Το φως του ήλιου που ανέτειλλε ξύπνησε τον Ραντ, που αναρωτήθηκε αν ονειρευόταν. Ανακάθισε αργά, κοιτάζοντας γύρω. Τα πάντα είχαν αλλάξει, ή σχεδόν τα πάντα. Ο ήλιος και ο ουρανός ήταν όπως περίμενε να τους δει, αν και ο ήλιος ήταν κατάχλομος και ο ουρανός σχεδόν ανέφελος. Ο Λόιαλ και ο Χούριν ήταν ακόμα ξαπλωμένοι δεξιά κι αριστερά του, τυλιγμένοι στους μανδύες τους, βυθισμένοι στον ύπνο, και τα άλογά τους ακόμα στέκονταν πεδικλωμένα μια απλωσιά πιο κει, μα όλοι οι άλλοι είχαν χαθεί. Στρατιώτες, άλογα, οι φίλοι του, οι πάντες και τα πάντα είχαν χαθεί.
Το ίδιο το λάκκωμα είχε αλλάξει, και τώρα βρίσκονταν στη μέση του, όχι στην άκρη. Κοντά στο κεφάλι του Ραντ υψωνόταν ένας ψηλός πέτρινος κύλινδρος, τρεις απλωσιές ψηλός και μια απλωσιά παχύς, σκεπασμένος από εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, βαθιά χαραγμένα διαγράμματα και σημάδια, σε κάποια γλώσσα άγνωστή του. Άσπρες πέτρες ήταν στρωμένες στο δάπεδο του λακκώματος, ίσιες σαν πάτωμα, τόσο καλογυαλισμένες που σχεδόν άστραφταν. Πλατιά, ψηλά σκαλοπάτια ανέβαιναν ως το χείλος, σχηματίζοντας ομόκεντρα δαχτυλίδια από πέτρες διαφορετικών χρωμάτων το καθένα. Και γύρω από το χείλος τα δέντρα στέκονταν μαυρισμένα και στραβά, σαν να τα είχε χτυπήσει πύρινη λαίλαπα. Τα πάντα έμοιαζαν πιο χλωμά απ’ όσο έπρεπε, ακριβώς σαν τον ήλιο, πιο θαμπά, σαν να τα έβλεπε μέσα σε ομίχλη. Μόνο που δεν υπήρχε ομίχλη. Μονάχα οι τρεις τους και τα άλογα έμοιαζαν να είναι πραγματικά στερεοί. Αλλά, όταν άγγιξε την πέτρα από κάτω του, την αισθάνθηκε αρκετά στερεή.
Κούνησε τον Λόιαλ και τον Χούριν. «Ξυπνήστε! Ξυπνήστε και πείτε μου ότι ονειρεύομαι. Σας παρακαλώ, ξυπνήστε!»
«Ξημέρωσε κιόλας;» άρχισε να λέει ο Λόιαλ, καθώς ανακάθιζε, και μετά το στόμα του έμεινε ανοιχτό και τα μεγάλα, στρογγυλά μάτια του γούρλωσαν.
Ο Χούριν ξύπνησε απότομα, και μετά πετάχτηκε όρθιος, πηδώντας σαν ψύλλος σε καυτή πείρα, για να δει δεξιά κι αριστερά. «Πού είμαστε; Τι έγινε; Που πήγαν όλοι; Πού είμαστε, Άρχοντα Ραντ;» Έπεσε στα γόνατα, σφίγγοντας τα χέρια του, αλλά τα μάτια του τινάζονταν πέρα-δώθε. «Τι έγινε;»
«Λεν ξέρω», είπε αργά ο Ραντ. «Ήλπιζα να είναι όνειρο, αλλά... Μπορεί να είναι όνειρο». Είχε εμπειρία από όνειρα που δεν ήταν όνειρα, εμπειρία την οποία δεν ήθελε ούτε να την ξαναζήσει, ούτε να τη Θυμηθεί. Σηκώθηκε προσεκτικά. Όλα έμειναν όπως ήταν.
«Λεν νομίζω», είπε ο Λόιαλ. Μελετούσε τη στήλη και δεν φαινόταν ευχαριστημένος. Τα μακριά φρύδια του ήταν πεσμένα ως τα μάγουλά του και τα φουντωτά αυτιά του έμοιαζαν μαραμένα. «Νομίζω ότι αυτή είναι η ίδια πέτρα που πέσαμε να κοιμηθούμε πλάι της χτες τη νύχτα. Τώρα νομίζω πως ξέρω τι είναι». Αντίθετα από άλλες φορές, τώρα φαινόταν δυστυχής για κάτι που γνώριζε.
«Αυτό είναι...» Όχι. Το ότι ήταν η ίδια πέτρα δεν ήταν πιο τρελό από αυτά που έβλεπε γύρω του, τον Ματ και τον Πέριν και τους Σιναρανούς να έχουν εξαφανιστεί και τα πάντα να έχουν αλλάξει. Νόμιζα ότι ξέφυγα, μα να που ξανάρχισε, και τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα το τρελό σ’ αυτό. Εκτός αν είμαι εγώ τρελός. Κοίταξε τον Λόιαλ και τον Χούριν. Λεν φέρονταν σαν να ήταν τρελός· το έβλεπαν κι αυτοί. Κάτι στα σκαλιά έπιασε το βλέμμα του, τα διαφορετικά χρώματα, επτά, που ξεκινούσαν από το γαλάζιο και κατέληγαν στο κόκκινο. «Ένα για κάδε Άτζα», είπε.
«Όχι, Άρχοντα Ραντ», βόγκηξε ο Χούριν. «Όχι. Οι Άες Σεντάι δεν Θα το έκαναν σε μας. Λεν θα το έκαναν! Περπατώ στο Φως».
«Όλοι περπατούμε στο Φως, Χούριν», είπε ο Ραντ. «Οι Άες Σεντάι δεν θα σε πειράξουν». Εκτός αν μπεις εμπόδιο στο δρόμο τους. Μήπως ήταν δουλειά της Μουαραίν, με κάποιον τρόπο; «Λόιαλ, είπες ότι ξέρεις τι είναι αυτή η πέτρα. Τι;»
«Είπα ότι νομίζω πως ξέρω, Ραντ. Είχα δει ένα κομμάτι ενός παλιού βιβλίου, λίγες σελίδες μόνο, αλλά στη μια υπήρχε το σχέδιο αυτής της πέτρας, αυτής της Λίθου, ή κάποιας σαν κι αυτήν. Και από κάτω έλεγε, ‘Από Λίθο σε Λίθο τρέχουν οι γραμμές του «αν», μεταξύ των κόσμων που ίσως υπάρχουν’».
«Τι σημαίνει αυτό, Ραντ; Δεν έχει νόημα».
Ο Ογκιρανός κούνησε θλιμμένα το πελώριο κεφάλι του. «Ήταν μόνο λίγες σελίδες. Κάπου έλεγε ότι οι Άες Σεντάι στην Εποχή των Θρύλων, μερικές απ’ αυτές, οι οποίες μπορούσαν να Ταξιδέψουν, οι πιο ισχυρές, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις Λίθους. Δεν έλεγε το πώς, αλλά νομίζω, απ’ όσο κατάφερα να ξεδιαλύνω, ότι ίσως αυτές οι Άες Σεντάι χρησιμοποιούσαν με κάποιον τρόπο τις Λίθους για να ταξιδεύουν σ’ αυτούς τους κόσμους». Σήκωσε το βλέμμα στα καμένα δέντρα και αμέσως το χαμήλωσε, μην θέλοντας να σκεφτεί τι υπήρχε πέρα από το χείλος. «Αλλά, ακόμα κι αν οι Άες Σεντάι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, ή μπορούσαν, δεν είχαμε μαζί μας Άες Σεντάι για να διαβιβάσουν τη Δύναμη, άρα δεν καταλαβαίνω πώς έγινε».
Ο Ραντ ένιωσε τσιμπηματάκια στο δέρμα του. Τα χρησιμοποιούσαν οι Άες Σεντάι. Στην Εποχή των Θρύλων, όταν υπήρχαν άνδρες Άες Σεντάι. Θυμόταν αόριστα το κενό να κλείνει γύρω του καθώς αποκοιμιόταν, γεμάτο από κείνη την αναγουλιαστική λάμψη. Θυμήθηκε το δωμάτιο στο χωριό και το φως προς το οποίο είχε απλώσει για να ξεφύγει. Αν ήταν αυτό το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής... Όχι, δεν μπορεί. Αλλά αν είναι; Φως μου, αναρωτιόμουν αν έπρεπε να το βάλω στα πόδια ή όχι, και από την αρχή ήταν εδώ, μέσα στο κεφάλι μου. Μπορεί εγώ να μας έφερα εδώ. Δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί. «Κόσμους που ίσως υπάρχουν; Λεν καταλαβαίνω, Λόιαλ».
Ο Ογκιρανός κούνησε τους πελώριους ώμους του με αμηχανία. «Ούτε κι εγώ, Ραντ. Τα πιο πολλά έμοιαζαν κάπως έτσι. ‘Αν μια γυναίκα πάει αριστερά, ή δεξιά, διχάζεται άραγε η ροή του Χρόνου; Μήπως τότε ο Τροχός υφαίνει δύο Σχήματα; Χίλια, για κάθε στροφή της; Όσα και τα άστρα; Άραγε το ένα είναι αληθινό και τα άλλα απλές σκιές και καθρεφτίσματα;’ Βλέπεις, δεν ήταν ξεκάθαρο. Κυρίως έκανε ερωτήσεις, που οι πιο πολλές έμοιαζαν να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Και δεν έγραφε πολλά». Ξαναγύρισε το βλέμμα στη στήλη, αλλά την κοίταζε σαν να ευχόταν να εξαφανιζόταν. «Υποτίθεται πως υπάρχουν πολλές τέτοιες Λίθοι, σκορπισμένες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ή υπήρχαν κάποτε, αλλά δεν άκουσα να έχει βρεθεί καμία. Ποτέ δεν άκουσα για κανέναν που να έχει βρει τέτοιο πράγμα».
«Άρχοντά μου Ραντ;» Ο Χούριν είχε σηκωθεί και έμοιαζε πιο ήρεμος, αλλά τα χέρια του έσφιγγαν τη μέση του πάνω από το πανωφόρι του, και είχε ένα παρακλητικό ύφος. «Άρχοντα μου Ραντ, θα μας ξαναπάς πίσω, έτσι δεν είναι; Πίσω στον τόπο μας; Έχω γυναίκα και παιδιά, Άρχοντά μου. Η Μέλια θα πονέσει πολύ αν πεθάνω, αλλά, αν δεν έχει ούτε το πτώμα μου να δώσει στην αγκαλιά της μητέρας, θα την τρώει ο καημός μια ζωή. Το καταλαβαίνεις, Άρχοντά μου. Δεν μπορώ να την αφήσω έτσι, να μην ξέρει τι έγινε. Θα μας πας πίσω. Και αν πεθάνω, αν δεν μπορείς να της πας το πτώμα μου, πες της το, τουλάχιστον να το ξέρει». Ο τόνος του, καθώς κατέληγε, δεν ήταν ερωτηματικός. Μια νότα εμπιστοσύνης είχε εμφανιστεί στη φωνή του.
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα για να ξαναπεί ότι δεν ήταν άρχοντας, και το ξανάκλεισε χωρίς να μιλήσει. Δεν ήταν τόσο σημαντικό πια. Εσύ τον έμπλεξες. Ήθελε να το αρνηθεί, αλλά ήξερε ποιος ήταν, ήξερε ότι μπορούσε να διαβιβάζει, ακόμα κι αν η πράξη έμοιαζε να συμβαίνει από μόνη της. Ο Λόιαλ είχε πει ότι οι Άες Σεντάι χρησιμοποιούσαν τις Λίθους, κι αυτό σήμαινε τη Μία Δύναμη. Όταν ο Λόιαλ έλεγε ότι ήξερε κάτι, μπορούσες να βασιστείς σ’ αυτό —ο Ογκιρανός ποτέ δεν ισχυριζόταν πως ήξερε κάτι που αγνοούσε— και δεν υπήρχε κανείς εκεί κοντά που να μπορεί να χρησιμοποιεί τη Δύναμη. Εσύ τον έμπλεξες, εσύ θα τον ξεμπλέξεις. Πρέπει να προσπαθήσεις.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Χούριν». Κι επειδή ο Χούριν ήταν Σιναρανός, πρόσθεσε, «Στον Οίκο μου και στην τιμή μου. Ο Οίκος και η τιμή ενός βοσκού, μα θα τα κάνω ισάξια άρχοντα».
Ο Χούριν ξέσφιξε τα χέρια του. Το βλέμμα του έδειξε μεγαλύτερη σιγουριά. Υποκλίθηκε βαθιά. «Είναι τιμή μου να σε υπηρετώ, Άρχοντά μου».
Ο Ραντ ένιωσε τις ενοχές να τον δαγκώνουν. Νομίζει ότι θα τον πας σπίτι, τώρα, επειδή οι Σιναρανοί άρχοντες πάντα κρατάνε το λόγο τους. Τι θα κάνεις, Άρχοντα Ραντ; «Όχι τέτοια πράγματα, Χούριν. Άσε τις υποκλίσεις. Δεν είμαι—» Ξαφνικά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να του ξαναπεί πως δεν ήταν άρχοντας. Το μόνο που στήριζε τον μυριστή ήταν η πίστη του σ’ έναν άρχοντα, και δεν μπορούσε να του το αφαιρέσει, τώρα, εδώ που βρίσκονταν. «Άσε τις υποκλίσεις», κατέληξε αδέξια.
«Ό,τι πεις, Άρχοντα Ραντ». Το χαμόγελο του Χούριν ήταν πλατύ, σαν την πρώτη φορά που τον είχε δει.
Ο Ραντ ξερόβηξε. «Ναι. Ε, αυτό λέω».
Τον κοίταζαν και οι δύο, ο Λόιαλ με περιέργεια, ο Χούριν με σιγουριά, περιμένοντας να δουν τι θα έκανε. Εγώ τους έφερα εδώ. Έτσι πρέπει να έγινε. Αρα εγώ πρέπει να τους γυρίσω πίσω. Κι αυτό σημαίνει...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και διέσχισε το άσπρο πλακόστρωτο για να πάει στον κύλινδρο, ο οποίος ήταν σκεπασμένος από σύμβολα. Μικρές αράδες από κάποια άγνωστη γλώσσα περικύκλωναν κάθε σύμβολο, αλλόκοτα γράμματα που έρεαν, αποτελούμενα από καμπύλες και σπείρες, συνέχιζαν με γωνίες και τεθλασμένες, και μετά ξανάρχιζαν να ρέουν. Τουλάχιστον δεν ήταν γραφή των Τρόλοκ. Ο Ραντ ακούμπησε απρόθυμα τα χέρια στη στήλη. Στο βλέμμα φαινόταν όμοια με κάθε στεγνό, γυαλισμένο λίθο, αλλά στην αφή είχε μια αλλόκοτη, γλιστερή αίσθηση, σαν λαδωμένο μέταλλο.
Έκλεισε τα μάτια και σχημάτισε τη φλόγα. Το κενό ήρθε αργά, διστακτικά. Ήξερε ότι το απομάκρυνε ο φόβος του, ο φόβος γι’ αυτό που επιχειρούσε. Όσο γοργά κι αν έστελνε το φόβο στη φλόγα, ερχόταν πάντα άλλος. Δεν μπορώ να το κάνω. Να διαβιβάσω τη Δύναμη. Δεν Θέλω. Φως μου, πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος. Ανάγκασε βλοσυρά τις σκέψεις να καταλαγιάσουν. Ένιωσε τον ιδρώτα να κολλά στο πρόσωπό του. Συνέχισε, αποφασισμένα, ρίχνοντας τους φόβους του στη φλόγα που έκαιγε τα πάντα, κάνοντάς την να δυναμώσει, να δυναμώσει κι άλλο. Και το κενό ήρθε.
Ο πυρήνας του αιωρήθηκε στην αδειανωσύνη. Μπορούσε να δει το φως —το σαϊντίν— ακόμα και με τα μάτια κλειστά, να νιώσει τη ζέστη του που τον περιέβαλλε, που περιέβαλλε τα πάντα, που διαπότιζε τα πάνια. Το φως τρεμούλιαζε, σαν φλόγα κεριού που τη βλέπει κανείς μέσα από ψιλό χαρτί όπου έχει πέσει λάδι. Ταγγισμένο λάδι. Βρωμερό λάδι.
Άπλωσε προς εκεί —δεν ήταν σίγουρος πώς άπλωσε, αλλά ήταν κάτι, μια κίνηση, μια έκταση προς το φως, προς το σαϊντίν— και δεν έπιασε τίποτα, σαν να είχε περάσει το χέρι του μέσα από νερό. Το ένιωσε σαν λιγδερή λιμνούλα, με ακαθαρσίες να επιπλέουν από πάνω, με καθαρό νερό από κάτω, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει νερό με τη χούφτα. Κύλησε και ξανακύλησε μέσα από τα δάχτυλά του πολλές φορές, και δεν έμενε ούτε σιαγόνα, μόνο οι λιγδερές ακαθαρσίες, που του έφερναν ανατριχίλα.
Προσπάθησε απελπισμένα να σχηματίσει στο νου του την εικόνα του λακκώματος όπως ήταν πριν, με τον Ίνγκταρ και τους λογχοφόρους να κοιμούνται πλάι στα άλογά τους, με τον Ματ και τον Πέριν, και την Λίθο να κείτεται θαμμένη, με μόνο την άκρη να προβάλλει. Τη σχημάτισε έξω από το φως, πιασμένος από το κέλυφος της αδειανωσύνης που τον κύκλωνε. Προσπάθησε να ενώσει την εικόνα με το φως, προσπάθησε να τα αναγκάσει να ενωθούν. Το λάκκωμα όπως ήταν, με τον Λόιαλ και τον Χούριν και τον ίδιο εκεί μαζί. Το κεφάλι του πονούσε. Μαζί, με τον Ματ και τον Πέριν και τους Σιναρανούς. Που φλέγονταν, στο κεφάλι του. Μαζί!
Το κενό έσπασε, έγινε χίλια κοφτερά θραύσματα, τα οποία έκοψαν το μυαλό του.
Τρέκλισε προς τα πίσω, τρέμοντας, με μάτια ορθάνοιχτα. Τα χέρια του πονούσαν, επειδή πίεζε τη Λίθο, και τα μπράτσα και οι ώμοι του τρεμούλιαζαν από την ένταση· το στομάχι του αναγούλιαζε από την αίσθηση της βρώμας που τον σκέπαζε, και το κεφάλι του... Προσπάθησε να καταλαγιάσει την αναπνοή του. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Όταν το κενό έφευγε, χανόταν σαν φούσκα που είχε σκάσει, απλώς χανόταν, όσο ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. Δεν είχε σπάσει ποτέ σαν γυαλί. Ένιωθε το κεφάλι του μουδιασμένο, λες και είχε κοπεί χίλιες φορές, τόσο γρήγορα που ο πόνος δεν είχε έρθει ακόμα. Αλλά το κάθε κόψιμο το είχε νιώσει αληθινό, σα να ήταν από μαχαίρι. Άγγιξε τον κρόταφό του, και ξαφνιάστηκε που δεν είδε αίμα στα δάχτυλα.
Ο Χούριν ακόμα έστεκε και τον παρακολουθούσε με εμπιστοσύνη. Αν μη τι άλλο, ο μυριστής λεπτό το λεπτό φαινόταν ακόμα πιο σίγουρος. Ο Άρχοντας Ραντ έκανε κάτι. Γι’ αυτό είχαν τους άρχοντες. Προστάτευαν τη γη και τους ανθρώπους με το σώμα και τη ζωή τους, και όταν γινόταν κάτι κακό, το επανόρθωναν και επέβαλλαν το δίκαιο και το σωστό. Όσο ο Ραντ έκανε κάτι, οτιδήποτε, ο Χούριν θα είχε εμπιστοσύνη ότι όλα στο τέλος θα διορθώνονταν. Αυτή ήταν η δουλειά των αρχόντων.
Ο Λόιαλ έδειχνε αλλιώς, καθώς έσμιγε τα φρύδια με μια δόση περιέργειας, αλλά και το δικό του βλέμμα ήταν στον Ραντ. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι άραγε να σκεφτόταν.
«Άξιζε να δοκιμάσω», τους είπε. Η αίσθηση του ταγγισμένου λαδιού μέσα στο κεφάλι του -Φως μου, είναι μέσα μου! Δεν το θέλω μέσα μου!— έσβηνε αργά, αλλά ακόμα του ερχόταν να κάνει εμετό. «Θα ξαναδοκιμάσω, σε λίγα λεπτά».
Ήλπισε να είχε δείξει αυτοπεποίθηση. Δεν είχε ιδέα πώς δούλευαν οι Λίθοι, ή αν αυτό που έκανε είχε κάποια πιθανότητα επιτυχίας. Ίσως υπάρχουν κανόνες για να τις κάνεις να λειτουργήσουν. Ίσως πρέπει να κάνεις κάτι ειδικό. Φως μου, ίσως δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την ίδια Λίθο δυο φορές, ή... Σταμάτησε αυτές τις σκέψεις. Δεν ήταν καλό να σκέφτεται έτσι. Έπρεπε να το κάνει. Κοιτάζοντας τον Λόιαλ και τον Χούριν, του φάνηκε πως καταλάβαινε τι εννοούσε ο Λαν, όταν έλεγε για το καθήκον που βαραίνει σαν βουνό.
«Άρχοντά μου, νομίζω...» Ο Χούριν άφησε τα λόγια του να σβήσουν και για μια στιγμή έδειξε συστολή. «Άρχοντά μου, ίσως, αν βρούμε τους Σκοτεινόφιλους, να αναγκάσουμε κάποιον να μας πει πώς να γυρίσουμε».
«Θα ρωτούσα και Σκοτεινόφιλο, και τον ίδιο τον Σκοτεινό ακόμα, αν πίστευα πως θα έλεγε την αλήθεια», είπε ο Ραντ. «Αλλά είμαστε μόνοι μας. Μόνο εμείς οι τρεις». Μόνο εγώ. Εγώ πρέπει να το κάνω.
«Μπορούμε να ακολουθήσουμε η διαδρομή τους, Άρχοντά μου. Αν τους πιάσουμε...»
Ο Ραντ κοίταξε τον μυριστή. «Ακόμα μπορείς και τη μυρίζεις;»
«Μπορώ, Άρχοντά μου». Ο Χούριν έσμιξε τα φρύδια. «Είναι αχνά, χλωμά, όπως είναι τα πάντα εδώ, πέρα, αλλά ακόμα μυρίζω τα ίχνη τους. Ακριβώς από κει». Έδειξε το χείλος του λακκώματος. «Δεν το καταλαβαίνω, Άρχοντά μου, αλλά — χθες το βράδυ θα ορκιζόμουν ότι τα ίχνη περνούσαν ακριβώς πλάι από το λάκκωμα στο — στο σημείο που ήμασταν. Ε, τώρα είναι στο ίδιο μέρος, αλλά εδώ, και πιο αχνά, όπως είπα. Όχι παλιά, όχι ξεθωριασμένα, αλλά... Δεν ξέρω, Άρχοντα Ραντ, αλλά είναι εκεί».
Ο Ραντ το συλλογίστηκε. Αν ο Φάιν και οι Σκοτεινόφιλοι ήταν εκεί —όπου κι αν ήταν αυτό— τότε ίσως να ήξεραν πώς να επιστρέψουν. Έπρεπε να ξέρουν, αφού είχαν έρθει εδώ. Και είχαν το Κέρας, και το εγχειρίδιο. Ο Ματ χρειαζόταν το εγχειρίδιο. Γι’ αυτό, αν μη τι άλλο, έπρεπε να τους βρει. Συνειδητοποίησε με ντροπή ότι αυτό που τον έκανε να αποφασίσει ήταν το ότι φοβόταν να ξαναδοκιμάσει. Φοβόταν να δοκιμάσει να διαβιβάσει τη Δύναμη. Περισσότερο από το να αντιμετωπίσει Τρόλοκ και Σκοτεινόφιλους με μόνο τον Χούριν και τον Λόιαλ στο πλευρό του, φοβόταν να διαβιβάσει.
«Τότε θα ακολουθήσουμε τους Σκοτεινόφιλους». Προσπάθησε να δείξει σιγουριά, όπως θα έκανε ο Λαν, ή ο Ίνγκταρ. «Πρέπει να ξαναβρούμε το Κέρας, Αν δεν σκαρφιστούμε τρόπο να τους το πάρουμε, τουλάχιστον θα ξέρουμε την τοποθεσία τους όταν ξαναβρούμε τον Ίνγκταρ». Μακάρι να μην ρωτήσουν πώς θα ξαναβρούμε τον Ίνγκταρ. «Χούριν, κοίτα να είμαστε βέβαιοι ότι αυτά τα ίχνη ψάχνουμε».
Ο μυριστής πήδηξε στη σέλα του, πρόθυμος να κάνει κάτι κι αυτός, ίσως και για να φύγει από το λάκκωμα, και ανηφόρισε με το άλογο τα πλατιά, πολύχρωμα σκαλιά. Οι οπλές του ζώου ήχησαν δυνατά στην πέτρα, αλλά δεν άφησαν κανένα σημάδι.
Ο Ραντ έβαλε τα πέδικλα του Κοκκινοτρίχη στα σακίδια —το λάβαρο ήταν ακόμα εκεί· δεν θα τον πείραζε καθόλου, αν είχε μείνει πίσω— και μετά μάζεψε το τόξο και τη φαρέτρα του και ανέβηκε στη σέλα. Το δέμα από το μανδύα του Θομ Μέριλιν σχημάτιζε ένα λοφάκι πίσω από την πλάτη του.
Ο Λόιαλ οδήγησε το άλογό του κοντά στον Ραντ· ο Ογκιρανός ήταν πεζός, αλλά το κεφάλι του έφτανε ως τον ώμο του Ραντ που ήταν στη σέλα. Ο Λόιαλ ακόμα φαινόταν μπερδεμένος.
«Νομίζεις όχι πρέπει να μείνουμε εδώ;» είπε ο Ραντ. «Να ξαναδοκιμάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τη Λίθο; Αν οι Σκοτεινόφιλοι είναι εδώ, σ’ αυτό το μέρος, πρέπει να τους βρούμε. Δεν μπορούμε να αφήσουμε το Κέρας του Βαλίρ σε χέρια Σκοτεινόφιλων· άκουσες τι είπε η Άμερλιν. Και πρέπει να πάρουμε το εγχειρίδιο. Ο Ματ θα πεθάνει χωρίς αυτό».
Ο Λόιαλ ένευσε. «Ναι, Ραντ, πρέπει. Αλλά, Ραντ, οι Λίθοι...»
«Θα βρούμε άλλη. Είπες ότι ήταν σκορπισμένες πανιού, κι αν είναι όλες σαν κι αυτήν —όλο χαράγματα πανιού— δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε».
«Ραντ, εκείνο το απόσπασμα έλεγε ότι οι Λίθοι προέρχονταν από μια Εποχή αρχαιότερη από την Εποχή των Θρύλων, και ότι ακόμα και οι Άες Σεντάι τότε δεν τις καταλάβαιναν, αν και τις χρησιμοποιούσαν, οι δυνατότερες. Τις χρησιμοποιούσαν με τη Μία Δύναμη, Ραντ. Πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις αυτή τη Λίθο για να μας πας πίσω; Ή όποια άλλη Λίθο βρούμε;»
Ο Ραντ για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντας τον Ογκιρανό, ενώ σκεφτόταν πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά στη ζωή του. «Αν είναι αρχαιότερες από την Εποχή των Θρύλων, τότε ίσως οι άνθρωποι που τις έφτιαξαν να μην χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη. Πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος. Οι Σκοτεινόφιλοι έφτασαν εδώ, και βεβαίως δεν θα χρησιμοποίησαν τη Δύναμη. Όποιος κι αν είναι ο άλλος τρόπος, θα τον βρω. Θα μας πάω πίσω, Λόιαλ». Κοίταξε την ψηλή πέτρινη στήλη με τα αλλόκοτα σημάδια της και ένιωσε ένα ρίγος φόβου. Φως μου, μακάρι να μην ήμουν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσω τη Δύναμη. «Θα μας πάω πίσω, Λόιαλ, το υπόσχομαι. Είτε έτσι, είτε αλλιώς».
Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους με αμφιβολία. Ανέβηκε στο πελώριο άλογά του και ακολούθησε τον Ραντ στα σκαλιά, ως τον Χούριν ανάμεσα στα καμένα δέντρα.
Η περιοχή εκτεινόταν μακριά, με χαμηλά, ομαλά υψωματάκια, αραιά δάση εδώ κι εκεί με λιβάδια ανάμεσά τους, ενώ τη διέσχιζαν αρκετά ποταμάκια. Του Ραντ του φάνηκε πως κάπου, όχι πολύ μακριά, διέκρινε άλλο ένα καμένο σημείο. Ήταν χλωμό, τα χρώματα σβησμένα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μοιάζει με ανθρώπινο έργο, εκτός από τον πέτρινο κύκλο πίσω τους. Ο ουρανός ήταν άδειος, χωρίς καπνό από καμινάδες, χωρίς πουλιά, με λίγα μόνο σύννεφα και τον χλωμό, κίτρινο ήλιο.
Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, ήταν ότι η γη έμοιαζε να χαλά το βλέμμα. Ό,τι ήταν κοντά έδειχνε εντάξει, όπως και ότι ήταν μακριά στο βάθος. Αλλά, κάδε φορά που ο Ραντ γυρνούσε το κεφάλι, τα πράγματα που έμοιαζαν μακρινά, όταν τα έβλεπε με την άκρη του ματιού, έμοιαζαν να χιμούν κατά πάνω του, να είναι κοντινότερα όταν τα κοίταζε κατευθείαν. Του έφερνε ίλιγγο· ακόμα και τα άλογα χλιμίντριζαν νευρικά και κυλούσαν τα μάτια τους. Προσπάθησε να κουνήσει το κεφάλι αργά· η φαινομενική κίνηση των πραγμάτων, που κανονικά θα ήταν σταθερά, υπήρχε ακόμα, αλλά αυτό βοήθησε λιγάκι.
«Το κομμάτι του βιβλίου έλεγε τίποτα γι’ αυτό» ρώτησε ο Ραντ.
Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι, και μετά ξεροκατάπιε, σαν να είχε μετανιώσει που το κούνησε. «Τίποτα».
«Φαντάζομαι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Προς τα πού, Χούριν;»
«Προς το νότο, Άρχοντα Ραντ». Ο μυριστής είχε το βλέμμα χαμηλωμένο στο έδαφος.
«Προς το νότο, λοιπόν». Πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος να επιστρέψουμε, χωρίς να χρησιμοποιήσω τη Δύναμη. Ο Ραντ κλώτσησε το πλευρό του Κοκκινοτρίχη. Προσπάθησε να μιλήσει ανάλαφρα, σαν να μην έβλεπε καμία δυσκολία σ’ αυτό που πήγαιναν να κάνουν. «Τι είχε πει ο Ίνγκταρ; Τρεις-τέσσερις μέρες ως το μνημείο του Άρτουρ του Γερακόφτερου; Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κι αυτό εδώ, έτσι όπως υπάρχουν οι Λίθοι. Αν αυτός είναι ένας κόσμος που θα μπορούσε να είναι, ίσως να είναι ακόμα όρθιο. Δεν θα ’ταν φοβερό θέαμα, Λόιαλ;»
Συνέχισαν προς το νότο.