Η Εγκουέν ξεπέζεψε καθώς άνοιγε η Πύλη, και, όταν η Λίαντριν έκανε νόημα να βγουν, οδήγησε έξω τη δασύτριχη φοράδα με προσοχή. Ακόμα κι έτσι, τόσο η ίδια όσο και η Μπέλα σκόνταψαν στους θάμνους που είχε ισιώσει η Πύλη που άνοιγε, καθώς ξαφνικά φάνηκαν να κινούνται ακόμα πιο αργά. Ένας φράχτης από πυκνούς θάμνους περικύκλωνε κι έκρυβε την πύλη. Υπήρχαν μόνο λίγα δέντρα εκεί κοντά, και η πρωινή αύρα χάιδευε τα φυλλώματα, που δεν έδειχναν πολύ πιο πράσινα από τα φύλλα στην Ταρ Βάλον.
Καθώς παρακολουθούσε τις φίλες της που έβγαιναν, είχε περάσει ένα ολόκληρο λεπτό που βρισκόταν εκεί πριν αντιληφθεί ότι ήδη υπήρχαν κι άλλοι εκεί, αθέατοι πίσω από τις πόρτες. Όταν τους πρόσεξε, στάθηκε κοιτάζοντας αβέβαια· δεν είχε δει πιο παράξενη ομάδα, και είχε ακούσει πολλές φήμες για πόλεμο στο Τόμαν Χεντ.
Ήταν αρματωμένοι άνδρες, καμιά πενηνταριά τουλάχιστον, με θώρακα από επικαλυπτόμενα ατσάλινα ελάσματα και μουνιά μαύρα κράνη με μορφή εντόμου· κάθονταν στις σέλες, ή στέκονταν πλάι στα άλογά τους, περιεργάζονταν την Εγκουέν και τις γυναίκες που έβγαιναν και κοίταζαν την Πύλη, μουρμουρίζοντας μεταξύ τους. Ο μόνος που δεν είχε καλυμμένο το πρόσωπο, ένας ψηλός, μελαχρινός με γαμψή μύτη, ο οποίος στεκόταν κρατώντας ένα επιχρυσωμένο και ζωγραφισμένο κράνος κόντρα στο γοφό του, φαινόταν έκπληκτος απ’ αυτό που έβλεπε. Μαζί με τους στρατιώτες ήταν και γυναίκες. Οι δυο φορούσαν απλά σκουρόγκριζα φορέματα και πλατιά ασημένια κολάρα και στέκονταν κοιτάζοντας προσηλωμένες εκείνες που έβγαιναν από την Πύλη, καθεμιά με μια άλλη γυναίκα πίσω της κοντά, που ήταν σαν έτοιμη να της ψιθυρίσει στο αυτί. Δυο άλλες γυναίκες στέκονταν παράμερα, φορώντας πλατιές, σχιστές φούστες, που δεν έφταναν ούτε ως τον αστράγαλό τους και είχαν διακριτικά με κεντητούς διχαλωτούς κεραυνούς στον κόρφο και στη φούστα. Η πιο παράξενη ήταν η τελευταία γυναίκα, που ξάπλωνε σε ένα παλανκίνο που το σήκωναν οκτώ μυώδεις γυμνόστηθοι άνδρες με φαρδιά, μαύρα παντελόνια. Τα πλαϊνά του κεφαλιού της ήταν ξυρισμένα, έτσι που μόνο ένα πλατύ λοφίο μελαχρινών μαλλιών έμενε και κυλούσε στην πλάτη της. Μια μακριά κρεμ ρόμπα στολισμένη με λουλούδια και πουλιά σε γαλάζια οβάλ ήταν προσεκτικά τακτοποιημένη, έτσι ώστε να δείχνει το λευκό φόρεμά της με τις πιέτες. Τα νύχια της έφταναν τους τρεις πόντους, κι εκείνα που ήταν στο δείκτη και το μέσο κάθε χεριού ήταν βερνικωμένα γαλάζια.
«Λίαντριν Σεντάι», ρώτησε ανήσυχα η Εγκουέν, «ξέρεις ποιοι, είναι αυτοί οι άνθρωποι;» Οι φίλες της έπαιζαν τα χαλινάρια, σαν να αναρωτιόντουσαν μήπως έπρεπε να καβαλήσουν τα άλογα και να τρέξουν, αλλά η Λίαντριν ξανάβαλε το φύλλο του Αβεντεσόρα στη θέση του και προχώρησε με σιγουριά, ενώ η Πύλη άρχισε να κλείνει.
«Η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ;» είπε η Λίαντριν, κάτι ανάμεσα σε ερώτηση και δήλωση.
Η γυναίκα στο παλανκίνο ένευσε ανεπαίσθητα. «Είσαι η Λίαντριν». Η ομιλία της ήταν συρτή, και η Εγκουέν άργησε μια στιγμή να την καταλάβει. «Άες Σεντάι», πρόσθεσε η Σούροθ, στραβώνοντας κάπως τα χείλη, κι ένα μουρμουρητό ακούστηκε από τους στρατιώτες. «Πρέπει να τελειώνουμε από δω γρήγορα, Λίαντριν. Υπάρχουν περιπολίες και δεν πρέπει να μας βρουν. Νομίζω ότι ούτε εσύ ούτε εγώ δα απολαμβάναμε την παρέα των Αναζητητών της Αλήθειας. Θέλω να γυρίσω στο Φάλμε, πριν καταλάβει ο Τούρακ ότι έφυγα».
«Τι λες τώρα;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. «Τι λέει αυτή, Λίαντριν;»
Η Λίαντριν έπιασε τη Νυνάβε και την Εγκουέν από τον ώμο. «Γι’ αυτές τις δύο, ξέρεις. Και υπάρχει άλλη μία». Έδειξε την Ηλαίην με μια κίνηση του κεφαλιού. «Είναι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ».
Οι δύο γυναίκες με τον κεραυνό στα φορέματά τους πλησίαζαν την ομάδα μπροστά στην Πύλη —η Νυνάβε πρόσεξε ότι κρατούσαν κουλούρες από κάποιο ασημόχρωμο μέταλλο— και μαζί τους ερχόταν ο στρατιώτης που είχε το κεφάλι ακάλυπτο. Δεν άγγιζε τη λαβή του σπαθιού, η οποία ξεπρόβαλλε πάνω από τον ώμο του, και χαμογελούσε φιλικά, αλλά η Εγκουέν τον κοίταζε με προσοχή. Η Λίαντριν δεν φαινόταν ταραγμένη· αλλιώς η Εγκουέν θα είχε πηδήξει την ίδια στιγμή στην Μπέλα.
«Λίαντριν Σεντάι», είπε πιεστικά, «ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι εδώ για να βοηθήσουν κι αυτοί τον Ραντ και τους άλλους;»
Ο άνδρας με τη γαμψή μύτη ξαφνικά άρπαξε τη Μιν και την Ηλαίην από το σβέρκο, και όλα φάνηκαν να συμβαίνουν την ίδια στιγμή. Ο άνδρας φώναξε μια βλαστήμια, και μια γυναίκα τσίριξε, ή ίσως περισσότερες· η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη. Ξαφνικά το αεράκι έγινε μανιασμένος αέρας, που παρέσυρε τη θυμωμένη κραυγή της Λίαντριν μαζί με σύννεφα χώματος και φύλλων και έκανε τα δένδρα να λυγίσουν και να βογκήξουν. Τα άλογα σηκώθηκαν στα πίσω πόδια, χλιμιντρίζοντας στριγκά. Και μια γυναίκα στερέωσε κάτι στο λαιμό της Εγκουέν.
Με το μανδύα της να πεταρίζει σαν πανί, η Εγκουέν στάθηκε κόντρα στον άνεμο και τράβηξε ένα αντικείμενο που έμοιαζε με κολάρο από λείο μέταλλο. Αυτό δεν υποχώρησε· τα τρομαγμένα δάχτυλα της έλεγαν ότι ήταν μονοκόμματο, αν και έπρεπε να είχε κάποιο δέσιμο. Οι ασημόχρωμες κουλούρες που κρατούσε η γυναίκα τώρα περνούσαν πάνω από τον ώμο της Εγκουέν και στην άλλη άκρη κατέληγαν σε ένα λαμπερό βραχιόλι στον αριστερό καρπό της γυναίκας, Η Εγκουέν έσφιξε γερά τη γροθιά της και χτύπησε την άλλη γυναίκα μ’ όλη της τη δύναμη, πάνω στο μάτι — και παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα, με το κεφάλι να κουδουνίζει. Είχε νιώσει σαν να την είχε χτυπήσει κατάμουτρα ένας μεγαλόσωμος άνδρας.
Όταν κατάφερε να ξαναδεί καθαρά, ο άνεμος είχε καταλαγιάσει. Μερικά άλογα τριγυρνούσαν αφύλαχτα, ανάμεσά τους η Μπέλα και η φοράδα της Ηλαίην, και μερικοί στρατιώτες έβριζαν και σηκώνονταν από το χώμα. Η Λίαντριν τίναζε γαλήνια σκόνη και φύλλα από το φόρεμά της. Η Μιν ήταν γονατισμένη, στηριγμένη στα χέρια, και προσπαθούσε σαν ζαλισμένη να σηκωθεί όρθια. Ο άνδρας με τη γαμψή μύτη στεκόταν από πάνω της και το χέρι του έσταζε αίμα. Το μαχαίρι της Μιν ήταν λίγο μακρύτερα, εκεί που δεν μπορούσε να το φτάσει, με τη μια όψη της λεπίδας βαμμένη με αίμα. Η Νυνάβε και η Ηλαίην δεν φαίνονταν πουθενά, κι έλειπε επίσης και η φοράδα της Νυνάβε. Το ίδιο και μερικοί στρατιώτες, και ένα από τα ζευγάρια των γυναικών. Τα άλλα δύο ήταν ακόμα εκεί, και η Εγκουέν τώρα είδε ότι τις σύνδεε ένα ασημένιο λουρί, ακριβώς σαν αυτό που την ένωνε με τη γυναίκα που στεκόταν από πάνω της.
Η γυναίκα έτριβε το μάγουλο της, καθώς γονάτιζε πλάι στην Εγκουέν· είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται μια μελανιά γύρω από το αριστερό μάτι της. Είχε μακριά, μελαχρινά μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια, ήταν όμορφη, ίσως δέκα χρόνια μεγαλύτερη της Νυνάβε. «Το πρώτο μάθημά σου», είπε με έμφαση. Δεν είχε έχθρα η φωνή της, μόνο κάτι που έμοιαζε, σχεδόν, με φιλικότητα. «Δεν θα σε τιμωρήσω περισσότερο αυτή τη φορά, εφόσον έπρεπε να είμαι σε εγρήγορση μπροστά σε μια νταμέην που μόλις πιάστηκε. Ένα να ξέρεις. Εσύ είσαι νταμέην, Δεμένη, και εγώ σουλ’ντάμ, η Λωροκρατούσα. Όταν η νταμέην και η σουλ’ντάμ είναι ενωμένες, τότε ό,τι πόνο νιώθει η σουλ’ντάμ, η νταμέην νιώθει το διπλό. Ως το θάνατο. Πρέπει να θυμάσαι λοιπόν, ότι ποτέ δεν μπορείς να χτυπήσεις σουλ’ντάμ με οποιονδήποτε τρόπο, και πρέπει να προστατεύεις τη σουλ’ντάμ σου περισσότερο κι από τον εαυτό σου. Με λένε Ρέννα. Πώς λέγεσαι;»
«Δεν είμαι... αυτό που είπες», μουρμούρισε η Εγκουέν. Τράβηξε πάλι το κολάρο· πάλι δεν υποχώρησε. Σκέφτηκε να ρίξει την άλλη λιπόθυμη και να βγάλει το βραχιόλι από το χέρι της, αλλά απέρριψε την ιδέα. Ακόμα κι αν οι στρατιώτες δεν τη σταματούσαν —και μέχρι στιγμής έμοιαζαν να τις αγνοούν— είχε την παγερή αίσθηση ότι η γυναίκα έλεγε αλήθεια. Πόνεσε όταν άγγιξε το μάτι της· δεν το ένιωθε πρησμένο, άρα ίσως να μην είχε μελανιά σαν της Ρέννα, αλλά πάντως πονούσε. Το αριστερό της μάτι, και το αριστερό μάτι της Ρέννα. Ύψωσε τη φωνή της. «Λίαντριν Σεντάι; Γιατί τις αφήνεις;» Η Λίαντριν ξεσκόνιζε τα χέρια της, χωρίς να κοιτά προς το μέρος της.
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθεις», είπε η Ρέννα, «είναι να κάνεις ακριβώς ό,τι σου λένε, χωρίς αργοπορία».
Η Εγκουέν άφησε μια πνιχτή κραυγή. Ξαφνικά ένιωσε κάτι να καίει και να τρώει την επιδερμίδα της, σαν να είχε κυλιστεί σε τσουκνίδες, από τις πατούσες ως την κορυφή του κεφαλιού της. Τίναξε το κεφάλι πέρα-δώθε, καθώς η αίσθηση δυνάμωνε.
«Πολλές σουλ’ντάμ», συνέχισε η Ρέννα με κείνον τον σχεδόν φιλικό τόνο, «πιστεύουν ότι οι νταμέην δεν επιτρέπεται να έχουν ονόματα, ή αλλιώς να έχουν ονόματα που τις δίνουμε εμείς. Αλλά σε πήρα εγώ, άρα εγώ θα είμαι υπεύθυνη για την εκπαίδευσή σου, και θα σου επιτρέψω να κρατήσεις το δικό σου όνομα. Αν δεν με δυσαρεστήσεις πολύ. Τώρα είμαι κάπως ενοχλημένη μαζί σου. Στ’ αλήθεια, θέλεις να συνεχίσεις την ίδια τακτική μέχρι να θυμώσω;»
Η Εγκουέν, τρέμοντας, έτριξε τα δόντια. Τα νύχια της χώθηκαν στις παλάμες της, και προσπάθησε να σταματήσει. Βλάκα! Δεν έχει σημασία, είναι το όνομά σου. «Εγκουέν», κατάφερε να ξεστομίσει. «Με λένε Εγκουέν αλ’Βερ». Αμέσως η φαγούρα και το κάψιμο σταμάτησαν. Άφησε να βγει μια μακριά, τρεμάμενη ανάσα.
«Εγκουέν», είπε η Ρέννα. «Να ένα καλό όνομα». Και προς μεγάλη φρίκη της Εγκουέν, η Ρέννα της χάιδεψε το κεφάλι όπως θα έκανε σε σκυλάκι.
Κατάλαβε ότι αυτό είχε αντιληφθεί στη φωνή της γυναίκας —καλή προαίρεση για ένα σκυλί που εκπαιδεύεται, όχι τη φιλικότητα που θα έδειχνε σε άλλο άνθρωπο.
Η Ρέννα χαχάνισε. «Τώρα θύμωσες κι άλλο. Αν θελήσεις να με ξαναχτυπήσεις, μην ξεχάσεις να είναι το χτύπημα αδύναμο, γιατί εσύ θα το νιώσεις διπλό. Μην προσπαθήσεις να διαβιβάσεις· δεν θα το κάνεις ποτέ χωρίς τη ρητή διαταγή μου».
Το μάτι της Εγκουέν την πονούσε. Σηκώθηκε όρθια με κόπο και προσπάθησε να αγνοήσει τη Ρέννα, όσο ήταν δυνατόν να αγνοήσεις κάποιον που κρατά λουρί δεμένο σε κολάρο στο λαιμό σου. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα, όταν η άλλη γυναίκα χαχάνισε πάλι. Ήθελε να πάει στη Μιν, αλλά το λουρί που είχε αφήσει λάσκα η άλλη δεν έφτανε ως εκεί. Είπε με απαλή φωνή, «Μιν, είσαι καλά;»
Η Μιν κάθισε ανακούρκουδα και ένευσε, και μετά ακούμπησε το κεφάλι της, σαν να είχε μετανιώσει που το είχε κουνήσει.
Ένα μπουμπουνητό ακούστηκε από τον καθαρό ουρανό και ένας κεραυνός χτύπησε τα δέντρα, όχι πολύ μακριά. Η Εγκουέν τινάχτηκε, και μετά χαμογέλασε. Η Νυνάβε ήταν ακόμα ελεύθερη, το ίδιο και η Ηλαίην. Αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να ελευθερώσει την ίδια και τη Μιν, ήταν η Νυνάβε. Το χαμόγελό της έσβησε κι αγριοκοίταξε τη Λίαντριν. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που η Άες Σεντάι τις είχε προδώσει, κάποτε θα λογαριάζονταν. Κάποια μέρα. Με κάποιον τρόπο. Η άγρια ματιά δεν έκανε τίποτα· η Λίαντριν δεν τράβηξε το βλέμμα από το παλανκίνο.
Οι γυμνόστηθοι άνδρες γονάτισαν, χαμηλώνοντας το παλανκίνο στο έδαφος, και η Σούροθ κατέβηκε, σιάζοντας προσεκτικά τη ρόμπα της, και περπάτησε προς τη Λίαντριν με τα σανδαλοφορεμένα πόδια της. Οι δύο γυναίκες είχαν σχεδόν ίδιο ύψος. Καστανά μάτια κοίταξαν ανέκφραστα στα μαύρα.
«Θα μου έφερνες δύο», είπε η Σούροθ. «Αντίθετα, έχω μονάχα μία, ενώ δυο είναι ελεύθερες, κι η μια τους κατά πολύ ισχυρότερη απ’ όσο είχα αφεθεί να πιστέψω. Θα τραβήξει όλες τις κοντινές περιπόλους μας».
«Σου έφερα τρεις», είπε γαλήνια η Λίαντριν. «Αν δεν μπορείς να τις κρατήσεις, ίσως ο αφέντης μας θα πρέπει να βρει άλλη ανάμεσα σας για να τον υπηρετεί. Σε τρομάζουν ασήμαντα πράγματα. Αν έρθουν περίπολοι, σκότωσέ τις».
Μια αστραπή έλαμψε πάλι, όχι πολύ μακριά, και μερικές στιγμές αργότερα κάτι βρυχήθηκε σαν κεραυνός κάπου εκεί κοντά· ένα σύννεφο σκόνης υψώθηκε στον αέρα. Ούτε η Λίαντριν ούτε η Σούροθ έδωσαν σημασία.
«Και τώρα μπορώ να γυρίσω στο Φάλμε με δύο καινούργιες νταμέην», είπε η Σούροθ. «Θλίβομαι που επιτρέπω σε μια... Άες Σεντάι» —έφτυσε τις λέξεις σαν κατάρα— «να φύγει ελεύθερη».
Η έκφραση της Λίαντριν δεν άλλαξε, αλλά η Εγκουέν είδε ξαφνικά μια νεφέλη να λαμπυρίζει ολόγυρά της.
«Πρόσεχε, Υψηλή Αρχόντισσα», φώναξε η Ρέννα. «Στέκει έτοιμη!»
Μεταξύ των στρατιωτών επικράτησε αναταραχή, καθώς άπλωναν τα χέρια στα σπαθιά και τις λόγχες τους, αλλά η Σούροθ απλώς άγγιξε τις παλάμες της, χαμογελώντας πάνω από τα μακριά νύχια της. «Δεν θα τα βάλεις μαζί μου, Λίαντριν. Ο αφέντης μας θα το αποδοκίμαζε, καθώς σίγουρα με χρειάζεται εδώ περισσότερο από σένα, κι εσύ τον φοβάσαι πιο πολύ απ’ όσο φοβάσαι μήπως γίνεις νταμέην».
Η Λίαντριν χαμογέλασε, αν και λευκές πιτσιλάδες στα μάγουλά της έδειχναν το θυμό της. «Κι εσύ, Σούροθ, τον φοβάσαι πιο πολύ απ’ όσο φοβάσαι μήπως σε κάνω κάρβουνο εκεί που είσαι τώρα».
«Έτσι. Και οι δύο τον φοβόμαστε. Αλλά ακόμα και οι ανάγκες του αφέντη μας θα αλλάζουν με τον καιρό. Όλες οι μαράθ’νταμέην τελικά θα δεθούν στο λουρί. Ίσως εγώ θα είμαι εκείνη που θα περάσει το κολάρο στον ωραίο λαιμό σου».
«Όπως το λες, Σούροθ. Οι ανάγκες του αφέντη μας θα αλλάζουν. Θα σου το θυμίσω τη μέρα που θα γονατίσεις μπροστά μου».
Μια ψηλή σημύδα, περίπου ένα μίλι παραπέρα, ξαφνικά τυλίχτηκε στις φλόγες.
«Έγινε κουραστικό», είπε η Σούροθ. «Έλμπαρ, ανακάλεσε τους». Ο άνδρας με τη γαμψή μύτη έβγαλε ένα κέρας, όχι πιο μεγάλο από τη γροθιά του· άφησε ένα βραχνό, διαπεραστικό κάλεσμα.
«Πρέπει να βρεις την άλλη γυναίκα, τη Νυνάβε», είπε η Λίαντριν κοφτά. «Η Ηλαίην δεν είναι σημαντική, αλλά και η γυναίκα και η κοπέλα εδώ πρέπει να είναι στα πλοία μαζί σου όταν φύγεις».
«Ξέρω πολύ καλά τι λένε οι διαταγές, μαράθ’νταμέην, αν και θα έδινα πολλά για να μάθω το λόγο».
«Αυτά που άκουσες, παιδί μου», τη χλεύασε η Λίαντριν, «είναι όσα σου επιτρέπεται να ξέρεις. Μην ξεχνάς να υπηρετείς και να υπακούεις. Αυτές οι δύο πρέπει να μεταφερθούν στην άλλη πλευρά του Ωκεανού Άρυθ και να μείνουν εκεί».
Η Σούροθ ξεφύσηξε. «Δεν θα μείνω εδώ να βρω αυτή τη Νυνάβε. Δεν θα είμαι χρήσιμη στον αφέντη μου, αν ο Τούρακ με παραδώσει στους Αναζητητές της Αλήθειας». Η Λίαντριν άνοιξε θυμωμένη το στόμα της, αλλά η Σούροθ δεν την άφησε να πει λέξη. «Αυτή η γυναίκα δεν θα κυκλοφορεί ελεύθερη για πολύ. Ούτε η άλλη. Όταν σαλπάρουμε πάλι, θα πάρουμε μαζί μας με λουρί και με κολάρο όλες τις γυναίκες αυτής της ελεεινής γης που μπορούν να διαβιβάσουν, έστω και λίγο. Αν επιθυμείς να μείνεις για να ψάξεις, μείνε. Σύντομα θα έρθουν εδώ οι περίπολοι για να αντιμετωπίσουν τον όχλο, που ακόμα κρύβεται μακριά από τις πόλεις. Μερικές περίπολοι παίρνουν νταμέην μαζί τους, κι αυτές δεν νοιάζονται ποιον αφέντη υπηρετείς. Αν επιζήσεις από τη συνάντηση, το λουρί και το κολάρο θα σου μάθουν μια καινούργια ζωή, και δεν πιστεύω ότι ο αφέντης μας θα κάνει τον κόπο ελευθερώσει κάποια τόσο ανόητη που κάθισε να τη συλλάβουν».
«Αν μείνει έστω και μια τους εδώ», είπε η Λίαντριν με σφιγμένη φωνή, «ο αφέντης μας θα κάνει τον κόπο να ασχοληθεί μαζί σου, Σούροθ. Πιάσε και τις δύο, αλλιώς θα πληρώσεις το τίμημα». Πήγε στην Πύλη, σφίγγοντας τα χαλινάρια της φοράδας της. Σε λίγο η είσοδος έκλεισε πίσω της.
Οι στρατιώτες που κυνηγούσαν τη Νυνάβε και την Ηλαίην γύρισαν καλπάζοντας, μαζί με τις δυο γυναίκες, που ήταν ενωμένες με το λουρί, το κολάρο και το βραχιόλι, τη νταμέην και τη σουλ’ντάμ, που έρχονταν με τ’ άλογά τους δίπλα-δίπλα. Τρεις άνδρες τραβούσαν μαζί τους άλογα, που είχαν πτώματα ριγμένα στις σέλες. Η Εγκουέν ένιωσε να την πλημμυρίζει η ελπίδα, όταν είδε ότι τα πτώματα φορούσαν πανοπλία. Δεν είχαν πιάσει ούτε τη Νυνάβε, ούτε την Ηλαίην.
Η Μιν έκανε να σηκωθεί όρθια, αλλά ο άνδρας με τη γαμψή μύτη ακούμπησε τη μπότα του στη ράχη της και την έσπρωξε να πέσει στο χώμα. Εκείνη πάλεψε να ανασάνει κι έμεινε να κουνιέται εκεί αδύναμα. «Ζητώ την άδεια να μιλήσω, Υψηλή Αρχόντισσα», είπε ο άνδρας. Η Σούροθ έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι της, κι αυτός συνέχισε. «Αυτή η χωριάτισσα με έκοψε, Υψηλή Αρχόντισσα. Αν η Υψηλή Αρχόντισσα δεν τη χρειάζεται άλλο...;» Η Σούροθ έκανε πάλι μια μικρή κίνηση, ενώ ήδη έστριβε να φύγει, και εκείνος άπλωσε το χέρι πάνω από τον ώμο του για να πιάσει το σπαθί του.
«Όχι!» φώναξε η Εγκουέν. Άκουσε τη Ρέννα να βρίζει χαμηλόφωνα, και ξαφνικά το κάψιμο και η φαγούρα απλώθηκαν πάλι στο δέρμα της, χειρότερα από πριν, αλλά αυτή δεν σταμάτησε. «Σε παρακαλώ! Υψηλή Αρχόντισσα, σε παρακαλώ! Είναι φίλη μου!» Ένας πρωτόγνωρος πόνος την τρύπησε μέσα από το κάψιμο. Όλοι οι μύες της σφίχτηκαν και συσπάστηκαν· έπεσε στο χώμα με τα μούτρα, κλαψουρίζοντας, αλλά και πάλι είδε τη βαριά, κυρτή λεπίδα του Έλμπαρ να βγαίνει από τη θήκη, τον είδε να τη σηκώνει και με τα δύο χέρια. «Σε παρακαλώ! Αχ, Μιν!»
Ξαφνικά, ο πόνος χάθηκε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ· μόνο η ανάμνηση έμενε. Μπροστά στο πρόσωπο της εμφανίστηκαν τα γαλάζια βελούδινα σανδάλια της Σούροθ, λεκιασμένα από το χώμα, αλλά το βλέμμα της ήταν στον Έλμπαρ. Στεκόταν εκεί με το σπαθί πάνω από το κεφάλι του και το βάρος του στο πόδι που πατούσε τη ράχη της Μιν... και δεν κουνιόταν.
«Αυτή η χωριάτισσα είναι φίλη σου;» είπε η Σούροθ.
Η Εγκουέν έκανε να σηκωθεί, αλλά, όταν η Σούροθ σήκωσε ένα φρύδι ξαφνιασμένη, έμεινε να κείτεται εκεί που ήταν και μόνο σήκωσε το κεφάλι. Έπρεπε να σώσει τη Μιν. Αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ικετεύσω... Άνοιξε τα χείλη και ευχήθηκε ότι τα σφιγμένα δόντια της θα έμοιαζαν κάπως με χαμόγελο. «Μάλιστα, Υψηλή Αρχόντισσα».
«Και αν τη λυπηθώ, αν της επιτρέψω να σε επισκέπτεται περιστασιακά, θα δουλέψεις σκληρά και θα κάνεις ότι σου μαθαίνουν;»
«Μάλιστα, Υψηλή Αρχόντισσα». Θα υποσχόταν πολλά περισσότερα για να μην ανοίξει εκείνο το σπαθί το κρανίο της Μιν. Μέχρι που θα κρατήσω την υπόσχεσή μου, σκέφτηκε ξινά, όσο χρειαστεί.
«Ανέβασε το κορίτσι στο άλογό του, Έλμπαρ», είπε η Σούροθ. «Δέσε την, αν δεν μπορεί να σταθεί στη σέλα. Αν αυτή η νταμέην αποδειχθεί απογοητευτική, τότε ίσως σε αφήσω να πάρεις το κεφάλι της μικρής». Είχε ξεκινήσει κιόλας για το παλανκίνο της.
Η Ρέννα τράβηξε απότομα όρθια την Εγκουέν και την έσπρωξε κατά την Μπέλα, αλλά η Εγκουέν είχε μάτια μόνο για τη Μιν. Ο Έλμπαρ δεν ήταν πιο ευγενικός με τη Μιν, αλλά της φαινόταν πως η Μιν ήταν καλά. Τουλάχιστον η Μιν δεν άφησε τον Έλμπαρ να τη δέσει στη σέλα και ανέβηκε στο μουνούχι της χωρίς πολλή βοήθεια.
Η αταίριαστη ομάδα ξεκίνησε για τα δυτικά, με τη Σούροθ να οδηγεί και τον Έλμπαρ κάπως πιο πίσω από το παλανκίνο, αρκετά κοντά όμως για να ανταποκριθεί αμέσως σε κάθε πρόσταγμα. Η Ρέννα και η Εγκουέν ήταν προς τα πίσω, μαζί με τη Μιν και την άλλη σουλ’ντάμ και τη νταμέην, πίσω από τους στρατιώτες. Η γυναίκα, που προφανώς σκόπευε να περάσει το κολάρο στη Νυνάβε, χάιδευε το κουλουριασμένο ασημόχρωμο λουρί που κρατούσε ακόμα, και φαινόταν θυμωμένη. Αραιά αλσύλλια υπήρχαν εδώ κι εκεί στον κάμπο με τα απαλά υψωματάκια, και σε λίγο ο καπνός της καμένης σημύδας ήταν μια μουτζούρα στον ουρανό πίσω τους.
«Η Υψηλή Αρχόντισσα σε τίμησε μιλώντας σου», είπε η Ρέννα μετά από ώρα. «Άλλες φορές, θα σε άφηνα να φορέσεις κορδέλα σε ανάμνηση αυτής της τιμής. Αλλά, εφόσον εσύ τράβηξες την προσοχή της σε σένα...»
Η Εγκουέν τσίριζε, όταν μια βέργα φάνηκε να τη χτυπά από πίσω, και ύστερα μια άλλη στο πόδι, στο χέρι. Έμοιαζαν να έρχονται από παντού· ήξερε όχι δεν μπορούσε να τις μπλοκάρει, όμως, άθελά της, σήκωσε τα χέρια, σαν να προσπαθούσε να σταματήσει τα χτυπήματα. Δάγκωσε τα χείλη για να πνίξει τα βογκητά της, αλλά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Η Μπέλα χρεμέτισε και χοροπήδησε, αλλά το ασημένιο λουρί που κρατούσε σφιχτά η Ρέννα την εμπόδιζε να απομακρυνθεί με την Εγκουέν. Οι στρατιώτες ούτε που γύρισαν να κοιτάξουν.
«Τι της κάνεις;» φώναξε η Μιν. «Εγκουέν; Σταμάτα!»
«Αυτό που σε κρατά στη ζωή είναι η ανοχή... Μιν, έτσι είναι το όνομά σου;» είπε με πράο ύφος η Ρέννα. «Αυτό είναι μάθημα και για σένα. Όσο μπαίνεις στη μέση, δεν θα σταματήσει».
Η Μιν σήκωσε τη γροθιά, την άφησε να πέσει. «Δεν θα το ξανακάνω. Αλλά, σε παρακαλώ, σταμάτα. Εγκουέν, λυπάμαι».
Τα αόρατα χτυπήματα συνεχίστηκαν για μερικές στιγμές ακόμα, σαν να ήθελε η Ρέννα να δείξει στη Μιν ότι η παρέμβασή της δεν είχε καταφέρει τίποτα, και μετά έπαψαν, αλλά η Εγκουέν συνέχισε να τρέμει. Αυτή τη φορά ο πόνος δεν είχε χαθεί. Σήκωσε τα μανίκια της, περιμένοντας ότι θα έβλεπε καμτσικιές· το δέρμα της ήταν απείραχτο, αλλά ακόμα τις ένιωθε. Ξεροκατάπιε. «Δεν ήταν δικό σου το σφάλμα, Μιν». Η Μπέλα τίναξε το κεφάλι, με τα μάτια να κοιτάνε πάνω-κάτω, και η Εγκουέν χάιδεψε το δασύτριχο λαιμό της φοράδας. «Ούτε και δικό σου».
«Ήταν δικό σου σφάλμα, Εγκουέν», είπε η Ρέννα. Φαινόταν τόσο υπομονετική, έδειχνε να φέρεται με τόση καλοσύνη σε κάποιον τόσο αργόστροφο, που δεν έβλεπε τι ήταν το σωστό, που της Εγκουέν της ήρθε να ουρλιάξει. «Όταν τιμωρείται μια νταμέην, είναι πάντα δικό της το σφάλμα, έστω κι αν δεν ξέρει γιατί. Η νταμέην πρέπει να προλαβαίνει το θέλημα της σουλ’ντάμ. Αλλά αυτή τη φορά, ξέρεις το λόγο. Οι νταμέην είναι σαν έπιπλα, η εργαλεία, πάντα εκεί, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν, αλλά χωρίς ποτέ να επιζητούν την προσοχή. Ειδικά την προσοχή κάποιας του Αίματος».
Η Εγκουέν δάγκωσε το χείλι της, τόσο δυνατά που γεύτηκε αίμα. Είναι εφτάλτης. Δεν μπορεί να συμβαίνει. Γιατί το έκανε η Λίαντριν; Γιατί συμβαίνει αυτό; «Μπορώ... μπορώ να ρωτήσω κάτι;»
«Σε μένα, μπορείς». Η Ρέννα χαμογέλασε. «Πολλές σουλ’ντάμ θα φορέσουν το βραχιόλι σου τα επόμενα χρόνια — οι σουλ’ντάμ είναι πάντα πολύ περισσότερες από τις νταμέην— και μερικές θα σου έβγαζαν το τομάρι σε λουρίδες, αν σήκωνες τα μάτια από το πάτωμα, ή αν άνοιγες το στόμα σου δίχως άδεια, αλλά εγώ δεν βλέπω το λόγο να σου απαγορεύω να μιλάς, αρκεί να προσέχεις τι λες». Μια από τις άλλες σουλ’ντάμ ξεφύσηξε δυνατά· ήταν συνδεμένη με μια όμορφη, μεσήλικη γυναίκα με μελαχρινά μαλλιά, που κοίταζε μονάχα τα χέρια της.
«Η Λίαντριν» —η Εγκουέν δεν θα την προσφωνούσε με τον τίτλο της, ποτέ ξανά— «και η Υψηλή Αρχόντισσα μίλησαν για έναν αφέντη, τον οποίον υπηρετούν και οι δύο». Της ήρθε στο νου η εικόνα ενός άνδρα με σχεδόν γιατρεμένα εγκαύματα στο πρόσωπο, με μάτια και στόμα που μερικές φορές γίνονταν φωτιά, αλλά, ακόμα κι αν ήταν μονάχα μια μορφή στα όνειρά της, ήταν πολύ φρικτός για να τον σκέφτεται. «Ποιος είναι; Τι θέλει από μένα — και τη Μιν;» Ήξερε ότι ήταν ανόητο που απέφευγε να ονομάσει τη Νυνάβε —δεν φανταζόταν ότι αυτοί οι άνθρωποι θα ξεχνούσαν την ύπαρξη της, επειδή θα αποσιωπούσε το όνομά της, ειδικά η γαλανομάτα σουλ’ντάμ που χάιδευε το άδειο λουρί της— αλλά δεν της ερχόταν άλλος τρόπος στο νου για να αντεπιτεθεί.
«Οι υποθέσεις του Αίματος», είπε η Ρέννα, «δεν είναι για μένα, και σίγουρα δεν είναι για σένα. Η Υψηλή Αρχόντισσα θα μου πει ό,τι θέλει να ξέρω, κι εγώ θα σου πω ό,τι θέλω να ξέρεις. Ό,τι άλλο ακούσεις ή δεις πρέπει να το παίρνεις σαν να μην ειπώθηκε ποτέ, σαν να μην συνέβη ποτέ. Είναι το πιο ασφαλές, ειδικά για μια νταμέην. Οι νταμέην είναι πολύτιμες και δεν τις σκοτώνουμε επιπόλαια, αλλά ίσως βρεις ότι, πέρα από την αυστηρή τιμωρία, θα σου λείπει η γλώσσα για να μιλήσεις, ή τα χέρια για να γράψεις. Οι νταμέην μπορούν να κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν και χωρίς αυτά».
Η Εγκουέν ανατρίχιασε, αν και δεν έκανε κρύο. Καθώς σήκωνε το μανδύα στους ώμους της, το χέρι της άγγιξε το λουρί, και το τράβηξε με θυμό. «Είναι φρικτό πράγμα. Πώς μπορείτε να το κάνετε σε οποιονδήποτε; Ποιο άρρωστο μυαλό το σκέφτηκε;»
Η γαλανομάτα σουλ’ντάμ με το άδειο λουρί μούγκρισε, «Πάει κιόλας γυρεύοντας να χάσει τη γλώσσα της, Ρέννα».
Η Ρέννα απλώς χαμογέλασε υπομονετικά. «Γιατί είναι φρικτό; Μπορούμε να αφήσουμε να κυκλοφορούν ελεύθερες όσες κάνουν αυτά που μπορούν να κάνουν οι νταμέην, Μερικές φορές γεννιούνται άνδρες που θα ήταν μαράθ’νταμέην, αν ήταν γυναίκες —άκουσα ότι αυτό συμβαίνει κι εδώ — και πρέπει φυσικά να σκοτωθούν, αλλά οι γυναίκες δεν τρελαίνονται. Καλύτερα γι’ αυτές να γίνουν νταμέην παρά να προκαλούν προβλήματα διεκδικώντας την εξουσία. Όσο για το μυαλό που πρωτοσκέφτηκε το α’ντάμ, ήταν το μυαλό μιας γυναίκας που έλεγε ότι ήταν Άες Σεντάι».
Η Εγκουέν κατάλαβε ότι το πρόσωπο της είχε μια έκφραση απόλυτης δυσπιστίας, επειδή η Ρέννα γέλασε δυνατά. «Όταν ο Λουθαίρ Πέντραγκ Μόντγουιν, γιος του Γερακόφτερου, αντιμετώπισε πρώτος τις Στρατιές της Νύχτας, βρήκε εκεί πολλές που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. Συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την εξουσία και χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη στο πεδίο της μάχης. Μια απ’ αυτές, μια γυναίκα ονόματι Ντηαίν, η οποία νόμιζε ότι θα ήταν καλύτερο γι’ αυτήν να υπηρετήσει τον Αυτοκράτορα —βέβαια, τότε δεν ήταν ακόμα Αυτοκράτορας — εφόσον αυτός δεν είχε Άες Σεντάι στα στρατεύματά του, τον πλησίασε με μια συσκευή που είχε φτιάξει, το πρώτο α’ντάμ, δεμένο στο λαιμό μιας αδελφής της. Αν κι εκείνη η γυναίκα δεν ήθελε να υπηρετήσει τον Λουθαίρ, το α’ντάμ την ανάγκασε. Η Ντηαίν έκανε κι άλλα α’ντάμ, βρέθηκαν οι πρώτες σουλ’ντάμ, και οι αιχμαλωτισμένες γυναίκες, που έλεγαν ότι ήταν Άες Σεντάι, ανακάλυψαν ότι στην πραγματικότητα μόνο μαράθ’νταμέην, Εκείνες που Πρέπει να Δεθούν. Λέγεται ότι, όταν και η ίδια η Ντηαίν δέθηκε στο λουρί, οι κραυγές της τράνταξαν τους Πύργους του Μεσονυκτίου, αλλά φυσικά ήταν κι αυτή μαράθ’νταμέην, και οι μαράθ’νταμέην δεν επιτρέπεται να τριγυρνούν ελεύθερες. Ίσως να είσαι μια από εκείνες που έχουν την ικανότητα να φτιάχνουν α’ντάμ. Αν ναι, θα σε περιποιηθούν καλά, μείνε ήσυχη γι’ αυτό».
Η Εγκουέν κοίταζε με λαχτάρα την περιοχή που περνούσαν. Είχαν αρχίσει να εμφανίζονται χαμηλοί λόφοι, και από τα αραιά αλσύλλια είχαν απομείνει μονάχα σκόρπιες συστάδες, αλλά ήταν σίγουρη πως μπορούσε να κρυφτεί εκεί. «Αυτό έχω να περιμένω, ότι θα με περιποιούνται σαν σκυλάκι;» είπε πικρά. «Μια ζωή να είμαι αλυσοδεμένη σε άνδρες και γυναίκες που θα με περνούν για ζώο;»
«Όχι άνδρες». Η Ρέννα γέλασε πνιχτά. «Οι σουλ’ντάμ είναι πάντα γυναίκες. Αν φορέσει άνδρας αυτό το βραχιόλι, τις πιο πολλές φορές δεν γίνεται τίποτα».
«Και μερικές φορές», πρόσθεσε σκληρά η γαλανομάτα σουλ’ντάμ, «πεθαίνετε μαζί κι οι δυο ουρλιάζοντας». Είχε στενό πρόσωπο και σφιγμένο στόμα με λεπτά χείλη, και η Εγκουέν κατάλαβε ότι ο θυμός πρέπει να ήταν η μόνιμη έκφραση του προσώπου της. «Μερικές φορές η Αυτοκράτειρα παίζει με τους άρχοντες, συνδέοντάς τους με μια νταμέην. Οι άρχοντες ιδρώνουν και η Αυλή των Εννιά Φεγγαριών διασκεδάζει. Ο άρχοντας που συνδέεται ποτέ δεν ξέρει από πριν αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, ούτε και η νταμέην». Άφησε ένα άσπλαχνο γέλιο.
«Μόνο η Αυτοκράτειρα μπορεί να σπαταλά νταμέην με τέτοιο τρόπο, Άλχουιν», είπε απότομα η Ρέννα, «και δεν σκοπεύω να εκπαιδεύσω αυτή την νταμέην για να πάει άδικα».
«Δεν είδα καθόλου εκπαίδευση ως τώρα, Ρέννα. Μόνο κουβεντούλα, σαν να ’σασταν φιλενάδες από μικρές».
«Ίσως είναι καιρός να δούμε τι μπορεί να κάνει», είπε η Ρέννα, κοιτάζοντας εξεταστικά την Εγκουέν. «Έχεις αρκετό έλεγχο για να δοκιμάσεις απ’ αυτή την απόσταση;» Έδειξε μια ψηλή βαλανιδιά, που στεκόταν μόνη στην κορφή ενός λόφου.
Η Εγκουέν κοίταζε συνοφρυωμένη το δένδρο, το οποίο απείχε περίπου μισό μίλι από τη γραμμή που σχημάτιζαν οι στρατιώτες και το παλανκίνο της Σούροθ. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ κάτι σε απόσταση μεγαλύτερη απ’ όσο άπλωνε τα χέρια της, αλλά της φαινόταν ότι ίσως μπορούσε. «Δεν ξέρω», είπε.
«Δοκίμασε», είπε η Ρέννα. «Νιώσε το δέντρο. Νιώσε το χυμό στο δέντρο. Θέλω να το κάνεις όχι απλώς καυτό, αλλά τόσο καυτό που κάθε σταγόνα χυμού σ’ όλα τα κλαριά να γίνει ατμός την ίδια στιγμή. Κάν’ το».
Η Εγκουέν σοκαρίστηκε, όταν κατάλαβε ότι ήθελε να κάνει αυτό που τη διέταζε η Ρέννα. Δεν είχε διαβιβάσει, δεν είχε αγγίξει καν το σαϊντάρ, εδώ και δύο μέρες· η λαχτάρα για να τη γεμίσει η Μία Δύναμη την έκανε να ανατριχιάσει. «Δεν» —αμέσως απέρριψε το «δεν θα το κάνω»· τα ανύπαρκτα σημάδια των καμτσικιών ακόμα έτσουζαν, τόσο που δεν θα έκανε καμιά ανοησία— «μπορώ», κατέληξε. «Είναι πολύ μακριά, και δεν το έχω ξανακάνει».
Μια από τις σουλ’ντάμ κάγχασε, και η Άλχουιν είπε, «Ούτε που δοκίμασε».
Η Ρέννα κούνησε το κεφάλι, σχεδόν θλιμμένα. «Όταν είσαι σουλ’ντάμ αρκετό καιρό», είπε στην Εγκουέν, «μαθαίνεις να καταλαβαίνεις πολλά πράγματα για μια νταμέην, ακόμα και χωρίς το βραχιόλι, αλλά με το βραχιόλι πάντα φαίνεται αν η νταμέην δοκίμασε να διαβιβάσει. Δεν πρέπει να μου λες ψέματα ποτέ, ούτε και σε καμία άλλη σουλ’ντάμ, ούτε το παραμικρό ψεματάκι».
Ξαφνικά, οι αόρατες βέργες ξαναγύρισαν, χτυπώντας την πανιού. Ούρλιαξε, προσπάθησε να χτυπήσει τη Ρέννα, αλλά η σουλ’ντάμ της παραμέρισε εύκολα το χέρι και η Εγκουέν ένιωσε λες και η Ρέννα της είχε χτυπήσει το χέρι με ραβδί. Χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά της Μπέλας, αλλά η σουλ’ντάμ έσφιγγε το λουρί και η Εγκουέν παραλίγο θα έπεφτε από τη σέλα. Άπλωσε με αγωνία στο σαϊντάρ, θέλοντας να πονέσει αρκετά τη Ρέννα για να την κάνει να σταματήσει, να την πονέσει όσο πονούσε και η ίδια. Η σουλ’ντάμ κούνησε το κεφάλι πικρά· η Εγκουέν ούρλιαξε, όταν ένιωσε σαν να ’χε πέσει βραστό νερό στο δέρμα της. Το κάψιμο άρχισε να χάνεται μόνο όταν η Εγκουέν άφησε εντελώς το σαϊντάρ, και τα αθέατα χτυπήματα ούτε έπαψαν ούτε λιγόστεψαν. Προσπάθησε να φωνάξει ότι θα δοκίμαζε, αρκεί να σταματούσε η Ρέννα, αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να στριγκλίσει σφαδάζοντας.
Κατάλαβε αμυδρά τη Μιν να φωνάζει θυμωμένα και να την πλησιάζει, την Άλχουιν να αρπάζει τα χαλινάρια από τα χέρια της Μιν, μια άλλη σουλ’ντάμ να μιλά κοφτά στη νταμέην της, η οποία κοίταξε τη Μιν. Και μετά άρχισε και η Μιν να φωνάζει, ανεμίζοντας τα χέρια, σαν να ήθελε να προστατευτεί από χτυπήματα, ή να διώξει έντομα που την κέντριζαν. Μέσα στο δικό της πόνο, ο πόνος της Μιν φαινόταν μακρινός.
Μαζί οι κραυγές τους έκαναν μερικούς στρατιώτες να γυρίσουν το κεφάλι. Μετά από μια ματιά, γέλασαν και ξαναγύρισαν μπροστά. Λεν ήταν δική τους υπόθεση ο τρόπος που αντιμετώπιζαν οι σουλ’ντάμ τις νταμέην.
Της φάνηκε ότι αυτό συνεχιζόταν δίχως τελειωμό, αλλά το τέλος ήρθε. Ήταν σωριασμένη ανήμπορη στη σέλα, με τα μάγουλα μούσκεμα από δάκρια, κλαψουρίζοντας στη χαίτη της Μπέλας. Η φοράδα χρεμέτισε ανήσυχη.
«Είναι καλό που έχεις ψυχή μέσα σου», είπε ατάραχη η Ρέννα. «Οι καλύτερες νταμέην είναι εκείνες που έχουν ψυχή για να της δώσουμε μορφή και σχήμα».
Η Εγκουέν έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Ευχήθηκε να μπορούσε να κλείσει και τα αυτιά της, να κλείσει έξω τη φωνή της Ρέννα. Πρέπει να ξεφύγω. Πρέπει, μα πώς; Νυνάβε, βοήθησέ με. Φως μου, ας με βοηθήσει κάποιος.
«Θα γίνεις μια από τις καλύτερες», είπε η Ρέννα με ικανοποιημένο ύφος. Το χέρι της χάιδεψε τα μαλλιά της Εγκουέν, σαν κυρία που καθησύχαζε το σκυλάκι της.
Η Νυνάβε έγειρε στη σέλα της για να κοιτάξει πίσω από το φράχτη που σχημάτιζαν οι αγκαθωτές φυλλωσιές των θάμνων. Το βλέμμα της αντάμωσε αραιά δέντρα, που μερικών τα φύλλα κιτρίνιζαν. Η πλατιά έκταση, ανάμεσα τους γεμάτη γρασίδι και θάμνους, έμοιαζε έρημη. Απ’ ό,τι έβλεπε, τίποτα δεν σάλευε, εκτός από τη στήλη του καπνού, που αραίωνε τρεμουλιάζοντας στο αεράκι, καθώς ανηφόριζε από τη σημύδα.
Αυτό ήταν δικό της έργο, η σημύδα, και μια αστραπή από τον καθαρό ουρανό, και μερικά άλλα πραγματάκια, που δεν είχε σκεφτεί να δοκιμάσει παρά μόνο όταν τα είχαν δοκιμάσει πάνω της οι δύο γυναίκες. Της φαινόταν πως δούλευαν με κάποιον τρόπο μαζί, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τη σχέση μεταξύ τους, μιας κι έμοιαζαν δεμένες με λουρί. Η μια φορούσε κολάρο, μα η άλλη ήταν γερά αλυσοδεμένη σαν κι αυτήν. Η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι η μια τουλάχιστον, αν όχι και οι δύο, ήταν Άες Σεντάι. Δεν είχε μπορέσει να τις κοιτάξει καθαρά για να δει τη λάμψη της διαβίβασης, αλλά έπρεπε να είναι.
Θα χαρώ να το πω αυτό στη Σέριαμ, σκέφτηκε ξερά. Ώστε οι Άες Σεντάι δεν χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο, ε;
Η ίδια πάντως το είχε κάνει. Είχε ρίξει κάτω τις δυο γυναίκες με το χτύπημα της αστραπής, και είχε δει έναν από τους στρατιώτες, ή μάλλον το σώμα του, να καίγεται από τις πύρινες μπάλες που είχε φτιάξει και τους είχε εκσφενδονίσει. Αλλά είχε ώρα να δει κάποιον από τους ξένους.
Το μέτωπό της είχε γεμίσει κόμπους ιδρώτα, και δεν ήταν μόνο από τον κόπο. Η επαφή της με το σαϊντάρ είχε χαθεί, και δεν μπορούσε να την ανακτήσει. Στη λύσσα που είχε νιώσει μαθαίνοντας ότι η Λίαντριν τις είχε προδώσει, το σαϊντάρ είχε εμφανιστεί σχεδόν πριν το καταλάβει, και την είχε πλημμυρίσει η Μία Δύναμη. Ένιωθε ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα. Και όση ώρα την καταδίωκαν, την έτρεφε η οργή που αισθανόταν, επειδή την κυνηγούσαν σαν ζώο. Τώρα το κυνήγι είχε σταματήσει. Όσο περισσότερο αργούσε να δει εχθρό τον οποίο μπορούσε να χτυπήσει, τόσο πιο πολύ ανησυχούσε μήπως καραδοκούσαν κοντά της, και τόσο περισσότερο χρόνο είχε για να ανησυχήσει για το τι είχαν πάθει η Εγκουέν και η Ηλαίην και η Μιν. Τώρα αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ο φόβος. Φόβος γι’ αυτές, φόβος για την ίδια. Αυτό που χρειαζόταν ήταν θυμός.
Κάτι σάλεψε πίσω από ένα δένδρο.
Της κόπηκε η ανάσα, και έψαξε για το σαϊντάρ, όμως όλες οι ασκήσεις που της είχαν διδάξει η Σέριαμ και οι άλλες, όλα τα μπουμπούκια που άνθιζαν στο νου της, όλες οι φανταστικές κραυγές της, που τις κρατούσε όπως οι όχθες κρατούν τον ποταμό, όλα αυτά δεν βοηθούσαν καθόλου. Την αισθανόταν, ένιωθε την Πηγή, μα δεν μπορούσε να την αγγίζει.
Η Ηλαίην βγήκε πίσω από ένα δέντρο, μισοσκύβοντας επιφυλακτικά, και η Νυνάβε ένιωσε να την παραλύει η ανακούφιση. Το φόρεμα της Κόρης-Διαδόχου ήταν βρώμικο και σχισμένο, τα χρυσά μαλλιά της μπερδεμένα και γεμάτα κλαριά και φύλλα, και το ερευνητικό βλέμμα της θύμιζε φοβισμένο ελαφάκι, αλλά κρατούσε σταθερά το κοντό μαχαίρι της. Η Νυνάβε έπιασε τα χαλινάρια και βγήκε από την κρυψώνα της.
Η Ηλαίην χοροπήδησε σπασμωδικά, και μετά έφερε το χέρι στο λαιμό και πήρε μια μεγάλη ανάσα. Η Νυνάβε ξεπέζεψε και οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν, νιώθοντας παρηγοριά που είχαν βρεθεί.
«Για μια στιγμή», είπε η Ηλαίην, όταν τελικά χωρίστηκαν, «σε νόμισα για... Ξέρεις ποιοι είναι; Δυο άνδρες με ακολουθούσαν. Λίγα λεπτά ακόμα και θα με είχαν πιάσει, αλλά ακούστηκε ένα κέρας και γύρισαν και έφυγαν καλπάζοντας. Μ’ έβλεπαν, Νυνάβε, και σηκώθηκαν κι έφυγαν».
«Κι εγώ το άκουσα, και δεν είδα κανέναν από τότε και μετά. Είδες την Εγκουέν, ή τη Μιν;»
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι και σωριάστηκε στο έδαφος. «Όχι, μετά από... Εκείνος ο άνδρας χτύπησε τη Μιν, την έριζε κάτω. Και μια γυναίκα προσπαθούσε να βάλει κάτι στο λαιμό της Εγκουέν. Αυτά πρόλαβα να δω, πριν το βάλω στα πόδια. Δεν νομίζω να ξέφυγαν, Νυνάβε. Έπρεπε να κάνω κάτι. Η Μιν έκανε μια κοψιά στο χέρι που με κρατούσε, και η Εγκουέν... Το έβαλα στα πόδια, Νυνάβε. Κατάλαβα ότι ήμουν ελεύθερη, και το έβαλα στα πόδια. Καλά θα κάνει η μητέρα να παντρευτεί τον Γκάρεθ Μπράυν και να κάνει άλλη κόρη το συντομότερο δυνατόν. Δεν κάνω για το θρόνο».
«Άσε τις σαχλαμάρες», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Μην ξεχνάς ότι μαζί με τα άλλα βότανα έχω κι ένα πακετάκι ρίζα προβατόγλωσσας». Η Ηλαίην είχε σκύψει το κεφάλι στα χέρια· το πείραγμα δεν την έκανε καν να μουρμουρίσει μια απάντηση. «Άκουσέ με, μικρή μου. Είδες να μένω για να πολεμήσω με είκοσι ή τριάντα αρματωμένους, για να μην λογαριάσω τις Άες Σεντάι; Αν είχες κάτσει να περιμένεις, το πιο σίγουρο είναι ότι κόρα θα σε είχαν κι εσένα δεμένη χεροπόδαρα. Αν δεν σε σκότωναν για να ξεμπερδεύουν. Για κάποιο λόγο, έμοιαζαν να ενδιαφέρονται για μένα και την Εγκουέν. Μπορεί και να μην τους ένοιαζε, αν ζούσες ή όχι». Γιατί ενδιαφέρονται για μένα και την Εγκουέν; Γιατί συγκεκριμένα εμάς; Γιατί το έκανε η Λίαντριν; Ακόμα δεν είχε βρει απάντηση από την πρώτη φορά που είχε κάνει τις ερωτήσεις.
«Αν είχα σκοτωθεί, προσπαθώντας να τις βοηθήσω—» άρχισε να λέει η Εγκουέν.
«–θα ήσουν πεθαμένη. Και τότε δεν θα μπορούσες να βοηθήσεις ούτε αυτές ούτε εσένα. Άντε, σήκω και ξεσκόνισε το φόρεμά σου». Η Νυνάβε έψαξε στα σακίδια της σέλας να βρει βούρτσα. «Και φτιάξε τα μαλλιά σου».
Η Ηλαίην σηκώθηκε αργά και πήρε τη βούρτσα μ’ ένα γελάκι. «Κάνεις σαν τη Λίνι, τη γριά παραμάνα μου». Άρχισε να βουρτσίζει τα μαλλιά της, κάνοντας γκριμάτσες όταν τα δόντια της βούρτσας σκάλωναν στα μπλεγμένα μαλλιά. «Αλλά πώς θα τις βοηθήσουμε, Νυνάβε; Μπορεί να είσαι δυνατή σαν αδελφή, όταν θυμώνεις, αλλά κι αυτοί έχουν γυναίκες που μπορούν να διαβιβάσουν. Δεν νομίζω να είναι Άες Σεντάι, αλλά αυτό δεν παίζει ρόλο. Δεν ξέρουμε καν προς τα πού τις πήγαν».
«Δυτικά», είπε η Νυνάβε. «Εκείνο το πλάσμα, η Σούροθ, ανέφερε το Φάλμε, και στο Τόμαν Χεντ δεν υπάρχει δυτικότερο σημείο. Θα πάμε στο Φάλμε. Ελπίζω να είναι εκεί η Λίαντριν. Θα την κάνω να καταραστεί τη μέρα που η μητέρα της γνώρισε τον πατέρα της. Αλλά νομίζω ότι πρώτα καλά θα κάνουμε να βρούμε ρούχα, πριν φτάσουμε σε πόλη. Είδα Ταραμπονέζες και Ντομανές στον Πύργο, κι αυτά που φορούν δεν μοιάζουν καθόλου με τα δικά μας ρούχα. Στο Φάλμε θα ήταν φως φανάρι ότι είμαστε ξένες».
«Δεν με πειράζει να φορέσω Ντομανικό φόρεμα —αν και η μητέρα θα πάθαινε κρίση, αν με έβλεπε, και η Λίνι θα μου το κοπανούσε συνέχεια— αλλά, ακόμα κι αν βρούμε κάποιο χωριό, έχουμε λεφτά για καινούργια φορέματα; Δεν έχω ιδέα πόσα χρήματα έχεις, αλλά εγώ έχω μόνο δέκα χρυσά μάρκα, και ίσως το διπλάσιο ποσό σε ασημένια νομίσματα. Θα μας φτάσουν για δυο-τρεις βδομάδες, αλλά δεν ξέρω τι θα κάνουμε μετά».
«Μπορεί να πέρασες μερικές βδομάδες μαθητευόμενη στην Ταρ Βάλον», είπε γελώντας η Νυνάβε, «αλλά δεν έπαψες να σκέφτεσαι σαν διάδοχος του θρόνου. Δεν έχω ούτε το ένα δέκατο, όμως όλα μαζί φτάνουν για να περάσουμε δυο-τρεις μήνες με αρκετές ανέσεις. Πιο πολύ, αν κάνουμε κράτει. Δεν θα ράψουμε φορέματα, και δεν θα είναι καινούργια. Το γκρίζο μεταξωτό θα μας φανεί χρήσιμο, με τόσα μαργαριτάρια και χρυσή κλωστή. Αν δεν βρω γυναίκα που να το ανταλλάζει με δυο-τρία γερά φορέματα, θα σου δώσω το δαχτυλίδι και θα γίνω εγώ μαθητευόμενη». Ανέβηκε στη σέλα και άπλωσε το χέρι για να ανεβάσει πίσω της την Ηλαίην.
«Τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε στο Φάλμε;» ρώτησε η Ηλαίην, καθώς βολευόταν στα καπούλια της φοράδας.
«Θα ξέρω όταν φτάσουμε εκεί». Η Νυνάβε κοντοστάθηκε, χωρίς ακόμα να ξεκινήσει το άλογο. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις; Θα είναι επικίνδυνο».
«Πιο επικίνδυνο απ’ όσο είναι για την Εγκουέν και τη Μιν; Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα έρχονταν αυτές να μας βοηθήσουν· το ξέρω. Όλη μέρα θα στεκόμαστε εδώ;» Η Ηλαίην έχωσε τις φτέρνες στα πλευρά της φοράδας, κι αυτή ξεκίνησε.
Η Νυνάβε έστρεψε το άλογο, έτσι που ο ήλιος, που δεν είχε μεσουρανήσει ακόμα, να λάμπει στην πλάτη τους. «Θα πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Οι Άες Σεντάι που ξέρουμε καταλαβαίνουν μια γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει, αρκεί να βρεθούν στο μισό μέτρο κοντά της. Αυτές οι Άες Σεντάι ίσως μπορούν να μας αναγνωρίσουν μέσα στο πλήθος, αν ψάχνουν για μας, και καλά θα κάνουμε να πάρουμε για δεδομένο ότι θα μας ψάχνουν». Σίγουρα έψαχναν για μένα και την Εγκουέν. Αλλά γιατί;
«Ναι, να προσέχουμε. Είχες δίκιο και πριν. Δεν θα βοηθήσουμε καθόλου, αν πιάσουν και εμάς». Η Ηλαίην έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. «Λες να ήταν όλα ψέματα, Νυνάβε; Αυτά που μας είπε η Λίαντριν, ότι κινδυνεύει ο Ραντ; Και οι άλλοι; Οι Άες Σεντάι δεν λένε ψέματα».
Ήταν σειρά της Νυνάβε να μείνει σιωπηλή, καθώς θυμόταν τη Σέριαμ να της λέει για τους όρκους που έδινε μια γυναίκα, όταν γινόταν πλήρες μέλος της αδελφότητας, όρκους που πρόφερε μέσα σε ένα τερ’ανγκριάλ, που τη δέσμευε να τους κρατήσει. Να μην πει λέξη που δεν είναι αληθινή. Αυτός ήταν ένας από τους όρκους, αλλά όλοι ήξεραν ότι η αλήθεια που έλεγε μια Άες Σεντάι ίσως δεν ήταν η αλήθεια που νόμιζες ότι άκουγες. «Φαντάζομαι ότι ο Ραντ ζεσταίνει τα πόδια του στο τζάκι του Άρχοντα Άγκελμαρ στο Φαλ Ντάρα αυτή τη στιγμή», είπε. Δεν μπορώ ν’ ανησυχώ τώρα γι’ αυτόν. Πρέπει να έχω το νου μου στην Εγκουέν και τη Μιν.
«Φαντάζομαι πως έτσι είναι», είπε αναστενάζοντας η Ηλαίην. Ανακάθισε πίσω από τη σέλα. «Αν είναι πολύ μακριά το Φάλμε, Νυνάβε, περιμένω ότι θα καθόμαστε στη σέλα εναλλάξ. Αυτή η θέση δεν είναι πολύ βολική. Δεν πρόκειται να φτάσουμε ποτέ στο Φάλμε, αν αφήσεις το άλογο να πάει όπως θέλει αυτό».
Η Νυνάβε έβαλε τη φοράδα σ’ ένα ελαφρύ τροχασμό, και η Ηλαίην τσίριξε και έπιασε το μανδύα της. Η Νυνάβε σκέφτηκε πως μετά θα ήταν η σειρά της και δεν θα παραπονιόταν, αν η Ηλαίην έβαζε το άλογο να καλπάσει, αλλά αγνόησε τις πνιχτές κραυγές της γυναίκας, που αναπηδούσε πίσω της. Ήλπιζε πως, όταν πια έφταναν στο Φάλμε, δεν θα ένιωθε φόβο, αλλά θυμό.
Το αεράκι δυνάμωσε, δροσερό και καθαρό, με μια υπόσχεση για το κρύο που έμελλε να έρθει.