόμα κι αν δεν το αναφέρεις, δεν θα μπορώ να βγάλω το Κέρας του Βαλίρ από το μυαλό μου. Και δεν πρόκειται να μπλέξω σ’ αυτά. Δεν πρόκειται».
Όταν έφυγε ο Ραντ, ο Θομ πέταξε το μανδύα του στο κρεβάτι και κάθισε με τους αγκώνες στηριγμένους στο τραπέζι. Το Κέρας του Βαλίρ. Πού να βρήκε αυτό το χωριατόπαιδο... Έδιωξε από το νου του την τελευταία σκέψη. Αν καθόταν να σκεφτεί για το Κέρας, θα κατέληγε να τρέξει μαζί με τον Ραντ να το πάνε στο Σίναρ. Τι ωραία ιστορία που θα ’ταν, να πηγαίναμε το Κέρας του Βαλίρ στις Μεθόριες, με Σκοτεινόφιλους και Τρόλοκ στο κατόπι μας. Κατσούφιασε και ξανάφερε στη θύμησή του τη Ντένα. Ακόμα κι αν δεν τον αγαπούσε, δεν έβρισκες κάθε μέρα ταλέντα σαν τα δικά της. Και τον αγαπούσε, αν και ο Θομ δεν είχε την παραμικρή ιδέα γιατί.
«Γερο-βλάκα», μουρμούρισε.
«Μάλιστα, ένας γερο-βλάκας», είπε η Ζέρα από την πόρτα. Ο Θομ τινάχτηκε· ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του, που δεν είχε ακούσει την πόρτα να ανοίγει. Ήξερε χρόνια τη Ζέρα, βρίσκονταν και ξαναχάνονταν, ανάλογα με τις περιπλανήσεις του, και πάντα εκμεταλλευόταν τη φιλία τους για να πει τη γνώμη της ευθέως. «Ένας γερο-βλάκας, που ξαναπαίζει το Παιχνίδι των Οίκων. Αν δεν με γελούν τ’ αυτιά μου, αυτός ο νεαρός άρχοντας έχει τη λαλιά του Άντορ. Δεν είναι Καιρχινός, αυτό είναι σίγουρο. Το Ντάες Νταε’μαρ είναι αρκετά επικίνδυνο από μόνο του και δεν χρειάζεται να σε μπλέξει στα σχέδιά του ένας ξένος άρχοντας».
Ο Θομ ανοιγόκλεισε τα μάτια και μετά σκέφτηκε την εμφάνιση του Ραντ. Το πανωφόρι εκείνο άρμοζε σε άρχοντα. Γερνούσε, αφού τέτοιες λεπτομέρειες περνούσαν απαρατήρητες. Νιώθοντας πίκρα, συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν αν θα έλεγε στη Ζέρα την αλήθεια, ή αν θα την άφηνε στις σκέψεις της. Αρκεί να σκεφτώ το Μεγάλο Παιχνίδι, κι αμέσως παίζω. «Το αγόρι είναι ένας βοσκός, Ζέρα, από τους Δύο Ποταμούς».
Εκείνη γέλασε με χλευασμό. «Κι εγώ είμαι η Βασίλισσα της Γκεάλνταν. Σου λέω, τα τελευταία χρόνια το Παιχνίδι στην Καιρχίν έχει γίνει επικίνδυνο. Δεν είναι σαν εκείνο που ήξερες στο Κάεμλυν. Τώρα σκοτώνουν κόσμο. Θα σου ανοίξουν το λαρύγγι, αν δεν προσέχεις».
«Σου λέω, δεν είμαι στο Μεγάλο Παιχνίδι άλλο πια. Όλα αυτά έγιναν είκοσι χρόνια πριν, πάνω-κάτω».
«Μάλιστα». Δεν έμοιαζε να τον πιστεύει. «Έν πάση περιπτώσει, αν αφήσουμε κατά μέρος τους νεαρούς άρχοντες από τα ξένα, άρχισες παραστάσεις σε αρχοντικά».
«Πληρώνουν καλά».
«Και θα σε παρασύρουν πάλι στις μηχανορραφίες τους αμέσως μόλις βρουν τρόπο. Βλέπουν κάποιον και σκέφτονται πώς να τον εκμεταλλευτούν, τους είναι στο φυσικό τους. Ο μικρούλης ο άρχοντάς σου δεν θα σε βοηθήσει· θα τον φάνε ζωντανό».
Εκείνος εγκατέλειψε την προσπάθεια να την πείσει ότι είχε φύγει απ’ όλα αυτά. «Αυτό ήρθες να μου πεις, Ζέρα;»
«Μάλιστα. Παράτα το Μεγάλο Παιχνίδι, Θομ. Παντρέψου την Ντένα. Θα κάνει τη χαζομάρα να σε πάρει, κι ας είσαι κοκαλιάρης κι ασπρομάλλης. Παντρέψου την και ξέχνα τον νεαρό άρχοντα και το Ντάες Νταε’μαρ».
«Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή», είπε ξερά. Να την παντρευτώ; Να τη φορτώσω μ’ έναν γέρο για άνδρα. Δεν θα γίνει μουσικός, αν σέρνει το παρελθόν μου πίσω της. «Αν δεν σε πειράζει, Ζέρα, θα ήθελα να μείνω λίγο μόνος. Απόψε δίνω παράσταση για την Αρχόντισσα Άριλυν και τους καλεσμένους της, και πρέπει να ετοιμαστώ».
Εκείνη ξεφύσηξε, κούνησε το κεφάλι και βρόντηξε την πόρτα πίσω της.
Ο Θομ ταμπούρλισε τα δάχτυλά του στο τραπέζι. Είτε φορούσε πανωφόρι, είτε όχι, ο Ραντ δεν ήταν παρά βοσκός. Αν ήταν κάτι παραπάνω, αν ήταν αυτό που υποψιαζόταν ο Θομ κάποτε— ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάσει— τότε ούτε η Μουαραίν ούτε καμιά άλλη Άες Σεντάι δεν θα τον άφηνε να φύγει χωρίς να τον ειρηνέψουν. Είτε είχε το Κέρας, είτε όχι, το αγόρι ήταν απλώς βοσκός.
«Έχει ξεφύγει απ’ αυτό», είπε φωναχτά, «το ίδιο κι εγώ».