Ο Ραντ στην αρχή περπατούσε νευρικός, με τα πόδια αλύγιστα, δίπλα στον Πρόμαχο. Αντιμετώπισέ το με το κεφάλι ψηλά. Ο Λαν το έλεγε εκ του ασφαλούς. Δεν τον είχε προσκαλέσει η Έδρα της Άμερλιν. Δεν αναρωτιόταν μήπως θα τον ειρήνευαν την ίδια μέρα, ή ίσως κάτι χειρότερο. Ο Ραντ ένιωθε σαν να είχε σκαλώσει κάτι στο λαιμό του· δεν μπορούσε να καταπιεί, αν και το ήθελε πολύ.
Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι πλήθος κόσμου, υπηρέτες, που πήγαιναν στις πρωινές δουλειές τους, πολεμιστές, που έφεραν σπαθιά και φορούσαν άνετες ρόμπες. Μερικά μικρά αγόρια κρατούσαν σπαθιά εξάσκησης και έμεναν κοντά στους μεγαλυτέρους τους, μιμούμενα τον τρόπο που περπατούσαν. Δεν απέμενε ίχνος από τη μάχη, αλλά ακόμα και τα παιδιά είχαν έναν αέρα επιφυλακής. Οι ενήλικες έμοιαζαν με γάτες, που περίμεναν κοπάδι ποντικών.
Ο Ίνγκταρ έριξε ένα αλλόκοτο βλέμμα στον Ραντ και τον Λαν, σχεδόν ανήσυχο, κι άνοιξε το στόμα, αλλά δεν είπε τίποτα, καθώς περνούσαν από δίπλα του. Ο Κατζίν, ψηλός και λεπτός και χλωμός, ανεβοκατέβασε τις γροθιές πάνω από το κεφάλι του και φώναξε, «Ταϊ’σαρ Μαλκίρ! Ταϊ’σαρ Μανέθερεν». Αληθινό αίμα της Μαλκίρ. Αληθινό αίμα της Μανέθερεν.
Ο Ραντ αναπήδησε. Φως μου, γιατί το είπε αυτό; Μην είσαι βλάκας, σκέφτηκε. Εδώ όλοι ξέρουν για τη Μανέθερεν. Ξέρουν όλες τις παλιές ιστορίες, αν λένε για μάχες. Που να καώ, πρέπει να ηρεμήσω.
Ο Λαν σ’ απάντηση σήκωσε τις γροθιές του. «Ταϊ’σαρ Σίναρ!»
Αν το ’βαζε στα πόδια, θα πρόφταινε να χαθεί στο πλήθος μέχρι να βρει το άλογό του; Αν στείλει ανιχνευτές να με βρουν... Με κάθε βήμα ένιωθε όλο και πιο νευρικός.
Καθώς πλησίαζαν τα διαμερίσματα των γυναικών, ο Λαν ξαφνικά φώναξε κοφτά, «Η Γάτα Διασχίζει την Αυλή!»
Ο Ραντ, ξαφνιασμένος, πήρε τη στάση βαδίσματος που είχε διδαχθεί, με τη ράχη ίσια αλλά τους μύες χαλαρωμένους, σαν να κρεμόταν από σχοινί που ήταν δεμένο στο κεφάλι του. Ήταν ένας χαλαρός τρόπος βαδίσματος, αυθάδικος σχεδόν. Χαλαρός εξωτερικά, γιατί μέσα του ο Ραντ άλλο ένιωθε. Δεν προλάβαινε να αναρωτηθεί τι έκανε. Πήραν στροφή στον τελευταίο διάδρομο, προχωρώντας με το ίδιο βήμα.
Οι γυναίκες στην είσοδο των γυναικωνιτών σήκωσαν ατάραχα το βλέμμα, καθώς οι δυο τους πλησίαζαν. Μερικές κάθονταν πίσω από γερτά τραπέζια, ελέγχοντας μεγάλα βιβλία με αριθμούς και κρατώντας μερικές φορές σημείωση. Άλλες έπλεκαν, ή δούλευαν με βελόνα και καφασωτό. Σ’ αυτή τη βάρδια υπήρχαν αρχόντισσες στα μεταξωτά, όπως επίσης και υπηρέτριες με λιβρέες. Οι αψιδωτές πόρτες στέκονταν ορθάνοιχτες, με τις γυναίκες σαν μοναδικούς φρουρούς. Δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Κανένας Σιναρανός άνδρας δεν θα έμπαινε απρόσκλητος, μα ο κάθε Σιναρανός άνδρας ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί αυτή την πόρτα, αν υπήρχε ανάγκη, και θα ένιωθε φρίκη, αν υπήρχε ανάγκη.
Ο Ραντ ένιωσε την ξινίλα να αναδεύεται στο στομάχι του. Θα ρίξουν μια ματιά στα σπαθιά μας και Θα μας διώξουν. Αυτό δεν Θέλω; Αν μας διώξουν, ίσως καταφέρω ακόμα και τώρα να το σκάσω. Αν δεν φωνάξουν τους φρουρούς να μας πιάσουν. Κράτησε τη στάση που του είχε δώσει ο Λαν, σαν να κρατιόταν από κλαρί που επιπλέει σε πλημμύρα· ήταν το μόνο που τον εμπόδιζε να γυρίσει επιτόπου και να βάλει τα πόδια στον ώμο.
Μια από τις ακόλουθους της Αμαλίζας, η Νισούρα, μια στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα, άφησε κατά μέρος το εργόχειρό της και σηκώθηκε, καθώς οι δυο τους σταματούσαν. Τα μάτια της πετάχτηκαν στα σπαθιά τους και το στόμα της σφίχτηκε, μα δεν τα ανέφερε. Όλες οι γυναίκες σταμάτησαν ό,τι έκαναν για να δουν, σιωπηλές και προσηλωμένες.
«Τιμή και στους δυο σας», είπε η Νισούρα, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Έριξε μια ματιά στον Ραντ, τόσο φευγαλέα, που αυτός δεν ήταν σίγουρος αν την είχε δει· του θύμισε αυτό που του είχε πει ο Πέριν. «Η Έδρα της Άμερλιν σας περιμένει». Έκανε μια κίνηση και δύο άλλες αρχόντισσες —όχι υπηρέτριες· τους δέχονταν με τιμές— βγήκαν μπροστά για να τους συνοδεύσουν. Οι γυναίκες έσκυψαν το κεφάλι, κατά τι χαμηλότερα απ’ όσο η Νισούρα, και τους έκαναν νόημα να περάσουν από την αψίδα. Και οι δυο έριζαν μια λοξή ματιά στον Ραντ και μετά δεν τον ξανακοίταξαν.
Μας έψαχναν όλους, ή μόνο εμένα; Γιατί όλους μας;
Μέσα τους αντάμωσαν οι ματιές που περίμενε ο Ραντ —δύο άνδρες στα διαμερίσματα των γυναικών, όπου οι άνδρες σπάνιζαν— και κι σπαθιά τους έκαναν αρκετά φρύδια να υψωθούν, αλλά καμία γυναίκα δεν μίλησε. Οι δυο άνδρες άφησαν εστίες συζήτησης στο πέρασμά τους, απαλά μουρμουρίσματα, τα οποία ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει. Ο Λαν προχωρούσε με πλατιά βήματα, σαν να μην το είχε καν προσέξει. Ο Ραντ προχωρούσε με ήρεμο ρυθμό πίσω από τις συνοδούς τους και ευχόταν να μπορούσε να ακούσει.
Και ύστερα έφτασαν στα διαμερίσματα της Έδρας της Άμερλιν, όπου υπήρχαν τρεις Άες Σεντάι στο διάδρομο έξω από την πόρτα. Η ψηλή Άες Σεντάι, η Ληάνε, κρατούσε το ραβδί της με τη χρυσή φλόγα. Ο Ραντ δεν ήξερε τις άλλες δύο, μια από το Λευκό Άτζα και μια οπό το Κίτρινο, όπως έδειχναν τα κρόσσια. Θυμόταν όμως τα πρόσωπά τους, που τον κοίταζαν τότε που έτρεχε σ’ αυτόν τον διάδρομο. Λεία πρόσωπα, των Άες Σεντάι, με μάτια γεμάτα γνώσεις. Τον μελέτησαν με υψωμένα φρύδια και σουφρωμένα χείλη. Οι γυναίκες που είχαν φέρει τον Λαν και τον Ραντ έκλιναν το γόνυ και τους παρέδωσαν στις Άες Σεντάι.
Η Ληάνε κοίταξε τον Ραντ μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. Παρά το χαμόγελο της, η φωνή της ήταν κάπως απότομη. «Τι έφερες στην Έδρα της Άμερλιν σήμερα, Λαν Γκαϊντίν; Ένα νεαρό λιοντάρι; Πρόσεχε μην τον δει καμιά Πράσινη, γιατί θα τον δεσμεύσει πριν πάρει ανάσα. Οι Πράσινες προτιμούν να τους δεσμεύουν μικρούς».
Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να ιδρώσεις μέσα από το δέρμα σου. Έτσι ένιωθε. Ήθελε να κοιτάξει τον Λαν, αλλά θυμήθηκε αυτό το σημείο από τις οδηγίες του Λαν. «Είμαι ο Ραντ αλ’Θορ, γιος του Ταμ αλ’Θορ, από τους Δύο Ποταμούς, που ήταν κάποτε η Μανέθερεν. Όπως προσκλήθηκα από την Έδρα της Άμερλιν, έτσι έρχομαι. Στέκω έτοιμος». Ξαφνιάστηκε, που η φωνή του δεν τρεμούλιασε ούτε στιγμή.
Η Ληάνε ανοιγόκλεισε τα μάτια και το χαμόγελό της έδωσε τη θέση του σε μια σκεπτική έκφραση. «Αυτός είναι ο βοσκός που άκουσα, Λαν Γκαϊντίν; Σήμερα το πρωί δεν είχε τόση αυτοπεποίθηση».
«Είναι άνδρας, Ληάνε Σεντάι», είπε σταθερά ο Λαν, «τίποτα παραπάνω, και τίποτα παρακάτω. Είμαστε αυτό που είμαστε».
Η Άες Σεντάι κούνησε το κεφάλι. «Ο κόσμος κάθε μέρα γίνεται πιο παράξενος. Φαντάζομαι ότι ο σιδεράς θα φορέσει κορώνα και θα μιλήσει στον Υψηλό Ρυθμό. Περιμένετε εδώ». Πήγε μέσα για να τους αναγγείλει.
Έλειψε λίγες μόνο στιγμές, αλλά ο Ραντ ένιωθε με αμηχανία τα βλέμματα των Άες Σεντάι που είχαν μείνει. Προσπάθησε να τους ανταποδώσει μια σταθερή ματιά, όπως του είχε πει ο Λαν, κι αυτές έσκυψαν τα κεφάλια κοντά, ψιθυρίζοντας. Τι λένε; Τι ξέρουν; Φως μου, θα με ειρηνέψουν; Τι εννοούσε ο Λαν, λέγοντας να αντιμετωπίσω ό,τι συμβεί;
Η Ληάνε επέστρεψε, έκανε νόημα στον Ραντ να περάσει. Όταν ο Λαν έκανε να τον ακολουθήσει, άπλωσε το ραβδί της στο στήθος του, σταματώντας τον. «Όχι εσύ, Λαν Γκαϊντίν. Η Μουαραίν Σεντάι έχει μια δουλειά για σένα. Το λιονταράκι σου δεν θα πάθει τίποτα μόνο του».
Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Ραντ, όμως αυτός πρόλαβε να ακούσει τη φωνή του Λαν, δυνατή και τραχιά, αλλά χαμηλή, για να μην ακουστεί πέρα από τα αυτιά του, «Ταϊ’σαρ Μανέθερεν!»
Η Μουαραίν καθόταν σε μια πλευρά του δωματίου και στην άλλη μια από τις Καφέ Άες Σεντάι, αλλά η ματιά του σταμάτησε στην γυναίκα στην ψηλή πολυθρόνα πίσω από το πλατύ τραπέζι. Οι κουρτίνες ήταν μισοτραβηγμένες στις βελοθυρίδες, όμως τα ανοίγματα άφηναν αρκετό φως να περνά πίσω της κι έτσι το πρόσωπό της δεν φαινόταν καθαρά. Όμως κι έτσι, ο Ραντ την αναγνώρισε. Η Έδρα της Άμερλιν.
Έπεσε γοργά στο ένα γόνατο, με το αριστερό χέρι στη λαβή του σπαθιού, με τη δεξιά γροθιά να στηρίζεται στο χαλί με τα γεωμετρικά σχήματα, και έκλινε την κεφαλή. «Όπως με προσκάλεσες, Μητέρα, έτσι ήρθα. Στέκω έτοιμος». Σήκωσε το κεφάλι και πρόλαβε να δει τα φρύδια της να υψώνονται.
«Έτοιμος, ε, μικρέ;» Η φωνή της έδειχνε σχεδόν σαν να το έβρισκε αστείο. Και κάτι άλλο, που ο Ραντ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Αλλά πάντως δεν φαινόταν να γελά. «Σήκω, μικρέ, να σε δω καλά».
Ο Ραντ σηκώθηκε και προσπάθησε να φανεί ήρεμος. Με δυσκολία κατάφερε να μην σφίξει τις γροθιές. Τρεις Άες Σεντάι. Πόσες χρειάζονται για να ειρηνέψουν έναν άνδρα; Έστειλαν καμιά δεκαριά, ή και παραπάνω, για τον Λογκαίν. Θα μου έκανε τέτοιο πράγμα η Μουαραίν; Κοίταξε κατάματα την Έδρα της Άμερλιν. Τα βλέφαρά της δεν έπαιζαν.
«Κάθισε, μικρέ», είπε τελικά, δείχνοντας μια καρέκλα που είχαν τραβήξει μπροστά στο τραπέζι, ακριβώς στη μέση. «Φοβάμαι πως δεν θα τελειώσουμε γρήγορα».
«Σ’ ευχαριστώ, Μητέρα». Έκλινε την κεφαλή, και μετά, όπως του είχε πει ο Λαν, έριξε μια ματιά στην καρέκλα και άγγιξε το σπαθί του. «Με την άδειά σου, Μητέρα, θα σταθώ όρθιος. Η σκοπιά δεν τελείωσε ακόμα».
Η Έδρα της Άμερλιν έκανε έναν ήχο αγανάκτησης και κοίταξε τη Μουαραίν. «Τον άφησες στον Λαν, Κόρη μου; Η δουλειά είναι δύσκολη κι από μόνη της, δεν χρειάζεται να κάνει και σαν Πρόμαχος από πάνω».
«Ο Λαν διδάσκει όλα τα αγόρια, Μητέρα», αποκρίθηκε γαλήνια η Μουαραίν. «Πέρασε λίγο χρόνο περισσότερο μ’ αυτόν, επειδή φέρει σπαθί».
Η Καφέ Άες Σεντάι σάλεψε στην καρέκλα της. «Οι Γκαϊντίν είναι περήφανοι και ξεροκέφαλοι, Μητέρα, αλλά χρήσιμοι. Δεν κάνω χωρίς τον Τόμας, όπως κι εσύ δεν θα ’θελες να χάσεις τον Άλρικ. Μέχρι που άκουσα κάποιες Κόκκινες να λένε ότι, μερικές φορές, εύχονται να είχαν Πρόμαχο. Και οι Πράσινες, φυσικά...»
Οι τρεις Άες Σεντάι δεν του έδιναν πια καθόλου προσοχή. Αυτό το σπαθί», είπε η Έδρα της Άμερλιν. «Μοιάζει να είναι λεπίδα με το σήμα του ερωδιού. Πού τη βρήκε, Μουαραίν;»
«Ο Ταμ αλ’Θορ έφυγε μικρός από τους Δύο Ποταμούς, Μητέρα. Κατατάχθηκε στο στρατό του Ίλιαν και υπηρέτησε στον Πόλεμο των Λευκομανδιτών και στους δύο τελευταίους πολέμους με το Δάκρυ. Με τον καιρό έγινε ξιφομάχος και Υπολοχαγός των Συντρόφων. Μετά τον Πόλεμο των Αελιτών, ο Ταμ αλ’Θορ επέστρεψε στους Δύο Ποταμούς με τη σύζυγο του από το Κάεμλυν και με ένα μωρό αγοράκι. Θα είχαμε προλάβει πολλά, αν το ήξερα νωρίτερα, αλλά τώρα το ξέρω».
Ο Ραντ κοίταξε τη Μουαραίν. Ήξερε ότι ο Ταμ είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς και είχε ξαναγυρίσει με ξένη γυναίκα και με το σπαθί, μα τα υπόλοιπα... Από πού τα έμαθες αυτά; Όχι από το Πεδίο του Έμοντ. Εκτός αν η Νυνάβε σου είπε περισσότερα απ’ όσα μου έχει πει ποτέ. Ένα μωρό αγοράκι. Δεν λέει καν γιος του. Μα είμαι.
«Ενάντια στο Δάκρυ». Η Έδρα της Άμερλιν συνοφρυώθηκε λιγάκι. «Υπήρχαν ευθύνες και στις δύο πλευρές για κείνους τους πολέμους. Ανόητοι άνδρες, που προτιμούσαν να πολεμήσουν παρά να μιλήσουν. Βέριν, μπορείς να καταλάβεις αν η λεπίδα είναι αυθεντική;»
«Υπάρχουν τρόποι να δοκιμαστεί, Μητέρα».
«Τότε πάρε την και δοκίμασε την, Κόρη μου».
Οι τρεις γυναίκες ούτε που τον κοίταζαν. Ο Ραντ έκανε ένα βήμα πίσω, σφίγγοντας γερά τη λαβή. «Αυτή τη λεπίδα μου την έδωσε ο πατέρας μου», είπε θυμωμένα. «Κανένας δεν θα μου την πάρει». Μόνο τότε κατάλαβε ότι η Βέριν δεν είχε σηκωθεί από την καρέκλα. Τις κοίταξε σαστισμένος, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία του.
«Άρα», είπε η Έδρα της Άμερλιν, «έχεις μέσα σου λίγη φλόγα, πέρα απ’ ό,τι άλλο σου έδωσε ο Λαν. Ωραία. Θα τη χρειαστείς».
«Είμαι αυτό που είμαι, Μητέρα», κατόρθωσε να πει, με κάποια άνεση. «Στέκω έτοιμος για ό,τι κι αν έρθει».
Η Έδρα της Άμερλιν μόρφασε. «Πράγματι σε περιέλαβε ο Λαν. Άκουσε με, μικρέ. Σε λίγες ώρες, ο Ίνγκταρ θα φύγει για να βρει το κλεμμένο Κέρας. Ο φίλος σου ο Ματ θα πάει μαζί του. Φαντάζομαι πως θα πάει και ο άλλος φίλος σου, ο — Πέριν; Θέλεις να τους κάνεις παρέα;»
«Θα πάνε ο Ματ και ο Πέριν; Γιατί;» Θυμήθηκε καθυστερημένα να προσθέσει «Μητέρα» με σεβασμό.
«Ξέρεις το εγχειρίδιο που είχε ο φίλος σου;» Τα χείλη της, που στράβωσαν για μια στιγμή, έδειξαν τι γνώμη είχε για το εγχειρίδιο. «Κλάπηκε κι αυτό. Αν δεν βρεθεί, ο σύνδεσμος ανάμεσα σ’ αυτόν και στη λεπίδα δεν μπορεί να σπάσει εντελώς και ο φίλος σου θα πεθάνει. Μπορείς να πας μαζί τους, αν θέλεις. Ή μπορείς να μείνεις εδώ. Χωρίς αμφιβολία, ο Άρχοντας Άγκελμαρ θα σε αφήσει να μείνεις ως καλεσμένος όσο καιρό θέλεις. Κι εγώ επίσης θα φύγω σήμερα. Θα με συνοδεύσει η Μουαραίν Σεντάι, το ίδιο και η Εγκουέν με τη Νυνάβε, κι έτσι, αν μείνεις, θα είσαι μόνος. Η επιλογή είναι δική σου».
Ο Ραντ την κοίταξε. Λέει ότι μπορώ να πάω όπου μου καπνίσει. Γι’ αυτό με έφερε εδώ; Ο Ματ πεθαίνει! Έριξε μια ματιά στη Μουαραίν, η οποία καθόταν απαθής, με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατά της. Έδειχνε σαν να μην της καιγόταν καρφάκι πού θα πήγαινε ο Ραντ. Πού με σπρώχνετε να πάω, Άες Σεντάι; Που να καώ, θα πάω ανάποδα. Αλλά, αν ο Ματ πεθαίνει... Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω. Φως μου, πώς θα βρούμε εκείνο το εγχειρίδιο;
«Δεν χρειάζεται να διαλέξεις τώρα», είπε η Άμερλιν. Ούτε κι αυτή έδειχνε να νοιάζεται. «Αλλά θα πρέπει να διαλέξεις πριν φύγει ο Ίνγκταρ».
«Θα πάω με τον Ίνγκταρ, Μητέρα».
Η Έδρα της Άμερλιν ένευσε αφηρημένα. «Τώρα που αυτό ξεκαθαρίστηκε, πάμε στα σημαντικά. Ξέρω ότι μπορείς να διαβιβάσεις, μικρέ. Τι ξέρεις;»
Ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί που ανησυχούσε για τον Ματ, η αμέριμνη κουβέντα της τον είχε χτυπήσει σαν πόρτα στάβλου. Όλες οι συμβουλές και οι οδηγίες του Λαν πέταξαν μακριά του. Στάθηκε ατενίζοντάς την, γλύφοντας τα χείλη του. Ήταν άλλο να πιστεύει ότι η Άμερλιν ήξερε κι άλλο να ανακαλύπτει ότι όντως ήξερε. Ο ιδρώτας τελικά γέμισε το μέτωπό του κόμπους.
Η Άμερλιν έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα της, περιμένοντας την απάντησή του, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι θα προτιμούσε να γείρει πίσω, μακριά του. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο Λαν. Αν σε φοβηθεί... Του ήρθε να βάλει τα γέλια. Αν εκείνη φοβόταν αυτόν.
«Όχι, δεν μπορώ. Εννοώ... Δεν το έκανα θέλοντας. Απλώς έγινε. Δεν θέλω να — να διαβιβάζω τη Δύναμη. Δεν θέλω να το ξανακάνω ποτέ. Ορκίζομαι».
«Δεν θέλεις», είπε η Έδρα της Άμερλιν. «Πολύ σοφό εκ μέρους σου. Κι ανόητο, επίσης. Μερικοί μπορούν να διδαχθούν να διαβιβάζουν· οι πιο πολλοί όχι. Μερικοί, όμως, έχουν το σπόρο μέσα τους από γεννησιμιού τους. Κάποια στιγμή χειρίζονται τη Μία Δύναμη, είτε το Θέλουν, είτε όχι, όσο σίγουρα από το γόνο βγαίνει ψάρι. Θα συνεχίσεις να διαβιβάζεις, μικρέ. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Και καλά θα κάνεις να μάθεις να διαβιβάζεις, να μάθεις να την ελέγχεις, αλλιώς δεν θα προλάβεις να τρελαθείς. Η Μία Δύναμη σκοτώνει αυτούς που δεν μπορούν να ελέγξουν τη ροή της».
«Και πώς να μάθω;» απαίτησε. Η Μουαραίν και η Βέριν κάθονταν εκεί, ατάραχες, παρακολουθώντας τον. Σαν αράχνες. «Πώς; Η Μουαραίν ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να με διδάξει τίποτα, και δεν ξέρω πώς να μάθω, τι να μάθω. Κι ούτε που θέλω. Θέλω να σταματήσει. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Να σταματήσει!»
«Σου είπα την αλήθεια, Ραντ», είπε η Μουαραίν. Μιλούσε με τόνο σαν να έκαναν μια ευχάριστη συζήτηση. «Αυτοί που θα μπορούσαν να σε διδάξουν, οι άνδρες Άες Σεντάι, πέθαναν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια. Καμιά ζωντανή Άες Σεντάι δεν μπορεί να σε διδάξει να αγγίζεις το σαϊντίν, όπως κι εσύ δεν θα μπορούσες να μάθεις να αγγίζεις το σαϊντάρ. Το πουλί δεν μπορεί να μάθει στο ψάρι να πετά, ούτε και το ψάρι να μάθει στο πουλί να κολυμπά».
«Πάντα πίστευα ότι αυτό το ρητό είναι άστοχο», είπε ξαφνικά η Βέριν. «Υπάρχουν πουλιά που καταδύονται και κολυμπούν. Και στη Θάλασσα των Καταιγίδων υπάρχουν ψάρια που πετούν, με μακριά πτερύγια, τα οποία φτάνουν ως εκεί που μπορείς να απλώσεις τα χέρια σου, με ράμφη σαν σπαθιά που τρυπούν...» Τα λόγια της ξεψύχησαν και το πρόσωπό της πήρε μια σαστισμένη έκφραση. Η Μουαραίν και η Έδρα της Άμερλιν την κοίταζαν ανέκφραστες.
Ο Ραντ σ’ αυτή τη διακοπή προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί. Όπως του είχε διδάξει ο Ταμ πριν πολύ καιρό, σχημάτισε μια φλόγα στο νου του και έριξε εκεί τους φόβους του, αναζητώντας την αδειανωσύνη, τη γαλήνη του κενού. Η φλόγα φάνηκε να μεγαλώνει, ώσπου σκέπασε τα πάντα, ώσπου ήταν τόσο μεγάλη, που δεν την χωρούσε και δεν μπορούσε να τη φανταστεί άλλο πια. Τότε χάθηκε, αφήνοντας στη δέση της μια αίσθηση ειρήνης. Στις άκρες της τρεμόπαιζαν ακόμα συναισθήματα, φόβος και Θυμός σαν μαύρες κηλίδες, μα το κενό άντεξε. Η σκέψη αναπηδούσε στην επιφάνειά του σαν βότσαλα στον πάγο. Η προσοχή των Άες Σεντάι είχε απομακρυνθεί απ’ τον Ραντ μόνο για μια στιγμή, αλλά, όταν ξαναστράφηκαν προς το μέρος του, το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο.
«Γιατί μου μιλάς έτσι, Μητέρα;» ρώτησε. «Θα έπρεπε να με ειρηνέψεις».
Η Έδρα της Άμερλιν έσμιξε τα φρύδια και γύρισε στη Μουαραίν. «Ο Λαν του το έμαθε αυτό;»
«Όχι, Μητέρα. Το είχε ακούσει από τον Ταμ αλ’Θορ».
«Γιατί;» είπε πάλι απαιτητικά.
Η Έδρα της Άμερλιν τον κοίταξε κατάματα και είπε, «Επειδή είσαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας».
Το κενό τραντάχτηκε. Ο κόσμος τραντάχτηκε. Όλα φάνηκαν να στριφογυρίζουν γύρω του. Συγκεντρώθηκε στο τίποτα, και η αδειανωσύνη ξανάρθε, ο κόσμος καταλάγιασε. «Όχι, Μητέρα. Μπορώ να διαβιβάσω, που να με βοηθήσει το Φως, αλλά δεν είμαι ο Ραολίν Ντάρκσμπεην, ούτε ο Γκουαίρ Αμαλάσαν, ούτε ο Γιούριαν Στόουνμποου. Μπορείς να με ειρηνέψεις, ή να με σκοτώσεις, ή να με αφήσεις να φύγω, αλλά δεν θα γίνω ένας δαμασμένος ψεύτικος Δράκοντας στο λουρί της Ταρ Βάλον»,
Άκουσε την Βέριν να αφήνει μια κοφτή κραυγούλα, και τα μάτια της Άμερλιν άνοιξαν διάπλατα, μ’ ένα βλέμμα σκληρό, σαν γαλάζια πέτρα. Τίποτα δεν τον επηρέασε· όλα γλίστρησαν κι έπεσαν από το κενό εντός.
«Πού άκουσες αυτά τα ονόματα;» απαίτησε να μάθει η Άμερλιν. «Ποιος σου είπε ότι η Ταρ Βάλον έχει του χεριού της οποιονδήποτε ψεύτικο Δράκοντα;»
«Ένας φίλος, Μητέρα», είπε αυτός. «Ένας βάρδος. Το όνομά του ήταν Θομ Μέριλιν. Τώρα είναι νεκρός». Η Μουαραίν άφησε έναν ήχο κι ο Ραντ την κοίταξε. Ισχυριζόταν ότι ο Θομ δεν ήταν νεκρός, αλλά δεν του είχε παρουσιάσει ποτέ καμιά απόδειξη, και ο Ραντ δεν καταλάβαινε πώς γινόταν να επιζήσει κανείς, αν πιανόταν στα χέρια μ’ έναν Ξέθωρο, Η σκέψη ήταν ένας παρείσακτος και ξεθώριασε. Τώρα υπήρχε μόνο το κενό και η ενότητα.
«Δεν είσαι ένας ψεύτικος Δράκοντας», είπε σταθερά η Άμερλιν. «Είσαι ο αληθινός Ξαναγεννημένος Δράκοντας».
«Είμαι ένας βοσκός από τους Δύο Ποταμούς, Μητέρα».
«Κόρη μου, πες του την ιστορία. Μια αληθινή ιστορία, μικρέ. Άνοιξε τ’ αυτιά σου».
Η Μουαραίν άρχισε να μιλά. Ο Ραντ δεν πήρε το βλέμμα από το πρόσωπο της Άμερλιν, αλλά την άκουγε.
«Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, οι Αελίτες πέρασαν τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, το Δρακότειχος, η μόνη φορά που το έκαναν. Ρήμαξαν την Καιρχίν, κατατρόπωσαν όλους τους στρατούς που στάλθηκαν εναντίον τους, έκαψαν την ίδια την πόλη της Καιρχίν και έφτασαν πολεμώντας ως την Ταρ Βάλον. Ήταν χειμώνας και χιόνιζε, μα οι Αελίτες δεν λογαριάζουν κρύο και ζέστη. Η τελευταία μάχη, η τελευταία που είχε σημασία, δόθηκε έξω από τα Λαμπερά Τείχη, στη Σκιά του Όρους του Δράκοντα. Μετά από μάχη, που κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, οι Αελίτες οπισθοχώρησαν. Ή μάλλον γύρισαν πίσω, επειδή είχαν κάνει αυτό που είχαν έρθει να κάνουν, δηλαδή να σκοτώσουν τον Βασιλιά Λάμαν της Καιρχίν, για την αμαρτία του σε βάρος του Δένδρου. Εκεί λοιπόν είναι η αρχή της ιστορίας μου. Και η δική σου».
Πέρασαν από το Δρακότειχος σαν πλημμύρα. Ως τα Λαμπερά Τείχη. Ο Ραντ περίμενε τις αναμνήσεις να σβήσουν, μα η φωνή που άκουγε ήταν του Ταμ, του Ταμ, που άρρωστος παραληρούσε, ξεθάβοντας μυστικά από το παρελθόν του. Η φωνή κόλλησε έξω από το βουνό, χτυπώντας να μπει μέσα.
«Τότε ήμουν μια από τις Αποδεχθείσες», είπε η Μουαραίν, «όπως και η Μητέρα μας, η Έδρα της Άμερλιν. Σύντομα θα γινόμασταν αδελφές, κι εκείνη τη νύχτα ήμασταν ακόλουθοι της τότε Άμερλιν. Ήταν εκεί η Τηρήτρια των Χρονικών της, η Γκιτάρα Μορόζο. Όλες οι άλλες αδελφές της Ταρ Βάλον είχαν βγει να Θεραπεύσουν όσους έβρισκαν, ακόμα και οι Κόκκινες. Ήταν το χάραμα. Η φωτιά στο τζάκι δεν έδιωχνε την παγωνιά. Είχε σταματήσει να χιονίζει επιτέλους, και στα διαμερίσματα της Άμερλιν, στο Λευκό Πύργο, μυρίζαμε τον καπνό από τα κοντινά χωριά, τα οποία είχαν πυρποληθεί στη μάχη».
Η μάχη πάντα καίει, ακόμα και στο χιόνι. Έπρεπε να ξεφύγω από τη βρώμα του θανάτου. Η παραληρούσα φωνή του Ταμ έξυνε την άδεια γαλήνη μέσα στον Ραντ. Το κενό τρεμούλιασε και ζάρωσε, σταθεροποιήθηκε, και ύστερα τρικύμισε ξανά. Τα μάτια της Άμερλιν τον τρυπούσαν. Ένιωσε πάλι ιδρώτα στο πρόσωπο του. «Όλα ήταν όνειρο από τον πυρετό», είπε. «Ήταν άρρωστος». Ύψωσε τη φωνή. «Το όνομά μου είναι Ραντ αλ’Θορ. Είμαι βοσκός. Ο πατέρας μου είναι ο Ταμ αλ’Θορ και η μητέρα μου ήταν—»
Η Μουαραίν είχε σταματήσει, μα τώρα η αναλλοίωτη φωνή της τον έκοψε, απαλή και ανελέητη. «Ο Κύκλος της Κάρεδον, οι Προφητείες του Δράκοντα, λένε ότι ο Δράκοντας Θα ξαναγεννηθεί στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα, όπου πέθανε στο Τσάκισμα του Κόσμου. Η Γκιτάρα Σεντάι είχε μερικές φορές την Πρόβλεψη. Ήταν γριά, τα μαλλιά της ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι έξω, αλλά, όταν είχε την Πρόβλεψη, ήταν δυνατή. Το πρωινό φως που περνούσε από τα παράθυρα είχε αρχίσει να δυναμώνει, όταν της πήγα ένα φλιτζάνι τσάι. Η Έδρα της Άμερλιν με ρώτησε τι νέα υπήρχαν από το πεδίο της μάχης. Και η Γκιτάρα Σεντάι σηκώθηκε από την καρέκλα· με χέρια και πόδια αλύγιστα, τρέμοντας, με όψη σαν να ’χει κοιτάζει μέσα στο Χάσμα του Χαμού στο Σάγιολ Γκουλ, φώναξε δυνατά, ‘Ξαναγεννήθηκε! Τον νιώθω! Ο Δράκοντας ρουφά την πρώτη ανάσα στην πλαγιά του Όρους του Δράκοντα! Έρχεται! Έρχεται! Το Φως να μας βοηθήσει! Το Φως να βοηθήσει τον κόσμο! Κείτεται στο χιόνι και κλαίει σαν τη βροντή! Καίει σαν τον ήλιο!’ Κι έγειρε μπροστά κι έπεσε στην αγκαλιά μου, νεκρή».
Πλαγιά του βουνού. Άκουσα ένα μωρό να κλαίει. Γέννησε εκεί μόνη της, πριν πεθάνει. Παιδί μελανιασμένο από το κρύο. Ο Ραντ προσπάθησε να διώξει τη φωνή του Ταμ. Το κενό μίκρυνε. «Όνειρο απ’ τον πυρετό», είπε πνιχτά. Δεν μπορούσα να αφήσω ένα παιδί. «Γεννήθηκα στους Δύο Ποταμούς». Πάντα ήξερα ότι ήθελες παιδιά, Κάρι. Τράβηξε το βλέμμα του από τα μάτια της Άμερλιν. Προσπάθησε να αναγκάσει το κενό να αντέξει. Ήξερε ότι δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος, αλλά το κενό κατέρρεε πάνω του. Ναι, καλή μου. Το «Ραντ» είναι καλό όνομα. «Είμαι — ο Ραντ — αλ’Θορ!» Τα πόδια του έτρεμαν.
«Κι έτσι καταλάβαμε ότι ο Δράκοντας είχε Ξαναγεννηθεί», συνέχισε η Μουαραίν. «Η Άμερλιν μας όρκισε να μην μιλήσουμε, εμάς τις δύο, γιατί ήξερε ότι δεν θα έβλεπαν όλες οι αδελφές το Ξαναγέννημα με τον σωστό τρόπο. Μας έβαλε να ψάξουμε. Μετά από κείνη τη μάχη υπήρχαν πολλά παιδιά που ήταν ορφανά από πατέρα. Πάρα πολλά. Μα ακούσαμε μια ιστορία, ότι κάποιος είχε βρει ένα μωρό στο βουνό. Αυτό ήταν όλο. Ένας άνδρας και ένα μωρό αγοράκι. Συνεχίσαμε λοιπόν το ψάξιμο. Χρόνια ψάχναμε, βρίσκαμε άλλα στοιχεία, μελετούσαμε τις Προφητείες. ‘Θα είναι του αρχαίου αίματος και θα ανατραφεί στο παλτό αίμα’. Μία ήταν αυτή· υπήρχαν άλλες. Όμως υπάρχουν πολλά μέρη, όπου το παλιό αίμα, που κατάγεται από την Εποχή των Θρύλων, είναι ακόμα δυνατό. Κι έπειτα, στους Δύο Ποταμούς, όπου το παλιό αίμα της Μανέθερεν αφρίζει ακόμα σαν πλημμυρισμένο ποτάμι, στο Πεδίο του Έμοντ βρήκα τρία αγόρια, που οι μέρες του ονοματίσματός τους είχαν μόνο λίγες βδομάδες διαφορά από τη μάχη στο Όρος του Δράκοντα. Και ο ένας απ’ αυτούς μπορεί να διαβιβάσει. Νομίζεις ότι οι Τρόλοκ σε κυνήγησαν μόνο επειδή είσαι τα’βίρεν, Είσαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας».
Τα γόνατα του Ραντ λύγισαν· έπεσε μισογονατισμένος και στήριξε τα χέρια στο χαλί για να μην χτυπήσει κάτω με το πρόσωπο. Το κενό είχε χαθεί, η γαλήνη είχε κομματιαστεί. Σήκωσε το κεφάλι, και τον κοιτούσαν, εκείνες οι τρεις Άες Σεντάι. Τα πρόσωπά τους ήταν γαλήνια, απαλά σαν απείραχτες λίμνες, μα τα μάτια τους δεν ανοιγόκλειναν. «Ο πατέρας μου είναι ο Ματ αλ’Θορ, και εγώ γεννήθηκα...» Τον κοίταζαν, ακίνητες. Λένε ψέματα. Δεν είμαι... αυτό που λένε! Κάπως, με κάποιον τρόπο, λένε ψέματα, θέλουν να με χρησιμοποιήσουν. «Δεν θα με χρησιμοποιήσετε».
«Η άγκυρα δεν ταπεινώνεται επειδή χρησιμοποιείται για να συγκρατήσει τη βάρκα», είπε η Άμερλιν. «Φτιάχτηκες για έναν σκοπό, Ραντ αλ’Θορ. ‘Όταν οι άνεμοι της Τάρμον Γκάι’ντον γδάρουν τη γη, θα αντιμετωπίσει τη Σκιά και θα ξαναφέρει στον κόσμο το Φως». Οι Προφητείες πρέπει να εκπληρωθούν, αλλιώς ο Σκοτεινός θα ελευθερωθεί και θα ξαναπλάσει τον κόσμο κατ’ εικόνα του. Η Τελευταία Μάχη πλησιάζει, κι εσύ γεννήθηκες για να ενώσεις την ανθρωπότητα και να την οδηγήσεις εναντίον του Σκοτεινού».
«Ο Μπα’άλζαμον είναι νεκρός», είπε βραχνά ο Ραντ, και η Άμερλιν γρύλισε περιφρονητικά σαν σταβλίτης.
«Αν το πιστεύεις, τότε είσαι πιο βλάκας κι απ’ τους Ντομανούς. Πολλοί εκεί πιστεύουν ότι είναι νεκρός, ή έτσι λένε, αλλά παρατηρώ πως και πάλι δεν ρισκάρουν να τον ονοματίσουν. Ο Σκοτεινός ζει και ετοιμάζεται να ελευθερωθεί. Θα αντιμετωπίσεις τον Σκοτεινό. Είναι το πεπρωμένο σου».
Είναι το πεπρωμένο σου. Το είχε ξανακούσει αυτό, σε ένα όνειρο, που ίσως να μην ήταν εντελώς όνειρο. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε η Άμερλιν, αν ήξερε ότι ο Σκοτεινός του μιλούσε μέσα σε όνειρα. Αυτό τελείωσε. Ο Μπα’άλζαμον είναι νεκρός. Τον είδα να πεθαίνει.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι γονάτιζε μπροστά τους σαν βατράχι, ότι ζάρωνε μπροστά στα μάτια τους. Προσπάθησε να σχηματίσει πάλι το κενό, αλλά στο μυαλό του στροβιλίζονταν φωνές, που παρέσυραν κάθε του προσπάθεια. Είναι το πεπρωμένο σου. Μωρό που κείτεται στο χιόνι. Είσαι ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Ο Μπα’άλζαμον είναι νεκρός. Το «Ραντ» είναι καλό όνομα, Κάρι. Δεν θα με χρησιμοποιήσει κανείς! Με στήριγμα το πείσμα του, σηκώθηκε πάλι όρθιος. Αντιμετώπισέ το με το κεφάλι ψηλά. Θα κρατήσεις την περηφάνια σου, τουλάχιστον. Οι τρεις Άες Σεντάι τον κοίταζαν ανέκφραστες.
«Τι...» Κράτησε με κόπο σταθερή τη φωνή του. «Τι θα μου κάνετε;»
«Τίποτα», είπε η Άμερλιν, κι ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια. Δεν ήταν η απάντηση που περίμενε, η απάντηση που φοβόταν. «Λες ότι θέλεις να πας συντροφιά με τους φίλους σου και τον Ίνγκταρ και, αν θες, μπορείς να πας. Δεν σε σημάδεψα με κανέναν τρόπο. Μερικές αδελφές ίσως ξέρουν ότι είσαι τα’βίρεν, μα όχι άλλες. Μόνο εμείς οι τρεις ξέρουμε ποιος είσαι στ’ αλήθεια. Θα μου φέρουν τον φίλο σου τον Πέριν, όπως έφεραν εσένα, και θα επισκεφθώ τον άλλο φίλο σου στο αναρρωτήριο. Μπορείς να πας όπου θέλεις, χωρίς να φοβάσαι ότι θα βάλουμε τις Κόκκινες αδελφές να σε κυνηγήσουν».
Ποιος είσαι στ’ αλήθεια; Τον κατέκλυσε θυμός, καυτός και διαβρωτικός. Ο Ραντ πάλεψε, τον έκλεισε μέσα, κρυφό. «Γιατί;»
«Πρέπει να εκπληρωθούν οι Προφητείες. Σ’ αφήνουμε να πλανηθείς ελεύθερος, γνωρίζοντας τι είσαι, επειδή, αλλιώς, ο κόσμος όπως τον ξέρουμε θα αφανιστεί, και ο Σκοτεινός θα αγκαλιάσει τη γη με φωτιά και θάνατο. Πρόσεξέ με, δεν νιώθουν το ίδιο όλες οι Άες Σεντάι. Υπάρχουν μερικές, εδώ στο Φαλ Ντάρα, που θα σε σκότωναν ευθύς αμέσως αν ήξεραν το ένα δέκατο απ’ όσα είσαι, και δεν θα ’χαν περισσότερες τύψεις απ’ ό,τι αν ξεκοίλιαζαν ψάρι. Αλλά, βέβαια, υπάρχουν άνδρες, που, δίχως αμφιβολία, έχουν γελάσει παρέα μαζί σου, οι οποίοι θα έκαναν το ίδιο αν ήξεραν. Πρόσεχε, Ραντ αλ’Θορ, Ξαναγεννημένε Δράκοντα».
Κοίταξε την κάθε μια χωριστά. Οι Προφητείες σας δεν είναι δικές μου. Του ανταπέδωσαν το βλέμμα, τόσο γαλήνια, που του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι προσπαθούσαν να τον πείσουν πως ήταν ο πιο μισητός, ο πιο τρομακτικός άνθρωπος στην ιστορία του κόσμου. Είχε περάσει το φόβο και είχε βγει από την άλλη μεριά, σε κάποιο μέρος παγωμένο. Το μόνο που τον ζέσταινε ήταν ο θυμός του. Ας τον ειρήνευαν, ας τον έκαναν κάρβουνο επιτόπου, δεν τον ένοιαζε πια.
Ξαναθυμήθηκε κάποιες οδηγίες του Λαν. Με το αριστερό χέρι στη λαβή, έστριψε το σπαθί πίσω του, έπιασε το θηκάρι με το δεξί, έπειτα υποκλίθηκε, με τα χέρια ίσια. «Με την άδειά σου, Μητέρα, μπορώ να αναχωρήσω;»
«Σου δίνω την άδεια να φύγεις, γιε μου».
Σηκώθηκε, στάθηκε εκεί μια στιγμή ακόμα. «Δεν θα με χρησιμοποιήσει κανείς», είπε. Πίσω του, όταν έφυγε, έπεσε μεγάλη σιωπή.
Η σιωπή βάρυνε στο δωμάτιο όταν έφυγε ο Ραντ, ώσπου την έσπασε μια βαθιά ανάσα της Άμερλιν. «Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μου αρέσει αυτό που κάναμε», είπε. «Ήταν αναγκαίο, αλλά... Πέτυχε, Κόρες μου;»
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι, μια σχεδόν αδιόρατη κίνηση. «Δεν ξέρω. Αλλά ήταν αναγκαίο, και είναι».
«Αναγκαίο», συμφώνησε η Βέριν. Άγγιξε το μέτωπό της κι έπειτα κοίταζε τα νοτισμένα δάχτυλά της. «Είναι δυνατός. Και ξεροκέφαλος όπως είπες, Μουαραίν. Πολύ δυνατότερος απ’ όσο περίμενα. Ίσως τελικά χρειαστεί να τον ειρηνέψουμε πριν...» Τα μάτια της πλάτυναν. «Μα δεν μπορούμε, ε; Οι Προφητείες. Το Φως να μας συγχωρέσει γι’ αυτό που εξαπολύσαμε στον κόσμο».
«Οι Προφητείες», είπε η Μουαραίν, νεύοντας. «Έπειτα, θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Όπως κάνουμε τώρα».
«Αυτό που πρέπει», είπε η Άμερλιν. «Ναι. Μα, όταν μάθει να διαβιβάζει, το Φως να μας βοηθήσει όλους».
Ερχόταν καταιγίδα. Η Νυνάβε την ένιωθε. Μεγάλη καταιγίδα, χειρότερη από κάδε άλλη που είχε δει. Μπορούσε ν’ αφουγκραστεί τον άνεμο και να ακούσει πώς θα ήταν ο καιρός. Όλες οι Σοφίες ισχυρίζονταν ότι το έκαναν, αν και πολλές δεν μπορούσαν να το κάνουν. Η Νυνάβε είχε αρχίσει να αισθάνεται άβολα μ’ αυτή την ικανότητα μόνο μαθαίνοντας ότι ήταν μια εκδήλωση της Δύναμης. Κάθε γυναίκα που άκουγε τον άνεμο μπορούσε να διαβιβάσει, αν και οι περισσότερες ήταν στην ίδια κατάσταση που ήταν και η Νυνάβε, χωρίς να συνειδητοποιούν τι έκαναν, χρησιμοποιώντας τη Δύναμη σπασμωδικά και σπάνια.
Αυτή τη φορά όμως κάτι πήγαινε στραβά. Έξω, ο πρωινός ήλιος ήταν μια χρυσή μπάλα σ’ έναν καταγάλανο ουρανό, και τα πουλιά κελαηδούσαν στους κήπους, μα δεν ήταν αυτό. Δεν θα είχε ιδιαίτερη αξία το να ακούς τον άνεμο, αν τα σημάδια του καιρού ήταν ορατά. Κάτι στραβό υπήρχε στην αίσθηση, αυτή τη φορά, κάτι που δεν ήταν όπως συνήθως. Η καταιγίδα έμοιαζε μακρινή, τόσο μακρινή που δεν θα έπρεπε να τη νιώθει. Αλλά η αίσθηση που είχε ήταν λες και ο ουρανός από πάνω της έπρεπε να βρέχει καταρρακτωδώς, να ρίχνει χιόνι, και χαλάζι, όλα μαζί, με ανέμους να ουρλιάζουν και να τραντάζουν τις πέτρες του οχυρού. Και μπορούσε, επίσης, να νιώσει και τον καλό καιρό, που θα κρατούσε μέρες ακόμα, αλλά αυτό κρυβόταν πίσω από την άλλη αίσθηση.
Ένας σπίνος ήρθε και κάθισε σε μια βελοθυρίδα, σαν να κορόιδευε την αίσθηση του καιρού της Νυνάβε, κοιτάζοντας στο διάδρομο. Όταν την είδε, εξαφανίστηκε, αφήνοντας μια φευγαλέα εντύπωση από γαλάζια κι άσπρα πούπουλα.
Εκείνη κοίταζε το σημείο στο οποίο είχε καθίσει το πουλί. Υπάρχει καταιγίδα, και δεν υπάρχει. Κάτι σημαίνει. Μα τι;
Αρκετά πιο κάτω στο διάδρομο, που ήταν γεμάτος γυναίκες και μικρά παιδιά, είδε τον Ραντ να προχωρά με μεγάλες δρασκελιές, ενώ οι γυναίκες που τον συνόδευαν σχεδόν έτρεχαν για να τον προφτάσουν. Η Νυνάβε ένευσε με σιγουριά. Αν υπήρχε καταιγίδα που δεν ήταν καταιγίδα, αυτός θα ήταν στο κέντρο της. Μάζεψε τα φουστάνια της και όρμηξε πίσω του.
Οι γυναίκες που είχε αποκτήσει φιλικές σχέσεις μαζί τους μετά τον ερχομό της στο Φαλ Ντάρα προσπάθησαν να της μιλήσουν· ήξεραν ότι ο Ραντ είχε έρθει μαζί της και ότι ήταν και οι δύο από τους Δύο Ποταμούς, και ήθελαν να μάθουν γιατί τον είχε προσκαλέσει η Άμερλιν. Η Έδρα της Άμερλιν! Ένιωσε παγωνιά βαθιά στα σπλάχνα της, άρχισε να τρέχει, αλλά, πριν βγει από το γυναικωνίτη, τον είχε χάσει πίσω από ας γωνίες των διαδρόμων και το πλήθος.
«Προς τα πού πήγε;» ρώτησε τη Νισούρα. Δεν χρειαζόταν να πει ποιον εννοούσε. Είχε ακούσει το όνομα του Ραντ στη συζήτηση μεταξύ των γυναικών που ήταν μαζεμένες στις αψιδωτές πόρτες.
«Δεν ξέρω, Νυνάβε. Βγήκε βιαστικά» λες και τον κυνηγούσε ο Σκοτεινόκαρδος. Και καλά να πάθει, αφού ήρθε εδώ με το σπαθί στη ζώνη. Ο Σκοτεινός δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που του αξίζει. Πού πάει ο κόσμος; Κι αφού τον παρουσίασαν στην Άμερλιν στα διαμερίσματά της, τέτοια τιμή. Πες μου, Νυνάβε, είναι στ’ αλήθεια πρίγκιπας στη χώρα σου;» Οι άλλες γυναίκες σταμάτησαν να μιλούν κι έγειραν πιο κοντά για να ακούσουν.
Η Νυνάβε δεν ήταν σίγουρη τι απάντηση είχε δώσει. Κάτι που τις είχε κάνει να την αφήσουν. Έφυγε βιαστικά από τους γυναικωνίτες, και σε κάθε διασταύρωση των διαδρόμων έστριβε το κεφάλι να τον ψάξει, σφίγγοντας τις γροθιές. Φως μου, τι του έκαναν; Έπρεπε να βρω τρόπο να τον πάρω μακριά από τη Μουαραίν, που το Φως να την τυφλώσει. Εγώ είμαι η Σοφία του.
Είσαι, ε; την χλεύασε μια φωνούλα. Εγκατέλειψες το Πεδίο του Έμοντ, τους άφησες να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Μπορείς ακόμα να Θεωρείς ότι είσαι η Σοφία τους;
Λεν τους εγκατέλειψα, σκέφτηκε η Νυνάβε οργισμένη. Έφερα τη Μάβρα Μάλεν από το Ντέβεν Ράιντ για να τους προσέχει μέχρι να γυρίσω. Θα βγάλει άκρη με τον Δήμαρχο και το Συμβούλιο του Χωριού, και τα πάει καλά με τον Κύκλο των Γυναικών.
Η Μάβρα θα πρέπει να γυρίσει στο δικό της χωριό. Κανένα χωριό δεν αντέχει πολύ καιρό χωρίς τη Σοφία του. Η Νυνάβε ένιωσε σαν να τη μαχαίρωναν. Έλειπε μήνες από το Πεδίο του Έμοντ.
«Εγώ είμαι η Σοφία του Πεδίου του Έμοντ!» είπε δυνατά.
Ένας υπηρέτης με λιβρέα, ο οποίος κουβαλούσε ένα τόπι ύφασμα, την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, κι έπειτα υποκλίθηκε βαθιά και συνέχισε. Το πρόσωπό του έδειχνε ότι βιαζόταν να φύγει από κει.
Η Νυνάβε, κοκκινίζοντας, κοίταξε γύρω να δει αν την είχε προσέξει κανείς. Υπήρχαν λίγοι μόνο άνδρες στο χολ, οι οποίοι ήταν απορροφημένοι στις συζητήσεις τους, και μερικές γυναίκες με μαύρα και χρυσά ρούχα που πήγαιναν στις δουλειές τους, κλίνοντας την κεφαλή ή το γόνυ καθώς περνούσαν. Εκατό φορές είχε κάνει τον ίδιο καυγά με τον εαυτό της, μα αυτή ήταν η πρώτη φορά που κατέληγε να μιλήσει φωναχτά. Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της κι έπειτα έσφιξε τα χείλη με δύναμη, όταν κατάλαβε τι έκανε.
Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι η ερευνά της ήταν μάταια και τότε βρήκε τον Λαν, που είχε γυρισμένη την πλάτη και κοίταζε από μια βελοθυρίδα την αυλή πιο κάτω. Η φασαρία που ακουγόταν από την αυλή ήταν από άλογα κι ανθρώπους, χλιμιντρίσματα και κραυγές. Ο Λαν ήταν τόσο προσηλωμένος, που αυτή τη φορά δεν φάνηκε να την ακούει. Η Νυνάβε σιχαινόταν το ότι ποτέ δεν μπορούσε να τον πλησιάσει κρυφά, όσο ελαφρά κι αν περπατούσε. Στο Πεδίο του Έμοντ θεωρούσαν ότι ήξερε τους τρόπους του δάσους, αν και ήταν δεξιοτεχνία που δεν ενδιέφερε πολλές γυναίκες.
Σταμάτησε ακαριαία, ζούληξε το στομάχι της για να ηρεμήσει το τρέμουλο που ένιωθε. Έπρεπε να πιω ράνελ και ρίζα προβατόγλωσσας, σκέφτηκε δύσθυμα. Ήταν το καταπότι που έδινε σε όσους γκρίνιαζαν κι έλεγαν ότι είχαν αρρωστήσει, ή παιδιάριζαν. Το μίγμα από ράνελ και ρίζα προβατόγλωσσας τόνωνε λιγάκι και δεν έβλαπτε καθόλου, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε φρικτή γεύση, η οποία διαρκούσε όλη μέρα. Ήταν η τέλεια γιατριά για όσους έκαναν χαζομάρες.
Ασφαλής από το βλέμμα του, τον περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω, έτσι που έγερνε στην πέτρα και άγγιζε το σαγόνι με τα δάχτυλά του, κοιτάζοντας αυτά που συνέβαιναν πιο κάτω. Κατ’ αρχάς παραείναι ψηλός, κι έπειτα είναι τόσο μεγάλος, που Θα μπορούσε να είναι πατέρας μου. Ένας άνδρας με τέτοιο πρόσωπο θα ήταν άσπλαχνος. Όχι, αυτός δεν είναι τέτοιος. Ποτέ δεν ήταν τέτοιος. Και ήταν βασιλιάς. Η χώρα του είχε αφανιστεί όταν ήταν μωρό και δεν μπορούσε να διεκδικήσει το στέμμα, αλλά όμως ήταν βασιλιάς. Τι δουλειά έχει ένας βασιλιάς με μια χωριάτισσα; Επίσης είναι και Πρόμαχος. Δεσμευμένος με τη Μουαραίν. Αυτή έχει τη μέχρι θανάτου αφοσίωσή του, και μια σχέση στενότερη κι από εραστών, και τον έχει ολόκληρο. Η Μουαραίν έχει όλα όσα θέλω, που το Φως να την κάψει!
Ο Λαν γύρισε από τη βελοθυρίδα και η Νυνάβε έστριψε για να φύγει.
«Νυνάβε». Η φωνή του την έπιασε και την κράτησε σαν θηλιά. «Ήθελα να μιλήσουμε μόνοι. Πάντα είσαι στα διαμερίσματα των γυναικών, ή με παρέα».
Ήταν μεγάλος κόπος να σταθεί και να τον αντικρίσει, αλλά ήταν σίγουρη ότι τα χαρακτηριστικά της ήταν γαλήνια, ακόμα κι όταν σήκωσε τα μάτια να τον κοιτάξει. «Ψάχνω τον Ραντ». Δεν Θα παραδεχόταν ότι τον απέφευγε. «Είπαμε πριν από καιρό ό,τι είχαμε να πούμε οι δυο μας. Ντροπιάστηκα —κάτι που δεν Θα ξανακάνω— και μου είπες να φύγω».
«Ποτέ δεν είπα—» Ανάσανε βαθιά. «Σου είπα ότι το μόνο που είχα να σου προσφέρω για γαμήλιο δώρο θα ήταν ρούχα χηρείας. Δεν είναι δώρο που μπορεί να δώσει άνδρας σε γυναίκα. Ένας άνδρας που θέλει να λέγεται άνδρας».
«Καταλαβαίνω», του είπε αυτή ψυχρά. «Όπως και να ’χει, οι βασιλιάδες δεν χαρίζουν δώρα σε χωριατοπούλες. Κι αυτή η εδώ χωριατοπούλα δεν θα το δεχόταν. Μήπως είδες τον Ραντ; Πρέπει να του μιλήσω. Θα πήγαινε να δει την Άμερλιν. Ξέρεις τι τον ήθελε;»
Τα μάτια του άστραψαν, σαν γαλάζιος πάγος στον ήλιο. Εκείνη στήλωσε τα πόδια για να μην οπισθοχωρήσει μπροστά του και ανταπέδωσε στο άγριό του βλέμμα το δικό της.
«Ο Σκοτεινός να πάρει και τον Ραντ αλ’Θορ και την Έδρα της Άμερλιν», μούγκρισε, βάζοντάς της κάτι στο χέρι. «Θα σου κάνω ένα δώρο και θα το πάρεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να το αλυσοδέσω στο λαιμό σου».
Εκείνη τράβηξε τα μάτια της από τα δικά του. Όταν ήταν θυμωμένος, η ματιά του ήταν σαν του γαλανομάτικου γερακιού. Στο χέρι της ήταν ένα σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι, βαρύ και χρυσαφένιο, φθαρμένο από τα χρόνια, τόσο φαρδύ, που μπορούσε σχεδόν να χωρέσει και τους δύο αντίχειρές της. Είχε ίνα γερανό, που πετούσε πάνω από μια λόγχη κι ένα στέμμα, με επιμελώς χαραγμένες τις λεπτομέρειες. Της κόπηκε η ανάσα. Το δαχτυλίδι των Μαλκιρινών βασιλιάδων. Ξέκασε να τον αγριοκοιτάξει, απλώς σήκωσε το πρόσωπο. «Δεν μπορώ να το πάρω, Λαν».
Αυτός σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Δεν είναι τίποτα. Παλιό, εύχρηστο τώρα. Μα υπάρχουν εκείνοι που θα το γνωρίσουν, όταν το δουν. Δείξε το, και θα έχεις δικαίωμα σε φιλοξενία και αρωγή αν θέζεις, από κάθε άρχοντα στις Μεθόριες. Δείξε το σε Πρόμαχο και θα βοηθήσει, ή θα μου φέρει μήνυμα. Στείλε το μου, ή μήνυμα σφραγισμένο μ’ αυτό, και θα έρθω κοντά σου, θα έρθω οπωσδήποτε και χωρίς καθυστέρηση. Το ορκίζομαι».
Τα μάτια της θόλωσαν στις άκρες. Αν βάλω τα κλάματα, θα πεθάνω από ντροπή. «Δεν μπορώ... Δεν θέλω δώρα από σένα, αλ’Λαν Μαντράγκοραν. Να, παρ’ το».
Ο Λαν απέκρουσε τις προσπάθειές της να του επιστρέψει το δαχτυλίδι. Το χέρι του σκέπασε το δικό της, ευγενικό μα στιβαρό, σαν αλυσίδα. «Τότε δέξου το για χατίρι μου, σαν χάρη σε μένα. Ή πέταξέ το, αν σε δυσαρεστεί. Λεν έχω τι να το κάνω». Της χάιδεψε το μάγουλο μ’ ένα δάχτυλο κι αυτή τινάχτηκε. «Πρέπει να φύγω τώρα, Νυνάβε μασίρα. Η Άμερλιν θέλει να φύγει πριν μεσημεριάσει και υπάρχουν πολλές δουλειές να γίνουν. Ίσως προλάβουμε να μιλήσουμε στο δρόμο για την Ταρ Βάλον». Γύρισε και χάθηκε από μπροστά της, διασχίζοντας το διάδρομο με μεγάλα βήματα.
Η Νυνάβε άγγιξε το μάγουλό της. Ακόμα ένιωθε το σημείο που την είχε χαϊδέψει. Μασίρα. Αγαπημένη της καρδιάς και της ψυχής, αυτό σήμαινε, μα επίσης και μια χαμένη αγάπη. Χαμένη δίχως να μπορεί να ξανακερδηθεί. Ανόητη γυναίκα! Πάψε να κάνεις σαν κοριτσάκι με ξέπλεκα μαλλιά. Μην τον αφήσεις να σε κάνει να νιώθεις...
Έσφιξε γερά το δαχτυλίδι, γύρισε, και αναπήδησε όταν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη Μουαραίν. «Πόση ώρα ήσουν εδώ;» απαίτησε να μάθει.
«Όχι τόση που να ακούσω κάτι που δεν έπρεπε», απάντησε γλυκά η Άες Σεντάι. «Όντως, σε λίγο φεύγουμε. Αυτό το άκουσα. Πρέπει να ετοιμάσεις τα πράγματά σου».
Έφευγαν. Δεν είχε προλάβει να το χωνέψει, όταν το είχε πει ο Λαν. «Θα πρέπει Να αποχαιρετήσω τα αγόρια», μουρμούρισε, και μετά κάρφωσε το βλέμμα στη Μουαραίν. «Τι έκανες στον Ραντ; Τον πήγαν στην Άμερλιν. Γιατί; Της είπες για... για...;» Δεν μπορούσε να το ξεστομίσει. Ο Ραντ ήταν από το χωριό της, ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερή του και έτσι τον πρόσεχε μερικές φορές, όταν ήταν μικρός· αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να σκεφτεί τι είχε γίνει ο Ραντ χωρίς να ντώσει το στομάχι της να ανακατεύεται.
«Η Άμερλιν θα δεχθεί και τους τρεις, Νυνάβε. Οι τα’βίρεν δεν είναι τόσο συχνό Θέαμα, ώστε θα έχανε την ευκαιρία να δει τρεις μαζί στο ίδιο μέρος. Ίσως τους πει μερικά λόγια για να τους ενθαρρύνει, αφού θα πάνε μαζί με τον Ίνγκταρ να κυνηγήσουν εκείνους που έκλεψαν το Κέρας. Θα φύγουν περίπου την ίδια ώρα με μας, γι’ αυτό βιάσου να τους αποχαιρετήσεις».
Η Νυνάβε όρμηξε στην κοντινότερη βελοθυρίδα και κοίταξε την εξωτερική αυλή. Παντού υπήρχαν άλογα, σελωμένα ή φορτωμένα πράγματα, και άνδρες που έτρεχαν ολόγυρά τους, φωνάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο μόνος άδειος χώρος ήταν το Σημείο στο οποίο στεκόταν το παλανκίνο της Άμερλιν, με το ζευγάρι των αλόγων να περιμένουν υπομονετικά, δίχως σταβλίτες. Εκεί ήταν μερικοί Πρόμαχοι και φρόντιζαν τα άτια τους, και στην άλλη πλευρά της αυλής στεκόταν ο Ίνγκταρ με μερικούς αρματωμένους Σιναρανούς ολόγυρά του. Μερικές φορές κάποιος από τους Πρόμαχους, ή τους άνδρες του Ίνγκταρ, πήγαινε στην απέναντι πλευρά για να ανταλλάξει δυο λόγια.
«Έπρεπε να είχα πάρει τα αγόρια μακριά σου», είπε, κοιτάζοντας κάτω. Και την Εγκουέν μαζί, αν μπορούσα να την πάρω χωρίς να τη σκοτώσω. Φως μου, ήταν ανάγκη να γεννηθεί μ’ αυτή την ικανότητα, ανάθεμά την; «Έπρεπε να τα είχα πάει στην πατρίδα».
«Είναι αρκετά μεγάλοι για να μην κρύβονται πια πίσω από φουστάνια», είπε ξερά η Μουαραίν. «Και ξέρεις πολύ καλά γιατί δεν θα το έκανες ποτέ. Τουλάχιστον για έναν απ’ αυτούς. Εκτός αυτού, Θα σήμαινε ότι θα άφηνες την Εγκουέν να πάει στην Ταρ Βάλον μόνη της. Η μήπως αποφάσισες να μην έρθεις στην Ταρ Βάλον; Αν δεν εκπαιδευτείς στη χρήση της Δύναμης, δεν Θα μπορέσεις να τη χρησιμοποιήσεις εναντίον μου».
Η Νυνάβε στριφογύρισε για να αντικρίσει την Άες Σεντάι, με το στόμα να χάσκει. Δεν μπόρεσε να το αποφύγει. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες».
«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω, παιδί μου; Τέλος πάντων, όπως επιθυμείς. Υποθέτω ότι Θα έρθεις στην Ταρ Βάλον; Ναι, έτσι νόμιζα».
Η Νυνάβε θέλησε να τη χτυπήσει, να διώξει το μειδίαμα που φάνηκε στο πρόσωπο της Άες Σεντάι. Οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να ασκήσουν εξουσία στα φανερά μετά το Τσάκισμα, πόσο μάλλον να χειριστούν τη Μία Δύναμη, αλλά μηχανορραφούσαν και χειραγωγούσαν, κινούσαν νήματα σαν μαριονετίστες, χρησιμοποιούσαν θρόνους και έθνη, σαν να τα είχαν σε άβακα παιχνιδιού λίθων. Θέλει με κάποιον τρόπο να χρησιμοποιήσει κι εμένα. Μετά από βασίλισσες και βασιλιάδες, γιατί όχι και μια Σοφία; Έτσι όπως χρησιμοποιεί τον Ραντ. Δεν είμαι παιδί, Άες Σεντάι.
«Τι κάνεις τώρα με τον Ραντ; Λεν σου έφτασε τόσο που τον εκμεταλλεύτηκες; Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τον ειρήνεψες, τώρα που ήταν η Άμερλιν εδώ μαζί με όλες αυτές τις Άες Σεντάι, αλλά σίγουρα Θα Είχες κάποιον λόγο. Κάποιο σχέδιο καταστρώνεις. Αν η Άμερλιν ήξερε τι ετοιμάζεις, πάω στοίχημα ότι θα—»
Η Μουαραίν την έκοψε. «Τι ενδιαφέρον μπορεί να υπάρχει σ’ έναν βοσκό για την Έδρα της Άμερλιν; Φυσικά, αν έπεφτε στην αντίληψη της με λάθος τρόπο, ίσως η κατάληξη να ήταν το ειρήνεμα, ή ο θάνατος. Στο κάτω κάτω, είναι αυτός που είναι. Και υπάρχει πολύς θυμός μετά τα χτεσινοβραδινά. Όλοι ψάχνουν κάποιον να κατηγορήσουν». Η Άες Σεντάι έμεινε σιωπηλή και άφησε τη σιωπή να πυκνώσει. Η Νυνάβε την κοίταξε, τρίζοντας τα δόντια.
«Ναι», είπε τελικά η Μουαραίν, «είναι καλύτερα να μην ξυπνάμε το λιοντάρι που κοιμάται. Πήγαινε τώρα να ετοιμάσεις τα πράγματά σου». Ξεκίνησε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Λαν, προχωρώντας με τρόπο σαν να γλιστρούσε στο πάτωμα αντί να περπατά.
Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα και χτύπησε τη γροθιά της στον τοίχο· το δαχτυλίδι χώθηκε στην παλάμη της. Άνοιξε το χέρι της για να το κοιτάξει. Το δαχτυλίδι φάνηκε να φλογίζει το Θυμό της, να συγκεντρώνει το μίσος της. Θα μάθω. Νομίζεις ότι θα μου ξεφύγεις επειδή καταλαβαίνεις. Αλλά θα μάθω πιο πολλά απ’ όσα νομίζεις, και θα σε καταστρέψω γι’ αυτό που έκανες. Γι’ αυτό που έκανες στον Ματ, και στον Πέριν. Όσο για τον Ραντ, το Φως να τον βοηθά και ο Δημιουργός να τον προστατεύει. Ειδικά για τον Ραντ. Το χέρι της έκλεισε γύρω από το χρυσό δαχτυλίδι. Και για μένα.
Η Εγκουέν κοίταζε την υπηρέτρια με τη λιβρέα, η οποία δίπλωνε κι έβαζε τα φορέματά της σ’ ένα δερματόδετο κιβώτιο ειδικό για ταξίδια, νιώθοντας κάποια αμηχανία, ακόμα και μετά από ένα μήνα εξάσκησης, που κάποιος άλλος έκανε αυτό που και η ίδια θα κατάφερνε μια χαρά μόνη της. Ήταν πανέμορφα ρούχα, όλα δώρα της Αρχόντισσας Αμαλίζας, όπως και το γκρίζο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας που φορούσε τώρα· ήταν απλό, με μόνη εξαίρεση τα κεντητά μπουμπούκια αυγερινών στο στήθος. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα φορέματα ήταν πολύ πιο στολισμένα. Το καθένας τους θα ξεχώριζε στο χωριό την Ημέρα του Ήλιου, ή τη γιορτή του Μπελ Τάιν. Αναστέναζε, καθώς θυμόταν ότι την άλλη Ημέρα του Ήλιου θα βρισκόταν στην Ταρ Βάλον, όχι στο Πεδίο του Έμοντ. Από τα λίγα που της είχε πει η Μουαραίν για την εκπαίδευση των μαθητευομένων —φαινόταν ότι θα ήταν παιχνιδάκι— περίμενε πως δεν θα βρισκόταν στο σπίτι της ούτε το Μπελ Τάιν, ούτε την άνοιξη, ούτε ακόμα και την παράλλη Ημέρα του Ήλιου.
Η Νυνάβε έχωσε το κεφάλι στο δωμάτιο. «Είσαι έτοιμη;» Μπήκε μέσα. «Σε λίγο πρέπει να κατεβούμε στην αυλή». Φορούσε κι αυτή φόρεμα ιππασίας, από γαλάζιο μετάξι, με κόκκινα μη με λησνονεί στον κόρφο. Άλλο ένα δώρο της Αμαλίζας.
«Κοντεύω, Νυνάβε. Σχεδόν λυπάμαι που φεύγω. Δεν φαντάζομαι να έχουμε πολλές αφορμές στην Ταρ Βάλον για να φορέσουμε τα ωραία φορέματα που μας έδωσε η Αμαλίζα». Ξαφνικά γέλασε. «Πάντως, Σοφία, δεν θα μου λείψει το να μπορώ να κάνω μπάνιο δίχως να κοιτάζω συνεχώς πάνω από τον ώμο μου».
«Καλύτερα να κάνεις μπάνιο μόνη σου», είπε ζωηρά η Νυνάβε. Η έκφρασή της έμεινε η ίδια, αλλά μετά από μια στιγμή τα μάγουλά της κοκκίνισαν.
Η Εγκουέν χαμογέλασε. Σκέφτεται τον Λαν. Ακόμα και τώρα ήταν αλλόκοτη η ιδέα, ότι η Νυνάβε, η Σοφία, έλιωνε για έναν άνδρα. Της φαινόταν ότι δεν θα ήταν σοφό να το θέσει έτσι στη Νυνάβε, αλλά τώρα τελευταία η Σοφία έκανε σαν κοπελίτσα, που καρδιοχτυπούσε για ένα αγόρι. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά για κάποιον που δεν έχει μυαλό να φερθεί αντάξιά της. Τον αγαπάει, και βλέπω ότι κι αυτός την αγαπά, γιατί λοιπόν δεν έχει λίγη εξυπνάδα να της το πει;
«Νομίζω πως δεν πρέπει πια να με λες Σοφία», είπε ξαφνικά η Νυνάβε.
Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Δεν ήταν υποχρεωτικό, και η Νυνάβε ποτέ δεν επέμενε γι’ αυτό, παρά μόνο όταν ήταν θυμωμένη, ή ήταν σε επίσημη στιγμή, αλλά τώρα... «Μα, γιατί όχι;»
«Τώρα είσαι γυναίκα». Η Νυνάβε κοίταξε τα λυτά μαλλιά της και η Εγκουέν αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τα πλέξει βιαστικά σε πλεξούδα. Οι Άες Σεντάι είχαν όποια κόμμωση ήθελαν, αλλά η Εγκουέν είχε τα δικά της ξέπλεκα, σαν σύμβολο της καινούργιας ζωής που άρχιζε. «Είσαι γυναίκα», επανέλαβε σταθερά η Νυνάβε. «Είμαστε δυο γυναίκες, πολύ μακριά από το Πεδίο του Έμοντ, και θα αργήσουμε πολύ να ξαναδούμε τα σπίτια μας. Θα ήταν καλύτερα να μι: λες απλώς Νυνάβε».
«Θα ξαναδούμε τα σπίτια μας, Νυνάβε. Θα τα ξαναδούμε».
«Μην πας να παρηγορήσεις τη Σοφία, κοριτσάκι», είπε κατσούφικα η Νυνάβε, αλλά χαμογέλασε.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, αλλά, πριν προλάβει η Εγκουέν να ανοίξει, μπήκε μέσα η Νισούρα αναστατωμένη. «Εγκουέν, ο νεαρός σου προσπαθεί να μπει στα διαμερίσματα των γυναικών». Φαινόταν σκανδαλισμένη. «Και φορά σπαθί. Επειδή η Άμερλιν τον άφησε να μπει έτσι, δεν σημαίνει ότι... Ο Άρχοντας Ραντ θα ’πρεπε να ξέρει το σωστό. Ξεσήκωσε τον κόσμο. Εγκουέν, πρέπει να του μιλήσεις».
«Ο Άρχοντας Ραντ», είπε η Νυνάβε, ξεφυσώντας απαξιωτικά. «Δεν του χωρούν πια τα παντελόνια αυτού του νεαρού. Όταν τον πιάσω στα χέρια μου, θα του δείξω εγώ τι άρχοντας είναι».
Η Εγκουέν ακούμπησε το μπράτσο της Νυνάβε. «Άσε με να του μιλήσω, Νυνάβε. Μόνη μου».
«Άντε, καλά. Ακόμα κι οι καλύτεροι άνδρες δεν είναι πολύ καλύτεροι όταν τους δαμάσεις». Η Νυνάβε κοντοστάθηκε, και πρόσθεσε, χωρίς να απευθύνεται στις άλλες, «Αλλά, βέβαια, οχ καλύτεροι αξίζουν τον κόπο να τους δαμάσεις».
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι, καθώς ακολουθούσε τη Νισούρα στο διάδρομο. Ακόμα και πριν από μισό χρόνο, η Νυνάβε δεν θα πρόσθετε τη δεύτερη φράση. Αλλά δεν θα δαμάσει ποτέ τον Λαν. Οι σκέψεις της στράφηκαν στον Ραντ. Ξεσήκωνε τον κόσμο, ε; «Να τον δαμάσω;» μουρμούρισε. «Αν δεν έχει μάθει πια τρόπους, θα τον γδάρω ζωντανό».
«Μερικές φορές έτσι πρέπει», είπε η Νισούρα, περπατώντας γοργά. «Οι άνδρες, προτού παντρευτούν, δεν είναι πολιτισμένοι, αλλά μισοάγριοι, στην καλύτερη περίπτωση». Κοίταζε λοξά την Εγκουέν. «Σκοπεύεις να παντρευτείς τον Άρχοντα Ραντ; Δεν θέλω να γίνω αδιάκριτη, αλλά πας στον Λευκό Πύργο, και οι Άες Σεντάι σπανίως παντρεύονται —μόνο μερικές από το Πράσινο Άτζα, απ’ ό,τι έχω ακούσει, κι από κει όχι πολλές— και...»
Η Εγκουέν θα μπορούσε να συνεχίσει η ίδια τα λόγια της άλλης. Είχε ακούσει τις συζητήσεις στο γυναικωνίτη, σχετικά με το ποια θα ήταν η κατάλληλη σύζυγος του Ραντ. Στην αρχή ένιωθε να τη σουβλίζει η ζήλια και ο θυμός. Οι οικογένειες τους μόνο που δεν τους είχαν λογοδόσει τους δύο όταν ήταν παιδιά. Αλλά η ίδια πήγαινε να γίνει Άες Σεντάι και ο Ραντ ήταν αυτό που ήταν. Ένας άνδρας που μπορούσε να διαβιβάσει. Θα μπορούσε να τον παντρευτεί. Και θα τον έβλεπε να τρελαίνεται, θα τον έβλεπε να πεθαίνει. Ο μόνος τρόπος για να μην γίνει αυτό θα ήταν να τον ειρηνέψουν. Δεν μπορώ να του το κάνω. Δεν μπορώ! «Δεν ξέρω», είπε θλιμμένα.
Η Νισούρα ένευσε. «Καμία δεν θα κυνηγήσει στο χωράφι που λες ότι σου ανήκει, αλλά εσύ πας στον Πύργο, και αυτός θα γίνει καλός σύζυγος. Όταν εκπαιδευτεί. Νάτος».
Οι γυναίκες, οι οποίες ήταν συγκεντρωμένες στην είσοδο των γυναικωνιτών, και από τη μέσα και από την έξω πλευρά, παρακολουθούσαν τους τρεις άνδρες που ήταν στον διάδρομο απ’ έξω. Ήταν ο Ραντ, με το σπαθί ζωσμένο πάνω από το κόκκινο παλιό του, που τον αντιμετώπιζαν ο Άγκελμαρ και ο Κάτζιν. Αυτοί δεν φορούσαν σπαθί· ακόμα και μετά απ’ όσα είχαν γίνει τη νύχτα, εδώ ήταν τα διαμερίσματα των γυναικών. Η Εγκουέν σταμάτησε πίσω από το πλήθος.
«Καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορείς να μπεις», έλεγε ο Άγκελμαρ. «Ξέρω ότι τα πράγματα είναι αλλιώς στο Άντορ, αλλά το καταλαβαίνεις;»
«Δεν προσπάθησα να μπω». Ο Ραντ έμοιαζε σαν να το είχε εξηγήσει ξανά. «Είπα στην Αρχόντισσα Νισούρα ότι ήθελα να δω την Εγκουέν, κι εκείνη είπε ότι η Εγκουέν είχε δουλειά κι έπρεπε να περιμένω. Το μόνο που έκανα ήταν που φώναξα την Εγκουέν από την πόρτα. Δεν πήγα να μπω. Έτσι που έπεσαν όλες πάνω μου, ήταν λες και είχα ονοματίσει τον Σκοτεινό».
«Οι γυναίκες έχουν τις δικές τους συνήθειες», είπε ο Κάτζιν. Για Σιναρανός ήταν ψηλός, φτάνοντας σχεδόν τον Ραντ, ξερακιανός κι ασπριδερός. Ο κότσος στην κορυφή του κεφαλιού του ήταν μαύρος σαν πίσσα. «Αυτές κάνουν τους κανόνες για τους γυναικωνίτες κι εμείς υπακούμε, ακόμα κι όταν είναι ανόητοι». Μερικές γυναίκες τον κοίταξαν υψώνοντας τα φρύδια, κι αυτός ξερόβηξε βιαστικά. «Πρέπει να στείλεις μήνυμα, αν θέλεις να μιλήσεις σε κάποια γυναίκα, αλλά θα το παραδώσουν όποτε αυτές θελήσουν, και μέχρι τότε πρέπει να περιμένεις. Αυτό είναι το έθιμό μας».
«Πρέπει να τη δω», είπε ο Ραντ πεισματικά. «Σε λίγο θα φύγουμε. Δεν θα με πείραζε να φεύγαμε και νωρίτερα, αλλά, όπως και να ’χει, θέλω να δω την Εγκουέν. Θα φέρουμε πίσω το Κέρας του Βαλίρ και το εγχειρίδιο, και έτσι θα τελειώσουν όλα. Θα τελειώσουν όλα. Αλλά πρέπει να τη δω πριν φύγω». Η Εγκουέν έσμιξε τα φρύδια· της φαινόταν παράξενος.
«Μην αγριεύεις», είπε ο Κάτζιν, «Εσύ και ο Ίνγκταρ θα βρείτε το Κέρας, ή δεν θα το βρείτε. Κι αν δεν το βρείτε, θα το πάρει κάποιοι; άλλος. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, κι εμείς δεν είμαστε παρά νήματα στο Σχήμα».
«Μην αφήσεις το Κέρας να σου επιβληθεί, Ραντ», είπε ο Άγκελμαρ. «Μπορεί να εξουσιάσει τον άνδρα —ξέρω ότι μπορεί— και δεν είναι αυτός ο τρόπος. Ο άνδρας πρέπει να αναζητά το καθήκον, όχι τη δόξα. Ό,τι γίνει, θα γίνει. Αν είναι προορισμένο από το Φως να ηχήσει το Κέρας του Βαλίρ, τότε έτσι θα γίνει».
«Να η Εγκουέν σου», είπε ο Κάτζιν βλέποντάς την.
Ο Άγκελμαρ κοίταξε γύρω και ένευσε, όταν την είδε μαζί με τη Νισούρα. «Θα σε αφήσω στα χέρια της, Ραντ αλ’Θορ. Να θυμάσαι ότι εδώ τα δικά της λόγια είναι νόμος, όχι τα δικά σου. Αρχόντισσα Νισούρα, μην είσαι τόσο σκληρή μαζί του. Ήθελε μόνο να δει αυτή τη νεαρή γυναίκα και δεν ξέρει τους τρόπους μας».
Η Εγκουέν ακολούθησε τη Νισούρα, καθώς η Σιναρανή διέσχιζε το πλήθος των γυναικών που έβλεπαν. Η Νισούρα έκλινε για μια στιγμή την κεφαλή προς τον Άγκελμαρ και τον Κάτζιν· αγνόησε επιδεικτικά τον Ραντ. Η φωνή της ήταν σφιγμένη. «Άρχοντα Άγκελμαρ, Άρχοντα Κάτζιν. Θα ’πρεπε να έχει μάθει τους τρόπους μας, αλλά δεν μπορώ να τον δείρω έτσι μεγαλόσωμος που είναι, γι’ αυτό θα αφήσω την Εγκουέν να τον συμμαζέψει».
Ο Άγκελμαρ χτύπησε πατρικά τον Ραντ στον ώμο «Θα δεις. Θα μιλήσεις μαζί της, αν και όχι όπως το ήθελες. Έλα, Κάτζιν. Μας περιμένουν πολλές δουλειές. Η Άμερλιν ακόμα επιμένει να...» Η φωνή του έσβησε, καθώς οι δυο τους απομακρυνόταν. Ο Ραντ στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας την Εγκουέν.
Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι οι γυναίκες ακόμα έβλεπαν. Παρατηρούσαν όχι μόνο τον Ραντ αλλά και την ίδια. Περίμεναν να δουν τι θα έκανε. Πρέπει να τον συμμαζέψω λοιπόν, ε; Όμως ένιωθε την καρδιά της να πετά προς αυτόν. Τα μαλλιά του ήθελαν βούρτσισμα. Το πρόσωπό του έδειχνε θυμό, θράσος και κούραση. «Περπάτα μαζί μου», του είπε. Ένα μουρμουρητό ακούστηκε πίσω τους, καθώς περπατούσε μαζί με τον Ραντ στο διάδρομο, μακριά από τους γυναικωνίτες. Ο Ραντ έμοιαζε να παλεύει με τον εαυτό του, ψάχνοντας αυτό που θα έλεγε.
«Άκουσα για τα... κατορθώματά σου», του είπε τελικά. «Έτρεχες στα διαμερίσματα των γυναικών χθες βράδυ, κρατώντας σπαθί. Φορούσες σπαθί στην ακρόαση που σου παραχώρησε η Έδρα της Άμερλιν». Αυτός έμεινε πάλι σιωπηλός και απλώς περπατούσε, κοιτάζοντας κατσούφικα το πάτωμα. «Δεν σε... έβλαψε, ε;» Δεν άντεχε να ρωτήσει, αν τον είχαν ειρηνέψει· η συμπεριφορά του ήταν κάθε άλλο παρά ειρηνική, αλλά η Εγκουέν δεν είχε ιδέα πώς θα ήταν κάποιος έπειτα.
Ο Ραντ τινάχτηκε. «Όχι. Δεν με... Εγκουέν, η Άμερλιν...» Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν με έβλαψε».
Εκείνη είχε την αίσθηση ότι ο Ραντ είχε αρχίσει να λέει κάτι εντελώς διαφορετικό. Συνήθως η Εγκουέν μπορούσε να ξετρυπώσει ό,τι ήθελε αυτός να της κρατήσει κρυφό, αλλά, όταν ο Ραντ πείσμωνε, θα της ήταν πιο εύκολο να ξεκολλήσει τούβλο από τον τοίχο με τα νύχια της. Έτσι όπως έσφιγγε το στόμα, φαινόταν ότι τώρα είχε πεισμώσει για τα καλά.
«Τι σε ήθελε, Ραντ;»
«Τίποτα ιδιαίτερο. Τα’βίρεν. Ήθελε να δει τα’βίρεν». Η έκφραση του μαλάκωσε, καθώς χαμήλωνε το βλέμμα πάνω της. «Κι εσύ, Εγκουέν; Είσαι καλά; Η Μουαραίν είπε ότι θα συνερχόσουν, αλλά δεν σάλευες καθόλου. Στην αρχή νόμισα ότι ήσουν νεκρή».
«Ε, δεν είμαι»». Γέλασε. Δεν θυμόταν τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί μετά από τότε που είχε ζητήσει από τον Ματ να πάει στα μπουντρούμια μαζί της, μέχρι τη στιγμή που είχε ξυπνήσει το πρωί στο κρεβάτι της. Απ’ όσα είχε ακούσει για την προηγούμενη νύχτα, σχεδόν χαιρόταν που δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Η Μουαραίν είπε ότι θα μου άφηνε τον πονοκέφαλο για τη βλακεία μου, αν μπορούσε να Θεραπεύσει μόνο τα άλλα και όχι αυτό, αλλά δεν μπορούσε».
«Σου είπα ότι ο Φάιν ήταν επικίνδυνος», μουρμούρισε ο Ραντ. «Σου το είπα, αλλά δεν άκουγες»,
«Αν είναι αυτό που έχεις να μου πεις», είπε η Εγκουέν με σταθερή φωνή, «θα σε γυρίσω στη Νισούρα. Δεν θα σου μιλήσει όπως μιλάω εγώ. Ο τελευταίος άνδρας που προσπάθησε να μπει με το έτσι θέλω στους γυναικωνίτες, πέρασε ένα μήνα με τα χέρια χωμένα ως τους αγκώνες στη σαπουνάδα, βοηθώντας την μπουγάδα των γυναικών, και απλώς προσπαθούσε να βρει τη μνηστή του και να ζητήσει συγνώμη για έναν καυγά. Τουλάχιστον ήξερε ότι δεν έπρεπε να φορέσει το σπαθί του. Το Φως μόνο ξέρει τι θα έκαναν σε σένα».
«Όλοι θέλουν να μου κάνουν κάτι», μούγκρισε αυτός. «Όλοι θέλουν να με χρησιμοποιήσουν σε κάτι. Ε λοιπόν, δεν θα με χρησιμοποιήσουν. Όταν βρούμε το Κέρας, και το εγχειρίδιο του Ματ, από κει και μετά δεν θα με χρησιμοποιήσει ποτέ κανείς».
Μ’ ένα στεναγμό αγανάκτησης, η Εγκουέν τον έπιασε από τους ώμους και τον ανάγκασε να την αντικρίσει. Τον κοίταξε αγριεμένη. «Μίλα λογικά, Ραντ, αλλιώς ορκίζομαι ότι θα σου στρίψω το αυτί».
«Τώρα μιλάς σαν τη Νυνάβε». Γέλασε. Όπως την κοίταζε, το γέλιο του έσβησε. «Μάλλον — μάλλον δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Ξέρω ότι πρέπει να πας στην Ταρ Βάλον. Το ξέρω αυτό. Και θα γίνεις Άες Σεντάι. Εγώ τελείωσα με τις Άες Σεντάι, Εγκουέν. Δεν θα γίνω μαριονέτα τους, ούτε για τη Μουαραίν, ούτε για καμία απ’ αυτές».
Έμοιαζε τόσο χαμένος, που η Εγκουέν ήθελε να ακουμπήσει το κεφάλι της στους ώμους του, και τόσο πεισμωμένος, που στ’ αλήθεια ήθελε να του στρίψει το αυτί. «Άκουσέ με, χοντροκέφαλε. Θα γίνω Άες Σεντάι, και θα βρω τρόπο να σε βοηθήσω. Στ’ αλήθεια».
«Την άλλη φορά που θα με δεις, μάλλον θα θέλεις να με ειρηνέψεις».
Η Εγκουέν κοίταξε βιαστικά γύρω της· ήταν μόνοι τους σε κείνο το τμήμα του διαδρόμου. «Αν δεν προσέχεις τα λόγια σου, δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω. Θέλεις να το μάθουν όλοι;»
«Ήδη το ξέρουν πολλοί», είπε. «Εγκουέν, μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, μα δεν είναι. Μακάρι... Να προσέχεις. Και υποσχέσου ότι δεν θα διαλέξεις το Κόκκινο Άτζα».
Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της, καθώς τον αγκάλιαζε. «Να προσέχεις», του είπε θυμωμένα, με το κεφάλι της στο στήθος του. «Αν δεν προσέχεις, θα σε — θα σε...» Της φάνηκε ότι τον είχε ακούσει να μουρμουρίζει, «Σ’ αγαπώ», και μετά της κατέβασε τα χέρια και την έσπρωξε από πάνω του με απαλές κινήσεις. Γύρισε την πλάτη και έφυγε από κοντά της, τρέχοντας σχεδόν.
Η Εγκουέν τινάχτηκε, όταν η Νισούρα της άγγιξε το μπράτσο. «Δείχνει σαν να του έβαλες μια αγγαρεία που δεν θα του αρέσει. Αλλά δεν πρέπει να σε δει να κλαις γι’ αυτό. Ακυρώνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Έλα. Σε θέλει η Νυνάβε».
Η Εγκουέν ακολούθησε την άλλη γυναίκα, σκουπίζοντας τα μάγουλά της. Να προσέχεις, χοντροκέφαλε. Φως μου, πρόσεχέ τον.