14 Λυκαδελφός

«Χάθηκαν;» μονολόγησε ο Ίνγκταρ. «Και οι σκοποί μου δεν είδαν τίποτα. Τίποτα! Δεν μπορεί έτσι απλά να χάθηκαν!»

Ακούγοντάς τον, ο Πέριν έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τον Ματ, ο οποίος στεκόταν πιο πέρα κατσουφιασμένος, μονολογώντας. Ή μάλλον καυγαδίζοντας με τον εαυτό του, έτσι το έβλεπε ο Πέριν. Ο ήλιος ξεμύτιζε πάνω από τον ορίζοντα και κανονικά τέτοια ώρα θα ήταν στ’ άλογα και θα κάλπαζαν. Μακριές σκιές απλώνονταν στο λάκκωμα, τραβηγμένες και λεπτές, αλλά και πάλι έμοιαζαν με τα δέντρα που τις είχαν γεννήσει. Τα άλογα με τις προμήθειες, φορτωμένα και δεμένα στη σειρά μεταξύ τους, ανεβοκατέβαζαν τα πόδια νευρικά, όμως όλοι οι άνδρες στέκονταν πλάι στα άλογά τους και περίμεναν.

Πλησίασε ο Ούνο. «Ούτε ένα καμένο αχνάρι, Άρχοντά μου». Φαινόταν προσβεβλημένος· η αποτυχία ίσως ήταν δικό του φταίξιμο. «Που να καώ, δεν φαίνεται ούτε ξύσιμο οπλής στο χώμα. Εξαφανίστηκαν, που να καούν».

«Τρεις άνδρες και τρία άλογα δεν εξαφανίζονται έτσι απλά», μούγκρισε ο Ίνγκταρ. «Ερεύνησε πάλι το έδαφος, Ούνο. Αν μπορεί να βρει κάποιος που πήγαν, αυτός είσαι εσύ».

«Μπορεί να το έσκασαν», είπε ο Ματ. Ο Ούνο σταμάτησε και τον αγριοκοίταξε. Λες και είχε βρίσει Άες Σεντάι, απόρησε ο Πέριν.

«Γιατί να το σκάσουν;» Η φωνή του Ίνγκταρ ήταν απειλητικά γλυκιά. «Ο Ραντ, ο Κατασκευαστής, ο μυριστής μου —ο μυριστής μου!— γιατί να το σκάσει κάποιος απ’ αυτούς, πόσο μάλλον και οι τρεις;»

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Ο Ραντ ήταν...» Του Πέριν του ήρθε να του πετάξει κάτι, να τον χτυπήσει, να κάνει κάτι για να τον σταματήσει, μα ο Ίνγκταρ και ο Ούνο τον κοίταζαν. Ένιωσε να τον πλημμυρίζει η ανακούφιση όταν ο Ματ κοντοστάθηκε, άπλωσε τα χέρια και μουρμούρισε, «Δεν ξέρω γιατί. Απλώς σκέφτηκα μήπως το έσκασαν».

Ο Ίνγκταρ έκανε μια γκριμάτσα. «Το έσκασαν», βρυχήθηκε, με τόνο σαν να μην το πίστευε ούτε στιγμή. «Ο Κατασκευαστής μπορεί να πάει όπου θέλει, αλλά ο Χούριν δεν θα το έσκαγε. Ούτε και ο Ραντ αλ’Θορ. Δεν θα έφευγε αυτός· τώρα ξέρει το καθήκον του. Εμπρός, Ούνο. Ψάξε πάλι το έδαφος». Ο Ούνο έκανε μισή υπόκλιση και έφυγε βιαστικά, με τη θήκη του σπαθιού να ανεβοκατεβαίνει στην πλάτη του. Ο Ίνγκταρ μούγκρισε, «Γιατί να φύγει έτσι ο Χούριν, νυχτιάτικα, χωρίς να πει λέξη; Ξέρει τι πάμε να κάνουμε. Πώς θα παρακολουθήσω τα Σκιογέννητα αποβράσματα χωρίς αυτόν; Θα ’δινα χίλιες χρυσές κορώνες για ένα κοπάδι κυνηγόσκυλα. Αν δεν ήξερα, θα έλεγα ότι οι Σκοτεινόφιλοι το έκαναν για να πάνε ανατολικά ή δυτικά χωρίς να το καταλάβω. Μα την ειρήνη, δεν το ξέρω». Ακολούθησε τον Ούνο με βαριά βήματα.

Ο Πέριν έκανε μια κίνηση που φανέρωνε αμηχανία. Σίγουρα οι Σκοτεινόφιλοι απομακρύνονταν όλο και περισσότερο με κάθε λεπτό που περνούσε. Έφευγαν, και μαζί τους το Κέρας του Βαλίρ — και το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ. Δεν πίστευε πως ο Ραντ, ό,τι κι αν είχε πάθει, ό,τι κι αν ήταν τώρα, θα εγκατέλειπε αυτή την αναζήτηση. Αλλά πού πήγε, και γιατί; Ο Λόιαλ ίσως να ακολουθούσε τον Ραντ λόγω φιλίας — αλλά ο Χούριν γιατί;

«Μπορεί να μην το έσκασε», μουρμούρισε, και μετά κοίταξε γύρω του. Δεν φαινόταν να τον είχε ακούσει κανείς· ακόμα και ο Ματ δεν τον πρόσεχε. Έξυσε τα μαλλιά του. Αν τον κυνηγούσαν οι Άες Σεντάι σαν ψεύτικο Δράκοντα, κι ο ίδιος θα το έσκαζε. Αλλά η ανησυχία για τον Ραντ δεν θα τον βοηθούσε να βρει τους Σκοτεινόφιλους.

Υπήρχε τρόπος, ίσως, αν ήταν διατεθειμένος να τον ακολουθήσει. Δεν ήθελε να τον ακολουθήσει. Τον απέφευγε καιρό, μα ίσως τώρα δεν μπορούσε να τον αποφύγει άλλο πια. Καλά να πάθω, με κείνο που είπα στον Ραντ. Μακάρι να μπορούσε να το σκάσω. Αν και ήξερε τι μπορούσε να κάνει —τι έπρεπε να κάνει— για να βοηθήσει, κοντοστάθηκε.

Δεν τον κοίταζαν. Δεν θα ήξεραν τι έκανε, ακόμα κι αν τον κοίταζαν. Στο τέλος, απρόθυμα, έκλεισε τα μάτια και άφησε τον εαυτό του να πλανηθεί, άφησε τις σκέψεις του να πλανηθούν, μακριά του.

Από την πρώτη αρχή προσπαθούσε να το αρνηθεί, πολύ πριν αλλάξουν τα μάτια του, και από βαθυκάστανα που ήταν να πάρουν αυτό το λαμπερό, χρυσοκίτρινο χρώμα. Με την πρώτη εκείνη συνάντηση, με κείνη την πρώτη στιγμή αναγνώρισης, είχε αρνηθεί να το πιστέψει, και από τότε έτρεχε να ξεφύγει από την παραδοχή. Ακόμα ήθελε να το βάλει στα πόδια.

Οι σκέψεις του αιωρήθηκαν, έψαξαν να βρουν αυτό που έπρεπε να υπάρχει εκεί έξω, αυτό που υπήρχε πάντα στην ύπαιθρο, όπου οι άνθρωποι ήταν λιγοστοί και μακριά μεταξύ τους, έψαξαν να βρουν τα αδέλφια του. Δεν του άρεσε να το σκέφτεται, αλλά ήταν.

Στην αρχή φοβόταν πως αυτό που έκανε είχε το μόλυσμα του Σκοτεινού, ή της Μίας Δύναμης — και τα δύο ήταν εξίσου άσχημα για κάποιον που το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει σιδεράς και να περάσει τη ζωή του στο Φως, με γαλήνη. Από τότε και μετά, καταλάβαινε περίπου πώς ένιωθε ο Ραντ, το φόβο του εαυτού του, την αίσθηση ότι ήταν ρυπαρός. Ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει τελείως. Αυτό που έκανε ήταν κάτι αρχαιότερο από τη χρήση της Μίας Δύναμης από τους ανθρώπους, κάτι από τότε που άρχισε ο χρόνος. Η Μουαραίν του είχε πει πως δεν ήταν η Δύναμη. Ήταν κάτι που είχε εξαφανιστεί από καιρό και τώρα επέστρεφε. Το ήξερε και η Εγκουέν, αν και ο Πέριν ευχόταν να μην το είχε μάθει ούτε αυτή. Να μην το είχε μάθει κανείς. Ευχόταν να μην το είχε πει η Εγκουέν αλλού.

Επαφή. Τα ένιωσε, ένιωσε άλλα μυαλά. Ένιωσε τα αδέλφια του, τους λύκους.

Οι σκέψεις τους του ήρθαν μ’ ένα στροβίλισμα εικόνων και συναισθημάτων. Τότε στην αρχή δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, παρά μόνο αδρά συναισθήματα, αλλά τώρα το μυαλό του αντιστοίχιζε λέξεις. Λυκαδελφός. Έκπληξη. Δίποδος με μιλιά. Μια ξεθωριασμένη εικόνα, αμυδρή μέσα στο χρόνο, πανάρχαια, που έδειχνε ανθρώπους να κυνηγούν μαζί με λύκους, δύο κοπάδια που κυνηγούσαν μαζί. Ακούσαμε ότι αυτό ξανάρχεται. Είσαι ο Μακρυδόντης;

Ήταν η αχνή εικόνα ενός ανθρώπου, ντυμένου με ρούχα φτιαγμένα από τομάρια, με ένα μακρύ μαχαίρι στο χέρι του, αλλά πάνω από το είδωλο, προς το κέντρο, ήταν ένας πυκνοτρίχης λύκος, ο οποίος είχε ένα δόντι μακρύτερο από τα άλλα, ένα ατσαλένιο δόντι, που άστραφτε στο φως του ήλιου, καθώς ο λύκος οδηγούσε το κοπάδι σε μια απελπισμένη επιδρομή πάνω στο βαθύ χιόνι προς το ελάφι, η οποία θα σήμαινε ζωή αντί για τον αργό θάνατο από ασιτία, και μετά το ελάφι να τρέχει και να σφαδάζει και να καταλήγει στις κοιλιές τους, και ο ήλιος να λάμπει πάνω στην ασπράδα, κάνοντας τα μάτια να πονούν, και ο άνεμος να ουρλιάζει στα περάσματα, αναδεύοντας το χιόνι σαν ομίχλη, και... Τα ονόματα των λύκων ήταν πάντα πολύπλοκες εικόνες.

Ο Πέριν αναγνώρισε τον άνδρα. Ήταν ο Ιλάυας Ματσίρα, που του είχε γνωρίσει τους λύκους. Μερικές φορές ευχόταν να μην τον είχε συναντήσει ποτέ.

Όχι, σκέφτηκε, και προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό του στο μυαλό του.

Ναι. Ακούσαμε για σένα.

Λεν ήταν η εικόνα που είχε φτιάξει, ένας νεαρός με πλατιούς ώμους και πυκνά κατσαρά μαλλιά, ένας νεαρός με τσεκούρι στη ζώνη, τον οποίο οι άλλοι έβρισκαν αργό στις κινήσεις και στις σκέψεις. Αυτός ο άνδρας ήταν εκεί, κάπου στη νοητή εικόνα που ερχόταν από τους λύκους, αλλά υπήρχε, κατά πολύ δυνατότερος, ένας πελώριος, άγριος ταύρος με κυρτά κέρατα από αστραφτερό μέταλλο, να τρέχει στη νύχτα με την ταχύτητα και την ευφορία της νιότης, με το κατσαρό τρίχωμά του να γυαλίζει στο φως του φεγγαριού, να ορμά ανάμεσα σε έφιππους Λευκομανδίτες, με τον αέρα ξερό και κρύο και σκοτεινό, με το αίμα τόσο κόκκινο στα κέρατα, και...

Νεαρός Ταύρος.

Για μια στιγμή το σοκ έκανε τον Πέριν να χάσει την επαφή. Δεν είχε ονειρευτεί πως του είχαν δώσει όνομα. Ευχήθηκε να μην Θυμόταν πώς το είχε κερδίσει. Άγγιξε το τσεκούρι στη ζώνη του· το μισοφέγγαρο της λεπίδας άστραφτε. Φως μου βοήθησέ με, σκότωσα δυο ανθρώπους. Θα με είχαν σκοτώσει, αν προλάβαιναν, όπως και την Εγκουέν, αλλά...

Τα παραμέρισε όλα —είχαν γίνει και τα είχε προσπεράσει· δεν ήθελε να Θυμάται τίποτα— και έδωσε στους λύκους τη μυρωδιά του Ραντ, του Λόιαλ και του Χούριν, και ρώτησε αν τους είχαν μυριστεί. Μιαν ένα από αυτά που είχε αποκτήσει μαζί με την αλλαγή των ματιών του· μπορούσε να αναγνωρίσει τους ανθρώπους από τη μυρωδιά τους, ακόμα κι όταν δεν τους έβλεπε. Η όραση του επίσης είχε γίνει οξύτερη, και μόνο στο απόλυτο σκοτάδι δεν μπορούσε να δει. Πάντα φρόντιζε να ανάβει τη λάμπα ή το κερί, τώρα, μερικές φορές πριν σκεφτούν οι άλλοι ότι χρειαζόταν.

Από τους λύκους ήρθε η εικόνα καβαλάρηδων, που πλησίαζαν το λάκκωμα την προηγούμενη μέρα. Ήταν η τελευταία φορά που είχαν δει ή είχαν μυρίσει τον Ραντ και τους άλλους δύο.

Ο Πέριν δίστασε. Το επόμενο βήμα θα ήταν άχρηστο, αν δεν μιλούσε στον Ίνγκταρ. Και ο Ματ θα πεθάνει, αν δεν βρούμε εκείνο το εγχειρίδιο. Που να καείς, Ραντ, ήταν ανάγκη να πάρεις τον μυριστή;

Τη μία φορά που είχε πάει στο μπουντρούμι, μαζί με την Εγκουέν, η μυρωδιά του Φάιν είχε κάνει τις τρίχες του να σταθούν όρθιες· ακόμα και οι Τρόλοκ δεν είχαν τόσο ρυπαρή μυρωδιά. Ήθελε να σπάσει τα κάγκελα του κελιού και να σχίσει στα δύο εκείνον τον άνθρωπο, και όταν ανακάλυψε αυτά τα συναισθήματα μέσα του, τον φόβισαν πιο πολύ απ’ όσο ο Φάιν. Για να κρύψει τη μυρωδιά του Φάιν στο μυαλό του, πρόσθεσε την οσμή των Τρόλοκ, πριν ουρλιάξει δυνατά.

Από μακριά ακούστηκε η κραυγή ενός κοπαδιού λύκων, και στο λάκκωμα τα άλογα ανεβοκατέβασαν τα πόδια και χρεμέτισαν φοβισμένα. Μερικοί στρατιώτες άγγιξαν τις λόγχες τους με τις μακριές λεπίδες και κοίταξαν ανήσυχα το χείλος του λακκώματος. Μέσα στο κεφάλι του Πέριν, ήταν πολύ χειρότερα. Ένιωθε την οργή των λύκων, το μίσος. Μόνο δύο πράγματα μισούσαν οι λύκοι. Όλα τα άλλα τα υπόμεναν, μα μισούσαν τη φωτιά και τους Τρόλοκ, και θα περνούσαν μέσα από τη φωτιά για να σκοτώσουν Τρόλοκ.

Ακόμα πιο έντονα από τους Τρόλοκ, η οσμή του Φάιν τους είχε κάνει να λυσσάζουν, σαν να μύριζαν κάτι που έκανε τους Τρόλοκ να φαίνονται, συγκριτικά, σαν κάτι φυσικό και σωστό.

Πού;

Ο ουρανός στριφογύρισε στο κεφάλι του· η γη στροβιλίστηκε. Οι λύκοι δεν ήξεραν από ανατολή και δύση. Ήξεραν τις κινήσεις του ήλιου και του φεγγαριού, την αλλαγή των εποχών, τη μορφή της γης. Ο Πέριν το ξεδιάλυνε. Προς το νότο. Και κάτι παραπάνω. Αδημονούσαν να σκοτώσουν τους Τρόλοκ. Οι λύκοι θα άφηναν τον Νεαρό Ταύρο να πάρει μέρος στο σκοτωμό. Θα μπορούσε να φέρει μαζί του τους δίποδους με το σκληρό δέρμα, αν ήθελε, αλλά ο Νεαρός Ταύρος και ο Καπνός και η Δύο Ελάφια και η Χειμωνιάτικη Αυγή και το υπόλοιπο κοπάδι θα κυνηγούσαν τους Στρεβλωμένους, που είχαν τολμήσει να έρθουν στην περιοχή τους. Το πικρό αίμα και η σάρκα που δεν τρωγόταν θα έκαιγαν τη γλώσσα, μα έπρεπε να σκοτωθούν. Σκότωσέ τους. Σκότωσε τους Στρεβλωμένους.

Η μανία τους παρέσυρε τον Πέριν. Τα χείλη του γυμνώθηκαν σε ένα άηχο γρυλλητό, και έκανε ένα βήμα μπρος, για να πάει μαζί τους, να τρέξει κυνηγώντας, σκοτώνοντας.

Καταβάλλοντος μεγάλη προσπάθεια, διέκοψε την επαφή, με εξαίρεση την αμυδρή αίσθηση ότι οι λύκοι ήταν εκεί πέρα. Μπορούσε να δείξει σε ποιο σημείο ήταν, παρά την απόσταση που τους χώριζε. Ένιωσε μέσα του παγωνιά. Είμαι άνθρωπος, όχι λύκος. Φως μου, βοήθησε με. Είμαι άνθρωπος!

«Είσαι καλά, Πέριν;» είπε ο Ματ, πλησιάζοντάς τον. Μίλησε με επιπόλαιο τόνο, όπως συνήθιζε —και με κρυμμένη πίκρα, τον τελευταίο καιρό— αλλά φαινόταν ανήσυχος. «Αυτό μου έλειπε. Ο Ραντ το ’σκασε, και εσύ πήγες κι αρρώστησες. Πού να βρω Σοφία να σε κοιτάξει εδώ πέρα. Νομίζω ότι έχω λίγο φλοιό ιτιάς στα σακίδιά μου. Μπορώ να σου κάνω τσάι από το φλοιό, αν ο Ίνγκταρ μας αφήσει να μείνουμε τόση ώρα. Άμα βγει πολύ δυνατό, καλά να πάθεις».

«Είμαι... είμαι καλά, Ματ». Άφησε τον φίλο του και πήγε να βρει τον Ίνγκταρ. Ο Σιναρανός άρχοντας εξέταζε το έδαφος κοντά στο χείλος μαζί με τον Ούνο και τον Ράγκαν και τον Μασέμα. Οι άλλοι τον κοίταξαν σμίγοντας τα φρύδια, όταν πήρε τον Ίνγκταρ κατά μέρος. Πρόσεξε να είναι μακριά από τον Ούνο και τους άλλους, έτσι ώστε να μην ακούσουν αυτά που θα έλεγε. «Δεν ξέρω πού πήγαν ο Ραντ και οι άλλοι, Ίνγκταρ, αλλά ο Πάνταν Φάιν και οι Τρόλοκ —και οι υπόλοιποι Σκοτεινόφιλοι, φαντάζομαι— πάνε ακόμα προς το νότο».

«Πού το ξέρεις;» είπε ο Ίνγκταρ.

Ο Πέριν ανάσανε βαθιά. «Μου το είπαν οι λύκοι». Στάθηκε περιμένοντας, δεν ήξερε τι. Γέλιο, περιφρόνηση, την κατηγορία ότι ήταν Σκοτεινόφιλος, ότι ήταν τρελός. Έχωσε εσκεμμένα τους αντίχειρες στη ζώνη, μακριά από το τσεκούρι. Λεν θα σκοτώσω. Όχι. Αν θελήσει να με σκοτώσει, παίρνοντάς με για Σκοτεινόφιλο, θα το βάλω στα πόδια, αλλά δεν θα σκοτώσω άλλον.

«Έχω ακούσει για τέτοια πράγματα», είπε αργά ο Ίνγκταρ, μετά από μια στιγμή. «Ψιθύρους. Ήταν ένας Πρόμαχος, ένας άνδρας που λεγόταν Ιλάυας Ματσίρα, που, όπως έλεγαν μερικοί, μπορούσε να μιλά με τους λύκους. Εξαφανίστηκε πριν χρόνια». Φάνηκε να αντιλαμβάνεται κάτι στο βλέμμα του Πέριν. «Τον ξέρεις;»

«Τον ξέρω», είπε ανέκφραστα ο Πέριν. «Αυτός είναι... δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Δεν το ζήτησα». Αυτό είπε και ο Ραντ. Φως μου, μακάρι να ήμουν σπίτι και να δουλεύω στο σιδεράδικο του Αφέντη Λούχαν.

«Αυτοί οι λύκοι», είπε ο Ίνγκταρ, «θα ακολουθήσουν τους Σκοτεινόφιλους και τους Τρόλοκ και θα μας λένε πού είναι;» Ο Πέριν ένευσε. «Ωραία. Θα βρω το Κέρας, με κάθε μέσο». Ο Σιναρανός κοίταξε τον Ούνο και τους άλλους, οι οποίοι ακόμα έψαχναν για ίχνη. «Καλύτερα να μην το πεις σε κανέναν άλλο, όμως. Στις Μεθόριες οι λύκοι θεωρούνται καλό σημάδι. Οι Τρόλοκ τους φοβούνται. Αλλά, πάντως, καλύτερα αυτό να μείνει μεταξύ μας, προς το παρόν. Μπορεί μερικοί να μην καταλάβουν».

«Ούτε κι εγώ θα ήθελα να το μάθει άλλος ποτέ», είπε ο Πέριν.

«Θα τους πω ότι νομίζεις πως έχεις το ταλέντο του Χούριν. Είναι κάτι που ξέρουν· δεν τους ταράζει. Μερικοί σε είδαν να ζαρώνεις τη μύτη στο χωριό, και στο πέραμα. Άκουσα αστεία για τη λεπτεπίλεπτη μύτη σου. Ναι. Βρες τη διαδρομή τους, ο Ούνο θα βρει αρκετά ίχνη τους και θα επιβεβαιώσει ότι είναι η σωστή διαδρομή και, μέχρι να πέσει η νύχτα, όλοι θα νομίζουν ότι είσαι μυριστής. Θα βρω το Κέρας». Κοίταξε τον ουρανό, και ύψωσε τη φωνή. «Μη σπαταλάμε το φως! Στα άλογα!»

Προς έκπληξη του Πέριν, οι Σιναρανοί φάνηκαν να δέχονται την ιστορία που είπε ο Ίνγκταρ. Μερικοί φάνηκαν να δυσπιστούν —ο Μασέμα έφτασε στο σημείο να φτύσει — αλλά ο Ούνο ένευσε σκεπτικά, και για τους περισσότερους αυτό ήταν αρκετό. Ο πιο δύσκολος να πειστεί ήταν ο Ματ.

«Μυριστής; Εσύ; Θα βρεις τους εγκληματίες από τη μυρωδιά τους; Πέριν, σου ’στριψε και σένα σαν τον Ραντ. Είμαι ο μόνος λογικός που απέμεινε από το Πεδίο του Έμοντ, τώρα που η Εγκουέν και η Νυνάβε τραβάνε στην Ταρ Βάλον να γίνουν—» Σταμάτησε μόνος του, ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στους Σιναρανούς.

Ο Πέριν πήρε τη θέση του Χούριν πλάι στον Ίνγκταρ, καθώς η μικρή φάλαγγα προχωρούσε προς το νότο. Ο Ματ συνέχισε να κάνει υποτιμητικά σχόλια δίχως σταματημό, ώσπου ο Ούνο βρήκε τα πρώτα αχνάρια που έδειχναν Τρόλοκ και καβαλάρηδες, αλλά ο Πέριν δεν έδινε σημασία. Μόλις που κατάφερνε να εμποδίσει τους λύκους να χιμήξουν μπροστά και να σκοτώσουν τους Τρόλοκ. Το μόνο που ένοιαζε τους λύκους ήταν να σκοτώσουν τους Στρεβλωμένους· γι’ αυτούς, οι Σκοτεινόφιλοι δεν ήταν αλλιώτικοι από τους άλλους δίποδους. Ο Πέριν έβλεπε σχεδόν στο νου του τους Σκοτεινόφιλους να σκορπίζουν προς κάθε κατεύθυνση, μαζί με το Κέρας του Βαλίρ, ενώ οι λύκοι ξέσχιζαν τους Τρόλοκ. Να τρέχουν και να σκορπίζουν, μαζί με το εγχειρίδιο. Και του φαινόταν πως, όταν οι Τρόλοκ θα είχαν σκοτωθεί, δύσκολα θα κινούσε το ενδιαφέρον των λύκων για να εντοπίσουν τους ανθρώπους, ακόμα κι αν ήξερε ποιους έπρεπε να βρουν. Καυγάδιζε συνεχώς μαζί τους, και ο ιδρώτας είχε αρχίσει να λούζει το μέτωπό του πολύ πριν δει τις πρώτες αποσπασματικές εικόνες, που έκαναν το στομάχι του να ανακατωθεί.

Τράβηξε τα χαλινάρια, σταματώντας απότομα το άλογό του. Κι οι άλλοι έκαναν το ίδιο, κοιτάζοντάς τον, περιμένοντας. Αυτός κοίταζε ευθεία μπροστά, κι έβρισε χαμηλόφωνα, πικρά.

Οι λύκοι σκότωναν ανθρώπους, μα οι άνθρωποι δεν ήταν η αγαπημένη τους λεία. Κατ’ αρχάς, οι λύκοι θυμόντουσαν που παλιά κυνηγούσαν μαζί, κι έπειτα, οι δίποδοι είχαν άσχημη γεύση. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο ιδιότροποι ήταν οι λύκοι με το φαγητό τους. Δεν έτρωγαν όρνια, εκτός αν πέθαιναν της πείνας, και ελάχιστοι σκότωναν περισσότερο απ’ όσο μπορούσαν να φάνε. Αυτό που ο Πέριν ένιωθε στους λύκους θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως αηδία. Και υπήρχαν οι εικόνες. Τις έβλεπε πολύ πιο καθαρά απ’ όσο θα ήθελε. Πτώματα, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, μαζεμένα όπως-όπως σε σωρό. Γη λουσμένη αίμα, σκαμμένη από οπλές και ξέφρενες προσπάθειες δραπέτευσης. Σχισμένες σάρκες. Κομμένα κεφάλια. Όρνια που ανεβοκατέβαζαν τα φτερά τους, άσπρα φτερά βαμμένα κόκκινα· ματωμένα κεφάλια δίχως πούπουλα, που ξεκολλούσαν και κατάπιναν. Έκοψε την επαφή πριν κάνει εμετό.

Πάνω από κάποια δέντρα μακριά στο βάθος, μόλις που διέκρινε μαύρα σημαδάκια που πετούσαν χαμηλά, έκαναν βουτιά και ύστερα ξανανέβαιναν. Όρνια, που πάλευαν πάνω από το φαγητό τους.

«Υπάρχει κάτι άσχημο εκεί». Κατάπιε, κοιτάζοντας κατάματα τον Ίνγκταρ. Πώς μπορούσε να τους πει, χωρίς να προδώσει το παραμύθι ότι ήταν μυριστής; Δεν θέλω να πλησιάσω τόσο που να το δω, Αλλά θα θελήσουν να το ερευνήσουν, όταν δουν τα όρνια. Πρέπει να τους πω αρκετά για να κάνουν κύκλο. «Οι άνθρωποι από το χωριό... νομίζω ότι οι Τρόλοκ τους σκότωσαν».

Ο Ούνο άρχισε να βλαστημά χαμηλόφωνα και μερικοί ακόμα Σιναρανοί άρχισαν να μουρμουρίζουν μόνοι τους. Κανείς τους όμως δεν φάνηκε να Θεωρεί τη δήλωσή του αλλόκοτη. Ο Άρχοντας Ίνγκταρ είχε πει ότι ο Πέριν ήταν μυριστής, και οι μυριστές μύριζαν το Θάνατο.

«Και κάποιος μας ακολουθεί», είπε ο Ίνγκταρ.

Ο Ματ γύρισε με προσμονή το άλογό του. «Μπορεί να είναι ο Ραντ. Το ήξερα ότι δεν Θα με παρατήσει».

Αραιά, διάσπαρτα σύννεφα σκόνης φαίνονταν να υψώνονται προς το βορρά· ένα άλογο κάλπαζε σε σημεία του εδάφους που το γρασίδι ήταν λίγο. Οι Σιναρανοί απλώθηκαν, με τις λόγχες έτοιμες, παρακολουθώντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν ήταν μέρος για να δέχεται κανείς αψήφισια τον ξένο.

Ένα σημαδάκι εμφανίστηκε —ένα άλογο με αναβάτη· μια γυναίκα, όπως είδε ο Πέριν, πολύ πριν τη διακρίνουν οι άλλοι— και πλησίασε γοργά. Έκοψε ταχύτητα, συνέχισε τροχάζοντας, κάνοντας αέρα στο πρόσωπο με το ένα χέρι. Ήταν μια παχουλή γυναίκα με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, με το μανδύα δεμένο πίσω από τη σέλα της, που ανοιγόκλεισε τα μάτια και τους έριξε μια αφηρημένη ματιά.

«Είναι μια Άες Σεντάι», είπε απογοητευμένος ο Ματ. «Την αναγνωρίζω. Η Βέριν.

«Η Βέριν Σεντάι», είπε αυστηρά ο Ίνγκταρ, και υποκλίθηκε από τη σέλα του.

«Με έστειλε η Μουαραίν Σεντάι, Άρχοντα Ίνγκταρ», ανακοίνωσε η Βέριν με χαμόγελο ικανοποίησης. «Σκέφτηκε πως ίσως με χρειαστείς. Τι τρεχάλα που έκανα! Έλεγα ότι δεν θα σας προφτάσω πριν την Καιρχίν. Το είδατε εκείνο το χωριό, φυσικά; Α, ήταν απαίσιο, ε; Και κείνος ο Μυρντράαλ. Σ’ όλες τις στέγες υπήρχαν κοράκια, μα ούτε ένα δεν τον πλησίαζε, μόλο που ήταν νεκρός. Αλλά έπρεπε να παραμερίσω τόσες μύγες, ούτε ο Σκοτεινός δεν έχει τόσες, για να δω τι ήταν. Κρίμα που δεν προλάβαινα να τον κατεβάσω. Ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να εξετάσω έναν—» Ξαφνικά τα μάτια της στένεψαν, και το αφηρημένο ύφος χάθηκε σαν καπνός. «Πού είναι ο Ραντ αλ’Θορ;»

Ο Ίνγκταρ έκανε μια γκριμάτσα. «Χάθηκε, Βέριν Σεντάι. Εξαφανίστηκε χθες το βράδυ χωρίς ίχνος. Ο Ραντ, ο Ογκιρανός, και ο Χούριν, ένας από τους άνδρες μου».

«Ο Ογκιρανός, Άρχοντα Ίνγκταρ; Και ο μυριστής πήγε μαζί του; Τι κοινό έχουν αυτοί οι δυο με...;» Ο Ίνγκταρ την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, κι αυτή ξεφύσηξε. «Νόμιζες ότι κάτι τέτοιο θα το κρατούσες μυστικό;» Ξεφύσηξε ξανά. «Μυριστές. Εξαφανίστηκαν, είπες;»

«Ναι, Βέριν Σεντάι». Ο Ίνγκταρ φαινόταν θορυβημένος. Δεν ήταν ευχάριστο να ανακαλύπτεις ότι οι Άες Σεντάι ήξεραν αυτό που προσπαθούσες να τους κρατήσεις μυστικό· ο Πέριν ευχήθηκε να μην είχε πει τίποτα η Μουαραίν για την περίπτωσή του. «Αλλά έχω — έχω έναν καινούργιο μυριστή». Ο Σιναρανός άρχοντας έδειξε τον Πέριν. «Κι αυτός ο νεαρός μοιάζει να έχει την ικανότητα. Μην φοβάσαι, θα βρω το Κέρας, όπως ορκίστηκα. Η συντροφιά σου είναι ευπρόσδεκτη, Άες Σεντάι, αν θέλεις να έρθεις μαζί μας». Προς έκπληξη του Πέριν, δεν φαινόταν να το εννοεί.

Η Βέριν κοίταξε τον Πέριν, κι αυτός σάλεψε αμήχανα. «Καινούργιος μυριστής, πάνω που έχασες τον παλιό. Πόσο... ευοίωνο. Δεν βρήκατε αποτυπώματα; Όχι, φυσικά όχι. Χωρίς ίχνος, είπες. Παράδοξο. Χθες βράδυ». Ανακάθισε στη σέλα της, κοίταξε προς το βορρά, και ο Πέριν σκέφτηκε πως έμοιαζε έτοιμη να γυρίσει πίσω απ’ όπου ήρθε.

Ο Ίνγκταρ την κοίταξε κατσουφιασμένος. «Νομίζεις ότι η εξαφάνισή τους έχει σχέση με το Κέρας του Βαλίρ, Άες Σεντάι;»

Η Βέριν έγειρε πίσω. «Το Κέρας; Όχι. Όχι... δεν νομίζω. Αλλά είναι παράξενο. Πολύ παράξενο. Δεν μ’ αρέσουν τα παράξενα πράγματα που δεν καταλαβαίνω».

«Μπορώ να βάλω δυο άνδρες να σε συνοδεύσουν στο μέρος που εξαφανίστηκαν, Βέριν Σεντάι. Δεν θα δυσκολευτούν να σε πάνε κατευθείαν εκεί».

«Όχι. Αφού λες ότι χάθηκαν χωρίς ίχνος...» Για μια ατέλειωτη στιγμή περιεργάστηκε τον Ίνγκταρ, ανέκφραστη. «Θα έρθω μαζί σας. Ίσως να τους ξαναβρούμε, ή να μας ξαναβρούν. Μίλα μου καθώς προχωράμε, Άρχοντα Ίνγκταρ. Πες μου τα πάντα γι’ αυτόν τον νεαρό. Ό,τι είπε, ό,τι έκανε».

Ξεκίνησαν με κρότους και κλαγγές από χάμουρα και αρματωσιές, και η Βέριν προχωρούσε δίπλα στον Ίνγκταρ, κάνοντάς του συνεχείς ερωτήσεις, αλλά τόσο χαμηλόφωνα που δεν ακουγόταν. Έριξε ένα βλέμμα στον Πέριν, ο οποίος προσπάθησε να ξαναμπεί στην παλιά του Θέση, κι αυτός έμεινε πίσω.

«Κυνηγά τον Ραντ», είπε ο Ματ, «όχι το Κέρας».

Ο Πέριν ένευσε. Όπου και να πήγες, Ραντ, κάτσε εκεί. Είναι πιο ασφαλές απ’ όσο εδώ.

Загрузка...