34 Ο Τροχός Υφαίνει

Το πρώτο φως της αυγής έδινε κιόλας μια γαλακτώδη ανταύγεια στον ουρανό, όταν ο Θομ Μέριλιν γυρνούσε κατάκοπος στο Τσαμπί Σταφύλι. Ακόμα κι εκεί, που πλήθαιναν οι αίθουσες ψυχαγωγίας και οι ταβέρνες, υπήρχε μια φευγαλέα ώρα που τα Προπύλαια καταλάγιαζαν, που έπαιρναν μια ανάσα. Με τη διάθεση που είχε τώρα ο Θομ, δεν θα πρόσεχε ακόμα κι αν ο άδειος δρόμος είχε πιάσει φωτιά.

Μερικοί καλεσμένοι του Μπαρτέηνς είχαν επιμείνει να τον κρατήσουν πολύ μετά την αναχώρηση των άλλων, πολύ μετά την ώρα που ο Μπαρτέηνς είχε πάει για ύπνο. Το σφάλμα ήταν δικό του, που είχε αφήσει το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος και είχε αρχίσει τις ιστορίες και τα τραγούδια που παρουσίαζε στα χωριά, όπως «Ο Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες» και Πώς η Σούζα Δάμασε τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρο, και τις ιστορίες του Άνλα, του Σοφού Συμβουλάτορα. Μ’ αυτές τις ιστορίες σκόπευε να κάνει ένα προσωπικό σκόλιο για τη βλακεία τους, αλλά δεν είχε φανταστεί ότι κάποιοι θα άκουγαν, και μάλιστα θα γοητεύονταν. Θα γοητεύονταν, κατά κάποιον τρόπο. Είχαν απαιτήσει να συνεχίσει με ίδιες ιστορίες, αλλά γελούσαν σε λάθος σημεία, με λάθος πράγματα. Γελούσαν και με τον ίδιο, προφανώς πιστεύοντας ότι δεν θα το πρόσεχε, ή ότι το γεμάτο πουγκί που του είχαν βάλει στην τσέπη θα γιάτρευε τις πληγές του. Δύο φορές ως τώρα είχε σκεφτεί να το πετάξει.

Το βαρύ πορτοφόλι που έκαιγε την τσέπη του και η περηφάνια του δεν ήταν οι μόνοι λόγοι που είχε τέτοια διάθεση, ούτε και η περιφρόνηση των ευγενών. Είχαν κάνει ερωτήσεις για τον Ραντ, χωρίς να δείξουν διακριτικότητα μπροστά σ’ έναν απλό βάρδο. Τι ήθελε ο Ραντ στην Καιρχίν; Γιατί ένας Αντορίτης άρχοντας τον είχε πάρει κατά μέρος, αυτόν, έναν βάρδο; Πάρα πολλές ερωτήσεις. Δεν ήξερε αν οι απαντήσεις του ήταν αρκετά εύστροφες. Είχε ξεμάθει το Μεγάλο Παιχνίδι.

Πριν ξεκινήσει για το Τσαμπί Σταφύλι, είχε πάει στο Μεγάλο Δένδρο· δεν ήταν δύσκολο να βρεις πού έμενε κάποιος στην Καιρχίν, αν έριχνες λίγο ασήμι σε κανά-δυο χέρια. Ακόμα δεν ήξερε τι ήθελε να πει. Ο Ραντ είχε φύγει μαζί με τους φίλους του και την Άες Σεντάι. Αυτό του άφηνε ένα αίσθημα ότι κάτι είχε μείνει μισοτελειωμένο. Ο μικρός πήρε το δρόμο του. Που να καώ, εγώ δεν μπλέκω πια!

Διέσχισε την κοινή αίθουσα, που ήταν πιο έρημη από κάθε άλλη φορά, και ανέβηκε τα σκαλιά δυο-δυο. Ή τουλάχιστον προσπάθησε· το δεξί του πόδι δεν λύγιζε σωστά και παραλίγο θα έπεφτε. Μουρμουρίζοντας, συνέχισε ν’ ανεβαίνει πιο αργά, και άνοιξε προσεκτικά την πόρτα του δωματίου του για να μην ξυπνήσει την Ντένα.

Άθελά του, χαμογέλασε, όταν την είδε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο, φορώντας ακόμα το φόρεμά της. Αποκοιμήθηκε περιμένοντάς με. Χαζή κοπέλα. Μα το σκέφτηκε καλοσυνάτα· σχεδόν ό,τι κι αν έκανε, θα της το συγχωρούσε, ή θα το δικαιολογούσε. Αποφασίζοντας την ίδια στιγμή ότι το βράδυ θα την άφηνε να δώσει παράσταση για πρώτη φορά, ακούμπησε στο πάτωμα τη θήκη της άρπας του και την άγγιξε στον ώμο, για να την ξυπνήσει και να της το πει.

Εκείνη γύρισε χαλαρά από την άλλη μεριά, υψώνοντας το βλέμμα πάνω του, με τα μάτια ορθάνοιχτα, όμοια με γυαλί, και ένα πλατύ κόψιμο στο λαιμό. Η πλευρά του κρεβατιού, που κρυβόταν κάτω από το σώμα της ήταν σκούρα και βρεγμένη.

Ο Θομ ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται· αν δεν ήταν τόσο σφιγμένο το λαρύγγι του που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, θα ξερνούσε, ή θα ούρλιαζε, ή και τα δύο.

Η μόνη προειδοποίηση ήταν το τρίξιμο από τις πόρτες της ντουλάπας. Στριφογύρισε, και τα μαχαίρια βγήκαν από τα μανίκια και έφυγαν από τα χέρια του με την ίδια κίνηση. Το πρώτο βρέθηκε στο λαιμό ενός χοντρού φαλακρού που κρατούσε μαχαίρι· αυτός οπισθοχώρησε παραπατώντας, και αίμα ανέβλυσε ανάμεσα στα δάχτυλα που έσφιγγαν την πληγή του, καθώς προσπαθούσε να φωνάζει.

Έχοντας όμως στριφογυρίσει στο δύσκαμπτο πόδι του, ο Θομ αστόχησε με την άλλη λεπίδα του· το μαχαίρι καρφώθηκε στο δεξί ώμο ενός άνδρα με φουσκωμένους μύες και ουλές στο πρόσωπο, ο οποίος έβγαινε από την άλλη ντουλάπα. Το χέρι του, ξαφνικά, έπαψε να τον υπακούει, το μαχαίρι του έπεσε κάτω και ο γεροδεμένος άνδρας το ’βαλε για την πόρτα.

Πριν κάνει δεύτερο βήμα, ο Θομ έβγαλε άλλο ένα μαχαίρι και τον έκοψε στο πίσω μέρος του ποδιού. Αυτός ούρλιαξε και παραπάτησε, και ο Θομ τον άρπαζε από τα λιγδερά μαλλιά και του βρόντηξε το κεφάλι στον τοίχο πλάι στην πόρτα· ο γεροδεμένος άνδρας ούρλιαζε πάλι, καθώς η λαβή του μαχαιριού, που ξεπρόβαλλε από τον ώμο του, χτύπησε στην πόρτα.

Ο Θομ πλησίασε τη λεπίδα του στους δυο πόντους από το μάτι του άλλου. Οι ουλές στο πρόσωπο του του έδιναν σκληρό ύφος, αλλά κοίταζε το μαχαίρι χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια και χωρίς να σαλεύει ούτε το δαχτυλάκι του. Ο χοντρός, που κειτόταν ο μισός μέσα στην ντουλάπα, τίναξε το πόδι κι έμεινε ακίνητος.

«Πριν σε σκοτώσω», είπε ο Θομ, «πες μου. Γιατί;» Η φωνή του ήταν χαμηλή, μουδιασμένη· ένιωθε μουδιασμένος και μέσα του.

«Το Μεγάλο Παιχνίδι», είπε γρήγορα ο άλλος. Είχε προφορά ανθρώπου του δρόμου, κι ανάλογα ρούχα, αλλά ήταν κάπως πιο καλά κι όχι πολυφορεμένα· μάλλον είχε περισσότερα λεφτά για ξόδεμα από τους συνηθισμένους Προπυλιανούς. «Δεν είναι τίποτα προσωπικό, καταλαβαίνεις; Απλώς μέσα στο Παιχνίδι».

«Το Παιχνίδι! Δεν είμαι μπλεγμένος στο Ντάες Νταε’μαρ! Ποιος θα ’θελε να με σκοτώσει για το Μεγάλο Παιχνίδι;» Ο άλλος δίστασε. Ο Θομ πλησίασε πιο κοντά τη λεπίδα του. Αν ο μυώδης τύπος ανοιγόκλεινε τα μάτια, οι βλεφαρίδες του θα άγγιζαν τη μύτη της. «Ποιος;»

«Ο Μπαρτέηνς», ήταν η βραχνή απάντηση. «Ο Άρχοντας Μπαρτέηνς. Δεν θα σε σκοτώναμε. Ο Μπαρτέηνς θέλει πληροφορίες. Απλώς θέλαμε να μάθουμε τι ξέρεις. Ίσως περισσεύει χρυσάφι και για σένα Μια λαμπερή, χοντρή κορώνα γι’ αυτά που ξέρεις. Μπορεί και δύο».

«Ψεύτη! Ήμουν στο μέγαρο του Μπαρτέηνς χθες το βράδυ, βρέθηκα τόσο κοντά του όσο είμαστε τώρα μεταξύ μας. Αν ήθελε κάτι από μένα, δεν θα έβγαινα ζωντανός από κει».

«Σου λέω, μέρες ψάχναμε για σένα, ή για κάποιον που να ξέρει γι’ αυτόν τον Αντορίτη άρχοντα. Μόλις χθες το βράδυ άκουσα το όνομά σου, στην κοινή αίθουσα. Ο Άρχοντας Μπαρτέηνς είναι γενναιόδωρος. Μπορεί να πάρεις και πέντε κορώνες».

Ο σωματώδης άνδρας προσπάθησε να τραβήξει το κεφάλι του μακριά από το μαχαίρι, κι ο Θομ τον έσπρωξε πιο δυνατά στον τοίχο. «Ποιον Αντορίτη άρχοντα;» Όμως ήξερε. Μα το Φως, ήξερε.

«Τον Ραντ. Του Οίκου αλ’Θορ. Ψηλός. Νεαρός. Αρχιξιφομάχος, ή, τουλάχιστον, με το σπαθί ενός Αρχιξιφομάχου. Ξέρω ότι ήρθε να σε δει. Αυτός κι ένας Ογκιρανός, και μιλήσατε. Πες μου τι ξέρεις, μπορεί να βάλω κι εγώ κανά-δυο κορώνες από την τσέπη μου».

«Βλάκα», είπε χαμηλόφωνα ο Θομ. Γι’ αυτό πέθανε η Ντένα; Ω Φως μου, είναι νεκρή. Του ήρθε να βάλει τα κλάματα. «Το αγόρι είναι βοσκός». Βοσκός με φανταχτερό παλιό, με Άες Σεντάι γύρω του, σαν μέλισσες γύρω από μελόροδο. «Βοσκός, τίποτα άλλο». Έσφιξε πιο δυνατά τα μαλλιά του άλλου.

«Στάσου! Στάσου! Μπορείς να βγάλεις πιο πολλά από πέντε κορώνες, ή από δέκα. Μάλλον εκατό. Όλοι οι Οίκοι θέλουν να μάθουν γι’ αυτόν τον Ραντ αλ’Θορ. Εσύ ξέρεις, κι εγώ ξέρω αυτούς που θέλουν να ξέρουν, μπορούμε και οι δύο να γεμίσουμε τις τσέπες μας. Υπάρχει και μια γυναίκα, μια αρχόντισσα, την είδα μερικές φορές όπως ρώταγα γι’ αυτόν. Αν βρούμε ποια είναι... ε, μπορούμε να το πουλήσουμε κι αυτό».

«Μέσα σ’ όλα αυτά έκανες ένα πραγματικό λάθος», είπε ο Θομ.

«Λάθος;» Το άλλο χέρι του είχε αρχίσει να γλιστρά προς τη ζώνη του. Χωρίς αμφιβολία είχε κι άλλο μαχαίρι εκεί. Ο Θομ δεν του έδωσε σημασία.

«Δεν έπρεπε να απλώσεις χέρι στην κοπέλα».

Το χέρι του άλλου όρμηξε στη ζώνη του, και μετά τινάχτηκε σπασμωδικά, καθώς το μαχαίρι του Θομ έβρισκε το στόχο του.

Ο Θομ τον άφησε να πέσει μακριά από την πόρτα και στάθηκε για μια στιγμή, πριν σκύψει εξαντλημένος για να ξεκαρφώσει το μαχαίρι του. Η πόρτα άνοιξε με βρόντο, και ο βάρδος στριφογύρισε με μια αγριεμένη έκφραση.

Η Ζέρα τινάχτηκε απότομα πίσω και έφερε το χέρι στο λαιμό της, κοιτάζοντάς τον. «Αυτή η ανόητη η Έλλα μόλις μου είπε», είπε αβέβαια, «ότι χθες το βράδυ δύο άνθρωποι του Μπαρτέηνς έκαναν ερωτήσεις για σένα, και μετά απ’ αυτά που άκουσα σήμερα το πρωί... Νόμιζα είχες πει ότι δεν παίζεις πια το Παιχνίδι».

«Με βρήκαν», είπε αυτός κουρασμένα.

Τα μάτια της τραβήχτηκαν από το πρόσωπο του και γούρλωσαν, βλέποντας τα δύο πτώματα. Μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. «Αυτό είναι πολύ κακό, Θομ. Θα πρέπει να φύγεις από την Καιρχίν». Το βλέμμα της έπεσε στο κρεβάτι, και της κόπηκε η ανάσα. «Ω, όχι. Ω, όχι. Ω, Θομ, λυπάμαι τόσο πολύ».

«Δεν μπορώ να φύγω ακόμα, Ζέρα». Κοντοστάθηκε, και μετά, τρυφερά, άπλωσε μια κουβέρτα πάνω από το σώμα της Ντένας, σκεπάζοντάς της το πρόσωπο. «Πρώτα έχω να σκοτώσω ακόμα έναν».

Η πανδοχέας τινάχτηκε και τράβηξε το βλέμμα από το κρεβάτι. Η φωνή της είχε μόνο μια ανεπαίσθητη βραχνάδα. «Αν εννοείς τον Μπαρτέηνς, άργησες πολύ. Όλος ο κόσμος μιλάει κιόλας γι’ αυτό. Είναι νεκρός. Τον βρήκαν οι υπηρέτες του το πρωί, κατακρεουργημένο στο υπνοδωμάτιο του. Ξέρουν ότι είναι αυτός μόνο επειδή το κεφάλι του ήταν καρφωμένο σ’ έναν πάσσαλο πάνω από το τζάκι». Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Θομ, δεν μπορείς να κρύψεις ότι ήσουν εκεί χθες το βράδυ από κείνους που θα θελήσουν να μάθουν. Βάλε κι αυτούς τους δύο και δεν υπάρχει κανένας στην Καιρχίν που να μην πιστέψει ότι είσαι μπλεγμένος». Υπήρχε ένα αμυδρό ερωτηματικό στα τελευταία λόγια της, σαν να αναρωτιόταν και η ίδια.

«Δεν έχει σημασία, μου φαίνεται», είπε αυτός μουνιά. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από τη μορφή στο κρεβάτι, που την σκέπαζε η κουβέρτα. «Ίσως ξαναγυρίσω στο Άντορ. Στο Κάεμλυν».

Εκείνη τον έπιασε από τους ώμους και τον γύρισε από την άλλη μεριά. «Εσείς οι άνδρες», είπε αναστενάζοντας, «πάντα σκέφτεστε ή με τα μπράτσα ή με την καρδιά, ποτέ με το μυαλό. Για σένα το Κάεμλυν είναι ίδιο και χειρότερο από την Καιρχίν. Και στο ένα μέρος και στο άλλο θα καταλήξεις ή νεκρός, ή στη φυλακή. Λες να το ήθελε εκείνη; Αν θέλεις να τιμήσεις τη μνήμη της, κοίτα να μην πεθάνεις».

«Θα φροντίσεις για...» Δεν μπορούσε να το πει. Γερνάω, σκέφτηκε. Γίνομαι πιο μαλθακός. Έβγαλε το βαρύ πουγκί από την τσέπη του και το έβαλε ανάμεσα στα χέρια της. «Αυτό μάλλον θα φτάσει για... όλα. Και θα βοηθήσει, όταν αρχίσουν να ρωτούν για μένα».

«Θα τα τακτοποιήσω όλα», είπε αυτή τρυφερά. «Πρέπει να φύγεις, Θομ. Αμέσως».

Εκείνος ένευσε απρόθυμα και άρχισε να βάζει αργά μερικά πράγματα σε σακίδια σέλας. Ενώ τα μάζευε, η Ζέρα κοίταξε για πρώτη φορά από κοντά τον χοντρό που ήταν σωριασμένος κάτω, ο μισός μέσα στη ντουλάπα, και άφησε μια κοφτή κραυγούλα. Ο Θομ την κοίταξε ερωτηματικά· τόσο καιρό που την ήξερε, δεν είχε λιγοθυμήσει ποτέ της στη θέα του αίματος.

«Δεν είναι άνθρωποι του Μπαρτέηνς, Θομ. Αυτός τουλάχιστον δεν είναι». Έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού τον χοντρό. «Είναι το πιο φανερό μυστικό της Καιρχίν ότι δουλεύει για τον Οίκο Ριάτιν. Για τον Γκάλντριαν».

«Για τον Γκάλντριαν», είπε ο άλλος με ανέκφραστη φωνή. Πού με έμπλεξε αυτός ο άτιμος ο βοσκός; Πού μας έμπλεξαν και του δύο οι Άες Σεντάι; Μα αυτοί που τη σκότωσαν ήταν οι άνδρες του Γκάλντριαν.

Το πρόσωπο του πρέπει να είχε φανερώσει κάποιες από τις σκέψεις του. Η Ζέρα είπε θυμωμένα, «Η Ντένα σε θέλει ζωντανό, βλάκα! Αν προσπαθήσεις να σκοτώσεις τον Βασιλιά, θα σε σκοτώσουν πριν φτάσεις εκατό απλωσιές μακριά του, αν καταφέρεις να πλησιάσεις τόσο!»

Ένα μουγκρητό ακούστηκε, μέσα από τα τείχη της πόλης, σαν να φώναζε η μισή Καιρχίν. Ο Θομ, σμίγοντας τα φρύδια, κοίταξε από το παράθυρο του. Πέρα από τις κορυφές των γκρίζων τειχών, πάνω από τις στέγες των Προπυλαίων, μια πυκνή στήλη καπνού υψωνόταν στον ουρανό. Πολύ πέρα από τα τείχη. Πλάι στην πρώτη μαύρη στήλη, μερικά λεπτά, γκρίζα συννεφάκια σχημάτισαν σιγά-σιγά άλλη μία, και ύστερα εμφανίστηκαν κι άλλα παραπέρα. Ο Θομ υπολόγισε την απόσταση και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Σκέψου μήπως πρέπει να φύγεις κι εσύ. Φαίνεται ότι κάποιος έβαλε φωτιά στις αποθήκες των σιτηρών».

«Έχω ξαναζήσει ταραχές. Φύγε τώρα, Θομ». Αυτός έριζε μια ματιά στη σαβανωμένη μορφή της Ντένας, μάζεψε τα πράγματά του, αλλά, πριν φύγει, η Ζέρα ξαναμίλησε. «Έχεις ένα επικίνδυνο βλέμμα στα μάτια σου, Θομ. Φαντάσου την Ντένα να κάθεται εδώ, γερή και ολοζώντανη. Σκέψου τι θα έλεγε. Άραγε, θα σε άφηνε να φύγεις και να σκοτωθείς χωρίς λόγο;»

«Είμαι μόνο ένας γέρος βάρδος», είπε ο Θομ από την πόρτα. Και ο Ραντ αλ’Θορ είναι μονάχα ένας βοσκός, αλλά ξέρουμε και οι δύο τι πρέπει να κάνουμε. «Για ποιον μπορεί να είμαι επικίνδυνος;»

Καθώς έκλεινε την πόρτα, κρύβοντάς την, κρύβοντας την Ντένα, ένα σκοτεινό, λυκίσιο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του. Το πόδι του τον πονούσε, αλλά μόλις που το ένιωθε, καθώς κατέβαινε γοργά και αποφασισμένα τα σκαλιά και έβγαινε από το πανδοχείο.


Ο Πάνταν Φάιν τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του, στην κορυφή ενός λόφου πάνω από το Φάλμε, σ’ ένα από τα λιγοστά, αραιά αλσύλλια που απέμεναν στους λόφους έξω από την πόλη. Το άλογο που κουβαλούσε το πολύτιμο φορτίο άγγιξε το πόδι του, κι αυτός το κλώτσησε στα πλευρά δίχως να το κοιτάξει· το ζώο ξεφύσηξε και έκανε πίσω, τεντώνοντας το σχοινί που ήταν δεμένο στη σέλα του Φάιν. Η γυναίκα δεν ήθελε να αποχωριστεί το άλογό της, όπως και οι άλλοι Σκοτεινόφιλοι που τον είχαν ακολουθήσει δεν ήθελαν να μείνουν μόνοι στους λόφους με τους Τρόλοκ, δίχως την προστατευτική παρουσία του Φάιν. Είχε λύσει εύκολα και τα δύο προβλήματα. Το κρέας στο τσουκάλι των Τρόλοκ δεν χρειαζόταν άλογο. Οι σύντροφοι της γυναίκας ήταν κλονισμένοι από το ταξίδι στις Οδούς, που είχε καταλήξει σε μια Πύλη έξω από ένα στέντιγκ, εγκαταλειμμένο εδώ και καιρό κοντά στο Τόμαν Χεντ· παρακολουθώντας τους Τρόλοκ να ετοιμάζουν το δείπνο τους, οι επιζήσαντες Σκοτεινόφιλοι ήταν πια εξαιρετικά πειθήνιοι.

Από την άκρη του αλσυλλίου, ο Φάιν εξέτασε την ατείχιστη πόλη κατ χλεύασε. Ένα εμπορικό καραβάνι προχωρούσε βαριά ανάμεσα στους στάβλους και τα μέρη όπου μπορούσε κανείς να αφήσει άλογα και άμαξες γύρω από την πόλη, κι ένα άλλο έβγαινε από την πόλη, χωρίς να σηκώνει πολλή σκόνη από το χώμα του δρόμου, που είχε πατηθεί με τα χρόνια της κυκλοφορίας. Οι οδηγοί των αμαξών και οι λίγοι καβαλάρηδες δίπλα τους ήταν ντόπιοι, σύμφωνα με τα ρούχα τους, όμως, τουλάχιστον, οι έφιπποι φορούσαν σπαθιά σε τελαμώνες και μερικοί, μάλιστα, είχαν δόρατα και τόξα. Οι στρατιώτες που έβλεπε —υπήρχαν και τέτοιοι— δεν έμοιαζαν να επιβλέπουν τους ένοπλους, τους οποίους υποτίθεται πως είχαν κατακτήσει.

Είχε μάθει κάποια πράγματα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, τους Σωντσάν, τη μια μέρα και μια νύχτα που βρισκόταν στο Τόμαν Χεντ. Τουλάχιστον όσα ήξεραν οι νικημένοι. Δεν ήταν δύσκολο να βρεις κάποιον μόνο του, κι αυτοί πάντα απαντούσαν στις ερωτήσεις που τίθονταν με κατάλληλο τρόπο. Οι άνδρες συνέλεγαν περισσότερες πληροφορίες για τους εισβολείς, σαν να πίστευαν πραγματικά ότι τελικά θα έκαναν κάτι μ’ αυτές, αλλά μερικές φορές προσπαθούσαν να τις κρύψουν. Οι γυναίκες, εν γένει, έμοιαζαν να νοιάζονται μονάχα για την καθημερινή τους ζωή, όποιοι κι αν ήταν οι κυβερνήτες τους, αλλά πρόσεχαν λεπτομέρειες που περνούσαν απαρατήρητες από τους άνδρες και μιλούσαν πιο γρήγορα όταν σταματούσαν να στριγκλίζουν. Τα παιδιά μιλούσαν ακόμα πιο γρήγορα, αλλά σπάνια έλεγαν κάτι άξιο λόγου.

Είχε απορρίψει τα τρία τέταρτα όσων είχε ακούσει ως χαζομάρες και διαδόσεις, που μεταμορφώνονταν σε μύθο, αλλά τώρα άλλαζε μερικά από τα συμπεράσματά του. Φαινόταν πως ο καθένας μπορούσε να μπει στο Φάλμε. Ξαφνιασμένος, είδε την αλήθεια άλλης μιας «χαζομάρας», καθώς είκοσι στρατιώτες έβγαιναν από την πόλη. Δεν διέκρινε καθαρά τα υποζύγιά τους, αλλά σίγουρα δεν ήταν άλογα. Έτρεχαν με μια λυγερή χάρη και το σκούρο δέρμα τους έμοιαζε να γυαλίζει στον πρωινό ήλιο σαν να είχαν φολίδες. Έγειρε το κεφάλι για να τους δει, καθώς χάνονταν στο βάθος προς τα ενδότερα, και μετά σπιρούνισε το άλογό του για να ξεκινήσει για την πόλη.

Οι ντόπιοι, ανάμεσα στους στάβλους και στις σταθμευμένες άμαξες και τους φραγμένους χώρους για τα άλογα, δεν του έδωσαν μεγάλη σημασία. Ούτε κι εκείνος ενδιαφερόταν γι’ αυτούς· μπήκε στην πόλη, που οι λιθόστρωτοι δρόμοι της κατηφόριζαν ως το λιμάνι. Ο Φάιν έβλεπε καθαρά το λιμάνι και τα μεγάλα πλοία των Σωντσάν με το παράξενο σχήμα που ήταν αγκυροβολημένα εκεί. Κανένας δεν τον ενόχλησε όσο έψαχνε δρόμους που δεν ήταν ούτε γεμάτοι κόσμο ούτε έρημοι. Εδώ υπήρχαν περισσότεροι στρατιώτες Σωντσάν. Οι άνθρωποι πήγαιναν βιαστικά στις δουλειές τους με το βλέμμα χαμηλά, κι υποκλίνονταν κάθε φορά που αντάμωναν στρατιώτες, αλλά οι στρατιώτες δεν τους έδιναν σημασία. Επιφανειακά, όλα έμοιαζαν ειρηνικά, παρά τους αρματωμένους Σωντσάν στους δρόμους και τα πλοία στο λιμάνι, αλλά ο Φάιν ένιωθε την ένταση που κρυβόταν από κάτω. Πάντα τα κατάφερνε μια χαρά όπου οι άνθρωποι ένιωθαν ένταση και φόβο.

Έφτασε σε ένα μεγάλο σπίτι, που μπροστά του στέκονταν φρουροί πάνω από δέκα στρατιώτες. Ο Φάιν σταμάτησε και αφίππευσε. Με εξαίρεση κάποιον που ήταν προφανώς αξιωματικός, οι άλλοι φορούσαν κατάμαυρη πανοπλία και τα κράνη τους του θύμισαν κεφάλια από ακρίδες. Δύο θηρία με σκληρό πετσί, τρία μάτια και σκληρά ράμφη πλαισίωναν την είσοδο, καθισμένα σαν βάτραχοι· δίπλα στο καθένα στεκόταν ένας στρατιώτης, που στο θώρακα είχε ζωγραφισμένα τρία μάτια. Ο Φάιν κοίταξε το γαλάζιο στις άκρες λάβαρο, που ανέμιζε πάνω από τη στέγη, με το γεράκι που άπλωνε τα φτερά κρατώντας κεραυνούς, και γέλασε από μέσα του.

Γυναίκες μπαινόβγαιναν σε ένα σπίτι στην άλλη πλευρά του δρόμου, γυναίκες που τις ένωναν ασημένια λουριά, αλλά τις αγνόησε. Ήξερε από τους χωρικούς για τις νταμέην. Ίσως του φαίνονταν χρήσιμες αργότερα, αλλά όχι τώρα.

Οι στρατιώτες τον κοίταζαν, ειδικά ο αξιωματικός, του οποίου η πανοπλία ήταν χρυσαφιά και κόκκινη και πράσινη.

Ο Φάιν φόρεσε με κόπο ένα ευχάριστο χαμόγελο και βίασε τον εαυτό του να υποκλιθεί βαθιά. «Άρχοντές μου, έχω εδώ κάτι που θα ενδιαφέρει τον Μέγα Άρχοντά σας. Σας διαβεβαιώνω ότι θα Θέλει να το δει, κι αυτό κι εμένα, ο ίδιος προσωπικά». Έδειξε το τετραγωνισμένο σχήμα, που ήταν ακόμα τυλιγμένο στην πελώρια, ριγέ κουβέρτα, στην οποία το είχαν βρει οι άνθρωποι του, πάνω στο άλογο που είχε για φορτία.

Ο αξιωματικός τον κοίταζε από πάνω ως κάτω. «Μιλάς σαν να είσαι από άλλη χώρα. Έχεις δώσει τους όρκους;»

«Υπακούω, περιμένω και θα υπηρετήσω», απάντησε μειλίχια ο Φάιν. Όλοι όσους είχε ρωτήσει του είχαν πει για τους όρκους, αν κατ κανείς δεν καταλάβαινε τι σήμαιναν. Αν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν όρκους, ήταν έτοιμος να ορκιστεί τα πάντα. Είχε χάσει από καιρό το μέτρημα των όρκων που είχε δώσει.

Ο αξιωματικός έκανε νόημα σε δύο άνδρες του να δουν τι υπήρχε κάτω από την κουβέρτα. Λυτοί μούγκρισαν, έκπληκτοι από το βάρος καθώς το κατέβαζαν, και άφησαν κραυγές έκπληξης όταν τράβηξαν την κουβέρτα. Ο αξιωματικός έμεινε να κοιτάζει ανέκφραστος το ασημοστόλιστο χρυσό κιβώτιο στο λιθόστρωτο και ύστερα το βλέμμα του γύρισε στον Φάιν. «Δώρο που αρμόζει και στην ίδια την Αυτοκράτειρα. Θα έρθεις μαζί μου».

Ένας στρατιώτης έψαξε τον Φάιν με βία, αλλά το ανέχθηκε σιωπηλά, παρατηρώντας ότι ο αξιωματικός και οι δύο στρατιώτες που πήραν το κιβώτιο παράδωσαν τα σπαθιά και τα εγχειρίδιά τους πριν μπουν μέσα. Ό,τι μπορούσε να μάθει γι’ αυτούς, έστω και ασήμαντο, ίσως τον βοηθούσε, αν και ήδη ένιωθε σίγουρος για το σχέδιό του. Πάντα ήταν σίγουρος, περισσότερο όμως εκεί που οι άρχοντες φοβούνταν μήπως το φονικό μαχαίρι το κρατούσε οπαδός τους.

Καθώς περνούσαν από την πόρτα, ο αξιωματικός κοίταξε τον Φάιν συνοφρυωμένος, και ο Φάιν για μια στιγμή αναρωτήθηκε γιατί. Φυσικά. Τα θηρία. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν χειρότερα από Τρόλοκ, τίποτα μπροστά στους Μυρντράαλ, και δεν τους είχε ρίξει δεύτερη ματιά. Τώρα ήταν αργά για να προσποιηθεί φόβο. Αλλά ο Σωντσάν δεν είπε τίποτα, μόνο τον πήγε στα εσωτερικά δωμάτια.

Κι έτσι ο Φάιν βρέθηκε πρηνής, σ’ ένα δωμάτιο δίχως έπιπλα, με εξαίρεση τα αναδιπλούμενα χωρίσματα που έκρυβαν τους τοίχους, ενώ ο αξιωματικός έλεγε στον Υψηλό Άρχοντα Τούρακ γι’ αυτόν και για την προσφορά του. Οι υπηρέτες έφεραν ένα τραπέζι, στο οποίο ακούμπησαν το κιβώτιο για να μην χρειαστεί να σκύψει ο Υψηλός Άρχοντας· το μόνο που είδε απ’ όλα αυτά ο Φάιν ήταν σανδάλια που έτρεχαν. Περίμενε υπομονετικά. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα που δεν θα υποκλινόταν αυτός.

Έπειτα οι στρατιώτες έλαβαν την άδεια να φύγουν και ο Φάιν διατάχθηκε να σηκωθεί. Σηκώθηκε αργά, κοιτάζοντας εξεταστικά τόσο τον Υψηλό Άρχοντα, με το ξυρισμένο κεφάλι και τα μακριά νύχια και τη γαλάζια μεταξωτή ρόμπα με τα χρυσοκέντητα μπουμπούκια, και τον άλλο που στεκόταν δίπλα του, που το μισό κεφάλι του ήταν ξυρισμένο, ενώ τα ξανθά μαλλιά του άλλου μισού σχημάτιζαν μακριά πλεξούδα. Ο Φάιν ήταν βέβαιος πως αυτός, ο άνθρωπος, με τα πράσινα ρούχα, ήταν απλώς υπηρέτης, όσο υψηλά ιστάμενος κι αν ήταν, αλλά οι υπηρέτες είχαν τη χρησιμότητά τους, ειδικά αν βρίσκονταν κοντά στον αφέντη τους.

«Θαυμάσιο δώρο». Το βλέμμα του Τούρακ άφησε το κιβώτιο και στράφηκε στον Φάιν. Από τον Υψηλό Άρχοντα ερχόταν ευωδιά ρόδων. «Όμως γεννάται το ερώτημα: πώς κάποιος σαν εσένα βρήκε ένα κιβώτιο που πολλοί κατώτεροι άρχοντες δεν θα μπορούσαν να το αγοράσουν; Είσαι κλέφτης;»

Ο Φάιν τράβηξε το τριμμένο, λερωμένο πανωφόρι του. «Μερικές φορές είναι ανάγκη να μοιάζει κανείς με κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, Υψηλέ Άρχοντα. Η τωρινή ατημέλητη εμφάνιση μου με βοήθησε να σου το φέρω άθικτο. Αυτό το κιβώτιο είναι αρχαίο, Υψηλέ Άρχοντα —αρχαίο σαν την Εποχή των Θρύλων— και μέσα του υπάρχει ένας θησαυρός, που λίγα μάτια έχουν δει ποτέ. Σύντομα —πολύ σύντομα, Υψηλέ Άρχοντα— θα μπορώ να το ανοίξω και να σου δώσω αυτό που θα σου χαρίσει τη δύναμη να μεγαλώσεις αυτή τη χώρα όσο θέλεις, ως τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, την Ερημιά των Αελιτών, τις χώρες που απλώνονται παραπέρα. Τίποτα δεν θα σταθεί στο δρόμο σου, Υψηλέ Άρχοντα, από τη στιγμή που θα—» Σταμάτησε, καθώς τα μακριά νύχια του Τούρακ άρχισαν να διατρέχουν το κιβώτιο.

«Έχω δει τέτοια κιβώτια, κιβώτια από την Εποχή των Θρύλων», είπε ο Υψηλός Άρχοντας, «αν και κανένα τόσο έξοχο. Είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να μπορεί να ανοίξουν μόνο εκείνοι που ξέρουν το σχήμα, αλλά — α!» Πίεσε ανάμεσα στις περίτεχνες σπείρες και τα κυφώματα, ακούστηκε ένα ξερό κλικ, και σήκωσε το σκέπασμα. Στο πρόσωπο του τρεμόπαιξε για μια στιγμή μια έκφραση, που θα μπορούσε να ήταν και απογοήτευση.

Ο Φάιν δάγκωσε από μέσα το στόμα του ώσπου κύλησε αίμα, για να μην γρυλίσει. Μην έχοντας ανοίξει αυτός το κιβώτιο, θα διαπραγματευόταν από δυσχερέστερη θέση. Πάντως τα υπόλοιπα θα πήγαιναν όπως τα σχεδίαζε, αρκεί να μην έχανε την υπομονή του. Αλλά έκανε τόσο καιρό υπομονή.

«Αυτά είναι θησαυροί από την Εποχή των Θρύλων;» είπε ο Τούρακ, υψώνοντας με το ένα χέρι το Κέρας του Βαλίρ και με το άλλο το κυρτό εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη χρυσή λαβή. Ο Φάιν έσφιξε τις γροθιές του, καθώς τα χέρια του κρεμόταν στα πλευρά του, για να μην αρπάξει το εγχειρίδιο. «Την Εποχή των Θρύλων», επανέλαβε απαλά ο Τούρακ, διατρέχοντας με την άκρη της λεπίδας τα ασημένια γράμματα, που ήταν χαραγμένα ολόγυρα στο χρυσό στόμιο του Κέρατος. Ύψωσε τα φρύδια έκπληκτος —ήταν η πρώτη αυθόρμητη έκφραση που είχε δει πάνω του ο Φάιν— όμως την άλλη στιγμή το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο όσο και πριν. «Έχεις ιδέα τι είναι αυτό;»

«Το Κέρας του Βαλίρ, Υψηλέ Άρχοντα», είπε μειλίχια ο Φάιν, βλέποντας με ευχαρίστηση τον άλλο με την πλεξούδα να μένει με το στόμα ανοιχτό. Ο Τούρακ απλώς ένευσε, σαν να απαντούσε στον εαυτό του.

Ο Υψηλός Άρχοντας απομακρύνθηκε. Ο Φάιν ανοιγόκλεισε τα μάτια, άνοιξε το στόμα, και μετά, με μια κοφτή χειρονομία του κιτρινομάλλη, τον ακολούθησε χωρίς να μιλήσει.

Ήταν άλλο ένα δωμάτιο απ’ όπου έλειπαν τα έπιπλα, στη θέση των οποίων υπήρχαν αναδιπλούμενα χωρίσματα και μια πολυθρόνα, γυρισμένη να βλέπει ένα στρογγυλό ντουλάπι. Κρατώντας ακόμα το Κέρας και το εγχειρίδιο, ο Τούρακ κοίταξε το ντουλάπι και μετά τράβηξε το βλέμμα. Δεν είπε τίποτα, όμως ο άλλος Σωντσάν έδωσε εντολές με οξύ τόνο, και σε λίγες στιγμές εμφανίστηκαν άνδρες με απλές μάλλινες ρόμπες από μια πόρτα πίσω από ένα χώρισμα, που κουβαλούσαν άλλο ένα τραπεζάκι. Μια κοπέλα με μαλλιά τόσο ανοιχτόχρωμα που ήταν σχεδόν λευκά, τους ακολούθησε με τα χέρια γεμάτα μικρά στηρίγματα από γυαλισμένο ξύλο σε διάφορα μεγέθη και σχήματα. Η ρόμπα της ήταν από λευκό μετάξι, τόσο λεπτή, που ο Φάιν μπορούσε να δει καθαρά το σώμα της, αλλά αυτός είχε μάτια μόνο για το εγχειρίδιο. Το Κέρας ήταν ένα μέσο για έναν σκοπό, αλλά το εγχειρίδιο ήταν μέρος του εαυτού του.

Ο Τούρακ άγγιξε ανάλαφρα ένα από τα ξύλινα υποστηρίγματα που του έτεινε η κοπέλα, και εκείνη το ακούμπησε στο κέντρο του τραπεζιού. Οι υπηρέτες γύρισαν την πολυθρόνα για να βλέπει προς εκεί, υπό τις οδηγίες εκείνου με την πλεξούδα. Τα μαλλιά των κατώτερων υπηρετών κρέμονταν ως τους ώμους τους. Βγήκαν, κάνοντας τόσο βαθιές υποκλίσεις που τα κεφάλια τους πλησίαζαν τα γόνατά τους.

Ο Τούρακ έβαλε το Κέρας στο στήριγμα έτσι ώστε να στέκεται όρθιο, ακούμπησε το εγχειρίδιο μπροστά του και πήγε να καθίσει στην πολυθρόνα.

Ο Φάιν δεν άντεχε άλλο. Άπλωσε το χέρι στο εγχειρίδιο.

Ο κιτρινομάλλης τον έπιασε από τον καρπό με λαβή που τσάκιζε κόκαλα. «Αξύριστο σκυλί! Μάθε ότι το χέρι που αγγίζει ακάλεστο την περιουσία του Υψηλού Άρχοντα κόβεται».

«Είναι δικό μου», μούγκρισε ο Φάιν. Υπομονή! Τόσος καιρός!

Ο Τούρακ, όπως έγερνε πίσω στην πολυθρόνα, ύψωσε ένα νύχι που ήταν βαμμένο με γαλάζιο βερνίκι, ενώ ο άλλος τράβηξε τον Φάιν από τη μέση, για να δει ανεμπόδιστα ο Υψηλός Άρχοντας το Κέρας.

«Δικό σου;» είπε ο Τούρακ. «Μέσα σ’ ένα κιβώτιο που δεν μπορούσες να το ανοίξεις; Αν μου κινήσεις αρκετά το ενδιαφέρον, ίσως σου δώσω το εγχειρίδιο. Ακόμα κι αν είναι από την Εποχή των Θρύλων, δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Πριν απ’ όλα, θα μου απαντήσεις σε μια ερώτηση. Γιατί έφερες το Κέρας του Βαλίρ σε μένα;»

Ο Φάιν κοίταξε άλλη μια στιγμή το εγχειρίδιο με λαχτάρα και μετά τράβηξε το χέρι του και έτριψε τον καρπό του καθώς υποκλινόταν. «Ώστε να το ηχήσεις, Υψηλέ Άρχοντα. Και μετά θα μπορείς να κατακτήσεις όλη αυτή τη χώρα, αν το επιθυμείς. Όλο τον κόσμο. Θα μπορείς να γκρεμίσεις το Λευκό Πύργο και να λιώσεις τις Άες Σεντάι, διότι ακόμα και οι δυνάμεις τους δεν μπορούν να σταματήσουν τους ήρωες που επιστρέφουν από τους νεκρούς».

«Να το ηχήσω εγώ». Η φωνή του Τούρακ ήταν ανέκφραστη. «Και να γκρεμίσω το Λευκό Πύργο. Και πάλι, γιατί; Ισχυρίζεσαι ότι υπακούς, περιμένεις και υπηρετείς, αλλά αυτή είναι η χώρα των επίορκων. Γιατί μου δίνεις τη χώρα σου; Έχεις κάποια προσωπική διαφωνία μ’ αυτές τις... γυναίκες;»

Ο Φάιν προσπάθησε να δώσει σιγουριά στη φωνή του. Υπομονή, σαν σκουλήκι που τρώει από μέσα. «Υψηλέ Άρχοντα, η οικογένειά μου έχει μια παράδοση, που περνά από γενιά σε γενιά. Υπηρετούσαμε τον Υψηλό Βασιλιά, τον Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ, κι όταν τον σκότωσαν οι μάγισσες της Ταρ Βάλον, δεν εγκαταλείψαμε όσα ορκιστήκαμε. Όταν οι άλλοι πολεμούσαν και διέλυαν αυτά που είχε κατορθώσει ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος, εμείς κρατήσαμε τους όρκους μας, και υποφέραμε γι’ αυτό, αλλά όμως τους κρατήσαμε. Αυτή είναι η παράδοση μας, Υψηλέ Άρχοντα, που περνά από πατέρα σε γιο, από μητέρα σε κόρη, όλα τα χρόνια από τότε που σκότωσαν τον Υψηλό Βασιλιά. Να περιμένουμε την επιστροφή των στρατιών που έστειλε ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος πέρα από τον Ωκεανό Άρυθ, να περιμένουμε την επιστροφή της γενιάς του Άρτουρ του Γερακόφτερου, για να γκρεμίσει το Λευκό Πύργο και να πάρει πίσω αυτά που ανήκουν στον Υψηλό Βασιλιά. Και όταν επιστρέψει το αίμα του Γερακόφτερου, θα υπηρετούμε και θα συμβουλεύουμε, όπως κάναμε με τον Υψηλό Βασιλιά. Υψηλέ Άρχοντα, με εξαίρεση το τελείωμά του, το λάβαρο που πετά πάνω από αυτή τη στέγη είναι το λάβαρο του Λουθαίρ, του γιου που έστειλε ο Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ μαζί με τις στρατιές του πέρα από τον ωκεανό». Ο Φάιν έπεσε στα γόνατα, παριστάνοντας πολύ καλά ότι τον έπνιγε η συγκίνηση. «Υψηλέ Άρχοντα, το μόνο που επιθυμώ είναι να υπηρετήσω και να συμβουλεύω τη γενιά του Υψηλού Βασιλιά».

Ο Τούρακ έμεινε σιωπηλός τόση ώρα, που ο Φάιν άρχισε να αναρωτιέται αν χρειαζόταν να πειστεί κι άλλο· ήταν έτοιμος να πει περισσότερα, όσα χρειαζόταν. Στο τέλος, όμως, ο Υψηλός Άρχοντας μίλησε. «Δείχνεις να ξέρεις αυτά για τα οποία κανένας, ούτε ταπεινός ούτε ισχυρός, δεν μίλησε από τότε που είδαμε αυτή τη γη. Οι άνθρωποι εδώ την αναφέρουν σαν μια φήμη ανάμεσα σε δέκα άλλες. Το βλέπω στα μάτια σου, το ακούω στη φωνή σου. Παραλίγο θα σκεφτόμουν ότι σ’ έστειλαν να με παρασύρεις σε παγίδα. Μα ποιος, έχοντας το Κέρας του Βαλίρ, θα το χρησιμοποιούσε έτσι; Κανείς από κείνους του Αίματος, που ήρθαν με το Χαϊλέν, δεν μπορούσε να έχει το Κέρας, γιατί ο θρύλος λέει ότι ήταν κρυμμένο σ’ αυτή τη χώρα. Και σίγουρα ο κάθε άρχοντας αυτής της χώρας θα το χρησιμοποιούσε εναντίον μου, αντί να το βάλει στα χέρια μου. Πώς ήρθε στην κατοχή σου το Κέρας του Βαλίρ; Ισχυρίζεσαι πως είσαι ήρωας, όπως λέει ο θρύλος; Έχεις κάνει ανδραγαθήματα;»

«Δεν είμαι ήρωας, Υψηλέ Άρχοντα». Ο Φάιν τόλμησε να πάρει ένα ταπεινό χαμόγελο, αλλά η έκφραση του Τούρακ δεν άλλαζε και το άφησε να σβήσει. «Ένας πρόγονός μου βρήκε το Κέρας στους ταραχώδεις καιρούς μετά το θάνατο του Υψηλού Βασιλιά. Ήξερε πώς να ανοίξει το κιβώτιο, αλλά το μυστικό πέθανε μαζί του στον Εκατονταετή Πόλεμο, που τσάκισε την αυτοκρατορία του Άρτουρ του Γερακόφτερου, κι έτσι όσοι ήρθαμε μετά απ’ αυτόν ξέραμε ότι το Κέρας του Βαλίρ ήταν εκεί μέσα και έπρεπε να το φυλάξουμε μέχρι να επιστρέψει η γενιά του Υψηλού Βασιλιά».

«Σχεδόν σε πιστεύω».

«Πίστεψε, Υψηλέ Άρχοντα. Όταν ηχήσεις το Κέρας—»

«Μην καταστρέφεις τη λίγη εμπιστοσύνη που κέρδισες. Δεν θα ηχήσω το Κέρας του Βαλίρ. Όταν επιστρέψω στη Σωντσάν, θα το παρουσιάσω στην Αυτοκράτειρα ως το μέγιστο ανάμεσα στα τρόπαιά μου. Ίσως η Αυτοκράτειρα το ηχήσει η ίδια».

«Αλλά, Υψηλέ Άρχοντα», διαμαρτυρήθηκε ο Φάιν, «πρέπει να—» Ξαφνικά βρέθηκε να κείτεται με το πλευρό, ενώ το κεφάλι του κουδούνιζε. Μόνο όταν ξεθάμπωσαν τα μάτια του είδε τον άνδρα με την ανοιχτοκίτρινη πλεξούδα και κατάλαβε τι είχε συμβεί.

«Μερικές λέξεις», είπε ο άλλος απαλά, «δεν χρησιμοποιούνται ποτέ μπροστά στον Υψηλό Άρχοντα».

Ο Φάιν αποφάσισε πως αυτός ο άνδρας θα πέθαινε.

Ο Τούρακ κοίταξε τον Φάιν και μετά το Κέρας, γαλήνια, σαν να μην είχε δει τίποτα. «Ίσως σε δώσω στην Αυτοκράτειρα μαζί με το Κέρας του Βαλίρ. Ίσως σε βρει διασκεδαστικό, έναν άνδρα που ισχυρίζεται πως η οικογένειά του κράτησε την πίστη της εκεί που όλοι οι άλλοι πάτησαν τους όρκους τους, ή τους ξέχασαν».

Ο Φάιν ένιωσε κρυφή αγαλλίαση, καθώς ξανασηκωνόταν όρθιος. Ούτε που γνώριζε για την ύπαρξη μιας Αυτοκράτειρας πριν την αναφέρει ο Τούρακ, αλλά αν ξαναβρισκόταν κοντά σε κάποιον ηγέτη... αυτό άνοιγε καινούργιους δρόμους, καινούργια σχέδια. Κοντά σε μια ηγέτιδα με τη δύναμη της Σωντσάν στο πλάι της και το Κέρας του Βαλίρ στα χέρια της. Πολύ καλύτερο από το να έκανε Μέγα Βασιλιά αυτόν τον Τούρακ. Μπορούσε να περιμένει για μερικά μέρη του σχεδίου του. Ήρεμα. Μην του δείξεις πόσο πολύ το θέλεις. Μετά από τόσον καιρό, λίγη υπομονή ακόμα δεν θα σε βλάψει. «Όπως επιθυμεί ο Υψηλός Άρχοντας», είπε, προσπαθώντας να φανεί σαν άνθρωπος που απλώς θέλει να υπηρετήσει.

«Δείχνεις να βιάζεσαι», είπε ο Τούρακ, και ο Φάιν μόλις που κατάφερε να μην κάνει κάποιο μορφασμό. «Θα σου πω γιατί δεν θα ηχήσω το Κέρας του Βαλίρ, γιατί δεν θα το κρατήσω καν, και ίσως αυτό σου θεραπεύσει την ανυπομονησία. Δεν θα ήθελα ένα δικό μου δώρο να προσβάλει την Αυτοκράτειρα με τη δράση του· αν η ανυπομονησία σου δεν δέχεται θεραπεία, τότε δεν θα ικανοποιηθεί ποτέ, διότι δεν θα φύγεις ποτέ απ’ αυτές τις ακτές. Ξέρεις ότι αυτός που θα φυσήξει το Κέρας θα είναι από κει και έπειτα συνδεμένος μαζί του; Ότι για τους άλλους θα είναι απλό κέρας όσο ζει αυτός;» Δεν μιλούσε σαν να περίμενε απάντηση και δεν έκανε καμία παύση. «Είμαι δωδέκατος στη σειρά διαδοχής για τον Κρυστάλλινο Θρόνο. Αν κρατούσα το Κέρας του Βαλίρ, όσοι είναι ανάμεσα σε μένα και το θρόνο θα πίστευαν ότι σκοπεύω να γίνω ο πρώτος και, παρ’ όλο που, φυσικά, η Αυτοκράτειρα επιθυμεί να ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας έτσι ώστε να τη διαδεχθεί ο πιο πανούργος και ο πιο δυνατός, τώρα έχει χαρίσει την εύνοιά της στη δεύτερη κόρη της, και δεν θα έβλεπε ευνοϊκά κάποια απειλή κατά της Τουόν. Αν το ηχούσα, ακόμα κι αν μετά απέθετα αυτή τη γη στα πόδια της, μ’ όλες τις γυναίκες της Ταρ Βάλον δεμένες, η Αυτοκράτειρα, είθε να ζει παντοτινά, σίγουρα θα πίστευε ότι δεν μου αρκεί να είμαι απλώς ένας διάδοχος».

Ο Φάιν κατάφερε να μην του υποδείξει ότι αυτό θα ήταν εφικτό με τη βοήθεια του Κέρατος. Κάτι στη φωνή του Υψηλού Άρχοντα έδειχνε —αν και ο Φάιν δυσκολευόταν να το πιστέψει— ότι πραγματικά εννοούσε αυτή την ευχή. Πρέπει να είμαι υπομονετικός. Ένα σκουλήκι στη ρίζα.

«Οι Αφουγκραστές της Αυτοκράτειρας μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε», συνέχισε ο Τούρακ. «Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Ο Χούαν γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Οίκο του Άλαντον, όπως και η οικογένειά του εδώ και έντεκα γενιές, όμως ακόμα κι αυτός μπορεί να είναι Αφουγκραστής». Ο άλλος με την πλεξούδα πήγε να κάνει μια χειρονομία διαμαρτυρίας, πριν ξανασταθεί αμέσως ασάλευτος. «Ακόμα κι ένας υψηλός άρχοντας ή μια υψηλή αρχόντισσα μπορεί να βρουν ότι οι Αφουγκραστές ξέρουν τα βαθύτερα μυστικά τους, μπορεί να ξυπνήσουν και να ανακαλύψουν ότι έχουν ήδη παραδοθεί στους Αναζητητές της Αλήθειας. Είναι πάντα δύσκολο να βρεις την αλήθεια, αλλά οι Αναζητητές ερευνούν χωρίς να φοβούνται τον πόνο, και συνεχίζουν να ερευνούν όσο κρίνουν ότι υπάρχει ανάγκη. Καταβάλλουν μεγάλο πόνο για να μην πεθάνει κανένας υψηλός άρχοντας στα χέρια τους, διότι κανείς δεν επιτρέπεται να σκοτώσει αυτούς που στις φλέβες τους κυλά το αίμα του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Αν η Αυτοκράτειρα πρέπει να διατάξει τέτοιο θάνατο, τότε βάζουν αυτόν τον δυστυχισμένο ζωντανό σε ένα μεταξωτό σάκο, κρεμούν τον σάκο από τον Πύργο των Κορακιών και τον αφήνουν εκεί μέχρι να σαπίσει. Δεν θα έδειχναν τέτοια φροντίδα για κάποιον σαν και σένα. Στην Αυλή των Εννιά Φεγγαριών, στη Σωντάρ, κάποιον σαν και σένα θα τον παρέδιδαν στους Αναζητητές για το μάτι του που έπαιξε, για μια λάθος λέξη, ή από καπρίτσιο. Ακόμα ανυπομονείς;»

Ο Φάιν κατόρθωσε να κάνει τα γόνατά του να τρεμουλιάσουν. «Μόνη μου επιθυμία είναι να υπηρετώ και να συμβουλεύω, Υψηλέ Άρχοντα. Ξέρω πολλά, που ίσως αποδειχθούν χρήσιμα». Αυτή η αυλή της Σωντάρ έμοιαζε με μέρος που τα σχέδιά του και οι ικανότητες του θα έβρισκαν εύφορο έδαφος.

«Μέχρι να ξαναπάω στη Σωντσάν, θα με διασκεδάσεις με ιστορίες για την οικογένειά σου και τις παραδόσεις της. Είναι ανακούφιση να βρίσκω και δεύτερο άνθρωπο να με διασκεδάζει σ’ αυτή την Φωτοκατάρατη χώρα, έστω κι αν λέτε ψέματα και οι δύο, όπως υποψιάζομαι. Μπορείς να φύγεις». Δεν είπε άλλη λέξη, αλλά η κοπέλα, η οποία είχε σχεδόν κάτασπρα μαλλιά και φορούσε σχεδόν διάφανη ρόμπα, πλησίασε με γοργά βήματα, γονάτισε πλάι στον Υψηλό Άρχοντα με το κεφάλι σκυμμένο και του πρόσφερε ένα φλιτζάνι, που άχνιζε πάνω σε λακαρισμένο δίσκο.

«Υψηλέ Άρχοντα», είπε ο Φάιν. Ο άνδρας με την πλεξούδα, ο Χούαν, τον άρπαξε από το μπράτσο, αλλά ο Φάιν το τράβηξε. Το στόμα του Χούαν σφίχτηκε με θυμό, καθώς ο Φάιν υποκλινόταν πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά. Ναι, θα τον σκοτώσω αργά. «Υψηλέ Άρχοντα, υπάρχουν κάποιοι που με ακολουθούν. Έχουν σκοπό να πάρουν το Κέρας του Βαλίρ. Σκοτεινόφιλοι κι ακόμα χειρότεροι, Υψηλέ Άρχοντα, και απέχουν, το πολύ, μια-δυο μέρες».

Ο Τούρακ ρούφηξε μια γουλιά από το μαύρο υγρό στο λεπτό φλιτζάνι, που ισορροπούσε στα δάχτυλά του με τα μακριά νύχια. «Ελάχιστοι Σκοτεινόφιλοι παραμένουν στη Σωντσάν. Όσοι επιζούν από τους Αναζητητές της Αλήθειας καταλήγουν στο τσεκούρι του δημίου. Θα ήταν διασκεδαστικό να συναντήσω Σκοτεινόφιλο».

«Υψηλέ Άρχοντα, είναι επικίνδυνοι. Έχουν μαζί τους Τρόλοκ. Τους οδηγεί ένας που λέγεται Ραντ αλ’Θορ. Είναι νεαρός, αλλά ανείπωτα ρυπαρός, περπατά στη Σκιά, έχει γλώσσα γεμάτη πονηριά και ψέματα. Παρουσιάζεται με πολλά πρόσωπα σε πολλά μέρη, μα πάντα οι Τρόλοκ έρχονται όπου είναι κι αυτός, Υψηλέ Άρχοντα. Οι Τρόλοκ έρχονται... και σκοτώνουν».

«Τρόλοκ», ρέμβασε ο Τούρακ. «Δεν υπάρχουν Τρόλοκ στη Σωντσάν. Αλλά οι Στρατιές της Νύχτας είχαν άλλους συμμάχους. Άλλα πλάσματα. Συχνά αναρωτιέμαι αν ένα γκρολμ θα μπορούσε να νικήσει έναν Τρόλοκ. Θα πω να έχουν το νου τους για τους Τρόλοκ και τους Σκοτεινόφιλους που λες, αν δεν είναι άλλο ένα ψέμα. Αυτή η χώρα με κουράζει με την πλήξη της». Αναστέναξε και μύρισε τους αχνούς από το φλιτζάνι του.

Ο Φάιν άφησε τον Χούαν που μόρφαζε να τον βγάλει έξω από το δωμάτιο, σχεδόν χωρίς να ακούει το βραχνό κατεβατό του άλλου για όσα θα πάθαινε, αν ποτέ δεν έφευγε μόλις του έδιναν την άδεια. Μόλις που πρόσεξε ότι τον είχε σπρώξει στο δρόμο μ’ ένα νόμισμα και την εντολή να επιστρέψει την επόμενη μέρα. Τώρα ο Ραντ αλ’Θορ ήταν δικός του. Επιτέλους, θα τον δω νεκρό. Και μετά ο κόσμος θα πληρώσει για όσα μου έκαναν.

Χαχανίζοντας μέσα από τα δόντια του, ξεκίνησε με τα άλογά του, ψάχνοντας για πανδοχείο.

Загрузка...