9 Αναχωρήσεις

Η εξωτερική αυλή ήταν σε κατάσταση οργανωμένου χάους, όταν έφτασε επιτέλους ο Ραντ με τα σακίδια της σέλας του και με το δέμα που περιείχε την άρπα και το φλάουτο. Ο ήλιος κόντευε να δείξει μεσημέρι. Άνδρες γυρνούσαν βιαστικά γύρω από τα άλογα, τραβούσαν τα λουριά που έδεναν τις σέλλες και τα φορτία για να δουν αν ήταν σφιχτά, ύψωναν φωνές. Άλλοι ορμούσαν με πράγματα της τελευταίας στιγμής που έπρεπε να μπουν στους σάκους, ή με νερό για τους ανθρώπους που δούλευαν, ή έτρεχαν να φέρουν κάτι που μόλις το είχαν θυμηθεί. Μα όλοι έμοιαζαν να ξέρουν ακριβώς τι έκαναν και πού πήγαιναν. Οι διάδρομοι των φρουρών και τα μπαλκόνια των τοξοτών ήταν πάλι πλημμυρισμένα κόσμο και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη έξαψη. Οπλές κροτούσαν στο πλακόστρωτο της αυλής. Ένα από τα υποζύγια άρχισε να κλωτσά και οι σταβλίτες έτρεξαν να το καλμάρουν. Στον αέρα βάραινε η μυρωδιά των αλόγων. Ο μανδύας του Ραντ προσπαθούσε να πεταρίσει στο αεράκι, το οποίο γέμιζε κυματάκια τα λάβαρα με το σκυμμένο γεράκι πάνω στους πύργους, αλλά τον συγκρατούσε το τόξο του, περασμένο διαγώνια στην πλάτη του.

Απ’ έξω από τις ανοιχτές πύλες ακούστηκαν οι ήχοι των σαρισοφόρων και των τοξοτών της Άμερλιν, οι οποίοι συγκεντρώνονταν σε σχηματισμό στην πλατεία. Είχαν πάει από γύρω, περνώντας από μια πλαϊνή πύλη. Ένας ακούστηκε να δοκιμάζει το κέρας του.

Κάποιοι από τους Προμάχους κοίταξαν τον Ραντ, καθώς διέσχιζε την αυλή· μερικοί σήκωσαν τα φρύδια, όταν είδαν το σπαθί με το σήμα του ερωδιού, μα κανείς δεν μίλησε. Οι μισοί φορούσαν τους μανδύες που σου έφερναν ταραχή όταν τους κοίταζες. Ήταν εκεί ο Μαντάρμπ, το άτι του Λαν, ψηλός, με μαύρο τρίχωμα και μάτια που πετούσαν σπίθες, μα ο Πρόμαχος έλειπε, και ακόμα δεν φαινόταν καμία Άες Σεντάι, καμία από τις γυναίκες. Η Αλντίμπ, η άσπρη φοράδα της Μουαραίν, πλησίασε ντελικάτα τον Μαντάρμπ.

Το ρούσο άτι του Ραντ ήταν στην άλλη ομάδα, στην απέναντι μεριά της αυλής· εκεί ήταν ο Ίνγκταρ, με έναν σημαιοφόρο ο οποίος κρατούσε το λάβαρο του Ίνγκταρ με τη Γκρίζα Κουκουβάγια, και είκοσι άλλοι αρματωμένοι με λόγχες, που κατέληγαν σε ατσάλινη αιχμή μήκους μισού μέτρου, όλοι πάνω στ’ άλογα. Τα πλέγματα στα κράνη κάλυπταν τα πρόσωπά τους και οι χρυσές χλαίνες με το Μαύρο Γεράκι στο στήθος έκρυβαν τις πανοπλίες τους. Μόνο το κράνος του Ίνγκταρ είχε οικόσημο, ένα μισοφέγγαρο πάνω από τα φρύδια του, με τις άκρες του να γυρνούν ψηλά. Ο Ραντ αναγνώρισε μερικούς άνδρες. Ήταν ο Ούνο ο οχετόστομος, ο οποίος είχε ένα μόνο μάτι και μια κάθετη ουλή στο πρόσωπο. Ο Ράγκαν και ο Μασέμα. Και άλλοι, με τους οποίους είχε πει δυο κουβέντες, ή είχε παίξει μια παρτίδα λίθους. Ο Ράγκαν του κούνησε το χέρι και ο Ούνο ένευσε, αλλά ο Μασέμα του έριξε μια ψυχρή ματιά και γύρισε αλλού, και δεν ήταν ο μόνος που έκανε έτσι. Τα φορτωμένα άλογά τους στέκονταν ήσυχα, κουνώντας τις ουρές.

Το μεγάλο ρούσο άλογο του Ραντ τιναζόταν, καθώς ο Ραντ έδενε τα σακίδια της σέλας και το δέμα του πίσω από την ψηλή ράχη της σέλας. Έβαλε το πόδι στον αναβολέα και μουρμούρισε, «Ήσυχα, Κοκκινοτρίχη», καθώς ανέβαινε στη σέλα, αλλά άφησε το άλογο να χοροπηδήσει για να εκτονώσει την καταπιεσμένη ορμή που ένιωθε τόσον καιρό στους στάβλους.

Προς έκπληξη του Ραντ, ο Λόιαλ εμφανίστηκε από τους στάβλους να έρχεται προς το μέρος τους. Το άτι του με τα τριχωτά υποκνήμια ήταν μεγαλόσωμο και βαρύ, σαν τον πιο εκλεκτό επιβήτορα ράτσας Ντούραν. Πλάι του, όλα τα άλλα ζώα έδειχναν συγκριτικά μικρόσωμα, σαν την Μπέλα, αλλά με τον Λόιαλ στη σέλα, το άλογά του έμοιαζε με πόνυ.

Ο Λόιαλ δεν έφερε όπλα, απ’ όσο έβλεπε ο Ραντ. Δεν είχε ακούσει ποτέ του για Ογκιρανό που να χρησιμοποιεί όπλο. Τα στέντιγκ τους πρόσφεραν αρκετή προστασία. Και ο Λόιαλ είχε τις δικές του ανάγκες, τις δικές του ιδέες για το τι ήταν απαραίτητο σ’ ένα ταξίδι. Οι τσέπες του μακριού παλιού του φούσκωναν προδοτικά, και τα σακίδια στη σέλα του είχαν γραμμές κι άκρες που έδειχναν βιβλία.

Ο Ογκιρανός σταμάτησε το άλογό του λίγο παραπέρα και κοίταξε τον Ραντ, με τα φουντωτά αυτιά του να τινάζονται αβέβαια.

«Δεν ήξερα ότι θα έρθεις», είπε ο Ραντ. «Νόμιζα όχι θα είχες βαρεθεί να ταξιδεύεις μαζί μας. Αυτή τη φορά κανείς δεν ξέρει πόσο καιρό θα μας πάρει, ούτε πού θα καταλήξουμε».

Τα αυτιά του Λόιαλ ανασηκώθηκαν λιγάκι. «Λεν ξέραμε ούτε και τότε, που σε πρωτοσυνάντησα. Εκτός αυτού, αυτό που ίσχυε τότε ισχύει και τώρα. Δεν μπορώ να χάσω αυτή την ευκαιρία, να δω την ιστορία να υφαίνεται γύρω από τα’βίρεν. Και να σε βοηθήσω να βρεις το Κέρας...»

Ο Ματ και ο Πέριν πλησίασαν καβάλα τον Λόιαλ και αταμάτησαν. Τα μάτια του Ματ έδειχναν κούραση, αλλά το πρόσωπό του έλαμπε από υγεία.

«Ματ», είπε ο Ραντ, «λυπάμαι για ό,τι είπα. Πέριν, δεν το εννοούσα. Ήμουν βλάκας».

Ο Ματ απλώς του έριξε μια ματιά, και μετά κούνησε το κεφάλι και είπε στον Πέριν κάτι που ο Ραντ δεν μπόρεσε να ακούσει. Ο Ματ είχε μόνο το τόξο και τη φαρέτρα του, αλλά ο Πέριν φορούσε επίσης το τσεκούρι του στη ζώνη, με τη μεγάλη, σε σχήμα μισοφέγγαρου λεπίδα να την ισορροπεί ένα χοντρό καρφί.

«Ματ; Πέριν; Ειλικρινά, δεν—» Αυτοί προχώρησαν προς τον Ίνγκταρ.

«Αυτό δεν είναι παλιό για ταξίδι, Ραντ», είπε ο Λόιαλ.

Ο Ραντ κοίταξε τα χρυσά αγκάθια που σκαρφάλωναν στο πορφυρό μανίκι του και έκανε μια γκριμάτσα. Δεν είναι παράξενο, που ο Ματ και ο Πέριν νομίζουν ότι τα μυαλά μου πήραν αέρα. Γυρνώντας στο δωμάτιό του, είχε βρει ότι είχαν πακετάρει και είχαν πάρει τα πάντα. Όλα τα απλά παλιά που του είχαν δώσει ήταν φορτωμένα στα άλογα, έτσι είχαν πει οι υπηρέτες· όλα τα παλτά τα οποία είχαν μείνει στη ντουλάπα ήταν φανταχτερά, σαν αυτό που φορούσε. Τα μόνα ρούχα που υπήρχαν στα σακίδια της σέλας του ήταν λίγα πουκάμισα, μερικές μάλλινες κάλτσες και ένα παντελόνι. Τουλάχιστον είχε βγάλει το χρυσό κορδόνι από το μανίκι του, αν και είχε ακόμα την κόκκινη καρφίτσα με τον αετό στην τσέπη. Στο κάτω-κάτω, ήταν δώρο του Λαν.

«Θα αλλάζω απόψε, όταν κάνουμε στάση», μουρμούρισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λόιαλ, σου είπα λόγια που δεν έπρεπε, και ελπίζω να με συγχωρέσεις. Έχεις κάθε δικαίωμα να μου κρατήσεις κακία, ελπίζω όμως να μην το κάνεις».

Ο Λόιαλ χαμογέλασε πλατιά και τα αυτιά του ορθώθηκαν. Πλησίασε με το άλογο του. «Κι εγώ όλο λέω πράγματα που δεν πρέπει. Οι Πρεσβύτεροι έλεγαν ότι μιλούσα μια ώρα πριν σκεφτώ».

Ξαφνικά ο Λαν βρέθηκε πλάι στον Ραντ, με την αρματωσιά με τις γκριζοπράσινες φολίδες, η οποία στο δάσος ή στο σκοτάδι τον έκανε σχεδόν αόρατο. «Πρέπει να σου μιλήσω, βοσκέ». Κοίταξε τον Λόιαλ. «Μόνο του, αν έχεις την καλοσύνη, Κατασκευαστή». Ο Λόιαλ ένευσε και απομακρύνθηκε με το μεγάλο άλογό του.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να σ’ ακούσω», είπε ο Ραντ στον Πρόμαχο. «Αυτά τα φανταχτερά ρούχα, κι όλα τα πράγματα που μου είπες, δεν βοήθησαν πολύ».

«Όταν δεν μπορείς να κερδίσεις μια μεγάλη νίκη, βοσκέ, μάθε να σου αρκούν οι μικρές. Αν τις έκανες να σε νομίζουν για κάτι παραπάνω από απλό χωριατόπαιδο, που θα το είχαν του χεριού τους, τότε κέρδισες μια μικρή νίκη. Τώρα σώπα κι άκου. Προλαβαίνω να σου κάνω μόνο ένα τελευταίο μάθημα, το πιο δύσκολο. Το Θηκάρωμα του Σπαθιού».

«Μια ώρα κάθε πρωί το μόνο που μ’ έβαζες να κάνω ήταν να τραβώ αυτό το παλτόσπαθο και να το ξαναβάζω στη θήκη. Όρθιος, καθισμένος, ξαπλωτός. Νομίζω ότι θα καταφέρω να το ξαναβάλω στο θηκάρι χωρίς να κοπώ».

«Είπα να ακούσεις, βοσκέ», μούγκρισε ο Πρόμαχος. «Θα ’ρθει καιρός που θα πρέπει να πετύχεις έναν σκοπό, οποιοδήποτε κι αν είναι το κόστος. Ίσως να έρθει πάνω στην άμυνα, ή στην επίθεση. Και ο μόνος τρόπος δα είναι να επιτρέψεις στο σπαθί να θηκαρωθεί στο ίδιο σου το σώμα».

«Αυτό είναι τρέλα», είπε ο Ραντ. «Γιατί θα–;»

Ο Πρόμαχος τον διέκοψε. «Θα το καταλάβεις, όταν συμβεί, βοσκέ, όταν το κέρδος Θα αξίζει τέτοιο τίμημα και δεν θα σου έχει μείνει άλλος δρόμος. Αυτό λέγεται Θηκάρωμα του Σπαθιού. Να το Θυμάσαι».

Η Άμερλιν εμφανίστηκε να διασχίζει το πλήθος στην αυλή, μαζί με τη Ληάνε και το ραβδί της, με τον Άρχοντα Άγκελμαρ στο πλευρό της. Ακόμα και φορώντας ένα πράσινο βελούδινο παλιό, ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα δεν έμοιαζε αταίριαστος ανάμεσα σε τόσους πάνοπλους άνδρες. Ακόμα δεν υπήρχε ίχνος από τις άλλες Άες Σεντάι. Καθώς περνούσαν, ο Ραντ άκουσε μέρος της συζήτησής τους.

«Μα, Μητέρα», διαμαρτυρόταν ο Άγκελμαρ, «δεν πρόλαβες να αναπαυτείς από το ταξίδι του ερχομού σου. Μείνε τουλάχιστον μερικές μέρες ακόμα. Σου υπόσχομαι μια γιορτή απόψε, που δεν θα γινόταν σχεδόν ούτε και στην Ταρ Βάλον».

Η Άμερλιν κούνησε το κεφάλι χωρίς να σταματήσει να περπατά. «Δεν μπορώ, Άγκελμαρ. Ξέρεις ότι θα έμενα, αν μπορούσα. Δεν σκόπευα να μείνω πολύ και υπάρχουν επείγοντα ζητήματα, τα οποία απαιτούν την παρουσία μου στον Λευκό Πύργο. Έπρεπε να είμαι εκεί τώρα».

«Μητέρα, με ντροπιάζει που ήρθες τη μια μέρα και φεύγεις την άλλη. Σου ορκίζομαι, δεν θα επαναληφθεί η χτεσινή βραδιά. Τριπλασίασα τους σκοπούς σας πύλες της πόλης, όπως επίσης και στο οχυρό. Έφερα ακροβάτες από την πόλη κι έρχεται βάρδος από το Μος Σιρέην. Ο Βασιλιάς Ήζαρ θα είναι τώρα στο δρόμο του από το Φαλ Μόραν. Έστειλα μήνυμα μόλις...»

Όπως προχωρούσαν στην αυλή, οι φωνές τους χάθηκαν, καθώς τις κατάπινε ο σαματάς των προετοιμασιών. Η Άμερλιν ούτε που κοίταξε προς τη μεριά του Ραντ.

Όταν ο Ραντ χαμήλωσε πάλι το βλέμμα, ο Πρόμαχος είχε φύγει, δεν φαινόταν πουθενά. Ο Λόιαλ ξανάρθε με το άλογο στο πλευρό του Ραντ, «Ώσπου να τον βρεις, τον χάνεις, ε, Ραντ; Μια είναι αλλού, μια εδώ, μια ξαναχάνεται, δεν προφταίνεις να τον δεις εκεί που φεύγει, ούτε εκεί που έρχεται».

Το Θηκάρωμα του Σπαθιού. Ο Ραντ ανατρίχιασε. Δεν στέκουν καλά στο μυαλό τους οι Πρόμαχοι.

Ο Πρόμαχος με τον οποίο μιλούσε η Άμερλιν ξαφνικά πήδηξε στη σέλα του. Πριν καν φτάσει στις ορθάνοιχτες πύλες, κάλπαζε ολοταχώς. Εκείνη στάθηκε να τον κοιτάζει, και η στάση της έμοιαζε να τον παρακινεί να κάνει πιο γρήγορα.

«Πού πάει με τόση φούρια;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Ραντ.

«Απ’ ό,τι άκουσα», είπε ο Λόιαλ, «η Έδρα της Άμερλιν θα έστελνε σήμερα κάποιον να πάει μέχρι το Άραντ Ντόμαν. Ακούστηκε ότι κάποια αναταραχή υπάρχει στην Πεδιάδα Άλμοθ και θέλει να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί τώρα; Απ’ ό,τι άκουσα, οι φήμες γι’ αυτές τις φασαρίες ήρθαν από την Ταρ Βάλον μαζί με τις Άες Σεντάι».

Ο Ραντ ένιωσε παγωνιά. Στο χωριό, ο πατέρας της Εγκουέν είχε ένα μεγάλο χάρτη, έναν χάρτη τον οποίο ο Ραντ καθόταν και χάζευε με τις ώρες, κάνοντας όνειρα, πριν μάθει πώς ήταν να βγαίνουν τα όνειρα αληθινά. Ο χάρτης εκείνος ήταν παμπάλαιος, δείχνοντας χώρες και έθνη που δεν υπήρχαν πια, όπως έλεγαν οι έμποροι που έρχονταν από μακριά, αλλά η Πεδιάδα Άλμοθ ήταν σημειωμένη, κολλητά με το Τόμαν Χεντ. Θα ξανανταμώσουμε στο Τόμαν Χεντ. Ήταν στην αντίπερα άκρη του κόσμου που ήξερε, στον Ωκεανό Άρυθ. «Δεν έχει να κάνει με μας», ψιθύρισε. «Δεν έχει να κάνει με μένα».

Ο Λόιαλ δεν φάνηκε να τον ακούει. Τρίβοντας το πλάι της μύτης του μ’ ένα δάχτυλο μεγάλο σαν λουκάνικο, ο Ογκιρανός ατένιζε ακόμα την πύλη όπου είχε εξαφανιστεί ο Πρόμαχος. «Αν ήθελε να μάθει, γιατί δεν έστελνε κάποιον πριν φύγει από την Ταρ Βάλον; Αλλά εσείς οι άνθρωποι είστε άστατοι και βιαστικοί, όλο τρεχάματα και ανακατωσούρες». Τα αυτιά του πάγωσαν από ντροπή. «Συγνώμη, Ραντ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, όταν λέω ότι μιλάω πριν σκεφτώ. Κι εγώ μερικές φορές είμαι άστατος και ορμητικός, όπως ξέρεις».

Ο Ραντ γέλασε. Ήταν ένα γελάκι αδύναμο, μα ένιωθε ωραία που είχε κάτι να γελάσει. «Μπορεί, αν ζούσαμε όσο εσείς οι Ογκιρανοί, να ήμασταν κι εμείς πιο φρόνιμοι». Ο Λόιαλ ήταν ηλικίας ενενήντα χρονών· για τους Ογκιρανούς, του έμεναν ακόμα δέκα χρόνια για να βγει μόνος έξω από το στέντιγκ. Πάντα ισχυριζόταν πως το γεγονός ότι είχε βγει ούτως ή άλλως, ήταν απόδειξη της ορμητικότητας του. Ο Ραντ είχε τη γνώμη πως, αν ο Λόιαλ ήταν δείγμα άστατου Ογκιρανού, τότε οι πιο πολλοί θα ’πρεπε να είναι φτιαγμένοι από πέτρα.

«Ίσως», είπε στοχαστικά ο Λόιαλ, «αλλά εσείς οι άνθρωποι κάνετε τόσα πολλά στη ζωή σας. Εμείς δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να κλεινόμαστε στα στέντιγκ μας. Τα άλση που φυτέψαμε και τα κτίρια που κατασκευάσαμε, όλα έγιναν πριν τελειώσει η Μακρά Εξορία». Ο Λόιαλ αγαπούσε τα άλση, όχι τα κτίρια για τα οποία οι άνθρωποι θυμόνταν τους Ογκιρανούς. Αυτά τα άλση, που είχαν φυτευτεί για να θυμούνται οι Ογκιρανοί Κατασκευαστές τα στέντιγκ, ήθελε να δει ο Λόιαλ και είχε φύγει από το σπίτι του. «Από τότε που ξαναβρήκαμε το δρόμο για τα στέντιγκ, εμείς οι...» Τα λόγια του ξεψύχησαν, καθώς τους πλησίαζε η Άμερλιν.

Ο Ίνγκταρ και οι άλλοι άνδρες ανασάλεψαν στη σέλα, έτοιμοι να αφιππεύσουν και να γονατίσουν, αλλά εκείνη τους έκανε νόημα να μείνουν όπως ήταν. Η Ληάνε στεκόταν στο πλάι της και ο Άγκελμαρ ένα Ρήμα παραπίσω. Από το βλοσυρό πρόσωπό του ήταν φανερό ότι είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια να την πείσει να μείνει κι άλλο.

Η Άμερλιν τους κοίταξε όλους έναν-έναν πριν μιλήσει. Το βλέμμα της δεν έμεινε πάνω στον Ραντ περισσότερο απ’ όσο στους άλλους.

«Η Ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου, Άρχοντα Ίνγκταρ», είπε τελικά. «Δόξα στους Κατασκευαστές, Λόιαλ Κισέραν».

«Μας τιμάς, Μητέρα. Είθε η ειρήνη να χαμογελά στην Ταρ Βάλον». Ο Ίνγκταρ υποκλίθηκε από τη σέλα του, το ίδιο έκαναν και οι άλλοι Σιναρανοί.

«Κάθε τιμή στην Ταρ Βάλον», είπε ο Λόιαλ, ενώ υποκλινόταν.

Μόνο ο Ραντ, και οι δύο φίλοι του στην άλλη άκρη της ομάδας, έμειναν όρθιοι. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι τους είχε πει η Άμερλιν. Η Ληάνε κοίταξε συνοφρυωμένη και τους τρεις, και τα μάτια του Άγκελμαρ άνοιξαν πλατιά, αλλά η Άμερλιν δεν έδωσε σημασία.

«Πάτε να βρείτε το Κέρας του Βαλίρ», τους είπε, «και η ελπίδα του κόσμου είναι μαζί σας. Το Κέρας δεν μπορεί να αφεθεί σε λάθος χέρια, ειδικά σε χέρια Σκοτεινόφιλων. Αυτοί που θα έρθουν για να απαντήσουν στο κάλεσμά του, θα έρθουν όποιος κι αν το ηχήσει, και είναι δεσμευμένοι στο Κέρας, όχι στο Φως».

Ένα σούσουρο ακούστηκε ανάμεσα στους άνδρες που άκουγαν. Όλοι πίστευαν ότι οι ήρωες που θα καλούνταν από τον τάφο θα πολεμούσαν για το Φως. Αν όμως μπορούσαν να πολεμήσουν για τη Σκιά...

Η Άμερλιν συνέχισε να μιλά, αλλά ο Ραντ δεν την άκουγε πια. Ο παρατηρητής είχε επιστρέψει. Οι τρίχες του σβέρκου του σάλεψαν. Κοίταξε τα γεμάτα κόσμο μπαλκόνια των τοξοτών που έβλεπαν στην αυλή, τις σειρές των ανθρώπων, που στριμώχνονταν στους διαδρόμους των σκοπών πάνω στα τείχη. Κάπου ανάμεσά τους ήταν τα μάτια που τον είχαν παρακολουθήσει αθέατα. Η ματιά κολλούσε πάνω του σαν βρώμικο λάδι. Δεν μπορεί να είναι Ξέθωρος, σ’ αυτό το μέρος. Ποιος λοιπόν; Ή τι; Στριφογύρισε στη σέλα, έστριψε τον Κοκκινοτρίχη, καθώς έψαχνε. Το ρούσο άλογο χοροπήδησε πάλι.

Ξαφνικά κάτι άστραψε μπροστά στο πρόσωπο του Ραντ. Ένας άνδρας που περνούσε πίσω από την Άμερλιν κραύγασε κι έπεσε κάτω, μ’ ένα βέλος με μαύρα πούπουλα να ξεπροβάλλει από το πλευρό του. Η Άμερλιν στάθηκε κοιτάζοντας γαλήνια ένα σχίσιμο στο μανίκι της· το αίμα σιγά-σιγά λέκιασε το γκρι μετάξι.

Μια γυναίκα τσίριξε και ξαφνικά η αυλή γέμισε κραυγές και φωνές. Ο κόσμος στα τείχη αναταράχτηκε με οργή, και όλοι οι άνδρες στην αυλή τράβηξαν το σπαθί τους. Ακόμα και ο Ραντ, όπως συνειδητοποίησε με έκπληξη.

Ο Άγκελμαρ ανέμισε τη λεπίδα του ψηλά. «Βρείτε τον!» βρυχήθηκε. «Φέρτε τον μπροστά μου!» Το πρόσωπό του από βυσσινί έγινε πελιδνό, όταν είδε το αίμα στο μανίκι της Άμερλιν. Έπεσε στα γόνατα, με το κεφάλι σκυμμένο. «Συγχώρεσέ με, Μητέρα. Απέτυχα να σε προστατέψω. Ντρέπομαι».

«Ανοησίες, Άγκελμαρ», είπε η Άμερλιν. «Ληάνε, μην σκοτίζεσαι για μένα και πήγαινε να δεις αυτόν τον άνθρωπο. Έχω κοπεί και χειρότερα καθαρίζοντας ψάρια, κι αυτός χρειάζεται βοήθεια τώρα. Άγκελμαρ, σήκω. Σήκω, Άρχοντα του Φαλ Ντάρα. Δεν απέτυχες και δεν έχεις λόγο να ντρέπεσαι. Την περασμένη χρονιά στο Λευκό Πύργο, με τους δικούς μου σκοπούς σε κάθε πόρτα και με Προμάχους ολόγυρά μου, ένας άνδρας με μαχαίρι έφτασε στα πέντε βήματα από μένα. Λευκομανδίτης, το δίχως άλλο, αν και δεν έχω αποδείξεις. Σε παρακαλώ, σήκω, αλλιώς θα νιώσω εγώ ντροπή». Καθώς ο Άγκελμαρ σηκωνόταν αργά, η Άμερλιν άγγιξε το κομμένο μανίκι της. «Είναι κακός σκοπευτής για τοξότης των Λευκομανδιτών, ή ακόμα και των Σκοτεινόφιλων». Τα μάτια της πετάρισαν και άγγιξαν τον Ραντ. «Αν σημάδευε εμένα». Το βλέμμα της χάθηκε, πριν ο Ραντ προλάβει να καταλάβει την έκφραση της, αλλά ξαφνικά θέλησε να ξεπεζέψει και να κρυφτεί.

Δεν σημάδευε αυτήν, και το ξέρει.

Η Ληάνε, που ήταν γονατιστή, σηκώθηκε. Κάποιος είχε απλώσει έναν μανδύα στο πρόσωπο του άνδρα που είχε δεχθεί το βέλος. «Είναι νεκρός, Μητέρα». Έμοιαζε κουρασμένη. «Ήταν νεκρός τη στιγμή που έπεφτε κάτω. Ακόμα κι αν ήμουν στο πλευρό του...»

«Έκανες ό,τι μπορούσες, Κόρη μου. Ο θάνατος δεν Θεραπεύεται».

Ο Άγκελμαρ ήρθε πιο κοντά. «Μητέρα, αν τριγύρω υπάρχουν Λευκομανδίτες φονιάδες, ή Σκοτεινόφιλοι, πρέπει να μου επιτρέψεις να στείλω άνδρες για συνοδεία σου. Τουλάχιστον μέχρι το ποτάμι. Δεν θ’ άντεχα να ζήσω, αν πάθαινες κάτι στο Σίναρ. Σε παρακαλώ, ξαναγύρνα στους γυναικωνίτες. Θα σε φρουρήσω με τη ζωή μου μέχρι να είσαι σε θέση να ταξιδέψεις».

«Ησύχασε», του είπε. «Αυτή η γρατσουνιά δεν θα με καθυστερήσει ούτε λεπτό. Ναι, ναι, μετά χαράς δέχομαι συνοδεία μέχρι το ποτάμι, αν επιμένεις. Αλλά δεν θα επιτρέψω σ’ αυτό το περιστατικό να καθυστερήσει τον Άρχοντα Ίνγκταρ ούτε στιγμή, επίσης. Μέχρι να ξαναβρεθεί το Κέρας, κάθε λεπτό είναι πολύτιμο. Έχω την άδειά σου, Άρχοντα Άγκελμαρ, να δώσω διαταγές στους ορκοδοσμένους σου;»

Εκείνος συμφώνησε κλίνοντας την κεφαλή. Εκείνη τη στιγμή θα της έδινε και το Φαλ Ντάρα, αν του το ζητούσε.

Η Άμερλιν στράφηκε στον Ίνγκταρ και τους άνδρες που ήταν συγκεντρωμένοι πίσω του. Δεν ξανακοίταξε τον Ραντ. Αυτός ξαφνιάστηκε, βλέποντάς την ξαφνικά να χαμογελά.

«Πάω στοίχημα πως το Ίλιαν δεν κατευοδώνει τόσο συναρπαστικά το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος», είπε. «Αλλά αυτό είναι το αληθινό Μεγάλο Κυνήγι. Είστε λίγοι, κι έτσι μπορείτε να ταξιδεύετε πιο γρήγορα, αλλά είστε αρκετοί για να κάνετε αυτό που πρέπει. Σου αναθέτω, Άρχοντα Ίνγκταρ του Οίκου Σινόβα, αναθέτω σε όλους, βρείτε το Κέρας του Βαλίρ, και μην αφήσετε τίποτα να μπει εμπόδιο στο δρόμο σας»,

Ο Ίνγκταρ έβγαλε γοργά το σπαθί από την πλάτη του και φίλησε τη λεπίδα. «Στη ζωή και την ψυχή μου, στον Οίκο και στην τιμή μου, το ορκίζομαι, Μητέρα».

«Πήγαινε, λοιπόν».

Ο Ίνγκταρ έστριψε το άλογό του προς την πύλη.

Ο Ραντ έχωσε τις φτέρνες στα πλευρά του Κοκκινοτρίχη και κάλπασε πίσω από τη φάλαγγα, η οποία ήδη περνούσε από τις πύλες και χανόταν.

Χωρίς να έχουν αντιληφθεί τι είχε συμβεί μέσα στο οχυρό, οι σαρισοφόροι και οι τοξότες της Άμερλιν στέκονταν σχηματίζοντας ένα μονοπάτι από τις πύλες ως την πόλη, με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον στα στήθη. Οι τυμπανιστές και οι σαλπιγκτές της περίμεναν κοντά στις πύλες, έτοιμοι να την ακολουθήσουν μόλις περνούσε. Πίσω από τις σειρές των αρματωμένων ο κόσμος είχε γεμίσει την πλατεία μπροστά στο οχυρό. Μερικοί ζητωκραύγασαν το λάβαρο του Ίνγκταρ, και άλλοι, χωρίς αμφιβολία, νόμισαν ότι ήταν η αναχώρηση της Έδρας της Άμερλιν. Ενθουσιώδεις ιαχές ακολούθησαν τον Ραντ, όπως περνούσε την πλατεία.

Ο Ραντ πρόφτασε τον Ίνγκταρ εκεί που μαγαζάκια και σπίτια με χαμηλά πρόστεγα στέκονταν αντικριστά, και το πλήθος συνέρεε πάλι στο λιθόστρωτο δρόμο. Κι απ’ αυτούς μερικοί επίσης ζητωκραύγασαν. Ο Ματ και ο Πέριν ήταν στην κεφαλή της φάλαγγας, μαζί με τον Ίνγκταρ και τον Λόιαλ, αλλά ο δυο τους έμειναν πίσω, όταν ήρθε μαζί τους ο Ραντ. Πώς Θα ζητήσω συγνώμη, αφού δεν κάθονται να τους μιλήσω; Που να καώ, δεν δείχνει να πεθαίνει.

«Ο Τσάνγκου και ο Νιντάο εξαφανίστηκαν», είπε απότομα ο Ίνγκταρ. Φαινόταν ψυχρός και θυμωμένος, αλλά επίσης και ταραγμένος. «Μετρήσαμε κεφάλια στο οχυρό, ζωντανούς και πεθαμένους, χτες το βράδυ και πάλι σήμερα το πρωί. Είναι οι μόνοι αδικαιολογήτως απόντες».

«Ο Τσάνγκου είχε σκοπιά στο μπουντρούμι χτες», είπε αργά ο Ραντ.

«Και ο Νιντάο. Είχαν τη δεύτερη βάρδια. Πάντα ήταν μαζί, ακόμα κι όταν έπρεπε να ανταλλάξουν υπηρεσίες, ή να κάνουν παραπανίσια δουλειά σε αντάλλαγμα. Δεν φυλούσαν σκοπιά όταν συνέβη αυτό, αλλά... Πολέμησαν στο Πέρασμα του Τάργουιν, πριν ένα μήνα, και έσωσαν τον Άρχοντα Άγκελμαρ, όταν το άλογά του σωριάστηκε κάτω με Τρόλοκ ολόγυρά του. Και τώρα αυτό. Σκοτεινόφιλοι». Ανάσανε βαθιά. «Όλα γκρεμίζονται».

Ένας καβαλάρης άνοιξε δρόμο στην ανθρωποθάλασσα που απλωνόταν και στις δύο πλευρές του δρόμου, και μπήκε στην ομάδα τους πίσω από τον Ίνγκταρ. Ήταν άνθρωπος της πόλης, όπως έδειχναν τα ρούχα του, λιγνός, με πρόσωπο γεμάτο γραμμές και μακριά, γκρίζα μαλλιά. Πίσω από τη σέλα του ήταν δεμένα ένα δέμα και παγούρια, και από τη ζώνη του κρεμόταν ένα κοντό σπαθί, ένας σπαθοσπάστης και ένα ρόπαλο.

Ο Ίνγκταρ πρόσεξε τις ματιές του Ραντ. «Αυτός είναι ο Χούριν, ο μυριστής μας. Δεν υπήρχε λόγος να πούμε στις Άες Σεντάι γι’ αυτόν. Όχι ότι αυτό που κάνει είναι κακό, καταλαβαίνεις. Ο Βασιλιάς έχει έναν μυριστή στο Φαλ Μόραν, και υπάρχει άλλος ένας στο Άνκορ Ντάιλ. Μόνο που στις Άες Σεντάι, σπάνια αρέσει κάτι που δεν καταλαβαίνουν, κι είναι και άντρας, ακόμα χειρότερα... Δεν έχει καμία σχέση με τη Δύναμη, φυσικά. Α! Για πες του εσύ, Χούριν».

«Μάλιστα, Άρχοντα Ίνγκταρ», είπε ο άνδρας. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον Ραντ από τη σέλα του. «Τιμή μου να υπηρετώ, Άρχοντά μου».

«Λέγε με Ραντ». Ό Ραντ άπλωσε το χέρι, και μετά από μια στιγμή ο Χούριν χαμογέλασε πλατιά και το έσφιξε.

«Όπως θέλεις, Άρχοντά μου Ραντ. Ο Άρχοντας Ίνγκταρ και ο Άρχοντας Κάτζιν δεν νοιάζονται πώς φέρεται ο άλλος —και ο Άρχοντας Άγκελμαρ, φυσικά— αλλά στην πόλη λένε ότι είσαι ξένος πρίγκιπας, από το νότο, και μερικοί ξένοι πρίγκιπες επιμένουν ότι ο καθένας πρέπει να ξέρει τη θέση του».

«Δεν είμαι άρχοντας» Τουλάχιστον τώρα θα γλιτώσω απ’ αυτά. «Λέγε με Ραντ, τίποτα παραπάνω».

Ο Χούριν έπαιξε τα μάτια. «Όπως επιθυμείς, Άρχ— ε — Ραντ. Βλέπεις, είμαι μυριστής. Αυτή την Ημέρα του Ήλιου κλείνουν τέσσερα χρόνια που το κάνω. Δεν είχα ξανακούσει γι’ αυτό το πράγμα, αλλά, απ’ ό,τι μαθαίνω, έχει και μερικούς άλλους σαν και μένα. Τούτο άρχισε σιγά-σιγά, όταν έπιανα άσχημες μυρωδιές εκεί που κανένας άλλος δεν μύριζε τίποτα, και δυνάμωσε. Πέρασε ολόκληρος χρόνος για να καταλάβω τι ήταν. Μύριζα τη βία, σκοτωμούς και πόνο. Μύριζα το μέρος που είχε συμβεί. Μύριζα τα ίχνη αυτού που το είχε κάνει. Κάδε ίχνος είναι διαφορετικό, έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να τα μπερδέψω. Ο Άρχοντας Ίνγκταρ το έμαθε και με πήρε στη δούλεψη του, υπηρέτη στη δικαιοσύνη του Βασιλιά».

«Μπορείς να μυρίσεις τη βία;» είπε ο Ραντ. Κοίταξε άθελα του τη μύτη του άλλου. Ήταν φυσιολογική μύτη, ούτε μεγάλη ούτε μικρή. «Θέλεις να πεις ότι μπορείς πραγματικά να ακολουθήσεις άνθρωπο που, ας πούμε, έχει σκοτώσει κάποιον; Με την οσμή;»

«Μπορώ, Άρχ— ε — Ραντ. Σβήνει με τον καιρό, αλλά όσο χειρότερη η βία, τόσο πιο πολύ κρατά. Αχ, ακόμα μυρίζω το πεδίο μιας μάχης που έγινε πριν δέκα χρόνια, αν και τα ίχνη των ανδρών που ήταν εκεί έχουν χαθεί. Πάνω, κοντά στη Μάστιγα, τα ίχνη των Τρόλοκ δεν σβήνουν σχεδόν ποτέ. Τι άλλο κάνουν οι Τρόλοκ, παρά να φέρνουν πόνο και θάνατο. Αλλά ένας καυγάς σε ταβέρνα, με κάνα σπασμένο χέρι... αυτή η μυρωδιά χάνεται σε λίγες ώρες».

«Καταλαβαίνω γιατί δεν θα ’θελες να το μάθουν οι Άες Σεντάι».

«Α, ο Άρχοντας Ίνγκταρ είχε δίκιο για τις Άες Σεντάι, που το Φως να τις φωτίζει — α — Ραντ. Ήταν μία στην Καιρχίν κάποτε —Καφέ Άτζα, αλλά ορκίζομαι ότι, πριν μ’ αφήσει στο τέλος να φύγω, πίστεψα πως ήταν Κόκκινο— που με κράτησε ένα μήνα, προσπαθώντας να βρει πώς το κάνω. Δεν της άρεσε που δεν ήξερε. Όλο μουρμούριζε, ‘Μήπως είναι παλιό που ξανάρθε, ή μήπως καινούργιο;’ και με κοίταζε έτσι που θα ’λεγε κανείς ότι στ’ αλήθεια χρησιμοποιούσα τη Μία Δύναμη. Μ’ είχε κάνει, σχεδόν, να αμφιβάλω κι εγώ ο ίδιος. Αλλά δεν τρελάθηκα, και δεν κάνω κάτι. Απλώς το μυρίζω».

Στο μυαλό του Ραντ ήρθαν τα λόγια της Μουαραίν. Οι παλιοί φραγμοί εξασθενούν. Οι καιροί μας διαλύονται, αλλάζουν. Παλιά πράγματα περπατούν ξανά, καινούργια πράγματα γεννιούνται. Ίσως ζήσουμε για να δούμε το τέλος μιας Εποχής. Ανατρίχιασε. «Θα ψάξουμε λοιπόν με τη μύτη σου γι’ αυτούς που πήραν το Κέρας».

Ο Ίνγκταρ ένευσε. Ο Χούριν χαμογέλασε καμαρωτός, και είπε, «Αυτό θα κάνουμε — α — Ραντ. Ακολούθησα έναν δολοφόνο μέχρι την Καιρχίν, κάποτε, και έναν άλλον ίσαμε το Μάραντον, για να τους φέρω πίσω στη δικαιοσύνη του Βασιλιά». Το χαμόγελό του έσβησε, και φάνηκε σαν κάτι να τον βασάνιζε. «Αυτό όμως είναι το χειρότερο απ’ όλα. Ο φόνος μυρίζει άσχημα, και τα ίχνη του φονιά βρωμάνε, αλλά αυτό...» Σούφρωσε τη μύτη. «Είχαν ανακατευτεί και άνθρωποι χτες βράδυ. Πρέπει να ήταν Σκοτεινόφιλοι, αλλά δεν μπορείς από τη μυρωδιά να πεις αν κάποιος είναι Σκοτεινόφιλος. Αυτό που θα ακολουθήσω είναι οι Τρόλοκ και οι Ημιάνθρωποι. Και κάτι ακόμα χειρότερο]». Χαμήλωσε σιγά-σιγά τη φωνή, κατσουφιάζοντας, μιλώντας μάλλον στον εαυτό του, αλλά ο Ραντ τον άκουσε. «Κάτι ακόμα χειρότερο, που το Φως να με βοηθήσει».

Έφτασαν στις πύλες της πόλης, και λίγο πέρα από τα τείχη ο Χούριν ύψωσε το πρόσωπο στην αύρα. Μύρισε, και μετά ρουθούνισε αηδιασμένος. «Κατά κει, Άρχοντα μου Ίνγκταρ». Έδειξε προς το νότο.

Ο Ίνγκταρ φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Όχι προς τη Μάστιγα;»

«Όχι, Άρχοντα Ίνγκταρ. Πφ!» Ο Χούριν σκούπισε το στόμα με το μανίκι του. «Σχεδόν μπορώ να τους γευτώ. Πήγαν νότια».

«Είχε δίκιο λοιπόν η Έδρα της Άμερλιν», είπε αργά ο Ίνγκταρ. «Γυναίκα σπουδαία και σοφή, που της αξίζουν καλύτεροι υπηρέτες από μένα. Ακολούθησε το μονοπάτι τους, Χούριν».

Ο Ραντ γύρισε και το βλέμμα του πέρασε τις πύλες, ακολούθησε το δρόμο και έφτασε στο οχυρό. Ευχήθηκε να ήταν καλά η Εγκουέν. Η Νυνάβε θα την προσέχει. Μπορεί έτσι να είναι καλύτερα, ένας γρήγορος χωρισμός με όσο το δυνατόν λιγότερο πόνο.

Ακολούθησε τον Ίνγκταρ και το λάβαρο με την Γκρίζα Κουκουβάγια προς το νότο. Ο άνεμος φυσούσε πιο δυνατά και, παρά τον ήλιο, ένιωθε την πλάτη του παγωμένη. Του φάνηκε πως άκουσε γέλιο στον άνεμο, αμυδρό και κοροϊδευτικό.


Το φεγγάρι που μίκραινε φώτιζε τους υγρούς, σκοτεινιασμένους δρόμους του Ίλιαν, οι οποίοι ακόμα αντηχούσαν από την εορταστική ατμόσφαιρα που είχε αφήσει πίσω της η μέρα. Σε λίγες μόνο μέρες, το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος θα ξεκινούσε, και οι συμμετέχοντες θα στέλνονταν προς το βορρά, με τα μεγαλεία και τις τελετές που είχαν παραδοθεί από την Εποχή των Θρύλων, όπως ισχυριζόταν η παράδοση. Τα γλέντια για τους Κυνηγούς είχαν συνεχιστεί και είχαν γίνει ένα με τη Γιορτή του Τέβεν, με τους περιβόητους διαγωνισμούς και τα δώρα για τους βάρδους. Το λαμπρότερο δώρο, όπως πάντα, θα το απένειμαν σε κείνον που θα απήγγειλε καλύτερα Το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος.

Απόψε οι βάρδοι ψυχαγωγούσαν τον κόσμο στα παλάτια και τα μέγαρα της πόλης, όπου οι σπουδαίοι και οι ισχυροί ξεφάντωναν και οι Κυνηγοί έρχονταν απ’ όλα τα έθνη για να εξορμήσουν και να βρουν, αν όχι το ίδιο το Κέρας του Βαλίρ, τουλάχιστον την αθανασία σε τραγούδια και ιστορίες. Θα απολάμβαναν μουσική και χορούς, με βεντάλιες και παγωμένα ποτά για ν’ αντιμετωπίσουν τον πρώτο αληθινό καύσωνα στην πόλη, μα το πανηγύρι ξεχυνόταν, επίσης, και στην πνιγηρή, φεγγαρόλουστη βραδιά. Κάθε μέρα Θα ήταν πανηγύρι, μέχρι την αρχή του Κυνηγιού, και κάθε νύχτα.

Οι άνθρωποι προσπερνούσαν τρέχοντας τον Μπέυλ Ντόμον, φορώντας μάσκες και κοστούμια παράδοξα και αφάνταστα, τα οποία συχνά φανέρωναν άφθονη σάρκα. Έτρεχαν φωνάζοντας και τραγουδώντας, πεντ’ έξι μαζί, μετά σκόρπιζαν κατά ζευγάρια, που χαχάνιζαν και αγκαλιάζονταν, και μετά μαζεύονταν πάλι είκοσι άτομα μαζί, σ’ ένα βραχνό μελίσσι. Πυροτεχνήματα τριζοβολούσαν στον ουρανό, με χρυσές και αργυρές εκρήξεις σε μαύρο φόντο. Το πλήθος των Διαφωτιστών στην πόλη πλησίαζε σε αριθμούς εκείνο των βάρδων.

Ο Ντόμον δεν είχε στη σκέψη του τα βεγγαλικά ή το Κυνήγι. Πήγαινε να ανταμώσει ανθρώπους που ίσως προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν.

Πέρασε τη Γέφυρα των Λουλουδιών, πάνω από ένα κανάλι της πόλης, και βγήκε στην Αρωματισμένη Συνοικία, την περιοχή του λιμανιού του Ίλιαν. Το κανάλι μύριζε δοχεία νυκτός, και τίποτα δεν φανέρωνε αν κάποτε υπήρχαν λουλούδια κοντά στη γέφυρα. Η συνοικία μύριζε καννάβι και πίσσα από τα ναυπηγεία και τους μόλους, και ξινή λάσπη του λιμανιού, ενώ την κατάσταση χειροτέρευε ο ζεστός αέρας, που έμοιαζε τόσο υγρός σαν να μπορούσες τον πιεις. Ο Ντόμον ανάσανε βαριά κάδε φορά που γυρνούσε από τα βόρεια, ξαφνιαζόταν από την πρώιμη καλοκαιρινή λαύρα του Ίλιαν, παρ’ όλο που είχε γεννηθεί εκεί.

Το ένα χέρι του κρατούσε ένα βαρύ ρόπαλο και το άλλο αναπαυόταν στη λαβή του κοντού σπαθιού, το οποίο είχε υψώσει αρκετές φορές για να υπερασπίσει τα καταστρώματα του ποταμόπλοιου του από επιδρομείς. Αυτές τις γιορτινές νύχτες καραδοκούσαν αρκετοί κλέφτες, για λεία πλούσια, και συνήθως ζαλισμένη από κρασί.

Αλλά ήταν μεγαλόσωμος και μυώδης άνδρας, και κανένας απ’ αυτούς που κυνηγούσαν το χρυσάφι δεν τον περνούσε για τόσο πλούσιο, με το απλό σακάκι του, ώστε να ρισκάρει να αντιμετωπίσει το μπόι και το ρόπαλό του. Οι λίγοι που τύχαινε να τον δουν καθαρά, όταν περνούσε από το φως που χυνόταν από κάποιο παράθυρο, έκαναν πίσω μέχρι να τους προσπεράσει. Είχε μελαχρινά μαλλιά, τα οποία κρέμονταν ως τους ώμους του, και μακριά γενειάδα που, αφήνοντας το πανωχείλι του γυμνό, ήταν σαν κορνίζα στο στρογγυλό πρόσωπό του· μα αυτό το πρόσωπο δεν έδειχνε ποτέ μαλθακό, και τώρα είχε μια βλοσυρή έκφραση, σαν να σκόπευε να προχωρήσει γκρεμίζοντας ό,τι εμπόδιο έβρισκε. Είχε να συναντήσει κάποιους, και δεν ένιωθε χαρά γι’ αυτό.

Κι άλλοι γλεντοκόποι τον προσπέρασαν, τραγουδώντας φάλτσα, με το κρασί να μπερδεύει τα λόγια τους. «Το Κέρας του Βαλίρ», μα την ηλικιωμένη γιαγιά μου! σκέφτηκε βαρύθυμα ο Ντόμον. Το πλοίο μου θέλω να σώσω. Και τη ζωή μου, που να με φάει η μοίρα μου.

Μπήκε σ’ ένα πανδοχείο, κάτω από μια πινακίδα που έδειχνε έναν μεγάλο ασβό με άσπρες ρίγες να χορεύει όρθιος στα πίσω πόδια μ’ έναν άνδρα που κρατούσε ασημένιο φτυάρι. Το Βόλεμα του Ασβού, λεγόταν, παρ’ όλο που ούτε και η Νιέντα Σιντόρο, η πανδοχέας, δεν ήξερε τι εννοούσε το όνομα· στο Ίλιαν υπήρχε ανέκαθεν πανδοχείο μ’ αυτό το όνομα.

Η κοινή αίθουσα, με πριονίδι στο πάτωμα και έναν μουσικό, που άρπιζε απαλά ένα δωδεκάχορδο μπίτερν, παίζοντας ένα μελαγχολικό τραγούδι των Θαλασσινών, ήταν καλοφωτισμένη και επικρατούσε ηρεμία. Η Νιέντα δεν επέτρεπε φασαρίες στο μαγαζί της και ο ανιψιός της, ο Μπίλι, ήταν ένα θηρίο, που μπορούσε να σηκώσει και να βγάλει άνθρωπο έξω με το ένα χέρι. Ναύτες, λιμενεργάτες και χαμάληδες έρχονταν στον Ασβό για να πιουν και να πουν ίσως καμιά κουβέντα, αλλά και για να παίξουν λίθους ή βελάκια. Τώρα η αίθουσα ήταν μισογεμάτη· ακόμα κι αυτοί που προτιμούσαν την ησυχία είχαν παρασυρθεί από το πανηγύρι. Οι συζητήσεις ήταν χαμηλόφωνες, αλλά ο Ντόμον άκουσε ν’ αναφέρουν το Κυνήγι, και τον ψεύτικο Δράκοντα που είχαν πιάσει οι Μουραντιανοί, και τον άλλον, που οι Δακρινοί κυνηγούσαν στο Χάντον Μιρκ. Φαινόταν να υπάρχουν αμφιβολίες, αν θα ήταν προτιμότερο να δει κανείς τον ψεύτικο Δράκοντα να πεθαίνει ή τους Δακρινούς.

Ο Ντόμον έκανε μια γκριμάτσα. Ψεύτικοι Δράκοντες! Που να με φάει η μοίρα μου, κανένα μέρος δεν είναι ασφαλές αυτούς τους καιρούς. Αλλά δεν είχε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους ψεύτικους Δράκοντες, ούτε και για το Κυνήγι.

Η κοντόχοντρη ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, με τα μαλλιά τυλιγμένα κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, σκούπιζε ένα κύπελλο και κοίταζε το πανδοχείο της με μάτι που έκοβε. Δεν σταμάτησε τη δουλειά της, σχεδόν δεν τον κοίταξε καν, αλλά το αριστερό βλέφαρό της χαμήλωσε και τα μάτια της γύρισαν σε τρεις άνδρες, οι οποίοι κάθονταν σ’ ένα τραπέζι στη γωνία. Ήταν σιωπηλοί, ακόμα και για τον Ασβό, σχεδόν νηφάλιοι, και τα μεταξωτά καπέλα τους, που είχαν σχήμα καμπάνας, και τα σκούρα σακάκια τους, που είχαν κεντημένα στο στήθος ασημένια και πορφυρά και χρυσά διακριτικά, ξεχώριζαν ανάμεσα στα απλά ρούχα των άλλων πελατών.

Ο Ντόμον αναστέναξε και κάθισε σ’ ένα τραπέζι στη γωνία, μόνος του. Καιρχινοί, αυτή τη φορά. Πήρε ένα κύπελλο με καστανόχρωμη μπύρα από μια υπηρέτρια και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά. Όταν κατέβασε το κύπελλο, οι τρεις άνδρες με τα ριγέ σακάκια στέκονταν πλάι στο τραπέζι του. Έκανε μια αδιόρατη κίνηση, για να δείξει στη Νιέντα ότι δεν χρειαζόταν τον Μπίλι.

«Ο Καπετάνιος Ντόμον;» Κανείς από τους τρεις δεν είχε κάτι χαρακτηριστικό, αλλά ο ομιλητής είχε έναν αέρα που έκανε τον Ντόμον να τον πάρει για αρχηγό τους. Δεν φαινόταν να έχουν όπλα· παρά τα ωραία ρούχα τους, δεν έδειχναν να τα χρειάζονται. Αυτά τα συνηθισμένα πρόσωπα είχαν μάτια γεμάτα σκληρότητα. «Ο Καπετάνιος Ντόμον, του Αφρόνερου;»

Ο Ντόμον συμφώνησε, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι, και οι τρεις άνδρες κάθισαν, χωρίς να περιμένουν πρόσκληση. Ο ίδιος άνδρας συνέχισε την κουβέντα· οι άλλοι δύο απλώς κοίταζαν, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν συχνά τα βλέφαρα. Σωματοφύλακες, σκέφτηκε ο Ντόμον, κι ας φοράνε καλοφτιαγμένα ρούχα. Ποιος είναι που έχει δυο σωματοφύλακες να τον προσέχουν;

«Καπετάνιε Ντόμον, έχουμε ένα σημαντικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να μεταφερθεί από το Μαγιέν στο Ίλιαν».

«Το Αφρόνερο είναι ποταμόπλοιο», τον διέκοψε ο Ντόμον. «Το σκαρί του είναι ρηχό και δεν έχει καρίνα για βαθιά νερά». Δεν ήταν ακριβώς έτσι, αλλά αρκούσε για τους στεριανούς. Τουλάχιστον είναι μια αλλαγή από το Δάκρυ. Έβαλαν μυαλό.

Ο άνδρας δεν φάνηκε να ενοχλείται από τη διακοπή. «Ακούσαμε ότι εγκαταλείπεις το εμπόριο στο ποτάμι».

«Μπορεί να το παρατάω, μπορεί και όχι. Δεν αποφάσισα». Όμως το είχε πάρει απόφαση. Δεν θα ξανανέβαινε το ποτάμι, δεν θα ξαναπήγαινε στις Μεθόριες, ακόμα και για όλα τα μετάξια που μετέφεραν τα πλοία των Δακρινών. Οι Σαλδικές γούνες και οι παγοπιπεριές δεν το άξιζαν πια, και δεν είχε σχέση με τον ψεύτικο Δράκοντα, για τον οποίο είχε ακούσει εκεί. Για μια ακόμα φορά όμως αναρωτήθηκε πώς να είχε μαθευτεί. Δεν το είχε πει σε κανέναν, αλλά το ήξεραν και οι άλλοι.

«Μπορείς να φτάσεις εύκολα ως το Μαγιέν, πλέοντας κοντά στην ακτή. Σίγουρα, Καπετάνιε, δεν θα είχες αντίρρηση να πας από τα ρηχά για χίλια χρυσά μάρκα».

Ο Ντόμον, άθελά του, γούρλωσε τα μάτια. Ήταν τα τετραπλάσια από την τελευταία προσφορά, που κι εκείνη τον είχε αφήσει να χάσκει. «Τι θέλετε να φέρω για τόσα λεφτά; Την ίδια την Πρώτη του Μαγιέν; Το Δάκρυ τελικά την ανάγκασε να φύγει, λοιπόν;»

«Δεν χρειάζεσαι ονόματα, Καπετάνιε». Ο άνδρας ακούμπησε ένα μεγάλο δερμάτινο πουγκί στο τραπέζι, και μια σφραγισμένη περγαμηνή. Το πουγκί κουδούνισε βαριά, καθώς το έσπρωχνε στο τραπέζι. Ο μεγάλος κόκκινος κέρινος κύκλος, ο οποίος κρατούσε την περγαμηνή κλειστή, είχε τον πολυάκτινο Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν. «Διακόσια προκαταβολή. Για χίλια μάρκα, νομίζω ότι δεν χρειάζεσαι ονόματα. Δώσε το αυτό, με τη σφραγίδα γερή, στον Λιμενάρχη του Μαγιέν, κι εκείνος θα σου δώσει ακόμα τριακόσια και τον επιβάτη σου. Θα σου δώσω τα υπόλοιπα όταν παραδώσεις τον επιβάτη εδώ. Αρκεί να μην έχεις προσπαθήσει να ανακαλύψεις την ταυτότητά του».

Ο Ντόμον πήρε μια βαθιά ανάσα. Μοίρα μου, θ’ άξιζε το ταξίδι, ακόμα κι αν αυτό το πουγκί ήταν η μόνη πληρωμή μου. Και τα χίλια μάρκα ήταν περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα έβγαζε καθαρά σε τρία χρόνια. Υποψιαζόταν πως, αν το σκάλιζε κι άλλο, θα άκουγε κι άλλους υπαινιγμούς, απλώς υπαινιγμούς, ότι το ταξίδι αυτό αφορούσε κρυφές συναλλαγές μεταξύ του Συμβουλίου των Εννέα του Ίλιαν και της Πρώτης του Μαγιέν. Η πόλη-κράτος της Πρώτης ήταν επαρχία του Δακρίου σ’ όλα εκτός από το όνομα, και σίγουρα θα της άρεσε η βοήθεια του Ίλιαν. Και υπήρχαν πολλοί στο Ίλιαν, που έλεγαν πως ήταν καιρός για έναν ακόμη πόλεμο, πως το Δάκρυ είχε μεγαλύτερο μερίδιο απ’ ό,τι του έπρεπε στο εμπόριο της Θάλασσας των Καταιγίδων. Ήταν το κατάλληλο δίχτυ για να τον τυλίξει, αν δεν είχε δει τρία όμοια τον περασμένο μήνα.

Άπλωσε το χέρι για να πάρει το πουγκί, και ο μοναδικός συνομιλητής του τον έσφιξε από τον καρπό. Ο Ντόμον τον αγριοκοίταξε, αλλά εκείνος του ανταπέδωσε ατάραχος το βλέμμα.

«Πρέπει να σαλπάρεις το συντομότερο δυνατόν, Καπετάνιε».

«Μόλις χαράξει», μούγκρισε ο Ντόμον, και ο άλλος ένευσε και τον άφησε.

«Μόλις χαράξει, λοιπόν, Καπετάνιε Ντόμον. Μην ξεχνάς ότι οι διακριτικοί άνθρωποι επιζούν για να ξοδέψουν τα λεφτά τους».

Ο Ντόμον παρακολούθησε με τον βλέμμα τους τρεις να φεύγουν, και μετά κοίταξε ξινά το πουγκί και την περγαμηνή στο τραπέζι μπροστά του. Κάποιος τον ήθελε να πάει ανατολικά. Στο Δάκρυ ή στο Μαγιέν, δεν είχε σημασία, αρκεί ο Ντόμον να πήγαινε ανατολικά. Του φάνηκε πως ήξερε ποιος ήταν. Μα και πάλι, δεν έχω την παραμικρή ιδέα γι’ αυτούς. Ποιος άραγε μπορούσε να ξέρει ποιοι ήταν Σκοτεινόφιλοι; Αλλά ήξερε ότι οι Σκοτεινόφιλοι τον κυνηγούσαν, πριν ακόμα αφήσει το Μάραμπον για να ξανακατέβει το ποτάμι. Σκοτεινόφιλοι και Τρόλοκ. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Η πραγματική ερώτηση, για την οποία δεν είχε απάντηση, ήταν, γιατί;

«Μπελάδες, Ντόμον;» ρώτησε η Νιέντα. «Μοιάζεις λες και είδες Τρόλοκ». Χαχάνισε, ένας ήχος εντελώς αταίριαστος για γυναίκα τόσο μεγαλόσωμη. Όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που δεν είχαν πάει ποτέ στις Μεθόριες, η Νιέντα δεν πίστευε στους Τρόλοκ. Είχε προσπαθήσει να της πει την αλήθεια· απολάμβανε τις ιστορίες του, και πίστευε πως όλες ήταν ψέματα. Ούτε και στο χιόνι πίστευε.

«Κανένας μπελάς, Νιέντα». Έλυσε το πουγκί, έβγαλε ένα νόμισμα δίχως να το κοιτάξει και της το πέταξε. «Ποτά για όλους, μέχρι να σωθεί αυτό, και μετά θα σου δώσω κι άλλο».

Η Νιέντα κοίταξε το νόμισμα ξαφνιασμένα. «Μάρκο της Ταρ Βάλον! Τώρα έχεις πάρε-δώσε με τις μάγισσες, Μπέυλ;»

«Όχι», απάντησε βραχνά. «Όχι, καθόλου!»

Εκείνη δάγκωσε το κέρμα και ύστερα το έχωσε πίσω από τη φαρδιά ζώνη της. «Πάντως είναι χρυσό. Και κάτι μου λέει ότι οι μάγισσες δεν είναι τόσο κακές όσο τις παριστάνουν μερικοί. Αυτό δεν θα το έλεγα στον καθένα. Ξέρω έναν ενεχυροδανειστή που τα παίρνει. Δεν θέλω άλλο, με την αναδουλειά που έχει απόψε. Να σου βάλω μπύρα, Μπέυλ;»

Αυτός ένευσε σαστισμένος, αν και το κύπελλό του ήταν σχεδόν γεμάτο, και η Νιέντα τον άφησε κι έφυγε. Ήταν φίλη του και δεν θα μιλούσε γι’ αυτό που είχε δει. Ο Μπέυλ κάθισε κοιτάζοντας το δερμάτινο πουγκί. Η σερβιτόρα έφερε ακόμα ένα κύπελλο, πριν αυτός προλάβει να πάρει θάρρος και να το ανοίξει για να δει τα νομίσματα. Τα κούνησε με το γεμάτο κάλους δάχτυλό του. Χρυσά μάρκα άστραψαν στο φως της λάμπας, κι όλα είχαν τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, που θα ήταν η καταδίκη του. Έδεσε βιαστικά το πουγκί. Επικίνδυνα νομίσματα. Ίσως μπορούσε να περάσει εδώ κι εκεί ένα ή δύο, αλλά τόσα μαζεμένα θα έκαναν τον κόσμο να πιστέψει αυτό ακριβώς που είχε σκεφτεί η Νιέντα. Στην πόλη υπήρχαν Τέκνα του Φωτός και, παρ’ όλο που στο Ίλιαν δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει τις συναλλαγές με Άες Σεντάι, ο Μπέυλ δεν θα προλάβαινε να πάει σε δικαστή, αν το μάθαιναν τα Τέκνα. Δεν θα μπορούσε να κρατήσει τα χρήματα και να μείνει στο Ίλιαν, αυτό είχαν φροντίσει να προλάβουν οι τρεις άνδρες.

Εκεί που καθόταν και σκεφτόταν ανήσυχος, μπήκε στον Ασβό ο Γιάριν Μάελνταν, ένας μελαγχολικός ψηλολέλεκας, ο οποίος ήταν ο ύπαρχός του στο Αφρόνερο, με τα φρύδια κατεβασμένα ως τη μακριά μύτη του, και στάθηκε πάνω από το τραπέζι του καπετάνιου του. «Σκότωσαν τον Καρν, Καπετάνιο».

Ο Ντόμον τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Τρεις ακόμα άνδρες του πληρώματος του είχαν σκοτωθεί, ένας κάδε φορά που έλεγε όχι σε μια αποστολή που θα τον πήγαινε στα ανατολικά. Οι δικαστές δεν είχαν κάνει τίποτα· οι δρόμοι τις νύχτες ήταν επικίνδυνοι, είχαν πει, και οι ναύτες άνθρωποι τραχείς και καβγατζήδες. Οι δικαστές σπανίως νοιάζονταν για όσα γίνονταν στην Αρωματισμένη Συνοικία, αρκεί να μην πάθαινε τίποτα κανείς αξιοσέβαστος πολίτης.

«Μα αυτή τη φορά τους είπα ότι δέχομαι», μουρμούρισε.

«Δεν είναι μόνο αυτό, Καπετάνιε», είπε ο Γιάριν. «Τον πετσόκοψαν με μαχαίρια, σαν να ήθελαν να τους πει κάτι. Και μερικοί άλλοι προσπάθησαν να ανέβουν κρυφά στο Αφρόνερο ούτε μια ώρα πριν. Οι σκοποί των μόλων τους έδιωξαν. Τρίτη φορά σε δέκα μέρες, και δεν ξέρω κλεφτάκια του λιμανιού με τόση επιμονή. Τους αρέσει να αφήνουν τα πράγματα να καταλαγιάσουν πριν ξαναδοκιμάσουν. Κάποιοι άλλοι, πάλι, τρύπωσαν στο δωμάτιο μου στο Ασημένιο Δελφίνι χτες βράδυ. Πήραν κάτι ασημένια που έχω, και θα πίστευα ότι ήταν κλέφτες, αλλά άφησαν την αγκράφα μου σε φανερό σημείο, εκείνη με τους γρανάτες και τους σεληνόλιθους. Τι συμβαίνει, Καπετάνιε; Οι άνδρες φοβούνται, κι εγώ είμαι λιγάκι νευρικός».

Ο Ντόμον σηκώθηκε όρθιος. «Μάζεψε το πλήρωμα, Γιάριν. Βρες τους και πες τους ότι το Αφρόνερο σαλπάρει μόλις ανέβουν αρκετοί για να το κουμαντάρουν». Έχωσε την περγαμηνή στην τσέπη του πανωφοριού του, άρπαξε το πουγκί με το χρυσάφι και έσπρωξε τον ύπαρχό του να βγει από την πόρτα. «Μάζεψε τους, Γιάριν, γιατί όποιον δεν προλάβει Θα τον αφήσω να στέκει στην αποβάθρα, να μας κοιτάζει από μακριά».

Ο Ντόμον έσπρωξε τον Γιάριν για να το βάλει στα πόδια, και μετά προχώρησε προς τους μόλους. Ακόμα και οι κλέφτες που άκουγαν το κουδούνισμα του πουγκιού τον απέφευγαν, επειδή τώρα περπατούσε σαν άνθρωπος που πήγαινε να κάνει φόνο.

Υπήρχαν ήδη ναύτες που ανέβαιναν στο Αφρόνερο, όταν έφτασε εκεί, και άλλοι, που έτρεχαν ξυπόλυτοι στην πέτρινη αποβάθρα. Δεν ήξεραν τι φοβόταν πως τον κυνηγούσε, ούτε καν αν τον κυνηγούσε κάτι, αλλά ήξεραν ότι έβγαζε καλά κέρδη και, όπως έλεγαν κι έθιμα των Ιλιανών, έδινε μερίδιο στο πλήρωμα.

Το Αφρόνερο είχε μήκος 24 μέτρα, με δυο κατάρτια, τόσο πλατύ στο πλατύτερο σημείο του, που μπορούσε να έχει φορτίο και στο κατάστρωμα, όπως επίσης και στα αμπάρια του. Αν και ο Ντόμον είχε πει άλλα στον Καιρχινό —αν ήταν Καιρχινός— του φαινόταν πως θα άντεχε το ανοιχτό πέλαγος. Η Θάλασσα των Καταιγίδων το καλοκαίρι ήταν πιο ήρεμη.

«Πρέπει να αντέξει», μουρμούρισε, και κατέβηκε στην καμπίνα του, που ήταν στην πρύμνη.

Πέταξε το πουγκί με το χρυσάφι στο κρεβάτι του, που ήταν φτιαγμένο με προσοχή κολλητά στο κύτος, σαν όλα τα άλλα εκεί μέσα, και έβγαλε την περγαμηνή. Άναψε μια λάμπα που κρεμόταν από το ταβάνι, και εξέτασε το σφραγισμένο έγγραφο, γυρίζοντάς το, σα να μπορούσε να διαβάσει αυτά που έγραφε μέσα χωρίς να το ανοίξει. Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σμίξει να φρύδια.

«Έλα».

Ο Γιάριν έχωσε το κεφάλι του. «Ήρθαν όλοι, εκτός από τρεις που δεν τους βρήκα, Καπετάνιε. Αλλά το είπα σε όλες τις ταβέρνες, τα καταγώγια και τα μαγαζιά. Θα έχουν γυρίσει στο πλοίο, πριν φωτίσει αρκετά για να ανέβουμε το ποτάμι».

«Το Αφρόνερο σαλπάρει τώρα. Προς τη θάλασσα». Ο Ντόμον έκοψε τον Γιάριν, ο οποίος διαμαρτυρόταν για το φως, για την παλίρροια, για το Αφρόνερο, που δεν ήταν φτιαγμένο για το πέλαγος. «Τώρα! Το Αφρόνερο μπορεί να περάσει από τις αμμόξερες και με άμπωτη. Δεν πιστεύω να ξέχασες πώς αρμενίζουμε με τα άστρα, ε; Βγάλε το, Γιάριν. Βγάλε το τώρα, και ξαναέλα όταν θα είμαστε πέρα από τον κυματοθραύστη».

Ο ύπαρχός του δίστασε —ο Ντόμον πάντα ήταν στο κατάστρωμα, δίνοντας διαταγές όποτε ήταν δύσκολο το πιλοτάρισμα, και τώρα, που έβγαζαν το Αφρόνερο με τη νύχτα, θα ήταν σίγουρα δύσκολο, είτε τα νερά ήταν ρηχά είτε όχι— και μετά ένευσε κι εξαφανίστηκε. Σε λίγες στιγμές τρύπωσαν στην καμπίνα του Ντόμον οι φωνές του Γιάριν, που έδινε διαταγές, και το ποδοβολητό γυμνών ποδιών. Αυτός δεν έδωσε σημασία, ακόμα κι όταν το πλοίο κλυδωνίστηκε, πέφτοντας στο ρεύμα της παλίρροιας.

Τελικά σήκωσε το θαμπόγυαλο της λάμπας και έχωσε ίνα μαχαίρι στη φλόγα. Πετάχτηκαν τολύπες καπνού, καθώς το λάδι καιγόταν πάνω στη λεπίδα, αλλά, πριν το μέταλλο κοκκινίσει, ο Ντόμον παραμέρισε τους χάρτες, έστρωσε την περγαμηνή στο γραφείο έτσι που να είναι ίσια, και άρχισε να κουνά αργά το καυτό ατσάλι κάτω από το βουλοκέρι. Η πάνω δίπλα άνοιξε.

Ήταν ένα απλό έγγραφο, χωρίς προοίμιο ή προσφώνηση, που έκανε τον ιδρώτα να κυλήσει στο μέτωπο του Ντόμον.

Ο κομιστής αυτού είναι ένας Σκοτεινόφιλος, ο οποίος καταζητείται στην Καιρχίν για δολοφονίες κι άλλα οικτρά εγκλήματα, το πιο ασήμαντο από τα οποία είναι κλοπή από το Πρόσωπό Μας. Ζητούμε από εσάς να συλλάβετε αυτόν τον άνθρωπο και να κατάσχετε ό,τι έχει στην κατοχή του, ακόμα και το πιο ασήμαντο αντικείμενο. Ο αντιπρόσωπός Μας δα έρθει για να παραλάβει ό,τι έχει κλέψει από Εμάς. Ας παραμείνουν σε σας όλα τον τα υπάρχοντα, εκτός από αυτά που θα διεκδικήσουμε, ως ανταμοιβή για τη σύλληψή του. Ας σταλεί αμέσως στην αγχόνη αυτός ο αχρείος κακούργος, ώστε η Σκιογέννητη αθλιότητά του να μην μολύνει πια το Φως.

Σφραγισμένο με το Χέρι Μας

Γκάλντριαν σου Ριάτιν Ρι

Βασιλιάς της Καιρχίν

Υπερασπιστής του Δρακότειχους

Στο λεπτό βουλοκέρι κάτω από την υπογραφή ήταν αποτυπωμένη η σφραγίδα με τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν και τα Πέντε Άστρα του Οίκου Ριάτιν.

«Υπερασπιστής του Δρακότειχους, μα την ηλικιωμένη γιαγιά μου», έκρωξε ο Ντόμον. «Σιγά μην έχει ακόμα το δικαίωμα να αυτοαποκαλείται έτσι».

Εξέτασε εξονυχιστικά τις σφραγίδες και την υπογραφή, κρατώντας το έγγραφο κοντά στη λάμπα, με τη μύτη του να χαϊδεύει σχεδόν την περγαμηνή, μα δεν βρήκε κανένα σφάλμα, κι όσο για την υπογραφή, δεν είχε ιδέα για το γραφικό χαρακτήρα του Γκάλντριαν. Υποψιαζόταν πως, αν δεν ήταν ο ίδιος ο Βασιλιάς που το είχε υπογράψει, τότε ήταν κάποιος που είχε μιμηθεί καλά τη τζίφρα του Γκάλντριαν. Ό,τι και να ’ταν, δεν άλλαζε τίποτα. Στο Δάκρυ, αυτό το γράμμα θα ήταν η καταδίκη κάδε Ιλιανού που θα το είχε στα χέρια του. Ή στο Μαγιέν, που η Δακρινή επιρροή ήταν τόσο μεγάλη. Δεν υπήρχε πόλεμος τώρα, και άνθρωποι και από τα δύο λιμάνια πηγαινοέρχονταν ελεύθερα, αλλά στο Δάκρυ έβλεπαν τους Ιλιανούς με μισό μάτι, και το αντίστροφο. Ειδικά τώρα που υπήρχε τέτοιο πρόσχημα.

Για μια στιγμή, σκέφτηκε να ρίξει την περγαμηνή στη φλόγα της λάμπας —ήταν επικίνδυνη στην κατοχή του, είτε στο Δάκρυ είτε στο Ίλιαν, ή όπου αλλού μπορούσε να φανταστεί— αλλά στο τέλος την έχωσε προσεκτικά σε ένα κρυφό ντουλαπάκι πίσω από το γραφείο του, το οποίο ήταν σκεπασμένο από ένα μέρος της επένδυσης του τοίχου, που μόνο αυτός ήξερε πώς άνοιγε.

«Τα υπάρχοντά μου, ε;»

Συνέλεγε παλιά αντικείμενα, όσο μπορούσε, έτσι όπως ζούσε στο καράβι. Αυτά που δεν μπορούσε να τα αγοράσει, επειδή ήταν πολύ ακριβά ή πολύ μεγάλα, τα συνέλεγε με το να τα βλέπει και να τα θυμάται. Όλα αυτά τα ενθυμήματα των περασμένων καιρών, αυτά τα θαύματα τα σκορπισμένα στον κόσμο, ήταν που τον είχαν δελεάσει για να μπαρκάρει όταν ήταν μικρός. Είχε προσθέσει τέσσερα στη συλλογή του από το Μάραντον στο τελευταίο ταξίδι του, και τότε είχαν αρχίσει να τον καταδιώκουν οι Σκοτεινόφιλοι. Και οι Τρόλοκ, επίσης, για ένα διάστημα. Είχε ακούσει ότι η Ασπρογέφυρα είχε καεί ολοσχερώς μόλις είχε φύγει από κει, και είχαν ακουστεί φήμες για Μυρντράαλ, όπως και για Τρόλοκ. Όλα μαζί τον είχαν πείσει, αρχικά, ότι δεν έβγαζε πράγματα από το μυαλό του, και αυτά ακριβώς τον είχαν προειδοποιήσει να φυλάγεται, όταν του είχαν προσφέρει την πρώτη εκείνη παράδοξη αποστολή, δίνοντάς του πολλά λεφτά για ένα απλό ταξίδι στο Δάκρυ, με εξήγηση μια ιστορία που έμπαζε νερά από πανιού.

Έψαξε στο σεντούκι και έβγαλε στο γραφείο αυτά που είχε αγοράσει από το Μάραντον. Ένα φωτόραβδο, απομεινάρι της Εποχής των Θρύλων, ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Το σίγουρο ήταν ότι κανείς δεν ήξερε πια να τα κατασκευάζει. Ήταν ακριβό, πιο σπάνιο κι από τίμιο δικαστή. Έμοιαζε με απλή γυάλινη ράβδο, ήταν πιο χοντρό από τον αντίχειρά του και κάπως κοντύτερο από τον πήχυ του, αλλά, όταν το κρατούσε, έλαμπε δυνατά σαν φανάρι. Τα φωτόραβδα, επίσης, έσπαζαν σαν γυαλί· είχε κοντέψει να χάσει το Αφρόνερο από φωτιά που είχε προκαλέσει το πρώτο που είχε αποκτήσει. Ένα μικρό, μαυρισμένο από τα χρόνια φιλντισένιο αγαλματάκι, που έδειχνε έναν άνδρα να κρατά σπαθί. Ο τύπος ο οποίος του το είχε πουλήσει του είχε πει ότι, αν το κρατούσες αρκετή ώρα, άρχιζες να το νιώθεις ζεστό. Ο Ντόμον δεν είχε νιώσει ποτέ τέτοια ζέστη, ούτε και τα μέλη του πληρώματος που είχε αφήσει να το κρατήσουνε είχαν καταλάβει τίποτα, αλλά ήταν παλιό, κι αυτό του έφτανε. Το κρανίο μιας γάτας, μεγάλης σαν λιοντάρι, τόσο αρχαίο που είχε γίνει πέτρα. Αλλά κανένα λιοντάρι δεν είχε κυνόδοντες με μήκος περίπου σαράντα εκατοστών. Κι ένας χοντρός δίσκος, μεγάλος σαν ανθρώπινο χέρι, ο μισός μαύρος και ο μισός άσπρος, με μια φιδίσια γραμμή που χώριζε τα χρώματα. Ο μαγαζάτορας του Μάραντον είχε πει ότι προερχόταν από την Εποχή των Θρύλων, νομίζοντας πως έλεγε ψέματα, αλλά ο Ντόμον δεν είχε παζαρέψει πολύ πριν πληρώσει, επειδή είχε αναγνωρίσει κάτι που είχε ξεφύγει του καταστηματάρχη: το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου. Δεν ήταν και τόσο ασφαλές να το έχεις στην κατοχή σου, αλλά ούτε ήταν κάτι που θα εγκατέλειπε κάποιος που τον μάγευαν οι αρχαιότητες.

Και ήταν καρδιόπετρα. Ο καταστηματάρχης δεν είχε τολμήσει να το προσθέσει κι αυτό στα ψέματά του, όπως τα θεωρούσε. Κανένας από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων κοντά στο ποτάμι του Τάραμπον δεν είχε να πληρώσει έστω και για ένα κομμάτι κουεντιγιάρ.

Ο δίσκος είχε σκληρή και λεία αίσθηση στο χέρι του, και δεν έμοιαζε ακριβός, αν εξαιρούσες την ηλικία του, αλλά ο Ντόμον φοβόταν πως αυτό ακριβώς έψαχναν οι διώκτες του. Φωτόραβδα, φιλντισένια αγαλματάκια, ακόμα και απολιθωμένα κόκαλα, όλα τα είχε δει κι άλλες φορές, σε άλλα μέρη. Αλλά, ακόμα και ξέροντας τι ήθελαν —αν το ήξερε— δεν είχε ιδέα για το λόγο, και μπορούσε να είναι σίγουρος τώρα ποιοι ήταν οι διώκτες του. Μάρκα της Ταρ Βάλον, και ένα αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Σκούπισε τα χείλη με το χέρι του· είχε πικρή τη γεύση του φόβου στη γλώσσα του.

Ένα χτύπημα στην πόρτα. Άφησε το δίσκο κάτω και τράβηξε έναν χάρτη πάνω από τα αντικείμενα στο γραφείο του. «Έλα».

Μπήκε ο Γιάριν. «Περάσαμε τον κυματοθραύστη, Καπετάνιε».

Ο Ντόμον ένιωσε έκπληξη, και ύστερα Θύμωσε με τον εαυτό του. Λεν έπρεπε να απορροφηθεί τόσο, που να μην νιώσει το Αφρόνερο να ανασηκώνεται πάνω στη φουσκονεριά. «Τράβα δυτικά, Γιάριν. Δώσε διαταγή».

«Για το Έμπου Νταρ, Καπετάνιε;»

Λεν είναι αρκετά μακριά. Πεντακόσιες λεύγες δεν είναι τίποτα. «Θα δέσουμε μόνο για να πάρω χάρτες και να γεμίσουμε τα βαρέλια νερό, και μετά σαλπάρουμε προς τα δυτικά».

«Δυτικά, Καπετάνιε; Προς το Τρεμάλκινγκ; Οι Θαλασσινοί δεν καλοδέχονται άλλους έμπορους εκτός από τους δικούς τους».

«Στον Ωκεανό Άρυθ, Γιάριν. Το εμπόριο μεταξύ του Τάραμπον και του Άραντ Ντόμαν είναι ανεπτυγμένο, και δεν θα ’χουμε ν’ ανησυχούμε για Ταραμπονέζικα ή Ντομανικά πλοία. Άκουσα ότι δεν τους αρέσει η θάλασσα. Κι αυτές οι πολιτειούλες στο Τόμαν Χεντ, που κρατούν την ανεξαρτησία τους απ’ όλα τα έθνη. Θα μπορούμε μάλιστα να φορτώσουμε Σαλδικές γούνες και παγοπιπεριές, που θα τις κατεβάζουν από το Μπάνταρ Έμπαν».

Ο Γιάριν αργοκούνησε το κεφάλι. Ο νους του πάντα πήγαινε στα χειρότερα, αλλά ήταν καλός ναύτης. «Οι γούνες και οι πιπεριές εκεί θα κοστίζουν περισσότερο απ’ όσο αν ανεβαίναμε το ποτάμι να τις πάρουμε, Καπετάνιε. Και άκουσα ότι γίνεται κάποιος πόλεμος εκεί. Αν το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν πολεμούν, ίσως να ’χει κοπεί το εμπόριο. Αμφιβάλλω ότι θα βγάλουμε κάτι μονάχα από τις πόλεις στο Τόμαν Χεντ, ακόμα κι αν είναι ασφαλείς. Το Φάλμε είναι η μεγαλύτερη, και δεν είναι μεγάλη».

«Οι Ταραμπονέζοι και οι Ντομανοί πάντα τσακώνονταν για την Πεδιάδα Άλμοθ και το Τόμαν Χεντ. Ακόμα κι αν αυτή τη φορά πιάστηκαν στα χέρια, κάποιος που έχει τα μάτια τέσσερα μπορεί να βρει ευκαιρίες για εμπόριο. Δυτικά, Γιάριν».

Όταν ο Γιάριν είχε ανέβει στην κουβέρτα, ο Ντόμον πρόσθεσε γοργά τον άσπρο και μαύρο δίσκο στο ντουλαπάκι και στρίμωξε τα υπόλοιπα στο βάθος του σεντουκιού. Είτε είναι Σκοτεινόφιλοι είτε Άες Σεντάι, δεν θα τρέξω εκεί που θέλουν. Που να με φάει η μοίρα μου, όχι.

Νιώθοντας ασφαλής, για πρώτη φορά μετά από μήνες, ο Ντόμον ανέβηκε στο κατάστρωμα, καθώς το Αφρόνερο έστριβε για να πιάσει τον άνεμο και να στρίψει πλώρη δυτικά, στη σκοτεινή θάλασσα.

Загрузка...